Περίληψη
-
Πίσω στο σπίτι, η Τασία μένει μόνη. Τα αφεντικά της αναχωρούν—διά ζώσης—για μια μυστηριώδη επίσκεψη. Η Τασία, χωρίς δεύτερη σκέψη, αποφασίζει να κάνει το σπίτι φύλλο και φτερό. Δεν ξέρει για τι ψάχνει αλλά είναι βέβαιη πως… μόλις το δει θα τ’ αναγνωρίσει. Με τα πολλά, φτάνει και στην αποθήκη του σπιτιού. Εκεί, πράγματι, κάτι βρίσκει. Όμως δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο περί τίνος πρόκειται.
-
Τα αφεντικά επιστρέφουν. Άγνωστο πώς, η Κυρία φαίνεται να γνωρίζει για τις δραστηριότητες της Τασίας, όσο ήταν μόνη στο σπίτι. Όμως η Κυρία υπερεκτιμά τα συμπεράσματα στα οποία μπορούσε να φτάσει η Τασία. Προσπαθεί να της εξηγήσει τι ήταν αυτό που είδε και φτάνει να της αποκαλύψει περισσότερα απ’ όσα η ίδια η Τασία είχε συμπεράνει. Ήταν όμως αλήθεια όσα υποστήριξε η Κυρία;
-
Μετά από μια—σε μεγάλο βαθμό συμβολική—στιχομυθία με τον Κύριο, η Τασία και η Κυρία αναχωρούν για τα Κεντρικά. Η—γυμνή, άνευ περιηγητή—διαδρομή μέχρι το μετρό είναι εφιαλτική. Η Τασία εστιάζει όλη της την προσοχή στις αναμνήσεις της γιατί δεν ξέρει πώς αλλιώς να ελέγξει τον πανικό της.
-
Όταν φτάνουν στους Αμπελόκηπους, η Κυρία και η Τασία βρίσκονται αντιμέτωπες με μια κατάσταση πολύ διαφορετική απ’ αυτήν που ήξεραν στα Βριλήσσια. Κάθονται εξουθενωμένες σ’ ένα παγκάκι και περιμένουν να συνέλθουν.
-
Στις αναμνήσεις της, στην Μονή, η Τασία μεγαλώνει. Όμως μαζί με την ηλικία μεγαλώνουν και τα προβλήματά της. Μετά τις αψιμαχίες του Δημοτικού, η Τασία έρχεται πλέον αντιμέτωπη με την Χρύσα, στην οποία αφιερώνεται, όσο και όπως μπορεί.
-
Συμπτωματικά, η Χρύσα και η Τασία ανακαλύπτουν μια σχετικά ασφαλή διαδρομή που οδηγεί έξω απ’ την Μονή. Με την βοήθεια αυτοσχέδιων ποδηλάτων αρχίζουν την συστηματική εξερεύνηση της Πεντέλης.
-
Η γνωριμία τους με την κυρά Ζωή, μια ηλικιωμένη γυναίκα που φύλαγε πρόβατα στην περιοχή της Σπηλιάς, μοιάζει ασήμαντη στην αρχή. Σύντομα όμως τα πράγματα παίρνουν εντελώς απρόβλεπτη τροπή.
-
Η κυρά Ζωή τους αποκαλύπτει τις διδαχές των Αμώμων—μιας απόκρυφης οργάνωσης που έδρασε στην περιοχή της Πεντέλης ως τον 16ο περίπου αιώνα.
-
Η μύηση των δυο κοριτσιών ξεκινάει απ’ τις φυσικές διδαχές. Η Τασία γοητεύεται, χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο, και αρχίζει την εξάσκηση. Κάποια στιγμή μπλέκεται, άθελά της, σε ένα περιστατικό που μοιάζει να επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα των διδαχών—αλλά μπορεί και όχι.
-
Η κυρά Ζωή τις ρίχνει αδίστακτα και στα άπατα των πνευματικών διδαχών. Τόσο η Χρύσα, όσο και η Τασία εντυπωσιάζονται, αλλά όχι χωρίς κάποια επιφύλαξη. Όταν αποκαλύπτεται πως το ενδιαφέρον της Χρύσας δεν έμεινε μόνο στα λόγια, η Τασία πληγώνεται. Όμως ξεχνά πως ούτε κι’ η ίδια έκανε ποτέ λόγο στην Χρύσα για την εξάσκησή της στις φυσικές.
-
Το τέλος της μαθητείας τις βρίσκει σε αποκλίνουσες πορείες. Τα συγκλονιστικά—για όλους τους Τρόφιμους της Μονής—γεγονότα της τελευταίας Επίδειξης ποτέ δεν διαλευκαίνονται. Ήταν η Χρύσα ο τρελο-Γέροντας που η Γερόντισσα και ο Έψιλον-Έψιλον χρειάστηκε να φυγαδεύσουν κακήν-κακώς απ’ το Καθολικό; Ή απλώς την τύφλωσε το πάθος, όπως—λίγο πεζά, αλλά πολύ ανθρώπινα—πίστευε η Τασία;
Ο Κύριος
Φασαρία ακουγόταν απ’ το βάθος του σπιτιού. Η Κυρία και ο Κύριος ήσαν. Καυγάδιζαν. Η Τασία, περπατώντας προσεκτικά, για να αποφύγει κάποιες σανίδες που έτριζαν, πλησίασε να κρυφακούσει.
Η φωνή του Κυρίου. Χαμηλόφωνη, αλλά με ένταση. Οργισμένος πρέπει να ήταν. Αλλά, με τον Κύριο, δεν ήταν εύκολο να πεις αφού δεν παραφερόταν ποτέ. Πάντα με το σεις και με το σας ήταν. Όλα τα κατάπινε και του 'βγαιναν αργότερα σε χολερικά σχόλια, που πετούσε σε άσχετες στιγμές.
Ύστερα ήταν κι’ ότι ο Κύριος ψεύδιζε. Όχι πολύ, αλλά όταν θύμωνε το ελάττωμά του γινόταν πιο έντονο. Πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, η Τασία δυσκολευόταν να διακρίνει τι έλεγε. Κάτι σκόρπιες φράσεις μόνο ξεχώριζε: «Χίλιες φορές…διακινδυνεύουμε…πώς να ζητήσουμε…».
Μπορεί η Τασία να μην καταλάβαινε ακριβώς τι έλεγαν, αλλά κι’ απ’ τις λίγες αυτές λέξεις ήταν φανερό πως ο Κύριος πρέπει να κατσάδιαζε την Κυρία. Και δεν το έκανε στα ίσα, αλλά με αυτό το δήθεν ευγενικό και πολιτισμένο ύφος που αγαπούσε. «Δεν κάναμε αυτό», «δεν είπαμε εκείνο». Τι την ήθελε την πρώτη πληθυντικού; Ας της τα 'ψελνε ευθέως, να τελειώνουμε.
Αλλά για ποιο πράγμα μπορεί να κατηγορούσε την Κυρία; Αν κάποιος έφταιγε για την κατάσταση στης κυρίας Θάλειας, αυτή ήταν η Τασία, όχι η Κυρία. Ας έβγαινε έξω ο Κύριος να της έλεγε κατάμουτρα, ό,τι ήθελε. Και μόνο η σκέψη όμως, έκανε το στομάχι της Τασίας να σφίγγεται.
Ήταν όμως για λύπηση η κακομοίρα η Κυρία που τ’ άκουγε τώρα εξ’ αιτίας της Τασίας. Όχι πως κι’ αυτή, ήταν κανένα παιδάκι όμως. Το ψάρι στα χείλη του έψηνε του Κύριου, σε κάθε ευκαιρία. Κι’ όταν δεν υπήρχε η ευκαιρία, η Κυρία την κατασκεύαζε. Αυτή εδώ η περίπτωση πρέπει να „ταν απ“ τις πολύ σπάνιες, που η Κυρία δεν έβρισκε κάτι καλό να πει. Η Τασία άκουγε τώρα την στριγκή της φωνή να διαμαρτύρεται, αλλά ούτε τώρα διέκρινε τα λόγια. Σίγουρα, η Κυρία θα προσπαθούσε να γυρίσει αλλού την συζήτηση. Αλλά ο Κύριος, δεν χαμπάριαζε. Την επέστρεφε συνέχεια στο προκείμενο, επαναλαμβάνοντας μονότονα «δεν μπορούμε», «δεν θέλουμε», «δεν μας επιτρέπεται». Βρε, άει παράτα μας!
Η Τασία κουράστηκε. Ανά πάσα στιγμή μπορούσε ν’ ανοίξει η πόρτα και να την έπιαναν στα πράσα. Προσέχοντας πού πατούσε, απομακρύνθηκε βαρύθυμα. Γύρισε στην κουζίνα κι’ έβαλε ένα ποτήρι νερό. Ήπιε το μισό, το υπόλοιπο το ακούμπησε στο τραπέζι. Κάθισε σε μια καρέκλα κι’ έμεινε να το κοιτάει.
Στο Γυμνάσιο της Μονής, όταν προβιβάστηκα, βρέθηκα σ’ έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.
Η τελετή της Υποδοχής, κατ’ αρχάς, έγινε σε ασυνήθιστα δροσερή για την εποχή θερμοκρασία. Αν και αρχές Σεπτέμβρη, ο ουρανός κρεμόταν μολυβής πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη λες και επρόκειτο να ξεσπάσει καταιγίδα.
Τις προηγούμενες εβδομάδες η λάβρα που ανέδυε η σάρκα του βουνού είχε πάει κι’ είχε γίνει ένα μέσα στο μυαλό μου με τα γεγονότα της Απολυτήριας. Δεν έβλεπα την ώρα να „ρχόταν το φθινόπωρο—και το Γυμνάσιο—γιατί με κάποιο μαγικό τρόπο είχα αποφασίσει πως η πτώση της θερμοκρασίας θα με απάλλασσε απ“ τ’ ανομολόγητα καλοκαιρινά πάθη. Σαν τον διάολο απέφευγα οποιαδήποτε σκέψη σχετικά με όσα είχαν συμβεί. Το μόνο που ήθελα ήταν να τα βάλω πίσω μου και να μην ξανακούσω να γίνεται λόγος για τίποτα απ’ όλ’ αυτά.
Το μέλλον μου, στο Γυμνάσιο, είχα αποφασίσει ακριβώς ποιο θα ήταν. Με την φαντασία μου έβλεπα αυτό το μακρύ, άσπρο τούνελ, σκαμμένο μέσα σε αφράτο, κάτασπρο πάγο. Εκεί, ασφαλής και απομονωμένη, θα περνούσα τις μέρες μου. Τέρμα ο ιδρώτας, οι υστερίες και οι κάθε λογής περισπάσεις. Θ’ αφιερωνόμουν στις διακονίες και τις καταδύσεις μου. Ελεύθερη και ωραία.
Όσο για την τελετή της Υποδοχής, έτσι όπως εξελίχθηκε, ούτε παραγγελία να την είχα κάνει. Στο Δημοτικό δεν νομίζω να είχαμε κάνει τίποτα παρόμοιο—ή τουλάχιστον, δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο. Αλλά έτσι παραζαλισμένα που βγήκαμε απ’ τις Κοιτίδες, ποιος ξέρει τι μπορεί να συνέβη κι’ εγώ να το ξέχασα.
Το πρωινό της Υποδοχής πήγαμε κανονικά στις Τράπεζες. Μετά όμως οι Φύλακες μας γύρισαν πίσω στους θαλάμους να ενδυθούμε τις νέες μας στολές. Εμφανίστηκε κι’ ένας Γέροντας που μας έβγαλε ένα ξεκάρφωτο λογίδριο. «Ο Παμμέγιστος προσβλέπει στην Χάρη σας», κλπ, κλπ. Ευτυχώς, τα είπε σε ρυθμό ψαλμωδίας, οπότε τα βρήκαμε χαριτωμένα, σχετικά.
Γενικά πάντως, υπήρχε μια διάχυτη αμηχανία. Για ποιες «νέες» στολές μας έλεγαν; Αφού ίδιες με τις προηγούμενες ήσαν. Όσο για τον Παμμέγιστο, πέρα απ’ τη Χάρη μας, πρέπει να είχε κι’ άλλα πράγματα στο μυαλό του. Όμως οι Φύλακες επέμειναν. Ντε και καλά να μας δείξουν τα «μυστικά» της νέας στολής. Τελικά, αποδείχτηκε πως πράγματι, υπήρχε μια μικρή διαφορά. Πίσω, στην πλάτη, είχαν ένα περίεργο κούμπωμα. Τις έκανε, υποτίθεται, πιο ανθεκτικές σε ενδεχόμενη μόλυνση. «Για τις αντίξοες συνθήκες του Γυμνασίου, αφού δεν είστε πια μωρά», μας είπαν. Εμένα πάντως, δεν μου γέμισαν το μάτι. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν το ύφασμα της στολής αγκάλιασε το δέρμα μου ένιωσα κάπως. Αφού πήγα μέχρι τα Λουτρά και κοιτάχτηκα. Σωστό κομάντο της Αποκατάστασης μου φάνηκα—κι’ ας μην υπήρχε η παραμικρή ορατή διαφορά!
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μας πήρε κάποια ώρα μέχρι να καταφέρουμε να ετοιμαστούμε. Τελικά, ενδυμένοι και κομβιωμένοι στην εντέλεια, κατεβήκαμε για την Υποδοχή. Παραταχτήκαμε στην βορεινή πλευρά του προαύλιου, φάτσα στις προτομές των Αγίων Πατέρων. Απέναντι, πιασμένοι χέρι-χέρι, ήσαν όλοι οι Κληρικοί της Ταώ. Επικεφαλής, η Γερόντισσα! Τα χάσαμε, μόλις αντικρίσαμε το ευλαβικό αυτό θέαμα.
Η τελετή ξεκίνησε με την Γερόντισσα να μας τραγουδάει την σημασία της συγκεκριμένης περίστασης. Αν και το τραγούδι δεν ήταν το δυνατό της σημείο, τα κατάφερε πολύ καλά, μπορώ να πω. Μας είπε για τις τρεις ιστορικές καταστροφές της Μονής Ταώ και την θυσία των Αγίων Πατέρων. Τα είπε με τρόπο συμβολικό. Το ζουμί ήταν πως όπως τότε, η Μονή είχε καταφέρει να ορθοποδήσει, παρά την πανωλεθρία που είχε υποστεί, έτσι και τώρα θ’ αναγεννιόταν μέσ’ απ’ τις στάχτες της. Και το χτικιό θα κατανικούσαμε και τον Παμμέγιστο θα δοξάζαμε. Εμείς, και μαζί μ’ εμάς, η ανθρωπότητα ολόκληρη. Πολύ καλό ήταν. Αφού ανατρίχιασα.
Παρά όμως τις συνεχείς αναφορές στην όχι και τόσο ανθόσπαρτη ιστορία της Μονής, το τραγούδι της Γερόντισσας δεν είχε τίποτα το πένθιμο. Και στις πιο θλιβερές του στιγμές απέπνεε αποφασιστικότητα κι’ αισιοδοξία για το μέλλον.
Μετά, ήρθε η ώρα για τον όρκο των Δοκίμων. Ο τρόπος που μας είχαν παρατάξει αποδείχτηκε πως μόνο τυχαίος δεν ήταν. Καταλάβαμε πως απευθυνόμασταν ταυτόχρονα, τόσο στους σύγχρονους, όσο και στους αρχαίους εκπρόσωπους της Μονής. Έτρεμα ολόκληρη την στιγμή που ένωσα την φωνή μου μ’ αυτή των συντρόφων μου για τα τρία «Ομνύω». Δάκρυα περηφάνιας θόλωσαν το βλέμμα μου!
Όταν τελειώσαμε, οι Φύλακες μας συνόδευσαν μέχρι τις τάξεις. Πίσω στα παλιά, με την διαφορά ότι εκεί βρήκαμε να μας περιμένει ο νέος μας Διδάσκαλος—στο Γυμνάσιο δεν θα είχαμε πια ζευγάρια Γερόντων. Θηλυκός ήταν ο νέος Γέροντάς μας. Στο πρώτο χειροφίλημα η εντύπωση ήταν πολύ θετική. Ζεστό και φιλικό ένοιωσα το χέρι της. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, αλλά πριν τραβηχτώ για να περάσει ο επόμενος, σήκωσα το βλέμμα και την κοίταξα κατάματα. Παπά-Ειρήνη την έλεγαν, και φορούσε γυαλιά. Τα μάτια της, πίσω απ’ τους φακούς, έμοιαζαν σαν μικροσκόπια. Όμως τα φρύδια της σχημάτιζαν δυο τόξα πολύ καμαρωτά. Η μάσκα της ήταν αρυτίδωτη. Το υπόλοιπο πρόσωπό της, γαλακτερό και φωτεινό. Πριν απομακρυνθώ, γύρισα και της έριξα άλλη μια ματιά. Το σώμα της ήταν λεπτόκορμο, αλλά στητό. Η συμπεριφορά της, προς όλους, ανοιχτόκαρδη και καταδεκτική. Νοτ μπαντ, νοτ μπαντ ετ ολ!
Με την παπά-Ειρήνη συμπορευτήκαμε μέχρι το τέλος. Δεν είναι υπερβολή, νομίζω, να πω πως ξεχώριζε ανάμεσα στους υπόλοιπους Κληρικούς, τόσο για το παρουσιαστικό, όσο και την συμπεριφορά της. «Μικρή Γερόντισσα» ψιθυριζόταν γι’ αυτήν στους μακριούς, πέτρινους διαδρόμους της Ταώ. Ξαφνιάστηκα, όταν πρωτάκουσα την τόσο βαριά αυτή κουβέντα. Γιατί όσο συμπαθητική κι’ αν μου φαινόταν η μικρο-παπαδιά, ίσα με την Γερόντισσα δεν την έκανα. Υπήρχε απόσταση.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, ένα ήταν σίγουρο: ο νέος μας Διδάσκαλος δεν είχε καμιά, μα καμιά, σχέση μ’ εκείνο το ανθρώπινο απολειφάδι, τον παπά-Κυριάκο. Στον αγύριστο!
Είπα προηγουμένως πως το Γυμνάσιο αποδείχθηκε για μένα ένας διαφορετικός κόσμος. Δεν εννοούσα την τελετή της Υποδοχής βέβαια, ούτε την παπά-Ειρήνη. Οι πραγματικές αλλαγές συνέβησαν αλλού—σ’ έναν μέρος που δεν ξέρω πώς να περιγράψω.
Για παράδειγμα: Μπορεί να ήμασταν οι ίδιοι ακριβώς Σύντροφοι, στον ίδιο ακριβώς θάλαμο, αλλά μια μέρα, εκεί που καθόμασταν, γύρισα, πολύ απλά, έριξα μια ματιά στον Νεκτάριο, μετά έστρεψα αλλού το βλέμμα μου, και δεν του ξαναμίλησα—ποτέ. Το εννοώ. Ποτέ.
Τι μου έκανε, ο κακομοίρης, ο Νεκτάριος; Τι αντιπροσώπευε μέσα μου; Σαν μια κάμαρη να ήταν που έκλεισα την πόρτα της κι’ ούτε που ξαναπέρασα ποτέ από μπροστά της. Όταν, ένα πρωινό, μετά από κάνα χρόνο, ξύπνησα και—χωρίς να γυρίσω—κατάλαβα πως η διπλανή μου κλίνη ήταν κενή κι’ ο Νεκτάριος είχε μετακομίσει αλλού, δεν το συνέδεσα με την συμπεριφορά μου. Φυσικό φαινόμενο το θεώρησα. Σαν να φύσηξε ο αέρας και τον πήρε μαζί του. Θα 'θελα τώρα να έλεγα πως θα τον θυμάμαι πάντα και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ, αλλά ούτε αυτό δεν θα πω. Δεν θα πω τίποτα.
Κι’ απ’ τη Βιβλιοθήκη ξέκοψα, και τις μηχανές παράτησα. Τα „βρισκα μήπως παιδιάστικα πια όλ“ αυτά; Όχι ακριβώς. Αλλά δεν μου έκαναν τόσο κέφι, για κάποιο λόγο. Ήμουν αλλού.
Το μόνο που απέμεινε απ’ την παλιά μου ζωή ήταν οι καταδύσεις. Αλλά κι’ αυτές με πολύ διαφορετικό τρόπο πλέον τώρα. Δεν προσπαθούσα πια να πάω, όσο πιο βαθιά μπορούσα. Δεν έβλεπα τον λόγο. Έκανα την βουτιά, για την βουτιά, όσο ρηχή κι’ αν μου έβγαινε. Αισθανόμουν περίεργα. Δεν με καταλάβαινα.
Ήταν, βέβαια, κι’ οι διακονίες. Στο Γυμνάσιο κάναμε πολύ πιο προχωρημένα πράγματα. Θυμάμαι ακόμη την ημέρα που η παπά-Ευσταθία—δεν ξέρω γιατί αυτή κι’ όχι η παπά-Ειρήνη—επιχείρησε για πρώτη (και τελευταία, όπως αποδείχτηκε) φορά να μας μιλήσει για τον θηλασμό. Τι ρεζιλίκι! Η απόλυτη καταστροφή!
Μπήκε στην τάξη και το πρόσωπό της ήταν σαν να φορούσε μάσκα, σιδερένια—απ’ την ένταση ήταν, κατάλαβα μετά. Απαίτησε να σταυρώσουμε τα χέρια μας πάνω στα θρανία, να καρφώσουμε το βλέμμα ίσια μπροστά και να μην διανοηθούμε ν’ ανοίξουμε το στόμα μας. Ξεκίνησε τότε κάτι να μας λέει περί Δεύτερης Παγκόσμιας, αλλά στο προκείμενο δεν πρόλαβε να φτάσει ποτέ. Κάποιος Σύντροφος πέταξε κάτι, αυτή άρχισε να ουρλιάζει και να μας απειλεί, μετά επιχείρησε να συνεχίσει αλλά ήταν πια πολύ συγχυσμένη, ώσπου χτύπησε το Σήμαντρο και γλύτωσε. Κι’ αυτή κι’ εμείς.
Τι το „θελε η ευλογημένη; Αφού, έτσι κι“ αλλιώς, τα ξέραμε όλα. Θυμάμαι καθαρά την στιγμή που ένας Σύντροφος, Κωνσταντίνο, νομίζω, τον έλεγαν—τζίτζιρος ήταν και γι’ αυτό δεν είχαμε ποτέ πολλά-πολλά—με φώναξε στην κλίνη του και, σκασμένος στα γέλια, μου έτεινε το τερματικό του. Το φόρεσα κι’ έμεινα άναυδη. Φαρδιά-πλατιά μπροστά μου ήταν μια παραμάνα που θήλαζε τον κύριό της. Ο σύντροφος του κυρίου ήταν κι’ αυτός εκεί και παρακολουθούσε. Μ’ ένα ηλίθιο χαμόγελο παγωμένο στο στόμα του.
«Μπλιαχ!», φώναξα και πέταξα το τερματικό. Κατάλαβα, βέβαια τότε, τι ήταν αυτό που είχα δει, αλλά επειδή δεν ήθελα να φανεί πως ήταν η πρώτη μου φορά, τα „βαλα με τον Σύντροφο. «Θα ξεράσω», "Μόλις βγήκαμε απ“ τις Τράπεζες", «Τι αηδίες κάθεσαι και βλέπεις», κλπ, κλπ. Δεν κατάλαβε τίποτα, θέλω να ελπίζω.
Σε πιο επίσημες περιστάσεις—στις Επιθεωρήσεις, για παράδειγμα—ο Έψιλον-Έψιλον μας τραγουδούσε για τον θηλασμό ως την «πεμπτουσία του κοινωνικού ιστού». Με γλυκανάλατο ύφος προσπαθούσε να μας πείσει πως αυτό που είχε σημασία δεν ήταν το αίμα μας—το γάλα μας θέλω να πω, απαγορευόταν ρητά να το πούμε αίμα—αλλά η λεγόμενη «καλοψυχία» που έπρεπε, λέει, θηλάζων και θηλαζόμενος να έχουν όσην ώρα κρατούσε η όλη υπόθεση.
Παπαριές καμαρωτές, περιττό να πω. Την αλήθεια, όλοι μας την ξέραμε. Παρά τις προσπάθειες των επιστημόνων, σε παγκόσμιο επίπεδο, ποτέ δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τι ήταν στο αίμα των νέων που ισχυροποιούσε τον ανθρώπινο οργανισμό. Κάποια ουσία πρέπει να 'ταν που βοηθούσε—προσωρινά—όσους ήδη έπασχαν και μείωνε την πιθανότητα να αρρωστήσουν, όσοι δεν είχαν ακόμη κολλήσει. Ποια ακριβώς; Πώς λειτουργούσε; Ποτέ δεν αποκαλύφθηκε. Οι Αρχιεπισκοπές προσπαθούσαν να τα μπαλώσουν, λέγοντας το μακρύ τους και το κοντό τους, όποτε πιέζονταν, αλλά κάποια τέτοια πράγματα δεν κρύβονται.
Γιατί όμως ο Έψιλον-Έψιλον κι’ οι Γέροντες μας έλεγαν όλες εκείνες τις πατριωτικές μπαρούφες; Τις πίστευαν, πραγματικά, ή το έκαναν επειδή ήσαν υποχρεωμένοι; Δεν ξέρω. Κύριος οίδε τι γινόταν μέσ’ το μυαλό τους. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως, ανεξάρτητα απ’ την συμμορία που ανήκε κανείς, μέσ’ τον θάλαμό μας δεν υπήρχε ούτε ένας Σύντροφος που να πίστευε σ’ αυτά τα πράγματα.
Ούτε που τον άκουσε η Τασία τον Κύριο, όταν μπήκε. Την τελευταία μόνο στιγμή αισθάνθηκε κάτι μαύρο, και παγωμένο, να την πλησιάζει. Διαισθάνθηκε πως ήταν αυτός και, ασυναίσθητα, πετάχτηκε όρθια. Έπιασε το πρώτο πανί που βρήκε μπροστά κι’ άρχισε να τρίβει τον νεροχύτη.
Σιωπή. Ένταση.
Αναγκαστικά, γύρισε, να τον αντικρίσει—τι άλλο να 'κανε; Αλλά την πλάτη του μόνο πρόλαβε να δει. Ο Κύριος είχε προλάβει να απομακρυνθεί. Η Τασία έστησε αυτί. Ίσα-ίσα που τον άκουσε να τρυπώνει πάλι πίσω στο δωμάτιό του. Ούτε νίντζα να ήταν.
Πολύ προσεκτικά, κάθισε κι’ αυτή ξανά στην θέση της. Φτηνά την είχε γλυτώσει, για την ώρα.
Κοίταξε γύρω-γύρω στην κουζίνα. Μα, αλήθεια, δεν μπορούσε να συγυρίσει λίγο; Μια απασχόληση, μια οποιαδήποτε απασχόληση, θα έβαζε σε λογαριασμό τα ποτάμια που ένιωθε να φουσκώνουν πάλι στο μυαλό της. Κι’ όσο πιο βαρετή η απασχόληση, τόσο το καλύτερο.
Το μάτι της σκάλωσε στα σερβίτσια της Κυρίας. Δεν τα χρησιμοποιούσαν ποτέ. Οι επισκέπτες του σπιτιού έρχονταν μέσω περιηγητή πάντα. Οπότε και να ήθελαν, δεν μπορούσαν να φάνε. Όμως η Κυρία τ’ αγαπούσε πολύ τ’ αποκτήματα της αυτά και τα εκθείαζε σε κάθε ευκαιρία.
Προσέχοντας πολύ, μην κάνει καμιά ζημιά, η Τασία κατέβασε, ένα-ένα, όλα τα πιάτα απ’ τα ντουλάπια. Απολύμανε μεθοδικά κάθε κομμάτι ξεχωριστά και μετά το τοποθέτησε πίσω στη θέση του. Οι κινήσεις της, αργές και τελετουργικές, μετρούσαν τους κόμπους από ένα αόρατο κομποσκοίνι.
Όμως, μέσα της, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Το νηπιαγωγείο αγρίων ζώων λίγο ακόμη ήθελε για να κατασπαράξει την χαζοδασκάλα. Η αγγαρεία, που η Τασία είχε επιβάλλει στον εαυτό της, μόλις που κατάφερνε να κρατήσει απασχολημένα τα θηριάκια. Ανά πάσα στιγμή, όλο και κάποιο μπορεί ν’ άρχιζε τα ουρλιαχτά, να παρέσερνε και τα υπόλοιπα, κι’ άντε μετά να τα ξαναμαζέψεις. Κι’ όσο για την δασκάλα, ψυχή δεν είχε κι’ αυτή; Πόσο θα 'θελε να τα βροντήξει όλα και να βγει έξω για τσιγάρο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πώς είναι δυνατόν να συλλογιστεί κανείς; Σε τι σόι συμπεράσματα μπορεί να καταλήξει; Όμως, η Τασία επέμεινε. Κουτσά-στραβά, κάθισε κάτω τον εαυτό της, τον ανάγκασε να την ακούσει και του έθεσε ερωτήσεις. Απλές, πρακτικές ερωτήσεις, την μια μετά την άλλη. Τι ακριβώς είχε συμβεί στο διαμέρισμα της κυρίας Θάλειας; Γιατί είχε μπλεχτεί τόσο η ίδια—και, μέσω αυτής κι’ η Κυρία; Και, είχε πραγματικά μπλέξει ή ήταν ο φόβος που της θόλωνε το μυαλό;
Λοιπόν, απόφαση πρώτη: σκέτος φόβος, δεν ήταν. Αποκλείεται. Αφού κι’ η ίδια η Κυρία είχε ανησυχήσει. Όμως από πότε η Κυρία μάς είχε γίνει μέτρο ευθυκρισίας; Αφού ήταν θεοπάλαβη. Ίσως όχι, όσο ήσαν στης κυρίας Θάλειας—για λόγους που η Τασία δεν είχε ακόμη καταφέρει να καταλάβει—γενικά, όμως, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Αλλά, ας αφήσουμε την Κυρία. Πάμε και στον Κύριο, μια στιγμή. Ό,τι και να έλεγε κανείς γι’ αυτόν, σαν την Κυρία δεν ήταν, σίγουρα. Τι γνώμη είχε, ο Κύριος;
Κρίμα που δεν είχε καταφέρει ν’ ακούσει τι έλεγαν, προηγουμένως. Κι’ απ’ αυτά τα ελάχιστα όμως, που είχε διακρίνει, κάποιο συμπέρασμα μπορούσε να βγει.
Απόφαση δεύτερη: μόνο ασήμαντο δεν το είχε βρει το περιστατικό, ο Κύριος. Κάτι τέτοιες ιστορίες είναι, που αρχίζουν χαζά και μπορεί να καταλήξουν σε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις—πολύ-πολύ δυσάρεστες καταστάσεις. Αλλά, για τι ακριβώς καταστάσεις μιλάμε; Και, ποιον αφορούσαν; Πάντως, όχι μόνο την Τασία. Δεν ήταν για λογαριασμό της που ανησυχούσαν τα αφεντικά. Ανταλλακτική ιδιαιτέρα έβρισκαν σε λιγότερο από πέντε λεπτά. Δεν ήταν εκεί το θέμα.
Η Τασία ανακαλούσε καθαρά την στιγμή που είχε συνειδητοποιήσει πώς δεν ήταν πια του δρόμου. Ήταν τότε που 'χε πρωτόρθει στο σπίτι. Είχε τελειώσει—επιτυχημένα—τον πρώτο θηλασμό της Κυρίας και ξεκουραζόταν, μόνη, στην κουζίνα. Σε κάποια στιγμή, έπιασε τον εαυτό της να „χει στήσει αυτί. Ασυναίσθητα, περίμενε η Αρχιεπισκοπή να τους χτυπήσει την πόρτα! «Γιατί κάνεις σαν τρελή;», προσπάθησε να λογικευτεί. "Είσαι ιδιαιτέρα τώρα. Όσο είσαι εδώ μέσα, κανείς δεν μπορεί να σ“ αγγίξει". Της πήρε όμως καιρό να ξεχάσει τον φόβο της.
Ναι, στο Γυμνάσιο, τον πρώτο ιδίως καιρό, ένιωθα πολύ περίεργα. Ήμουν τόσο απορροφημένη με την κάθε ημέρα, που δεν προλάβαινα—ούτε και μου περνούσε απ’ το μυαλό—να σταματήσω λίγο, να σκεφτώ πού πατώ και πού βρίσκομαι. Σαν υπερταχεία περνούσα απ’ τους σταθμούς, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα πού κατευθύνομαι. Ώσπου, εκτροχιάστηκα κι’ ησύχασα.
Με την Χρύσα δεν θυμάμαι πώς γνωριστήκαμε.
Άλλο ένα περίεργο με το Γυμνάσιο ήταν πως, μια μέρα, στα καλά καθούμενα, κατάλαβα πως μπορούσα πλέον να δω «πιο μακριά». Ψήλωσα εγώ ή μίκρυνε η Μονή; Δεν ξέρω. Ο θάλαμός μας, πάντως, έπαψε να παίζει τόσο μεγάλο ρόλο μέσα μου. Υπήρχαν κι’ άλλοι θάλαμοι, κι’ άλλοι Σύντροφοι, συνειδητοποίησα ξαφνικά.
Ίσως έτσι κάπως να έγινε και με την Χρύσα. Δεν έχει σημασία αν μας έβαλαν σε γειτονικές διακονίες ή αν έτυχε να κάτσουμε δίπλα-δίπλα στις Τράπεζες. Παλιότερα, ούτε που θα την πρόσεχα—ούτε αυτή εμένα. Ενώ, τότε, στο Γυμνάσιο, είχε φτάσει η ώρα μας. Μεγαλώναμε.
Το βασικό που θυμάμαι γι’ αυτήν είναι πως ήταν καλή στις διακονίες—στην απολύμανσιν ειδικά, αλλά και στις Επιδείξεις. Μπορεί όχι επιπέδου Φωστήρα, πάντως καλή. Γενικά, μου φαινόταν πολύ γενναία, πολύ δυναμική; Επίσης, ήταν και πολύ μελετηρή. Πάντα μέσα σ’ ένα τερματικό είχε χωμένη την μύτη της. Και με νευρίαζε, γιατί έτσι όπως τα 'χα καταφέρει με τον Νεκτάριο, με την Βιβλιοθήκη δεν ήθελα να 'χω πολλά-πολλά.
Όσο για την Μέλπω, προφανώς και δημιουργήθηκε θέμα.
Τώρα καταλαβαίνω πως με την Μέλπω μπορεί να ήθελα, αλλά δεν τόλμησα να κάνω, όπως με τον Νεκτάριο. Όσο κι’ αν με βάραιναν τα καπρίτσια και οι αλλοπρόσαλλες διαθέσεις της, συνέχισα κακήν-κακώς να την κουβαλάω στην πλάτη μου σ’ όλο το Γυμνάσιο—όπως κι’ αυτή εμένα, χωρίς αμφιβολία.
Η Μέλπω ποτέ δεν συμπάθησε την Χρύσα, περιττό να πω. Ο λόγος, κατά την γνώμη μου, ήταν πως η Μέλπω είχε μείνει κολλημένη στα παλιά, τότε που μας παρίστανε τον οδηγό, και καλά! Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Ξέχασα να πω πως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, η νυκτερινή παρέα διαλύθηκε και έξοδο στην αποθηκούλα δεν επιχειρήσαμε ποτέ ξανά. Καλύτερα. Γλυτώσαμε απ’ τους Μάρκο Πόλο, κάθε διαλογής!
Θυμάμαι τώρα μια άσχετη στιγμή, εκεί που βγαίναμε απ’ τις Τράπεζες. Κάτι έλεγα για την Χρύσα (πάλι), όταν η Μέλπω σταμάτησε, με κοίταξε σοβαρά-σοβαρά και μου είπε , «Κι’ εμένα; Πού μ’ αφήνεις εμένα;». Τα „χασα. Κοίταξα αλλού, ψέλλισα μια βλακεία κι“ η στιγμή πέρασε.
Όταν όμως, κι’ αυτή, τα 'φτιαξε με την Αλκμήνη, εγώ δεν είπα τίποτα. Τίποτα απολύτως δεν είπα.
Σαν αδέξια μπάλα μπόουλινγκ η Κυρία έσκασε με θόρυβο μέσα στην κουζίνα. Η Τασία με δυσκολία συγκράτησε ένα χαμόγελο. Την εξέτασε προσεκτικά με την άκρη του ματιού. Ζεματισμένη φαινόταν ακόμη, απ’ την στιχομυθία της με τον Κύριο. Όμως δεν θα ξεσπούσε στην Τασία. Δεν ήταν σε τέτοια διάθεση. Κάτι άλλο είχε στο μυαλό της.
«Είδατε Κυρία;», την ρώτησε, επιστρατεύοντας το πιο αθώο της ύφος. «Έκανα τα πιατικά, όσο μιλάγατε με τον Κύριο» κι’ έδειξε με το χέρι της τα σερβίτσια που αστραποβολούσαν ευχαριστημένα.
«Μμμ, ναι, ναι. Μπράβο», απάντησε η Κυρία, χωρίς στην πραγματικότητα να κοιτάξει προς τα εκεί που της έδειχνε η ιδιαιτέρα της. Μετά παρατήρησε «Σε θέλει, μου είπε. Να πας, σε λίγο».
«Σε λίγο;»
«Σε δυο-τρία λεπτά. Κάτι κάνει τώρα. Χτύπα, πριν μπεις. Ξέρεις.»
«Βέβαια, Κυρία».
«Ωραία», είπε η Κυρία κι’ έκανε να βγει απ’ την κουζίνα. Κάπου αλλού είχε το μυαλό της.
«Κυρία;» την σταμάτησε η Τασία.
«Τι 'ναι;»
«Τι θα κάνουμε; Με…»
«Ναι, ναι. Μην σε νοιάζει. Θα σου πω, γι’ αυτό. Μην στεναχωριέσαι».
«Μήπως εγώ πρέπει κάτι να…»
«Δεν ξέρω ακόμη, εντάξει; Δεν ξέρω», είπε η Κυρία με κάποια ένταση. Και συνέχισε. «Καταλαβαίνω, μη νομίζεις πώς δεν καταλαβαίνω. Είναι όμως, κάποια πράγματα που πρέπει να ξεδιαλύνουμε πρώτα, με τον Κύριο. Μόλις ξέρω, θα σου πω. Πριν ξεκινήσουμε για τα Κεντρικά… Εντάξει;»
Η Τασία συγκατένευσε βιαστικά.
«Ευχαριστώ Κυρία».
«Μην ξεχαστείς μόνο» είπε η Κυρία κι’ έδειξε με το κεφάλι της προς το δωμάτιο του Κυρίου. Μετά, βγήκε.
Η Τασία έμεινε μόνη. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να μπορούσε να κάνει.
Η πρώτη—πώς να την πω; «περίεργη στιγμή»;—με την Χρύσα συνέβη εντελώς αναπάντεχα, για μένα τουλάχιστον. Ήταν λίγο καιρό αφού είχαμε αρχίσει να μιλάμε. Μπορεί, μέχρι τότε, να διασταυρωνόμασταν στις διακονίες, να λέγαμε κι’ ένα γεια στις Τράπεζες, αλλά, προσωπικά, δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Όπως είπα, είχα πολλά πράγματα στο μυαλό μου, εκείνη την εποχή. Ο κόσμος μου είχε μεγαλώσει απότομα κι’ η Χρύσα δεν ήταν παρά άλλο ένα κομματάκι σ’ αυτό το μεγάλο, ακατανόητο παζλ, που βρισκόταν φύρδην-μίγδην χυμένο μπροστά μου.
Οι περιστάσεις δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ασήμαντες. Πρωί ήταν, είχα μόλις τελειώσει κάποια διακονία κι’ επέστρεφα τρέχοντας στον θάλαμο. Η Χρύσα έβγαινε απ’ τον δικό της με κατεύθυνση προς τα Λουτρά. Ήταν αναψοκοκκινισμένη και στα χέρια της κρατούσε τα ατομικά της είδη. Πίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη Σύντροφοι. Μια ματιά τους έριξα μόνο και προσπέρασα.
Αρχιεπίσκοπέ μου, τι „ταν αυτό το πράμα; Σαν διαστημόπλοιο φεγγοβολούσε το πρόσωπό της! Γύρισα να ξανακοιτάξω. Κάπως έγινε και σήκωσε κι“ αυτή το βλέμμα της. Κοιταχτήκαμε, από καμιά δεκαριά μέτρα απόσταση. Σαν μπουνιά στο δόξα πατρί το εισέπραξα. Δεν άντεξα. Έκανα πίσω. Αλλά μετά ξαναγύρισα. Τώρα, είδα την πλάτη της. Χανόταν μέσα στους ατμούς των Λουτρών. Η στολή της είχε γλιστρήσει και διακρινόταν, γυμνός, ο ένας της ώμος. Ο δεξιός. Στην πραγματικότητα, μια φλοίδα μόνο πρόλαβα να δω, ένα τίποτα. Μετά, έμεινα μόνη. Στήριξα όπως-όπως την πλάτη μου στον τοίχο κι’ έμεινα εκεί.
Μια πεταχτή μαχαιριά μου „χε ανοίξει τα σπλάχνα. Το αίμα μου, ζεστό και πηχτό, έτρεχε ακατάσχετα. Έσφιξα την κοιλιά μου με τα χέρια μου μπας και το σταματήσω. "Τι σκατά μ“ έπιασε;", αναρωτήθηκα.
Έκανα να προχωρήσω. Το κεφάλι μου γύριζε. Όμως δεν γινόταν να μείνω εκεί, στη μέση του διαδρόμου, την ώρα των πρωινών διακονιών. Έπρεπε να συνέλθω, να επιστρέψω στον θάλαμο. Ανέπνευσα. Ανέπνευσα βαθιά, σαν σε κατάδυση. Καλύτερα. Έβαλα το ένα πόδι μπροστά στ’ άλλο και προχώρησα.
Ευτυχώς, εκεί που πήγαινα, κάπως έγινε, και το πράγμα γύρισε μέσα μου. «Δε μας χέζει; Ποια είναι δηλαδή; Τι θέλει από μένα; Δεν μας παρατάει;» Κάτι τέτοια σκέφτηκα. Με βοήθησαν κάπως, κατά έναν τρόπο.
Αλλά όλη εκείνη την μέρα την πέρασα σε παραζάλη. Φοβόμουν μην την ξαναδώ. Και φοβόμουν μην και δεν την ξαναδώ.
Ο φλοίσβος του θηλασμού καταπράυνε την Τασία, περισσότερο ίσως κι’ απ’ τον Κύριο—τον οποίο, μπορεί και να τον είχε πάρει ο ύπνος. Τόσο απαλή ένοιωθε η Τασία την μυρωδιά του.
Όμως δεν σήκωνε το βλέμμα της να επιβεβαιώσει. Ούτε τολμούσε, ούτε κι’ ήθελε. Ήταν εθισμένη στην μυρωδιά του Κυρίου. Πίστευε πως απ’ αυτή και μόνο μπορούσε να καταλάβει τα πάντα για την κατάστασή του.
Ο Κύριος ήταν αρκετά μεγαλύτερος απ’ την Κυρία. Η μυρωδιά του, γενικά, ήταν πιο έντονη απ’ της Κυρίας και παρουσίαζε διακυμάνσεις κατά την διάρκεια της ημέρας. Το πρωί, μύριζε φρεσκοκομμένο ξύλο. Όσο όμως περνούσε η ώρα, η μυρωδιά του γλύκαινε, μέχρι που το βράδυ κόντευε να μοιάζει με σοκολάτα. Στην διάρκεια της ημέρας, άλλοτε ήταν έντονη, όταν ήταν νευριασμένος, κι’ άλλοτε απαλή, σχεδόν αδιόρατη, όπως τώρα.
Η μυρωδιά του Κυρίου δημιουργούσε ένα προστατευτικό τοίχος γύρω τους. Κανείς και τίποτα δεν θα τολμούσε να τους ενοχλήσει, όσο διαρκούσε ο θηλασμός. Έξω, στον διάδρομο, η Κυρία μπορούσε να πηγαινοέρχεται σαν λιοντάρι στο κλουβί. Την πόρτα όμως που τους χώριζε, δεν θα τολμούσε να την χτυπήσει—πόσο μάλλον να την ανοίξει.
Η νηνεμία αυτή δεν θα κρατούσε πολύ, το ήξερε καλά αυτό η Τασία. Όμως προσπαθούσε να μην το σκέφτεται. Κάποια στιγμή, ο Κύριος θα συνερχόταν κι’ η πραγματικότητα θα 'πεφτε πάλι πάνω τους να τους πνίξει. Κάπως έπρεπε να λυθεί αυτή η σκατοκατάσταση στην οποία είχαν μπλεχτεί—στην οποία η Τασία είχε μπλεχτεί και, μαζί της, είχε παρασύρει την Κυρία και τον Κύριο.
Αλλά, ό,τι έγινε, έγινε. Το θέμα ήταν από δω και πέρα.
Η Τασία έκλεισε πάλι τα μάτια της. Δεν ήταν ακόμη έτοιμη ν’ αντιμετωπίσει τον κόσμο.
Δεν έβλεπα τι μέλλον μπορούσε να έχει, η κατάσταση με την Χρύσα, έτσι όπως πήγαινε. Κάπου έπρεπε να διοχετευθεί όλη αυτή η ενέργεια που γεννιόταν αναμεταξύ μας. Γιατί ενώ ανταλλάσσαμε τις ιδιωτικές εκείνες ματιές που, εμένα τουλάχιστον, μ’ αναστάτωναν απερίγραπτα, ταυτόχρονα, γύρω μας, η κοινωνική ζωή της Μονής συνεχιζόταν απτόητη. Σε γειτονικούς θαλάμους ήμασταν. Ήταν αναπόφευκτο να πέφτουμε η μία πάνω στην άλλη, άλλοτε στις διακονίες κι’ άλλοτε στις Τράπεζες. Κάπως έπρεπε να μάθουμε να συνυπάρχουμε, κάτι έπρεπε να βρούμε να κάνουμε μαζί, χωρίς να τρελαινόμαστε τόσο—εγώ τουλάχιστον!
Το πρώτο εκείνο καιρό, στις συναντήσεις μας παρευρισκόταν κι’ η Μέλπω. Πόσο ανάμεικτα συναισθήματα μου δημιουργούσε η παρουσία της! Απ’ την μια, μου φαινόταν σωτήρια. Γιατί έτσι κι’ έμενα μόνη με την Χρύσα, σίγουρα θα „κανα κάποια βλακεία—τι είδους, δεν μπορούσα να φανταστώ. Απ“ την άλλη όμως, η παρουσία της κακομοίρας της Μέλπως ήταν ένα ασήκωτο σαμάρι που δεν μ’ άφηνε να τρέξω—προς τα πού, ένας θεός ξέρει. Εντελώς στη πρίζα ένοιωθα. Τίγρης στο κλουβί.
Ούτε οι καταδύσεις ήσαν ικανές να με βγάλουν απ’ τον λάκκο που είχα χωθεί. Η Βιολογία που ήξερα, έφτανε για να μπορώ να δω με ακρίβεια την πορεία των ορμονών μέσα μου—αυτών που μ’ έκαναν να αισθάνομαι, έτσι όπως αισθανόμουν. Όμως αυτό δεν άλλαζε την κατάσταση μου. Οι γνώσεις μου και τα αισθήματά μου βρίσκονταν σε διαφορετικούς γαλαξίες.
Δεν ξέρω πώς γινόταν τυχαία, αλλά συνήθως στις Τράπεζες την πετυχαίναμε την Χρύσα. Με τα πολλά, η Μέλπω συνήθισε κάπως την παρουσία—και την μυρωδιά—της κι’ έπαψε να της κάνει εντύπωση, όταν η Χρύσα ερχόταν και καθόταν δίπλα μας. Αν και πολύ σοβαρή πάντα, η Χρύσα όλο και κάποιο αστειάκι θα πέταγε χαμηλόφωνα. Πώς στεκόταν ο Επόπτης στο αναλόγιο, πώς έτρωγε κάποιος γειτονικός Σύντροφος. Τα πιο αστεία του κόσμου μου φαίνονταν αυτά που έλεγε. Έκλαιγα απ’ τα γέλια, και τα δάκρυα, που δεν μπορούσα να σκουπίσω, γιατί θα με βλέπανε, αυλάκωναν αθόρυβα τα μάγουλά μου. Η Μέλπω δεν έκανε έτσι βέβαια, αλλά γέλαγε κι’ αυτή. Γενικά, ήμασταν μια χαρούμενη παρέα! Κι’ αν, ξεμακραίνοντας, η Χρύσα γύρναγε και συναντούσε το πεινασμένο μου βλέμμα, που σαν σφήκα την έπαιρνε από πίσω, και τι μ’ αυτό; Ω, πώς διψούσα για 'κείνο της το βλέμμα!
Πέρα απ’ το πώς αισθανόμουν, δεν βρίσκω τι άλλο να πω για εκείνη την εποχή. Κι’ αυτό, νομίζω, τα λέει όλα.
Ώσπου, πριν το καλοκαταλάβω, όλα άλλαξαν.
Ένα απόγευμα, πριν τον Εσπερινό, ενώ τρέχαμε προς το Καθολικό, η Χρύσα με πρόλαβε, συγχρόνισε το βήμα της με το δικό μου, και ρώτησε ψιθυριστά.
«Μπορείς να βγεις από τον θάλαμο, μετά το Σιωπητήριο;»
Πόσο γέλασα—από μέσα μου! Άκου λέει, αν μπορούσα να βγω από τον Θάλαμο! Αλλά πού να ήξερε η κακομοίρα για τα νυκτερινά μας κατορθώματα, στο Δημοτικό;
Ευτυχώς, εδώ που τα λέμε. Ευτυχώς! Όμως δεν θα μπορούσα να της πω ποτέ για όλ’ αυτά. Ποτέ! Ούτε έναν, τόσο δα, υπαινιγμό. Πόσο κρίμα!
Για να μην κάνω καμιά σαχλαμάρα περιορίστηκα να γνέψω καταφατικά. Η Χρύσα δεν περίμενε πως θα δεχόμουν, τόσο απλά. Χάρηκε. Κι’ εγώ χάρηκα—που χάρηκε.
«Σου 'χω έκπληξη» ψιθύρισε και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο. Της Κυρίας ήταν. Η πόρτα του Κυρίου άνοιξε. Μετά, έκλεισε. Κάτι γινόταν.
Σε λίγο οι ήχοι αυτοί επαναλήφθηκαν, αλλά αντίστροφα.
Το κεφάλι της Κυρίας εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας.
«Θα πεταχτούμε για μια δουλειά, με τον Κύριο. Δεν θ’ αργήσουμε», είπε το κεφάλι. Μετά χάθηκε. Η Τασία περίμενε ένα νεύμα αλληλοκατανόησης, κάτι, οτιδήποτε, αλλά τίποτα. Τα βήματα άκουσε μόνο, που απομακρύνονταν.
Η εξώπορτα άνοιξε κι’ έκλεισε.
Η εξώπορτα;
Αποσβολωμένη, η Τασία κοίταξε τον τοίχο απέναντι. Δεν υπήρχε περίπτωση να 'χε παρακούσει. Η εξώπορτα ήταν, όχι ο προθάλαμος. Πού είχαν πάει; Πού μπορεί να είχαν πάει, χωρίς περιηγητή; Ποτέ τους δεν είχαν κάνει τέτοιο πράγμα η Κυρία και ο Κύριος. Γιατί; Ποιον μπορεί να φοβούνταν;
Το επικοινωνιακό πρωτόκολλο του περιηγητή δεν ήταν κρυπτογραφημένο. Και, δεν ήταν, για έναν πολύ απλό λόγο. Όποιος παρενέβαινε, φαινόταν. Δεν υπήρχε τρόπος να κρύψει την παρουσία του! Για να βγήκαν χωρίς περιηγητή η Κυρία και ο Κύριος, σήμαινε πως φοβούνταν μήπως τους παρακολουθούσε κάποιος που δεν θα γινόταν αντιληπτός. Τέτοιο πράγμα από ένα μόνο μέρος μπορούσε να γίνει. Απ’ το κέντρο του δικτύου. Την Αρχιεπισκοπή.
Μένω μόνη
Στην πρώτη μας έξοδο δυο λεπτά μου πήρε για να καταλάβω πως η Χρύσα δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς να κυκλοφορεί, νύχτα, στη Μονή. Μπήκα σε σκέψεις καθώς την ακολουθούσα έξω απ’ την Κυψέλη. Να της έδειχνα πώς να το κάνει; Αλλά πώς θα δικαιολογούσα τις γνώσεις μου; Ήταν επικίνδυνο. Πόσο ήθελα, όμως!
Αφέθηκα να μας οδηγήσει στην βορειοδυτική πλευρά της Μονής. Από εκεί, η αλήθεια ήταν πως δεν πηγαίναμε και τόσο συχνά με την παρέα. Η αποθηκούλα, για παράδειγμα, ήταν διαμετρικά απέναντι, προς την θάλασσα.
