Το εξώφυλλο φιλοτεχνήθηκε με την βοήθεια του Midjourney (Model V4).

Περίληψη

Η Κυρία

Ζαλισμένη, έκλεισε τα μάτια της. Καταδύθηκε πριν το καλο-καταλάβει.

Ο τοίχος μου έφτανε ως τα γόνατα. Η επιφάνειά του, υγρή και μαλακή, γλιστρούσε κάτω απ’ τα πόδια μου, δεν μ’ άφηνε να συγκεντρωθώ. Άλλαξα θέση. Όμως, μετάνιωσα. Εκεί που ήμουν έπρεπε να μείνω. Να μείνω και να περιμένω. Γιατί θα περίμενα όλη μου την ζωή, σχεδόν.

Και, στο μεταξύ, θυμόμουν.

Η Μητέρα βρήκε μια μικρή, σκιερή, λακκούβα και μας απέθεσε—εμένα και δεκάδες άλλα αδέλφια μου. Μετά, η Μητέρα έφυγε. Ποτέ δεν ξανάνιωσα την παρουσία της. Άρχισα να μεγαλώνω. Όμως, πολύ γρήγορα, ένιωσα πως δεν χωρούσα πια στο σώμα μου. Τα πνεμόνια μου στριμώχνονταν στην κοιλιά μου, ενώ τα κόκαλα της πλάτης μου πάλευαν να τρυπήσουν το δέρμα μου. Δεν μπορούσα ν’ ανασάνω. Ένα φρικτό «κρατς» ακούστηκε. Ανέλπιστα, ο πόνος που μου τριβέλιζε το μυαλό, πήρε να μαλακώνει. Μπορούσα ν’ αναπνεύσω λίγο τώρα! Τεντώθηκα, διστακτικά. Μου πήρε ώρα, γιατί οι μυς μου δεν είχαν συσπαστεί ποτέ. Ένιωσα νερό. Δεν ήξερα τι ήταν, αλλά αφέθηκα μέσα του. Τι γλυκό, τι υπέροχο που ήταν! Έπλευσα αργά, μην τολμώντας να πιστέψω την τύχη μου. Μετά πήγα και κόλλησα πάνω, ψηλά, να μπορώ ν’ αναπνέω. Δίπλα μου, το φαΐ περνούσε ελεύθερα. Ανέπνεα κι’ έτρωγα, ανέπνεα κι’ έτρωγα. Ανέμελα. Καθαρά κι’ έντονα. Ζωή στο μάξιμουμ.

Σε μια στιγμή, το περίβλημα, γύρω μου, σκίστηκε. Κοιτάχτηκα. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως θα γινόμουν αυτό που έβλεπα. Δεν ήμουν όμως έτοιμη ακόμη. Περίμενα, ενώ, από ψηλά, το θείο πυρ πύρωνε τα σπλάχνα μου. Ώσπου το σώμα μου, από μόνο του, τέντωσε. Σαν χορδή.

Μετά… Αχ, μετά. Ο ουρανός σκίστηκε και το μυαλό μου, άναυδο, έμεινε να θαυμάζει. Πέταξα! Πέταξα, ψηλά, σαν βέλος, χαρωπό. Ποτέ μου δεν κατάφερα να συνηθίσω, την πτήση. Ακόμη κι’ όταν κατάλαβα πως ήταν υπό τον πλήρη έλεγχό μου, και πάλι, σαν θαύμα μου φαινόταν. Ένα θαύμα, δωρεάν.

Πέταξα, πέταξα μακριά. Τα φτερά μου ανεβοκατέβαιναν αδίστακτα. Αδιάκοπα. Κι’ όταν πια δεν άντεχα άλλο, αφηνόμουν στα κύματα του αέρα που ένιωθα κάτω απ’ τις μασχάλες μου. Τι αργά πού περνούσε ο χρόνος! Τι εκθαμβωτικός, που ήταν ο ήλιος! Όλα, μια μαγεία. Το μυαλό μου δεν ρυτίδωναν ούτε φόβος, ούτε ελπίδα. Ήμουν αυτόματη.

Όμως, πείνασα. Σαν βόλι με πέτυχε η πείνα και με γκρέμισε από εκεί, ψηλά, που αρμένιζα. Δεν τα 'χασα όμως. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Να περιμένω έπρεπε, να σκοτεινιάσει. Η νύχτα, ένιωθα, θα 'ταν πολύ πιο του χεριού μου.

Την στιγμή που ξεκίνησα, δεν την αποφάσισα. Υπάκουσα σ’ αυτή την φωνή που άκουγα μέσα μου. Ούτε ανάγκη να βλέπω είχα καμία. Μου αρκούσε που ένιωθα. Πετούσα και έλπιζα. Ήταν ένα ταξίδι, ονειρικό.

Όταν ο δρόμος άνοιξε μπροστά μου, δεν τόλμησα να το πιστέψω. Ήταν όμως πολύ ειδική αυτή η μυρωδιά που γαργαλούσε τις κεραίες μου. Βούτηξα πίσω της. Με μάτια γουρλωμένα και στόμα ορθάνοιχτο. Ουρλιάζοντας σαν πολεμικός συναγερμός. Το σώμα μου, το τρυπάνι του Θεού, έπεφτε προς τον προορισμό του. Και θα τον έβρισκα, γιατί Αυτός τα είχε φτιάξει έτσι. Η πνοή Του, η ίδια, ήταν που με καθοδηγούσε.

Αλλά… έσπασα τα μούτρα μου. Έπεσα και τσακίστηκα πάνω σε κάτι. Τι ήταν; Δεν έβλεπα. Δεν μπορούσα να δω. Κάτι στεκόταν ανάμεσα σε μένα και τον προορισμό μου. Πέταξα παντού, όμως άκρη δεν μπόρεσα να βρω. Πουθενά δεν άρχιζε και πουθενά δεν τέλειωνε, το εμπόδιο. Καρφωμένο στη μέση του σύμπαντος ήταν και χώριζε τον κόσμο στα δυο. Κι’ εγώ ήμουν στην άλλη, στην λάθος πλευρά. Πήρα φορά κι’ έπεσα πάνω του. Μ’ όλη μου την δύναμη. Τίποτα. Εξοργίστηκα. Ξανά. Τίποτα. Ξανά, ξανά, ξανά, ξανά.

Ώσπου, τραυματίστηκα—άσχημα. Το πλευρό μου έσπασε κι’ η φτερούγα μου δίπλωσε—αφύσικα. Άπλωσα το άλλο μου πόδι, το καλό, και παρακάλεσα. Ικέτευσα. Τίποτα. Κουφό και τυφλό ήταν το εμπόδιο. Αμείλικτο.

Πέρασε ώρα.

Αλλά το χειρότερο ήταν πως, βαθιά μέσα μου, ήταν σαν να το „ξερα. Σαν να το περίμενα πως κάπως έτσι θα κατέληγα. Κάπου, κάτι, θα στράβωνε, κι“ η ζωή μου όλη θα πήγαινε χαράμι. Σίγουρη, εκ των προτέρων, ήμουν, συνειδητοποίησα. Έκανα να ξαναπετάξω. Αδύνατον. Η Θεία Χάρις με είχε πια εγκαταλείψει. Πόσο άδικο! Τι μου απέμενε τώρα; Να πεθάνω μόνο.

Με ανείπωτη οδύνη σύρθηκα μέχρι μια κόγχη λίγα χιλιοστά πιο πέρα. Κούρνιασα. Όμως πονούσα, πονούσα ακόμη φρικτά. Τα πόδια μου, από μόνα τους, τσιτώθηκαν σπασμωδικά κάτω απ’ το τσακισμένο μου φτερό. Αδύνατον πια να τα κουμαντάρω. Το κορμί μου διέτρεξαν απανωτές εκκενώσεις. Ο θώρακας μου ράγισε κι’ άνοιξε, από πάνω ως κάτω. Έκπληκτη, είδα τα σπλάχνα μου να χύνονται. Η ζωή μου, η ασήμαντη αυτή φωτίτσα, έσβηνε. Κι’ όμως, ο κόσμος, γύρω μου, γύριζε κανονικά. Ούτε οι ουρανοί άνοιξαν, ούτε ανάστασις νεκρών έγινε. Μόνο εγώ, που τελείωνα. Αλλά, ως εδώ. Όχι άλλο. Όχι έτσι.

«Τασία… Τασία!»

Αναδύθηκε άρον-άρον. Άνοιξε τα μάτια της.

«Αμέσως, Κυρία. Αμέσως», προσπάθησε να τραυλίσει η Τασία.

Όμως, βγήκε πραγματικά φωνή από μέσα της ή ήταν η βουτιά που συνεχιζόταν ακόμη;

«Έρχομαι Κυρία», επιχείρησε ξανά να πει, πιο δυνατά. «Έρχομαι αμέσως».

Σαν τηγανόλαδο τσιτσίριζε ο πόνος μέσα στο κεφάλι της. Πονούσε, πονούσε παντού. Αλλά δεν γινόταν να δώσει σημασία, έπρεπε να βιαστεί. Δεν ήθελε και πολύ για να εξοργιστεί η Κυρία, ειδικά το πρωί.

Βάζοντας όλη της την δύναμη, ανασηκώθηκε. Περιέφερε το βλέμμα γύρω-γύρω στο δωμάτιο, πίσω στο κρεβάτι και τέλος, κάτω, στο σώμα της. Λίγα δευτερόλεπτα πριν, ήταν κουνούπι. Ή ψύλλος. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Τώρα όμως, έπρεπε να ξεχάσει την βουτιά και να τσακιστεί μέχρι το δωμάτιο της Κυρίας. Διαφορετικά, η Κυρία θα της έκανε μαύρη τη ζωή, όλη μέρα.

Δοκίμασε να σταθεί. Όμως, τα πόδια της, δεν ίσιωναν. Ζορίστηκε, όσο πιο πολύ μπορούσε. Ώσπου, τα κατάφερε. Στάθηκε. Με μεγάλη δυσκολία όμως. Πιάστηκε λίγο κι’ απ’ τον τοίχο και ισορρόπησε. Άντε πάρα κάτω.