Στο σημείο που βρεθήκαμε επικρατούσε ερημιά—και σιωπή. Μια σιωπή βαριά, σαν χειμωνιάτικο σκέπασμα—στο όριο να γινόταν ενοχλητική. Το μόνο που μπορούσα ν’ ακούσω ήταν η αναπνοή της Χρύσας. Σκέφτηκα μήπως να προσποιηθώ κι’ εγώ την λαχανιασμένη. Αλλά δεν το „κανα. Χαλάλι της, αν το πρόσεχε. Ούτε για τις νυκτερινές εξόδους, ούτε για τις καταδύσεις της είχα πει τίποτα. Ήταν πολλά για μένα που δεν ήξερε—κι“ εγώ γι’ αυτήν, βέβαια. Και παρ’ όλ’ αυτά, την ακολουθούσα, νυχτιάτικα, έξω απ’ την Κυψέλη. Ήταν κάπως ριψοκίνδυνο όλο αυτό, από μια μεριά.
Η Χρύσα πλησίασε ένα σωρό από πέτρες κι’ άρχισε να ψαχουλεύει ανάμεσά τους. Την βοήθησα να τις κάνουμε πιο πέρα, προσεκτικά, μην μας ακούσουν. Ώσπου, σε μια στιγμή, η Χρύσα σταμάτησε και μου έδειξε κάτι θριαμβευτικά.
Έσκυψα να δω.
Πίσα σκοτάδι ήταν, τίποτα δεν έβλεπα. Περισσότερο διαισθάνθηκα παρά είδα πως αυτό που μου έδειχνε πρέπει να ήταν μια σχισμή στο έδαφος, κάτι σαν πολύ στενό λαγούμι. Πού οδηγούσε; Στεκόμασταν μπροστά ακριβώς απ’ τον εξωτερικό περίβολο της Μονής. Δεν ήθελε και μεγάλη φιλοσοφία.
Ομολογώ πως εκείνη την στιγμή η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο.
Πώς το 'χε βρει το πέρασμα αυτό; Ζώα το είχαν ξεκινήσει; Ή μήπως κανένας κλέφτης;
Ανασήκωσα το βλέμμα. Έπιασα την Χρύσα να με κοιτάει προκλητικά.
Χωρίς δισταγμό, της έγνεψα να προχωρήσει.
Χρειάστηκε να πέσει στα τέσσερα για να μπει μέσα. Μετά χάθηκε από μπροστά μου, τόσο σκοτεινά ήταν. Γονάτισα κι’ ανίχνευσα τον χώρο, με την μύτη. Κλεισούρα, υγρό χώμα, σκουλήκια (ή ποντίκια) και κάτι αψύ και κοφτερό, δεν μπορούσα να κατατάξω. Πολύ ασυνήθιστες μυρωδιές, όλες τους. Η ιδέα πως θα „χωνα το μούτρο μου πίσω ακριβώς απ“ τα οπίσθια της Χρύσας μ’ έκανε να τα χάσω. Ντροπιασμένη, άπλωσα τα χέρια μου και ψαχούλεψα μπροστά μου. Χώμα έπιασα, όπως το „χα μυρίσει. Υγρό και γλιστερό χώμα. Πιο πέρα άκουγα την Χρύσα που σερνόταν—όταν γυρίζαμε θα“ πρεπε να θυμηθούμε να αλλάξουμε στολές! Στηρίχτηκα στις παλάμες και τις πατούσες μου και την ακολούθησα.
Αργότερα, μου δόθηκε η ευκαιρία να μετρήσω ακριβώς το μήκος της διαδρομής εκείνης. Ούτε δέκα μέτρα δεν ήταν. Την πρώτη, πάντως, φορά που την διασχίσαμε, μια ζωή ολόκληρη μου φάνηκε πως περάσαμε εκεί μέσα. Η Χρύσα μπροστά, να κάνει χρούτσου-χρούτσου, κι’ εγώ πίσω της να ξεφυσάω τον ιδρώτα που „χε μπει στο μάτι μου και μ“ έτσουζε.
Σταδιακά, η αψιά και κοφτερή μυρωδιά που „χα νιώσει στην αρχή, πήρε να δυναμώνει. Ώσπου σκέπασε όλες τις άλλες. Πολύ απότομα, κατάλαβα πως το λαγούμι είχε πια τελειώσει. Την Χρύσα δεν την έβλεπα, είχε βγει έξω. Τα χέρια μου, μπροστά μου, έπιαναν αέρα. Έπρεπε να σηκωθώ και να βγω κι“ εγώ. Εκείνη την στιγμή, άρχισα να καταλαβαίνω—πού βρισκόμασταν. Τι κάναμε. Αλλά ήταν αργά πια. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Σηκώθηκα, προσεκτικά, έκανα άλλο ένα βήμα, και βγήκα έξω απ’ τη Μονή.
Η Τασία πέρασε ώρα, ακίνητη, να κοιτάει το κενό.
Το σπίτι ήταν άδειο. Αυτή ήταν η ευκαιρία της. Δεν έπρεπε να την αφήσει να περάσει ανεκμετάλλευτη. Σίγουρα.
Γιατί, λοιπόν, δεν τολμούσε να κουνηθεί;
Ίσως έφταιγε το ταβάνι. Στο κέντρο του έβλεπε ένα τεράστιο, γυάλινο, μάτι. Παρακολουθούσε κάθε της κίνηση. Γιατί το 'βλεπε αυτό το μάτι; Έπρεπε να το σβήσει.
Ταρακούνησε με δύναμη το κεφάλι της. Έχανε την ώρα της μ’ αυτές τις ανοησίες. Έπρεπε να τις σταματήσει, πάση θυσία.
Πήρε μια βαθειά αναπνοή και στάθηκε όρθια.
Βγήκε απ’ την κουζίνα και κοίταξε τον διάδρομο, πάνω-κάτω. Τώρα;
Αν και παλιό, το σπίτι της Κυρίας και του Κυρίου είχε σύγχρονη διαρρύθμιση. Το εσωτερικό του πρέπει να γκρεμίστηκε και να ξαναχτίστηκε, πριν από όχι και τόσο καιρό.
Στην τωρινή του μορφή ήταν κομμένο και ραμμένο για τις ανάγκες της ζωής με το χτικιό. Το σπίτι ολόκληρο, αλλά και κάθε δωμάτιο ξεχωριστά, μπορούσε να απομονωθεί κι’ ο αέρας να αποστειρωθεί—με το πάτημα ενός κουμπιού. Τρόπος του λέγειν βέβαια, αφού τίποτα δεν λειτουργούσε τέλεια, η ιδέα, πάντως, αυτή ήταν.
Η νέα ζωή είχε βάλει το χέρι της και στην διαρρύθμιση των χώρων. Κάθε μέλος του σπιτιού—η Κυρία, ο Κύριος και η εκάστοτε ιδιαιτέρα—είχαν ο καθένας τον δικό του, μεγάλο σχετικά, χώρο. Κοινόχρηστα ήσαν η κουζίνα, η τουαλέτα, ο προθάλαμος και η αποθήκη-πλυντήριο. Σαλόνι ή τραπεζαρία δεν προβλέπονταν. Οι τυχόν επισκέπτες—ελάχιστοι, απ’ όσο, τουλάχιστον, ήξερε η Τασία—παρέμεναν στο δωμάτιο όποιου τους είχε προσκαλέσει—το δικαίωμα αυτό το είχε κι’ η Τασία, θεωρητικά τουλάχιστον.
Έτσι ζούσε πια ο κόσμος. Σπίτια, όπως αυτό της κυρίας Θάλειας, ήταν πολύ σπάνια.
Η Τασία έστριψε αριστερά, τελικά, προς το μπροστινό μέρος του σπιτιού, όπου ήταν ο προθάλαμος και η εξώπορτα. Στους τοίχους του διαδρόμου το επίχρισμα είχε ξεφτίσει τόπους-τόπους. Από κάτω, το παλιό ντουβάρι αργοσάλευε ακόμη. Πόσο θα 'θελε να το άγγιζε λίγο η Τασία. Αλλά ήταν πολύ ψηλά, δεν έφτανε. Ήταν περίεργη να δει την θερμοκρασία του. Κρύο το φανταζόταν. Και λίγο υγρό, ίσως. Έτσι κάπως φανταζόταν το παρελθόν η Τασία. Κρύο και υγρό, σαν σπηλιά. Ενώ, το μέλλον, σαν φούρνο που θα τα 'λιωνε όλα!
Άνοιξε την πόρτα του προθάλαμου. Αυτό ήταν το πιο μικρό δωμάτιο του σπιτιού, μικρότερο κι’ απ’ το δωμάτιό της ακόμη. Και το πιο περίεργο, από μια πλευρά. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε προκύψει ανάγκη για έναν τέτοιο χώρο στα σπίτια. Πολλά, δεν είχαν ακόμη, και οι άνθρωποι αναγκάζονταν να ξεκινούν την περιήγηση τους κατ’ ευθείαν απ’ το δωμάτιό τους. Επικίνδυνο λίγο, αλλά τι να έκαναν;
Η Τασία επιθεώρησε τα τρία ντιβάνια. Ήταν πτυσσόμενα και καλυμμένα με γκρι βαμβακερό κάλυμμα. Τα έπλενε καθημερινά η Τασία, πάντως, καλού-κακού, καθένας είχε το δικό του. Δεν ξάπλωναν όπου τύχαινε, όταν περιηγούνταν. Της Τασίας ήταν το μεσαίο.
Τίποτ’ άλλο δεν υπήρχε μέσα στο δωμάτιο. Ούτε έπιπλο, ούτε διακόσμηση καμία στους τοίχους. Η Κυρία θεωρούσε πως δεν άξιζε τον κόπο, αφού εκεί παρέμεναν μόνο μέχρι να συνέλθουν απ’ την περιήγηση. Παρ’ όλ’ αυτά, η Τασία θα προτιμούσε να υπήρχε κάτι, έτσι για να σπάει το μάτι. Δεν είχε βρεθεί σε φυλακή ποτέ, αλλά κάπως έτσι τις φανταζόταν. Ανατρίχιασε.
Βγήκε, γρήγορα.
Το μάτι της πέρασε, χωρίς να κοιτάζει, πάνω απ’ την—πολύ μοντέρνα—εξώπορτα και γύρισε πίσω, στον διάδρομο.
Μπορεί να έμοιαζε έτσι, αλλά η Τασία δεν ενεργούσε τυχαία. Ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να κάνει. Όπως ήξερε και πως έπρεπε να το αφήσει στις παρυφές της συνείδησής της και να μην το σκέφτεται καθόλου.
Δέντρα ήταν αυτό που μύριζα πριν. Δέντρα! Πώς να τα περιγράψω; Τίποτα απ’ όσα είχα ζήσει στα Αρχεία της Βιβλιοθήκης δεν αποδείχθηκε ικανό να με προετοιμάσει. Γιατί ήσαν ζωντανά τα δέντρα αυτά, ολοζώντανα! Κάτι τεράστια μεγαθήρια ήσαν, που ανέμιζαν τα μαύρα χέρια τους προς τον ουρανό. Έσειαν τις ασημένιες χαίτες τους και με απειλούσαν σε όλους τους τόνους «Πού πας; Τι πας να κάνεις; Γύρνα πίσω. Πίσω!». Αλλωνών οι φωνές ήσαν μπάσες, ενώ άλλα στρίγκλιζαν υστερικά σαν κοτόπουλα που τα σφάζουν.
Δεν δίστασα. Έπεσα στα γόνατα κι’ έκρυψα το κεφάλι μου μέσα στα χέρια μου. Οι χτύποι της καρδιάς μου έπαιζαν ταμπούρλο μέσ’ τ’ αυτιά μου.
Το σώμα της Χρύσας έσκυψε και μ’ αγκάλιασε. Η αίσθηση του με προσγείωσε κάπως.
«Τρομερό, έ;», μου είπε. «Έλα, σήκω. Μη φοβάσαι. Θα συνηθίσεις».
Σηκώθηκα. Ήμουν όμως ακόμη εντελώς παλαβωμένη. Πιάστηκα απ’ την Χρύσα κι’ όποτε έκανε να τραβηχτεί, την κράταγα, να μείνει δίπλα μου, να την νιώθω. Πήρα μια ανάσα. Άλλη μία. Το βλέμμα μου δεν το σήκωνα απ’ το έδαφος. Όμως ακόμη και η θέα του χώματος με ξένιζε. Πόσο πολύπλοκο ήταν! Χαμός κυριολεκτικά γινόταν εκεί κάτω. Καμιά σχέση με το όμορφο, απλό, πλαστικοποιημένο δάπεδο της Μονής. Τότε κατάλαβα πόσο καλά μας προστάτευε. Ενώ αυτό εδώ το χώμα, όπου και να κοίταγες, ήταν διαφορετικό. Ναυτία σου 'φερνε.
Τελικά, σήκωσα το βλέμμα. Έπρεπε ν’ αντιμετωπίσω την κατάσταση. Το δέντρο αυτό για παράδειγμα, απέναντί μας. Κυπαρίσσι ήταν, θεόρατο. Σαν διαπασών το έκανε να πάλλεται ο αέρας. Η ταλάντωση ξεκινούσε από την αγέρωχη κορυφή του, που θύμιζε το δάχτυλο του παπά Κυριάκου, όταν το κουνούσε απειλητικά προς το μέρος μου, και κατέβαινε μέχρι κάτω τον γυμνό κορμό του, που έτριζε σαν φρεσκοβερνικωμένη βάρκα. Κι’ η μυρωδιά, αχ, αυτή η μυρωδιά! Τότε κατάλαβα πόσο άοσμος ήταν ο κόσμος των Αρχείων, ο κόσμος μου! Κι’ ήταν για να κλαις, γιατί εμείς, τα παιδιά της Μονής, μόνο την όσφρηση είχαμε δική μας, κατάδική μας. Όλα τ’ άλλα, τα ελέγχαν άλλοι.
Γύρισα προς την Χρύσα.
«Πόσες φορές;…» ξεκίνησα να ρωτήσω.
«Δύο», με διέκοψε. «Για την ακρίβεια, μιάμιση. Την πρώτη φορά, έβγαλα λίγο το κεφάλι μου», κι’ έδειξε την τρύπα απ’ την οποία είχαμε μόλις βγει, «κοίταξα γύρω-γύρω και μετά, το 'βαλα στα πόδια… Ενώ, εσύ, άντεξες… Μπράβο σου».
«Πλάκα μου κάνεις; Πάνω μου θα τα 'χα κάνει, αν δεν ήσουν εσύ», της απάντησα.
Μείναμε σιωπηλές. Χέρι-χέρι, ν’ ατενίζουμε την απέραντη, μαύρη νύχτα. Τ’ ασημένια δέντρα που συνομιλούσαν παθιασμένα κι’ από πάνω, κίτριν’ αστέρια, να τιτιβίζουν.
«Πάμε;», ρώτησε τελικά η Χρύσα. Και το δικαιολόγησε. «Φτάνει, για πρώτη φορά. Την επόμενη θα 'ρθουμε πιο καλά προετοιμασμένες. Ναι;»
«Βέβαια», είπα και της έσφιξα το χέρι.
Η Χρύσα έριξε μια τελευταία ματιά, πέρα, προς το βουνό, και χώθηκε πίσω στην τρύπα. Έμεινα μόνη.
Και τότε, όπως και άλλες φορές στη ζωή μου, έκανα—ή μάλλον έγινε—κάτι ανεξάρτητα απ’ την θέλησή μου. Έτρεξα τα λίγα μέτρα που μας χώριζαν, κι’ αγκάλιασα το κυπαρίσσι εκείνο. Μύρισα την μυρωδιά του, όσο μπορούσα πιο βαθιά. Έτριψα το μάγουλό μου στο κορμί του. Διστακτικά, το άγγιξα με την γλώσσα μου. Πικρή που ήταν η σάρκα του! Όμως ήθελα κι’ άλλο, κι’ άλλο. Πέρασα το ένα μου πόδι γύρω του και το έσφιξα. Κόλλησα την κοιλιά μου, χαμηλά, πάνω στο σώμα του. Και τότε, κάπως έγινε, και συγχρονιστήκαμε το κυπαρίσσι κι’ εγώ. Για μια μικρή, απειροελάχιστη, στιγμή.
Όμως, έπρεπε να φύγω. Η Χρύσα θα ανησυχούσε.
Στάθηκε μπροστά στην κλειστή πόρτα του δωματίου του Κυρίου. Αυτός ήταν ο προορισμός της—ευθύς εξ’ αρχής. Δεν είχε σημασία που τον επισκεπτόταν μία—τουλάχιστον—φορά την ημέρα για να θηλάσει τον Κύριο. Τώρα, μόνη, θα ήταν αλλιώς.
Άνοιξε την πόρτα.
Σαν θυμωμένο κύμα, η μυρωδιά του Κυρίου, ρίχτηκε πάνω της.
Περίμενε, να περάσει το κύμα, να φύγει, να σβήσει. Για να ξαναναπνεύσει.
Έπρεπε τώρα να 'ναι πάρα πολύ προσεκτική σε όλα όσα θα 'κανε. Ούτε σαν φτερό, ούτε σαν φύσημα του αέρα, δεν έπρεπε να „ναι το πέρασμά της απ“ το δωμάτιο του Κυρίου. Δεν ήταν μόνο πως φοβόταν τον Κύριο—ή, τουλάχιστον, δεν ήταν μόνο αυτό. Τον σεβόταν κιόλας, κατά κάποιον ακατανόητο τρόπο.
Κοίταξε γύρω της.
Το μεγάλο γραφείο, η βιβλιοθήκη, ένα μικρό καθιστικό και, μισο-κρυμμένο πίσω από άλλη μια βιβλιοθήκη, το κρεβάτι του Κυρίου.
Από πού να ξεκινούσε;
Από εκεί που περίμενε τα λιγότερα. Το κρεβάτι.
Πλησίασε.
Επίτηδες πρέπει να το έκανε ο Κύριος. Πώς μπορούσε να κοιμάται χωρίς να χαλάει τα σκεπάσματα; Γιατί δεν τα έστρωνε, όταν σηκωνόταν, ήταν σίγουρη γι’ αυτό η Τασία. Απλώς, πρέπει να ξάπλωνε πάρα πολύ ελαφρά. Ούτε το σχήμα του σώματός του δεν έμενε καλά-καλά. Περίεργος άνθρωπος.
Περιέφερε το βλέμμα της απ’ το σκέπασμα, στο μαξιλάρι κι’ από εκεί στο κομοδίνο. Ήταν ένα φτηνό, ξύλινο, επιπλάκι με δύο συρτάρια κι’ έναν μεγαλύτερο, σχετικά, χώρο που έκλεινε με γυάλινο πορτάκι. Εκεί, η Τασία φύλαγε τα σύνεργα της.
Άνοιξε το πρώτο συρτάρι. Σε αντίθεση με την Κυρία, ο Κύριος δεν έπαιρνε φάρμακα, δεν είχε κυκεώνα. Κάτι βιταμίνες μόνο, που τις κατάπινε σκόρπια στην διάρκεια της ημέρας. Περιηγητή έπαιρνε μόνο όταν είχε να βγει, πράγμα που, γενικά, απέφευγε.
Δοκίμασε και το δεύτερο συρτάρι. Κάτι χαρτιά μόνο βρήκε. Δεν τ’ άγγιξε. Αν το έκανε, μπορεί να το καταλάβαινε ο Κύριος.
Έκλεισε κι’ αυτό το συρτάρι. Τζίφος! Αλλά, τι περίμενε;
Το σκαμνάκι της για τον θηλασμό ήταν λίγο παράμερα. Ο Κύριος το είχε σπρώξει. Γιατί;
Κάτω απ’ το κρεβάτι δεν κοίταξε. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Όσο τον θήλαζε, δεν είχε πού αλλού να κοιτάξει.
Προσπέρασε την μικρή βιβλιοθήκη και επέστρεψε στο κυρίως δωμάτιο. Τα βιβλία ήταν ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Αλλά κάθε πράγμα στην ώρα του.
Στεκόταν στο καθιστικό, όταν μια σκέψη—μια εντελώς προφανής σκέψη—την έκανε να παγώσει. Τα αφεντικά της δεν είχαν πάρει περιηγητή. Άρα, όταν άνοιγαν την εξώπορτα, θα έμπαιναν κατ’ ευθείαν στον διάδρομο, όχι στον προθάλαμο. Θα την έβλεπαν!
Πανικόβλητη, πήδηξε έξω απ’ το δωμάτιο του Κυρίου.
Τι πήγε να πάθει! Πώς δεν το σκέφτηκε; Τι βλακεία!
Οι μέρες, μετά την πρώτη μας έξοδο, πέρασαν δύσκολα. Σαν σκεπασμένες με μαύρο καπνό μου φαίνονται τώρα που τις αναλογίζομαι. Και το φταίξιμο ήταν όλο της Χρύσας! Γιατί ενώ εγώ, πολύ φυσιολογικά, έσκαγα να μιλήσουμε για την περιπέτειά μας, η Χρύσα, ξαφνικά, άρχισε να μ’ αποφεύγει!
Τρελάθηκα τελείως, όταν το συνειδητοποίησα, περιττό να πω. Τι μπορεί να της είχα κάνει; Πού είχα φταίξει; Τίποτα δεν καταλάβαινα. Ένα βράδυ έκλαψα τόσο πολύ στον ύπνο μου, που με σκούντησε η Μέλπω και με ρώτησε τι είχα. Της είπα πως είδα εφιάλτη—που δεν ήταν καθόλου ψέματα. Σε εφιάλτη είχε μετατραπεί ξαφνικά η ζωή μου, εκεί που καθόλου δεν το περίμενα.
Αλλά όσο απότομα με πλάκωσε η δυστυχία, τόσο γρήγορα μου „φυγε. Μερικές μέρες αργότερα, εκεί που χάζευα έξω απ“ το παράθυρο την ώρα της Χημείας, μου ήρθε μια ιδέα—μια εντελώς καταπληκτική ιδέα. Θα έμενε στον τόπο η Χρύσα, μόλις έβλεπε τι θα έφτιαχνα.
Ποδήλατα!
Η λογική μου ήταν απλή: ολόκληρο κύτταρο είχα φτιάξει (κι’ ας μην έκανε μίτωση), ένα ποδήλατο δεν μπορούσα να φτιάξω; Δεν ήταν το ίδιο πράγμα, βέβαια, δεν ήταν καθόλου το ίδιο. Γιατί δεν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω εξερευνητή. Η δουλειά αυτή έπρεπε να γίνει στον καθημερινό κόσμο, έναν κόσμο με τον οποίο δεν είχα πολλά-πολλά.
Δεν ήταν ο σκελετός το πρόβλημα. Στην Μονή είχαμε μεγάλες ποσότητες σωλήνων σε διάφορα μεγέθη που βίδωναν ο ένας με τον άλλο. Τους χρησιμοποιούσαμε σε κάθε είδους επισκευαστική εργασία. Απ’ αυτούς θα έφτιαχνα τους σκελετούς. Θα τους άφηνα μάλιστα, σε δυο ή τρία κομμάτια που θα συναρμολογούσα τελειωτικά μόνο αφού βγαίναμε απ’ το λαγούμι. Άσε που δεν ήταν δυνατόν να κουβαλήσουμε ποδήλατα ολόκληρα απ’ την Κυψέλη μέχρι το λαγούμι, θα μας έβλεπαν. Ούτε μέσ’ απ’ την τρύπα πρέπει να χώραγαν να περάσουν.
Το πρόβλημα, το μεγάλο πρόβλημα, ήταν οι ρόδες. Ιδέα δεν είχα πώς να τις φτιάξω, ειδικά τις σαμπρέλες. Δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα στην Μονή. Αλλά τελικά, κάτι σκέφτηκα και γι’ αυτό. Όταν μιλάμε για κατασκευές, ποιος έχει πάντα την λύση; Ακριβώς! Η Ευρυδίκη! Σ’ αυτήν έπρεπε να πάω.
Πήγα, χωρίς να το πολυ-σκεφτώ, μην δειλιάσω. Ο Χριστόφορος έτυχε να λείπει εκείνη την ώρα, δεν ξέρω πού είχε πάει. Ο Θεός ήταν με το μέρος μου. Πέτυχα την Ευρυδίκη να κοιτάει απλανώς το κενό. Δίστασα για μια στιγμή, ομολογώ. Ποτέ δεν ήξερες με την Ευρυδίκη. Κι’ αν μου έλεγε πως την διέκοψα από κάτι πολύ σημαντικό; Αν κάκιωνε και δεν ήθελε να με βοηθήσει;
Τέλος πάντων, με τα πολλά, ξερόβηξα και το βλέμμα της Ευρυδίκης εστίασε πάνω μου. Δεν έδειξε πολύ έντονη αηδία όταν αναγνώρισε ποια ήμουν, οπότε πήρα θάρρος και, μετά από κάτι προκαταρκτικές σαχλαμάρες, της ξεφούρνισα τι ήθελα.
Πλάκα είχε! Η Ευρυδίκη ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να με ρωτήσει αυτό που κάθε άλλος, στη θέση της, θα ρώταγε πρώτο: «Τι τις θέλεις; Τι θα τις κάνεις;» Αυτήν, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το «πώς», όχι το «γιατί»—ή τουλάχιστον μέχρι εκεί ήταν διατεθειμένη να συζητήσει μαζί μου. Τι γινόταν μέσα στο κεφάλι της δεν μπορούσα να ξέρω.
Η Ευρυδίκη ρώτησε τις ακριβείς διαστάσεις, μου είπε πως θα 'ταν καλύτερα αν οι ρόδες ήσαν πτυσσόμενες, μετά μισόκλεισε τα μάτια, τα άνοιξε και είπε απλά:
«Έλα μεθαύριο, ίδια ώρα».
Ευριδικάρα! Άπαιχτη!
Στο μεσοδιάστημα έκανα πειράματα για τους σκελετούς. Όπως τα 'χα φανταστεί πήγαν τα πράγματα. Στην πρώτη κιόλας προσπάθεια ξεπέταξα δυο πολύ αξιοπρεπείς σκελετούς. Λύνονταν σε τρία κομμάτια και, αν και στιβαροί, ήσαν πανάλαφροι.
Εκεί κάπου πρέπει να ηρέμησα—για πρώτη φορά μετά την έξοδό μας. Άρχισα και πάλι να επικοινωνώ με το περιβάλλον. Όλα καλά θα πήγαιναν, αποφάσισα. Κι’ όσο για την κυρία Χρύσα, ό,τι μύγα κι’ αν την είχε τσιμπήσει, θα την ξέχναγε, μόλις έβλεπε τι είχα φτιάξει για χάρη της.
Το απόγευμα της ημέρας εκείνης, μετά τον Εσπερινό, με διπλάρωσε ο Δημήτριος—τον έχω ξανα-αναφέρει; γείτονας ήταν, «χολερικός» κι’ αυτός—κι’ άρχισε να μου μιλάει—δεν θυμάμαι πια για τι. Τον άφησα να λέει γιατί δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω εκείνη την στιγμή. Ήταν φανερό πως ήθελε πολύ να μιλήσει σε κάποιον. Για να καταλήξει σ’ εμένα, πρέπει να είχε πολύ μεγάλη ανάγκη!
Δεν πολυ-πρόσεχα τι μου έλεγε, όταν ξαφνικά, άκουσα το όνομα της Χρύσας να περνάει. Ίσα που πρόλαβα να κρατηθώ και να μην αντιδράσω. Άνοιξα τ’ αυτιά μου κι’ εστίασα στην φλυαρία του Δημήτριου.
Για το Σκευοφυλάκιο μου μιλούσε. Ποιοι σύντροφοι ήσαν τακτικοί εκεί, τι πράγματα ψαχούλευαν, πώς ήταν ο Γέροντας-Επόπτης, κλπ. Αυτό που κατάλαβα ήταν πως οι σύντροφοι που περνούσαν την ώρα τους εκεί μέσα ήσαν «λίγοι και εκλεκτοί», όπως ακριβώς το έθεσε ο Δημήτριος. Μιλάμε δηλαδή για άλλη μια συμμορία βλαμμένων, απ’ τις τόσες που είχαμε στην Μονή. Το ζήτημα ήταν πως καθόλου δεν τους άρεσε όταν εμφανίζονταν καινούργιοι, απρόσκλητοι, και έμπλεκαν στα πόδια τους. Της Χρύσας το αμάρτημα αυτό ήταν. Είχε εμφανιστεί ανάμεσά τους, απότομα, ασυνόδευτη, και ζητούσε—όχι ιδιαίτερα ευλαβικά—να δει πράγματα στα οποία μόνο οι «παλιοί» είχαν πρόσβαση.
Το Σκευοφυλάκιο ήταν άλλη μία απ’ τις περίεργες ιστορίες της Μονής Ταώ. Δεν περίμενα τον Δημήτριο να μου πει σχετικά. Ήξερα πολύ καλά περί τίνος επρόκειτο. Απλώς, μέχρι τότε, δεν είχε τύχει ποτέ να ενδιαφερθώ. Ένα είδος Βιβλιοθήκης ήταν, με την διαφορά πως εκεί έβρισκε κανείς πληροφορίες σχετικά με την ίδια την Μονή και την ιστορία της. Σκόνη, αράχνες και νεκροκεφαλές δηλαδή. Και βιβλία, πάρα πολλά βιβλία. Δεν νομίζω να είχε Αρχεία καθόλου, όπως η Βιβλιοθήκη. Στο Σκευοφυλάκιο, όλα γίνονταν με τον παλιό τρόπο. Η ξαφνική εισβολή της Χρύσας ένα μόνο πράγμα μπορεί να σήμαινε. Έψαχνε κάτι σχετικό με την ιστορία της Μονής. Κάτι που δεν ήθελε να μάθω. Πολύ ενδιαφέρον!
Έτσι γκρεμίστηκαν τα μεγαλεπήβολα σχέδια της Τασίας περί εξονυχιστικής εξερεύνησης του σπιτιού και θαυμαστών ανακαλύψεων! Κρίμα η τεχνική διαχείρισης των διαισθήσεων!
Τώρα;
Ούτε στην κουζίνα είχε όρεξη να κάτσει, ούτε στο δωμάτιό της. Στην αποθήκη εξώκειλε τυχαία, χωρίς να το σκεφτεί καθόλου προηγουμένως. Μόλις όμως κατάλαβε πού βρίσκεται, συνειδητοποίησε πως ο χώρος αυτός είχε πολλά πλεονεκτήματα. Κατ’ αρχάς, ήταν κοινής πρόσβασης, άρα δεν είχε να φοβάται την επιστροφή των αφεντικών της. Ύστερα, ως αποθήκη, ήταν γεμάτη με πράγματα. Ψάχνοντας—πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει όσο η Κυρία ήταν παρούσα—ποιος ξέρει τι μπορεί να έβρισκε;
Κοίταξε γύρω της, προσεκτικά. Αριστερά, άκρη-άκρη, το μάτι της έπεσε στη βαλιτσούλα της. Ήταν η στάνταρ, μοναστηριακή, που έδιναν σ’ όλες τις παραμάνες κατά την απόλυσή τους. Μαύρη, με τον θυρεό της Μονής, στη μέση, φαρδύ-πλατύ. Για να βλέπουν όλοι από πού κρατούσε η σκούφια της. Σαν στάμπα, που μαρκάρουν τα ζώα. Απέστρεψε το βλέμμα της.
Η αποθήκη ήταν καλά οργανωμένη. Οι τοίχοι ήσαν καλυμμένοι από πάνω μέχρι κάτω με μεταλλικά ράφια. Τα πράγματα της Κυρίας καταλάμβαναν τον περισσότερο χώρο, όμως υπήρχαν και αρκετά χαρτοκιβώτια, χωρίς ετικέτα ή άλλο εξωτερικό σημάδι. Του Κυρίου πρέπει να ήσαν, χωρίς αμφιβολία. Προς τα εκεί κατευθύνθηκε.
Εξέτασε το πιο κοντινό. Σφραγισμένο ήταν. Προσεκτικά, με διπλή κολλητική ταινία. Το επόμενο; Το ίδιο. Τζίφος!
Αλλά, λογικό δεν ήταν; Πώς αλλιώς μπορούσε να έχει τα πράγματά του ο Κύριος;
Όσο για τα ράφια της Κυρίας, η Τασία δεν τους έδωσε σημασία. Τα επισκέπτονταν τακτικά για να πάρουν ή να επιστρέψουν ρούχα και ήξερε πολύ καλά τι σόι πράγματα υπήρχαν εκεί.
Έβγαινε απ’ την αποθήκη, όταν η άκρη του ματιού της, έπιασε κάτι.
Ένα χαρτόκουτο πρέπει να ήταν μισάνοιχτο. Η πλαγιασμένη του πλευρά ήταν λοξή.
Σταμάτησε. Πλησίασε να δει.
Σαν να περιείχε βόμβα, μισάνοιξε σιγά-σιγά το κάλυμμα. Κοίταξε στο εσωτερικό.
Φωτογραφίες είχε. Απ’ τις παλιές, τις εξάγωνες.
Άνοιξε τελείως το καπάκι, να δει καλύτερα.
Όμως, σταμάτησε. Ψυχραιμία! Βαθιά αναπνοή. Σκέψου! Σκέψου!
Πήγε και πήρε την δική της βαλίτσα, την έσυρε μέχρι την μέση της αποθήκης και την άνοιξε τελείως.
Επιβεβαίωσε πως αν επέστρεφαν ξαφνικά τα αφεντικά της, θα είχε χρόνο να κλείσει το χαρτόκουτο, να το βάλει πίσω στη θέση του και να παραστήσει πως κάτι έψαχνε στην βαλίτσα της. Ναι, προλάβαινε. Άνετα.
Ωραία. Πάμε πάλι.
Έσκυψε πάνω απ’ το χαρτόκουτο, διάλεξε στην τύχη μια φωτογραφία, την σήκωσε ψηλά και την κοίταξε στο φως.
Δεν φαινόταν καλά. Έσπρωξε μπρος-πίσω, να κινηθεί η εικόνα, να καταλάβει τι έβλεπε. Άφησε να τρέξει λίγο, μετά σταμάτησε, άλλαξε οπτική και συνέχισε.
Δύσχρηστες που ήταν! Καμία σχέση με τις μοντέρνες, τις πόσιμες, που έμπαινες μέσ’ την εικόνα.
Αλλά επέμεινε. Με διακοπές και συνεχείς αλλαγές οπτικής, την παρακολούθησε ολόκληρη.
Ο Κύριος πρέπει να την είχε τραβήξει. Περπατούσε στον δρόμο με την Κυρία. Παραλιακά ήσαν, λίγο πριν το Ζάππειο. Πήγαιναν σιγά-σιγά, σαν να χάζευαν τις διαφημίσεις των κυβερνητικών.
Σε μια στιγμή, ενώ περπατούσαν σ’ ένα στενό, σχετικά, πεζοδρόμιο, διασταυρώθηκαν μ’ έναν ηλικιωμένο κύριο. Δεν υπήρχε αρκετός χώρος, οπότε ο διαβάτης έκανε ευγενικά στην άκρη. Η Κυρία ευχαρίστησε με μια μικρή κίνηση του κεφαλιού και προχώρησε. Ο Κύριος σαν να μπερδεύτηκε λίγο με τον ηλικιωμένο, αλλά τελικά την ακολούθησε. Ένα-δυο δευτερόλεπτα κράτησε αυτό.
Η Κυρία και ο Κύριος συνέχισαν να περπατάνε. Και, μετά από λίγο, η καταγραφή τέλειωσε.
Αυτό ήταν όλο. Τι νόημα είχε;
Τον ηλικιωμένο αυτόν κύριο η Τασία δεν τον είχε ξαναδεί. Κοντός ήταν με ξασπρισμένο πρόσωπο και ρούχα παλιομοδίτικα. Το κεφάλι του ήταν καλυμμένο μ’ ένα ψάθινο καπέλο. Από κάτω διακρίνονταν άσπρα, αραιά, μαλλιά.
Η Τασία ξανα-έπαιξε την φωτογραφία ανάποδα, αλλάζοντας και πάλι συνέχεια οπτική. Η θεωρία της ήταν πως τα αφεντικά της επισκέφθηκαν το συγκεκριμένο σημείο για να διαπιστώσουν αν κάτι ήταν στη θέση του. Η συνάντηση με τον ηλικιωμένο πρέπει να ήταν τυχαία. Έφαγε ώρα προσπαθώντας να εντοπίσει προς τα πού ήταν στραμμένο το βλέμμα τους ανά πάσα στιγμή. Δεν ήταν εύκολο.
Στο τέλος, το είδε—τυχαία. Την ώρα που ο Κύριος προσπαθούσε να ξεμπερδευτεί με τον ηλικιωμένο, κάτι πρέπει να αντάλλαξαν. Δεν υπήρχε οπτική γωνία απ’ την οποία να φαινόταν τι ήταν αυτό που αντάλλαξαν, ούτε αν ήταν ο Κύριος που το έδωσε στον ηλικιωμένο ή ήταν αντίστροφα. Κάτι, πάντως, πρέπει να άλλαξε χέρια.
Ώστε έτσι! Τι μπορεί να ήταν; Και γιατί κατέγραψε την σκηνή αυτή ο Κύριος;
Η δεύτερή μας έξοδος ξεκίνησε όπως και η πρώτη. Η Χρύσα με πέτυχε στο δρόμο προς το Καθολικό, συναντηθήκαμε το ίδιο βράδυ στην εξώπορτα της Κυψέλης και, όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα, κατευθυνθήκαμε προς το λαγούμι. Το γεγονός πως και οι δυο μας κουβαλούσαμε πράγματα, δεν το σχολιάσαμε. Δεν είχαμε χρόνο.
Εγώ, στην σακούλα μου, είχα τα κομμάτια των σκελετών των ποδηλάτων—τυλιγμένα σε πανιά για να μην κάνουν θόρυβο—και τις (καταπληκτικές!) ρόδες που μου έφτιαξε η Ευρυδίκη. Το μόνο τους ελάττωμα ήταν πως μου τις παρέδωσε άσπρες και φαίνονταν από εκατό μέτρα μακριά. Δεν έφταιγε η Ευρυδίκη γι’ αυτό, βέβαια, αφού δεν της είχα πει τίποτα. Τις πέρασα όμως ένα χέρι μαύρη μπογιά και κατέληξαν να έχουν ένα ωραίο, σκούρο γκρι χρώμα που δεν φαινόταν καθόλου. Όσο για την Χρύσα, κρατούσε μια τσάντα πολύ μικρότερη απ’ την δική μου. Τι είχε μέσα δεν μπορούσα να φανταστώ. Κάτι σχετικό με το Σκευοφυλάκιο σίγουρα θα ήταν.
Όταν ξεμυτίσαμε απ’ το λαγούμι, τρέξαμε αμέσως να κρυφτούμε πίσω απ’ τα δέντρα. Πολύ εντύπωση μου έκανε η φύση και πάλι, αλλά δεν είχαμε χρόνο αυτή την φορά για εμπειρίες. Είχαμε δουλειά.
«Τι έχεις εκεί;», ξεκίνησε η Χρύσα, δείχνοντας την σακούλα που κουβαλούσα.
«Εσύ πρώτη», απάντησα.
Η Χρύσα έσκαγε να μου δείξει, ήταν φανερό. Ξετύλιξε το πακέτο της και μου έτεινε το περιεχόμενο θριαμβευτικά. Κοίταξα. Ένα βιβλίο ήταν. Πρόσεξα μην μου ξεφύγει καμιά ηλίθια γκριμάτσα. Το άνοιξα. Α, τώρα μάλιστα. Χάρτης ήταν. Χάρτης της Πεντέλης!
Την αγκάλιασα. Κατενθουσιασμένες ήμασταν. Η Χρύσα άρχισε να λέει πόσο παιδεύτηκε να συναρμολογήσει τον χάρτη απ’ τις αποσπασματικές πληροφορίες που είχε καταφέρει να συλλέξει στο Σκευοφυλάκιο. Πώς την παρακολουθούσαν όλοι φιλύποπτα, προσπαθώντας να καταλάβουν τι έκανε. Πώς έδεσε το αποτέλεσμα σε βιβλίο για να μην φαίνεται τι είναι και να μπορέσει να το βγάλει έξω. Περιπέτειες, τρελές!
«Όμως μην φάμε εδώ όλη μας την ώρα», είπε τελικά. «Πάμε να εξερευνήσουμε λίγο. Αλλά, ξέχασα. Εσύ; Τι έχεις εκεί;»
Σιωπηλά, άνοιξα την σακούλα και έχυσα κάτω το περιεχόμενο. Μετά, σήκωσα το βλέμμα μου προς την Χρύσα. Δεν κατάλαβε τι ήταν, ένα σωρό σιδερικά έβλεπε μόνο. Με γρήγορες κινήσεις (που είχα προβάρει προηγουμένως, κλειδωμένη στα Λουτρά), συναρμολόγησα τον πρώτο σκελετό, μετά άνοιξα δυο ρόδες και τις στερέωσα πάνω του. Έκανα ένα βήμα πίσω και επιθεώρησα το κατασκεύασμα μου. Στέρεο φαινόταν. Γύρισα προς την Χρύσα.
Γυάλινο που ήταν το βλέμμα της! Για ένα δέκατο του δευτερολέπτου μόνο. Μετά, συνήλθε, και με γέμισε συγχαρητήρια. Μπράβο, είσαι καταπληκτική, τώρα που έχουμε και τον χάρτη, ξέρουμε πού να πάμε και λοιπά και λοιπά. Εγώ πρόσεξα μην φουσκώνω σαν παγόνι και όλα ήσαν τρομερά και φοβερά.
Συναρμολόγησα και το άλλο ποδήλατο.
Ο χάρτης έδειχνε πως λίγο πιο πέρα από εκεί που στεκόμασταν περνούσε ένας δασικός δρόμος. Ξεκινούσε από χαμηλά, την ρίζα του βουνού, και τραβούσε προς τα πάνω για αρκετά ακόμη χιλιόμετρα. Συμφωνήσαμε πως εκείνη την πρώτη φορά έπρεπε να είμαστε πάρα πολύ μετρημένες. Εκατό μέτρα συμφωνήσαμε να κάνουμε όλα κι’ όλα και μετά να επιστρέψαμε πίσω στην Κυψέλη. Όλα όσα είχαμε κάνει ήσαν ήδη υπερβολικά παρακινδυνευμένα. Δεν υπήρχε λόγος να βγάλουμε τα μάτια μας με τα χέρια μας.
Η ποδηλατάδα μας, όσο σύντομη κι’ αν ήταν, μου ξανάφερε στο νου την μαγική εκείνη αίσθηση της πρώτης μας εξόδου. Ο αέρας που σφύριζε στ’ αυτιά μας, ο αχός των δέντρων, η αγωνία μη χάσουμε την ισορροπία πάνω στα ποδήλατα, τ’ αστέρια από πάνω που λαμπύριζαν στον μαύρο σαν πίσσα ουρανό. Αλλά, προ παντός, όλες εκείνες οι νέες μυρωδιές. Τότε ήταν που μύρισα για πρώτη φορά θυμάρι—να φάω τα μούτρα μου κόντεψα. Μας έκαναν όλα τρομερή εντύπωση. Εμένα μου σηκώθηκαν όλες οι—σχεδόν ανύπαρκτες—τρίχες μου. Και της Χρύσας όμως, το βλέμμα φαινόταν εντελώς αλλοπαρμένο. Ήταν μία βόλτα έ-ξαί-ρέ-τί-κή!
Προ αναχώρησης
Η Τασία, εκστατική, ακολούθησε τα ψιχουλάκια που έβλεπε πεσμένα μπροστά της. Πού και πού έριχνε καμιά ματιά και προς την κατεύθυνση της εξώπορτας, βεβαιωνόταν πως τίποτα δεν είχε αλλάξει, και επέστρεφε πίσω στην έρευνά της.
Από τις δεκάδες φωτογραφίες που εξέτασε, εντόπισε επτά, συνολικά, που απεικόνιζαν στιγμιότυπα με τον ηλικιωμένο κύριο—οι υπόλοιπες, όλες, ήσαν καθαρά οικογενειακές. Οι επτά αυτές φωτογραφίες ήσαν όλες παρόμοιες. Σε κάποιο δρόμο της Αθήνας περπατούσε, είτε ο Κύριος μόνος του, είτε μαζί με την Κυρία, και διασταυρώνονταν με τον ηλικιωμένο. Σε μια απ’ τις φωτογραφίες τους ξέφυγε λίγο κι’ η Τασία πρόλαβε να διακρίνει την συναλλαγή. Ο Κύριος έβγαλε απ’ την τσέπη του έναν μικρό φάκελλο και τον πάσαρε στον άλλο. Μπορεί και στις υπόλοιπες το ίδιο να συνέβαινε. Η Τασία δεν μπορούσε να πει.
Τι ήταν όλη αυτή ιστορία; Ποιος ήταν ο ηλικιωμένος κύριος; Και τι του έδινε ο Κύριος;
Η Τασία κοίταξε τις υπόλοιπες χαρτοκούτες. Τις ένοιωθε να της χαμογελούν σαρδόνια. Περιείχαν άραγε απαντήσεις στα ερωτήματά της; Ένας θεός ήξερε.
Όταν άκουσε την εξώπορτα, δεν τα’ χασε. Εκτέλεσε το σχέδιό της, όπως το „χε φανταστεί. Σε σημείο που ούτε καν δοκίμασε να βγει απ“ την αποθήκη.
«Τασία!»
«Μάλιστα Κυρία. Αμέσως.»
«Πού είσαι;»
«Εδώ, στην αποθήκη.»
Σιωπή. Τα βήματα της Κυρίας που πλησίαζαν. Ταυτόχρονα, η πόρτα του Κυρίου που άνοιξε κι’ έκλεισε.
«Τι κάνεις εκεί;»
«Χρειάστηκα κάτι και…» είπε η Τασία και χωρίς να ολοκληρώσει την φράση, έδειξε την ανοικτή βαλίτσα μπροστά της.
Η Κυρία ήθελε, πολύ φανερά, να βρει κάτι επιτιμητικό να πει, αλλά δεν τα κατάφερε. Περιέφερε φιλύποπτα το βλέμμα της στην υπόλοιπη αποθήκη, ψάχνοντας για κάποια αφορμή.
«Ελπίζω να μην πείραξες τίποτα άλλο.»
«Όχι Κυρία. Τι είναι αυτά που λέτε» διαμαρτυρήθηκε σθεναρά η Τασία.
Η Κυρία κούνησε το κεφάλι της. Έριξε άλλη μια ματιά και βγήκε απ’ την αποθήκη. Η Τασία έκλεισε την βαλίτσα της και την έβαλε στη θέση της. Βγαίνοντας, αποτόλμησε μια τελευταία ματιά προς την μισάνοιχτη χαρτοκούτα. Στην θέση της ήταν, ακριβώς όπως την είχε βρει.
Παρ’ όλ’ αυτά ήταν περίεργο που η Κυρία δεν πρόσεξε τίποτα. Της Τασίας της φαινόταν λες και ένα τεράστιο βέλος φοσφοριζέ αναβόσβηνε, δείχνοντας το συγκεκριμένο κουτί. Όμως η Κυρία μπήκε και βγήκε. Ούτε που κοίταξε προς τα εκεί.
Στάθηκε στον διάδρομο. Τι να έκανε τώρα; Πόση ώρα απέμενε μέχρι που να έπρεπε να ξεκινήσουν;
Πατώντας στα νύχια, επέστρεψε στο δωμάτιό της.
Την σπηλιά της Πεντέλης δεν την έδειχνε ο χάρτης μας. Το λιθόστρωτο μονοπάτι το πήραμε κατά τύχη (με τα ποδήλατα στον ώμο) και ακόμη αναρωτιέμαι πώς έγινε και δεν την προσπεράσαμε. Ήταν νύχτα κι’ η είσοδος της σπηλιάς ήταν καλά κρυμμένη μέσα στις σκιές.
Θυμάμαι καθαρά την στιγμή. Οι λαχανιασμένες μας αναπνοές, οι γρύλοι, ο αέρας που σερνόταν στην πλαγιά του βουνού—όλα έμοιαζαν σαν να προσπαθούσαν να μας τραβήξουν την προσοχή. Να μας πουν «Σταθείτε! Κοιτάξτε!»
Σταθήκαμε. Και, κοιτάξαμε.
Μαρμάρωσα. Το στήθος μου, από μόνο του, σταμάτησε ν’ αναπνέει. Κι’ η Χρύσα, δίπλα μου, το ίδιο έπαθε. Σαν ποντίκια σταθήκαμε μπροστά στην σπηλιά. Υπνωτισμένα.
Και τώρα ακόμη, το ίδιο νιώθω. Δεν είναι η απόσταση, του χρόνου και του τόπου, που μας χωρίζει. Πώς να μιλήσω για την σπηλιά της Πεντέλης; Τι να πω εγώ, ένα ον που προορίζεται να ζήσει εικοσιπέντε περίπου χρόνια για έναν τόπο με αδιάλειπτη ιστορία εκατό φορές μεγαλύτερη; Και τόση είναι η μόνο καταγεγραμμένη ιστορία της. Η σπηλιά δημιουργήθηκε απ’ την διαβρωτική δράση του νερού στα ασβεστολιθικά πετρώματα του βουνού. Στην αρχή της ζωής της ήταν τυφλή, βαθιά χωμένη, μέσ’ τα σπλάχνα της Πεντέλης. Κανείς δεν ξέρει πόσες χιλιάδες χρόνια χρειάστηκε να περιμένει μέχρι να την φέρουν στο φως οι σκαπάνες των αρχαίων Αθηναίων λατόμων τον έκτο προς πέμπτο αιώνα π.Χ, τότε δηλαδή που ξεκίνησε η συστηματική εξόρυξη μαρμάρου από το σημείο εκείνο.
Σου φέρνει ίλιγγο η σκέψη πως ο κάθετος βράχος της σπηλιάς φέρει ακόμη πληγές απ’ τα αρχαία εργαλεία. Οι σκέψεις όμως αυτές μου ήρθαν πολύ αργότερα. Την ώρα εκείνη, μια ματιά μόνο ανταλλάξαμε με την Χρύσα και μετά, σαν τρελές, ροβολήσαμε κάτω την πλαγιά. Ύστερα, κλοτσοπατινάδα, μέχρι πίσω, στην Μονή. Κουβαριάστηκα στην κλίνη μου, κουκουλώθηκα, αλλά το τουρτούρισμα δεν έλεγε με τίποτα να σταματήσει.
Την επόμενη πάντως, μόλις βρήκε ευκαιρία, η Χρύσα γραμμή στο Σκευοφυλάκιο πήγε και χώθηκε. Ήθελε να καταλάβει πώς την έπαθε κι’ ο χάρτης της δεν έδειχνε την σπηλιά.
Ποτέ δεν μου εξήγησε.
Αυτό που έκανε, ήταν να μου διηγηθεί, σε πολύ αδρές γραμμές, την ιστορία του χώρου που είχαμε ανακαλύψει. Δύο μέρες της πήρε, όσο κάναμε τις διακονίες μας.
Όπως είπα, η σπηλιά βρισκόταν στην καρδιά του λατομείου μαρμάρου. Ήταν θέμα χρόνου να έρθει στο φως. Το μάρμαρο που εξορυσσόταν από την περιοχή μεταφερόταν με πολύ κόπο, κάτω, στην πόλη. Απ’ αυτό κτίστηκε ο Παρθενώνας, αλλά και πολλά άλλα μνημεία και αγάλματα της εποχής.
Στο εσωτερικό της σπηλιάς υπήρχε μια μικρή λίμνη. Εκεί, οι αρχαίοι έφτιαξαν ένα ιερό αφιερωμένο στις Νύμφες—καμία σχέση με το Νυμφαίο Άντρο της Πεντέλης που βρίσκεται ψηλότερα και το οποίο έδειχνε ο χάρτης της Χρύσας—προς μεγάλη της ανακούφιση. Η κατασκευή δύο ιερών τόσο κοντά το ένα στο άλλο δεν ήταν σύμπτωση. Η λατρεία των Νυμφών ήταν πολύ διαδεδομένη, τόσο μεταξύ των λατόμων, όσο και σ’ ολόκληρη την περιοχή της Πεντέλης.
Το λατομείο μαρμάρου λειτούργησε, με διαλείμματα, ως τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. Τότε, τα αποθέματα άσπρου, καθαρού, μάρμαρου άρχισαν να εξαντλούνται. Ρόλο σ’ αυτό πρέπει να έπαιξε και η ανακαίνιση—με ταυτόχρονη αύξηση της χωρητικότητας—του Παναθηναϊκού Σταδίου που έγινε επί Ηρώδη του Αττικού το 140 μ.Χ.
Στην συνέχεια, μεταξύ τετάρτου και εβδόμου αιώνα μ.Χ., η χρήση της περιοχής άλλαξε. Στον χώρο της σπηλιάς άρχισαν να εγκαθίστανται ασκητές. Από την δράση τους δεν απέμεινε τίποτα. Το μόνο που ξέρουμε γι’ αυτούς είναι πως ήσαν εγγράμματοι, πράγμα πολύ ασυνήθιστο για την εποχή. Όποια κι’ αν ήταν η δραστηριότητά τους, τερματίστηκε με την ίδρυση της μονής Πεντέλης. Η μονή κτίστηκε το 1578, όταν ο αρχιεπίσκοπος Ευρίπου Τιμόθεος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Εύβοια και να καταφύγει στην Αττική. Όταν ο Τιμόθεος επέλεξε την Πεντέλη ως τοποθεσία ίδρυσης της νέας μονής, περιηγήθηκε ολόκληρη την περιοχή και κάλεσε όσους ασκητές βρήκε να τον ακολουθήσουν. Έτσι έγινε και άδειασε η σπηλιά από ασκητές.