Άπλωσε το χέρι, έπιασε την πράσινη ρόμπα που’ χε πέσει κάτω και την έριξε στους ώμους της. Ψαχουλευτά, βρήκε και τις παντόφλες της. Τις φόρεσε. Πήγε να κάνει ένα βήμα. Αδύνατον, εντελώς αδύνατον. Αλλά δεν είχε σημασία, έπρεπε να το κάνει. Και μετά κι’ άλλο. Κι’ άλλο.

Σαν ρομπότ, σακατεμένο, έφτασε την πόρτα της κάμαρής της. Αρπάχτηκε απ’ το πόμολο και στάθηκε να πάρει ανάσα. Μετά, άνοιξε την πόρτα. Που, ως συνήθως, έτριξε απαίσια.

«Ντύσου. Θέλω να βγούμε», ακούστηκε η φωνή απ’ το βάθος του διαδρόμου.

Βραχνή που ήταν! Δύσκολη νύχτα θα 'χε περάσει. Και ήθελε και να βγούνε, ενώ δεν είχε ξημερώσει ακόμη καλά-καλά. Τον Θεό της δεν είχε αυτή η γυναίκα.

«Μάλιστα Κυρία. Ετοιμάζομαι αμέσως», απάντησε, προσπαθώντας να κάνει την φωνή της ν’ ακουστεί κάπως πρόσχαρη. Δεν τα κατάφερε.

Επέστρεψε γρήγορα-γρήγορα στο δωμάτιό της. Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Είχε άλλα πέντε λεπτά, μπορεί και δέκα. Τι τύχη! Τι ευτυχία!

Σωριάστηκε στο κρεβάτι της. Πήρε μια ανάσα. Όσο πιο βαθιά μπορούσε. Άλλη μία. Ε, τώρα καλύτερα, πολύ καλύτερα.

Σηκώθηκε κι’ άνοιξε την στενή, ξύλινη ντουλάπα, εκεί που φύλαγε τις στολές της. Τρεις είχε. Την καθημερινή, την αναπληρωματική, και την καλή, για τις πιο επίσημες περιστάσεις. Την πρώτη διάλεξε. Την άπλωσε στο κρεβάτι και την εξέτασε προσεκτικά. Ίσιωσε μια αόρατη ζάρα. Απ’ το ράφι, πάνω απ’ τις στολές, έπιασε το καπέλο και το πέπλο της. Τ’ απόθεσε κι’ αυτά, τακτικά, δίπλα στη στολή. Κι’ έμεινε να τα κοιτάει.

Δεν πρέπει να είχε συνέλθει ακόμη απ’ την βουτιά, όχι εντελώς. Μπορεί το σώμα της να 'χε αρχίσει να ξεμαγκώνει, το μυαλό της όμως επέστρεφε, συνεχώς επέστρεφε—σαν μπούμερανγκ. Δεν έπρεπε να ξαναπάρει τέτοιο σκατόπραμα. Από υπόθεση μηδέν, ενώ τα αισθήματα εκατό και βάλε. Υπερβολικά ωμό—για τα γούστα της Τασίας τουλάχιστον. Αλλά μπορεί και να 'φταιγε που 'χε μείνει νηστική το προηγούμενο βράδυ. Ή μήπως είχε βουτήξει πολύ άγαρμπα;

Φόρεσε την στολή της. Με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις, που εκτελούσε, καθημερινά, τόσα χρόνια τώρα. Ούτε που το κατάλαβε όταν η προσοχή της γλίστρησε στη λίμνη της μνήμης—στη μαύρη λίμνη της μνήμης. Γιατί η Μονή ήταν μαύρη. Η Ιερά και Σεβάσμια Μονή του Παντοκράτορος Ταώ Πεντέλης. Με την πρωινή έγερσιν και ένδυσιν. Μαύρη, μαυρίλα πλάκωσε!


Πώς γινόταν κι’ έκανε πάντα ζέστη σ’ εκείνο τον διαολότοπο; Και κρύο όταν έκανε, πάλι ζέστη έκανε. Θυμάμαι τα ιδρωμένα μου δάχτυλα να παλεύουν με τα κουμπιά της στολής. Το ύφασμα να’ ναι γεμάτο ζάρες και τα βήματα του Φύλακα ν’ αντιλαλούν στο διάδρομο. Τι πανικός! Τι πανικός!

Αλλά και πριν την ένδυσιν, κατά την έγερσιν, πάλι το ίδιο ήτανε. Τα εύκολα, δύσκολα, να γίνονται πάντα, στη Μονή.

Και το αστείο είναι πως η έγερσις, στη θεωρία, δεν ήταν κακό πράγμα. Απεναντίας. Μόλις ξυπνήσεις, και πριν ακόμη σηκωθείς, ν’ αφιερώσεις πέντε-δέκα λεπτά στην αναπνοή. Να βάλεις σε λογαριασμό το σώμα και τις σκέψεις σου κι’ όλα μαζί, σαν πύραυλο, να τα εκτοξεύσεις πέρα, μακριά, εκεί που δεν φτάνει η καθημερινότητα. Τι καλύτερο;

Οι Γέροντες ποτέ δεν μας εξήγησαν τι ήταν αυτό που κάναμε. Την ώρα, πάντως, της εγέρσεως, η Ταώ, μόνο με Μονή δεν έμοιαζε. Όπου και να γύρναγες, το μόνο που έβλεπες ήταν συμμορίες, νταηλίκια και συμπλοκές. Και πού όλ’ αυτά; Σε Αρχιεπισκοπική Μονή, ανάμεσα σε μελλοντικές παραμάνες! Μα, αν είναι ποτέ δυνατόν!

Να όμως, που ήταν. Τόση ήταν η αγωνία μου εκείνες τις ώρες που λες κι’ ένα υγρό, σιχαμένο φίδι να γλιστρούσε πάνω μου. Δεν μ’ είχε δαγκώσει ακόμη, αλλά ήταν θέμα χρόνου—δευτερολέπτων. Ούτε το βλέμμα μου δεν τολμούσα να κουνήσω. Καθόμουν εκεί, ακίνητη, στην άκρη της κλίνης μου, και περίμενα. Τι; Ιδέα δεν είχα. Να φύγει το φίδι. Ή να με δαγκώσει. Να τελειώνουμε.

Υπήρχαν, βέβαια, και κάποιοι άλλοι σύντροφοι, που δεν ήταν σαν εμένα. Αυτοί έμοιαζαν να ξέρουν τι κάνουν. Καθισμένοι σε στάση λωτού, μοχθούσαν να ισορροπήσουν την προσοχή τους μακριά απ’ όσα διαδραματίζονταν γύρω τους. Και, καμιά φορά, τα κατάφερναν. Πραγματικά ξεχνούσαν πού βρίσκονταν. Κι’ αν η σιωπή του θαλάμου διακοπτόταν από κλαυσίγελους ή πνιχτές κραυγές, αυτοί, εκεί, τον χαβά τους. Εκτός ίσως από κανένα φρύδι, που μπορεί να τρεμόπαιζε καμιά φορά.

Πόσο θα „θελα να ήμουν κι“ εγώ σαν κι’ αυτούς! Πόσο θα „θελα! Το μυαλό μου, όμως, δεν βοηθούσε. Δεν έλεγε να μπει σε λογαριασμό. Σαν αγριοκάτσικο πηδούσε από σκέψη σε σκέψη κι“ εγώ, πέρα από κάτι αόριστα καλές προθέσεις, ούτε τι να κάνω ήξερα, ούτε υπομονή είχα να το ψάξω μόνη μου.

Πώς, μετά από χρόνια, μπλέχτηκα με καταδύσεις, ενώ με την έγερσιν ήμουν τόσο ανεπίδεκτη, ποτέ μου δεν κατάλαβα.


Τσίτωσε τη στολή στο λιπόσαρκο σώμα της. Φόρεσε το καπέλο και την καλύπτρα της. Μετά στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, στο πλάι της ντουλάπας, να επιθεωρήσει την εικόνα της.

Κακά τα ψέματα. Μόνο σώμα παραμάνας δεν ήταν αυτό. Η ξιπασιά της Κυρίας ήταν ο μόνος λόγος που η Τασία διατηρούσε την θέση της. Διαφορετικά, θα κυλιόταν ακόμη στα Λαϊκά, μέχρι που να την τέλειωνε το χτικιό ή κανένας απρόσεκτος πελάτης. Όμως έτσι ήταν η Κυρία, του κεφαλιού της πάντα έκανε. Περιέφερε καμαρωτή-καμαρωτή την μοναστική ιδιαιτέρα της και δυάρα δεν έδινε τι συνέβαινε την ώρα του θηλασμού. Μπορεί να μην τ’ αντιλαμβανόταν καν. Βοηθούσε βέβαια κι’ ότι η Τασία προσπαθούσε—και συνήθως κατάφερνε—να κρύβει την αδυναμία της.

Όσο για τον Κύριο, το βάρος που προκαλούσε στην Τασία ήταν ασήμαντο. Όλη μέρα κλειδαμπαρωμένος στο γραφείο του έμενε πάντα. Έπρεπε να φτάσει στο απροχώρητο για να ζητήσει απ’ την Τασία να τον ανακουφίσει. Τις σπάνιες φορές που κυκλοφορούσε έξω, πιο πολύ ένιωθες, παρά έβλεπες την σκιά του να σε προσπερνάει. Την τρέλαινε, την Κυρία, με την συμπεριφορά του αυτή, η Τασία όμως δεν είχε πρόβλημα—κανένα απολύτως.

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.

Στον διάδρομο

Με τούνελ έμοιαζε ο διάδρομος έξω απ’ το δωμάτιο της Τασίας. Μακρύς και σκοτεινός, δεν ήθελε και πολύ για να εκτροχιάσει την προσοχή της. Χωρίς να το καταλάβει, επέστρεψε σ’ εκείνον τον άλλο διάδρομο, στις Κοιτίδες της Μονής.


Πριν τις Κυψέλες, ζούσαμε στις Κοιτίδες. Πάνω από έξη μήνες πρέπει να περάσαμε εκεί μέσα, κλεισμένοι αεροστεγώς. Παράθυρα δεν υπήρχαν, ούτε τρόπος κανείς ν’ αντιληφθούμε τον έξω κόσμο. Την παραμικρή ιδέα δεν είχαμε για την ύπαρξή του.

Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα απ’ την εποχή εκείνη—την πρώτη της ζωής μου. Οι αναμνήσεις μου ξεκινούν απ’ την τελευταία μέρα στις Κοιτίδες, όταν μας άφησαν να βγούμε, και ν’ αντικρίσουμε την Μονή και τον ουρανό.

Με βλέπω να σέρνω τα βήματά μου κατά μήκος ενός κακοφωτισμένου διαδρόμου. Το τέλος του χανόταν κάπου στο βάθος. Είκοσι τρία ξαδέρφια είχαμε απομείνει στην παρτίδα και περπατούσαμε μ’ έναν Φύλακα επικεφαλής. Οι παρτίδες ξεκινούσαν μ’ ενενήντα εννέα άτομα, παρά όμως τις προσπάθειες των Φυλάκων, η φύρα μας ήταν μεγάλη. Ούτε κι’ η ατμόσφαιρα ανάμεσα μας ήτανε τόσο καλή. Όταν ξέρεις πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιστεί ένας Φύλακας, να φωνάξει το νούμερο σου και να σε πάρει μαζί του, τι διάθεση να 'χεις; Τα ξαδέρφια που απομακρύνονταν, δεν τα ξανάβλεπε ποτέ κανείς. Και, αργά ή γρήγορα, όλες οι παρτίδες ανακάλυπταν πως ό,τι και να κάναμε, την μοίρα μας δεν μπορούσαμε να την αλλάξουμε. Παρακάλια, προδοσίες, συμμαχίες, απόπειρες απόδρασης—τίποτα δεν είχε νόημα, όλα μάταια ήσαν. Όσο για τους Φύλακες, έκαναν την δουλειά τους μηχανικά, χωρίς να μας δίνουν την παραμικρή σημασία. Δεν μου έκανε εντύπωση που κάποια ξαδέρφια κατέληγαν να παρακαλούν τους Φύλακες να φωνάξουν το νούμερο τους. Ούτε αυτό είχε κανένα αποτέλεσμα βέβαια. Αλλά πρέπει να σου „δινε ένα είδος διεστραμμένης ανακούφισης, όταν έφτανες να ευχηθείς τέτοιο πράγμα—κάτι σαν ξαλάφρωμα, ας πούμε. Όσο για μένα, τέτοιες σκέψεις, ούτε που μου πέρναγαν απ“ το μυαλό.

Τη μέρα μας την περνούσαμε στην καντίνα. Τίποτα το σπουδαίο δεν ήταν, κάτι καρεκλοτραπεζάκια είχε μόνο, να καθόμαστε. Παιχνίδια ή κάτι άλλο ν’ απασχοληθούμε δεν υπήρχαν, δεν ξέρω γιατί. Ίσως για να δουν ποιος θ’ αντέξει. Την ώρα μας την περνούσαμε παρακολουθώντας την υγρασία να γλιστράει στην επιφάνεια του τοίχου ή τρέχοντας υστερικά πέρα-δώθε. Μόνη μας διασκέδαση ήταν οι ιστορίες. Την ύπαρξη του έξω κόσμου ούτε να την υποψιαστούμε δεν μπορούσαμε, το μυαλό μας όμως δεν γινόταν να το κουμαντάρουμε. Από μόνο του προσπαθούσε να συνδυάσει αυτά τα ελάχιστα που ξέραμε και να βγάλει κάποιο νόημα. Ποιοι ήσαν οι Φύλακες; Πώς διάλεγαν ποιον να πάρουν και ποιον ν’ αφήσουν; Και—το κυριότερο—τι γίνονταν τα ξαδέρφια που έφευγαν;

Μαζεμένοι γύρω από κάποιο κρεβάτι μηρυκάζαμε με ηδονική φρίκη πώς φανταζόμασταν να εξελίσσεται η σκηνή. Τα σουβλερά δόντια που μπήγονταν στην σάρκα. Το σώμα του συντρόφου που σπάραζε—στην αρχή γρήγορα και μετά όλο και πιο αργά. Το αλμυρό, ζεστό, αίμα έσταζε απ’ τα χείλη του Φύλακα κι’ έπεφτε και λέκιαζε την στολή του. Σκουπιζόταν αδιάφορα, με το μανίκι του. Μετά έπαιρνε το μικρό σώμα και το πετούσε στην ανακύκλωση.

Ένα ρέψιμο αντιλαλούσε στον διάδρομο, ενώ απομακρυνόταν.


Η Τασία περπατούσε κατά μήκος του διαδρόμου στο σπίτι της Κυρίας.

Ώρες-ώρες αναρωτιόταν. Τις είχε ζήσει, πραγματικά, τις σκηνές αυτές; Κι’ αν ήταν της φαντασίας της; Δεν μπορούσε να το αποκλείσει—τίποτα δεν μπορούσε να αποκλείσει. Ακόμη κι’ έτσι όμως, πάλι, κάτι πρέπει να σήμαιναν. Αφού όλο σ’ αυτές επέστρεφε.