Τους επόμενους δυο-τρεις αιώνες η σπηλιά και το αρχαίο λατομείο αποτέλεσαν πόλο έλξης ξένων περιηγητών—οι «μιλόρδοι», όπως τους αποκαλούσαν οι χωρικοί. Έρχονταν να δουν από πού βγήκε το μάρμαρο για την κατασκευή των μνημείων της αρχαίας Αθήνας. Κάποιοι απ’ τους επισκέπτες επέλεξαν να σκαλίσουν σημάδια της επίσκεψής τους, όπως για παράδειγμα ο ήρωας της Ελληνικής επανάστασης, κόμης Σανταρόζα (σκοτώθηκε το 1825 κατά την πτώση της Σφακτηρίας). Άλλοι πάλι άφησαν εκτενή οδοιπορικά ή σύντομες, αινιγματικές αναφορές, όπως αυτή του λόρδου Βύρωνα
«Μια αχανής σπηλιά, σχηματισμένη απ’ τα λατομεία παραμένει ακόμα, και θα παραμείνει, ως το τέλος του χρόνου».
Τα λατομεία της Πεντέλης επαναλειτούργησαν με εντολή του βασιλιά Όθωνα. Η νέα αυτή περίοδος λατόμησης κράτησε πάνω από διακόσια χρόνια. Οι νεώτεροι κάτοικοι της Αθήνας είχαν μεγάλη ανάγκη από μαρμάρινες τουαλέτες, νεροχύτες, περβάζια, μπαλκόνια, σκαλοπάτια—για να μην μιλήσουμε για τις ταφόπλακες—και η πρώτη ύλη για όλ’ αυτά βγήκε, για ακόμη μια φορά, απ’ τα σωθικά της Πεντέλης. Δεν βρίσκω τι άλλο να πω για την περίοδο αυτή συλλογικής ανοησίας και απληστίας. Έπρεπε, φαίνεται, να „ρθει το χτικιό κι“ η Αρχιεπισκοπή για να μας απαλλάξουν απ’ τον χειρότερο εαυτό μας.
Όπως κι’ αν έχει, το ζήτημα είναι πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η παρουσία ανθρώπων στον χώρο της σπηλιάς συνεχίστηκε αδιατάρακτη επί χιλιάδες χρόνια. Αν και μεγάλο μέρος της ιστορίας αυτής έχει πια χαθεί ανεπιστρεπτί, τα λίγα υπολείμματα που διασώζονται μας κάνουν υποψιαζόμαστε πως η εικόνα που βλέπουμε σήμερα ελάχιστη σχέση πρέπει να έχει με την σπηλιά που υπήρχε κάποτε, τόσο από πλευράς διαμόρφωσης του χώρου και του γύρω τοπίου, όσο και αυτής της ίδιας της σπηλιάς. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πολυάριθμες αναφορές για εκτεταμένο δίκτυο πηγαδιών ή τούνελ που άρχιζε απ’ την σπηλιά και εκτεινόταν για πολλά χιλιόμετρα—μέχρι την μονή Πεντέλης, αλλά μπορεί και πολύ πιο μακριά.
Όλα αυτά δικαιολογούν και το πλήθος των μύθων για την περιοχή που ανέφερα και προηγουμένως. Η στέρνα με το αθάνατο νερό, ο χαμένος βασιλιάς, η βασιλοπούλα που θα χανόταν κι’ αυτή, αν δεν βρισκόταν μια κουκουβάγια να της δείξει την έξοδο, κλπ, κλπ.
Η Τασία άκουσε τα βήματα της Κυρίας στον διάδρομο.
«Τασία», την άκουσε να φωνάζει. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε πριν προλάβει ν’ απαντήσει. Η Κυρία έβαλε μέσα το κεφάλι της.
«Άρχισε να ετοιμάζεσαι σιγά-σιγά. Την καλή στολή σου βάλε, βέβαια, ε; Μετά, περίμενε. Θα έρθω να σε πάρω» της είπε και βγήκε.
Περίεργο ύφος είχε πάλι η Κυρία. Έτσι της φάνηκε της Τασίας. Καμιά σχέση όμως με τα χάλια που είχε το πρωί, την ώρα που ξύπνησε. Λες και την είχαν αναζωογονήσει όσα διαδραματίστηκαν στο μεταξύ. Εδώ που τα λέμε, μπορεί ο Κύριος να της φαινόταν γεμάτος μυστήριο της Τασίας, ούτε όμως την Κυρία την ήξερε πραγματικά. Η Τασία διαισθανόταν πως υπήρχαν άλλες της πλευρές, αθέατες, για τις οποίες δεν ήξερε τίποτα.
Σηκώθηκε, άνοιξε την ντουλάπα, έβγαλε την καλή της στολή και την ακούμπησε προσεκτικά στο κρεβάτι.
Όμως ξαφνικά, σαν να λιποψύχησε. Κάθισε στο κρεβάτι της και περίμενε, να πάρει ανάσα.
Η είσοδος της κυρά Ζωής στην ζωή μας έγινε αθόρυβα, ανεπαίσθητα σχεδόν.
Μια νύχτα, εκεί που προχωρούσαμε με τα ποδήλατα στην ευρύτερη περιοχή της Σπηλιάς, ακούσαμε κουδουνίσματα προβάτων. Δεν δώσαμε σημασία. Ξέραμε με τι έμοιαζαν τα ζώα αυτά. Συνηθίζουν να βόσκουν τις—χειμωνιάτικες, ειδικά—νύχτες και ούτε τρόπο, ούτε διάθεση μπορεί να είχαν, να μας ενοχλήσουν.
Η ύπαρξη κάποιου βοσκού που να φύλαγε το κοπάδι, μας διέφυγε εντελώς ως πιθανότητα. Τόσο άσχετες ήμασταν με ό,τι είχε να κάνει με φύση. Πιστεύαμε πως τα πρόβατα ζουν μόνα τους, σε άγρια κατάσταση.
Τον βοσκό, την κυρά Ζωή, την πετύχαμε κάτω απ’ τη ρίζα ενός μεγάλου δέντρου να κοιμάται μακάρια. Η κάπα της την τύλιγε από πάνω μέχρι κάτω και, από μακριά, την έκανε να μοιάζει με πούρο. Ροχάλιζε κιόλας. Πολύ αστείο μας φάνηκε.
Είχαμε πλησιάσει και αμφιταλαντευόμασταν ακόμη, μήπως θα „ταν καλύτερα να μην την ανησυχήσουμε, όταν η κυρά Ζωή άνοιξε το ένα της μάτι και μας κοίταξε. Το πιο αθώο ύφος του κόσμου είχε. Πλησιάσαμε λίγο περισσότερο. Ήταν αρκετά ηλικιωμένη. Παρά όμως τα χρόνια της, δεν δυσκολεύτηκε να σταθεί όρθια για να μας χαιρετήσει. Ούτε χοντρή θα μπορούσα να την πω, ούτε λεπτή. Το πρόσωπο που διακρίναμε κάτω απ“ την κουκούλα ήταν φωτεινό και ειρηνικό. Οι ρυτίδες της, λίγες κι’ απαλές. Λες κι’ ο χρόνος είχε αναπηδήσει πάνω της.
Όταν η κυρά Ζωή ξεκίνησε να μιλάει, στην αρχή, στον εαυτό της για να τον μαλώσει που είχε αποκοιμηθεί, και μετά, σ’ εμάς για να μας συστηθεί και να πληροφορηθεί τα ονόματά μας, ο τόνος της ήταν σαν να συνέχιζε μια κουβέντα που 'χαμε αφήσει στη μέση, όχι σαν να την πρωτοβλέπαμε εκείνη την στιγμή.
Από πού ήμασταν, δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει. Οι στολές μας φώναζαν από μακριά. Ούτε ότι κυκλοφορούσαμε εκτός Μονής, μέσ’ τη μαύρη νύχτα, σχολίασε καθόλου.
Είπαμε κάτι σαχλαμάρες για τον καιρό, για τα πρόβατα, τα οποία, με την ευκαιρία, πλησιάσαμε και εξετάσαμε από κοντά—τα μικρά, πόσο μου άρεσαν τα μικρά!—και μετά φύγαμε. Αποχαιρετώντας μας, η κυρά Ζωή μάς είπε πως η σπηλιά ήταν η περιοχή της και πως τις νύχτες πάντα κάπου εκεί γύρω θα την βρίσκαμε. Πολύ χαρά θα της δίναμε, είπε, αν της λέγαμε καμιά καλησπέρα, όποτε περνούσαμε. Μας έδειξε μάλιστα κι’ έναν τρόπο να σφυρίζουμε για να μας ακούσει, αν—παρ’ ελπίδα—την είχε πάρει ο ύπνος πάλι.
Αυτό ήταν όλο. Αυτή ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνωρίσαμε, εκτός Μονής. Τόσο ανάλαφρη ήταν η εμπειρία που την επόμενη ημέρα, όταν ξύπνησα πίσω στην κλινούλα μου, αναρωτήθηκα μήπως την είχα δει στον ύπνο μου.
Φωνές ακούγονταν πάλι στον διάδρομο. Αυτή την φορά όμως, η φωνή της Κυρίας ήταν που επικρατούσε.
«Σιγά που δεν θα τον τουμπάριζε», χαμογέλασε η Τασία.
Δεν έπρεπε να χάνει την ώρα της. Έτσι κι’ έμπαινε η Κυρία και την έβρισκε άντυτη, θα γινόταν της κακομοίρας.
Άρχισε ν’ αλλάζει.
Πέρασε καιρός μέχρι να βάλουμε σε κάποια τάξη τις νυχτερινές μας δραστηριότητες. Τελικά, όμως, το καταφέραμε κι’ αυτό. Όταν το Σήμαντρο χτύπαγε Σιωπητήριο, ξαπλώναμε ντυμένες, και περιμέναμε. Μετά από κανένα τέταρτο, γλιστρούσαμε έξω απ’ τον θάλαμο, προχωρούσαμε μέχρι το λαγούμι, βγαίναμε απ’ την άλλη, παίρναμε τα ποδήλατά μας (που είχαμε παρκάρει μόνιμα έξω απ’ τη Μονή, πίσω από κάτι θάμνους) και κάναμε την διαδρομή μέχρι την σπηλιά. Εκεί, τα λέγαμε με την κυρά Ζωή και μετά κάναμε την ίδια διαδρομή αντίστροφα, μέχρι πίσω, στις κλίνες μας. Δύο ώρες μάς έπαιρνε, όλες κι’ όλες. Ήταν όμως τέτοια η έξαρση της νυχτερινή αυτής διαδρομής που ισοφάριζε και με το παραπάνω μια κάποια νύστα που μπορεί να νοιώθαμε την επόμενη. Και δεν το κάναμε κάθε νύχτα. Δύο, άντε, τρεις φορές την εβδομάδα, ανάλογα και με τις περιστάσεις στη Μονή.
Με την κυρά Ζωή όσο ήμασταν, δεν κάναμε τίποτα το σπουδαίο. Μας φίλευε ζεστό γάλα απ’ τα πρόβατα—η γεύση του δεν μ’ ενθουσίαζε, αλλά τι να έκανα, το 'πινα—και φλυαρούσαμε, η κυρά Ζωή κυρίως, για τον καιρό, το βουνό και τις δυσκολίες της ζωής.
Τι καταλαβαίναμε που το κάναμε αυτό; Γιατί μπαίναμε σε όλο αυτό τον κόπο; Ποτέ δεν το συζητήσαμε αυτό με την Χρύσα. Δεν χρειάστηκε. Ο λόγος, για μας, ήταν αυτονόητος: η κυρά Ζωή ήταν το πρώτο, εκτός Μονής, άτομο, που γνωρίζαμε. Οι κουβέντες μας μαζί της ήταν η μοναδική μας ευκαιρία να παραστήσουμε τους κανονικούς ανθρώπους! Και θέλαμε να εξασκηθούμε σ’ αυτό το πράγμα, όσο μπορούσαμε περισσότερο.
Ευτυχώς, η κυρά Ζωή είχε πολύ συγκεχυμένη εικόνα σχετικά με το τι ακριβώς ήταν η Μονή. Ή, μάλλον, είχε μια πολύ συγκεκριμένη εντύπωση—πως η Μονή, ήταν μια απλή μονή και η Χρύσα κι’ εγώ, δυο ορφανές μαθητευόμενες καλόγριες—που εμείς, επ’ ουδενί, δεν θέλαμε να διαταράξουμε.
Περί χτικιού, Αρχιεπισκοπής και λοιπών σύγχρονων εξελίξεων, η κυρά Ζωή δεν πρέπει να είχε ακούσει πολλά πράγματα. Ό,τι κουβέντες τυχόν έπιανε τ’ αυτί της, τις κατέτασσε στην κατηγορία «τα καμώματα της πόλης» και τις ξεχνούσε αμέσως. Λογικό ήταν. Εκεί που ζούσε, τίποτα απ’ αυτά δεν την αφορούσε. Μπορεί να γκρίνιαζε για τον καιρό, το βουνό και τα ζώα, αλλά όσες φορές την ρωτήσαμε «Γιατί κυρά Ζωή επιμένεις να ζεις εδώ, σαν τον κούκο, και δεν πας λίγο πιο κάτω να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου;», αυτή κακάριζε δυνατά και απαντούσε πως ήταν πια πολύ γριά για μετακινήσεις.
Για την ζωή μας στη Μονή δεν βιαστήκαμε καθόλου να κάνουμε λόγο στην κυρά Ζωή. Αλλά κι’ όταν ξεκινήσαμε, το κάναμε πάντα πολύ προσεκτικά και μόνο για όσα πράγματα πιστεύαμε πως ταίριαζαν με όσα περίμενε ν’ ακούσει μια γριούλα που ζούσε στα βουνά με τα πρόβατά της.
Περί Συνάξεων, εγώ πρωτο-έκανα λόγο—μου ξέφυγε, η αλήθεια είναι, κι’ ας μην το παραδέχθηκα μετά, όταν με κατσάδιασε η Χρύσα. Ευτυχώς, η κυρά Ζωή καθόλου δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται. Όσον αφορά το τεχνολογικό κομμάτι, δεν πρέπει να κατάλαβε τίποτα— απολύτως τίποτα. Όσο για τα υπόλοιπα, αυτό που της έμεινε ήταν πως επρόκειτο για κάποιο είδος βαριάς σωματικής άσκησης. Πώς είναι όταν κάνεις εκατό γονυκλισίες; Ε, χειρότερα. Πολύ χειρότερα. «Τι τα θέλετε;», σχολίασε. «Έτσι είναι οι παπάδες». Τους οποίους παπάδες, αν και έδειχνε να τους σεβόταν, δεν πρέπει να τους είχε και σε τρομερή εκτίμηση.
Το τι ακριβώς είχε καταλάβει φάνηκε αργότερα, όταν ξεθαρρέψαμε και της διηγήθηκα—πάλι εγώ…—για εκείνη την φορά που παραλίγο να βγω Φωστήρας. Η κυρά Ζωή επανέλαβε, με δικά της λόγια, την σκηνή και εμένα με παρουσίασε σαν να καταγινόμουν με το φόρτωμα (ή ξεφόρτωμα) ενός κάρου με ζωοτροφή!
Κοιταχτήκαμε με την Χρύσα και ίσα που κρατηθήκαμε να μην βάλουμε τα γέλια. Πάντως, από μια μεριά, είχε ένα κάποιο δίκιο η κυρά Ζωή. Οι κινήσεις που κάνει όποιος προσπαθεί να ελέγξει την κίνηση μιας φούσκας, έχουν μια κάποια—πολύ επιφανειακή—ομοιότητα με την μετακίνηση φορτίων.
Εκεί που χασκογελάγαμε, η κυρά Ζωή έκανε μια παύση, μετά κούνησε το κεφάλι της και είπε χαμηλόφωνα.
«Πάντως, αν ενδιαφέρεστε, μπορώ να σας δείξω πώς να το κάνετε.»
Κοιταχτήκαμε πάλι, με την Χρύσα.
«Τι εννοείς κυρά Ζωή», δοκίμασε μετά η Χρύσα που, γενικά, τα κατάφερνε καλύτερα από εμένα στο κουμαντάρισμα της γριούλας.
«Ε, χρυσό μου», απάντησε—έτσι μας αποκαλούσε, πάντα, «χρυσό μου», ίσως επειδή δυσκολευόταν να ανακαλέσει τα ονόματά μας—"κάτι ξέρουμε κι’ εμείς, εδώ, από τέτοια πράγματα. Μπορεί από „εξυπνάδες“ "—έτσι αποκαλούσε κάθε τι το τεχνολογικό—«να μην σκαμπάζουμε πολλά-πολλά, να κουβαλάμε όμως τροφή στα ζωντανά ξέρουμε και παρα-ξέρουμε. Από αρχαιοτάτων χρόνων μάλιστα», συμπλήρωσε και μας έκλεισε με νόημα το μάτι.
Άλλη μια ματιά με την Χρύσα. Καμιά μας δεν θεώρησε σκόπιμο να σχολιάσει.
«Ε, τι θα γίνει;», επέμεινε η κυρά Ζωή. «Να σας πω ή όχι;»
«Μα βέβαια, κυρά Ζωή. Όπως θες. Αν και δεν…», είπε χαμηλόφωνα η Χρύσα.
«Ωραία, ωραία», την διέκοψε η κυρά Ζωή. «Λοιπόν, προσέξτε με», είπε και ξεκίνησε.
Τρία βράδια της πήρε για να μας πει αυτά που ήθελε. Και, έτσι, ξαφνικά, χωρίς την παραμικρή προμελέτη ή εισαγωγή, άνοιξε μεταξύ μας μια ιστορία που έμελλε να κρατήσει χρόνια ολόκληρα και να περάσει μέσ’ από διάφορα σκαμπανεβάσματα.
Όσο περίεργο κι’ αν ακούγεται—εμάς, τουλάχιστον, έτσι μας φάνηκε—αυτό που ξεκίνησε να μας περιγράφει η γριούλα ήταν ένα σύστημα φυσικής ενδυνάμωσης, ένας τρόπος αθλητικής προπόνησης. Δεν μας το περιέγραψε με τέτοιους όρους, προφανώς, η κυρά Ζωή. Δεν μπορεί να ήξερε τι είναι αθλητισμός. Μας είπε απλώς, πως οι άνθρωποι που ζούσαν στα βουνά, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις διάφορες κακουχίες, είχαν καταλήξει σε κάποιες διαπιστώσεις σχετικά με πώς λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα και, ειδικότερα για το πώς μπορεί κανείς να εφαρμόσει, όταν χρειάζεται, δύναμη δυσανάλογη με το βάρος του. Το μυστικό, μας είπε, κρύβεται στο στήριγμα και την αναπνοή. Στήριγμα και αναπνοή—τίποτ’ άλλο.
Το πρώτο κιόλας βράδυ, ενώ επιστρέφαμε πίσω στην Μονή, η Χρύσα άρχισε την μουρμούρα.
«Λοιπόν, η τρελό-γριά σου πρέπει να μας δουλεύει ψιλό γαζί», ξέσπασε, ενώ η κυρά Ζωή ακόμη διακρινόταν να μας κουνάει το χέρι.
«Τι εννοείς; Και γιατί την λες τρελό-γριά μου;»
«Μα, στα σοβαρά, πιστεύεις πως απλοί βοσκοί μπορεί ν’ ανακάλυψαν τέτοια πράγματα;»
«Γιατί; Δεν είναι καμιά επιστήμη, απλές παρατηρήσεις είναι. Ο καθένας μπορεί να τις κάνει».
«Γιατί δεν τις έκανες εσύ τότε;»
«Εγώ; Τι δουλειά έχω εγώ;»
«Θέλω να πω, αν είναι τόσο απλό, γιατί δεν το σκέφτηκες εσύ, εγώ, ή ο καθένας; Λέω εσύ, γιατί εσύ είσαι που ψοφάς για κάτι τέτοια».
«Αυτό πάλι, που σου 'ρθε;»
Σταματήσαμε, γιατί δεν έβγαζε πουθενά ο διάλογος αυτός. Πάντως, είχε ένα κάποιο δίκιο η Χρύσα. Κι’ εγώ θα έβλεπα με υποψία όποιον πήγαινε να μας παραστήσει τον Μωυσή που αποσύρθηκε στο βουνό και κατεβαίνει τώρα με τις πλάκες, έτοιμες, σκαλισμένες. Η κυρά Ζωή όμως δεν υποστήριξε ποτέ πως ήταν δικές της οι γνώσεις αυτές. Ευθύς εξ’ αρχής μας ξεκαθάρισε πως απλώς μας μετέφερε πράγματα που είχε ακούσει. Από πάππου προς πάππου τα έλεγαν αυτά τα πράγματα, μας είπε. Όσο για τον εαυτό της, η κυρά Ζωή δεν επιχείρησε να μας κάνει κάποια επίδειξη. Όταν την ρωτήσαμε—γιατί την προκαλέσαμε, στα ίσια—μας απάντησε πως δεν χρειαζόταν πια να ασκείται. Τα λίγα που συνέχιζε να κάνει, τα είχε ενσωματώσει στις καθημερινές της κινήσεις. Έφταναν και με το παραπάνω, είπε, για τις ανάγκες της που δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Λίγο τα ζώα, λίγο η μεταφορά του γάλακτος—αυτά. Εμείς όμως, επέμεινε, αν θέλαμε να αλλάξουμε, έπρεπε να ασκηθούμε. Να ασκηθούμε πολύ-πολύ συνειδητά.
Το άλλο πράγμα, στο οποίο είχε δίκιο η Χρύσα, ήταν αυτό που είπε σχετικά μ’ εμένα. Δεν ήταν πως «ψοφούσα» βέβαια—αυτό το είπε για να με πειράξει. Παραδέχομαι όμως πως ενδιαφερόμουν για τέτοια πράγματα, με την έννοια όμως, που έχω ήδη εξηγήσει, δηλαδή πως οι Συνάξεις ήσαν μια εντελώς γελοία υπόθεση και πως μόνο οι καταδύσεις ήταν ο στίβος όπου μπορούσαν να διακριθούν τα παιδάκια απ’ τους πραγματικούς αθλητές. Πάντως, δεν αδιαφορούσα—αυτό ήταν το θέμα—δεν αδιαφορούσα. Ανομολόγητα, συνέχιζα να ονειρεύομαι πως θα κατέβαινα σε μία Σύναξη και θα τους έσπαγα ολωνών τα μούτρα. Κι’ όταν θα „χαν πια καταλάβει το λάθος τους και θα με προσκυνούσαν ως μεγάλο Φωστήρα, θα τους πέταγα κατάμουτρα πόσο μεγάλες βλακείες ήταν όλ“ αυτά και μετά, σεμνά-σεμνά, θα αποσυρόμουν στις μοναχικές καταδύσεις μου. Πόσο το 'θελα αυτό το πράγμα! Πόσο το 'θελα!
Δεν έχει νόημα να επιχειρήσω να περιγράψω αναλυτικά την μέθοδο της κυρά Ζωής. Είναι πολλές οι λεπτομέρειες και δεν είμαι καμιά ειδική. Δυο-τρία πράγματα θα πω μόνο για την συνέχεια της ιστορίας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την μέθοδο που μας περιέγραψε, κάθε κίνηση που επιχειρεί κανείς πρέπει να ξεκινάει από κάτω προς τα πάνω και πιο συγκεκριμένα, απ’ την αντίσταση που προσφέρει το έδαφος. Εκεί πρέπει να ψάξει όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερη δύναμη. Σφίγγοντας, κατά σειρά, τα πέλματα, τις φτέρνες, τις γάμπες, τα γόνατα και τους μηρούς, η δύναμη—ή ενέργεια ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε—φτάνει στο υπογάστριο, στο κέντρο του σώματος. Εκεί, μεγάλη σημασία έχει η θέση της λεκάνης. Πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο μπροστά—να μην πετάγεται δηλαδή, ούτε ελάχιστα, ο κώλος πίσω. Έτσι, η δύναμη απ’ την αντίσταση του εδάφους, μέσω των ποδιών, συγκεντρώνεται στην (σωστά τοποθετημένη) λεκάνη. Εκεί, οι μυς της κοιλιάς, σφίγγουν ώστε σε συνεργασία με τα κόκαλα της λεκάνης, να δημιουργηθεί ένα «δοχείο δύναμης», κάτι σαν μπαταρία, ας πούμε.
Όσα είπα ως εδώ ισχύουν παντού και πάντα, ό,τι κι’ αν προσπαθεί να κάνει κανείς. Η συνέχεια εξαρτάται απ’ την συγκεκριμένη κίνηση.
(Η κυρά Ζωή έκανε μια παρατήρηση που μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Είπε πως το μυαλό μας πιστεύει πως το πρόσωπο και τα χέρια μας είναι πολύ «μεγαλύτερα» απ’ την πραγματικότητα. Αντίθετα, τα πόδια, ο εγκέφαλός μας τα θεωρεί πολύ «μικρότερα». Ήθελε, προφανώς, να πει πως το νευρικό μας σύστημα ελέγχει πολύ πιο λεπτομερειακά κάποια μέρη του σώματος σε βάρος άλλων. Ένας απ’ τους στόχους της γυμναστικής που μας έδειξε η κυρά Ζωή ήταν να «μεγαλώσουν τα πόδια», όπως το έθεσε. Να μάθει, δηλαδή, ο ασκούμενος να εστιάζει σε αυτά το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του, αφού εκεί ήταν μαζεμένο το τμήμα του σώματος με την μεγαλύτερη αδράνεια. «Τι είναι τα χέρια;», έλεγε και ξανάλεγε χαρακτηριστικά. «Τίποτα δεν είναι. Δυο απλά καλαμάκια.»
Για να ολοκληρώσει κανείς την οποιαδήποτε κίνηση—να σηκώσει, να χτυπήσει ή να μετακινήσει—πρέπει να προσέξει να ενεργοποιήσει μόνο τους απολύτως απαραίτητους μυς στο στήθος, στους ώμους και τα χέρια. Οι υπόλοιποι πρέπει να παραμείνουν όσο πιο χαλαροί γίνεται. Και μόλις η κίνηση τελειώσει, όλοι οι μυς να επιστρέψουν σε απόλυτη, πλήρη, χαλάρωση.
Σε περίπτωση που έχουμε ακολουθία κινήσεων, πρέπει κανείς να επαναλάβει όλα τα παραπάνω για κάθε κίνηση ξεχωριστά. Έτσι, το σώμα καταλήγει να λειτουργεί κάπως σαν μαστίγιο, αφού χαλαρώνει και συσπάται συνεχώς στον ρυθμό της δραστηριότητας που έχει να εκτελέσει. Περιττό να πω πως δεν είναι καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο—καθόλου, μα καθόλου εύκολο.
Ρόλο μετρονόμου ή μαέστρου στην μυική αυτή «συμφωνία» παίζει η αναπνοή. Η οποία πρέπει να γίνεται πάντα από το διάφραγμα ώστε να οδηγεί το σώμα να λειτουργεί σαν σφουγγάρι, αντλώντας ενέργεια με την χαλάρωση, κατά την εισπνοή, και διοχετεύοντας την ενέργεια στο σημείο εστίασης με την σύσφιξη, κατά την εκπνοή. Αργή ή γρήγορη, βαθιά ή ρηχή, σε έναν, δύο, τέσσερις ή οκτώ χρόνους.
Και ο εγκέφαλος; Τι ρόλο παίζει ο εγκέφαλος σ’ όλ’ αυτά; Αλλά τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «εγκέφαλος»; Η κυρά Ζωή μας είπε ξερά πως «Η φωνή αυτή που όλο γκρινιάζει μέσ’ το κεφάλι μας, καλό θα’ ναι να πάψει». Μόλις ξεκινήσει το σώμα να ασκείται, το τμήμα αυτό του μυαλού μας, εξήγησε η κυρά Ζωή, άλλο δεν κάνει απ’ το να διαμαρτύρεται. «Πονάω, πεινάω, διψάω, κρυώνω, ζεσταίνομαι, κουράστηκα, δεν προλαβαίνω, βαριέμαι», κλπ, κλπ. Όλο τέτοια λέει. Αλλά κι’ όταν ακόμη, μοιάζει να έχει κάτι θετικό να συνεισφέρει, κι’ αυτό ανεπιθύμητο συνήθως είναι, γιατί τείνει να υπερεκτιμά τις δυνατότητες του σώματος και κινδυνεύει να προκαλέσει κάποιον τραυματισμό.
Γενικά, ο εγκέφαλος προτιμά να εστιάζει στο άμεσο παρελθόν και να κάνει σκέψεις όπως «Πώς τα πήγα;», «Καλά το έκανα;», «Πω-πω, είμαι φοβερή!» ή, αντίστροφα, «Αχ, τίποτα δεν αξίζω!», «Δεν έχει νόημα να συνεχίσω», κλπ. Αντί για τις άχρηστες αυτές μπούρδες, καλύτερα είναι ο εγκέφαλος να εστιάζει στο μέλλον. Σαν να’ ναι ταινία, να βλέπει διαρκώς τις επόμενες κινήσεις που έχει να εκτελέσει και όχι τι συνέβη στο παρελθόν. Αν πρέπει να εστιάσει σε κάτι, αυτά είναι το—μετακινούμενο κάθε φορά—σημείο αντίστασης στο έδαφος και ο ρυθμός της αναπνοής. Έτσι, ενώ το σώμα μπορεί να εκτελεί μια θύελλα κινήσεων, ο εγκέφαλος, το μόνο που κάνει, είναι να μετράει τον ρυθμό και να προσέχει μην χάσει το στήριγμα.
Απώτερος στόχος είναι ο εγκέφαλος να καθοδηγήσει το σώμα να επαναλάβει τις κινήσεις μέχρι που να μην χρειάζεται πια καθόλου η δική του συμμετοχή. Να φτάσει δηλαδή στο σημείο να παρακολουθεί αμέτοχος, ενώ όλα θα συμβαίνουν στον «αυτόματο». Ούτε αυτό είναι εύκολο, περιττό να πω.
Αυτή, με λίγα λόγια, είναι η κεντρική ιδέα της μεθόδου που μας περιέγραψε η κυρά Ζωή. Υπάρχουν πολλές άλλες μικρολεπτομέρειες, η ουσία όμως αυτή είναι. Δεν πρόκειται για τίποτα ιδιαίτερα πολύπλοκο. Μέσα σε δέκα λεπτά μπορεί κανείς να καταλάβει την βασική ιδέα. Για να τα αφομοιώσει όμως το σώμα, ούτε δέκα χρόνια συνεχούς εξάσκησης δεν φτάνουν. Όλη του την ζωή πρέπει να προσπαθεί κανείς, καθημερινά, και να έχει κατά νου πως πάντα υπάρχει και «πιο γρήγορα» και «πιο δυνατά».
Της κυρά Ζωής της πήρε τρία βράδια η διήγηση αυτή επειδή, για να μας πείσει για την αποτελεσματικότητα της μεθόδου της, θεώρησε σκόπιμο να την διανθίσει με ιστορίες. Παλικαριές του παρελθόντος μας διηγήθηκε, όταν ο Νταβέλης χρειάστηκε να κουβαλήσει κάποιο ζώο χιλιόμετρα ολόκληρα στην πλάτη του ή τότε που ο Ντελικανής ανέβηκε τρέχοντας μέχρι την Σπηλιά για να ειδοποιήσει για κάποια επερχόμενη καταστροφή. Δεν θα τις επαναλάβω, επειδή δεν τις θυμάμαι καλά, αλλά, κυρίως, επειδή υποψιάζομαι πως η κυρά Ζωή πρέπει να αυτοσχεδίαζε κάθε φορά που τις έλεγε. Κι’ όταν καμιά φορά την πιάναμε να αντιφάσκει ή να χρησιμοποιεί τα ίδια ονόματα, μας ξέφευγε μ’ ένα:
«Ε, μπορεί και να μην θυμάμαι τώρα πώς τον ελέγανε, χρυσά μου. Τι περιμένετε; Γριά γυναίκα είμαι».
Το περίεργο είναι πως όταν η κυρά Ζωή μάς είπε όλα όσα είχε κατά νου σχετικά με τις συνήθειες αυτές των παλιών, μάς συμβούλευσε «Τα μάτια μέσα»—θα εξηγήσω πιο κάτω τι σημαίνει αυτό—και μετά, πολύ αποφασιστικά, έβαλε στην άκρη το όλο θέμα. Για πολύ καιρό δεν ξαν-αναφέρθηκε σ’ αυτό καθόλου!
Κάθε που, εμείς, δοκιμάζαμε να κάνουμε κάποια νύξη, η κυρά Ζωή δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον. Άλλαζε κουβέντα, όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Η συμπεριφορά της αυτή μάς ήταν εντελώς ανεξήγητη. Αλλά υπό τις συνθήκες που γίνονταν οι κουβέντες μας, δεν είχαμε χρόνο για ιδιαίτερη ψυχανάλυση. Αφού δεν ήθελε να το συζητήσει, τι να κάναμε κι’ εμείς; Το αφήσαμε.
Η συμπεριφορά που θα έπρεπε να είμαι σε θέση να εξηγήσω—αλλά ούτε αυτήν μπορώ—είναι η δική μου. Δεν είναι πως έχαψα καθόλου τις χαζο-ιστορίες της κυρά Ζωής. Ποτέ, ούτε για μια στιγμή. Αφού όλο για παλληκάρια, νεράιδες και στοιχειά μας έλεγε. Έλεος!
Πρέπει να είχαν περάσει δυο ή τρεις εβδομάδες απ’ την διήγηση της, όταν ένα απόγευμα, ενώ ήμουν κλεισμένη στα Λουτρά, με συνέλαβα να προσπαθώ να επαναλάβω τις κινήσεις που μας είχε δείξει. Το έκανα, χωρίς να το πολυ-σκεφτώ, εκεί που στεκόμουν, μέσ’ την τουαλέτα, όσο καλύτερα μπορούσα. Την άλλη μέρα, ξανά τα ίδια, σαν ρομπότ. Χωρίς ούτε να σκέφτομαι, ούτε να περιμένω τίποτα.
Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, και εγώ—προς μεγάλη μου έκπληξη!—επέμενα να συνεχίζω, αποφάσισα πως έπρεπε να οργανωθώ κάπως καλύτερα. Να επισκέπτομαι τα Λουτρά σε ώρες που να μπορώ να κάνω και τις αναπνοές—γιατί όσο και να ζοριζόμουν, δεν μπορούσα να τις κάνω τελείως αθόρυβα—και να βρω μια τουαλέτα, που να χωράει να κάνω όλες τις κινήσεις, όπως έπρεπε. Ένας θεός ήξερε πόσο μπορεί να κρατούσε η νέα μου λόξα.
Περιττό να πω, πως, στο μυαλό μου, οι ασκήσεις της κυρά Ζωής είχαν γίνει ένα με τις καταδύσεις. Στο τέλος-τέλος, αυτές ήταν που με είχαν ανεβάσει στο τρένο των μοναχικών δραστηριοτήτων, απ’ τις οποίες τίποτα δεν μπορείς να περιμένεις. Είναι ένα συγκεκριμένο αίσθημα αυτό. Στο μυαλό μου είναι σαν ένα δωμάτιο που πάω και κάθομαι. Νοιώθω άνετα εκεί μέσα. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω.
Πέρασα μήνες, έτσι.
Όσο για την Χρύσα, ούτε κουβέντα. Ούτε στην κυρά Ζωή μπορούσα να πω τίποτα, αφού πάντα ήταν κι’ η Χρύσα μπροστά. Γιατί δεν είπα τίποτα; Επειδή ντρεπόμουν. Τι να τους έλεγα, πως μαϊμούδιζα μέσ’ την τουαλέτα; Σε χλωρό κλαρί δεν θα μ’ άφηνε μετά η Χρύσα. Θα με άρχιζε πάλι πως «ψοφάω» να κουνάω την ουρά μου και…ποιος ξέρει τι άλλο.
Αυτά έχω να πω για την περίοδο εκείνη. Μου θυμίζει, παλιότερα, την περίοδο των εντατικών καταδύσεων—τις οποίες καταδύσεις, σημειωτέον, συνέχιζα σταθερά. Και ήμουν πολύ ευχαριστημένη που είχε προκύψει και κάτι ακόμη που μπορούσα να κάνω, μόνη μου, μέσ’ τη Μονή. Δεν ήταν και τόσο πολλά πράγματα που να μπορούσα να αποκαλώ δικά μου. Ένα ακόμα, με ξελάφρωνε, αντί να με βαραίνει, νομίζω. Από τι; Δεν ξέρω. Απ’ την αγωνία να μην ξέρω ποια είμαι, ας πούμε.
Το τέλος—ή, τέλος πάντων, η κρίση—ήρθε, ως συνήθως, εντελώς απροειδοποίητα.
Ένα απόγευμα, ενώ ήμουν κλεισμένη στην τουαλέτα και έκανα την τελευταία προπόνηση της ημέρας, άκουσα απ’ έξω μια δυνατή φωνή. Ταυτόχρονα, η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε με θόρυβο. Κάποιος, πρέπει να την έσπρωξε με τόση δύναμη που την παραβίασε. Με βρήκε με γυρισμένη την πλάτη. Δεν δίστασα. Σαν εντολή ήρθε στον νου μου η εικόνα της κίνησης που θα εκτελούσα. Βίδωσα την δεξιά μου φτέρνα βαθιά στο έδαφος και στράφηκα, προσέχοντας να μην ανασηκώσω την αριστερή μου πατούσα. Ακούμπησα το αριστερό μου μπράτσο στον λαιμό—όπως αποδείχθηκε—του εισβολέα και έσφιξα όλο μου το σώμα. Πρώτα τα πόδια, και μετά, μέσω της λεκάνης, τους κοιλιακούς. Η δύναμη, απ’ τον ώμο και τον αγκώνα, έφτασε στο αριστερό μου χέρι. Την στιγμή που ολοκλήρωνα την κίνηση, άκουσα την αναπνοή μου να τερματίζει κι’ αυτή. Όλα, έγιναν «με τα μάτια μέσα» και κάπως σαν προσευχή, όπως μας είχε πει η κυρά Ζωή.
Μετά, άνοιξα τα μάτια. Κοίταξα.
Κανείς. Κάτι άκουσα, από αριστερά. Γύρισα. Είδα το κορμί ενός Συντρόφου. Βρισκόταν πεσμένος στο πάτωμα, αρκετά μέτρα πιο πέρα. Με κούκλα, παραπεταμένη, έμοιαζε. Τον είδα να γυρίζει. Τα μάτια και το στόμα του ν’ ανοίγουν διάπλατα. Τον λαιμό του να σφίγγεται.
Και τότε, για μια φορά στη ζωή μου, σκέφτηκα γρήγορα.
Αφέθηκα να πέσω πίσω. Η κραυγή απ’ το λαρύγγι μου πετάχτηκε λίγα δέκατα του δευτερολέπτου μετά τον Σύντροφο.
Τα Λουτρά γέμισαν αμέσως Συντρόφους και Φύλακες—ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό, απ’ έξω περίμεναν; Μας βοήθησαν να σταθούμε όρθιοι. Εγώ—καλού-κακού—ούρλιαζα ακόμη. Το παράκανα μάλλον, γιατί συνέχισα και πολύ μετά που σταμάτησε ο Σύντροφος. Μόλις κατάφερα να «ηρεμήσω», ανταλλάξαμε τις απαραίτητες εξηγήσεις. Ο Σύντροφος με είχε ακούσει να αγκομαχάω και μπήκε να δει αν πέθαινα. Εγώ, γλίστρησα, είπα, στο υγρό πάτωμα των Λουτρών. Ό,τι έγινε, ήταν από σύμπτωση, κατά λάθος. Ακόμη κι’ ο Σύντροφος με πίστεψε, βλέποντας πόσο μισή μερίδα ήμουν.
Όλα εντάξει, λοιπόν. Κανείς δεν έπαθε τίποτα. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Ευχαρίστησα θερμά τον Σύντροφο για την—πολύ συντροφική, η αλήθεια είναι—συμπεριφορά του και «τρέμοντας» ακόμη απ’ την περιπέτειά μου, βγήκα απ’ τα Λουτρά. Στον διάδρομο, ήταν κόσμος πολύς μαζεμένος και παρακολουθούσε σιωπηλά. Με την άκρη του ματιού έπιασα την Χρύσα. Τα μεγάλα, μαύρα μάτια της με παρατηρούσαν προσεκτικά. Μόνο τα φρύδια της ήσαν ανασηκωμένα λίγο στις άκρες, σαν ερωτηματικά. Προσπερνώντας, δεν κρατήθηκα. Χωρίς να γυρίσω, της έκανα σιωπηλά με το στόμα «ΔΟΥ-ΛΕΥ-ΕΙ»! Μετά, απομακρύνθηκα.
Αργότερα, στις Τράπεζες, κάπως έγινε κι’ η Μέλπω μας άφησε μόνες. Η Χρύσα έκανε λες κι’ είχε πάρει φωτιά.
Με τίποτα δεν με πίστεψε, προφανώς. Αλλά ούτ’ εγώ επέμεινα. Το ερώτημα περιστρεφόταν γύρω απ’ αυτό που είχα ισχυριστεί και δημόσια. Επίτηδες το είχα κάνει ή κατά λάθος; Δημόσια, ισχυρίστηκα πως ήταν κατά λάθος. Μεταξύ μας, τι θα έλεγα; Τι μπορούσα να πω;
Όμως, μεταξύ μας, το «επίτηδες» αυτό τι ακριβώς σημαίνει; Αν μου ξανατύχαινε, ήμουν σε θέση να το επαναλάβω; Με άλλο Σύντροφο, πιο σωματώδη; Με κάποιον ελαφρύτερο, αλλά πιο γρήγορο; Μήπως, τελικά, απλώς γλίστρησα;
Μπορεί. Δεν ξέρω. Μπορεί.
Αλλά ας υποθέσουμε πως το έκανα επίτηδες. Ας υποθέσουμε επίσης πως ήμουν σε θέση να το ξανακάνω και μάλιστα με οποιονδήποτε Σύντροφο. Τι σήμαινε αυτό; Πως ήταν οι ασκήσεις της κυρά Ζωής που είχαν εκτοξεύσει τον Σύντροφο σαν πατσαβούρα στην άλλη άκρη των Λουτρών; Όποια γυμναστική και να 'κανα, ίδιο δεν θα 'ταν το αποτέλεσμα;
Μπορεί. Πού να ξέρω;
Απορροφημένη μ’ όλ’ αυτά, η Χρύσα ξέχασε να με ρωτήσει γιατί το κράτησα κρυφό, όταν ξεκίνησα να ασκούμαι. Ούτε και διαφώνησε όταν την παρακάλεσα να μην το πούμε της κυρά Ζωής—όχι αμέσως τουλάχιστον.
Το θεωρούσα προσωπικό μου ζήτημα για κάποιο λόγο.
Απροειδοποίητα, η Κυρία άνοιξε την πόρτα.
Βρήκε την Τασία, ντυμένη στην εντέλεια, να διπλώνει προσεκτικά την καθημερινή της στολή.
«Έτοιμη είσαι;», της πέταξε ξινά.
«Μάλιστα Κυρία», απάντησε η Τασία, χωρίς να στραφεί.
«Κοίταζε με, όταν σου μιλάω», διέταξε η Κυρία.
«Μάλιστα Κυρία», επανέλαβε η Τασία και, γυρίζοντας προς το μέρος της, στύλωσε το βλέμμα της στην ντουλάπα, μερικά εκατοστά δίπλα απ’ το κεφάλι της Κυρίας.
«Κάτσε. Έχουμε να μιλήσουμε», είπε η Κυρία.
Η Τασία υπάκουσε. Η Κυρία, αμίλητη, πήγε μέχρι το μικρό παράθυρο, κοίταξε το ντουβάρι του απέναντι σπιτιού και μετά επέστρεψε στην είσοδο του δωματίου.
Όταν ξεκίνησε να μιλάει, η φωνή της μόλις που ακουγόταν.
«Θέλω να προσέξεις πολύ καλά αυτά που θα σου πω. Μπορεί να είσαι παραμάνα, όμως αυτό δεν σημαίνει πως είσαι μικρό παιδί ή καμιά χαζή, έτσι δεν είναι;»
Απ’ τον τόνο της φωνής η Τασία κατάλαβε πως η ερώτηση δεν ήταν ρητορική. Βιάστηκε να επιβεβαιώσει.
«Μάλιστα Κυρία. Έτσι ελπίζω.»
«Τι ελπίζεις;»
«Αυτό που είπατε.»
«Δηλαδή;»
«Πως δεν είμαι μικρό παιδί… Ή χαζή.»
«Ναι; Και γιατί…ελπίζεις; Δεν είσαι σίγουρη;»
Η Τασία δεν απάντησε αμέσως. Γύρισε, κοίταξε κατάματα την Κυρία και, όχι χωρίς κάποια δυσκολία, είπε:
«Δεν θα σας απογοητεύσω, Κυρία.»
Η Κυρία κούνησε το κεφάλι της, φανερά ευχαριστημένη. Κάτι τέτοιο ήθελε ν’ ακούσει, φαίνεται. Αλλά όταν άνοιξε το στόμα της, ήταν ξινή και πάλι, όπως πάντα.
«Θα το δούμε αυτό. Θα το δούμε». Έκανε μερικά βήματα και συνέχισε. «Την συζήτηση που θα κάνουμε, προσωπικά, δεν την βρίσκω πολύ καθώς πρέπει. Όμως ο Κύριος είναι της γνώμης πως όσο περισσότερα γνωρίζεις, τόσο το καλύτερο. Δεν θέλει να πάμε στα Κεντρικά και το κεφάλι σου να 'ναι γεμάτο χαζομάρες.»
«Περιττό να σου πω πως τα ψαχουλέματα σου στην αποθήκη δεν πέρασαν απαρατήρητα». Εδώ η Κυρία έκανε παύση. Η Τασία αιφνιδιάστηκε τόσο, που—ευτυχώς—δεν έκανε την παραμικρή αντίδραση.
«Ένας θεός ξέρει τι μπορεί να είδες ή να νομίζεις πως είδες» συνέχισε η Κυρία. «Γι’ αυτό ο Κύριος θέλει να ξέρεις ακριβώς πώς έχουν τα πράγματα. Ούτε ψέματα σου ζητάει να πεις, ούτε τίποτα. Να ξέρεις για τι πράγμα μιλάς, θέλει μόνο. Σου έχει εμπιστοσύνη. Ας ελπίσουμε να έχει δίκιο. Μην τον απογοητεύσεις. Κατάλαβες;»
Η Τασία δεν διακινδύνευσε ν’ ανοίξει το στόμα της. Κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι της. Ούτε κι’ η Κυρία όμως επέμεινε. Σκέφτηκε λίγο και συνέχισε με μια ερώτηση.
«Για πες μου τώρα, μ’ όλ’ αυτά τα ψαχουλέματα που 'χεις κάνει, κατάλαβες τι δουλειά κάνει ο Κύριος;»
Η Τασία έκανε να διαμαρτυρηθεί, αλλά έκρινε πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή. «Όχι Κυρία», είπε απλά.
«Σίγουρη ήμουν», θριαμβολόγησε η Κυρία.
«Ο Κύριος είναι ΑΕΠ, Ανεξάρτητος Επιθεωρητής Ποιότητας», είπε η Κυρία. Κάτι στον τόνο της φωνής της Κυρίας έκανε την Τασία να γυρίσει και να την κοιτάξει.
«Το „Ανεξάρτητος“ σημαίνει πως δεν είναι υπάλληλος κανενός—ούτε καν της Αρχιεπισκοπής. Υπόλογος είναι μόνο απέναντι στον Διεθνή Αιμογνώμονα, τον οργανισμό που είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια, ποιοτική κατάταξη και διαρκή έλεγχο της παραγωγής αίματος σε παγκόσμιο επίπεδο.»
«Στην Ελλάδα, οι ΑΕΠ, όπως ο Κύριος, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα. Οι διάφοροι οργανισμοί εισαγωγής-εξαγωγής αίματος της Αρχιεπισκοπής χρησιμοποιούν τα άτομα αυτά για να επεμβαίνουν δειγματοληπτικά σε οποιοδήποτε στάδιο του κύκλου διαχείρισης αίματος και να επιβεβαιώνουν πως οι παράμετροι του παραγόμενου προϊόντος παραμένουν στα διεθνώς καθορισμένα πλαίσια. Με παρακολουθείς; Μήπως τα λέω πολύ πολύπλοκα;»
«Όχι Κυρία, σας καταλαβαίνω», απάντησε χαμηλόφωνα η Τασία, που δεν περίμενε πως η Κυρία ήξερε να μιλάει για τέτοια πράγματα.
«Ωραία. Για να σε δω τώρα… Μήπως μπορείς να φανταστείς ποιος ήταν ένας απ’ τους μεγαλύτερους πελάτες του Κυρίου;»
Η Τασία την κοίταξε έκπληκτη. «Εγώ Κυρία; Από κι’ ως πού;»
«Έλα ντε!», απάντησε η Κυρία με ένα, όχι και τόσο εύθυμο, χαμόγελο. «Να δεις όμως που ξέρεις. Πρόκειται για την σύζυγο κάποιας γνωστής σου. Της κυρίας Θάλειας!»
Η Τασία γούρλωσε τα μάτια της.
«Είδες μικρός που είναι ο κόσμος;», συνέχισε η Κυρία, «Ούτε εγώ το ήξερα πως ήταν αυτός. Πού να το φανταστώ;», αναρωτήθηκε, απευθυνόμενη στον εαυτό της κυρίως.
«Ναι, ναι. Της κυρίας Θάλειας. Για μερικά χρόνια, απ’ τα χέρια του Κυρίου και της συζύγου της κυρίας Θάλειας περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του αίματος που έμπαινε ή έβγαινε απ’ την χώρα. Και χωρίς, ποτέ, το παραμικρό πρόβλημα. Πάντα με απόλυτη προσήλωση στους κανόνες ασφαλείας και την διεθνή νομιμότητα.»
Η Κυρία σταμάτησε. Έκανε ένα γύρω μέσα στο δωμάτιο. Μετά συνέχισε.
«Μέχρι εδώ, σου λέω γνωστά πράγματα, λίγο-πολύ. Πολλά απ’ αυτά μπορεί να τα ξέρεις ήδη από…»
«Όχι Κυρία, δεν τα ξέρω», πετάχτηκε ασυγκράτητη η Τασία. «Και ούτε κι’ έψαξα ποτέ μου τίποτα, εκτός από…»
«Καλά, καλά, καλά», την διέκοψε η Κυρία. «Δεν έχουμε χρόνο γι’ αυτά τώρα. Υπάρχουν άλλα που πρέπει να πούμε… Έχει τύχει ποτέ ν’ ακούσεις πώς γίνεται η διαχείριση αίματος; Σε παγκόσμιο επίπεδο;»
«Όχι Κυρία» απάντησε, αδίστακτα, η Τασία.
«Πρόκειται για ένα σύστημα επάλληλων αγορών που επικοινωνούν μεταξύ τους υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Τα προϊόντα κυκλοφορούν…» η Κυρία κοίταξε την Τασία και σταμάτησε. Έκανε μια παύση και μετά συνέχισε διαφορετικά. «Ας το πούμε απλά. Σε τελική ανάλυση όλα—ακόμη και το αίμα—καταλήγουν να είναι ζήτημα χρημάτων. Καλώς ή κακώς, άλλα ποιοτικά κριτήρια αντέχει να εφαρμόσει μια χώρα όπως η Ελλάδα και άλλα οι πλούσιες χώρες της Ανατολής. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
Η Τασία έγνεψε καταφατικά. Φυσικό ήταν.
«Ναι», απάντησε η Κυρία στο ανείπωτο σχόλιο της Τασίας, «αυτό όμως που ίσως να μην είναι και τόσο προφανές είναι πως μια παρτίδα αίματος που δεν μπορεί να πωληθεί στην Ινδονησία, στην Ελλάδα πωλείται χωρίς κανένα πρόβλημα.»
Δεν είχε τύχει να το σκεφτεί αυτό ποτέ η Τασία. Ακουγόταν λογικό, όμως.
«Εμάς, τώρα, δεν θα μας απασχολήσει τόσο, η εισαγωγή αίματος, όσο η εξαγωγή. Η ελληνική παραγωγή που δεν μπορεί να πωληθεί στην χώρα άλφα, μπορεί πολύ ωραία να πωληθεί στην χώρα βήτα. Λογικό;»
Η Τασία κούνησε το κεφάλι της. Μπορεί να μην καταλάβαινε πού ακριβώς το πήγαινε η Κυρία, κάτι όμως είχε αρχίσει να διαισθάνεται. Κάτι όχι πολύ ωραίο.
Πρέπει να το κατάλαβε αυτό η Κυρία, γιατί συνέχισε ως εξής.