Περπατούσα, όπως είπα, στον διάδρομο της Κοιτίδας. Δίπλα μου ήσαν τα ξαδέρφια μου. Επικεφαλής, πήγαινε αυτός ο κοντοπίθαρος Φύλακας. Όλοι ξέραμε πως ο χώρος, γύρω μας, ήταν εικονικός, δεν υπήρχε πραγματικά. Μια πτυσσόμενη επιφάνεια ήταν, που στηριζόταν σε ρουλεμάν ώστε να μπορεί να κυλάει ελεύθερα προς κάθε κατεύθυνση. Επέτρεπε στους Φύλακες να μας απασχολούν με κοπιαστικές πορείες, κι’ ας βρισκόμασταν σε χώρο με πολύ περιορισμένες διαστάσεις.

Όμως εικονικά ήσαν και όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος των Κοιτίδων—οι τοίχοι γύρω μας, η θερμοκρασία, ακόμη και η μυρωδιά του χώρου. Νομίζω μάλιστα πως υπήρχε συγκεκριμένος Φύλακας που είχε για καθήκον να τα αλλάζει κάθε τόσο.

Εκείνη τη φορά, ο διάδρομος φαινόταν να 'ναι στρωμένος με πράσινα πλακάκια. Σκούρα πράσινα, σαν πολυκαιρισμένα. Τόπους-τόπους έφεγγε ένα θαμπό, ξεπλυμένο φως. Όταν έπεφτε στα πλακάκια, τα έκανε δείχνουν γκρίζα, σχεδόν ροζ. Η μυρωδιά του απορρυπαντικού σου „σπαγε την μύτη κι“ η υγρασία βάραινε την στολή. Σε έκανε να κολλάς.

Ιδέα δεν είχαμε πού θα καταλήγαμε. Περπατούσαμε σαν ρομπότ, χωρίς να κοιτάμε γύρω μας. Έτσι κι’ έδινες σημασία, μπορεί να τραβούσες την προσοχή κάποιου Φύλακα—και δεν το „θελες αυτό. Εγώ, το βλέμμα μου, το κρατούσα καρφωμένο στον σβέρκο του μπροστινού μου. Έτσι έκανα πάντα, όταν φοβόμουν. Κλείδωνα το βλέμμα σ“ ένα σημείο κι’ όλη μου την προσοχή την εστίαζα στην αναπνοή. Εισπνοή για 1…2…3. Εκπνοή για 1…2…3…4…5…6. Έτσι, συνέχεια. Τίποτ’ άλλο.

Ο σβέρκος του μπροστινού μου ανεβοκατέβαινε, ενώ περπατούσε. Την προσοχή μου όλη την είχα εστιάσει σ’ αυτή την λεπτή, κρεάτινη γραμμή που ξεχώριζε ανάμεσα στο γιακά της στολής και την καλύπτρα που σκέπαζε τα άτριχα κρανία μας. Δεν υπήρχε άλλη γυμνή επιφάνεια πάνω μας, το κορμί μας όλο παρέμενε επιμελώς προστατευμένο.

Ώσπου, σε μια στιγμή, κάτι φάνηκε. Το άκουσα, πριν το δω, απ’ τη μουρμούρα των μπροστινών. Ξεκλείδωσα το βλέμμα και κοίταξα.

Μια θαμπή, κατακόρυφη, σχισμή ήταν που χώριζε τον τοίχο της Κοιτίδας στα δύο. Στο εσωτερικό της, τίποτα. Σκέτο φως!

Έκπληκτοι με το θέαμα, σταθήκαμε αμήχανοι μπροστά της. Στο μεταξύ ο Φύλακας μάς έδινε οδηγίες. Να συνεχίσουμε, έλεγε, ίσια μπροστά. Να περπατάμε, ένας-ένας, προς το φως, χωρίς να δίνουμε σημασία σε τίποτ’ άλλο. «Ίσα στο φως, ίσα στο φως!»

Κανείς δεν σάλεψε. Όλοι τρέμαμε. Μαζευτήκαμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε, ο ένας με τον άλλο, ώστε να το πάθουμε όλοι μαζί αυτό που μας περίμενε. Λες και θα 'ταν κάποια παρηγοριά.

Μάταια ο Φύλακας γαύγιζε διαταγές. Ώσπου τελικά άρχισε να χάνει την υπομονή του. Το χέρι του γλίστρησε προς την ζώνη του. Τα ξαδέρφια της πρώτης σειράς κατάλαβαν. Ξεκίνησαν, θέλοντας και μη. Οι σιλουέτες τους διαγράφηκαν, κόντρα στο φως. Μετά, χάθηκαν, ούτε τσιμουδιά δεν πρόλαβαν να βγάλουν. Την μια στιγμή υπήρχαν, την άλλη όχι. Ούτ’ ένα βλεφάρισμα δεν κράτησε.

Η ανάσα των πίσω άγγιξε την πλάτη μου. Είχε φτάσει κι’ η δική μου η ώρα. Ώστε αυτό θα „ταν το τέλος της ταλαίπωρης ζωούλας μας; Σαν ψέματα μου φάνηκε, εκείνη την στιγμή. Αλλά δεν με πολυ-ένοιαξε. Να τελειώνουμε μόνο ήθελα. Ευτυχώς, τα πόδια μου, δεν με ντρόπιασαν. Από μόνα τους, έκαναν τ“ απαραίτητα. Δεν ανέπνεα, καθόλου, τώρα πια. Με την ψυχή στο στόμα, γλίστρησα μπροστά. Στην καρδιά του, το φως μου φάνηκε μπλε. Μετά, τετέλεσται. Έπεσα.

Ήμουν σε μια συναυλία. Το πλήθος, γύρω μου, ούρλιαζε φρενιασμένο. Γυρόφερνα σ’ ένα παζάρι. Οι έμποροι διαγωνίζονταν ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά. Ανέβαινα τις σκάλες ενός σχολείου. Τα παιδιά, γύρω μου, έκαναν σαματά. Χασκογέλαγαν δυνατά. Μουρμούριζαν. Μετά, σιωπή. Κάποιες ανάσες διέκρινα μόνο. Αλλά ούτε καν γι’ αυτές δεν ήμουν σίγουρη.

Ώσπου, θυμήθηκα, ποια ήμουν. Όμως, πού ήμουν; Τι είχε συμβεί;

Πάγωσα. Την παραμικρή κίνηση δεν δοκίμασα να κάνω. Ανέπνεα, μόνο. Ανέπνεα. Και μετρούσα. Ο αέρας, καθ’ αυτός, μού τράβηξε την προσοχή. Πόσες μυρωδιές! Όλες άγνωστες.

Πετάρισα τα βλέφαρα. Τίποτα. Μόνο άσπρο. Ξαναδοκίμασα. Τα ίδια. Όμως, την άκουγα καθαρά την αναπνοή αυτή δίπλα μου. Κάποιος ήταν. Κάποιο ξαδέρφι, ίσως; Ποιος άλλος; Γύρισα προς τον ήχο. Γούρλωσα τα μάτια να διακρίνω κάτι, οτιδήποτε. Μηδέν.

Κι’ αν είχα τυφλωθεί; Η υποψία μου θέρισε τα σπλάχνα. Όλη μου την δύναμη έβαλα, να κρατηθώ, να μην χεστώ πάνω μου. Αυτό, μόνο, μου έλειπε, εκείνη την ώρα.

Αλλά, τι είχα πάθει; Γιατί δεν έβλεπα;

Όμως μπορούσα πλέον κι’ άκουγα πολλούς ήχους γύρω μου. Τα ξαδέρφια μου ήσαν, σίγουρα. Αναγνώριζα τις φωνές τους, μάλλον. Και κάποιους Φύλακες, ίσως. Όμως δεν μπορούσα να δω. Τίποτα.

Ύψωσα τα χέρια μου μέχρι το πρόσωπό μου. Ένοιωσα τις παλάμες μου. Σαν από πάγο, μου φάνηκαν, κάτω απ’ τα λεπτά γάντια. Πάγο, έτοιμο να σπάσει. Όμως, δεν είχε σημασία. Υπήρχαν όλ’ αυτά, υπήρχαν. Αυτό είχε σημασία. Τα ένιωθα. Δεν είχα αμφιβολία. Γιατί δεν μπορούσα να τα δω; Κοίταξα.

Ώσπου, να. Κάτι άρχισα να διακρίνω! Τίποτα σπουδαίο. Κάτι αμυδρές σκιές μόνο, τίποτ’ άλλο. Πηγαινοέρχονταν στο οπτικό μου πεδίο, και ήταν σαν να με κορόιδευαν. Έτσι μου φάνηκε. Κοίταγα, αποσβολωμένη. Τι είχα πάθει;

Μέσ’ τον πανικό μου καθυστέρησα να αντιληφθώ ότι, σταδιακά, ο χορός των σκιών γινόταν όλο και πιο αργός. Ώσπου σταμάτησε, εντελώς. Οι σκιές απέκτησαν χρώμα και μετατράπηκαν σε δάκτυλα. Ισχνά και κακομοιριασμένα, αλλά δάκτυλα. Σήκωσα το βλέμμα μου. Είδα σώματα γύρω μου, σώματα κανονικά. Τα ξαδέρφια μου ήσαν. Άρχισα να βλέπω εκεί όπου άκουγα. Η όρασή μου επέστρεφε. Την είχα χάσει, αλλά τώρα επέστρεφε.

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Πολλές φορές. Πίστευα πως μπορεί, έτσι, να επιτάχυνα την διαδικασία. Διέκρινα τα ξαδέρφια της παρτίδας μου, δυο-τρεις Φύλακες, και, γύρω-γύρω, κάτι σκούρους όγκους, που, εκείνη την στιγμή, μου φάνηκαν ασύλληπτοι. Δεν είχα λέξεις να περιγράψω αυτό που έβλεπα. Ήταν η Μονή!

Στο δωμάτιο

Η Τασία στάθηκε μπροστά στην πόρτα της Κυρίας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει την σκέψη της. Κάθε που ήταν να μπει στο αναθεματισμένο αυτό δωμάτιο, ορκιζόταν πως αυτή την φορά δεν θα „χανε την ψυχραιμία της. Θα αγνοούσε ό,τι κι“ αν της έλεγε η Κυρία και μόλις άρχιζε να παραφέρεται—γιατί θα άρχιζε, αργά ή γρήγορα—θα την έβαζε στη θέση της με σεβασμό, αλλά και αξιοπρέπεια. Γιατί τι ήταν, στο τέλος-τέλος, η Κυρία; Ένας άρρωστος άνθρωπος ήταν. Κι’ αν έλεγε και μια κουβέντα παραπάνω, τι έπρεπε να κάνει η Τασία—η παραμάνα της; Πως δεν άκουσε, έπρεπε να κάνει. Πως δεν κατάλαβε! Όχι να κάθεται και να συγχύζεται. Τελεία και παύλα.