«Όσοι είναι απ’ έξω, δεν καταλαβαίνουν πόσο εύκολο είναι να κρίνουν—και, συνήθως, να κατακρίνουν—τέτοιες καταστάσεις. Αγνοούν όμως, την πραγματικότητα. Ένας άνθρωπος στη θέση του Κυρίου δεν μπορεί να είναι στυγνός τυπολάτρης, κολλημένος στα νούμερα. Πρέπει να κοιτάξει και την ουσία των πραγμάτων. Εδώ, μιλάμε για ανθρώπινες ζωές. Χιλιάδων, εκατομμυρίων ίσως, ανθρώπων. Οι οποίες συχνά κρίνονται—και κρέμονται—από ένα δεκαδικό. Γιατί—αυτό το ξέρεις κι’ εσύ πολύ καλά, λόγω του λειτουργήματός σου—αίμα που ξεφεύγει λίγα δέκατα από τη νόρμα δεν είναι άχρηστο, ούτε προκαλεί κανένα πρόβλημα. Αντίθετα, μπορεί να σώσει ζωές.»
Αλήθεια ήταν αυτό—μέσα σε κάποια πλαίσια βέβαια. Όσο για την επιλογή της Κυρίας να ονομάσει «λειτούργημα» τον θηλασμό—η Τασία δεν την παρεξήγησε. Τυπικά, λειτούργημα ήταν, άλλο αν ο κόσμος είχε καταλήξει να συμπεριφέρεται στις παραμάνες σαν να ήσαν δούλες.
«Η σύζυγος της κυρίας Θάλειας—το όνομά της δεν θα το αναφέρουμε για λόγους που θα καταλάβεις σε λίγο—πρότεινε στον Κύριο να συνεργαστούν ώστε αίμα που δεν ήταν κατάλληλο για μια συγκεκριμένη αγορά να διοχετεύεται σε κάποια άλλη—για τα παιδιά κυρίως, αλλά και όποιον άλλον είχε ανάγκη.»
«Οι σχετικές συνεννοήσεις ήταν πολύ ευαίσθητες, όπως καταλαβαίνεις. Γίνονταν πάντα μέσω τρίτου και οι πληροφορίες δεν καταγράφονταν με μηχανικά μέσα ώστε να μην υποκλαπούν.»
Κάτι έκανε κλικ στο κεφάλι της Τασίας. Για τις φωτογραφίες πρέπει να μιλούσε η Κυρία. Ήσαν καταγραφές των δοσοληψιών μεταξύ του Κυρίου και της συζύγου της κυρίας Θάλειας.
Η Κυρία έκανε παύση κι’ η Τασία έπεσε σε περισυλλογή.
«Βρε την κακομοίρα την Κυρία!», σκέφτηκε. «Άλλ’ αντ’ άλλων πρέπει να νομίζει». Με κάποιο τρόπο—ποιόν άραγε;—η Κυρία είχε αντιληφθεί την επίσκεψη της στην αποθήκη. Ήξερε όμως, πως μερικές φωτογραφίες είχε δει όλες κι’ όλες, χωρίς να καταλάβει τι σήμαιναν; Μήπως νόμιζε πως είχε δει πολύ περισσότερα πράγματα; Μήπως γι’ αυτό της τα έλεγε τώρα όλ’ αυτά; Η αλήθεια ήταν πως όσο κι’ αν την πίεζαν την Τασία στα Κεντρικά, δεν είχε πολλά πράγματα να πει για τις δραστηριότητες του Κυρίου. Βασικά, τίποτα.
Όλη αυτή η συζήτηση σε απλή παρεξήγηση πρέπει να οφειλόταν. Της Κυρίας ή του Κυρίου, άραγε;
Υπήρχε όμως κι’ ο ελέφαντας στο δωμάτιο, την παρουσία του οποίου η Κυρία σίγουρα θα επέμενε να αγνοεί: για ποιο λόγο χρειαζόταν την συνεργασία του Κυρίου η σύζυγος της κυρίας Θάλειας; Αφού αγαπούσε τόσο τα παιδιά, γιατί δεν διοχέτευε μόνη της το αίμα στις χώρες που το είχαν ανάγκη; Τι τον ήθελε τον Κύριο; Αλλά και ο Κύριος, τι δουλειά είχε να ανακατεύεται; Τόσο πονόψυχος ήταν;
Για να μην μιλήσουμε για όλη αυτή την μυστικότητα. Δεν ανταλλάσσεις έτσι πληροφορίες, αν δεν διατρέχεις κάποιον πολύ σοβαρό κίνδυνο. Κι’ αν αποφασίσεις να το κάνεις, πρέπει να έχεις κάποιο λόγο—κάποιον πολύ σοβαρό λόγο. Όχι «τα παιδιά, που είχαν ανάγκη». Αυτό δεν τ’ αγόραζε η Τασία. Ούτε γι’ αστείο.
Αλλά η Κυρία δεν θα της έλεγε τίποτα. Ίσως ούτε κι’ η ίδια να μην ήξερε.
Ωραία. Και τώρα;
«Αυτά, πάνω-κάτω, είχα να σου πω», συνέχισε μετά από λίγο η Κυρία. «Δεν νομίζω να ξεχνώ τίποτα. Το βασικό που θέλω να θυμάσαι είναι πως όλη αυτή η υπόθεση ήταν μια ιδέα της μακαρίτισσας της συζύγου της κυρίας Θάλειας. Ο Κύριος πήγε με τα νερά της γιατί ήταν η καλύτερή του πελάτης, αλλά και επειδή θα βοηθούσαν έτσι, τα παιδιά του κόσμου που δεν μπορούσαν να πληρώσουν για αίμα πρώτης ποιότητας.»
«Κάτσε λίγο τώρα εδώ να σκεφτείς όλ’ αυτά που είπαμε. Εγώ θα πάω να δω αν ο Κύριος θέλει τίποτα άλλο και μετά θα πρέπει σιγά-σιγά να ξεκινήσουμε για τα Κεντρικά».
Αυτά είπε η Κυρία και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
Η Τασία δεν έδωσε σημασία. Στο μυαλό της είχε γεννηθεί μια υποψία. Ήταν μόνο εξαγωγές που έκανε το δίδυμο ή μήπως έκανε και…εισαγωγές; Από εξαθλιωμένες περιοχές του πλανήτη, που ποιος ξέρει τι τις τάιζαν τις παραμάνες; Και μετά ο Κύριος «βάφτιζε» το αίμα τους πρώτης ποιότητας;
Περί Αμώμων, συγκεκριμένα, δεν θυμάμαι να μας μίλησε ποτέ η κυρά Ζωή. Προτιμούσε να πετάει κάποια γρήγορα, ξώφαλτσα σχόλια, την ώρα που μιλούσε για άλλα πράγματα.
Την λέξη «Άμωμος», για παράδειγμα, που σημαίνει άψογος, αναμάρτητος ή άμεμπτος, από την Χρύσα την άκουσα για πρώτη φορά. Στο Σκευοφυλάκιο βρήκε πως έτσι αποκαλούνταν οι διάσπαρτοι μοναχοί της Πεντέλης στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Όταν όμως αναφέραμε την πληροφορία αυτή στην κυρά Ζωή, χαμογέλασε συγκαταβατικά και μας είπε πως δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ή μάλλον ήταν, αλλά μόνο επιφανειακά.
«Το θέμα», είπε, «δεν είναι με ποιο όνομα θα τους αποκαλέσουμε. Το θέμα είναι τι έκαναν αυτοί οι Άμωμοι. Τι σημαίνει, τελικά, αυτή η λέξη.»
Μετά, κούνησε το κεφάλι της κι’ άλλαξε θέμα.
Μπορούσε να γίνεται τρομερά εκνευριστική, ώρες-ώρες.
Η πόρτα άνοιξε κι’ η Κυρία έβαλε μέσα το κεφάλι της.
«Έλα. Θέλει να σου πει κι’ ο ίδιος δυο κουβέντες. Μετά όμως, πρέπει να φύγουμε.»
Η Τασία σηκώθηκε, με βαριά καρδιά. Τι την ήθελε τώρα ο Κύριος; Αφού τα είχαν πει όλα με την Κυρία. Όμως, σκέφτηκε, πως το υπόλοιπο της ημέρας προμηνυόταν εξ’ ίσου—αν όχι πιο—δύσκολο. Έπρεπε να κάνει κουράγιο.
Πήρε μια βαθιά αναπνοή κι’ ακολούθησε την Κυρία στον διάδρομο. Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, τον ντρεπόταν τον Κύριο. Και ήταν βέβαιη πως κι’ αυτός θα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Σκατά! Αλλά δεν ήταν δικό της λάθος όλ’ αυτά.
Η Κυρία άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Η Τασία ακολούθησε.
Ο Κύριος στεκόταν όρθιος, δίπλα στην καρέκλα του γραφείου του. Μόλις τις είδε, τους έδειξε τις μικρές πολυθρόνες του καθιστικού και είπε «Καθίστε παρακαλώ. Καθίστε. Έχουμε μερικά λεπτά, ναι;» ρώτησε την Κυρία. Η Κυρία έγνεψε καταφατικά.
«Αναστασία,» ξεκίνησε ο Κύριος. Η Τασία σάστισε με την προσφώνηση. Αναρωτήθηκε αν ο Κύριος ήξερε κι’ από πριν τ’ όνομά της ή είχε ρωτήσει την Κυρία λίγο πριν μπουν μέσα. Μπορεί και να το ήξερε, κατέληξε. Μάλλον.
«Κοίταξέ με, σε παρακαλώ».
Η Τασία σήκωσε το βλέμμα της και συνάντησε το δικό του. Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο. Αλλά τι;
Το πρόσωπο, απέναντί της, ήταν ηλικιωμένο. Ηλικιωμένο, αλλά όχι φθαρμένο. Η Κυρία ήταν πολύ νεώτερή του, όμως το δέρμα της ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Ας όψονται οι συνεχείς θεραπείες. Τα μαλλιά του Κυρίου ήταν αραιά, σχετικά μακριά και είχαν ένα περίεργο χρώμα, ούτε άσπρα ακριβώς, ούτε ξανθά. Κάτι ενδιάμεσο. Τα έβαφε, πιθανότατα.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του—μύτη, χείλια, αυτιά—ήσαν λεπτά. Φορούσε γυαλιά χωρίς σκελετό. Η κορμοστασιά του ήταν λεπτοκαμωμένη, αλλά στητή. Το χρώμα του, γενικά, δεν ήταν κακό. Η Τασία αποφάσισε πως μπορεί το αίμα της να μην ήταν πια όπως παλιότερα, αλλά τόσο ο Κύριος, όσο κι’ η Κυρία ήσαν σε καλή, σχετικά, κατάσταση. Τύψεις, δεν χρειαζόταν να έχει. Απεναντίας.
«Ζήτησα να σου μιλήσω ένα λεπτό, επειδή θέλω, και προσωπικά, να σε διαβεβαιώσω πως δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να χρειάζεται να φοβάσαι ή να ανησυχείς. Εκεί που θα πάτε, να απαντήσεις με ειλικρίνεια σε όλα όσα σε ρωτήσουν και να μην σε νοιάζει τίποτα. Η Κυρία θα είναι μαζί σου και θα φροντίσει για ό,τι χρειαστεί—όπως κι’ εγώ, προφανώς. Ξέρω πολλούς ανθρώπους εκεί που θα πάτε και μπορώ να επέμβω, ακόμη κι’ από εδώ, αν χρειαστεί. Που δεν θα χρειαστεί.»
«Άρα, ειλικρίνεια, και εμπιστοσύνη στην Κυρία. Αυτά είχα να σου πω. Καταλαβαίνεις;»
«Μάλιστα Κύριε. Μείνετε ήσυχος. Όλα καλά θα πάνε.»
Τα λόγια αυτά του Κυρίου η Τασία δεν τα βρήκε καθόλου άχρηστα. Επιφανειακά, μπορεί έτσι να έμοιαζαν, η Τασία όμως ένιωθε πως είχαν ένα συναισθηματικά υπόβαθρο, το οποίο όχι μόνο αντιλαμβανόταν, αλλά και εκτιμούσε ιδιαιτέρως. Δεν ήθελε το κακό της ο Κύριος. Δεν ήθελε να φτάσει αποτρελαμένη στην Αρχιεπισκοπή και να καταλήξει στην μηχανή του κιμά. Κι’ η Κυρία, πιθανότατα, θα έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της, να την προστατεύσει. Άλλωστε αυτό δεν είχε κάνει και στης κυρίας Θάλειας; Το ίδιο θα γινόταν και τώρα. Ας ελπίσουμε.
«Άντε λοιπόν, με το καλό να πάτε και με το καλό να γυρίσετε. Θα σας περιμένω», είπε ο Κύριος και σηκώθηκε όρθιος.
Η Τασία τον κοίταξε άλλη μια φορά. Όχι χωρίς κάποια συγκίνηση.
Μετά βγήκαν από το γραφείο.
Η Κυρία μουρμούρισε πως κάτι ήθελε να πάρει απ’ το δωμάτιο της. Άφησε την Τασία μόνη, στον διάδρομο, να περιμένει.
Για τις ιδέες των Αμώμων—τις περιβόητες διδαχές του πνεύματος—η κυρά Ζωή μας μίλησε κομματιαστά, σε διάστημα πολλών εβδομάδων. Με πόσο άγχος έγιναν οι κουβέντες εκείνες! Ακούγαμε μαγεμένες όσα μας εξιστορούσε η γιαγιά, μας έτρωγε όμως συνεχώς κι’ η αγωνία μην γινόταν καμιά στραβή, πίσω, στην Μονή.
Η κυρά Ζωή ξεκίνησε την διήγηση της από κάτι που είχαμε ήδη διαισθανθεί, αν και κάπως αόριστα. Η γυμναστική εκείνη που μας είχε δείξει, δεν ήταν κάτι που έκαναν «οι βοσκοί της Πεντέλης». Ήταν η σωματική πλευρά των διδαχών των Αμώμων. Παρά, όμως, την αρχαία τους καταγωγή, μπορούσε κανείς να τις αντιμετωπίσει σαν μια απλή μέθοδο εκγύμνασης, όπως και οποιαδήποτε άλλη.
Το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είχε να κάνει με την διαχείριση της προσοχής. Όταν η κυρά Ζωή μας μίλησε για τις ασκήσεις, μας είχε τονίσει πόσο υδροκέφαλο είναι το ενδιαφέρον που δείχνει ο εγκέφαλος για τα χέρια και πόσο ασήμαντα θεωρεί, σε σύγκριση, τα πόδια. Για να επιτύχει κανείς κάποια πρόοδο, μας είχε πει, πρέπει, με κάθε τρόπο, να μετατοπίσει μέρος της προσοχής του απ’ τα χέρια στα πόδια.
Η μετατόπιση αυτή, μας αποκάλυψε, όχι μόνο διευκολύνει την εκτέλεση των ασκήσεων, αλλά αποτελεί και μια θαυμάσια εισαγωγή στον έλεγχο της λειτουργίας της προσοχής, που τυχαίνει να είναι το σημείο εκκίνησης των πνευματικών διδαχών.
Υπό κανονικές συνθήκες, η εστίαση της προσοχής, είναι κάτι που συμβαίνει ασυνείδητα. Όμως οι Άμωμοι ήθελαν με κάθε τρόπο να την φέρουν στο προσκήνιο της αντίληψης. Ο επίδοξος ασκητής έπρεπε ν’ αντιληφθεί τι είναι και πώς λειτουργεί η προσοχή και, στην συνέχεια—με πολύ κόπο—να πειστεί πως είναι κάτι που επιδέχεται συνειδητή διαχείριση.
Αλλά τι σημαίνει «διαχείριση της προσοχής»; Πώς και με ποιο στόχο;
Εδώ κάπου αρχίζει η επικράτεια των διδαχών.
«Το ραδιόφωνο, τουλάχιστον, ξέρετε τι είναι;» ρώτησε απηυδισμένη η κυρά Ζωή.
Έψαχνε για μια εξυπνάδα που να γνωρίζουμε από πρώτο χέρι. Όμως δυσκολευόμασταν. Οι εμπειρίες μας ελάχιστα κοινά σημεία είχαν μ’ αυτές της κυρά Ζωής. Ανταλλάξαμε μια ματιά με την Χρύσα και κουνήσαμε τα κεφάλια μας καταφατικά. Μπορεί, στη Μονή, να μην περνούσαμε την ώρα μας μ’ ένα τρανζιστοράκι κολλημένο στ’ αυτί—δεν υπήρχαν, άλλωστε, πια τέτοια πράγματα—όμως, απ’ τα Αρχεία, είχαμε κάποια ιδέα για τι πράγμα μας μιλούσε.
«Ωραία. Ποιο είναι το βασικό πράγμα σ’ ένα ραδιόφωνο; Ο επιλογέας σταθμών. Το κουμπί που γυρίζουμε για να αλλάξουμε συχνότητα. Ναι;»
«Ναι, ναι».
«Σε κάθε συχνότητα», συνέχισε η κυρά Ζωή, «υπάρχει ένας σταθμός. Όμως, όλοι οι σταθμοί είναι „ίσοι“. Ο ακροατής μπορεί ελεύθερα να γυρίζει τον επιλογέα για να μετακινηθεί απ’ τον ένα σταθμό στον άλλο και όλοι ακούγονται το ίδιο καλά. Σωστά;»
«Ναι. Σωστά».
«Προσέξτε με τώρα. Κοιτάξτε γύρω σας. Τι βλέπετε;»
Σιωπή. Δεν ήταν όμως ρητορική η ερώτηση. Κάτι έπρεπε να απαντήσουμε.
«Ε, τι βλέπουμε;», προσφέρθηκα τελικά. «Τον ουρανό, με κάτι, λίγα, άστρα. Και το φεγγάρι, μ’ ένα μικρό σύννεφο. Μπροστά μας, είναι αυτά τα λοφάκια με τους θάμνους. Πίσω μας είναι η Σπηλιά…»
«Και τι ακούτε;» διέκοψε η κυρά Ζωή.
«Ακούμε τον αέρα στους θάμνους. Τους γρύλους. Άκουσα κι’ ένα πουλί σε μια στιγμή, αλλά δεν ξέρω τι ήταν».
«Πολύ ωραία», με ενθάρρυνε η κυρά Ζωή. «Και με το σώμα σου; Μ’ αυτό, τι νιώθεις;»
«Ότι κάθομαι στο χώμα. Νιώθω μια πέτρα να με πονάει λίγο. Το δεξί μου γόνατο έχει αρχίσει να μουδιάζει…»
«Μπράβο, μπράβο. Όλα αυτά είναι πληροφορίες που φτάνουν σ’ εμάς μέσω των αισθήσεων. Σωστά; Οι αισθήσεις, ξέρετε πώς λειτουργούν;»
Εκεί, αναθαρρήσαμε, με την Χρύσα. Οι γνώσεις μας για τις αισθήσεις έφταναν σε μοριακό επίπεδο. Σίγουρα θα βάζαμε τα γυαλιά στην κυρά Ζωή, που στο τέλος-τέλος, δεν ήταν παρά μια κυρούλα που έβοσκε πρόβατα!
«Καλά, καλά», έκανε η κυρά Ζωή, βλέποντας την φόρα που είχαμε πάρει. «Τα ξέρετε όλα περί αισθήσεων, βλέπω. Πέστε μου κάτι άλλο τότε. Οι αισθήσεις μας πού καταλήγουν; Οι πληροφορίες που μεταφέρουν ποιον ενημερώνουν;»
«Εμάς», πετάχτηκα. «Τον εγκέφαλό μας».
«Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε η κυρά Ζωή. «Πού είμαστε εμείς μέσ’ τον εγκέφαλο μας;»
Εκεί, στάθηκα. Ούτε η Χρύσα, ούτε εγώ περιμέναμε πως η συζήτηση θα έπαιρνε τέτοια τροπή.
Η κυρά Ζωή μας κοίταγε σταθερά, περιμένοντας απάντηση—και πάλι. Η Χρύσα, που ως λιγότερο αυθόρμητη, είχε κρατήσει κλειστό το στόμα της, ανέλαβε να συνεχίσει.
«Κοιτάξτε», ξεκίνησε αμυντικά, «δεν ξέρω αν έχετε υπόψη σας, υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με το…».
«Για τις οποίες, εγώ, μια λαϊκή, σίγουρα δεν έχω ιδέα» διέκοψε, λίγο ανυπόμονα, η κυρά Ζωή. «Ας ρωτήσω κάτι άλλο τότε. Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για όσα μας λένε οι αισθήσεις μας; Πιο συγκεκριμένα, πώς ξέρετε πως στ’ αλήθεια στέκομαι εδώ, μπροστά σας, και σας μιλάω; Επειδή με βλέπετε ή με αγγίζετε;»
Διστακτικά, η Χρύσα με έδειξε με το κεφάλι της. Δεν μίλησε όμως, γιατί πρέπει να καταλάβαινε πού πήγαινε το πράγμα.
«Επειδή μπορείτε να επικοινωνήσετε η μια με την άλλη και να επιβεβαιώσετε πως βλέπετε και ακούτε τα ίδια πράγματα;», πρότεινε η κυρά Ζωή. «Και πού ξέρει κάθε μια σας πως στ’ αλήθεια υπάρχει η άλλη; Μπορεί να πιάνουμε, να ακούμε και να βλέπουμε ο ένας τον άλλο, μπορεί να συμφωνούμε όλοι, για παράδειγμα, πως βλέπουμε ένα κόκκινο λουλούδι, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν ξέρουμε τι ή πώς ακριβώς νιώθει ο άλλος. Θυμηθείτε την αχρωματοψία. Δίκιο δεν έχω;»
Συγκατανεύσαμε, σιωπηλά.
«Πώς, λοιπόν, μπορούμε να 'μαστε σίγουροι πως δεν έχει στηθεί μια τεράστια πλεκτάνη σε βάρος μας; Πώς ξέρουμε ότι το μυαλό μας δεν „ταΐζεται“ με πληροφορίες που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα;»
Οκ, τα είχαμε ξανακούσει—μέσες-άκρες—όλ’ αυτά. Δεν ήταν τίποτα καινούργιο. Από τον 18ο αιώνα, νομίζω, τα είχαν πει, αν όχι νωρίτερα. Όμως η κυρά Ζωή επέμενε και ήθελε να λάβει απάντηση. Τελικά, άνοιξα το στόμα μου κι’ επιβεβαίωσα αυτό που τόσοι επιστήμονες και φιλόσοφοι είχαν αναγνωρίσει ανά τους αιώνες. Δηλαδή, πως δεν υπάρχει τρόπος να επαληθεύσουμε τις αισθήσεις μας. Αν υπήρχε, ο τρόπος αυτός θα έπρεπε να λειτουργεί παρακάμπτοντας τις—ώστε να είναι σε θέση να τις επιβεβαιώσει ή να τις διαψεύσει—και κάτι τέτοιο, πολύ απλά, δεν γίνεται. Το μόνο παράθυρο που έχουμε προς τον κόσμο—αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό—είναι μέσω των αισθήσεων.
«Εντάξει, ας πούμε κάτι άλλο τώρα. Έχετε δει ποτέ με τι μοιάζει το πιλοτήριο ενός μεγάλου αεροσκάφους;», ξανάρχισε η κυρά Ζωή. «Μιλάω γι’ αυτά τα ταμπλό με τους διακόπτες, τους φωτεινούς δείκτες, τα κουμπιά, κλπ, κλπ».
Ναι, βεβαίως, στα Αρχεία, τόσο η Χρύσα, όσο κι’ εγώ είχαμε δει διάφορα τέτοια πράγματα. Η Χρύσα μάλιστα—βρήκε την ευκαιρία να μας ανακοινώσει—είχε μάθει και να πιλοτάρει, λίγο. Πολύ ενδιαφέρον, το βρήκα. Ποτέ προηγουμένως δεν είχε τύχει να τ’ αναφέρει αυτό η Χρύσα. Την σκέφτηκα με στολή αεροπόρου και πηλίκιο. Κουκλάρα! Μήπως να „λεγα κι“ εγώ κάτι για τις μηχανές μου; Αλλά, τι σχέση είχε; Για μια, μοναδική, φορά, μπορούσα να κρατήσω κι’ εγώ κλειστό λίγο το στόμα μου.
Η κυρά Ζωή έδειξε αναπάντεχο ενδιαφέρον για το χόμπι της Χρύσας. Γύρισε προς το μέρος της και στην συνέχεια απευθυνόταν προσωπικά μόνο σε αυτήν. Δεν λέγεται, πόσο με νευρίασε! (Τελικά, κακώς που δεν ανέφερα τις μηχανές).
«Είναι σωστό αυτό που έχω ακούσει πως ένας πιλότος μπορεί να πετάει μόνο με τα όργανα, χωρίς να κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο;»
«Βέβαια», απάντησε η Χρύσα. «Άλλωστε, και στ’ Αρχεία, όταν πετάμε, κάτι τέτοιο δεν κάνουμε;»
«Α, ναι, σωστά. Πολύ σωστά», παραδέχθηκε η κυρά Ζωή. «Άρα, ξέρεις για τι πράγμα μιλάω.»
«Ναι», απάντησε η Χρύσα. «Δεν είναι δύσκολο. Αρκεί να έχει εξοικειωθεί κανείς με το κάθε όργανο και τις διαδικασίες απογείωσης και προσγείωσης.»
«Μάλιστα. Θέλω τώρα να ρωτήσω το εξής. Είναι δίκαιο να πούμε πως όπως ένας πιλότος μπορεί και πετάει ένα αεροπλάνο μόνο με τα όργανα, έτσι κι’ εμείς, περνάμε την ζωή μας, όλη, κλεισμένοι εδώ μέσα», κι’ έδειξε με το χέρι της το κεφάλι της, «και „πιλοτάρουμε“ στα τυφλά με βάση αυτούς τους δείκτες, που ονομάζουμε όραση, ακοή, όσφρηση, αφή και γεύση; Μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο; Το βρίσκετε παρατραβηγμένο;»
«Το ότι δεν πέφτουμε μέσ’ την πρώτη τρύπα που θα βρεθεί μπροστά μας», συνέχισε, «δείχνει πως οι πληροφορίες που φτάνουν σ’ εμάς, κάποια αντιστοιχία πρέπει να έχουν με την πραγματικότητα—όποια κι’ αν είναι αυτή, εκεί, έξω. Ο πιλότος που βλέπει τον δείκτη να λέει πως ο αέρας έξω τρέχει με 200 χιλιόμετρα την ώρα, μπορεί να κάνει προβλέψεις και να πάρει αποφάσεις, π.χ. να προσγειώσει (ή όχι) το αεροπλάνο του. Το ότι ο δείκτης δεν λέει τίποτα σχετικά με το τι είναι ο αέρας, δεν έχει σημασία. Για έναν πιλότο, αυτό που έχει σημασία είναι η ταχύτητά του αέρα.»
«Σε μια παρόμοια, λίγο-πολύ, κατάσταση, δεν βρισκόμαστε όλοι μας; Οι αισθήσεις μάς δίνουν κάποιες πληροφορίες με βάση τις οποίες μπορούμε να πάρουμε αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον μας. Τι ακριβώς υπάρχει εκεί έξω ή πού ακριβώς αρχίζει και πού τελειώνει αυτό το „έξω“—όλ’ αυτά δεν έχουν και τόση σημασία. Συμφωνείτε μ’ αυτά που λέω; Είναι σωστή η παρομοίωση;»
Ναι, συγκατανεύσαμε διστακτικά. Ωραία. Και λοιπόν;
Προς μετρό
Την καθημερινή τους βόλτα η Κυρία και η Τασία την έκαναν μέσω περιηγητή—πάντα. Αλλά ο Ανακριτής το είχε πει ρητά: δια ζώσης έπρεπε να παρουσιαστούν στα Κεντρικά. Πρώτη φορά θα 'βγαινε έτσι η Τασία. Δεν ήξερε προς τα πού είχαν να πάνε, το πιο πιθανό πάντως ήταν να έπαιρναν Μετρό.
Πράγματι, μόλις βγήκαν απ’ το σπίτι, η Κυρία έστριψε αριστερά και άρχισε να περπατάει προς τον σταθμό.
Η Τασία την ακολούθησε, στο ένα μέτρο.
Η πρώτη της εντύπωση ήταν συγκεχυμένη. Δεν ανησύχησε. Είπε μέσα της πως έπρεπε να δώσει χρόνο στο μυαλό της να συνηθίσει. Δεν το περίμενε πάντως, πως θα 'ταν τόσο χάλια, χωρίς περιηγητή. Ούτε στα Λαϊκά, όσο έμεινε, έπαιρνε περιηγητή, αλλά εκεί ήταν αλλιώς. Άσε που ούτε εκεί κυκλοφορούσε και τόσο πολύ.
Στύλωσε το βλέμμα της στην πλάτη της Κυρίας. Προσπάθησε να προχωρήσει, χωρίς να κοιτάζει δεξιά-αριστερά. Αλλά πόση ώρα μπορούσε να το κάνει αυτό; Σαν θυμωμένες μέλισσες, οι εικόνες και οι ήχοι πάλευαν να χωθούν στην συνείδηση της. Καμιά εικοσαριά βήματα μόνο κατάφερε. Μετά, τα μάτια της ξέφυγαν μέσ’ απ’ τα χέρια της. Κοίταξε.
Έκθετη που ένιωθε! Ανοιχτή πληγή! Και δεν ήταν τόσο τι έβλεπε, όσο αυτή η φρικτή, η αδιάκοπη αίσθηση πως, μπροστά τους, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πεταχτεί οτιδήποτε—εντελώς οτιδήποτε. Γιατί δεν υπήρχε περιηγητής, να μπει στη μέση, να φιλτράρει τα πράγματα. Να την υπερασπιστεί. Να την προστατεύσει. Ναυτία της ερχόταν, στη σκέψη και μόνο.
Αντίθετα, η Κυρία, μπροστά της, βημάτιζε θαρραλέα με ύφος στρατηγού. Αλλά τι ανάγκη είχε αυτή; Αφού είχε την τελε-νοβέλα της να της κάνει παρέα. Η Τασία έσφιξε τα δόντια και επέστρεψε στην πλάτη της Κυρίας.
Το μυαλό της πήγε σ’ αυτή την συζήτηση που γινόταν τελευταία περί τούνελ. Να έσκαβαν δηλαδή, ένα δίκτυο από τούνελ, παράλληλα, αλλά κάτω, απ’ τους υπάρχοντες δρόμους—τους βασικούς τουλάχιστον—ώστε όσοι επέμεναν (ή ήσαν αναγκασμένοι, όπως τώρα η Κυρία και η Τασία) να κυκλοφορούν δια ζώσης, να μπορούν να αποφύγουν την επιφάνεια.
Ο λόγος που το συζητούσε ακόμη η Αρχιεπισκοπή, ήταν πως το κόστος ενός τέτοιου έργου δεν ήταν αμελητέο, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που αφορούσε, συνεχώς μίκραινε. Η Αρχιεπισκοπή δεν έκρυβε πως θα προτιμούσε όλος ο κόσμος να παρέμενε στο (κυβερνητικό) σπίτι του και αν έπρεπε να κυκλοφορήσει έξω, να το κάνει μέσω περιηγητή.
Απ’ την άλλη όμως, πρέπει να υπήρχαν κάποιοι καλοί λόγοι που έκαναν την Αρχιεπισκοπή να μην θέλει να επιβάλλει τις προτιμήσεις της—όχι ακόμη τουλάχιστον. Έτσι, περιοριζόταν στην καλλιέργεια κλίματος κι’ η συζήτηση τρενάριζε.
Άλλο θέμα: Η Τασία αναρωτήθηκε πού μπορεί να είχαν πάει η Κυρία και ο Κύριος, προηγουμένως, που είχαν βγει. Θα το μάθαινε άραγε ποτέ; Αλλά τι νόημα είχαν οι σκέψεις αυτές; Μόνο άγχος της προκαλούσαν.
Πήρε μια αναπνοή, συμμάζεψε το νου της, και δοκίμασε άλλη μια ματιά, γύρω-γύρω.
Σκατά! Ακόμη και τις (λίγες) στιγμές που κατάφερνε να ξεπεράσει τον φόβο της και να εστιάσει στο θέαμα γύρω της, η ναυτία που ένοιωθε ήταν αφόρητη. Στραπατσαρισμένα χαμόσπιτα και μισογκρεμισμένες κολώνες—τίποτ’ άλλο. Για ποιο 50% μίλαγε η Αρχιεπισκοπή; 500% ήταν το ποσοστό στο οποίο ο περιηγητής βασιζόταν στη μνήμη. Αλλά ούτε αυτό έφτανε. Στα 5000% έπρεπε να το πάει η Αρχιεπισκοπή κι’ ακόμη παραπέρα. Ποιος ήθελε να βλέπει μια τέτοια κατάσταση;
Ύψωσε το βλέμμα της να δει πιο μακριά.
Από κάτω τους, περνούσε η Αττική Οδός. Εκεί, ήταν κάπως καλύτερα. Ευτυχώς. Η κίνηση τώρα ήταν μέτρια. Κυβερνητικά κυρίως κυκλοφορούσαν, κουβαλώντας προμήθειες. Κινούνταν ομοιόμορφα σαν σμάρια αποδημητικών πουλιών. Όχι πως είχε δει ποτέ της τέτοια πράγματα η Τασία. Έτσι το έλεγε.
Η είσοδος του μετρό άρχισε να διαγράφεται μέσ’ από την υγρασία. Πίσω τους, τα κυβερνητικά της πλατείας, ίσα που διακρίνονταν. Η Πεντέλη δεν φαινόταν πια—μόνο νωρίς, το πρωί. Όσο για τον Υμηττό, που, λογικά, έπρεπε να στέκεται ευθεία, μπροστά τους, ούτε ίχνος.
Άνθρωπο άλλο, δεν είχαν δει, όσο περπατούσαν. Λογικό. Ο σταθμός ήταν κοντά στο Χαλάνδρι, οπότε από εκεί θα 'ρχόταν ο πολύς ο κόσμος.
Λοιπόν, το συμπέρασμα ήταν πως χωρίς περιηγητή, ο κόσμος μετατρεπόταν σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο σκουπίδια και χαλάσματα—ένα δωμάτιο, οι διαστάσεις του οποίου συνεχώς μίκραιναν. Ως πού θα πήγαινε αυτό; Ως πότε; Και να 'χεις και την καθημερινή λιτανεία της Αρχιεπισκοπής με τους δείκτες που έδειχναν, λέει, συνεχή «πρόοδο». Όχι έναν, δέκα περιηγητές θα 'θελε να πάρει τώρα η Τασία, αν μπορούσε.
Αποκαρδιωμένη, επέστρεψε—για τα καλά αυτή την φορά—στις αναμνήσεις της, το μοναδικό της καταφύγιο.
«Πάρα πολύ ωραία», ενθουσιάστηκε η κυρά Ζωή. «Ας επιστρέψουμε τώρα σ’ εκείνο το ραδιόφωνο που λέγαμε προηγουμένως. Προσέξτε με. Είπαμε πως όσα μας πληροφορούν οι αισθήσεις είναι σαν τους δείκτες στο πιλοτήριο ενός αεροπλάνου. Κοιτάμε τι λένε και κανονίζουμε την πορεία μας. Ας πάρουμε όλες αυτές τις πληροφορίες και ας υποθέσουμε πως κάποιος τις διαβάζει σαν να 'ναι ένα δελτίο ειδήσεων. Τα μάτια αναφέρουν αυτό, τα αυτιά εκείνο, η μύτη το τρίτο, κ.ο.κ. Όταν τελειώσει με το τρέχον δελτίο, ο εκφωνητής ξαναρχίζει με τα νεότερα, όπως ένας σταθμός ειδήσεων που, όλη μέρα, λέει συνεχώς τα νέα».
«Ναι, αλλά αν βαρεθούμε μπορούμε ν’ αλλάξουμε σταθμό», διέκοψα—χωρίς να ξέρω πού ήθελα να καταλήξω.
«Χα! Καλή παρατήρηση. Εκεί ακριβώς θέλω να φτάσω», απάντησε υπομονετικά η κυρά Ζωή. «Πέστε μου το εξής. Αν η συνείδησή μας πληροφορείται απ’ τις αισθήσεις όσα συμβαίνουν σαν ν’ παρακολουθεί μια ραδιοφωνική εκπομπή, πόσο πιθανό σας φαίνεται να ακούμε όλοι, πάντα, τον ίδιο σταθμό;»
Σιωπή.
«Στη Μονή, στην αρχή, σε Κοιτίδα δεν σας είχαν;», ρώτησε ξερά η κυρά Ζωή.
Συγκατανεύσαμε, αμήχανα. Δεν μας άρεσε που μια ξένη ανακατευόταν στα εσωτερικά μας. Και στο τέλος-τέλος, πού ήξερε για τις Κοιτίδες η κυρά Ζωή;
«Πώς βλέπατε τα πράγματα τότε; Όπως τώρα;»
«Πού να θυμόμαστε;» διαμαρτυρήθηκε η Χρύσα. «Μωρά ήμασταν».
«Τι θυμάσαι;», επέμεινε η κυρά Ζωή.
«Λίγα πράγματα» απάντησε η Χρύσα. Μου έριξε μια γρήγορη ματιά. «Εσύ;» με ρώτησε.
«Τα ίδια. Τίποτα. Σχεδόν τίποτα», απάντησα, πολύ προσεκτικά. Δεν επρόκειτο να πω τίποτ’ άλλο—σε καμία περίπτωση.
«Καλά, καλά. Δεν επιμένω», είπε η κυρά Ζωή, βλέποντας τις φάτσες μας. «Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Κάποιον που πάσχει από σχιζοφρένεια. Κι’ αυτός τον ίδιο σταθμό ακούει;»
«Δεν ξέρουμε», απάντησε ξερά η Χρύσα. Μετά συνέχισε. «Κάποιες διαφορές πρέπει να υπάρχουν, αλλά λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε». Κούνησα κι’ εγώ το κεφάλι μου, μην μείνω πίσω. Όμως τι ήταν αυτά που μας ρώταγε; Πού να ξέραμε από τέτοια πράγματα;
«Καλά, δεν πειράζει», είπε η κυρά Ζωή. «Το βασικό θέμα—αυτό που προσπαθώ να πω—είναι πως το „ραδιόφωνο“ αυτό μέσ’ το κεφάλι μας, στους περισσότερους ανθρώπους μοιάζει να είναι συντονισμένο στον ίδιο πάνω-κάτω σταθμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι και βιδωμένο εκεί πέρα. Η βελόνα μπορεί να κουνιέται, είτε προσωρινά, είτε πιο μόνιμα. Αν, για παράδειγμα, κάποιος πάρει μια παραισθησιογόνο ουσία, τότε για κάποιες ώρες μπορεί να αλλάξει δραστικά ο τρόπος που προσλαμβάνει την πραγματικότητα. Έτσι δεν είναι;»
Ναι, αυτό έμοιαζε αρκετά ασφαλές να το παραδεχτεί κανείς.
«Αφού λοιπόν η βελόνα δεν είναι κολλημένη και μπορεί να κουνιέται, το άλλο πράγμα που μπορεί να αναρωτηθεί κανείς είναι: πάντα εκεί ήταν η βελόνα; Θέλω να πω, τι διαφορά έχουμε μ’ έναν άνθρωπο της Ομηρικής εποχής; Ας πάρουμε τον Αχιλλέα, για παράδειγμα. Αντιλαμβανόταν ο Αχιλλέας την ζωή γύρω του με τον ίδιο τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε κι’ εμείς;»
Σιωπή. Ούτε που μπήκα στον κόπο να γυρίσω προς την Χρύσα. Ποτέ δεν τον συμπάθησα αυτόν τον Αχιλλέα. Ένα χοντροκομμένο γομάρι, μου φαινόταν. Εδώ που τα λέμε, ούτε και τον Οδυσσέα συμπαθούσα, κι’ ας τρελαίνονταν όλοι με την δήθεν εξυπνάδα του. Στο τέλος-τέλος, αν ήταν τόσο σπουδαίος, πού ήταν κρυμμένος σε όλη την Ιλιάδα; Ανύπαρκτος ήταν! Μια-δυο αναφορές, κι’ αυτές με το ζόρι!
Η κυρά Ζωή είδε πως δεν ήμασταν διατεθειμένες να πάρουμε θέση. Επέμεινε.
«Πέστε μου. Όταν ο Αχιλλέας έλεγε πως άκουγε μια „Αθηνά“ να μιλάει μέσα στο κεφάλι του τι εννοούσε; Τι θα έκανε ένας σημερινός άνθρωπος έτσι και του συνέβαινε κάτι τέτοιο;»
Θα πήγαινε να κοιταχτεί, προφανώς, τι ερώτηση ήταν αυτή;
«Τότε όμως, οι άνθρωποι θεωρούσαν απολύτως φυσιολογικό κάτι τέτοιο. Ήταν μέρος της πραγματικότητας τους. Μπορούμε, βέβαια, πάντα να πούμε πως οι άνθρωποι, τότε, δεν ήσαν παρά καθυστερημένοι κανίβαλοι, ενώ τώρα είμαστε πολιτισμένοι, αφού έχουμε και περιηγητή. Μήπως αυτό είναι;» μας ρώτησε κοροϊδευτικά.
Βασικά, ναι. Ακριβώς αυτό πιστεύαμε. Αλλά δεν ανοίξαμε το στόμα μας. Την αφήσαμε να συνεχίσει, γιατί θέλαμε να δούμε πού θα κατέληγε—αν θα κατέληγε κάπου. (Και πώς ήξερε περί περιηγητή; Αφού τότε, ούτε εμείς δεν ξέραμε καλά-καλά τι ήταν).
«Θα σας θυμίσω πως σε κάθε εποχή ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να παραμένει κλειδωμένος μέσα στο σαρκίο του. Η μόνη του επαφή με το περιβάλλον είναι μέσω των αισθήσεων—αυτού του ραδιοφώνου δηλαδή. Ώρες-ώρες, κάποιο κανάλι μπορεί να μοιάζει πιο χρήσιμο από τα άλλα, δεν υπάρχει όμως κανένα που να είναι το πιο „αληθινό“. Όποιο κανάλι και να διαλέξει κανείς, κάτι κερδίζει, κάτι χάνει. Δεν γίνεται αλλιώς.»
Ωραία, έστω. Και λοιπόν; Είχα αρχίσει να βαριέμαι.
Η κυρά Ζωή έκανε μια παύση. Μάλλον θεατρική ήταν, αν κρίνω απ’ τον τρόπο που συνέχισε.
«Τι λέτε, οι πίθηκοι έχουν ραδιόφωνο; Οι πρώτοι homo sapiens; Σκεφτείτε τον άνθρωπο του Νεάντερταλ να κάθεται το βράδυ μπροστά στη φωτιά, χωμένος μέσα σε μια σπηλιά. Ποια είναι η διαφορά του μ’ εμάς; Οι λίγες παραπάνω γνώσεις που έχουμε; Ή μήπως ήταν συντονισμένος σε εντελώς άλλο κανάλι; Μήπως η εμπειρία που είχε απ’ την πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική απ’ την δική μας;»
«Δηλαδή;», αναρωτήθηκα φωναχτά.
«Ιδέα δεν έχω», παραδέχθηκε η κυρά Ζωή. «Το μόνο που προσπαθώ να κάνω είναι να σας πείσω για την ύπαρξη αυτής της πιθανότητας. Αν ο Αχιλλέας θεωρούσε φυσικό να ακούει την Αθηνά να μιλάει μέσα στο κεφάλι του, τότε ένας άνθρωπος είκοσι χιλιάδες χρόνια πιο πίσω, πώς μπορεί ν’ αντιλαμβανόταν τον κόσμο; Όταν, για παράδειγμα, στεκόμαστε μπροστά σ’ ένα ρυάκι ή ένα δέντρο, εμείς δεν θεωρούμε πως συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο. Ο άνθρωπος της εποχής εκείνης όμως, μπορεί να βίωνε τις εμπειρίες αυτές ως συναναστροφές με μυθικά όντα. Άλλωστε στα μέρη μου, ακόμα μιλάμε για τις νύμφες των νερών και των λόγγων», παρατήρησε η κυρά Ζωή και έδειξε με το χέρι της την περιοχή της Πεντέλης. «Αλλά, πέρα απ’ την όραση και την ακοή, φανταστείτε πόση σημασία πρέπει να είχε η όσφρηση στη ζωή του ανθρώπου της εποχής εκείνης! Μιλάμε δηλαδή για πράγματα, απ’ τα οποία δεν έχει απομείνει τίποτα».
Πειστική ακουγόταν, σχετικά, η κυρά Ζωή. Πειστική, αλλά βαρετή. Το ενδεχόμενο οι άνθρωποι του Νεάντεραλ να κυκλοφορούσαν μαστουρωμένοι, δεν μου έλεγε τίποτα, προσωπικά. Τι σημασία είχε;
Η κυρά Ζωή ήταν απολύτως συντονισμένη με τις σκέψεις μου. Συνέχισε ως εξής.
«Μπορεί να νομίζετε πως αυτά που λέω αφορούν την προϊστορία. Δεν είναι έτσι όμως. Ισχύουν και για εμάς, που ζούμε και κυκλοφορούμε σήμερα. Θα σας δώσω δυο παραδείγματα από την πιο πρόσφατη ιστορία—είναι πολύ γνωστά σ’ όσους ασχολούνται μ’ αυτά τα πράγματα.»
«Σε ποιους δηλαδή;» πετάχτηκε ανυπόμονα η Χρύσα.
«Ψάξτε να τους βρείτε, μην τα περιμένετε όλα στο πιάτο», σχολίασε αυστηρά η κυρά Ζωή. Μετά συνέχισε λίγο πιο διαλλακτικά «Το ξέρετε πως δεν προλαβαίνουμε για πολλά-πολλά. Μόνο τον δρόμο μπορώ να σας δείξω. Τις λεπτομέρειες, αν σας ενδιαφέρουν, πρέπει μόνες σας να ψάξετε να τις βρείτε. Αυτό για το οποίο προσπαθώ να σας πείσω είναι πως ο μηχανισμός του ραδιοφώνου που συζητήσαμε πριν, ισχύει πάντα. Το μόνο που διαφέρει είναι ο σταθμός στον οποίο συντονιζόμαστε κάθε φορά. Όμως, πρέπει να περάσουν χρόνια για να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε πως η ανθρωπότητα—ή κάποιο τμήμα της—άρχισε να αλλάζει σταθμό.»
«Το πρώτο παράδειγμα», συνέχισε η κυρά Ζωή, «πρέπει να συνέβη γύρω στο 1336 στην Γαλλία. Πρωταγωνιστής της ιστορίας ήταν ο Ιταλός Francesco Petrarca—στα Ελληνικά τον αποκαλούμε Φραγκίσκο Πετράρχη—που τότε ήταν 32 χρονών. Αν και είχε αρχίσει να γίνεται κάπως γνωστός, δεν ήταν ακόμα ο πασίγνωστος, κλασσικός, λόγιος και ποιητής, που έμελλε να γίνει αργότερα.»
«Για το περιστατικό έχουμε την περιγραφή του ίδιου του Πετράρχη σε επιστολή του προς τον καθηγητή της Θεολογίας και φίλο του Francesco Dionigi di Borgo San Sepolcro. Τι λέει; Πως υποκύπτοντας σε μια παρόρμηση διέπραξε κάτι που κανείς ως τότε δεν είχε σκεφτεί να κάνει (ή τουλάχιστον δεν έχει διασωθεί σχετική καταγραφή). Ανέβηκε στην κορυφή ενός βουνού—του Mont Ventoux (στη Νότιο Γαλλία)—για να δει την θέα!»
«Σκεφτείτε λίγο, παρακαλώ, τι σας λέω. Εμείς, που μιλάμε την στιγμή αυτή, στεκόμαστε στην Πεντέλη, χαζεύουμε κάτω τα φωτάκια της Αθήνας και δεν μας κάνει την παραμικρή εντύπωση. Την εποχή εκείνη όμως δεν ήταν έτσι. Οι άνθρωποι προφανώς και διέσχιζαν βουνά, αλλά το έκαναν για κάποιον λόγο πάντα. Για να φτάσουν σε κάποιον άλλο τόπο, για να κυνηγήσουν κάποιο ζώο, για να αιφνιδιάσουν έναν εχθρό, κλπ. Κανείς δεν ανέβαινε στα βουνά απλώς για να δει πώς μοιάζουν τα πράγματα από ψηλά. Και ο Πετράρχης, ο ίδιος, δεν το έκανε ελαφρά τη καρδία. Φαίνεται πως είχε κόλλημα, από παιδί, να κάνει κάτι τέτοιο. Πρέπει να το έβλεπε στον ύπνο του και, γενικά, να ήταν κάτι που τον απασχολούσε, χωρίς να ξέρει γιατί. Όταν ήρθε η ώρα και παρέα με τον αδερφό του, τον Gerardo, το αποφάσισε τελικά, η εμπειρία δεν πρέπει να ήταν καθόλου, μα καθόλου ευχάριστη. Τρόμαξαν πάρα πολύ.»
«Ανεβαίνοντας, ο Πετράρχης εξομολογείται, πάλευε συνεχώς με την αίσθηση πως παραβίαζε τον φυσικό και θεϊκό νόμο. Ένοιωθε πως έκανε κάτι που τον έθετε ξεχωριστά απ’ τους υπόλοιπους ανθρώπους—και όχι με καλό τρόπο. Όταν τελικά έφτασαν την κορυφή του βουνού, δυσκολεύτηκαν να σταθούν. Χρειάστηκε ν’ αντιπαλέψουν τον ασυνήθιστα δυνατό άνεμο που φυσούσε εκεί πάνω. Αυτό όμως που κυρίως τους συγκλόνισε ήταν η θέα όλου αυτού του απέραντου χώρου που ανοίχτηκε ξαφνικά μπροστά τους. Από εκεί που στέκονταν, μπορούσαν να διακρίνουν προς ανατολάς την Ιταλία, ενώ προς δυσμάς την Λυών, την Μεσόγειο και, λίγο ακόμη και θα διέκριναν και τα Πυρηναία. Ο Πετράρχης κοίταξε λίγο δεξιά-αριστερά και μετά, πανικόβλητος, αναζήτησε στήριγμα στις „Εξομολογήσεις“ του Αγίου Αυγουστίνου που πάντα κουβαλούσε μαζί του. Άνοιξε τυχαία σε μια σελίδα και, κατά απίστευτη σύμπτωση, έπεσε πάνω στο εξής απόσπασμα»:
„Και οι άνθρωποι θαυμάζουν τας κορυφάς των ορέων και την ατρύγετον θάλασσαν και τας εκβολάς των ποταμών και του ωκεανού τα κράσπεδα και τα τροχιάς των αστέρων και λησμονούν τον εαυτόν τους“ (Βιβλίο Ι, Κεφάλαιο Η)
(Να διευκρινίσω εδώ πως η κυρά Ζωή δεν είχε αποστηθίσει το συγκεκριμένο απόσπασμα των Εξομολογήσεων. Το βρήκαμε μόνες μας, μετά, στα Αρχεία).
Η κυρά Ζωή έκλεισε το παράδειγμα με μια περίεργη παρατήρηση που δυστυχώς δεν συγκράτησα. Είπε κάτι για την εξέλιξη της προοπτικής στην αναγεννησιακή ζωγραφική και την συνέδεσε κατά κάποιο τρόπο με την περιπέτεια του κακομοίρη του Πετράρχη πάνω στο βουνό.
Το άλλο παράδειγμα που μας ανέφερε η κυρά Ζωή συνέβη στις 16 Νοεμβρίου 1532, στο Περού, και αποτελεί ένα απ’ τα «άλυτα μυστήρια» της στρατιωτικής ιστορίας. Έμεινε γνωστό ως η «Σφαγή της Cajamarca». Την ημέρα εκείνη ο Francisco Pizarro—ένας έμπειρος στρατιωτικός που είχε ήδη παίξει σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση του Παναμά—όχι μόνο κατατρόπωσε—σε ανοιχτή μάχη, χωρίς κανέναν αιφνιδιασμό—έναν στρατό 150 φορές μεγαλύτερο από τον δικό του, αλλά έπιασε αιχμάλωτο και τον ίδιο τον Ίνκα (Αυτοκράτορα) Atahualpa, χωρίς να ανοίξει ούτε ένα ισπανικό ρουθούνι.
Και να σημειωθεί εδώ πως ο Atahualpa μόνο κανένα παιδαρέλι δεν ήταν. Είχε μόλις κερδίσει έναν αιματηρότατο εμφύλιο πόλεμο εναντίον του ίδιου του τού αδερφού, τον οποίο, μάλιστα, δεν δίστασε αργότερα, και να βάλει να δολοφονήσουν. Η καθημερινότητά του Atahualpa δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από εκστρατείες και σκοτωμοί. Όσο για το στράτευμα του, ήταν πασίγνωστο για τις θηριωδίες τους.
Πώς είναι δυνατόν να έπαθαν κάτι τέτοιο;
Αργότερα, επισκέφθηκα τα Αρχεία και επιβεβαίωσα όλα όσα μας είπε η κυρά Ζωή. Όσο πιο πολύ το έψαχνα, τόσο πιο πετυχημένο το έβρισκα το παράδειγμά της. Και, περιττό να πω, πως η κυρά Ζωή έδωσε την εξήγηση που την βόλευε. Υποστήριξε πως ο κρίσιμος παράγοντας για την νίκη του Pizarro δεν είχε σχέση ούτε με τους στρατιώτες (160), ούτε με τα άλογα (60) ή τα κανόνια (3, πολύ μικρά) που έσερνε μαζί του.
Έφταιγε, είπε, πως οι Ισπανοί αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα εντελώς διαφορετικά απ’ τους αντιπάλους τους. Αυτό που συνέβη στους Ίνκα ήταν πως όλα όσα ήξεραν ή πίστευαν, ανατράπηκαν μέσα σε μια στιγμή. Βρέθηκαν απέναντι σε όντα που, όμοιά τους δεν είχαν ξαναδεί ποτέ. Θύμιζαν Κένταυρους, όμως η παράδοση των Ίνκα δεν τους είχε προετοιμάσει για τέτοια ενδεχόμενα. Τα όντα έρχονταν «πέρα από την θάλασσα»—την οποία οι Ίνκα είχαν επιχειρήσει να διαπλεύσουν και το θεωρούσαν αδύνατο—το χρώμα του δέρματός τους ήταν υπερβολικά ανοικτόχρωμο, είχαν μαλλιά στο κάτω μέρος του κεφαλιού, αντί για το πάνω—μήπως τα κεφάλια τους ήσαν γυρισμένα ανάποδα;—φορούσαν ρούχα σιδερένια και κρατούσαν ραβδιά μέσ’ απ’ τα οποία έβγαιναν καπνοί και φλόγες. Έ, πόσο να αντέξει κανείς;
Οι Ίνκα τα έχασαν, εντελώς. Οι πληροφορίες που λάμβαναν από τις αισθήσεις τους αφορούσαν μια πραγματικότητα που τους ήταν εντελώς ακατανόητη. Οπότε δεν πολέμησαν καθόλου εκείνη την ημέρα. Ούτε ένα χέρι δεν σήκωσαν να προφυλαχθούν. Έμειναν αποσβολωμένοι και κοίταγαν, καθώς οι Ισπανοί περνούσαν ανάμεσά τους και τους έπαιρναν τα κεφάλια.
Η κυρά Ζωή πιθανολόγησε πως παρόμοιες συγκρούσεις μπορεί να συνέβησαν και άλλες στο παρελθόν, αν κρίνουμε απ’ τους μαζικούς τάφους με σφαγιασμένους Νεάντερταλ που ανασκάπτονται συχνά, και λάβουμε υπόψη πως οι Νεάντερταλ ήταν πολύ πιο μυώδεις απ’ τους μοναδικούς τους εχθρούς, τους Homo sapiens, δηλαδή εμάς.
«Κάτι ελληνικό δεν ξέρετε;», διέκοψε ανυπόμονα η Χρύσα.
«Δηλαδή;» απόρησε η κυρά Ζωή.
«Δεν υπάρχει κάποιο ελληνικό παράδειγμα να μας πείτε; Γιατί όλο ξένα;»
«Ελληνικό; Τι εννοείς „ελληνικό“; Δεν έχουν εθνικότητα αυτά τα πράγματα. Ή μήπως πιστεύετε πως οι άνθρωποι διαφέρουν ανάλογα με την πλευρά των συνόρων στην οποία έτυχε να γεννηθούν; Αλλά, σοβαρά τώρα, ολόκληρη η ορθόδοξη ησυχαστική και ασκητική παράδοση με τέτοια θέματα δεν ασχολήθηκε; Περιμένετε και θα δείτε πόση στενή συγγένεια υπάρχει μεταξύ των διδαχών των Αμώμων και της διδασκαλίας των νηπτικών πατέρων της Εκκλησίας. Η νήψη, η νηφαλιότητα για την οποία μίλησαν οι πατέρες, δεν διαφέρει σε τίποτα με κάποιες απ’ τις ιδέες των Αμώμων που θα σας αναφέρω σε λίγο. Ο τρόπος της εφαρμογής αλλάζει, οι ιδέες είναι ίδιες. Είναι αλήθεια αυτό που λένε πως μια είναι η κορυφή του βουνού, αλλά πολλοί οι δρόμοι που οδηγούν προς αυτή.»
Τα είπε γρήγορα αυτά όλα η κυρά Ζωή με ύφος που έμοιαζε σχεδόν ενοχλημένο. Πρέπει να της χάλασε την ατμόσφαιρα η διακοπή. Και, για να πω την αλήθεια, ούτε εμένα μ’ ενθουσίασε. Ψόφαγα ν’ ακούσω την συνέχεια και οποιαδήποτε καθυστέρηση μου έσπαγε τα νεύρα.
Αλλά πριν αρχίσω μ’ αυτά που μας είπε, θέλω να διευκρινίσω κάτι, γιατί πολύ μας μπέρδεψε εκείνη την ώρα.
Κατά την διήγηση της, η κυρά Ζωή χρησιμοποιούσε λέξεις και ιδέες που οι Άμωμοι δεν ήταν δυνατόν να γνώριζαν. Πολλές απ’ αυτές προέκυψαν ή ξεκίνησαν να χρησιμοποιούνται πολύ αργότερα απ’ την εποχή τους. Όταν της το παρατηρήσαμε αυτό, η κυρά Ζωή μας απάντησε πως το έκανε επίτηδες. Ήταν επιταγή των Αμώμων, είπε, οι γνώσεις τους να «αναβαπτίζονται» στην γλώσσα της κάθε εποχής. Αν, δηλαδή, σε μια εποχή η κοινωνία βασιζόταν στην πίστη, τότε οι Άμωμοι ήθελαν το μήνυμα τους να διατυπωθεί με θρησκευτικούς όρους. Σε μια άλλη εποχή, όπου οι άνθρωποι τυχόν είχαν στραφεί προς την επιστήμη, το μήνυμα των Αμώμων έπρεπε να παρουσιαστεί με τεχνολογική ορολογία, κ.ο.κ. Αυτός, κατάλαβα, ήταν και ο λόγος που οι Άμωμοι επέλεξαν να μην αφήσουν ποτέ τίποτα γραπτό πίσω τους.
Έτσι όμως δεν περνούσαν δυσανάλογο μέρος της ευθύνης σ’ αυτόν που αναλάμβανε την διήγηση κάθε φορά; Δεν ξέρω. Εγώ, πάντως, δεν θα το έκανα.
«Κοιτάξτε γύρω σας», ξεκίνησε η κυρά Ζωή. «Τι βλέπετε;»
Ήταν μια πολύ όμορφη νύχτα, θυμάμαι, η συγκεκριμένη. «Γλυκός Νοέμβρης», που λένε. Η πλάση, όλη, γύρω μας ησύχαζε, κουκουλωμένη σε μια αφράτη, μωρουδιακή σιγαλιά. Ήταν σαν να μάζευε δυνάμεις για τον επερχόμενο χειμώνα. Από πάνω, η σελήνη, σκέπαζε το βουνό με μια τρεμάμενη, λεπτεπίλεπτη γοητεία. Ήταν θαυμάσια, πραγματικά θαυμάσια.
«Ωραία, έ; Λίγο έτσι να κάνεις το χέρι σου και λες πως θα πιάσεις το φως του φεγγαριού. Τι να πω εγώ τώρα; Τι μπορώ να πω; Πως δεν υπάρχει τίποτα απ’ όλ’ αυτά; Πως δεν είναι, παρά μια ερμηνεία; Που, σαν χτικιό, την μεταδίδουμε ο ένας στον άλλο, όσο ήμαστε μωρά; Πως αυτό που στ’ αλήθεια μας περιβάλει—αυτό απ’ το οποίο κι’ εμείς οι ίδιοι είμαστε φτιαγμένοι—δεν έχουμε τρόπο να το αντιληφθούμε ή λέξεις να το περιγράψουμε;»
«Χα, χα, χα. Σαν μπαμπούλας, δεν ακούγομαι; Κάντε λίγη υπομονή και θα δείτε. Δεν είναι τρομακτικό αυτό έχω να σας πω. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνο τρομακτικό.»
«Ας αρχίσουμε με κάτι αστείο. Το βασικό πράγμα απ’ το οποίο ξεκίνησαν οι Άμωμοι, το κατάλαβαν ανάποδα. Ή, μάλλον, αντίστροφα. Αλλά αν δείτε τι είναι αυτό που κατάλαβαν, έστω και ανάποδα—και χωρίς το παραμικρό εργαλείο ή γνώση ανατομίας—νομίζω θα συμφωνήσετε πως το λάθος τους περισσότερο φωτίζει, παρά μειώνει το επίτευγμά τους».
«Ήταν μια τυχαία ανακάλυψη, που δεν ξέρω πώς ακριβώς έγινε, και την οποία μετά, οι Άμωμοι, συνέχισαν να μελετούν και να εξασκούν ως εκεί που δεν έπαιρνε. Αυτό που παρατήρησαν ήταν πως αν ένας ασκητής ακούει για αρκετή ώρα να του ψιθυρίζουν κάτι διαφορετικό σε κάθε του αυτί—ή, καλύτερα, αν ακούει τα ίδια λόγια, αλλά με διαφορά φάσης—τότε έρχεται μια στιγμή που ο ασκητής παθαίνει κάτι περίεργο: παύει να σκέφτεται!»
«Δεν υπάρχει λόγος να σας περιγράψω την—πολύ τεθλασμένη—διαδρομή των Αμώμων μέχρι να φτάσουν στον πάτο αυτής της ιστορίας. Θα πάω κατ’ ευθείαν στο ζουμί. Αυτό που, ουσιαστικά, ανακάλυψαν ήταν η διαφορά στο είδος της προσοχής που είναι ικανό να καταβάλλει κάθε ένα απ’ τα δυο εγκεφαλικά ημισφαίρια. Μια όμως και δεν ήξεραν τίποτα για την ύπαρξη τους και, πόσο μάλλον, πως κάθε ημισφαίριο ελέγχει την αντίθετη πλευρά του σώματος, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν είναι αντίστροφα. Η „αριστερή προσοχή“, για την οποία μίλησαν, στην πραγματικότητα αφορά το δεξί ημισφαίριο, και η „δεξιά προσοχή“, το αριστερό. Αλλά…τι ακριβώς ξέρετε περί ημισφαιρίων;», ρώτησε η κυρά Ζωή.
«Δεν το πιστεύω», σχολίασε χαμηλόφωνα η Χρύσα—αλλά όχι αρκετά, ώστε να μην την ακούσει η κυρά Ζωή. «Πίσω, στην τάξη, λες και είμαστε».
«Ε, τότε να πούμε για νεράιδες και ξωτικά», πέταξε φουρκισμένη, η κυρά Ζωή. «Κρίμα! Κι’ εγώ που σας νόμιζα για μοντέρνα κορίτσια».
Η Χρύσα μαζεύτηκε μουδιασμένη. Μουρμούρισε κάτι απολογητικό και έγνεψε στην κυρά Ζωή να συνεχίσει. Δεν είχε όμως και τόσο άδικο, η Χρύσα. Αυτή η συζήτηση περί εγκεφαλικών ημισφαιρίων—νυχτιάτικα, στη μέση του πουθενά—μου φαινόταν κι’ εμένα κάπως υπερβολική. Έτοιμη ήμουν να σηκωθώ και να φύγω.
Η κυρά Ζωή κατάλαβε πως το πράγμα δεν πήγαινε καλά. Σταμάτησε, και μετά από μια παύση ρώτησε ήσυχα.
«Ποιο είναι το πρόβλημα; Που μια παράδοση αιώνων αναφέρεται σε σύγχρονα πράγματα; Ή που σας τα λέω εγώ, μια γυναίκα απ’ τα βουνά; Χα! Μήπως θα προτιμούσατε να φοράω άσπρη μπλούζα και χοντρά γυαλιά; Κι’ ένα στηθοσκόπιο στο λαιμό;»
«Δεν θα 'ταν άσχημα», παραδέχθηκε η Χρύσα. Ακολούθησε μια σιωπή, λίγο έντονη, αλλά γελάσαμε, ευτυχώς, κι’ η στιγμή πέρασε.
«Φοβάμαι πως δεν θα το αποφύγουμε, τελικά» είπε, σκεπτική, η κυρά Ζωή. «Πρέπει να σας μιλήσω λίγο για το πώς σκέφτομαι. Και τίποτα να μην καταλάβετε, θα „ναι καλύτερα απ“ το να νομίζετε πως όλα συμβαίνουν τυχαία. Λοιπόν, πέστε μου. Αυτά, όλα, που λέμε, τόσο καιρό, γιατί κάθομαι και σας τα λέω; Επειδή δεν έχω τι άλλο να κάνω;»
«Ιδέα δεν έχουμε», φωνάξαμε ταυτόχρονα η Χρύσα κι’ εγώ.
«Μπας και προσπαθώ να σας προσηλυτίσω; Να σας κάνω ασκητές;» πρότεινε η κυρά Ζωή με διαβολικό ύφος.
«Αποκλείεται», απάντησε αθώα η Χρύσα. «Αφού είμαστε παραμάνες. Αυτό δεν αλλάζει, ό,τι και να γίνει.»
«Πολύ σωστά. Έτσι ακριβώς είναι», απάντησε σοβαρά η κυρά Ζωή. «Αλλά, τότε, γιατί το κάνω;» επέμεινε.
Σηκώσαμε, κι’ οι δυο, τους ώμους μας με απορία.
Η κυρά Ζωή μας θύμισε τότε την στιγμή που—πολύ ξόφαλτσα—μας αποκάλυψε πως υπήρχε μια προφορική παράδοση σχετικά με τις πεποιθήσεις των Αμώμων. Μια παράδοση που μεταφερόταν συνεχώς απ’ την μια γενιά στην άλλη. Μόλις τ’ άκουσε αυτό, η Χρύσα πετάχτηκε και, κάπως αψυχολόγητα, φώναξε «Σοβαρά; Αχ, πέστε μας. Πέστε μας. Πέστε μας».
Αυτό ήταν. Η Χρύσα, από χαζομάρα το έκανε, προφανώς. Ούτε ήξερε, ούτε εννοούσε τίποτα. Όμως, για την κυρά Ζωή, το γεγονός πως η Χρύσα είχε επαναλάβει την φράση της τρεις φορές, ήταν γι’ αυτήν ένα σημάδι. Σήμαινε πως όφειλε να μας αποκαλύψει τις διδαχές. Κι’ η ίδια απόρησε, μας εκμυστηρεύθηκε, με το σημάδι αυτό, αλλά αφού το έλαβε, δεν μπορούσε να το αγνοήσει.
«Μπορεί να σας φαίνεται αλλόκοτη η συμπεριφορά μου», διευκρίνισε, «όμως, για μένα, δεν υπάρχει όριο σ’ όσα είμαι διατεθειμένη να κάνω, όταν το αποφασίσω ή—για να το πω ακριβέστερα—όταν αντιληφθώ την λήψη μιας απόφασης. Ζω την ζωή μου έτσι, ώστε να είμαι έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, να κάνω ό,τι θέλω—απολύτως ό,τι θέλω. Δεν υπάρχουν άλλες δουλειές, άλλες προτεραιότητες ή όρια στον κόπο, την θέληση και την υπομονή που είμαι διατεθειμένη να καταβάλλω. Μόνο ο θάνατος μπορεί να με σταματήσει, γιατί αυτός είναι το μόνο που δεν περνάει απ’ το χέρι μου».
Τα λόγια της αυτά η κυρά Ζωή τα εκστόμισε ψύχραιμα και σοβαρά, αναμετρώντας μας συνεχώς με τα μαύρα, κατάμαυρα της μάτια. Μετά, γέλασε δυνατά, και το πρόσωπο της γαλήνεψε.
Όσο για μας, ούτε που σκεφτήκαμε ν’ ανοίξουμε το στόμα μας. Τι να λέγαμε;
«Αφού, λοιπόν, το ξεκαθαρίσαμε αυτό», είπε, χαμογελώντας λίγο ειρωνικά, «σας ξαναρωτώ: τι ξέρετε περί ημισφαιρίων;»
Δεν ένιωθα και τόσο καλά κατά την διάρκεια όλης εκείνης της στιχομυθίας—το ίδιο κι’ η Χρύσα, είμαι βέβαιη. Ούτε να προκαλέσουμε την κυρά Ζωή είχαμε σκοπό, ούτε να την αμφισβητήσουμε. Στο τέλος-τέλος, εμείς ήμασταν που την επισκεπτόμασταν, δεν ερχόταν αυτή σ’ εμάς. Όσο για τον τρόπο που σκεπτόταν, δεν μπορώ να πω ότι κατάλαβα πολλά πράγματα. Για την ακρίβεια, δεν την πολυπίστεψα, γιατί μου ήταν αδύνατον να φανταστώ τι μπορεί να σήμαινε να ζει κανείς μια τέτοια ζωή.
Πάντως, για να της δείξω πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα μεταξύ μας, καταπιάστηκα να κάνω αυτό ακριβώς που μας ζήτησε: μια ανάλυση της λειτουργίας των δυο ημισφαιρίων. Οτιδήποτε σχετικό με το εσωτερικό του σώματος, το θεωρούσα δική μου επικράτεια. Δεν ήταν η ιατρική πλευρά του θέματος που με ενδιέφερε τόσο, όσο το ότι, λόγω καταδύσεων, ήξερα από πρώτο χέρι πώς δουλεύουν τα πράγματα.
Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσω πως αυτά περί δεξιού-αριστερού ημισφαιρίου δεν είναι παρά σχήμα λόγου. Αν θέλουμε να σοβαρολογούμε, πρέπει επίσης να διακρίνουμε μεταξύ εμπρός και πίσω, άνω και κάτω, καθώς και μεταξύ παλαιών και νεότερων τμημάτων του εγκεφάλου. Όμως και πάλι θα πρόκειται για απλουστεύσεις, αφού όλη αυτή η συζήτηση περί ημισφαιρίων υπονοεί πως για κάθε δουλειά υπάρχει και κάποια αρμόδια περιοχή του εγκεφάλου. Αυτό, με βάση τα όσα σήμερα ξέρουμε, δεν ισχύει. Για παράδειγμα, όλες οι λειτουργίες που παλιότερα πίστευαν πως ανήκουν, είτε στο αριστερό, είτε στο δεξί ημισφαίριο, ξέρουμε πλέον πως είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης και των δυο. Εγώ, βλέποντας τα πράγματα από μέσα, μπορώ να επιβεβαιώσω πως η ανταλλαγή πληροφοριών—και εντολών—μεταξύ των δυο ημισφαιρίων είναι ακατάπαυστη. Το πρόβλημα είναι πως κανείς δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να αντιστοιχίσει όσα συμβαίνουν σε χημικό ή μοριακό επίπεδο μ’ αυτά που σκεφτόμαστε ή λέμε. Δεν έχουμε δηλαδή ακόμη καταφέρει να σπάσουμε τον κώδικα. Πού θα πάει όμως; Κάποια στιγμή θα γίνει κι’ αυτό.
Η κυρά Ζωή με άφησε να μιλάω. Όταν τελείωσα, κούνησε το κεφάλι και είπε πώς ήθελε απλώς να συμπληρώσει ένα-δυο πράγματα. Πολύ με ευχαρίστησε που δεν διέψευσε τίποτα απ’ όσα είπα. Κι’ ας ήμουν—σε σύγκριση μαζί της—πολύ πιο σχετική, όπως και να το κάνουμε.
Το ζήτημα, είπε η κυρά Ζωή, δεν είναι τόσο τι «κάνει» ή δεν «κάνει» το κάθε ημισφαίριο. Το ζήτημα, είπε, είναι με ποιον τρόπο το κάνει. Με ποιον τρόπο κάθε ημισφαίριο προσεγγίζει τον κόσμο.
«Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί ο εγκέφαλός μας είναι χωρισμένος σε δυο ημισφαίρια; Γιατί να μην είναι μια μεγάλη, ενιαία επιφάνεια; Και όχι μόνο σ’ εμάς—ο τρόπος αυτός οργάνωσης του εγκεφάλου απαντάται στο μεγαλύτερο μέρος του ζωικού βασιλείου. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο;»
Όχι, δεν με είχε απασχολήσει ποτέ αυτό το πράγμα. Αλλά ήταν περίεργο, εδώ που τα λέμε. Ποιος να ήταν ο λόγος;
Η απάντηση—ή, τουλάχιστον, μέρος της απάντησης—κατά την κυρά Ζωή, ήταν πως ο άνθρωπος—αλλά και κάθε άλλο ον με σχετικά πολύπλοκο νευρικό σύστημα—έχει ανάγκη από δυο διαφορετικά είδη προσοχής.
Το πρώτο—και κατά μια έννοια, πρωτεύον—είδος προσοχής είναι η γενική προσοχή σε όλο το μήκος και πλάτος των αισθήσεών μας ταυτόχρονα. Μέσω αυτής αντιλαμβανόμαστε όλα όσα συμβαίνουν κάθε στιγμή και μπορούν να μας επηρεάσουν με οποιονδήποτε τρόπο.
Το δεύτερο είδος προσοχής—η βοηθός, κατά μια έννοια, της πρώτης—είναι το είδος εκείνο της προσοχής που μας επιτρέπει να εστιάζουμε στο αντικείμενο που απομονώνει κάθε φορά η πρώτη προσοχή. Ζητούμενο για την δεύτερη προσοχή είναι να αποφασίσει τι πρέπει να κάνουμε με το κάθε αντικείμενο: να το καταναλώσουμε, να το αγκαλιάσουμε, να απομακρυνθούμε απ’ αυτό όσο μπορούμε πιο γρήγορα, κλπ.
Η πρώτη προσοχή προσλαμβάνει, όσο μπορεί πιο ουδέτερα και αποστασιοποιημένα, τον εξωτερικό κόσμο, προκειμένου να τον κατανοήσει, ενώ η δεύτερη προσπαθεί να βρει τρόπο να τον χρησιμοποιήσει, ώστε να τον φέρει στα μέτρα μας.
Κάθε ένα απ’ τα δυο αυτά είδη προσοχής είναι εξίσου σημαντικό, εξ’ ίσου απαραίτητο για την επιβίωση μας. Κάθε ένα, όμως, έχει διαφορετικές προτεραιότητες και δίνει διαφορετική βαρύτητα στις διάφορες πληροφορίες που έρχονται από τις αισθήσεις. Το αποτέλεσμα είναι τα δυο αυτά είδη προσοχής να διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά το τι επιτρέπουν—ή εμποδίζουν—να φτάσει στην αντίληψη και την συνείδηση μας. Αν, για παράδειγμα, κάποιος είναι προσηλωμένος σε κάποια δραστηριότητα, μπορεί να μην (ή να καθυστερήσει να) δώσει προσοχή σε κάποια άλλη πληροφορία (εικόνα, ήχο, μυρωδιά, κλπ) που υπό άλλες συνθήκες θα του τραβούσε αμέσως την προσοχή. Με αυτή την έννοια, το είδος της προσοχής που είναι ενεργό κάθε στιγμή, προσδιορίζει τι—και πώς—αντιλαμβανόμαστε.
Όσο τα πράγματα πάνε καλά, τα δυο αυτά είδη προσοχής συνεργάζονται αρμονικά. Το ένα επιλέγει στόχους και το άλλο επιλύει προβλήματα. Καθένα, όχι μόνο επιτρέπει στο άλλο να λειτουργήσει, αλλά βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του άλλου για το κοινό καλό.
Παρενθετικά, να παρατηρήσω εδώ πως δεν ήταν τίποτα το καινούργιο όλ’ αυτά που μας έλεγε η κυρά Ζωή. Τα ξέραμε όλα κι’ ας μην τα 'χαμε ακούσει ποτέ τόσο συμπυκνωμένα. Έκανα λοιπόν υπομονή, αλλά είχα αρχίσει να ψιλο-βαριέμαι.
«Παραδοσιακά», συνέχισε η κυρά Ζωή μ’ ένα περίεργο χαμόγελο, «στο σημείο αυτό πρέπει να σας πω μια ιστορία. Γελάω, γιατί η ιστορία αυτή, αν και επαναλαμβάνεται τακτικά, κανείς δεν ξέρει την καταγωγή της. Ταιριάζει όμως πολύ, γι’ αυτό και την λέμε».
«Μια φορά κι’ έναν καιρό ήταν ένας Χαλίφης. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήταν ένας γνωστικός και μετρημένος ηγέτης. Χάρη στην εργατικότητα και το καλό του παράδειγμα, οι υπήκοοι του ευημερούσαν και το χαλιφάτο του επεκτεινόταν συνεχώς. Ώσπου, ήρθε μια μέρα που η έκταση και ο πληθυσμός της επικράτειας του έφτασαν να είναι τέτοια που ο Χαλίφης δεν μπορούσε πια να έχει άμεση αντίληψη των αναγκών της κάθε περιοχής. Αναγκάστηκε λοιπόν, να κάνει χρήση απεσταλμένων για να πληροφορούνται και να συντονίζουν τα πράγματα σε τοπικό επίπεδο. Με την πάροδο του χρόνου ο Χαλίφης συνειδητοποίησε πως η χρήση απεσταλμένων δεν ήταν επιβεβλημένη μόνο λόγω της έκτασης της ηγεμονίας του, αλλά και επειδή οι απεσταλμένοι του επέτρεπαν να διατηρεί μια ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη ματιά απ’ τα—συχνά αντικρουόμενα—προβλήματα των διάφορων περιοχών. Έδωσε, κατά συνέπεια, ο Χαλίφης ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην εκπαίδευση και εξειδίκευση των απεσταλμένων του, ώστε να φτάσουν να γίνουν άξιοι της πλήρους εμπιστοσύνης του.»
«Όλα πήγαιναν καλά. Μέχρι που κάποια στιγμή, ο πιο ικανός και φιλόδοξος απ’ τους απεσταλμένους του, άρχισε να έχει προσωπικές φιλοδοξίες. Ο Χαλίφης για να τον εξευμενίσει, τον ονόμασε Μέγα Βεζίρη. Ούτε όμως αυτό αποδείχθηκε αρκετό. Ο κακός Βεζίρη εννοούσε ντε και καλά, να γίνει Χαλίφης στην θέση του Χαλίφη—τίποτ’ άλλο δεν τον ικανοποιούσε. Την συνεργατικότητα και την ανεκτικότητα του Χαλίφη, τις εκλάμβανε ως αδυναμία και ανοησία. Όπου πήγαινε κι’ όπου βρισκόταν, ο Βεζίρης συστηματικά, διέβαλε και υπέσκαπτε την εξουσία του ηγεμόνα του. Ώσπου, ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Σταδιακά, οι υπήκοοι έχασαν την πίστη τους στην κεντρική εξουσία, η θέση και η εξουσία του Χαλίφη κλονίστηκαν, το χαλιφάτο μετατράπηκε σε τυραννία και, πολύ γρήγορα, διαλύθηκε».
«Έτσι πάει χρυσά μου, δυστυχώς. Από την αρχή του χρόνου», είπε εμφατικά η κυρά Ζωή, «Αλλά γιατί σας την λέω αυτή την ιστορία; Επειδή διαδραματίζεται και την στιγμή αυτή, που μιλάμε, μέσα στα κεφάλια μας. Το δεξί μας ημισφαίριο παρακολουθεί όλα όσα συμβαίνουν, αναθέτει στο αριστερό να επεξεργαστεί τα πιο ενδιαφέροντα ερεθίσματα, αλλά το αριστερό, μόλις πάρει τον έλεγχο της κατάστασης, αρνείται να τον δώσει πίσω. Τα ημισφαίρια μας είναι ασύμμετρα. Το δεξί γνωρίζει πως έχει ανάγκη το αριστερό, αλλά το αριστερό πιστεύει πως τα ξέρει όλα και δεν έχει την ανάγκη κανενός. Αν κάτι ξεπερνά τις δυνατότητές του, τότε είτε το γελοιοποιεί, είτε προσπαθεί να αγνοήσει την ύπαρξή του. Ένα θλιβερός δικτατορίσκος είναι. Αυτή είναι η κατάσταση. Χα, χα, χα!»
Ανταλλάξαμε μια (ανήσυχη) ματιά με την Χρύσα. Θες να μην ήταν στα καλά της η κυρά Ζωή; Εκεί, στην ερημιά, δεν υπήρχαν Φύλακες να φωνάξουμε για βοήθεια. Ούτε τα κοκαλάκια μας δεν θα έβρισκαν.
«Α, και να μην ξεχάσω», συνέχισε η κυρά Ζωή, ευχαριστημένη που το θυμήθηκε. "Γιατί δουλεύει το κόλπο αυτό με το ψιθύρισμα; Επειδή ακριβώς βασίζεται στην άρνηση του αριστερού να επιστρέψει τον έλεγχο. Η επεξεργασία του λόγου γίνεται ταυτόχρονα κι’ απ’ τα δυο ημισφαίρια. Όμως, η χοντρο-δουλειά, στους περισσότερους ανθρώπους, γίνεται στο αριστερό ημισφαίριο. Αν, λοιπόν, βομβαρδίσουμε το αριστερό, για ώρα, με διαφορετικά ερεθίσματα, αυτό θα τα δώσει όλα προκειμένου να αποδείξει πως μπορεί να τα βγάλει πέρα, θα αρνηθεί να αφήσει το δεξιό να βοηθήσει (που θα περιοριζόταν να κάτσει να ακούει σαν να ήταν μουσική και δεν θα πάλευε να βγάλει συμπέρασμα), ώσπου, στο τέλος, το αριστερό, εξαντλημένο, θα τα παρατήσει κι’ ο ασκητής θα νοιώσει ανίκανος να σκεφτεί έστω και μια λέξη.
Στο μετρό
Ανακούφιση που ένιωσε η Τασία, μόλις διάβηκαν την είσοδο του Μετρό! Αλλά, ταυτόχρονα, απόρησε λίγο. Αυτό που της έλειπε ήταν ο περιηγητής, όχι μια απλή στέγη πάνω απ’ το κεφάλι της. Ακόμη κι’ αυτό, το ελάχιστο όμως, φαίνεται πως κάτι έκανε.
Οι σκάλες δεν λειτουργούσαν. Μόνο στην άνοδο, αλλά κι’ εκεί, με το ζόρι. Επίτηδες το έκανε η Αρχιεπισκοπή. Θέλετε να πηγαινο-έρχεστε στους δρόμους και ν’ ανεβο-κατεβαίνετε σκάλες; Θα σας βγάλω την πίστη. Γρήγορα σπίτια σας! Με τελε-νοβέλες, Εκπροσώπους και άγιος ο θεός. Απλό.
Πήγε και στήθηκε στην ουρά για τα εισιτήρια. Η Κυρία περίμενε λίγο πιο πέρα. Με σιδερόφραχτο ιππότη έμοιαζε, κρυμμένη έτσι όπως ήταν πίσω απ’ τον προστατευτικό ρουχισμό της. Σε αυτήν την δια ζώσης έξοδο τους δεν υπήρχε περιθώριο για κομψότητες. Φεύγοντας, η Κυρία έριξε πάνω της την πιο βαριά προστατευτική της στολή και την έσφιγγε τώρα νευρικά γύρω απ’ το σώμα της. Η Τασία την δικαιολογούσε απολύτως. Ανάμεσα σε τόσο κόσμο, όσες προφυλάξεις και να έπαιρνε κανείς, πάλι λίγες ήσαν.
Έβγαλε το μπλοκάκι της να επιβεβαιώσει πως είχε να πληρώσει τα εισιτήρια. Κάθε εβδομάδα η Κυρία της έδινε για τα έξοδα του σπιτιού, αλλά τα εισιτήρια αυτά ήταν κάτι απρόβλεπτο.
Η ουρά προχωρούσε αργά. Μα πού πήγαιναν όλοι αυτοί; Άδικο είχε μετά η Αρχιεπισκοπή;
«Κυρία Ζωή;». Σφίχτηκα με το που άκουσα αυτό το «Κυρία». Για νέα κρίση πηγαίναμε, σίγουρα.
«Ναι;»
«Πού το πάτε—με όλα αυτά περί προσοχής; Ακούμε, ακούμε, αλλά συμπέρασμα δεν βγάζουμε. Τι προσπαθείτε να μας πείτε; Πέστε το καθαρά». Η ένταση στη φωνή της ήταν ολοφάνερη.
«Κοιτάξτε, δεν προσπαθώ να σας μπλέξω», απάντησε συμβιβαστικά η κυρά Ζωή. «Θα τα ξαναπώ. Χοντρικά, οι άνθρωποι έχουμε δυο είδη προσοχής. Και τα δυο είναι εξ’ ίσου σημαντικά, όμως το ένα, αυτό που συνήθως συνδέεται με τον λόγο και το κυρίαρχο χέρι—αυτό που „χειρίζεται“ τον κόσμο—δεν συνεργάζεται με το άλλο. Τα θέλει όλα δικά του. Σύμφωνοι;»
Ωραία. Σύμφωνοι.
«Προηγουμένως, η Τασία μας εξήγησε πως αυτά που λέμε „αριστερή“ ή „δεξιά“ προσοχή δεν είναι παρά σχήματα λόγου. Στην πραγματικότητα μιλάμε για το είδος ή την ποιότητα της προσοχής που μπορεί να συνεισφέρει, όχι μόνο το αριστερό ή το δεξί ημισφαίριο, αλλά και το άνω τμήμα του εγκεφάλου με το κάτω, το πρόσθιο με το πίσω, κλπ. Ναι;»
Συγκατανεύσαμε. (Και ναι, πολύ χάρηκα που με ανέφερε με τ’ όνομά μου.)
«Οπότε καταλήγουμε να μιλάμε για ένα μείγμα. Τα ποσοστά αυτού του μίγματος καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τι, αλλά κυρίως πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Θυμηθείτε τους δείκτες στο πιλοτήριο του αεροπλάνου—για το τι—και την βελόνα του ραδιόφωνο—για το πώς. Η βελόνα μετακινείται ανάλογα με τις ανάγκες μας, αλλά και ανάλογα με την κοινωνία, τον πολιτισμό και την εποχή που ζούμε. Θυμηθείτε τον Αχιλλέα, τον Πετράρχη και τον Αταχουάλπα».
Άκου «θυμηθείτε τον Αταχουάλπα»! Αλλά, έστω. Και λοιπόν;
«Ίσως βοηθήσει στο σημείο αυτό να σας ξεκαθαρίσω πως αν και τις αποκαλώ «διδαχές», η παράδοση των Αμώμων, δεν προορίζεται για να διδάσκεται—ούτε γι’ αστείο! Οι διδαχές σκοπό έχουν να οικοδομήσουν μια ορισμένη οπτική γωνία απέναντι στα πράγματα. Ο τρόπος για ν’ αρχίσει κανείς να συμμερίζεται την οπτική αυτή γωνία δεν ήταν με την „διδασκαλία“ της, αλλά με την μακρόχρονη, αδιάκοπη, συμβίωση με άτομα που ήδη την κατείχαν και την εφάρμοζαν. Η μεταφορά της γνώσης δηλαδή, γινόταν δι’ ωσμώσεως, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο.»
«Όμως, οι Άμωμοι, το πήγαιναν κι’ ένα βήμα πάρα πέρα. Όχι μόνο δεν δίδασκαν τις γνώσεις τους, αλλά προϋπέθεταν και την ενεργητική—και απολύτως συνειδητή—εξαπάτηση του επίδοξου ασκητή. Έκαναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους για να πείσουν πως αυτό που συνέβαινε στην Σπηλιά ήταν άσχετο με το πραγματικό αντικείμενο των διδαχών.»
«Ανά τους αιώνες, οι Άμωμοι χρησιμοποίησαν διάφορους „μανδύες“ για να μασκαρέψουν—απ’ τα ίδια τους τα μέλη!—τις δραστηριότητές τους. Όσοι γίνονταν δεκτοί στο χαλαρό αυτό κοινόβιο, οδηγούνταν να πιστέψουν πως ήσαν μοναχοί, αγρότες, ακόμη και κλέφτες. Δεν είχε σημασία ο „μανδύας“ που θα επιλεγόταν κάθε φορά. Μπορούσε να 'ναι οτιδήποτε ταίριαζε σε κάθε εποχή.»
«Γιατί οι Άμωμοι έμπαιναν σ’ όλη αυτή την ταλαιπωρία; Πίστευαν πως αν το αντικείμενο των διδαχών διατυπωνόταν καθαρά και ξάστερα, ελάχιστοι θα αντιλαμβάνονταν περί τίνος πρόκειται. Αλλά ακόμη κι’ αυτοί, οι λίγοι, που μπορεί να έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον, το πιο πιθανό ήταν αργότερα να αποδεικνύονταν ακατάλληλοι. Το ενδιαφέρον τους θα αποκαλυπτόταν πως είχε ταπεινά ελατήρια. Στο μονοπάτι των Αμώμων δεν υπήρχαν εθελοντές!»
«Μα γιατί;» μου ξέφυγε με κάποιο παράπονο.
«Τα λόγια είναι πολύ ξώφαλτσα, χρυσό μου. Ό,τι και να κάνεις, ο άλλος κουνάει το κεφάλι, σου λέει πως κατάλαβε—πιθανότατα, να το πιστεύει κιόλας—και την επόμενη είναι ίδιος ακριβώς με την προηγούμενη. Τίποτα δεν έχει αλλάξει μέσα του».
Δηλαδή, σαν τι να άλλαζε; Η κυρά Ζωή πρέπει να καταλάβαινε πολύ διαφορετικά από μας κάποια πράγματα.
«Τους Άμωμους δεν τους ενδιέφερε η κατανόηση, η απλή αποκωδικοποίηση του νοήματος των λέξεων απ’ το αριστερό ημισφαίριο. Αυτό που ήθελαν, ήταν να ξεκουνηθεί το δεξί και να εξαναγκάσει το αριστερό να επανεξετάσουν, από κοινού, την συνεργασία τους».
Δηλαδή;
«Σας είπα, δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά—δεν είναι για όλους. Όσοι διάλεξαν να βαδίσουν το μονοπάτι των Αμώμων, το έκαναν με ορθάνοιχτα πάντα μάτια, χωρίς προσευχές, ψαλμωδίες ή περίεργες στάσεις του σώματος—χωρίς απομόνωση, στη μέση του κόσμου της καθημερινής ζωής! Πορεύθηκαν με οδηγούς τις φυσικές διδαχές και την αναπνοή, κυρίως. Αυτό που έκαναν είναι ένα παιχνίδι του μυαλού. Μετάνοια, το ονόμασαν—από το μετά-νοώ, δηλαδή αλλάζω τρόπο σκέψης. Μιλάμε για έναν μοναχικό, πολύχρονο αγώνα με σκοπό να καταφέρει κανείς να ισορροπήσει τα πράγματα μέσ’ το κεφάλι του, αλλάζοντας τόσο το τι σκέφτεται, όσο και το πώς σκέφτεται.»
«Τελικός στόχος της μετάνοιας ήταν μια κατάσταση που αποκαλούσαν διαφάνεια. Στην κατάσταση αυτή το αριστερό ημισφαίριο έχει πάψει πια να μιλάει ακατάπαυστα για τον εαυτό του και τα έργα του—αφού, κανονικά, δεν ξέρει να κάνει και τίποτ’ άλλο—κι’ έχει αφήσει χώρο στο δεξί ν’ ακούσει και να δει την πραγματικότητα, χωρίς παρεμβάσεις. Την ίδια ώρα όμως, ο ασκητής παρέμενε απολύτως παρών μέσα στον κόσμο. Μπορεί να όργωνε το χωράφι του ή να πουλούσε το εμπόρευμά του στην αγορά και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε μέσ’ το μυαλό του.»
Προκειμένου να…τι; ΤΙ;
Η κυρά Ζωή έκανε μια μεγάλη παύση. Μας κοίταξε. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και μετά χαμογέλασε, ντροπαλά. Το ερωτηματικό, τεράστιο και φοσφοριζέ, αναβόσβηνε στα πρόσωπά μας.
«Γιατί τα κάνει όλ’ αυτά ο ασκητής, έ; Τι κερδίζει; Αυτή είναι μια ερώτηση του αριστερού ημισφαιρίου και η εύκολη απάντηση είναι…τίποτα! Ούτε την βασιλεία των ουρανών υποσχέθηκαν—ή ονειρεύτηκαν—ποτέ οι Άμωμοι, ούτε οποιαδήποτε ηθική ή υλική απολαβή. Οι Άμωμοι, σας ξαναλέω, ποτέ δεν ασχολήθηκαν με τα αντικείμενα—την επικράτεια του αριστερού ημισφαιρίου. Πάντα ο τρόπος ήταν που τους απασχολούσε, το δεξί ημισφαίριο».
«Δεν χρειάζεται, ελπίζω, να σας πω πως οι ασκητές δεν είχαν στολές, βαθμίδες, εξετάσεις ή πτυχία. Δεν υπήρχαν τελετές, ούτε σκήπτρα ή κορώνες. Στα ρούχα τους οι Άμωμοι δεν έραβαν σειρήτια, ζώνες ή παράσημα. Δεν προσέβλεπαν στον έπαινο ή την αναγνώριση, ούτε καν των συντρόφων ή των γεροντότερων τους. Δεν ήταν γι’ αυτούς όλ’ αυτά. Μοναδικός κριτής του καθενός, είναι ο εαυτός του. Κάθε βήμα στο μονοπάτι της Σπηλιάς, μόνο αυτός που το δρασκελίζει, ξέρει να το μετρήσει. Όχι με το μίζερο, εγωιστικό, αριστερό ημισφαίριο, αλλά με το δεξί, που ούτε απογοητεύεται, ούτε ελπίζει. Απλώς νιώθει, όλο νιώθει.»
«Οπότε, τις διδαχές δεν τις εξασκεί κανείς για να…οτιδήποτε. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό που ίσως δει να μεγαλώνει μέσα του είναι ο αυτο-έλεγχος, η αυξημένη συνείδηση. Έλεγχος ή συνείδηση τίνος πράγματος, θα ρωτήσετε. Του εαυτού του, της μοίρας του. Για να κάνει τι; Οτιδήποτε. Οι διδαχές των Αμώμων δεν είχαν, παρά πολύ έμμεση, ηθική διάσταση. Όμως είναι τόσες—και τέτοιες—οι αλλαγές που πρέπει να επιτύχει ένας ασκητής για να προχωρήσει στο μονοπάτι των Αμώμων, ώστε δεν μένει χώρος για εγωκεντρισμό κανενός είδους. Θεωρητικά πάντως, οι ασκητές ήσαν ελεύθεροι να κάνουν ό,τι τους κατέβαινε, αρκεί να το έκαναν κατά τρόπο συμβατό με τις διδαχές.»
«Όταν, λοιπόν, μετά από μια μακρά και επίπονη περίοδο μετάνοιας, ο ασκητής άρχιζε να νιώθει μέσα του τα πρώτα σκιρτήματα διαφάνειας, ο παλιός του εαυτός, σαν ξεραμένο κουκούλι, έμενε πίσω κι’ ο καινούργιος, σαν νεογέννητη πεταλούδα, άνοιγε τις φτερούγες της αντίληψης της για να πετάξει προς το φως—ένα φως, όπως η ίδια το όριζε. Αυτό ήταν το όνειρο των Αμώμων—αιώνες ολόκληρους πριν τον κακομοίρη τον Νίτσε».
«Όμως, δεν τελειώσαμε. Υπάρχει, και κάτι ακόμα.»
«Τι θα γίνει τώρα κυρά Ζωή; Πάλι τρεις φορές πρέπει να σας παρακαλέσουμε;»
«Δεν θα 'ταν άσχημα. Χα, χα, χα», απάντησε η κυρά Ζωή κι’ έσκασε στα γέλια.
Κοιταχτήκαμε. Έτοιμη να σηκωθεί και να φύγει ήταν η Χρύσα. Της έκανα ένα παρακλητικό νεύμα. Μια τρελόγρια ήταν, στο τέλος-τέλος. Γιατί συγχυζόταν τόσο;
Η Χρύσα κούνησε το κεφάλι της. «Για χάρη σου», μουρμούρισε, χωρίς να με κοιτάξει, και ξανακάθισε.
Η κυρά Ζωή δεν σταμάτησε να κακαρίζει, απολύτως αμέριμνη, φαινομενικά. Όμως, στην πραγματικότητα, μας παρακολουθούσε πολύ προσεκτικά. Σαν πειραματόζωο μ’ έκανε να αισθάνομαι ώρες-ώρες.
«Λοιπόν, τι θα γίνει; Να σας πω;» ρώτησε τελικά η κυρά Ζωή.
«Ναι, κυρά Ζωή. Πες μας» απάντησα. Και μετά, για πλάκα κυρίως, επανέλαβα. «Πες μας. Πες μας». Πήγα να γελάσω, αλλά δεν μ’ ακολούθησε κανείς. Δεν επέμεινα.
Κάποιος πρέπει να δυνάμωσε τους γρύλους εκείνη την στιγμή. Πολύ φασαρία μου φάνηκε πως έκαναν.
Η κυρά Ζωή ψιθύρισε κάτι σιωπηλά. Σαν να προσευχόταν έκανε.
Στο τέλος, κούνησε το κεφάλι της κι’ έδειξε, πίσω της, την πρόσοψη της Σπηλιάς.
«Βλέπετε εκείνη την εσοχή, ψηλά, πάνω στο βράχο;»
Όχι, ήταν σκοτεινά, τίποτα δεν διακρίναμε. Σηκωθήκαμε, πλησιάσαμε, κι’ η κυρά Ζωή μας υπέδειξε το σημείο με το δάχτυλό της. Κάτι σαν μικρό πλάτωμα ήταν, σκαμμένο, πολύ ψηλά, πάνω στο βράχο.
«Βίγλα την λένε», είπε η κυρά Ζωή. «Παλιά ήταν λίγο πιο μεγάλη. Αλλά πάντα, χωρούσε ένα μόνο άτομο, ξαπλωμένο. Έπρεπε όμως να προσέχει πάρα πολύ, όποιος το επιχειρούσε, γιατί δεν υπήρχε χώρος ν’ αλλάξει πλευρό. Κι’ αν έπεφτε από εκεί πάνω, δεν θα την έβγαζε καθαρή».
Κουνήσαμε τα κεφάλια μας. Πάνω από είκοσι μέτρα ύψος πρέπει να ήταν.
«Ο κόσμος νομίζει πως το σημείο αυτό ήταν παρατηρητήριο. Πως από εκεί οι παλιοί λατόμοι παρακολουθούσαν την κίνηση στο βουνό. Μπορεί, δεν λέω—στην αρχαιότητα, δεν ξέρω τι γινόταν. Την εποχή των Αμώμων όμως, χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο μιας άφιξης εντελώς διαφορετικής—μιας άφιξης πολύ πιο προσωπικής».
Η κυρά Ζωή έκανε εδώ άλλη μια παύση. Έμοιαζε σαν να δοκίμαζε, αλλά να μην έβρισκε τον σωστό τόνο. Μετά, συνέχισε.
«Δεν ήσαν πρώτοι οι Άμωμοι. Όχι πως τους ενδιέφερε, πάντως δεν ήσαν οι πρώτοι. Όμως, ήσαν οι πρώτοι—και, νομίζω, οι μόνοι—που το επιχείρησαν τόσο στεγνά, τόσο αφηρημένα. Χωρίς τελετές, χωρίς στολές, όλα γυμνά, φόρα-παρτίδα. Στο άπλετο φως, σταυρωμένοι πάνω στο μάρμαρο.»
Ένα μέταλλο ακουγόταν τώρα στη φωνή της κυρά Ζωής.
«Θα σας μιλήσω μεταφορικά. Δεν βρίσκω άλλο τρόπο. Στο μονοπάτι των Αμώμων υπάρχει ένα σημείο, μετά το οποίο, επιστροφή δεν υπάρχει πια. Ο ασκητής—αν και συνεχίζει να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους—έχει πια απομακρυνθεί τόσο πολύ απ’ αυτούς που δεν γίνεται να επιστρέψει. Μόνο να συνεχίζει μπορεί. Οι παλιοί έλεγαν πως το μονοπάτι του έχει πάρει τα μυαλά, τον έχει ξεμυαλίσει.»
«Για έναν τέτοιο ασκητή δυο ενδεχόμενα υπάρχουν. Ή θα συνεχίσει στο μονοπάτι με τον τρόπο που διάλεξε να το βαδίσει, μέχρι που να τον βρει ο θάνατος ή θα επιχειρήσει το άλμα—το άλμα στο άπειρο».
Ανατρίχιασα. Δεν γύρισα να κοιτάξω την Χρύσα. Φοβόμουν πως αν αποσπούσα το βλέμμα μου, η κυρά Ζωή θα πέταγε μακριά.
«Τι είναι το άλμα, ε; Ιδού η απορία. Πρόκειται για κάτι που εύκολα παρεξηγεί κανείς. Αν το πάρουμε κατά γράμμα, μοιάζει απίστευτο. Όμως είναι δυνατό, είναι απολύτως δυνατό, σας διαβεβαιώ. Ο άνθρωπος, η συνείδηση του ανθρώπου, κρύβει δυνατότητες που ούτε που φαντάζεται ακόμη η επιστήμη. Θα σας το πω όσο πιο απλά μπορώ.»
«Ας αρχίσουμε απ’ τα βασικά. Υπάρχει θεός; Και βέβαια υπάρχει. Είναι εδώ, μπροστά μας, γύρω μας, και μέσα μας. Δεν έφτιαξε το σύμπαν, ο θεός. Είναι το σύμπαν. Ενδιαφέρεται για καθέναν από μας, ολόψυχα, με τον ίδιο τρόπο που ενδιαφέρεται και για κάθε άστρο, κάθε αμοιβάδα και κάθε μόριο ή άτομο. Δεν είμαστε εμείς, οι άνθρωποι, φτιαγμένοι „κατ“ εικόνα και καθ’ ομοίωσην’. Ολόκληρο το σύμπαν είναι ομοούσιο, αφού είναι φτιαγμένο από „θεό“—αυτό το πανταχού παρόν, φωτεινό πεδίο ωμής επίγνωσης. Αυτό είναι που κάνει τα άστρα να λάμπουν, τα βουνά να στέκονται στη θέση τους κι’ εμάς να προσέχουμε, ν’ αντιλαμβανόμαστε και να κατανοούμε. Είναι η ενέργεια που διατρέχει κάθε τι, ζωντανό ή όχι, και που συνδέει τα πάντα μεταξύ τους. Τίποτα δεν είναι διακριτό ή χωριστό. Αυτό που λέμε απόσταση δεν υπάρχει, είναι ψευδαίσθηση. Την στιγμή του θανάτου μας δεν ανοίγουν οι πύλες του ουρανού—αυτή είναι η ανθρώπινη ματαιοδοξία, το αριστερό μας ημισφαίριο, που μιλάει. Τα υλικά απ’ τα οποία είμαστε φτιαγμένοι—και τα οποία συνεχώς ανακυκλώνουμε κατά την διάρκεια της ζωής μας—επιστρέφουν εκεί, απ’ όπου ποτέ δεν έφυγαν. Στο σύμπαν. Στον θεό. Όσο για την συνείδησή, την ενέργεια αυτή μέσα μας, δεν χάνεται. Θα μπορούσαμε να πούμε πως εξατμίζεται, αλλάζει δομή και υπόσταση, όπως το νερό, που γίνεται αέρας. Όμως—και εδώ είναι που θέλω να καταλήξω—υπάρχει και μια άλλη δυνατότητα. Κανονικά, ενεργοποιείται από μόνη της, ειδικά σε στιγμές μεγάλης έντασης. Όμως τα όντα με αναπτυγμένη συνείδηση εαυτού μπορούν να επιχειρήσουν να την ενεργοποιήσουν και εκούσια—αν και, για να πω την αλήθεια, κανείς δεν ξέρει αν όλη αυτή η προσπάθεια κάνει καμιά διαφορά, τελικά».
«Ο ασκητής που θα βαδίσει στη σκιά των Αμώμων, χωρίς φόβο ή ελπίδα, θα’ ρθει μια μέρα που θα κοιτάξει μέσα του και μπορεί να βρει μια άλλη δυνατότητα. Όμως κανείς, και πόσο μάλλον ο ίδιος, δεν ξέρει αν θα την πραγματώσει. Αυτό, θα το μάθει εκεί πάνω», είπε η κυρά Ζωή κι’ έδειξε την βίγλα.
«Παλιά, είχαν μια σκάλα», παρατήρησε ξερά. «Ο ασκητής σκαρφάλωνε μέχρι εκεί πάνω και, μετά, κλότσαγε την σκάλα μακριά, ώστε να μην μπορεί να κατέβει. Στεκόταν εκεί, ο ασκητής, και με μόνο οδηγό την αναπνοή, τον σύντροφο της ζωής του, περίμενε. Μπορεί να καθόταν, μπορεί και να ξάπλωνε, αλλά πάντα προσεκτικά, μην πέσει. Ό,τι κι’ αν έκανε, ο ασκητής περίμενε. Τι περίμενε; Τον θάνατο. Μπορεί να „ρχόταν μέρα, μπορεί νύχτα. Όποτε κι“ αν ερχόταν, ο ασκητής έπρεπε να „ναι έτοιμος. Γιατί οι ρόλοι είχαν πλέον αντιστραφεί. Δεν κυνηγούσε ο θάνατος πια τον ασκητή. Ο ασκητής τον παραμόνευε. Αυτό είναι, το ύστατο κόλπο του δεξιού ημισφαιρίου. Να χρησιμοποιήσει την ίδια την στιγμή του θανάτου σαν εφαλτήριο για να μεταπηδήσει ολόκληρη η συνείδηση κάπου αλλού. Πού; Οπουδήποτε. Σε μια πέτρα, σ“ ένα δέντρο, σ’ ένα ρυάκι. Οπουδήποτε.»
«Ό,τι κι’ αν συνέβαινε στην βίγλα, το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Οι σύντροφοι του ασκητή έβρισκαν το άψυχο σώμα του πεσμένο κάτω, στη ρίζα του βράχου. Το έπαιρναν και το έθαβαν, είτε μέσα στην Σπηλιά, είτε στο κοιμητήριο, που υπήρχε λίγο πάρα πέρα. Είχε καταφέρει ο σύντροφός τους να κάνει το άλμα ή είχε, απλώς, τσακιστεί, σαν άλλος ένας απλός άνθρωπος; Ο ίδιος μόνο ήξερε. Μύθοι όμως υπάρχουν πολλοί, όπως καταλαβαίνετε».
«Άντε, φύγετε τώρα. Κοντεύει να ξημερώσει».
Σηκώθηκα, αυτόματα. Γύρισα. Η Χρύσα είχε μείνει στη θέση της. Κάτι την απασχολούσε.
«Ναι, αλλά γιατί το λένε άλμα;» ρώτησε.
«Επειδή…πηδούσαν;» απάντησε η κυρά Ζωή. Ο τόνος της με μπέρδεψε. Δεν κατάλαβα αν αστειευόταν ή μας έκανε πλάκα.
«Από εκεί πάνω;», επέμεινε η Χρύσα και έδειξε με το κεφάλι της την βίγλα.
«Δεν σας μιλάω μεταφορικά. Δεν γίνονται με μισή καρδιά τα πράγματα αυτά. Την στιγμή που η προσοχή του ασκητή μεταπηδά, το σώμα του ασκητή ρίχνεται στο κενό. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Δεν υπάρχει χώρος για τίποτ’ άλλο.»
Δυο-τρεις μέρες αργότερα, όταν καταφέραμε να επισκεφθούμε και πάλι την σπηλιά, ήμασταν ακόμη εντελώς αλλοπαρμένες—αλλά και κάπως μουδιασμένες. Πάντως, το θέμα δεν ήταν αν πιστεύαμε—ή δεν πιστεύαμε—όσα μας έλεγε η κυρά Ζωή. Ποτέ δεν το βάλαμε σ’ αυτή την βάση.
Δεν είχαμε κατέβει καλά-καλά απ’ τα ποδήλατα μας κι’ η Χρύσα της φώναξε λαχανιασμένη «Κυρά Ζωή! Θέλουμε κι’ άλλα για το άλμα». Σταμάτησε να καταπιεί το σάλιο της και συνέχισε «Πρακτικά πράγματα, όχι ιστορίες πάλι. Πώς γινόταν; Με ποιο τρόπο; Και μετά; Τι συνέβαινε μετά το άλμα;»
Η κυρά Ζωή χαμογέλασε. Το ύφος της όμως, ήταν σοβαρό. «Καταλαβαίνω πώς νοιώθετε», είπε. «Θα σας πω όλα όσα ξέρω».
Σηκώθηκε να ρίξει άλλο ένα ξύλο φωτιά. Ήταν μια δουλειά που η κυρά Ζωή επέμενε να κάνει μόνη της κι’ ας προσφερόμασταν να την βοηθήσουμε κάθε φορά.
«Αυτοί που βάδισαν το μονοπάτι των Αμώμων ήσαν λογής-λογής άνθρωποι», άρχισε σκεπτική. "Οι σπουδασμένοι, ήσαν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι ήσαν παρακατιανοί, περιθωριακοί. Ανθρώπους με την «πλάτη στον τοίχο» θα μπορούσαμε να τους πούμε—με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
«Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ποτέ οι Άμωμοι δεν επιχείρησαν να διαδώσουν τις θεωρίες τους. Θεωρούσαν πως—στην μορφή που κατάφεραν να τις φτάσουν—η θέση ιδεών όπως η μετάνοια, η διαφάνειας και το άλμα δεν μπορούσε παρά να είναι στο περιθώριο. Θυμηθείτε πως στην εποχή των Αμώμων ο Κοπέρνικος, που θεωρείται πως ξεκίνησε την περίοδο της Επιστημονικής Επανάστασης στην Ευρώπη, δεν είχε ακόμη δημοσιεύσει το έργο του. Ούτε να ονομάσουν δεν ήξεραν οι Άμωμοι, τι ήταν αυτό που τους έλειπε.»
«Αλλά και τώρα που ας πούμε πως κάπως έχουν αλλάξει κάποια πράγματα, και πάλι, η κατοπινή εξέλιξη κάθε άλλο παρά προδιαγεγραμμένη είναι. Για τέτοιου είδους αλλαγές χρειάζεται χρόνος—πολύς χρόνος. Δεν μιλάμε για αιώνες, ίσως ούτε για χιλιετηρίδες. Και τίποτα δεν αποκλείει ο άνθρωπος ποτέ να μην πάει προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορεί η σκυτάλη να περάσει σε κάποιο άλλο είδος. Ένας θεός ξέρει…».
Η φωνή της έσβησε.
Κοιταχτήκαμε, με την Χρύσα. Άλλ’ αντ’ άλλων! Δεν ήταν σε καλή διάθεση, φαίνεται, η κυρά Ζωή. Τι την ρώτησε, η Χρύσα, και τι μας απαντούσε αυτή. Αλλά, δεν χρειάστηκε να πούμε κάτι. Συνήλθε από μόνη της.
«Όμως, φλυαρώ. Κι’ εσείς κάνατε τόσο δρόμο. Λοιπόν, αυτό που ξεκίνησα να λέω είναι πως όποιος κι’ αν εμφανιζόταν στο κατώφλι της Σπηλιάς, είτε μορφωμένος, είτε μεροκαματιάρης, οι Άμωμοι θα τον καλωσόριζαν και θα φρόντιζαν να σχηματίσει όσο πιο λάθος εντύπωση γινόταν, σχετικά με το τι ακριβώς συνέβαινε εδώ. Συνήθως, οι Άμωμοι παρίσταναν τους καλόγερους, όπως σας είπα. Δεν αποκλείω να ήταν κάποιο είδος εσωτερικού αστείου αυτό. Γιατί αν υπήρχε ένα πράγμα, με το οποίο οι Άμωμοι ήσαν σταθερά αντίθετοι, αυτό ήταν ο αναχωρητισμός—σε κάθε του μορφή—και ας ήταν τόσο συγγενικοί, κατ’ αρχάς, οι στόχοι τους. Πίστευαν πως οι αρνήσεις που επιβάλλει ο αναχωρητισμός, το μόνο που καταφέρνουν είναι να παγιδεύουν αυτό που οι Άμωμοι επιδίωκαν με κάθε τρόπο να απελευθερώσουν—την προσοχή. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους δεν συνιστούσαν ούτε δραστηριότητες, όπως η προσευχή ή ο διαλογισμός, ούτε καν κάποια συγκεκριμένη στάση του σώματος, όπως του λωτού, του καρότου ή δεν ξέρω ποιου άλλου. Χα, χα, χα!».
Ούτε ένα φρύδι δεν κουνήσαμε. Η κυρά Ζωή κατάλαβε και συνέχισε πιο σοβαρά.
«Τον δρόμο της μετάνοιας οι ασκητές τον βάδιζαν μέσ’ την καθημερινή ζωή, ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Η Σπηλιά δεν ήταν γι’ αυτούς παρά ορμητήριο και τόπος ανανέωσης. Για τους Άμωμους, το παιχνίδι, όλο, κερδίζεται ή χάνεται στο επίπεδο της προσοχής. Αυτή πίστευαν πως είναι η πιο θεμελιώδης, η πιο δημιουργική λειτουργία».
Γύρισε και μας κοίταξε.
«Σας κάνει εντύπωση που την αποκαλώ „δημιουργική“; Και όμως είναι. Οι Άμωμοι πίστευαν πως αυτή η ωμή ενέργεια που μας περιβάλλει και της οποίας είμαστε μέρος, περικλείει κάθε πιθανότητα, κάθε ενδεχόμενο. Μπορεί ο εγκέφαλός μας να έχει μάθει να ερμηνεύει τα πράγματα με ένα ορισμένο τρόπο—αυτόν που αποκαλούμε πραγματικότητα—αλλά αυτό δεν είναι παρά αποτέλεσμα της βιολογικής εξέλιξης. Ο εγκέφαλός μας προσπαθεί, ανάλογα με τις συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε, να ερμηνεύσει τα πράγματα κατά τρόπο ώστε να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα να επιζήσουμε μέχρι να κάνουμε απογόνους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως τα πράγματα είναι όπως μας τα λέει. Δεν είναι ούτε όπως τα βλέπει ένας επιστήμονας, ούτε ένας παπάς, ούτε και κάποιος που αποκαλούμε „σχιζοφρενή“. Ο καθένας τους απλώς επιβάλλει στις πληροφορίες των αισθήσεων μια συγκεκριμένη ερμηνεία. Ε, εδώ είναι που μπαίνει η δημιουργική διάσταση της προσοχής και μας λέει: „Διάλεξε σε τι είδους πραγματικότητα θέλεις να ζήσεις!“ Αν έχουμε ελευθερία βούλησης—που δεν έχουμε, τουλάχιστον όχι ουσιαστικά—τότε να η ευκαιρία να την εξασκήσουμε. Γι’ αυτό και οι Άμωμοι πίστευαν πως η συνειδητή διαχείριση της προσοχής, η διαδικασία της μετάνοιας, όπως σας την ανέφερα, έπρεπε να είναι συνεχής και αδιάλειπτη, ακόμη και στον ύπνο!»
Εδώ, η κυρά Ζωή έκανε μια, λίγο θεατρική, παύση, εμείς τσιμπήσαμε, κι’ εγώ που πάντα αναλάμβανα τις προφανείς ερωτήσεις, ξεσπάθωσα.
«Πώς είναι δυνατόν αυτό; Δεν κοιμούνταν οι ασκητές;»
«Όχι», απάντησε ξερά η κυρά Ζωή.
Σιωπή. Όταν πια δεν άντεξα και πήγα κάτι να πω, η κυρά Ζωή χαμογέλασε και συνέχισε.
«Είναι πολύ περίεργο πράγμα η εστίαση της προσοχής. Λειτουργεί ακατάπαυστα, όπως η καρδιά, είτε είναι ξύπνιος, είτε κοιμάται κανείς. Όταν οι ασκητές κοιμούνταν, συνέχιζαν τον αγώνα τους, εφαρμόζοντας την παμπάλαια τεχνική του συνειδητού ονείρου. Ευτυχώς, τελευταία, έχει αρχίσει να την παραδέχεται και η επιστήμη.»
«Τι είναι αυτό πάλι;», διέκοψε, λίγο άγαρμπα, η Χρύσα. «Πώς γίνεται;»
«Στα όνειρα, η εικόνα δεν μένει σταθερή», εξήγησε η κυρά Ζωή. «Αλλάζει συνέχεια, όπως και η αίσθηση του χρόνου. Μπορεί δηλαδή κανείς να νοιώθει πως ζει κάτι για πολύ ώρα, ενώ η πραγματική εμπειρία να έχει κρατήσει λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Αυτό που κάνει ο ασκητής είναι να ψάχνει για κάτι, την εικόνα του οποίου θα μπορέσει να διατηρήσει σταθερή, καθώς το υπόλοιπο όνειρο θα συνεχίσει ν’ αλλάζει. Συνήθως, οι ασκητές έψαχναν το σώμα τους, π.χ. τα χέρια τους, όμως το συγκεκριμένο σημείο δεν έχει σημασία. Ό,τι θέλει μπορεί να είναι, αρκεί να παραμένει σταθερό. Μόλις οι ασκητές κατάφερναν να το κάνουν αυτό επαναλαμβανόμενα, η πορεία τους στο μονοπάτι έμπαινε σε νέα φάση. Είχαν πια το ίδιο είδος ελέγχου στην προσοχή τους, είτε ήσαν ξύπνιοι, είτε κοιμισμένοι.»
«Όπως και με όλα τα πράγματα, κάποιοι έχουν εκ φύσεως έφεση σ’ αυτό το πράγμα. Οι υπόλοιποι, το επιτυγχάνουν μόνο μετά από αγώνα και αφού πρώτα καταφέρουν να βάλουν σε κάποιο λογαριασμό την προσοχή τους, όσο είναι ξύπνιοι. Αλλά, μόλις ο ασκητής αρχίσει να ονειρεύεται συνειδητά, μετά, το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο.»
«Πάμε τώρα σ’ αυτό που ονόμασα διαφάνεια. Σκεφτείτε κάποιον που δουλεύει με το σώμα του. Μια μπαλαρίνα, έναν γυμναστή. Τι φοβερό έλεγχο που έχουν επιτύχει, ε;»
Ναι. Μπορεί να μην είχαμε δει ποτέ ζωντανά, αλλά καταλαβαίναμε για τι πράγμα μας μιλούσε.
«Σκοπός του ασκητή είναι να πετύχει κάτι ανάλογο, αλλά με το μυαλό. Κάθε σκέψη, κάθε εστίαση της προσοχής, να συμβαίνει μόνο εφόσον εναρμονίζεται με τα σχέδια και τις επιθυμίες του. Να σκέφτεται με χάρη, με αποτελεσματικότητα και με οικονομία κινήσεων. Τίποτα το περιττό να μην ρυτιδώνει τον νου του, μόνο τα απαραίτητα. Μια τέτοια προσέγγιση απελευθερώνει ενέργεια που μπορεί κανείς μετά να διαθέσει σε πράγματα που προηγουμένως έμοιαζαν αδύνατα ή και αδιανόητα. Λογικό δεν είναι;»
Ναι. Αλλά πάλι γύρω-γύρω το πήγαινε η άτιμη.
«Ξέρετε πως όταν κλείνετε τα μάτια και ανακαλείτε μια εικόνα με την φαντασία σας—ενός ποτηριού, ας πούμε—ο εγκέφαλος αντιδρά κατά τρόπο που δεν διαφέρει και τόσο πολύ από όταν πραγματικά κοιτάτε το ποτήρι; Τα ίδια κέντρα ενεργοποιούνται, το έχει αποδείξει αυτό η επιστήμη. Ψάξτε το, αν δεν το ξέρετε».
Πράγματι, το ψάξαμε μετά και το επιβεβαιώσαμε.
«Η βασική τεχνική των Άμωμων—αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι—ήταν ο οραματισμός. Για να συνεχίσω με το παράδειγμα της μπαλαρίνας, αν η προσοχή του ασκητή αντιστοιχεί στο σώμα της μπαλαρίνας, τότε ο οραματισμός είναι η μουσική. Ένας οραματισμός υπό τον πλήρη έλεγχο του ασκητή, λεπτομερής, σταθερός και αδιάσπαστος, είτε κοιμόταν, είτε ήταν ξύπνιος. Αυτός ήταν ο δρόμος που μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε κάτι τόσο αδιανόητο, όπως το άλμα».
«Ας μιλήσουμε τώρα λίγο και για τον θάνατο. Θα σας το πω όσο πιο σταράτα μπορώ. Την στιγμή του άλματος ο ασκητής δεν επιδιώκει τον θάνατο για να κερδίσει κάποιο—παρά φύση—είδος αιώνιας ζωής. Δεν αυτοκτονεί ο ασκητής! Τον φυσικό του θάνατο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί! Πώς; Προσέξτε με: ανεξάρτητα απ’ την αιτία που η καρδιά σταματάει να τροφοδοτεί το σώμα με αίμα, αυτό που νοιώθει ο εγκέφαλος είναι κάτι σαν αναλαμπή, μια ακατανίκητη δύναμη που σαν τυφώνας αρπάζει την βαρκούλα της συνείδησης και την σμπαραλιάζει. Οι—λίγες, προφανώς—αναφορές που υπάρχουν για τις στιγμές αυτές τις περιγράφουν σαν μια τελευταία επιθεώρηση ζωής, όπου η συνείδηση σαρώνει βιαστικά τις αναμνήσεις στις οποίες έχει ακόμη πρόσβαση.»
«Αυτή την δύναμη είναι που στοχεύουν να εκμεταλλευτούν οι ασκητές—την τεχνική τους την αποκάλεσα „ύστατο κόλπο“ του δεξιού ημισφαιρίου. Μετά από μια ολόκληρη ζωή αδιάκοπης άσκησης, την στιγμή που ο θάνατος αρχίζει να διαλύει την επαφή της συνείδησης με το σώμα, ο ασκητής οραματίζεται κάτι απλό, μια πέτρα, ένα δέντρο, μια πηγή, κι’ η τόσο εξασκημένη του προσοχή, ενισχυμένη απ’ την δύναμη του θανάτου, εκτοξεύουν όλη του την συνείδηση στο αντικείμενο, επιβιώνοντας, έτσι, του θανάτου.»
«Αυτό είναι. Έτσι γίνεται το άλμα.»
Σιωπή. Η Χρύσα συνήλθε πρώτη.
«Μας…κοροϊδεύετε; Πώς είναι δυνατόν;» ρώτησε. Ούτε την στιγμή σεβάστηκε, ούτε τίποτα. Αλλά δεν θα είχαμε άλλη ευκαιρία. Για ό,τι είχαμε να πούμε, εκείνη ήταν η στιγμή. Το καταλαβαίναμε κι’ οι τρεις μας αυτό. Η κυρά Ζωή συνέχισε με θέρμη.
«Δεν ξέρω. Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς είναι δυνατόν», απάντησε. «Αλλά, σκεφτείτε. Κάθε δευτερόλεπτο που καθόμαστε εδώ και μιλάμε, εκατό δισεκατομμύρια νετρίνα που εκτοξεύθηκαν από τον ήλιο πριν από οκτώ λεπτά φτάνουν στην Γη και διαπερνούν κάθε μας νύχι. Ταυτόχρονα, πλέουμε σε μια θάλασσα μιονίων που παράγονται ψηλά στην γήινη ατμόσφαιρα. Δεν τα λέω εγώ αυτά, τα βιβλία φυσικής σας τα λένε. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα; Έχετε αναρωτηθεί ποτέ;»
«Ωραία, ωραία. Και…μετά το άλμα; Τι γίνεται μετά;», είπε συμβιβαστικά η Χρύσα.
«Μετά, ε; Μετά, η παράδοση των Αμώμων λέει πως ο ασκητής γνωρίζει την υπέρτατη ελευθερία. Μπορεί να πάει και να κάνει ό,τι θέλει. Όμως, μεταξύ μας, κι’ αυτό μια κουβέντα είναι. Πολλοί, δεν αντέχουν στην ιδέα να χαθούν μέσ’ την απεραντοσύνη. Παραμένουν στην περιοχή ή ακόμη και στο πρώτο εκείνο πράγμα, όπου εστίασαν την προσοχή τους την στιγμή του άλματος. Μένουν εκεί αγκιστρωμένοι και…όσο αντέξουν. Μετατρέπονται σε ξωτικά ή φαντάσματα που στοιχειώνουν έναν τόπο. Όμως, μην με παρεξηγήσετε. Δεν είναι ασκητής κάθε ξωτικό που συναντάει κανείς—όποιος ξέρει να τα διακρίνει, δηλαδή. Το άλμα μπορεί να συμβεί κι’ από μόνο του, όπως σας είπα.»
«Υπάρχουν όμως κι’ αυτοί», πρόσθεσε, «που αποφασίζουν να ταξιδέψουν. Απ’ τον έναν τόπο στον άλλο, κατ’ αρχάς. Οπουδήποτε μπορεί να τους φτάσει ο οραματισμός τους.»
«Και στο φεγγάρι;» πέταξε περιπαικτικά η Χρύσα.
«Οπουδήποτε», επανέλαβε η κυρά Ζωή. Και μετά συνέχισε, αφήνοντάς μας σύξυλες.
«Πώς νομίζετε πως γίνονται τα διαπλανητικά ταξίδια; Με διαστημόπλοια; Με κομπιούτερ και λέιζερ; Αυτά, είναι παιχνιδάκια του αριστερού ημισφαιρίου. Για να ταξιδέψει, η συνείδηση, το μόνο που χρειάζεται είναι το δεξί ημισφαίριο. Οραματισμός, μόνο οραματισμός. Τίποτ’ άλλο».
«Μα δεν είναι πραγματικό ένα τέτοιο ταξίδι», φωνάξαμε κι’ οι δυο ταυτόχρονα.
«Τι είναι πραγματικό;», μας ρώτησε με τον ίδιο ακριβώς τόνο η κυρά Ζωή.
Στην επιστροφή, με την Χρύσα, ούτε λέξη δεν ανταλλάξαμε. Το μυαλό μου το ένιωθα μουδιασμένο, μαγκωμένο, τίποτα δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ίσως είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τι εννοούσε η κυρά Ζωή, όταν έλεγε πως οι διδαχές των Αμώμων δεν είναι για να διδάσκονται. Όχι με λόγια, τουλάχιστον.
Στην επόμενη επίσκεψη—γιατί υπήρξε επόμενη επίσκεψη—η Χρύσα επέμεινε. Αυτή την φορά όμως, ξεκίνησε πιο προσεκτικά.
«Κυρά Ζωή, παρ’ όλα όσα μας έχετε πει, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι περνάει απ’ το μυαλό ενός ασκητή, την ώρα που στέκεται στη βίγλα κι’ ετοιμάζεται για το άλμα. Μπορείτε να μας πείτε κάτι πάρα πάνω;», ρώτησε ευγενικά.
«Δεν ετοιμάζεται για κανένα άλμα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο», απάντησε απότομα η κυρά Ζωή. «Ούτε σκέφτεται τίποτα. Αυτό που αποκαλείς „σκέψη“, δεν πατάει πουθενά, σκέτο απολειφάδι είναι.»
Σιωπή. Γυρίσαμε και οι τρεις προς την φωτιά—για ώρα. Τι συνέβαινε; Την είχαμε κουράσει; Είχε βαρεθεί να μας λέει τα ίδια και τα ίδια; Πάντως, όταν η κυρά Ζωή αποφάσισε να συνεχίσει, το έκανε σε πολύ πιο διαλλακτικό τόνο.
«Ας το πάρουμε διαφορετικά. Ήρθε μάλλον η ώρα να σας μιλήσω για κάτι που, όμως φοβάμαι, πως μπορεί να σας μπλέξει χειρότερα. Μπορεί όμως και όχι… Ας δοκιμάσουμε και θα δούμε. Λοιπόν, μια πράξη, σαν το άλμα, είναι λάθος να την βλέπετε απομονωμένα. Δεν μπορεί δηλαδή, κάποιος να ζει μια κανονική—ή περίπου κανονική—ζωή και μια ωραία πρωία να πει 'Τι να κάνω σήμερα; Μήπως να „ριχνα κανα άλμα;“. Χα, χα, χα!».
Πού το βρήκε το αστείο η ευλογημένη; Αλλά ίσως προσπαθούσε να διασκεδάσει την απότομη συμπεριφορά της, προηγουμένως.
«Το άλμα έρχεται ως επιστέγασμα μιας πορείας, την οποία ο ασκητής πρέπει να βιώσει σε εντελώς διαφορετική βάση—αυτήν που οι Άμωμοι ονόμασαν θαύμα. Προσέξτε με όμως! Με την λέξη αυτή οι Άμωμοι δεν εννοούσαν κάτι εξωπραγματικό που συμβαίνει με παρέμβαση κάποιας „ανώτερης“ δύναμης. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν κάτι πολύ διαφορετικό—πολύ πιο ευρύ.»
Έκανε άλλη μια παύση εδώ. Σαν να προσπαθούσε να πάρει φόρα. Πάρα λίγο να βάλω τα γέλια.
«Ένα απ’ τα πράγματα που απασχόλησαν τους Άμωμους ήταν τα ενδεχόμενα που μπορεί να εμπλέκονται σε μια χρονική στιγμή—όλα τα ενδεχόμενα, ανεξάρτητα απ’ το πόσο πιθανά ή απίθανα μπορεί να μοιάζουν. Ήθελαν να καταλάβουν πώς γίνεται και ένα απ’ αυτά καταλήγει να προσλαμβάνεται απ’ τις αισθήσεις μας ως πραγματικότητα, αλλά, κυρίως, αν—και με ποιον τρόπο—μπορεί η συνείδησή μας να επέμβει σε αυτήν την διαδικασία.»
«Ας το πούμε όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται: μπορεί η συνείδησή μας να επηρεάσει την πραγματικότητα; Μπορεί να κάνει κάτι σαν το άλμα, αντί να κάθεται και να περιμένει μήπως συμβεί από μόνο του; Αλλά ένα ενδεχόμενο σαν το άλμα ακούγεται πολύ ακραίο και μπορεί να σας μπερδεύει. Ας πάρουμε κάτι πιο καθημερινό. Σκεφτείτε έναν γιατρό που πλησιάζει τον ασθενή, κρατώντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων του. Υπάρχει κάτι που να μπορεί να κάνει η συνείδηση του ασθενούς ώστε να επηρεάσει την διάγνωση του γιατρού;»
Σιωπή. Μόνο οι γρύλοι ακούγονταν.
«Εξωφρενικό, έ; Είμαι για δέσιμο; Προφανώς, δεν εννοώ πως ο ασθενής, με κάποιο μαγικό τρόπο, θα αλλάξει τα γράμματα πάνω στην τυπωμένη σελίδα των εξετάσεων—δεν μιλάω για τέτοια πράγματα. Όπως δεν μιλάω και για γάτες που είναι ταυτόχρονα ζωντανές και νεκρές. Χα, χα, χα!… Λοιπόν, σας ξαναρωτώ: μπορεί η συνείδηση να επηρεάσει την έκβαση των πραγμάτων, όπως…ένα αυτοκίνητο, που αλλάζει λωρίδα κυκλοφορίας;»
Αυτό για τις γάτες, προφανώς, ήταν αναφορά στο νοητικό πείραμα του Σρέντινγκερ με την γάτα. Αλλά ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό ν’ ανοίξω το στόμα μου.
«Ίσως πρέπει να πάρουμε ένα ακόμη πιο καθημερινό παράδειγμα. Πάρτε…ένα ταχυδρομείο, για παράδειγμα. Ξέρετε τι είναι, ναι; Ανοίγει και κλείνει σε συγκεκριμένες ώρες, ας πούμε εννέα το πρωί με δύο το μεσημέρι. Εσείς, έχετε ένα πακέτο να στείλετε, κοιτάτε την ώρα και βλέπετε πως είναι δύο και πέντε. Πολύ αργά! Το ταχυδρομείο έχει μόλις κλείσει. Όμως υπάρχει πιθανότητα να είναι ακόμη ανοικτό; Ναι, αν κάνουμε κάποιες υποθέσεις. Μπορεί το ρολόι του υπαλλήλου να πηγαίνει πίσω. Μπορεί ο υπάλληλος να έμπλεξε με τον προηγούμενο πελάτη και να ξέχασε να κοιτάξει την ώρα. Υπάρχουν διάφορα τέτοια ενδεχόμενα. Προσέξτε, όμως. Κανένα απ’ αυτά δεν είναι εξωπραγματικό. Όλα απλά ενδεχόμενα είναι. Μπορεί η συνείδησή σας να φέρει στο προσκήνιο κάποιο απ’ αυτά; Δεν μιλάμε για μαύρη μαγεία εδώ, ούτε και θα 'ρθει το τέλος του κόσμου, έτσι και συμβεί κάτι τέτοιο.»
Αυτό το τελευταίο παράδειγμα με το ταχυδρομείο, προσωπικά, ομολογώ πως με βοήθησε. Δεν ήξερα ακριβώς τι ήταν—κάποιο κυβερνητικό κατάστημα σίγουρα—αλλά άρχισα να βλέπω σε πιο λογική βάση αυτό που προσπαθούσε να μας πει η κυρά Ζωή.
«Θα το ξαναπώ όσο πιο ρητά μπορώ, μήπως και δεν με καταλαβαίνετε. Οι Άμωμοι πίστευαν πως τόσο το άλμα, όσο και η διάγνωση του γιατρού ή το απρόσμενα ανοικτό ταχυδρομείο είναι, όλα, ενδεχόμενα. Και τα ενδεχόμενα είναι ακριβώς αυτό: ενδεχόμενα. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Το ερώτημα είναι αν η συνείδησή μας μπορεί να τα επηρεάσει. Δεν έχει σημασία αν κάποιο μας φαίνεται καθημερινό και πιθανό, ενώ κάποιο άλλο αδιανόητο και απίθανο. Καταλάβατε;»
«Πριν προχωρήσω, θέλω να διευκρινίσω κάποια πράγματα», συνέχισε η κυρά Ζωή. «Το πρώτο έχει να κάνει με την ίδια την λέξη „θαύμα“. Γιατί την διάλεξαν οι Άμωμοι, αφού καταλήγει να είναι σχεδόν παραπλανητική; Δεν ξέρω. Υποψιάζομαι πως την επέλεξαν μόνο και μόνο λόγω της κουλτούρας της εποχής εκείνης. Αλλά, η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω.»
«Το δεύτερο έχει να κάνει με αυτή την „συνείδηση“, που επαναλαμβάνω συνέχεια. Τι εννοώ; Για να μην πέσουμε στα βαθιά, θα σας προτείνω έναν πολύ απλό ορισμό. Ξέρετε τον εσωτερικό μονόλογο που παίζει συνέχεια μέσα στο κεφάλι μας; Ε, συνείδηση ας ονομάσουμε αυτό που απομένει, αν αφαιρέσουμε την φωνή αυτή. Όσα ενδιαφέρουν τους Άμωμους, συμβαίνουν έξω και πέρα απ’ το ακατάπαυστο μπλα-μπλα της εσωτερικής μας φωνής. Άρα, συνείδηση ενός ποτηριού, για παράδειγμα, είναι η γνώση περί τίνος πρόκειται, πριν απ’ την ίδια την λέξη. Μόλις έρθει η λέξη, η προσοχή μας έχει αλλάξει ημισφαίριο και το παιχνίδι παίζεται πια με άλλους κανόνες.»
«Μια άλλη λέξη που θα χρησιμοποιήσω είναι η „αντίληψη“. Με αυτήν εννοώ την πολύ αρχική αίσθηση, πριν την πλήρη συνείδηση. Στο σκοτάδι, για παράδειγμα, μπορεί να αγγίξω κάτι με το χέρι μου, να αντιλαμβάνομαι πως αγγίζω κάτι, και αμέσως μετά, απ’ το σχήμα και την υφή αυτού που αγγίζω, να συνειδητοποιώ πως πρόκειται για ποτήρι. Άρα, η αντίληψη προηγείται και είναι προϋπόθεση της συνείδησης.»
«Το τελευταίο που θέλω να ξεκαθαρίσω είναι πως αυτά που απασχόλησαν τους Άμωμους δεν είχαν καμιά σχέση με την στατιστική—αυτή ανήκει στην επικράτεια της επιστήμης. Το ενδιαφέρον των Αμώμων εστιαζόταν αποκλειστικά και μόνο στην επίδραση που μπορεί να έχει η συνείδηση των εμπλεκομένων σε απομονωμένες, μοναδικές, χρονικές στιγμές. Όχι στο τι μπορεί να συμβαίνει σε επαναλαμβανόμενες δοκιμές, σε πολλούς ανθρώπους, κλπ.»
Και μετά, πιο πολύ προς τον εαυτό της, σχολίασε: «Το αστείο είναι πως στην συνέχεια θα υποστηρίξω πως καμιά στιγμή δεν είναι απομονωμένη απ’ τις υπόλοιπες, ούτε και υπάρχει τρόπος να απομονώσουμε τους εμπλεκόμενους σε ένα συμβάν απ’ τους υπόλοιπους που δεν συμμετέχουν. Αλλά, άστε με να προχωρήσω και, στο τέλος, κρίνετε μόνες σας.»
Σιγά μην την διακόπταμε!
«Σας τα έχω ήδη πει όλα αυτά, θα προσπαθήσω τώρα να τα ξαναπώ, όσο πιο ρητά γίνεται», είπε η κυρά Ζωή. «Σύμφωνα με τις πνευματικές διδαχές, συνείδηση και ύλη δεν είναι, παρά δυο διαφορετικές εκδηλώσεις του ίδιου, μοναδικού, φυσικού φαινόμενου. Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση προηγείται, γιατί είναι η πιο ευρεία έννοια, ενώ η ύλη δεν είναι παρά μια υπο-περίπτωση, μια έκφραση, αν θέλετε, της συνείδησης.»
«Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ συνείδησης και ύλης, ούτε απόσταση μεταξύ καθενός από εμάς και του υπόλοιπου σύμπαντος. Όλα είναι θεός! Όλα είναι ένα!»
«Τι συνέπειες έχει μια τέτοια αντίληψη της πραγματικότητας; Για τους Άμωμους, είναι παράλογο να ρωτάμε αν η ατομική συνείδηση μπορεί να επηρεάσει τον εξωτερικό κόσμο. Είναι παράλογο, γιατί αυτά που ονομάζουμε «άτομο» και «εξωτερικό περιβάλλον», συνθέτουν, στην ουσία, ένα ομοιογενές συνεχές και δεν υπάρχει τίποτα που να χωρίζει ή να απομονώνει το ένα απ’ τ’ άλλο.»
Παύση. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να δω από μια μεριά το ύφος με το οποίο παρακολουθούσαμε την κυρά Ζωή. Δεν πρέπει να ήταν πολύ ενθαρρυντικό. Η κυρά Ζωή, διέκοψε κούνησε το κεφάλι της και συνέχισε σε άλλο τόνο.
«Ωραία, ας το πάρουμε διαφορετικά. Πέστε, απλά, πως η ατομική μας συνείδηση μπορεί να παίξει δύο ρόλους—πως έχει δυο τρόπους λειτουργίας. Τον πρώτο, ας τον ονομάσουμε „παθητικό“. Με αυτόν αντιλαμβανόμαστε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Πρόκειται για την „φυσιολογική“ μας ζωή ή τουλάχιστον αυτή που αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια. Όμως υπάρχει και ο άλλος τρόπος λειτουργίας, ο „ενεργητικός“. Όταν η συνείδησή μας λειτουργεί έτσι, τότε μπορεί να σπρώξει τα πράγματα—ή μάλλον να σπρώξει τον εαυτό της, αλλά δεν έχει διαφορά, αφού μιλάμε για ένα ενιαίο συνεχές—προς κάποια κατεύθυνση και έτσι να αλλάξει τα πράγματα. Προς ποια κατεύθυνση; Όποια να 'ναι. Οι πιθανότητες δεν έχουν σημασία.»
«Σας τονίζω πως το μόνο που μπορεί να κάνει κάθε ατομική συνείδηση είναι να δώσει μια—μικρή ή μεγάλη—ώθηση προς κάποια κατεύθυνση. Δεν μπορεί να εξαναγκάσει τα πράγματα να συμβούν. Το τι θα συμβεί τελικά, εξαρτάται απ’ το σύνολο των εμπλεκομένων συνειδήσεων, μικρών και μεγάλων, έμβιων και μη.»
«Άρα λοιπόν, αυτό που προσλαμβάνουμε παθητικά ως „καθημερινότητα“ και αυτό που δημιουργούμε εμείς, λειτουργώντας ενεργητικά—και το οποίο στις ακραίες του μορφές φτάνει να ονομάζεται „θαύμα“—δεν διαφέρουν παρά στον τρόπο εμπλοκής της συνείδησης. Στην πρώτη περίπτωση, η συνείδησή μας λειτουργεί παθητικά, ενώ στην δεύτερη ενεργητικά. Και „πώς γυρνάμε από την μια στην άλλη;“, θα ρωτήσετε. Με την παλιά μας φίλη, την προσοχή! Χα, χα, χα!»
Εδώ μας ξέφυγε ένα βλέμμα, με την Χρύσα. Τελείωσε. Ήταν τρελή! Για τα σίδερα! Τόσο αυτή, όσο κι’ εμείς που καθόμασταν και την ακούγαμε.
Η κυρά Ζωή έβλεπε την ξινίλα μας, αλλά συνέχισε απτόητη.
«Αυτό που δυσκολεύει την κατάσταση είναι πως η προσοχή μας δεν μπορεί να εστιάσει σε δυο μέρη ταυτόχρονα. Με άλλα λόγια, η συνείδησή μας δεν μπορεί να λειτουργεί την ίδια στιγμή και ενεργητικά και παθητικά. Στην πράξη αυτό σημαίνει πως όσο πιο ενεργητικά λειτουργεί η συνείδησή μας, τόσο λιγότερη αντίληψη μπορούμε να έχουμε αυτού που κάνουμε.»
Νέα παύση. Αγκύλωση θα πάθαινε—αν δεν είχε ήδη πάθει—το άμοιρο το μυαλουδάκι μου.
«Μην με κοιτάτε έτσι, δεν λέω τίποτα περίεργο. Μπορείτε να το επιβεβαιώσετε μ’ ένα πολύ απλό πείραμα. Κάποια στιγμή που θα σας τύχει να απευθυνθείτε σε πολύ κόσμο, παρατηρήστε τι συμβαίνει. Όσο η προσοχή σας είναι στραμμένη προς τα έξω, προς τον κόσμο, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, η ομιλία σας θα πηγαίνει μια χαρά. Μόλις όμως, η προσοχή σας στραφεί, έστω και για μια στιγμή, προς τα μέσα, προς τις σκέψεις σας, θα χάσετε αμέσως τον ειρμό σας. Και ο μόνος τρόπος για να καταφέρετε να συνεχίσετε, είναι να στρέψετε την προσοχή σας πίσω στο ακροατήριο, μακριά απ’ τον εαυτό σας. Αυτά όλα, βέβαια, ισχύουν εφ’ όσον αυτοσχεδιάζετε κατά την διάρκεια της ομιλίας σας. Αν απλώς επαναλαμβάνετε κάτι που ήδη γνωρίζετε καλά, τότε η προσοχή σας μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε και η ομιλία θα συνεχίζεται αδιατάρακτη.»
Αυτό, μάλιστα. Κάποιο νόημα έβγαζε.
«Ωραία, θα πείτε. Ας δεχτούμε πως η συνείδησή δεν μπορεί να λειτουργήσει ταυτόχρονα και ενεργητικά—για ν’ αλλάξει τον κόσμο—και παθητικά—για ν’ αντιληφθεί τον κόσμο. Μετά, όμως; Τι γίνεται μετά; Γιατί η συνείδησή μας να μην μπορεί, εκ των υστέρων, να αντιληφθεί αυτό που συνέβη;»
«Η απάντησή μου είναι πως αυτό ακριβώς κάνει. Ας πάρουμε έναν καλλιτέχνη, έναν ζωγράφο. Κατά την διάρκεια μιας νύχτας ξέφρενου, δημιουργικού πυρετού (η συνείδησή του λειτουργεί ενεργητικά και) δημιουργεί έναν πίνακα. Το επόμενο πρωί, νηφάλιος πια (και με παθητική συνείδηση), στέκεται απορημένος μπροστά στο έργο του, χωρίς να καλο-θυμάται πώς το έκανε. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της ομιλίας. Όσο διαρκούσε η συνείδησή σας λειτουργούσε ενεργητικά. Μόλις τελειώσετε (και η συνείδησή σας επιστρέψει σε παθητική κατάσταση), πλησιάζετε κάποιον ακροατή και γεμάτη αγωνία τον ρωτάτε „Πώς τα πήγα; Καλά τα είπα;“. Ακούτε την απάντηση και προσπαθείτε να την συγκρίνετε μ’ αυτή την θαμπή ανάμνηση που έχει απομείνει στη μνήμη σας.»
«Γιατί λοιπόν, επανέρχομαι, να μην μπορεί κι’ ένας ασθενής να „δημιουργήσει“ το μέλλον του; Επειδή „είναι αδύνατον!“, θα πείτε; Μα, συμφωνώ—στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων. Σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι, που προσπαθούν να ζωγραφίσουν, ποτέ δεν καταφέρνουν να φτάσουν σε δημιουργική κατάσταση. Γιατί, αντίστροφα, να μην υπάρχουν και πολλοί ασθενείς, που καταφέρνουν ν’ αλλάξουν την μοίρα τους, αλλά δεν συνειδητοποιούν τι συνέβη, και δικαιολογούν το όλο πράγμα, λέγοντας „Τελικά, δεν ήταν τίποτα. Καλές βγήκαν οι εξετάσεις μου“»; Γιατί να μην μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;
Η κυρά Ζωή σταμάτησε, μας έριξε μια ματιά και—για πρώτη φορά—έδειξε να αναγνωρίζει την απόσταση που μας χώριζε.
«Τίποτα, έ; Τρελή και βλαμμένη είμαι; Ωραία, τέρμα οι θεωρίες. Ας δοκιμάσουμε ακόμη πιο πρακτικά. Ας συζητήσουμε το εξής: πώς γίνεται ένα «θαύμα»—όπως το άλμα, που ρώτησε στην αρχή η Χρύσα; Τι κάνει ο ασθενής με τις εξετάσεις του, ή εσείς με το πακέτο για το ταχυδρομείο; Τι ακριβώς κάνει ο ασκητής;»
"Όπως σας είπα ήδη, ο ασκητής ούτε κάνει, ούτε σκέφτεται κάτι συγκεκριμένο. Ο στόχος του ακούγεται αντιφατικός, αν όχι εντελώς παράλογος: μοχθεί εκούσια να διαχειριστεί το ακούσιο! Μιλάμε για κάτι που δεν γίνεται με προσευχές ή „θετική“ διάθεση. Το κλειδί γι’ αυτό βρίσκεται σε μια κατάσταση ενεργητικής συνείδησης που είναι πέρα και έξω απ’ την καθημερινή μας συνείδηση. Την ανέφερα πριν, χωρίς να την κατονομάσω, αλλά ήρθε τώρα η ώρα να το κάνω. Αυτήν την κατάσταση—ή αίσθηση, αν προτιμάτε—οι Άμωμοι την ονόμασαν παραφορά. Για να φτάσει κανείς σ’ αυτήν, έλεγαν πως πρέπει να συμπέσουν τρεις προϋποθέσεις—παλιά, μιλούσαν για τις «τρεις πύλες της παραφοράς», αλλά τώρα πια δεν μιλάμε έτσι. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι: επιθυμία, ενέργεια και (μη) συνείδηση. Θα ξεκινήσω απ’ την τελευταία.
«Ας πάρουμε ένα πολύ γνωστό παράδειγμα—στους Χριστιανούς τουλάχιστον—την ανάσταση του Λαζάρου. Όταν ο Ιησούς εκστόμισε εκείνο το περίφημο «Λάζαρε, δεύρο έξω», τι μπορεί να περνούσε απ’ το μυαλό του; Τι υπήρχε στην συνείδησή του; Η απάντηση των Αμώμων είναι „τίποτα“. Ο Ιησούς δεν είχε επίγνωση. Και δεν είχε, επειδή βρισκόταν σε παραφορά. Εκ των υστέρων κατάλαβε τι συνέβη, όταν επανήλθε στα συγκαλά του.»
«Σκέψεις που πηγάζουν απ’ το αριστερό ημισφαίριο, όπως «Μα τι είναι αυτό που πάω να κάνω, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα» ή «Εγώ, ο τιποτένιος, είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο», δεν έχουν θέση στην παραφορά. Το εγώ δεν μπορεί να εμπλέκεται με κανέναν τρόπο, ούτε καν ως μέσο έκφρασης κάποιας άλλης βούλησης.»
«Το επαναλαμβάνω: την ώρα της παραφοράς η αυτο-συνείδηση απουσιάζει. Με το λεξιλόγιο που χρησιμοποίησα προηγουμένως, θα λέγαμε πως, την ώρα της παραφοράς, η προσοχή οδηγεί την συνείδηση να λειτουργεί ενεργητικά, οπότε η (παθητική) αντίληψη του εαυτού ακυρώνεται. Και τι σημαίνει για την συνείδηση να λειτουργεί ενεργητικά; Ότι σπρώχνει τον εαυτό της προς ένα ενδεχόμενο.»
«Μα πως είναι δυνατόν η ανάσταση του Λαζάρου να είναι ένα απλό ενδεχόμενο;» εξερράγη η Χρύσα.
«Νεκροφάνεια;» πρότεινε μονολεκτικά η κυρά Ζωή.
Νεκροφάνεια;
«Μην με παρεξηγήσετε», βιάστηκε να συμπληρώσει η κυρά Ζωή. «Δεν υποστηρίζω τίποτα σχετικά με τον Λάζαρο. Αυτός, ο συγκεκριμένος, ούτε αν αναστήθηκε γνωρίζω, αλλά ούτε και λέω πως ήταν νεκροφάνεια. Το μόνο που κάνω είναι να σας προτείνω ένα ενδεχόμενο—ένα απλό ενδεχόμενο που θα μπορούσε να ερμηνεύσει ένα γεγονός τέτοιου είδους.»
Η κυρά Ζωή σταμάτησε μια στιγμή, μάς έριξε άλλη μια ματιά, και μετά συνέχισε ως εξής:
«Χα, χα, χα. Αν με ρωτούσατε με τι θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την παραφορά, θα σας έλεγα με τον οργασμό. Είναι άλλη μια περίπτωση, όπου η αυτο-συνείδηση μάς πάει μέχρι το κατώφλι και μετά, τα πράγματα απλώς συμβαίνουν, χωρίς δική μας συμμετοχή… Όμως, μην την πάρετε και πολύ της μετρητοίς αυτή την παρομοίωση. Σας την αναφέρω μόνο και μόνο για να πάρετε μια ιδέα με τι μπορεί να μοιάζει αυτό που προσπαθώ να περιγράψω».
Η Χρύσα πρέπει να μόρφασε εκείνη την ώρα, γιατί η κυρά Ζωή σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος της.
«Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ», είπε. «Είναι όμως σημαντικό να καταλάβετε τις δυσκολίες αυτού που προσπαθούμε να κάνουμε εδώ πέρα…Ορίστε, σε προκαλώ. Περίγραψε μου κάτι απλό, ας πούμε το χρώμα „κόκκινο“. Πες πως είμαι τυφλή και θέλεις να μου δώσεις να καταλάβω με τι μοιάζει η αίσθηση αυτή, πώς είναι όταν την νιώθεις… Άντε, πες, σε ακούω».
Η Χρύσα κούνησε το κεφάλι της, αλλά δεν είπε τίποτα. Ευχαριστημένη, η κυρά Ζωή συνέχισε.
«Πάμε τώρα στην επόμενη προϋπόθεση, την ενέργεια. Εδώ μιλάμε για εσωτερική ενέργεια, δηλαδή για την ικανότητα διαχείρισης της προσοχής—ένα θέμα για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει πολύ αναλυτικά.»
«Το μόνο που θέλω να παρατηρήσω εδώ, είναι πως στο πέρασμα του χρόνου ο άνθρωπος επινόησε πλήθος τεχνικών προκειμένου να καταφέρει να αποσπάσει την προσοχή του απ’ την καθημερινότητα. Παραδείγματα τέτοια είναι ο αναχωρητισμός, κάθε μορφής—με ή χωρίς οδυνηρές στερήσεις, αυτο-μαστίγωση και όποια άλλη ανοησία—οι διάφορες τελετές θρησκευτικού ή κοινωνικού χαρακτήρα—δεν είναι τυχαίο που συνήθως γίνονται νύχτα με την συνοδεία ρυθμικής μουσικής, χορού, κλπ—και τα κάθε λογής λατρευτικά κτίσματα, είτε πρόκειται για την Παναγία των Παρισίων, είτε για ένα ταπεινό ναϊδιο σε μια βουνοκορφή.»
«Όλα αυτά, σας έχω ξαναπεί, οι Άμωμοι θεωρούσαν πως είναι, στην καλύτερη περίπτωση, έμμεσες προσεγγίσεις, αφού λειτουργούν απαλείφοντας τα ερεθίσματα που θα μπορούσαν να εκτρέψουν την προσοχή και, στην χειρότερη, εντελώς άχρηστα, γιατί το μόνο που καταφέρνουν να κάνουν είναι να αγκιστρώνουν την προσοχή στο εγώ.»
«Οι Άμωμοι θεωρούσαν την δική τους προσέγγιση πολύ πιο αποτελεσματική, γιατί πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην καρδιά του θέματος—στον εκούσιο, συνειδητό έλεγχο της προσοχής—και δεν χάνει καιρό με απαγορεύσεις και περιορισμούς που παγιδεύουν την προσοχή, αντί να την απελευθερώνουν.»
«Αλλά δεν θα συνεχίσω άλλο για την προσοχή. Τα έχουμε ξαναπεί.»
«Τέλος, για να συντελεστεί ένα „θαύμα“, χρειάζεται και επιθυμία, ένα ισχυρό κίνητρο που θα λειτουργήσει ως έναυσμα. Εδώ, το μόνο που θέλω να συγκρατήσετε είναι πως, κατά τους Άμωμους, το κίνητρο δεν έχει—και δεν μπορεί να έχει—ηθική διάσταση. Μπορεί δηλαδή, πολύ καλά, να αφορά και κάτι εξαιρετικά αρνητικό ή δυσάρεστο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε πια να μιλάμε για θαύμα, αλλά για κατάρα.»
«Προηγουμένως το υπονόησα, τώρα θα το ξαναπώ πιο καθαρά. Η θεωρία των Αμώμων περί θαυμάτων βασίζεται στην αίσθηση της παραφοράς. Η αίσθηση αυτή είναι δεν είναι συμβατή με την συνείδηση του εαυτού. Αυτό, ανάμεσα σε άλλα, έχει σαν αποτέλεσμα πως τα θαύματα δεν επιδέχονται ανάλυση με τις υπάρχουσες επιστημονικές μεθόδους—θυμηθείτε τι είπα πριν περί στατιστικής. Δεν ξέρουμε ούτε πώς να εκτελέσουμε ένα „θαύμα“ κατά παραγγελία, ούτε πώς να το απεμπλέξουμε απ’ την (απαίδευτη) προσοχή των εμπλεκόμενων (του ερευνητή, του υποκείμενου, κλπ). Δεν ξέρουμε καν αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και ποτέ δεν πέτυχε κάποια απόπειρα επιστημονικής ανάλυσης μετα-φυσικών φαινόμενων. Όμως, προσοχή! Είπα «υπάρχουσες» επιστημονικές μεθόδους. Ποτέ δεν ξέρουμε το μέλλον τι μας επιφυλάσσει. Χα! Αυτή κι’ αν θα 'ναι επανάσταση, αν συμβεί, κάποια μέρα!»
Η κυρά Ζωή σταμάτησε να μιλάει για λίγο και κοίταζε πέρα, το σκοτάδι. Μετά, συνέχισε.
«Το μόνο που μπορεί να κάνει όποιος επιθυμεί να φτάσει στην αίσθηση της παραφοράς, είναι να χτυπάει σταθερά τις «τρεις πύλες»—όπως θα έλεγαν οι παλιοί—χωρίς ελπίδα ή προσμονή πως θα ανοίξει ποτέ καμία. Θα έχετε καταλάβει πια ελπίζω, πως όσο κανείς επιμένει να ελπίζει, η ίδια η ελπίδα του εμποδίζει το ενδεχόμενο να συμβεί. Αν τελικά, τα καταφέρει, τότε μια μέρα μπορεί ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν „συμπτώσεις“. Ακόμη και τότε όμως, ο ασκητής επ’ ουδενί δεν πρέπει να αναγνωρίσει την εμφάνιση της παραφοράς, να σκεφτεί πως κάτι „του“ συμβαίνει ή—θεός φυλάξοι—πως τα „κατάφερε“. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να μην δώσει την παραμικρή σημασία. Μόνο έτσι θα καταφέρει να διατηρήσει ζωντανή την λεπτή κλωστή που τον συνδέει με το υπερβατικό. Και τότε θα ζήσει την ζωή του, έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν οι Άμωμοι, ως ένα αδιάκοπο θαύμα!»
«Με την ευκαιρία, να σας πω πως οι Άμωμοι είχαν επινοήσει λέξη και γι’ αυτή την κατάσταση. Την ονόμαζαν ευτυχία, γιατί ήταν ακριβώς αυτό που λέει η λέξη: ευ-τυχία, δηλαδή καλή τύχη. Νομίζω πως είναι πολύ επιτυχημένη, αφού εκφράζει ακριβώς την πεποίθηση των Αμώμων πως η ανθρώπινη συνείδηση είναι ικανή να διαμορφώνει την τύχη της.»
Η κυρά Ζωή σταμάτησε, ξεφύσησε με θόρυβο και μας κοίταξε.
«Έβγαλε νόημα τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά;», μας ρώτησε.
Σιωπή. Αισθάνθηκα την υποχρέωση να μουρμουρίσω κάτι. Η Χρύσα δεν ξέρω τι έκανε. Τίποτα μάλλον.
«Καλά, καλά. Ίδωμεν», είπε η κυρά Ζωή. Και μετά μας πέταξε το εξής.
«Όσο λίγα κι’ αν καταλάβατε, οφείλω, πριν φύγετε, να σας πω και κάτι ακόμα. Από μια πλευρά θα είναι σαν να προσπαθώ να πάρω πίσω όλα όσα σας είπα ως τώρα—περί παραφοράς, εννοώ.»
Ανακαθίσαμε ξαφνιασμένες. Ένιωσα τα μάτια μου ν’ ανοίγουν. Θες να λαγοκοιμόμουν, τόση ώρα; Τι έχασα;
Η κυρά Ζωή ξανάρχισε, κάπως πιο διστακτικά αυτή την φορά.
«Νομίζω σας εξήγησα ήδη, πως δεν είναι ακριβές να λέμε πως έχουμε συνείδηση. Είμαστε συνείδηση. Είμαστε φτιαγμένοι απ’ αυτήν, τόσο εμείς, όσο και ολόκληρο το σύμπαν που μας περιβάλλει—οι έμβιοι οργανισμοί ίσως λίγο περισσότερο, ενώ τα άβια αντικείμενα λίγο λιγότερο—αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρη γι’ αυτό. Η ενεργητική και η παθητική λειτουργία της συνείδησης δεν είναι παρά οι δυο όψεις του ίδιου, μοναδικού νομίσματος, που είναι συνυφασμένο με την ίδια μας την φύση. Αν όμως είναι έτσι, τότε γιατί για να λειτουργήσει η συνείδηση μας ενεργητικά, να χρειάζεται κάτι σαν την παραφορά, ενώ όταν λειτουργεί παθητικά, δεν χρειάζεται τίποτα;»
Έ; Καλή ερώτηση! Γιατί;
«Η αλήθεια είναι πως η συνείδησή μας δεν χρειάζεται τίποτα. Και σίγουρα όχι κάποιο δεκανίκι, όπως η παραφορά. Όσο φυσικό βρίσκουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο που μας περιβάλλει—οπότε η συνείδησή μας λειτουργεί παθητικά—άλλο τόσο φυσικό είναι για την συνείδησή μας να λειτουργεί και ενεργητικά, συμμετέχοντας έτσι στην σύνθεση της εμπειρίας του εξωτερικού περιβάλλοντος. Παρεμπιπτόντως, το ίδιο ακριβώς λέει και η κβαντική μηχανική, έτσι δεν είναι;… Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω—σε γενικές γραμμές τουλάχιστον;»
Τώρα τι να απαντούσαμε; Ήξερα για τι πράγμα μιλούσε, αλλά οι γνώσεις μου στο συγκεκριμένο θέμα δεν πήγαιναν πολύ μακριά. Τι θα έκανα αν απαντούσα „ναι“ και μου ζητούσε να της απαγγείλω τίποτα εξισώσεις; Όσο για τον ελέφαντα στο δωμάτιο—από πού κι’ ως πού τα ήξερε όλ’ αυτά η κυρά Ζωή;—είχε πάψει πια να μ’ απασχολεί. Ένιωθα πως έτσι και το σκάλιζα, απ’ την πλάτη της κυρά Ζωής θα ξεδιπλώνονταν δυο μεγάλα φτερά, θα την έπαιρναν μακριά και δεν θα την ξαναβλέπαμε ποτέ. Δεν μου άρεσε και τόσο το ενδεχόμενο αυτό, οπότε προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι.
«Μέσ’ τον μικρό-κοσμο του καθενός η προσοχή λειτουργεί αυτόματα, τόσο ενεργητικά, όσο και παθητικά, χωρίς προσπάθεια ή ιδιαίτερη διαδικασία. Το ζήτημα είναι τι απ’ αυτά φτάνει στην αντίληψη μας; Απολύτως τίποτα! Αν το σκεφτείτε, θα δείτε πως δεν θα μπορούσε παρά να είναι έτσι. Δεν γίνεται να έχουμε μηχανισμό αντίληψης που να μας πληροφορεί πώς λειτουργεί ο μηχανισμός αντίληψης μας! Γιατί αν υπήρχε, θα θέλαμε κι’ έναν τρίτο μηχανισμό να παρακολουθεί τον δεύτερο και έναν τέταρτο για τον τρίτο, και πού θα σταματούσε αυτή η ιστορία; Για τον ίδιο λόγο δεν υπάρχει τρόπος να παρακολουθήσουμε πώς σχηματοποιούνται οι σκέψεις μας, πώς δουλεύουν τα κύτταρα μέσ’ το σώμα μας, κλπ.»
«Όταν όμως η επίδραση της ενεργητικής μας προσοχής υπερβεί τα όρια του μικρό-κοσμου μας, τότε, πράγματι, η αντίληψή μας δεν μπορεί παρά να μας πληροφορήσει ότι ο Λάζαρος αναστήθηκε, οι ιατρικές εξετάσεις βγήκαν καλές και το ταχυδρομείο είναι ανοικτό. Εκεί, επεμβαίνει αυτό που ονομάζουμε προσοχή του „αριστερού ημισφαίριου“. Με εργαλείο τον εσωτερικό μονόλογο φροντίζει ώστε να μείνουμε γερά αγκιστρωμένοι στην καθημερινότητα. Πλημμυρίζει την συνείδησή μας με λέξεις που απηχούν την κοινωνικά αποδεκτή αντίληψη για το πώς λειτουργούν τα πράγματα και δεν αφήνει ν’ ακουστεί οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία. Η συμπεριφορά αυτή δεν είναι καθόλου παράλογη. Η κατανόηση που έχουμε για τον κόσμο πρέπει να προστατεύεται—παντού και πάντα. Αρχίζουμε να την χτίζουμε με πολύ κόπο απ’ την στιγμή της σύλληψής μας και μας είναι πολύ χρήσιμη στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων. Εναπόκειται σ’ εμάς τους ίδιους να κρίνουμε αν κάποιες φορές πρέπει να την βάλουμε για λίγο στην άκρη. Το κακό είναι πως δεν μας περνάει απ’ το μυαλό η δυνατότητα αυτή, ούτε και είναι εύκολο να κάνουμε κάτι τέτοιο, αν και όταν το αποφασίσουμε. Από μια ηλικία και μετά, το μυαλό μας παθαίνει αγκύλωση κυριολεκτικά. Θέλει πολύ κόπο για να μπορέσει να (ξανα)δει τα πράγματα με άλλα μάτια.»
«Ε, η παραφορά δεν είναι παρά ένας—όχι ιδιαίτερα αποτελεσματικός—τρόπος να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα μεταξύ ενεργητικής και παθητικής προσοχής, να παρακαμφθεί δηλαδή η ερμηνεία που επιβάλλει ο εσωτερικός μονόλογος σχετικά με το τι μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει η ενεργητική μας συνείδηση. Επαναλαμβάνω πως το χάσμα αυτό, ουσιαστικά, ούτε υπάρχει, ούτε και θα έπρεπε να υπάρχει! Ο εσωτερικός μας μονόλογος το δημιουργεί και, στην συνέχεια, το επιβάλλει. Είναι κατασκεύασμα του αριστερού ημισφαιρίου και το περιεχόμενό του εξαρτάται απ’ την κοινωνία μέσ’ την οποία μεγαλώνει κανείς—εννοώ τα άλλα αριστερά ημισφαίρια με τα οποία έρχεται το δικό μας σε επαφή. Κάποτε, στο απώτερο παρελθόν της ανθρωπότητας, δεν αποκλείεται τα πράγματα να ήσαν διαφορετικά. Είναι μια πολύ γοητευτική πιθανότητα αυτή, αλλά πρόκειται για απλή εικασία, δεν ξέρω κάτι περισσότερο. Στην κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα πάντως, χρειάζεται κάποιος τρόπος, ώστε την ώρα που η προσοχή μας βρίσκεται απ’ την πλευρά της καθημερινότητας και του εσωτερικού μονόλογου, να μπορεί να δώσει μια παραγγελία στην ενεργητική μας συνείδηση, στην δημιουργική δηλαδή, πλευρά του εαυτού μας. Ε, ο τρόπος αυτός είναι η παραφορά! Που μπορεί, βέβαια, να είναι μικρότερου ή μεγαλύτερου βαθμού. Γιατί δεν βιώνουμε όλοι την πραγματικότητα, όπως ένας Ντοσκογιέφσκι ή ένας Άινστάϊν.»
«Όμως το φεγγάρι έδυσε πια. Πρέπει να πηγαίνετε.»
«Κυρά Ζωή;»
Ενώ φεύγαμε, η Χρύσα, ξαφνικά, στάθηκε, σαν κάτι να θυμήθηκε. Η κυρά Ζωή μας είχε ήδη στρέψει την πλάτη και κατευθυνόταν πίσω, στα ζωντανά της. Γύρισε να δει τι θέλαμε. Έτσι όπως στεκόμασταν, η Χρύσα έβλεπε την πλάτη της, ενώ εγώ το πρόσωπό της. Ξαφνιασμένη έδειχνε.
Αλλά, πιο πριν, το είδα—για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.
Τι; Δεν ξέρω. Δεν έμοιαζε με πρόσωπο, πάντως, αυτό που είδα. Αλλά, χαζομάρες λέω. Δεν μπορούσα να δω τίποτα, μέσ’ το σκοτάδι. Μου φάνηκε πως κάτι είδα, μου φάνηκε. Στην Χρύσα, πάντως, δεν είπα λέξη. Ούτε τότε, ούτε μετά. Τι να της έλεγα;
«Κυρά Ζωή, μια τελευταία ερώτηση—μόνο μία!», επέμεινε η Χρύσα. «Πώς αισθάνεται όποιος προσπαθεί να κάνει αυτά που μας διηγήστε; Τι είδους ζωή ζει; Είναι λυπημένος; Νοιώθει μοναξιά; Πώς νιώθει;»
«Χα! Καλή ερώτηση! Αλλά τι να σας απαντήσω; Ούτε για το εαυτό μου δεν μπορώ—ούτε κι’ εσύ, για εσένα, υποθέτω… Θυμάστε που σας είπα πριν πως στόχος των Αμώμων ήταν η ευ-τυχία. Αλλά, κι’ αυτή, κακά τα ψέματα, μια κουβέντα είναι. Τίποτα δεν μένει σταθερό, οι σκέψεις και τα αισθήματα αλλάζουν συνέχεια. Όπως τα φέρνει η ζωή, έτσι δεν ζούμε όλοι; Κι’ οι ασκητές απλοί άνθρωποι ήσαν. Οι άγιοι ανακηρύσσονται, πάντα, μετά θάνατον, δεν είναι τυχαίο… Δεν ξέρω. Τι περιμένετε να πω;», κατέληξε, κάπως αμήχανα.
«Ναι», επέμεινε η Χρύσα, «το καταλαβαίνω αυτό. Αλλά όλη αυτή η πολύχρονη άσκηση για την οποία μας μιλάτε, δεν οδηγούσε σε κάποιο αποτέλεσμα; Δεν είχε κάποια επίδραση στον τρόπο που ζούσαν και σκέφτονταν οι άνθρωποι αυτοί;»
Η κυρά Ζωή σκέφθηκε λίγο πριν απαντήσει.
«Ναι», παραδέχθηκε στο τέλος, «είχε επίδραση, σίγουρα είχε. Αλλά δεν ξέρω πώς να την περιγράψω… Ωραία, θα πω το εξής. Σκεφτείτε έναν ισορροπιστή, έναν σχοινοβάτη απ’ αυτούς που δουλεύουν σε τσίρκο. Αν πρέπει να παρομοιάσω με κάτι την ζωή του ασκητή, θα διάλεγα την ζωή του σχοινοβάτη. Σκεφτείτε: Πώς αρχίζει ένας τέτοιος άνθρωπος την καριέρα του; Με τι αισθήματα, τι προσδοκίες; Πώς προπονείται; Για πόσο καιρό; Καταφέρνει ποτέ να ξεπεράσει τον φόβο του; Αλλά πρέπει να τον ξεπεράσει και αν ναι, πόσο; Λίγο ή τελείως; Και πώς φαντάζεται το τέλος του ένας τέτοιος άνθρωπος; Γέρος και ανήμπορος να σταθεί πια πάνω στο σχοινί ή πεσμένος κάτω, με σπασμένο το σβέρκο, επειδή δεν καταδέχτηκε το δίχτυ; Ποιο είναι καλύτερο;»
«Ναι, αυτή είναι η απάντησή μου. Ο ασκητής προσπαθεί να γίνει σχοινοβάτης της σκέψης. Να ζει την κάθε του στιγμή στην κόψη των συναισθημάτων του. Να μην αφήνει να τον γείρουν, ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Και αυτό το κάνει μέσ’ τη μέση της ζωής, όχι κρυμμένος σε κάποια ερημιά. Το κάνει με δεξιοτεχνία και προσοχή γιατί ξέρει πως αν καταντήσει ζόμπι που ούτε νοιώθει, ούτε καταλαβαίνει τίποτα, δεν θα έχει καταφέρει τίποτα. Και πώς τον κάνει να αισθάνεται μια τέτοια ζωή, με ρωτάτε. Αλλά έχει πραγματικά νόημα η ερώτηση αυτή; Αφού η διάθεσή μας αλλάζει από στιγμή σε στιγμή, από άνθρωπο σε άνθρωπο και από εποχή σε εποχή. Για να το πω απλά: μην ψάχνετε για υπερήρωες στους Άμωμους. Δεν θα τους βρείτε.»
Συγκατανεύσαμε ευγενικά, την ευχαριστήσαμε για τον κόπο της, και φύγαμε σιωπηλές.
Η Τασία, καθισμένη δίπλα στην Κυρία, κοίταγε ίσια μπροστά. Προσπαθούσε να το φιλοσοφήσει.
«Μετρό! Το επίτευγμα μιας άλλης, πολύ διαφορετικής, εποχής! Μόνο με κλειστά μάτια μπορεί ο επιβάτης να αισθανθεί τις αλλαγές στην επιτάχυνση των βαγονιών!»
Συγχαρητήρια. Και λοιπόν; Και τι έγινε που ο επιβάτης δυσκολεύεται να αισθανθεί τις αλλαγές; Πύργο της Βαβέλ δεν θυμίζουν λίγο όλ’ αυτά τα «επιτεύγματα»; Τι άλλο είναι παρά μνημεία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας;
Μωρέ, χτικιό που μας χρειαζόταν.
Γύρισε το βλέμμα της προς τους επιβάτες.
Διαισθανόταν, αλλά προτιμούσε να μην σκέφτεται, πως, στην πραγματικότητα, η ιδιοσυγκρασία της, μπορεί να μην ήταν και τόσο μακριά απ’ αυτήν την Αρχιεπισκοπής. Έχοντας μεγαλώσει στον αποστειρωμένο στάβλο της Μονής (και, αργότερα, στον αποστειρωμένο βόθρο των Λαϊκών), ένοιωθε μια βαθιά, ανομολόγητη απέχθεια για την πολυκοσμία. Αν ποτέ δεν ξανάβλεπε μαζεμένα πάνω από πέντε άτομα, καθόλου δεν θα την πείραζε. Όμως αυτό ακριβώς δεν επιδίωκε και η Αρχιεπισκοπή; Διαίρει και βασίλευε.
Στα παράθυρα, ο συρμός είχε τώρα αντικαταστήσει τις ειδήσεις με εικόνες φύσης. Ηρεμούν κάπως τα πνεύματα, υποτίθεται.
Ούτε και για την φύση είχε καμιά ιδιαίτερη λόξα η Τασία. Όταν ήταν στα καλά της, την έβρισκε απλώς ενοχλητική, τις υπόλοιπες ώρες εντελώς αφόρητη. Παλιά, με την Χρύσα, δεν ήταν έτσι. Αλλά η ζωή εκείνη της φαινόταν πια τόσο, μα τόσο μακρινή.
Τις σκέψεις όλες αυτές η Τασία τις άφηνε να ξετυλίγονται μεθοδικά και με σύστημα. Είχε λόγο που το έκανε. Επ’ ουδενί δεν ήθελε ν’ αφήσει το μυαλό της να γλιστρήσει προς τα Κεντρικά και τι μπορεί να συνέβαινε εκεί. Θα πνιγόταν μέσ’ την ρουφήχτρα αυτή, το ήξερε καλά.
Και κάτι τελευταίο. Τι ήταν πάλι όλη αυτή η αυτοκυριαρχία της Κυρίας; Πώς μπορούσε να εξηγηθεί; Γιατί δεν ήταν ψεύτικη—κλειστή την είχε τώρα την τελε-νοβέλα της, ήταν σίγουρη γι’ αυτό η Τασία. Πώς κατάφερνε να κάθεται τόσο στητή, τόσο ψύχραιμη στη θέση της; Πού είχε πάει το ξεμωραμένο γύναιο που ήξερε η Τασία; Μυστήριο.
Δεν είναι υπερβολή να πω πως με το που τέλειωσε την διήγηση της η κυρά Ζωή, έκλεισε και μια ολόκληρη περίοδος της ζωής μας. Στο διάστημα που ακολούθησε, η κυρά Ζωή δεν αρνήθηκε μεν να επιστρέψει στο θέμα—όπως είχε κάνει παλιότερα με τις διδαχές του σώματος—ούτε όμως και το επιδίωξε. Άφησε σ’ εμάς την όποια πρωτοβουλία.
Όμως εμείς, είχαμε πια χάσει κάθε διάθεση. Θυμάμαι πολύ καλά πώς ένιωθα την εποχή εκείνη. Σαν να „χα φάει ένα τούβλο στο κεφάλι ήμουνα. Όλα γύριζαν, για τίποτα δεν ήμουν σίγουρη. Αλλά, πάνω απ“ όλα, δεν καταλάβαινα γιατί μας είχε πιάσει αυτή η μανία με την κυρά Ζωή. Τι γυρεύαμε όλες εκείνες τις νύχτες στην ερημιά, διακινδυνεύοντας ακόμη και σε κανένα γκρεμό να πέσουμε; Δεν υπερβάλλω, πραγματικά κινδυνεύαμε σε κάθε νυκτερινή μας έξοδο. Και, ξαφνικά, κατάλαβα, πως δεν ήμουν βέβαιη γιατί το κάναμε. Κι’ η Χρύσα παρόμοια πρέπει να αισθανόταν. Δεν μιλούσαμε πολύ εκείνη την περίοδο, επειδή—καλώς ή κακώς—η μπάλα της κακής διάθεσης είχε πάρει και την σχέση μας.
Κοιτάζοντας εκ των υστέρων, θα έλεγα πως είχαμε μπαφιάσει. Δεν αντέχαμε άλλο το γλυκό που μας τάιζε η κυρά Ζωή, όσο νόστιμο κι’ αν ήταν.
Ας είναι.
Θυμάμαι τώρα ένα πρωινό, μετά την Έγερσιν, που γύρισα και κοίταξα δίπλα μου την Μέλπω. Μια ασήμαντη, καθημερινή κίνηση ήταν. Αλλά κάπως έγινε κι’ ένιωσα σαν εκείνη να „ταν η πρώτη φορά που την έβλεπα—που την έβλεπα όπως ήταν. Μια κακομοίρα, μου φάνηκε. Κι“ όμως, λίγα χρόνια πριν, ήταν ο κόσμος μου. Ο κόσμος μου, ολόκληρος. Τώρα, το παραμικρό δεν μου έλεγε. Γιατί; Και σε λίγα ακόμη χρόνια από τώρα, πού θα βρισκόμουν; Τι θα έκανα; Ποια θα ήμουν;
Μάταια προσπαθούσα να διακρίνω κάτι σταθερό μέσ’ την ομίχλη των πιθανοτήτων—των ενδεχομένων;!—που εκτείνονταν μπροστά μου. Σύμφωνοι, ήμουν—ή, τέλος πάντων, θα γινόμουν—παραμάνα. Γύρω απ’ αυτό θα περιστρεφόταν, αναπόφευκτα, η ζωή μου. Πώς όμως; Κι’ ούτε κι’ αυτό ήταν καθόλου βέβαιο. Φεύγοντας απ’ την Μονή, μπορεί να με πάταγε το πρώτο λεωφορείο. Άσε που μπορεί και να „τρωγα το κεφάλι μου στις σκάλες, πριν καταφέρω να βγω απ“ την Μονή.
Όλο το θάνατο σκεφτόμουν. Αλλά τι άλλο να έκανα; Το τέλος είναι το μόνο βέβαιο για όλα τα ζωντανά πλάσματα. Μας είχε μιλήσει αναλυτικά γι’ αυτό η κυρά Ζωή. Οι Άμωμοι, είχε πει, δεν κάθονταν να στεναχωριούνται. Πριν ακόμη ανακαλύψουν την δυνατότητα του άλματος, χρησιμοποιούσαν την βεβαιότητα του θανάτου ως εφαλτήριο για να καθαρίσουν λίγο την κόπρο του Αυγείου στο αριστερό τους ημισφαίριο.
«Όλα όσα θεωρείς σημαντικά, μια μέρα θα τα τρώνε τα σκουλήκια. Κι’ η ημέρα αυτή μπορεί να είναι αύριο. Κάνε μας την χάρη, λοιπόν. Στην άκρη!» Έτσι κάπως του μίλαγαν του ημισφαίριου.
Το προσπάθησα κι’ εγώ αυτό. Όπως προσπάθησα και να επιστρέψω στην παλιά μου ζωή με τις μοναστικές διακονίες και τις καταδύσεις. Όλα όσα μου ήσαν πολύ γνώριμα. Δεν ξέρω γιατί πλέον ένιωθα τόση απόσταση. Σαν παιδικά παιχνίδια μου φαίνονταν, όταν έχεις πια μεγαλώσει. Όμως αμφισβητούσα πως είχα μεγαλώσει. Για ν’ αφήσουμε πως δεν μας είχαν μεγαλώσει με παιχνίδια στη Μονή.
Μόνο τις σωματικές διδαχές δεν σταμάτησα—ευτυχώς. Τις συνέχισα κανονικά. Δοκίμασα μάλιστα, μήπως μπορούσα εκεί να βρω κάποιο στήριγμα. Καλές ήταν, δεν λέω, αλλά για στήριγμα δεν έφταναν. Στο τέλος-τέλος, οι άνθρωποι της υπαίθρου είχαν έναν πολύ καλό λόγο να καταγίνονται με τέτοια πράγματα. Τους χρειάζονταν στην καθημερινότητά τους. Ενώ, εγώ, γιατί το έκανα; Για να βγω Φωστήρας στην επόμενη Σύναξη; Το ονειρευόμουν ακόμη, η αλήθεια είναι. Και, ταυτόχρονα, ντρεπόμουν πολύ γι’ αυτό. Άστα να πάνε!
«Έχω να σου πω!» μου ψιθύρισε απροειδοποίητα μια μέρα η Χρύσα στο δρόμο για τις Τράπεζες. Εβδομάδες ολόκληρες είχαμε ν’ ανταλλάξουμε κουβέντα. Όμως καθίσαμε η μια δίπλα στην άλλη και ξαναπιάσαμε το νήμα σαν τίποτα να μην είχε συμβεί. Χάρηκα, πρέπει να πω.
Η Χρύσα ήταν πολύ πιο μελετηρή από εμένα—νομίζω το έχω ήδη αναφέρει αυτό. Αντί να περνάει την ώρα της με αμπελοφιλοσοφίες, είχε ξεψαχνίσει τα Αρχεία κι’ είχε καταλήξει σε συμπεράσματα—πολύ αποκαλυπτικά συμπεράσματα!
Το βασικό πράγμα που είχε συμπεράνει ήταν πως οι διδαχές των Αμώμων δεν ήταν κάτι καινούργιο—κάθε άλλο! Τόσο οι σωματικές, όσο και οι πνευματικές φαίνεται πως προέκυψαν πολλές φορές, ανά τους αιώνες, σε διάφορους πολιτισμούς. Μπορεί να χρειάζεται να σκάψει λίγο κανείς κάτω απ’ την επιφάνεια της κάθε εποχής, αλλά τα κεντρικά μηνύματα είναι εκεί, ίδια και απαράλλαχτα. Τις αρχές των σωματικών διδαχών τις βρίσκει κανείς στις περισσότερες πολεμικές τέχνες, ενώ εκδοχές των πνευματικών είχαν προκύψει σε διάφορους αυτόχθονες πολιτισμούς. Ακόμη και το περίφημο άλμα (ή κάτι πολύ παρόμοιο με αυτό) είχε επιχειρηθεί—από Ιάπωνες βουδιστές καλόγερους. Άκου να δεις!
Στο μυαλό μας η αποκάλυψη πως οι διδαχές δεν ήταν κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο, λειτούργησε πολύ θετικά. Έχω πει πολλές φορές πως όσο η κυρά Ζωή ρητόρευε τις νύχτες έξω απ’ τη Σπηλιά, εμάς μας έτρωγε η αμφιβολία. Μήπως ήταν απλές μπούρδες όλα αυτά; Μήπως ήταν το παραλήρημα μιας ξεμωραμένης γριούλας;
Τώρα που καταλαβαίναμε πως τα ζητήματα αυτά είχαν, όχι μόνο απασχολήσει πολλές φορές την ανθρωπότητα στο παρελθόν, αλλά και ότι τα αποτελέσματα στα οποία είχαν καταλήξει οι Άμωμοι δεν ακούγονταν και τόσο εξωφρενικά, μας οδηγούσαν κι’ εμάς στο συμπέρασμα πως μπορεί και να μην ήμασταν εντελώς βλαμμένες—τελικά. Μπορεί και να μην είχαμε χάσει τελείως την ώρα μας.
Καλύτερη απάντηση, στις αμφιβολίες μου, δεν νομίζω να μπορούσε να υπάρξει.
Ένα άλλο πράγμα που μου επισήμανε η Χρύσα, ήταν πως το δυνατό σημείο της διδασκαλίας των Αμώμων ήταν ο συνδυασμός σωματικών με πνευματικές διδαχές. Και άλλοτε είχαν γίνει παρόμοιες προσπάθειες, αλλά η Χρύσα—που το είχε ψάξει—μου είπε πως έτσι όπως τα έλεγαν οι διάφορες παραδόσεις, ούτε τι έπρεπε να κάνει μπορούσε να καταλάβει κανείς, ούτε πού μπορεί να κατέληγε η προσπάθεια του. Τζίφος δηλαδή.
Ενώ, εμείς, ήμασταν σε πλεονεκτική θέση. Δίπλα μας, που λέει ο λόγος, είχαμε την κυρά Ζωή. Όποτε θέλαμε, μπορούσαμε να την ρωτήσουμε, στα ίσα, ό,τι μας περνούσε απ’ το μυαλό και να πάρουμε μια απάντηση. Μπορεί να μην μας άρεσε, αλλά θα ήταν μια απάντηση.
Αυτό ακριβώς κάναμε. Και έτσι καταλήξαμε να αρχίσουμε να ξαναβγαίνουμε.
Τα εισαγωγικά, τα ανέλαβε η Χρύσα, ως συνήθως.
«Κυρά Ζωή, δεν έχουμε καταλάβει. Συνδύαζαν με κάποιο τρόπο οι παλιοί ασκητές τις πνευματικές με τις φυσικές διδαχές και αν ναι, πώς;»
«Τις έβλεπαν στον ύπνο τους! Χα, χα, χα».
Το διάλειμμα στις επισκέψεις μας στην κυρά Ζωή κράτησε έξη μήνες περίπου. Ήμουν πολύ αμήχανη, όταν συμφωνήσαμε να την ξαναεπισκεφθούμε. Πώς να είχε πάρει την απουσία μας; Μήπως την είχε πειράξει; Κι’ αν μας ξαπόστελνε;
Καθώς πηγαίναμε με τα ποδήλατά μας, εγώ προβάριζα συνέχεια στο μυαλό μου τι μπορεί να μας έλεγε αυτή και τι θ’ απαντούσαμε εμείς. Φύσαγε και πολύ εκείνο το βράδυ κι’ ο αέρας, που τον είχαμε κόντρα, έκανε τον δρόμο μας ακόμη πιο ανηφορικό. Όλ’ ανάποδα!
Μόλις μας είδε από μακριά, η κυρά Ζωή, μας κούνησε αδίστακτα το χέρι. Όταν πλησιάσαμε, μας προσφώνησε «Χρυσά μου». Λες κι’ είχαμε να ιδωθούμε απ’ το προηγούμενο βράδυ έκανε!
Δεν το εισέπραξα καλά. Σαν σκαμπίλι, μου φάνηκε. «Μας δουλεύει. Δυάρα δεν δίνει για μας», σκέφτηκα. Καλύτερα να μας έβριζε, σκέφτηκα. Απ’ το ύφος της Χρύσας κατάλαβα πως ούτε αυτή το είχε πάρει καλά. Σε μια στιγμή μάλιστα της Χρύσας πρέπει να της ξέφυγε τελείως, γιατί άρχισε, από μόνη της, να ψελλίζει κάτι δικαιολογίες. Έκανε κρύο, είχαμε διακονίες, κλπ. Η κυρά Ζωή την διέκοψε μ’ ένα:
«Δεν τ’ αφήνουμε τώρα αυτά χρυσά μου; Πέστε μου—πάω στοίχημα—κάποια απορία πρέπει πάλι να έχετε.»
Η Χρύσα της εξήγησε τι μας απασχολούσε κι’ η κυρά Ζωή, αφού έκανε τα αστειάκια της, μας αιφνιδίασε, λέγοντας πως αντί για άλλη μια απ’ τις ακατάληπτες ομιλίες της, καλύτερα να μας έδειχνε τι ήθελε να πει!
«Πρέπει όμως να πάμε λίγο πιο πέρα», είπε κι’ έδειξε ένα μέρος με βράχια και θάμνους καμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω.
Την ακολουθήσαμε καταγοητευμένες—και πάλι. Επίδειξη! Ποιος ξέρει τι επρόκειτο να δούμε!
Η κυρά Ζωή μας έδειξε πού να σταθούμε, απομακρύνθηκε καμιά εικοσαριά βήματα και στάθηκε ακίνητη, κοιτώντας προς το μέρος μας.
Θα ξεκινήσω απ’ το τέλος. Αυτό που μας έδειξε η κυρά Ζωή ήταν ένα είδος κάτα σε συνδυασμό με παρκούρ. Το λέω κάτα γιατί ήταν μια μακριά σειρά—πάνω από εκατό—κινήσεων που υποτίθεται πως είχαν στόχο να εξουδετερώσουν αντιπάλους που προσέγγιζαν την κυρά Ζωή απ’ τις τέσσερις βασικές κατευθύνσεις. Και ήταν συνδυασμός με παρκούρ, γιατί τις κινήσεις αυτές η κυρά Ζωή τις εκτέλεσε σαν να την κυνηγούσαν και για να ξεφύγει έπρεπε να τρέχει και να πηδάει πάνω απ’ τα βράχια και τους θάμνους της περιοχής. Αυτές καθ’ αυτές οι κινήσεις που έκανε, δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Απ’ τις φυσικές διδαχές ήταν παρμένες όλες.
Να πω τώρα δυο πράγματα και για τον τρόπο που τις εκτέλεσε. Ήταν, αναμφίβολα, πολύ εντυπωσιακός—από πολλές πλευρές. Το πιο εντυπωσιακό ίσως να ήταν αυτό που…δεν συνέβη, αλλά που εγώ—εντελώς παράλογα—περίμενα να συμβεί. Να χάσει δηλαδή, η κυρά Ζωή, με κάποιο μαγικό τρόπο, μισό αιώνα απ’ την ηλικία της και να μεταμορφωθεί σε νεαρό Ζορό που πηδάει πάνω στ’ άλογο, ενώ καλπάζει.
Όχι, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Μπροστά μας είχαμε μια εμφανώς ηλικιωμένη γυναίκα. Ούτε σπιρτάδα καμία είχαν οι κινήσεις της, ούτε το κορμί της έσφυζε από αχαλίνωτη ζωτικότητα—κάθε άλλο. Αλλά πώς κατάφερνε να εκτελεί μια τόσο απαιτητική σειρά ασκήσεων; Και χωρίς μάλιστα να λαχανιάσει ιδιαίτερα, όταν τελείωσε;
Δεν ξέρω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι αυτό που είδα. Εφαρμόζοντας τις τεχνικές της, κάπως γινόταν και το σώμα της κυρά Ζωής κατάφερνε να συλλέγει, να διοχετεύει και να εκτονώνει την απαιτούμενη ενέργεια. Σε κάθε κίνηση ξεχωριστά, και ανά ομάδα κινήσεων.
«Καλό, έ;», μας είπε περιπαικτικά, όταν τέλειωσε και αφού πήρε μια μεγάλη, βαθιά αναπνοή.
Εμείς, ως συνήθως, νοιώθαμε πολύ αμήχανες. Δεν ξέραμε πώς να αντιδράσουμε. Να την επαινούσαμε; Αλλά μήπως καταλαβαίναμε τι είχε κάνει; Ή ήμασταν σε θέση να το αξιολογήσουμε; Υποκρισία θα „ταν ό,τι και να κάναμε. Κάτι θλιβερές μπούρδες περιοριστήκαμε να μουρμουρίσουμε και την ακολουθήσαμε πίσω, στην συνηθισμένη μας θέση, στην είσοδο της σπηλιάς. Στο δρόμο, η Χρύσα γύρισε και με κοίταξε. Εντελώς αποσβολωμένη ήταν κι“ αυτή.
«Προηγουμένως με ρωτήσατε πώς οι ασκητές συνδύαζαν τις φυσικές με τις πνευματικές διδαχές», είπε η κυρά Ζωή, μόλις κάτσαμε πάλι. «Αυτό που σας έδειξα λέγεται ασκητική. Υπάρχουν πολλές τέτοιες. Οι συγκεκριμένες κινήσεις δεν έχουν σημασία. Κάθε ασκητής είναι ελεύθερος να τις αντικαταστήσει με όποιες άλλες προτιμά.»
«Οι ασκητικές εκτελούνται κατά τρεις τρόπους—ή σε τρία επίπεδα. Αυτό που σας έδειξα προηγουμένως είναι το πρώτο επίπεδο. Ο ασκητής εξασκείται σ’ αυτό μέχρι που να μπορεί να βγάλει όλες τις κινήσεις με δύναμη και ρυθμό. Μόλις το καταφέρει, είναι έτοιμος για το επόμενο επίπεδο. Σε αυτό, ο ασκητής εκτελεί την ασκητική νοερά, ενώ είναι απασχολημένος με κάποια άλλη δραστηριότητα—κάτι κοπιαστικό, κατά προτίμηση. Όταν καταφέρει να εκτελεί στο μυαλό του ολόκληρη την ασκητική, χωρίς να χάνει την σειρά των κινήσεων, τότε πρέπει να μάθει να εκτελεί τις κινήσεις και ανάποδα, απ’ το τέλος προς την αρχή. Πρώτα με το σώμα και μετά με το μυαλό. Όταν φτάσει να εκτελεί την ασκητική νοερά, τόσο ίσια, όσο και ανάποδα, είναι έτοιμος για το τελικό στάδιο. Σε αυτό καταγίνεται με αυτό που σας είπα στην αρχή—και νομίζατε πως αστειεύομαι. Να μάθει να εκτελεί την ασκητική στον ύπνο του, κατά την διάρκεια συνειδητού όνειρου.»
Η κυρά Ζωή έκανε μια παύση, μας κοίταξε και μετά έσκασε στα γέλια.
«Πρέπει να δείτε τις φάτσες σας», είπε, ενώ γέλαγε ακόμη. Μετά συμπλήρωσε. «Τα τρία αυτά επίπεδα δεν είναι ανεξάρτητα. Για λόγους που δεν ξέρω να σας εξηγήσω, κάθε επόμενο επίπεδο είναι σαν να τρέφει και να συντηρεί τα προηγούμενα. Αν δηλαδή, ο ασκητής καταφέρει να φτάσει στο δεύτερο επίπεδο, τότε δεν χρειάζεται πια να ασχολείται και τόσο πολύ με το πρώτο. Το ίδιο και για το τρίτο επίπεδο, όσον αφορά τα δύο προηγούμενα. Επαναλαμβάνω: δεν ξέρω πώς εξηγείται αυτό. Ίσως επειδή, για τον εγκέφαλό μας, φαντασία και πραγματικότητα, δεν έχουν μεγάλη διαφορά. Αλλά τα έχουμε ξαναπεί όλ’ αυτά.»
«Λοιπόν; Τι λέτε; Πώς σας φάνηκε;»
Εμείς, μούγκα. Σιωπή. Τι να λέγαμε; Στο τέλος η Χρύσα δοκίμασε.
«Μα, πραγματικά, υπήρξαν άνθρωποι που έκαναν τέτοια πράγματα;» ψέλλισε.
Η κυρά Ζωή γούρλωσε περιπαικτικά τα μάτια της και έγνεψε με το κεφάλι καταφατικά.
«Και…είχαν αποτέλεσμα;», επέμεινε η Χρύσα.
Η κυρά Ζωή επανέλαβε την κίνησή της. Μετά γέλασε και είπε «Μην ξεχνάτε. Την εποχή εκείνη, ούτε περιηγητής υπήρχε, ούτε τελε-νοβέλες. Κάτι έπρεπε να κάνει ο κόσμος.»
Άντε πάλι. Μα πού τα ήξερε αυτά τα πράγματα;
Δεν ξέραμε τι άλλο να πούμε, οπότε, μετά από λίγο, σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Την ώρα που την αποχαιρετούσαμε, η κυρά Ζωή μας σταμάτησε και είπε πολύ σοβαρά.
«Και να θυμάστε πάντα. Οι διδαχές των Αμώμων αφορούν πράγματα που το σώμα ξέρει να κάνει απ’ την φύση του. Ούτε κεριά χρειάζεται, ούτε λιβάνια. Αυτά όλα, δεν είναι παρά ένας τρόπος να ξεκολλήσει η προσοχή απ’ το σημείο που βρίσκεται βαλτωμένη, λόγω του συγχρωτισμού της με τους άλλους ανθρώπους. Αν κάτι έκαναν οι Άμωμοι, είναι πως τόλμησαν να περπατήσουν το μονοπάτι αυτό γυμνοί, κόντρα στο φως, χωρίς δεκανίκια.»
Φύγαμε.
Στην επιστροφή ήμουν, πάλι, πολύ ήσυχη. Την παραμικρή σκέψη δεν ήθελα να κάνω. Σαν ένα ανόητο παπαγαλάκι ένοιωθα το μυαλό μου. Ευτυχώς, ο άνεμος είχε μαλακώσει και μπορούσαμε ν’ ακούσουμε την ανάσα του βουνού.
Λοιπόν, δεν μπορώ—δεν θέλω—να κλείσω, χωρίς να πω και το εξής.
Δεν είπα την αλήθεια πριν, για την επίδειξη της κυρά Ζωής. Την περιέγραψα σαν να 'ταν κάτι εντυπωσιακό μεν, αλλά συνηθισμένο—μέσες-άκρες.
Το πιο τρομερό πράγμα που είχα δει στη ζωή μου ήταν!
Μπροστά στα μάτια μας η κυρά Ζωή κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε. Σαν ζώο που άλλαζε συνεχώς όψη μου φαινόταν. Άλλοτε έβλεπα μια αράχνη που έπεφτε πάνω σε μυγάκια και τα έχαφτε κι’ άλλοτε ένα αγριογούρουνο που ορμούσε ανάμεσα σε αγριόσκυλα και τα κομμάτιαζε. Παρακολουθώντας την να μάχεται μέσ’ το σκοτάδι, έχασα την αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν.
Αλλά, και τώρα ακόμη, δυσκολεύομαι να μιλήσω για εκείνη την εμπειρία.
Χρόνια αργότερα, στα Λαϊκά, όποτε δεν είχα υπηρεσία, μου άρεσε να κάθομαι σ’ ένα παράθυρο και να χαζεύω τους αγνώστους που διασταυρώνονταν κάτω, στην πλατεία. Φανταζόμουν πως κοίταζα το εσωτερικό ενός επιταχυντή. Μόνο που αντί για σωματίδια, ο επιταχυντής αυτός δούλευε με ανθρώπους. Έριχνε τον ένα πάνω στον άλλο και μετά μελετούσε τα απομεινάρια τους καθώς απομακρύνονταν—για να μην ξανασυναντηθούν ποτέ πια. Κανονικό πείραμα φυσικής, δηλαδή.
Η τελευταία μας χρονιά, στην Μονή, ήταν πολύ παρόμοια. Οι ζωές μας ήρθαν κι’ έπεσαν η μια πάνω στην άλλη και μετά εκτοξεύτηκαν, όλες μαζί, στο άπειρο. Το ξέραμε πως δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναϊδωθούμε ποτέ, αλλά δεν το παίρναμε στα σοβαρά. Κάναμε λες κι’ είχαμε άπλετο χρόνο. Ή σαν να μην μας αφορούσε.
Προτρέχω πάλι λίγο, αλλά μου ήρθε τώρα στο μυαλό η στιγμή που εγκαταλείψαμε την Μονή. Περπατούσαμε προς το λεωφορείο που θα μας κατέβαζε κάτω στην πόλη. Δίπλα μου, οι Σύντροφοι φλυαρούσαν χαμηλόφωνα. Εγώ, πανικόβλητη, είχα καρφώσει το βλέμμα μου στα κάγκελα κατά μήκος της κεντρικής εισόδου. Ήσαν γκρίζα, σιδερένια, με μυτερές άκρες. «Μα τόσο ηλίθιοι είναι;», αναρωτιόμουν, για τους Συντρόφους. «Τίποτα δεν καταλαβαίνουν; Δεν θα τα ξαναδούμε ποτέ τα κάγκελα αυτά. Δεν θα τα ξαναδούμε ποτέ. Κι’ αν τα ξαναδούμε, απλές βέργες θα 'ναι για μας τότε. Δεν θα σημαίνουν τίποτα. Δεν το καταλαβαίνουν; Δεν τους τρομάζει;»
Όμως κανείς δεν συμμεριζόταν τα ζοφερά μου αισθήματα. Το μπουλούκι μας κυλούσε αμέριμνο και μόνο εγώ παρατηρούσα πως κάθε κάγκελο που προσπερνούσαμε έκανε ένα «παφ» κι’ εξατμιζόταν πίσω μας.
Βέβαια, για να πω και του στραβού το δίκιο, μπορεί εκείνη την ώρα να ένιωθα κάπως, μετά όμως, στα Λαϊκά, όταν όλοι μηρυκάζανε βουρκωμένοι το παρελθόν τους στις Μονές, εγώ, τίποτα. Βράχος. «Τα καλύτερά μας χρόνια!», κλαψούριζαν. Τι μας λες; Οι μέρες της σύγχυσης και της ανοησίας, δεν λες καλύτερα;
Δυσκολεύομαι να βάλω σε σειρά τις αναμνήσεις μου. Γυρνάω πίσω και τα βλέπω όλα μαζί, το ένα πάνω στο άλλο.
Θα ξεκινήσω απ’ αυτό που…δεν συνέβαινε. Το είπα και πιο πριν, αλλά ίσως όχι όπως έπρεπε. Η κατάσταση με τους άλλους Συντρόφους είχε πια φτάσει στο απροχώρητο, ακόμη και για μένα την ίδια. Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως θα έφταναν εκεί τα πράγματα, ούτε και κατάλαβα πώς έγινε. Εννοώ που είχα πια γίνει ξένο σώμα ανάμεσά τους, που δεν έδινα δεκάρα γι’ αυτούς! Ούτε για την Μέλπω, ούτε για κανέναν άλλο. Μόνο με την Χρύσα είχα ένα είδος ανθρώπινης επαφής. Οι υπόλοιποι μου φαίνονταν φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Και δεν μου ήταν ευχάριστο αυτό—απεναντίας. Δεν νομίζω να ήμουν στενόκαρδη ή στενόμυαλη. Ούτε και τους έκρινα με οποιονδήποτε τρόπο. Τι σχέση όμως μπορούσα να έχω με άτομα που το μόνο που τα ενδιέφερε ήταν να σουλατσάρουν στο προαύλιο α λα μπρατσέτα περιφέροντας τα υπαρκτά ή φανταστικά «προσόντα» τους; Εγώ, αισθανόμουν από εντελώς άλλο πλανήτη. Και δεν ήταν δικό μου λάθος που είχα βρεθεί εκεί πέρα. (Και όσο για «προσόντα», ποτέ δεν έκανα, ούτε σαν να είχα, ούτε σαν να μην είχα. Δεν ήταν εκεί το θέμα μου.)
Αν, τουλάχιστον, είχα αφιερωθεί στην εξάσκηση των διδαχών—των πνευματικών εννοώ. Ή, έστω, απλώς στις καταδύσεις, αλλά σοβαρά, στα άπατα, όχι χαζομάρες. Αν είχα κάνει κάτι απ’ όλ’ αυτά, θα μπορούσα να λέω «Αυτή είμαι. Τέρμα και τελείωσε». Δεν το έκανα όμως. Τίποτα δεν έκανα. Καθόμουν απλώς αμήχανη και παρακολουθούσα τη ζωή να κυλάει. Μια ζωή που τίποτα δεν μου έλεγε—και που κουβαλούσε κι’ εμένα μαζί της.
Αλλά, πάλι για μένα μιλάω. Αρκετά.
Αυτή που—απ’ ότι κατάλαβα μετά—πρέπει να το 'ριξε στις διδαχές ήταν η Χρύσα. Με το κεφάλι, χωρίς δεύτερη σκέψη. Πώς έγινε αυτό; Ιδέα δεν έχω. Ζήλεψε εκείνη την μικρή μου προσπάθεια με τις σωματικές; Μπορεί, δεν το αποκλείω.
Εν πάση περιπτώσει.
Αρπάχτηκε, λοιπόν, η Χρύσα απ’ τις διδαχές, όπως η γεροντοκόρη απ’ το προσευχητάρι. Και τις σωματικές, αλλά κυρίως, τις πνευματικές. Και τι έκανε; Ιδέα δεν έχω. Την θυμάμαι να περιφέρεται μέσ’ τη Μονή και να μοιάζει σαν να περιπλανιόταν στο υπερ-διάστημα. Ένας θεός ξέρει τι γινόταν μέσα στο μυαλό της. Την λυπόμουν κατά κάποιο τρόπο. Αλλά μήπως εγώ ήμουν σε καλύτερη κατάσταση;
Άσχημο πράγμα θα πω τώρα, αλλά είναι αλήθεια, δυστυχώς. Όσο πιο πολύ βυθιζόταν η Χρύσα στον κόσμο της—στον κόσμο των διδαχών—τόσο λιγότερο μου έκανε πια κέφι, η ίδια, σαν άνθρωπος. Ζήλευα; Μπορεί. Δεν το αποκλείω.
Το αναφέρω τώρα, γιατί παλιότερα, μου άρεσε πολύ η Χρύσα. Σαν κόκκινο μπαλόνι με έκανε να αισθάνομαι, όταν την έβλεπα. Δια της βίας πατούσα στην γη. Ενώ τώρα, το μπαλόνι είχε πια σταφιδιάσει. Καθόταν σε μια άκρη και το μόνο που περίμενε ήταν ποιος θα περνούσε να το πατήσει, να σκάσει. Εγώ, από μόνη μου, δεν θα το 'κανα ποτέ. Μου ήταν όμως πολύ δύσκολο όλο αυτό.
Εδώ, μάλλον είναι καλό σημείο για να πω δυο λόγια και περί καταλαγής. Στο Γυμνάσιο την αρχίσαμε, άλλος νωρίτερα, άλλος αργότερα. Συνήθως τα βράδια, όταν μας έπιανε το παράπονο. Ή όποτε νοιώθαμε αυτό το φούσκωμα μέσα μας που δεν ξέραμε τι να το κάνουμε. Οι Γέροντες ποτέ δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον γι’ αυτές μας τις δραστηριότητες. Ό,τι θέλαμε μπορούσαμε να κάνουμε, αρκεί να μην προκαλούσε υγειονομικό πρόβλημα. Άρα, ο καθένας μόνος του. Αλλά δεν ξέραμε πως γινόταν κι’ αλλιώς.
Στο μυαλό μας, η καταλαγή δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Σαν επίσκεψη στα Λουτρά μας φαινόταν. Θυμάμαι, για παράδειγμα, μια βραδιά, που, για πλάκα, κανονίσαμε όλος ο Θάλαμος να κάνουμε όλοι μαζί, ταυτόχρονα. Δεν περιγράφεται η έκπληξή μου, όταν κατέβηκα στα Λαϊκά και πληροφορήθηκα την αλήθεια—για τις «μέλισσες και τα λουλούδια», εννοώ. Τότε συνειδητοποίησα πόσο λογοκριμένα ήσαν τα Αρχεία—και όχι μόνο σ’ αυτό το θέμα, προφανώς.
Γιατί τ’ αναφέρω τώρα αυτό; Λόγω Χρύσας. Προσπαθώ να εξηγήσω πως έγινε και παρά τα αισθήματα που τρέφαμε η μια για την άλλη και παρά τις κάποιες (πολύ συγκεχυμένες) σκέψεις που μπορεί να κάναμε—εγώ τουλάχιστον σίγουρα έκανα—την ώρα της καταλαγής, ποτέ δεν διανοηθήκαμε τίποτα άλλο. Ιδέα δεν είχαμε.
Όμως, κάτι διαισθανόμουν, νομίζω. Θυμόμουν πολύ καλά, για παράδειγμα, τι είχε συμβεί στο τέλος του Δημοτικού. Ήταν δυνατόν να μην υπήρχε κάποια σύνδεση;
Αλλά φτάνουμε, και πάλι, σ’ αυτό που προσπάθησα να πω και πιο πριν—και δεν ξέρω αν έβγαλε νόημα. Όσο κι’ αν μας αναστάτωναν όλ’ αυτά, εγώ έψαχνα και για κάτι άλλο. Κάτι πέρα απ’ το ποιος είπε ή έκανε, τι, και σε ποιον.
Ο επόμενος σταθμός ήταν ο προορισμός τους, οι Αμπελόκηποι.
Το βαγόνι δεν είχε και τόσο πολύ κόσμο, όχι όσο φοβόταν η Τασία. Όμως αν και όλοι οι επιβάτες φορούσαν στολή ασφαλείας, όλο και κάποιος θα βρισκόταν που δεν θα την είχε βάλει σωστά. Το πέρασμα ανάμεσα από αγνώστους απαιτούσε πάντα πολύ προσεκτικούς χειρισμούς.
Η Κυρία σηκώθηκε και, βήμα-βήμα, κατάφερε να φτάσει στην έξοδο, την ώρα ακριβώς που ο συρμός έμπαινε στον σταθμό. Κατέβηκαν. Κανείς δεν τις ακολούθησε. Όλοι προς παραλία πήγαιναν, φαίνεται.
Οι σκάλες, εδώ, δεν λειτουργούσαν καθόλου, ούτε πάνω, ούτε κάτω. Θαυμάσια! Ανέβηκαν, κούτσα-κούτσα, με διαλείμματα. Και κάποιοι άλλοι, από άλλους συρμούς, το ίδιο έκαναν. Κανείς δεν μουρμούριζε. Η Τασία χάζευε γύρω-γύρω. Δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ από εδώ. Αναρωτιόταν πώς θα της φαινόταν, αν είχε πάρει περιηγητή. Ο σταθμός, ίδιος, πιθανότατα. Μόνο τα πλακάκια στους τοίχους μπορεί να άλλαζαν, γιατί ήταν πολυκαιρισμένα τόπους-τόπους.
Βγαίνοντας έξω, το φως, ο θόρυβος και οι μυρωδιές τους χτύπησαν, όλα μαζί, κατακούτελα. Η Κυρία πισωπάτησε σαστισμένη. Η Τασία, που κρυβόταν πίσω της, μόλις που πρόλαβε να την αποφύγει. Έκαναν στην άκρη, να μην εμποδίζουν, και στάθηκαν να πάρουν μια ανάσα.
Η Τασία μια-δυο ματιές έριξε στο περιβάλλον, κι’ αυτές λοξές. Τα Λαϊκά—η μόνη άλλη γειτονιά του κέντρου που γνώριζε—είχαν εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα. Μπορεί οι πολυκατοικίες εκεί, να ήσαν όλες σακατεμένες κι’ οι δρόμοι να ασφυκτιούσαν από κόσμο και σκουπίδια, υπήρχε όμως και μια δόση παλιάς Αθήνας, μια νότα νοσταλγίας. Ενώ, εδώ; Στη γειτονιά των Κεντρικών ο μεγαλο-ιδεατισμός της Αρχιεπισκοπής είχε αφεθεί να τρέχει αχαλίνωτος. Κομπρεσέρ, γερανοί, τρακτέρ, πηγαινοέρχονταν όλα ξετρελαμένα. Οι μηχανικοί, από ψηλά, συνεννοούνταν με βρισιές και ουρλιαχτά—Φύλακες στην Μονή θύμιζαν. Ποιανού ιδέα ήταν όλ’ αυτά; Ποιος την παράγγειλε μια τέτοια κόλαση, όταν, μάλιστα, υπήρχε περιηγητής; Ίσως όμως να μην μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Μπορεί η Ανοικοδόμηση να είχε ξεκινήσει απ’ τα προάστια και, εδώ, στο κέντρο, να μην υπήρχαν ακόμη αρκετά κυβερνητικά. Τι να τον έκαναν όλον αυτόν τον κόσμο; Έπρεπε να κάνουν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Ήταν μια εξήγηση αυτή.
«Νωρίς είναι ακόμη», είπε αποφασιστικά η Κυρία. «Ακολούθησε με». Έκανε μεταβολή και ξαναχώθηκε πίσω, στο Μετρό.
Κάθισαν στο πρώτο παγκάκι που βρήκαν μπροστά τους. Η Κυρία κατέφυγε στην τελε-νοβέλα της—φαινόταν απ’ το βλέμμα της. Καλύτερα. Η Τασία στήριξε την πλάτη της στον τοίχο κι’ έκλεισε τα μάτια της.
Ένα απ’ τα αγαπημένα ρεφρέν της Αρχιεπισκοπής είναι πως οι Τρόφιμοι των Μονών δεν βλέπουν την ώρα να κατέβουν στις πόλεις για ν’ αρχίσουν να «προσφέρουν». Και χρυσώνει το χάπι με την διαβεβαίωση πως στις πόλεις, οι παραμάνες μπορούν, επιτέλους, να γευτούν την ελευθερία, που—για το δικό τους καλό!—χρειάζεται να στερηθούν στις Μονές.
Μα υπάρχει κανείς που να πιστεύει τέτοιες ανοησίες;
Προσωπικά, μόνο σαν θηλιά στο λαιμό ένιωθα την προοπτική της απόλυσης μας απ’ την Μονή. Και όχι μόνο εγώ, όλοι το ίδιο νιώθαμε. Στην αρχή η θηλιά ήταν σχετικά χαλαρή, αλλά όσο πλησίαζε ο καιρός, τόσο περισσότερο την νιώθαμε να μας πνίγει. Πού θα μας πήγαιναν; Τι θ’ απογινόμασταν; Τι σήμαινε αυτή η περίφημη «ελευθερία»; Μπορεί να μην πιστεύαμε πια στα παραμύθια των Γερόντων, έπρεπε όμως να τ’ αντικαταστήσουμε με κάτι και δεν βρίσκαμε τίποτα. Τίποτα απολύτως.
Όσο όμως κι’ αν μας έσφιγγε η θηλιά τον λαιμό, η κλοτσιά στο σκαμνάκι ήρθε απ’ αλλού. Κατά την διάρκεια της προτελευταίας Επιθεώρησης, εμφανίστηκε απ’ το πουθενά ένας κομήτης, έπεσε πάνω στον μικρό μας κόσμο, και πριν προλάβουμε ν’ ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας, τον διέλυσε. Αυτό που είχαμε ονειρευτεί, αλλά δεν είχαμε καταφέρει στο Δημοτικό, έγινε τελικά. Ο λαβύρινθος της Επίδειξης λύθηκε! Παρά λίγο μάλιστα να ταπεινωθεί κι’ ο Έψιλον-Έψιλον.
Όμως γιατί λέω «έγινε» και «λύθηκε»;
Θα ξεκινήσω με όσα ξέρω—από πρώτο χέρι.
Δεν ξέρω πού είχα το μυαλό μου εκείνη την εποχή, στις Επιδείξεις πάντως, δεν ήταν. Όποτε διασταυρωνόμουν με καμιά Ασημίνα, κανέναν Μάριο ή οποιονδήποτε άλλον της παλιάς παρέας, γύριζα αλλού τα μούτρα μου—από αμηχανία κυρίως. Θυμόμουν τότε, που ζούσα και πέθαινα με το αν θα λειτουργούσε ο σκαντζόχοιρος της Ευρυδίκης κι’ αναρωτιόμουν αν ήμουν το ίδιο πρόσωπο.
Όταν ξεκίνησε η Επιθεώρηση για την οποία μιλάω, καθόλου δεν ίδρωσε τ’ αυτί μου. Καλύτερα έτσι, από κάθε πλευρά. Η απολύμανσις τελείωσε χωρίς ν’ ανοίξει μύτη και πριν να το καλο-καταλάβουμε η Μονή ολόκληρη μαζεύτηκε για άλλη μια φορά στο Καθολικό. Εγώ, βούτηξα την πρώτη συσκευή που βρήκα μπροστά μου, χώθηκα στον λαβύρινθο και κατευθύνθηκα προς το σημείο που περίμενε ο Γέροντας της ομάδας μου. Ήθελα να τελειώνω, μια ώρα αρχύτερα. Όσο ο Γέροντας μας μίλαγε, εγώ χάζευα τα πρόσωπα των συμπαικτών μου. Κρατιόμουν, αλλά δεν μπορούσα να μην απορώ με την γελοία λάμψη ανυπομονησίας που έβλεπα στο βλέμμα τους. Πόσο αφελής μπορεί να είναι κανείς;
Όταν ο Γέροντας τελείωσε με την ανάλυση της στρατηγικής του, μας αμόλησε στον λαβύρινθο να εξερευνήσουμε και να του αναφέρουμε. Έλεος! Βαριόμουν του θανατά!
Ευτυχώς, στον πρώτο κιόλας κόμβο, έτυχε να πέσω πάνω σε μέλος άλλης ομάδας. Την πέτυχα, ενώ ακόμη τακτοποιούσε την φούσκα της. Πάνω της τα 'κανε, μόλις με είδε. Φοβήθηκα πως θα έμπλεκα, αλλά, ευτυχώς, η αντίπαλός μου συνήλθε γρήγορα. Πετάχτηκε όρθια, έβγαλε κάτι άναρθρες κραυγές—για να πάρει θάρρος, υποθέτω—και μου επιτέθηκε με όση δύναμη διέθετε. Ούτε το δαχτυλάκι μου δεν κούνησα. Την άφησα να με σκίσει. Την τελευταία μόνο στιγμή ενημέρωσα τον Γέροντα πως πέθανα ένδοξα και αφέθηκα να βουλιάξω στον πάτο της κολυμπήθρας. Ξεκουμπίδια!
Βγήκα, σκουπίστηκα, και κάθισα με τους άλλους να περάσει η ώρα.
Σε μια στιγμή, εκεί που χάζευα την εικονογράφηση ψηλά, στον τρούλο του Καθολικού, την προσοχή μου τράβηξε κάτι απρόσμενο: η σιωπή. Η απόλυτη σιωπή. Πού ήταν η (ψιθυριστή πάντα) οχλαγωγία που συνόδευε τις Επιδείξεις;
Γύρισα το βλέμμα μου κάτω, στον λαβύρινθο.
Ναι, φαινόταν αμέσως ποιο ήταν το πρόβλημα. Μια απ’ τις ομάδες—οι Πράσινοι—συμπεριφέρονταν εντελώς αφύσικα. Η διάταξή τους, κατ’ αρχάς, δεν ήταν σωστή. Στον λαβύρινθο, όλες οι ομάδες μοιάζουν σαν αράχνες, λίγο-πολύ. Έχουν τον Γέροντα στη μέση, ενώ τα μέλη της ομάδας εκτείνονται γύρω-γύρω, σαν τα πόδια της αράχνης. Στους Πράσινους όμως, το σώμα, δηλαδή ο Γέροντας, πήγαινε μπροστά και τα πόδια ακολουθούσαν από πίσω, όλα μαζί. Σαν μέδουσα κάπως.
Ύστερα ήταν και η κίνηση της ομάδας. Πετάγονταν σπασμωδικά πέρα-δώθε λες κι’ είχαν πάρει φωτιά τα μπατζάκια τους. Τι νόημα είχε αυτό;
Κοιτάζαμε όλοι άναυδοι τον λαβύρινθο, χωρίς να ξέρουμε τι να υποθέσουμε. Λες να είχαν πάθει κάτι; Μήπως έπρεπε να βουτήξουμε να τους βγάλουμε; Πέρασε λίγη ώρα έτσι.
Κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, το σούσουρο άρχισε να δυναμώνει. Μετά την αρχική έκπληξη—ή, μάλλον, κατάπληξη—για την συμπεριφορά των Πράσινων, έγινε φανερό πως η ανώμαλη αυτή συμπεριφορά δεν ήταν λόγω ανωτέρας βίας. Ο Γέροντάς τους έφταιγε. Το ήθελε που έπαιζε έτσι. Πολύ γρήγορα, όλοι το’ ριξαν στα στοιχήματα. Ποιος μπορεί να ήταν ο «τρελο-Γέροντας» αυτός; Ως και το όνομα του ακατονόμαστου αναφέρθηκε σε μια στιγμή. Να ξεράσω μου ήρθε.
Όμως η Επίδειξη, ως Επίδειξη, δεν πήγαινε και τόσο καλά. Να βαλτώνει είχε αρχίσει, λίγο-πολύ. Εμείς, απ’ έξω, το μόνο που βλέπαμε ήταν έναν τρελο-Γέροντα ν’ αλωνίζει πέρα-δώθε μέσα στον λαβύρινθο. Οι ενέργειές του όμως, δεν κατέληγαν σε κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα. Ούτε καν εδαφικό πλεονέκτημα δεν κατάφερνε να αποκτήσει, γιατί δεν στεκόταν σ’ ένα σημείο να το οχυρώσει. Μια τρύπα στο νερό έκανε, παρ’ όλη την φασαρία.
Μέσα στον λαβύρινθο, πληροφορηθήκαμε αργότερα, οι Τρόφιμοι και Γέροντες που είχαν απομείνει, διαισθάνονταν πως κάτι ασυνήθιστο πρέπει να συνέβαινε, αλλά δεν είχαν τρόπο να καταλάβουν τι ακριβώς. Καλού-κακού, ταμπουρώθηκαν όλοι στις θέσεις τους και κανείς δεν διακινδύνευε την παραμικρή κίνηση που μπορούσε να προκαλέσει άνοιγμα στις γραμμές του. «Ας κάνει ο άλλος την πρώτη κίνηση», σκέφτονταν όλοι.
Το αποτέλεσμα ήταν ο λαβύρινθος, γενικά, να φυτοζωεί. Η συνολική εικόνα του ήταν τουλάχιστον θλιβερή. Οι Επιθεωρητές δεν θα μας την χάριζαν στο τέλος—αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Ώσπου η τύχη έβαλε το χέρι της. Ένας Πράσινος πήγε κι’ έπεσε πάνω στην έξοδο!
Σαν τρέμουλο είδαμε την πληροφορία να μεταφέρεται απ’ τον έναν στον άλλον μέσα στην ομάδα τους. Ο Γέροντάς τους ρίχτηκε προς την κατεύθυνση της εξόδου ταυτόχρονα σχεδόν με τον Έψιλον-Έψιλον. Όμως, πρώτος—και με διαφορά—έφτασε ο Επιθεωρητής. Ο Γέροντας ήταν πιο μακριά και, όσο έτρεχε, τον βλέπαμε που έστελνε εντολές δεξιά-αριστερά όσο μπορούσε πιο γρήγορα.
Οι εντολές αυτές έπαιξαν ρόλο, οφείλω να πω. Οι Πράσινοι που βρίσκονται στην περιοχή της εξόδου, πήγαν κι’ έπεσαν, όλοι μαζί, πάνω στην έξοδο. Αυτό που, ουσιαστικά, τους διέταξε ο Γέροντας ήταν να θυσιαστούν. Όμως το έκαναν με σύμπνοια και αποφασιστικότητα. Και στην έξοδο μόλις έφτανε κάθε Πράσινος, δεν έσκυβε το κεφάλι. Έδινε μάχη. Μπορεί να μην κράταγε πολύ—γιατί με τίποτα δεν παιζόταν ο Έψιλον-Έψιλον—όμως οι σύντροφοι τα έδωσαν όλα. Κι’ η θυσία τους δεν ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Έδωσαν στον Γέροντά τους χρόνο να φτάσει κι’ αυτός στην έξοδο.
Το τέλος της τόσο αναπάντεχης αυτής Επίδειξης ήταν αντάξιο του τρόπου που εξελίχθηκε. Με ένα και μόνο αποφασιστικό χτύπημα ο Έψιλον-Έψιλον διέλυσε την φούσκα του Γέροντα. Την τελευταία όμως στιγμή, και ενώ ο Γέροντας είχε αρχίσει πια να βυθίζεται, ο Έψιλον-Έψιλον άπλωσε το χέρι του και τον συγκράτησε. Δεν τον άφησε να πέσει στον πάτο.
Ο Έψιλον-Έψιλον κι’ ο Γέροντας βγήκαν μαζί απ’ την Επίδειξη!
Της μουρλής έγινε στο Καθολικό. Τους αποθεώσαμε και τους δύο με ιαχές για την Μονή και την Αρχιεπισκοπή. Μέσ’ τον γενικό χαμό, η Γερόντισσα σηκώθηκε απ’ την θέση της, έγνεψε προς το πλήθος να καταλαγιάσει λίγο και κάλεσε τον Γέροντα—που δεν είχε ακόμη προλάβει να βγάλει την συσκευή του—να αποκαλυφθεί.
Ο Γέροντας δίστασε.
Η στιγμή της αποκάλυψης ήταν εξαιρετικά χαοτική. Ο Γέροντας μας είχε γυρισμένη την πλάτη. Ελάχιστοι πρέπει να είδαν τι συνέβη. Εγώ, για παράδειγμα, τίποτα δεν πρόλαβα να δω. Εκ των υστέρων, μου έκανε εντύπωση η ετοιμότητα της Γερόντισσας και των Πρεσβύτερων. Έπεσαν όλοι μαζί πάνω στον Γέροντα, τον έκρυψαν με τα σώματά τους και με την βοήθεια του Έψιλον-Έψιλον, τον έβγαλαν άρον-άρον απ’ το Καθολικό.
Σιωπή έπεσε, για λίγο. Μετά, η οχλαγωγία που ακολούθησε, δεν είχε προηγούμενο. Οι φήμες έδιναν κι’ έπαιρναν. Άλλοι έλεγαν πως ο Γέροντας ήταν κάποιος απ’ τους Επιθεωρητές και άλλοι πως ήταν κάποιος νεο-φερμένος Γέροντας. Πως οι πρεσβύτεροι είχαν ενοχληθεί με την επιτυχία του και γι’ αυτό τον έκρυψαν, για να μην αποκαλυφθεί. Η εκδοχή ο τρελο-Γέροντας να ήταν Τρόφιμος, κυκλοφόρησε μεν κι’ αυτή, όμως δεν είχε πέραση. Υπερβολικά ακραία, μας φάνηκε. Το γεγονός πως κι’ οι Γέροντες της Μονής συμμετείχαν, αν δεν υποδαύλιζαν, τις φημολογίες, με έβαλε σε σκέψεις. Συμπέρασμα πάντως, δεν κατάφερα να βγάλω κανέναν.
Την επόμενη, όταν οι Επιθεωρητές είχαν πια αποχωρήσει, εμείς ακόμη μηρυκάζαμε τα γεγονότα της Επίδειξης. Η Χρύσα—μετά από πολύ καιρό—με πλησίασε και μου σφύριξε «Έχω να σου πω». Δεν το βρήκα περίεργο. Είπα πως θα „χε κι“ αυτή την θεωρία της κι’ ήθελε κάπου να την πει.
Νομίζω ήδη περιέγραψα πώς γίνονταν οι συζητήσεις μας με την Χρύσα στις Τράπεζες. Καθόμασταν η μια απέναντι στην άλλη με ύφος απολύτως ευλαβές. Τις φράσεις που ανταλλάσσαμε, τις ψιθυρίζαμε με το κεφάλι χαμηλωμένο, ώστε να μην φαίνονται τα πρόσωπά μας μας. Συγχρόνως, παρακολουθούσαμε πού βρισκόταν κάθε Επιτηρητής αλλά και την κατεύθυνση προς την οποία κοίταζε, από ψηλά, ο Επόπτης. Δεν ήταν εύκολο. Το μόνο καλό ήταν πως για ν’ ανοίξεις το στόμα σου, έπρεπε να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή. Άρα, είχες άπλετο χρόνο να σκεφτείς τι θα έλεγες. Αν και πάλι τα θαλάσσωνες, δεν είχες καμιά δικαιολογία.
«Εγώ ήμουν», ξεκίνησε η Χρύσα.
Την κοίταξα. Δηλαδή;
«Εγώ ήμουν, χτες».
Ωραίο, έ; Χρύσα, η ακαταμάχητη!
Λόγω των συνθηκών, καθόλου δεν δυσκολεύτηκα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Ούτε έκπληξη εκδήλωσα καμία, ούτε δυσπιστία. Την άφησα ανενόχλητη να μου πει την ιστορία της.
Θα μεταφέρω τώρα τα βασικά σημεία, όπως τα θυμάμαι, όμως ομολογώ πως κάποια πράγματα μπορεί και να μην τα κατάλαβα πολύ καλά. Προσπαθούσα να μην το δείξω, ήμουν όμως πολύ ταραγμένη όλη εκείνη την ώρα.
Προηγουμένως είπα, πως η Χρύσα πήγε κι’ έπεσε μέσ’ την τρύπα των πνευματικών διδαχών—έπεσε και δεν ξαναβγήκε ποτέ από εκεί μέσα. Πότε ακριβώς συνέβη αυτό; Ενώ ακόμη επισκεπτόμασταν την κυρά Ζωή ή αργότερα; Ιδέα δεν έχω. Και πώς έγινε; Τι την έκανε να στραφεί στις διδαχές; Ήταν η σχέση μας, που είχε αρχίσει να κρυώνει ή, ανάποδα, η σχέση μας κρύωσε, επειδή η Χρύσα στράφηκε στις διδαχές; Για να το πω ακόμη πιο ωμά: αυτή με έκανε πέρα ή εγώ αυτήν; Δεν ξέρω. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Ίσως ήταν μια απ’ αυτές τις «συμπτώσεις», που απλώς συνέβη.
Αλλά, πώς και μιλάω έτσι για την Χρύσα; Πού πήγαν οι αγάπες και τα λουλούδια; Ούτε αυτό μπορώ να το εξηγήσω. Κοιτάζοντας πίσω, καταλαβαίνω πως είχαμε μια αθωότητα την εποχή εκείνη. Μια αθωότητα που, χάνοντας την Χρύσα, έχασα κι’ αυτήν. Πολύ θα 'θελα τώρα να έλεγα μερικά ωραία, μεγάλα λόγια. Για την αγάπη μου για την Χρύσα, για την ζωή μου με την αγάπη της και για την ζωή χωρίς αυτήν. Αλλά τι να πω; Τα λόγια δεν είναι παρά λόγια. Δεν θα πω τίποτα.
Αν κατάλαβα καλά, η Χρύσα πρέπει να ξεκίνησε στο μονοπάτι των διδαχών, κατά τρόπο πολύ παρόμοιο μ’ εμένα. Της Χρύσας όμως, οι φυσικές δεν της βγήκαν και τόσο πολύ. Αντίθετα, οι πνευματικές, της φάνηκαν, ευθύς εξ’ αρχής, πολύ πιο οικείες. Έτσι μου είπε.
Για τον τρόπο που οι Άμωμοι εξασκούνταν στις πνευματικές έχω ήδη πει πολλά. Ίσως όμως να μην είναι αρκετά. Για παράδειγμα, έχω πει πως ραχοκοκκαλιά της άσκησής τους ήταν ο οραματισμός. Πώς όμως γινόταν αυτό; Η καλή θέληση, δεν είναι αρκετή, πρέπει να ξέρεις και πώς να το κάνεις. Μέρος της ευθύνης για την σύγχυση φέρει και η κυρά Ζωή, πρέπει να πω. Γιατί άλλοτε μας έλεγε πως όλ’ αυτά είναι έμφυτες ικανότητες και ο άνθρωπος δεν χρειάζεται καμιά προετοιμασία ή τεχνική και άλλοτε μας αράδιαζε πλήθος περίεργων ασκήσεων και επέμενε πως απαιτούνται δεκαετίες συστηματικής προσπάθειας πριν μπορέσει κανείς να μιλήσει για οποιοδήποτε είδος «αποτελέσματος»—πράγμα που, θυμίζω, δεν έπρεπε να κάνει ποτέ, δια ροπάλου!
Πριν ο ασκητής ξεκινήσει με αυτόν, καθ’ αυτόν, τον οραματισμό—και πολύ πριν επιχειρήσει το δεύτερο στάδιο κάποιας ασκητικής—υπήρχε κατάλογος ολόκληρος μικρο-τεχνικών μέσ’ απ’ τις οποίες μπορούσε κανείς να διαλέξει ποιες του πήγαιναν καλύτερα. Όλες οι τεχνικές κατέληγαν στον ίδιο κοινό παρονομαστή: να βελτιώσουν την ικανότητα διαχείρισης της προσοχής. Ο ασκητής έπρεπε να συνηθίσει να ξεκολλάει την προσοχή του απ’ τις έγνοιες της καθημερινότητας και να την κρατάει εστιασμένη σε κάτι αφηρημένο, χωρίς καμιά πρακτική αξία. Μάθαινε δηλαδή να γαληνεύει τον εσωτερικό του διάλογο, ώστε η προσοχή του να ξεφύγει απ’ τον ασφυκτικό έλεγχο του αριστερού ημισφαιρίου και να περάσει λίγο και στο δεξί, χωρίς να νομίζει πως θα έρθει το τέλος του κόσμου—το λέω λίγο χοντροκομμένα ίσως, αλλά αυτό είναι το κεντρικό νόημα πάνω-κάτω.
Μια απ’ τις μικρο-τεχνικές αυτές, η πιο βασική ίσως, ήταν η ανακεφαλαίωση. Υπήρχαν διάφορες παραλλαγές. Η Χρύσα άρχισε με την πιο εύκολη, την καθημερινή, και αργότερα έκανε και λίγη ανακεφαλαίωση προσώπων.
Η καθημερινή ανακεφαλαίωση είναι πολύ απλή. Κάθε βράδυ, πριν αποκοιμηθεί, ο ασκητής ξαναπαίζει στο μάτι του μυαλού του την ημέρα που πέρασε απ’ το τέλος προς την αρχή. Προσπαθεί να ξαναδεί όλα όσα συνέβησαν, καρέ-καρέ. Στην αρχή σκέτες τις εικόνες, και αργότερα και τα αισθήματα που τις συνόδεψαν. Όσο το δυνατόν πιο λεπτομερειακά.
Όπως όλα όσα έκαναν οι Άμωμοι, την τεχνική αυτή την ξεκίναγε κανείς, χωρίς να περιμένει αποτελέσματα—τι είδους αποτελέσματα να περιμένει άλλωστε;—και η ιδέα ήταν πως θα την συνέχιζε—με παραλλαγές—σε όλη του την ζωή.
Η εμπειρία της Χρύσας ήταν κάπως διαφορετική. Μετά τα πρώτα αναπόφευκτα σκαμπανεβάσματα, άρχισε, είπε, να βλέπει αποτέλεσμα—μέσα σε λίγους μόλις μήνες! Για τι είδους αποτέλεσμα μιλάμε; Όχι τόσο το βράδυ, κατά την διάρκεια της ίδιας της άσκησης, όσο την ημέρα, στη διάρκεια της κανονικής της ζωής. Της φάνηκε, είπε, σαν να έκανε ένα «βήμα πίσω» απ’ την καθημερινότητα και αντί να την ζει φυσιολογικά, άρχισε να νοιώθει πως την παρακολουθούσε από απόσταση. Είχε τόσο έντονα στο μυαλό της πως το βράδυ θα „πρεπε να ξαναθυμηθεί κάθε εικόνα, ώστε έβλεπε την ζωή να περνάει μπροστά απ“ τα μάτια της σαν να’ ταν ταινία—έτσι μου το περιέγραψε.
Λίγο καιρό αργότερα, και σίγουρα επειδή είχε πάρει θάρρος απ’ την εμπειρία της με την καθημερινή ανακεφαλαίωση, η Χρύσα ξεκίνησε και την ανακεφαλαίωση προσώπων. Ούτε αυτή η τεχνική είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Ο ασκητής καταγράφει όλα τα πρόσωπα που γνώρισε στη ζωή του και μετά οραματίζεται απ’ το τέλος προς την αρχή—γιατί πάντα ανάποδα; δεν ξέρω—όλες τις αλληλεπιδράσεις που είχε με κάθε άτομο. Όμως προσοχή: ως αλληλεπίδραση μετράει οτιδήποτε μπορεί να ενεργοποιήσει συναισθήματα, δηλαδή ακόμη και μια απλή ματιά.
Μια και η Χρύσα είχε περάσει όλη της την ζωή κλεισμένη στην Ταώ, τα άτομα που γνώριζε ήταν μετρημένα—η μόνη ξένη ήταν η κυρά Ζωή. Άρα, δεν ήταν και τόσο πολλά τα άτομα με τα οποία είχε ν’ αναμετρηθεί. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν πρέπει να τα πήγε και τόσο καλά με την ανακεφαλαίωση αυτή. Με κάποια μάλιστα άτομα, μου εκμυστηρεύτηκε, απέτυχε εντελώς να ξανανιώσει το αίσθημα αμέτοχης παρατήρησης, που τόσο την είχε γοητεύσει στην καθημερινή ανακεφαλαίωση.
Μήπως ήμουν κι’ εγώ ανάμεσα στα άτομα αυτά; Καλύτερα ας μην ρωτήσω, αποφάσισα.
Γενικά πάντως, η Χρύσα έμεινε ενθουσιασμένη απ’ αυτήν την επαφή της με τις φυσικές σε σημείο μάλιστα που—όπως η ίδια σχολίασε—μόνο ως τύχη του πρωτάρη μπορούσε να ερμηνεύσει την τόσο γρήγορη επιτυχία της.
Ως εδώ, πάει καλά. Δεν έχω πρόβλημα να πιστέψω τους ισχυρισμούς της Χρύσας περί αποστασιοποίησης, έστω κι’ αν το χρονικό διάστημα της άσκησής της ήταν τόσο μικρό. Αυτό που με τίποτα δεν κατάλαβα είναι πώς της ήρθε η ιδέα να επιχειρήσει να εφαρμόσει το αίσθημα αυτό στην καθημερινή ζωή και μάλιστα κατά την διάρκεια μιας Επίδειξης!
Σκέφτομαι μήπως το αίσθημα της αποστασιοποίησης συνοδευόταν και από αυξημένη ανάκληση της καθημερινότητας—δυνατότητα που, όπως έχω εξηγήσει, είναι πολύ χρήσιμη στις Επιδείξεις. Ακόμη κι’ έτσι όμως, πόσο καλύτερη μπορεί να ήταν η τεχνική αυτή απ’ τα παλάτια μνήμης που, παραδοσιακά, χρησιμοποιούσαν οι Γέροντες; Δεν ξέρω.
Ούτε τον λόγο που έφτασε σε μια τέτοια απόφαση η Χρύσα μπορώ να καταλάβω. Ξανά και ξανά μου ορκίστηκε πως ποτέ δεν θέλησε να μάθει κανείς το παραμικρό. Για τον εαυτό της και μόνο, επέμεινε, έκανε ό,τι έκανε. Αλλά τι νόημα έχει αυτό;
Για να μην τα πολυλογώ, το σχέδιο της ήταν να μπει ως Γέροντας σε μια Επίδειξη και να επιχειρήσει να παίξει. Ήθελε, λέει, να δει αν ένας Τρόφιμος μπορούσε να οδηγήσει άλλους Τρόφιμους, να σχεδιάσει μάχες και—ποιος ξέρει μέχρι πού μπορούσε να φτάσει…
Εγώ, τσιμουδιά, όση ώρα μίλαγε. Την άφησα να λέει. Μου φάνηκε όμως τελείως τρελό το σχέδιό της—τρελό και γελοίο ή μάλλον, θέλω να πω, αφελές στα όρια του παιδιάστικου. Γιατί πόσα δευτερόλεπτα θα έπαιρνε μέχρι να φανεί πως δεν ήταν Γέροντας; Και μετά; Τι θα γινόταν μετά; Κατ’ ευθείαν στον Καιάδα θα την πέταγε η Γερόντισσα, έτσι που θα μας είχε εκθέσει στα μάτια των Επιθεωρητών. Δεν ήταν σχέδιο αυτό. Καθαρή αυτοκτονία ήταν!
Αργότερα όμως, όταν έμεινα μόνη και το ξανασκέφτηκα, κατάλαβα πως, τουλάχιστον όσον αφορά την είσοδο και την έξοδο απ’ τον λαβύρινθο, η ιδέα της δεν ήταν και τόσο αφελής. Ποτέ, κανείς, δεν είχε διανοηθεί πως ένας Τρόφιμος θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο.
Στην αρχή της Επίδειξης, την ώρα που μοίραζαν τους μινι-εξερευνητές, στο Καθολικό επικρατούσε πάντα πολύ μεγάλη αναμπουμπούλα. Τρόφιμοι και Γέροντες έπεφταν όλοι μαζί πάνω στους Επιθεωρητές για ν’ αρπάξουν μια συσκευή και να μπουν στην κολυμπήθρα, όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Δεν ήταν ανήκουστο, ούτε και τίποτα το τόσο τρομερό, να πάρει κανείς λάθος συσκευή. Το καταλάβαινε αμέσως και γυρνούσε να την ανταλλάξει με μια σωστή. Αυτό ήταν όλο. Δεν υπήρχε λόγος για κάποιο ειδικό έλεγχο.
Όσο για την έξοδο, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο απλά. Μόλις η Χρύσα έχανε, θα έβγαινε, θα μπερδευόταν με το πλήθος κι’ ούτε γάτα, ούτε ζημιά—κανείς δεν θα καταλάβαινε το παραμικρό.
Άρα, όσο εξωφρενικό κι’ αν μου φαινόταν, ένας Τρόφιμος, πράγματι, μπορούσε να παραστήσει τον Γέροντα σε μια Επίδειξη χωρίς σοβαρό πρόβλημα. Το ζήτημα ήταν, θα κατάφερνε να παίξει;
Δεν θέλω να αδικήσω εδώ την Χρύσα. Μόνο χύμα δεν μπήκε στην Επίδειξη. Πρέπει να έσπασε το κεφάλι της μέχρι να βρει πώς να εφαρμόσει τις διδαχές. Η ιδέα στην οποία κατέληξε μου φάνηκε αρκετά ριζοσπαστική, πρέπει να πω: αποφάσισε να εστιάσει στην εσωτερική διάσταση—στο πώς θα ένιωθε, όσην ώρα έπαιζε—και να αγνοήσει, όσο ήταν δυνατόν, την εξωτερική—το τι θα έκανε, ενώ έπαιζε. Την προσοχή της όλη, μου εξήγησε, θα προσπαθούσε να την κρατήσει καρφωμένη στην αναπνοή της (όπως οι ασκητές, στη βίγλα!) και στο παιχνίδι θα γύριζε μόνο όσο χρειαζόταν για να ανακτήσει ή να αποθηκεύσει κάποια πληροφορία.
(Μου έκανε εντύπωση πόσο με κατάδυση έμοιαζε η μέθοδος της. Αυτή η ισορροπία μεταξύ εσωτερικής και εσωτερικής διάστασης, όπως τις ονόμασε, δεν έμοιαζε με την διασκέδαση της προσοχής των καταδύσεων; Αλλά, την ώρα εκείνη, δεν ήξερα τι να κάνω με την διαπίστωση αυτή και την άφησα να περάσει.)
Το άλλο πράγμα που αποφάσισε η Χρύσα, ήταν πως την στρατηγική αυτή δεν θα την άλλαζε ό,τι κι’ αν συνέβαινε κατά την διάρκεια της Επίδειξης. Έτσι κι’ αλλιώς, όσο έπαιζε, δεν είχε τρόπο να καταλάβει πώς τα πήγαινε—μέσα στον λαβύρινθο δεν μπορούσε κανείς να έχει συνολική εικόνα. Μόνο αργότερα, απ’ τους υπόλοιπους θεατές, μάθαινε τι είχε συμβεί.
Αυτό, μέσες-άκρες, ήταν το σχέδιό της Χρύσας. Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχε φανταστεί.
Κατ’ αρχάς, μου είπε, μόλις άρχισε να βλέπει την Επίδειξη με τα μάτια ενός Γέροντα, διαπίστωσε πως επρόκειτο για κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που εμείς πιστεύαμε. Το κομμάτι της στρατηγικής είχε σίγουρα το ενδιαφέρον του, αλλά η ίδια η Επίδειξη ήταν μια πολύ άχαρη υπόθεση. Το μόνο που έκανες ήταν να δίνεις εντολές και να περιμένεις να δεις αν θα εκτελεστούν. Αλλά λόγω των συνθηκών της Επίδειξης, οι εντολές σου, είτε δεν εκτελούνταν καθόλου, είτε εκτελούνταν εντελώς διαφορετικά απ’ ότι εννοούσες.
Όταν η Χρύσα συνειδητοποίησε πώς θα πήγαινε το πράγμα, άρχισε να της δίνει στα νεύρα. Και, επειδή είχε την προσοχή της στην αναπνοή και όχι στο παιχνίδι, δεν κάθισε να προβληματιστεί ιδιαίτερα. Ούτε τους Επιθεωρητές λογάριασε, ούτε τους άλλους Γέροντες. Καλύτερα, είπε, να έπαιρνε τα πράγματα στα χέρια της, παρά να κάθεται να συγχύζεται με την κάθε άστοχη εντολή. Μπήκε λοιπόν, η ίδια μπροστά κι’ έβαλε την ομάδα της να την ακολουθεί. Έτσι ήταν, είπε, που άλλαξε η διάταξη της ομάδας των Πρασίνων μέσα στον λαβύρινθο.
Μα είναι δυνατόν, αναρωτήθηκα, να δίνει κανείς μάχες και, ταυτόχρονα, να προσπαθεί να παραμείνει αποστασιοποιημένος και αμέτοχος; Δεν είναι αντιφατικά αυτά τα δύο;
Κατά την Χρύσα, δεν ήταν—τελικά. Γιατί, στην αρχή, παραδέχτηκε, τα χρειάστηκε. Η προσοχή της διαταράχτηκε, η αναπνοή της έχασε τον ρυθμό της κι’ ο κόσμος γύρω της άρχισε να μαυρίζει (ακριβώς σαν κατάδυση!). Χρειάστηκε να καταβάλλει πολύ μεγάλη προσπάθεια για να καταφέρει να καλμάρει λίγο το πανικόβλητο μυαλό της. Τα κατάφερε, όμως. Και τότε διαπίστωσε πως ίσως να 'ταν καλύτερα έτσι.
Να πούμε εδώ, βέβαια, πως μεγάλο ρόλο πρέπει να έπαιξε και το γεγονός πως όλοι όσοι βρέθηκαν απέναντί της, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να πιστέψουν πως είχαν να κάνουν με Γέροντα—έναν εξαιρετικά ιδιόρρυθμο Γέροντα που είχε αποφασίσει να δώσει μόνος του τις μάχες. Το αποτέλεσμα ήταν να σαστίζουν τόσο πολύ που δεν πρόβαλλαν ιδιαίτερη αντίσταση.
Το μόνο κακό, είπε η Χρύσα, ήταν πως δεν είχε διαβάσει καθόλου θεωρία επίλυσης λαβυρίνθων—όπως είχαμε κάνει εμείς, θυμίζω, και μάλιστα πολλά χρόνια νωρίτερα! Δεν διάβασε, επειδή δεν φαντάστηκε πως θα έφτανε ποτέ να της χρειαστεί τέτοιο πράγμα. Περίμενε πως θα έχανε πολύ-πολύ νωρίτερα. Γι’ αυτό κατέληξε να τρέχει σαν τρελή, πάνω-κάτω, στον Λαβύρινθο. Δεν ήξερε να τον λύσει.
Το τέλος της Επίδειξης το περιέγραψα ήδη.
Μετά τα γεγονότα στο Καθολικό, η Γερόντισσα και ο Έψιλον-Έψιλον σβέρκωσαν την Χρύσα και, άρον-άρον, πήγαν και την έκλεισαν στο γραφείο της Γερόντισσας. Ούτε καν ο πατήρ-Ματθαίος δεν ήταν μπροστά, που, κανονικά, έπρεπε να κρατάει πρακτικά.
Η Γερόντισσα προσπάθησε να αντιμετωπίσει το ζήτημα όσο πιο ρεαλιστικά γινόταν. Το μόνο που ζήτησε να μάθει ήταν: «Γιατί;»
(Πολύ καλή ερώτηση. Ακριβώς αυτό ήθελα να μάθω κι’ εγώ).
Η Χρύσα της είπε μια έκδοση αυτών που μου είχε πει κι’ εμένα προηγουμένως: πως το έκανε για να δει μέχρι πού μπορούσε να φτάσει ένας απλός Τρόφιμος, κλπ, κλπ. Η ανάκριση γρήγορα πέρασε στο «πώς». Η Χρύσα δεν μπορούσε να κάνει λόγο περί κυρά Ζωής, οπότε είπε πως όλα ήσαν αποτέλεσμα κάποιων διαβασμάτων που έκανε στα Αρχεία. Ευτυχώς, η Γερόντισσα δεν ζήτησε να μάθει τι κείμενα μελέτησε η Χρύσα. Αντίθετα, επέμεινε να καταλάβει τις προθέσεις της. Σκόπευε να αποκαλύψει την ταυτότητά της ή όχι; Η Χρύσα την διαβεβαίωσε πως τίποτα απ’ ό,τι έκανε, δεν ήταν για τον εαυτό της.
Ο Έψιλον-Έψιλον, απ’ την μεριά του, θέλησε να μάθει αν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό ή είχε διαρρεύσει ανάμεσα στους Τρόφιμους. Της έκανε πολλές, ιδιαίτερα πιεστικές, ερωτήσεις προσπαθώντας να καταλάβει αν την είχε βοηθήσει κανείς. Η Χρύσα επαναλάμβανε σταθερά πως επρόκειτο για αποκλειστικά δική της πρωτοβουλία. «Είσαι σίγουρη πως κανείς άλλος Τρόφιμος μέσα στην Μονή δεν ξέρει τίποτα σχετικό;», επέμεινε ο Έψιλον-Έψιλον. Η Χρύσα τους διαβεβαίωσε πως—για το σχέδιο της—δεν ήξερε κανείς, το παραμικρό.
Ξεροκατάπια.
Φαντάσου να με είχε κατονομάσει ως ομοϊδεάτη της, συνεργό ή δεν ξέρω τι άλλο! Θα με έσερναν στον Έψιλον-Έψιλον και θα έπρεπε ν’ αποδείξω πως δεν είμαι ελέφαντας!
Τελειώνοντας την ιστορία της, η Χρύσα, επέστρεψε στο επίμαχο σημείο, στις προθέσεις της. Την ώρα της Επίδειξης, είπε, της είχαν παρουσιαστεί τουλάχιστον δυο ευκαιρίες για να το σκάσει. Η πρώτη ήταν την στιγμή που εντοπίστηκε η έξοδος του λαβύρινθου. Η δεύτερη, την στιγμή που ο Έψιλον-Έψιλον της τρύπησε την φούσκα. Στην πρώτη ευκαιρία, μόνη της αποφάσισε να συνεχίσει προς την έξοδο—θα έμοιαζε, είπε, πολύ ύποπτο αν έχανε εκείνη ακριβώς την στιγμή. Στην δεύτερη, ο Έψιλον-Έψιλον επέλεξε να μην την αφήσει να βουλιάξει. Πάντως, παρατήρησε η Χρύσα, λίγο διαφορετικά αν της είχαν έρθει τα πράγματα, θα είχε καταφέρει να βγει απ’ τον λαβύρινθο, χωρίς να την καταλάβει κανείς.
Δεν ξέρω πώς το άκουσαν αυτό η Γερόντισσα κι’ ο Έψιλον-Έψιλον. Εμένα πάντως καθόλου δεν με έπεισε. Γιατί, ας υποθέσουμε πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Χρύσα, κατάφερνε και έβγαινε, χωρίς να την καταλάβουν. Μετά; Τι θα γινόταν μετά; Τόση φασαρία είχε γίνει. Ποιος Γέροντας θα αναλάμβανε την ευθύνη—και τα συγχαρητήρια, όπως αποδείχτηκε; Κανείς; Ανώνυμος θα 'μενε ο τρελο-Γέροντας της Επίδειξης; Πώς ήταν δυνατόν να φαντάστηκε τέτοιο πράγμα;
«Μα, αυτό δεν συνέβη τελικά;», ρώτησε.
«Το θέμα είναι εσύ πώς το σκέφτηκες», της απάντησα.
Φως φανάρι ήταν, για μένα τουλάχιστον, τι σκόπευε να κάνει η Χρύσα. «Τραβάτε με κι’ ας κλαίω» ήταν η περίπτωση—φώναζε από μακριά. Να αποκαλυφθεί σκόπευε, αλλά δεν ήξερε—και δεν μπορούσε, εκ των προτέρων, να ξέρει—ήταν πώς να το κάνει ώστε να φανεί σαν ατύχημα. Γιατί ήθελε να μας παραστήσει και την σεμνή από πάνω!
Ένα πράγμα μόνο δεν υπολόγισε. Την τόσο γρήγορη αντίδραση της Γερόντισσας.
Όταν, απ’ έξω-απ’ έξω, άφησα την Χρύσα να καταλάβει τι σκεφτόμουν, έγινε πυρ και μανία. Όσο μπορούσε πιο έντονα—αφού ψιθυρίζαμε—μου είπε πως ήταν αδύνατον για οποιονδήποτε να προσχεδιάσει τι θα συνέβαινε σε μια Επίδειξη και—πόσο μάλλον—να προβλέψει πως μια ομάδα θα έβρισκε την έξοδο. (Είχε κάποιο δίκιο στο σημείο αυτό, οφείλω να το αναγνωρίσω). Στην αμέσως όμως επόμενη φράση, τα σκάτωσε τελείως.
«Αλλά όλα αυτά», είπε, «είναι μικρότητες! Αυτό που πραγματικά θέλω να μάθω είναι πώς διανοήθηκες να σκεφτείς τέτοιο πράγμα για μένα—μετά απ’ όλα όσα περάσαμε μαζί!»
Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως ολόκληρη η Τράπεζα γύρισε να μας κοιτάξει. Με φωνή, εξίσου έντονη, της απάντησα:
«Ακριβώς αυτό αναρωτιέμαι κι’ εγώ. Τόσο καιρό, γιατί δεν μου „πες τίποτα—μετά απ“ όλα όσα περάσαμε μαζί; Γιατί μου τα λες τώρα; Μήπως επειδή η Γερόντισσα σου χάλασε το μεγάλο φινάλε; Ή…μήπως επειδή δεν ήσουν καν εσύ, ο τρελο-Γέροντας;».
Και κάπου εκεί, η στιχομυθία μας έλαβε τέλος.
Άκου λέει «μικρότητες»! Τρελάθηκα, όταν το άκουσα.
Όμως, θέλω να επιστρέψω σ’ εκείνο το τελευταίο που της είπα και που ακόμη και τώρα με βασανίζει ώρες-ώρες. Ήταν η Χρύσα ο Γέροντας της Επίδειξης; Ήταν εκείνη, πραγματικά; Δεν ξέρω. Ειλικρινά, δεν ξέρω.
Όποτε το σκέφτομαι, νιώθω το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Πώς είναι δυνατόν να με δούλευε τόσο κατάμουτρα; Σε ποιον τα έλεγε αυτά; Σ’ εμένα; Μήπως δεν ξέρω τι κάναμε όλα εκείνα τα βράδια με την κυρά Ζωή; Κάτι σκόρπιες κουβέντες κάναμε. Κι’ ένα βράδυ είδαμε την γριά να χοροπηδάει στα κατσάβραχα. Ωραία. Εντυπωσιακό. Η γριά, χοροπηδούσε! Από εκεί όμως, τι μπορεί να προκύψει; Τι μπορεί να συμπεράνει κανείς; Πως η Χρύσα κατάφερε να βγάλει—και στην συνέχεια να τηρήσει—ημερήσιο πλάνο ασκήσεων; Δεν το πιστεύω, δεν είναι δυνατόν. Δεν είχαμε αρκετές πληροφορίες, ούτε για να ξεκινήσουμε, ούτε—πόσο μάλλον—για να συνεχίσουμε. (Γιατί ο καθένας μπορεί να ξεκινήσει ο,τιδήποτε. Πώς συνεχίζεις είναι το ζήτημα.)
Θεωρώ αδύνατον η Χρύσα να κατάφερε να σταματήσει το μπίρι-μπίρι μέσα στο κεφάλι της. Άσε πια εκείνη την περίφημη «απόσταση» που υποτίθεται πως ένιωσε. Για πόση ώρα μιλάμε; Μήπως για μια στιγμή μόνο—ίσα-ίσα για να μπορεί να το συζητάει μετά; Σιγά μην πέτυχε κάποια πιο μόνιμη αλλαγή. Μέσα σε λίγους μήνες; Και μετά, σαν Γέροντας, κατάφερε, λέει, ν’ ανακαλεί την συνδεσμολογία του λαβύρινθου και τα χαρακτηριστικά του κάθε παίκτη. Και σαν να μην έφταναν αυτά, μπήκε η ίδια μπροστά και έδωσε και…μάχες; Ας γελάσω! Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν είναι δυνατόν. Ψέματα τα λέει, απ’ την ζήλια της. Και καθόλου δεν θα εκπλαγώ, αν αποδειχθεί πως για όλα έφταιξε εκείνη η μικρο-επιτυχία μου με τις φυσικές. Ποτέ της δεν κατάφερε να την χωνέψει η Χρύσα. Δεν τα ξεχνάω τα μούτρα που έκανε την ώρα που έβγαινα απ’ τα Λουτρά.
Για να μην τα πολυλογώ, κατά την γνώμη μου, τα ενδεχόμενα της Επίδειξης είναι δυο τινά. Θα τα πω όσο πιο απλά μπορώ. Το ένα είναι η εκδοχή της Χρύσας. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η απόφαση να απομακρυνθεί από εμένα ήταν δική της. Γιατί το έκανε; Για να ριχτεί απερίσπαστη στις διδαχές; (Λες και εγώ θα την εμπόδιζα!) Εν πάση περιπτώσει, απομονώθηκε, έδωσε την μάχη της και—εντελώς ανέλπιστα—την κέρδισε. Απόδειξη, η νίκη της, ως Γέροντας. Αυτή είναι η εκδοχή της Χρύσας. Απλή, ξεκάθαρη, και…εντελώς ψέμματα!
Το άλλο ενδεχόμενο είναι η δική μου εκδοχή. Σύμφωνα μ’ αυτή, εγώ έκανα πέρα την Χρύσα. Γιατί; Το είπα ήδη: δεν ξέρω! Συνέβη. Γιατί για όλα πρέπει να υπάρχει κάποια εξήγηση; Συνέβη, κι’ από αντίδραση η Χρύσα το 'ριξε στις διδαχές. Όμως δεν κατάφερε τίποτα σπουδαίο—πώς ήταν δυνατόν άλλωστε; Και όταν έγινε η Επίδειξη, η Χρύσα, που συμμετείχε ως μέλος ομάδας, και όχι ως Γέροντας, σκέφτηκε πως ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να μου πουλήσει φούμαρα για να με πληγώσει. Πίστευε πως θα 'παιρνε το αίμα της πίσω, έτσι. Αυτή είναι η δική μου εκδοχή. Μπορεί να είναι λίγο θλιβερή, όμως είναι ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη. Και…εντελώς αληθινή!
Ποιο ενδεχόμενο ακούγεται περισσότερο πιθανό;
Δεν ξέρω.
ΔΕΝ ΞΈΡΩ!
Δεν είμαι πολύ ψύχραιμη, το αναγνωρίζω. Για να το κλείσουμε—θα πω το εξής. Δεν ξέρω τι έγινε στην περίφημη εκείνη Επίδειξη. Δεν ξέρω ποιο ενδεχόμενο συνέβη πραγματικά. Αθωώνω προκαταβολικά την κυρά Ζωή για την μεγάλη βλακεία που πρόκειται να πω, όμως αν η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί πράγματι να επηρεάσει την έκβαση των ενδεχόμενων, τότε η δική μου συνείδηση, αυτό που θέλει—αυτό που εύχεται—είναι τα πράγματα να είναι κάπου στη μέση. Ο τρελο-Γέροντας εκείνος να ήταν η Χρύσα. Και όλα να τα έκανε προς τιμήν των Αμώμων. Κι’ αν ήθελε να με πληγώσει και λίγο, δεν πειράζει. Μου άξιζε.
Ένα-δυο πράγματα θέλω ακόμη να πω, για να τελειώσω με αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου.
Κατ’ αρχάς, το αυτονόητο. Τι συνέβη κατά την τελευταία μας επίσκεψη στη Σπηλιά; Τι μας είπε η κυρά Ζωή και τι της απαντήσαμε εμείς;
Καλώς ή κακώς, τίποτα! Ούτε συνέβη τίποτα, ούτε και είπαμε τίποτα το αξιομνημόνευτο.
Αλλά έτσι δεν είναι η ζωή; Εντελώς ανυποψίαστες ήμασταν την βραδιά που έμελλε να είναι η τελευταία μας. Με την κυρά Ζωή είπαμε για τον καιρό, για τα ζώα, και την τιμή του γάλακτος. Και όταν ήρθε η ώρα ν’ αποχαιρετιστούμε, το κάναμε όπως πάντα, με την υπόσχεση να περάσουμε πάλι, πολύ σύντομα.
Μετά, συνέβη η Επίδειξη και όλα όσα επακολούθησαν.
Η εξαφάνιση της Χρύσας έγινε εξίσου απροειδοποίητα.
Ένα πρωινό, μια-δυο εβδομάδες πριν απολυθούμε απ’ την Μονή, δεν είδα πουθενά την Χρύσα, ούτε στις διακονίες, ούτε αργότερα, στον δρόμο για τις Τράπεζες. Πάντα την έψαχνα, με την άκρη του ματιού, παρά τα όσα είχαν συμβεί μεταξύ μας. Εκείνο το πρωί όμως, δεν την βρήκα πουθενά, ήταν άφαντη. Όποιον και να ρώτησα, σήκωνε τους ώμους και γύρναγε απ’ την άλλη. Και στο νοσοκομείο της Μονής, που πήγα και ρώτησα, ούτε εκεί ήξεραν τίποτα.
Αυτό, ένα μόνο πράγμα μπορούσε να σημαίνει.
Όμως, ο Καιάδας, δεν ήταν μέσο σωφρονισμού. Και απ’ την διήγηση της Χρύσας, δεν είχα καταλάβει η Γερόντισσα να είχε ενοχληθεί τόσο με την διαγωγή της. Δεν είχε χαρεί σίγουρα, αλλά να πετάξει υγιή Τρόφιμο στον Καιάδα; Δεν υπήρχε περίπτωση να το πιστέψω. Μόνο με εντολή Έψιλον-Έψιλον μπορούσε να γίνει τέτοιο πράγμα.
Πάμε τώρα και στο τι μπορεί να σήμαινε η εξαφάνισή της Χρύσας. Μήπως αποδείκνυε πως είχε πει την αλήθεια για τον ρόλο της στην Επίδειξη; Ούτε αυτό ήμουν διατεθειμένη να το πιστέψω.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα την παραμικρή ιδέα σε τι να πιστέψω. Εντελώς χαμένα τα είχα.
Θα ήθελα τώρα να μπορούσα να αναφέρω τα συμπεράσματα ή έστω κάποιες σκέψεις που έκανα τότε, καθώς, απ’ την μια στιγμή στην άλλη, είχαν χαθεί απ’ την ζωή μου τα δυο πιο σημαντικά πλάσματα που ήξερα. Όμως δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να πω. Ίσως έφταιγε η προοπτική της απόλυσης μας απ’ την Μονή. Είχε πια γιγαντωθεί στα μάτια μας και ισοπέδωνε κάθε άλλη σκέψη. Αλλά, σαν δικαιολογία μου ακούγεται αυτό.
Την τελευταία μας μέρα στην Ταώ η παπά-Ειρήνη—για την οποία, δυστυχώς, δεν μου δόθηκε ακόμη η ευκαιρία να πω τίποτα—μας είπε κάποια τελευταία λόγια. Μίλησε για τις αξίες που έπρεπε να διατηρούμε μέσα μας, τώρα που θ’ ανοιγόμασταν στην ενήλικη ζωή. Ήταν όλες βγαλμένες απ’ την αρχαιοελληνική παράδοση αλλά δεν τις θυμάμαι πια. Καθόμουν κι’ άκουγα με πολύ πικρόχολη διάθεση, πρέπει να πω. Το βλέμμα της παπά-Ειρήνη μου φαινόταν εντελώς γυάλινο, λες κι’ είχαμε ήδη φύγει κι’ αυτή μίλαγε σε άδεια θρανία. Όταν τέλειωσε, πλησίασα, από συνήθεια, να την γλύψω. Τι ωραία που μας τα είπε, μήπως μπορούσα να έχω αντίγραφο της ομιλίας της, κλπ, κλπ. Βγήκα απ’ την τάξη, κατέβηκα τις σκάλες και με μούτζωσα και με τα δυο χέρια.
Τι ξεφτίλα! Μα σε τίποτα δεν πίστευα πια;