Μετά, έμπαινε αποφασιστικά στο δωμάτιο της Κυρίας και, σε τρία δευτερόλεπτα, τα „χε ξεχάσει όλα. Τα ξαναθυμόταν, βράδυ πια, όταν, εξουθενωμένη και καταρρακωμένη, αποτραβιόταν πίσω στην κάμαρη της. Άλλη μια μέρα εκτός εαυτού. Και ποιο ήταν το μοναδικό της αποκούμπι; Η προσμονή μιας βουτιάς, μιας τιποτένιας σκατο-βουτιάς, αλλά κι“ αυτό μόνο αν της είχαν απομείνει λεφτά. Γιατί εκεί είχαν φτάσει τα πράγματα.

Χτύπησε την πόρτα. Περίμενε μια στιγμή, μετά άνοιξε και μπήκε.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Τι ήταν όλο αυτό το φως; Από πού ερχόταν;

Άνω-κάτω ήταν το δωμάτιο! Το κρεβάτι είχε φύγει από τη θέση του, η καρέκλα ήταν γυρισμένη ανάποδα και τα ρούχα της Κυρίας ήσαν κουβαριασμένα, σε σωρούς, στο πάτωμα. Οι ντουλάπες, όλες, έχασκαν ορθάνοιχτες. Η ίδια η Κυρία στεκόταν πιο πέρα, προς το παράθυρο, με την πλάτη γυρισμένη στην Τασία. Είχε τραβήξει τις κουρτίνες κι’ έμοιαζε απορροφημένη απ’ την θέα του βουνού, που μόλις είχε αγγίξει ο ήλιος. Η Τασία ένοιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Γιατί της είχε γυρισμένη την πλάτη η Κυρία; Τίποτα καλό δεν προμήνυε αυτό.

«Πού 'σουν βρε ξεμυαλισμένη;», τσίριξε απροειδοποίητα η Κυρία. Μετά γύρισε, κατακεραύνωσε την Τασία, και συνέχισε ακάθεκτη.

«Τι έκανες τόση ώρα; Δεν καταλαβαίνεις πόσο άρρωστη είμαι; Πως, στην κατάστασή μου, έχω ανάγκη από συνεχή φροντίδα; Γιατί, νομίζεις, σε βαστάω ακόμη; Για τα όμορφα σου μάτια; Αλλά δεν φταίει κανείς άλλος. Εγώ φταίω, που σε λυπήθηκα και δεν σ’ άφησα να σέρνεσαι στους πέντε δρόμους. Ούτε μια βδομάδα δεν θ’ άντεχες, έτσι και ξανάβγαινες. Ούτε μια! Ή νομίζεις πως θα σε σπίτωνε κανείς, τέτοια στημένη λεμονόκουπα που 'χεις καταντήσει; Ε, τόσο ηλίθια, φαντάζομαι πια να μην είσαι».

Οι τσιρίδες της Κυρίας κατέλαβαν εξαπίνης την Τασία—πάντα αυτό γινόταν. Την έκαναν να μην ξέρει πού να σταθεί και τι να κάνει. Αμήχανη, έκανε να βγάλει το καπέλο της. Όμως, ούτε αυτό δεν βρήκε πού να τ’ ακουμπήσει. Γης μαδιάμ ήσαν όλα γύρω της. Οπότε έμεινε εκεί που βρισκόταν, στη μέση του δωματίου, με το καπέλο στο χέρι και το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Δεν είχε και τόση σημασία, άλλωστε. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να μην συναντήσει το βλέμμα της Κυρίας. Γιατί αυτό την εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο.

Περίμενε. Όμως το ξέσπασμα της Κυρίας, δεν είχε συνέχεια. Με την άκρη του ματιού της, η Τασία την είδε να επιστρέφει στο παράθυρο και ν’ ατενίζει έξω αφηρημένη. «Δεν έγινε και τίποτα», ήταν σαν να έλεγε. Η Τασία κούνησε το κεφάλι της και, όσο μπορούσε πιο αθόρυβα, στρώθηκε στη δουλειά.

Πλησίασε το κρεβάτι και, βάζοντας όλη της την δύναμη, το „σπρωξε να πάει πίσω, στη θέση του. Τακτοποίησε, στα γρήγορα, τα σκεπάσματα, μάζεψε τα ρούχα και τα στοίβαξε—όχι και τόσο τακτικά, αφού βιαζόταν—πίσω, στις ντουλάπες. Μετά έκλεισε τις κουρτίνες, να σκοτεινιάσει, και πλησίασε την Κυρία. Με χέρια που προσπάθησε να κρατήσει σταθερά, την συνόδευσε πίσω, στο κρεβάτι, να ξαπλώσει. Η Κυρία, περιέργως, δεν αντιστάθηκε. Η Τασία την σκέπασε κι“ από το πρώτο συρτάρι του κομοδίνου έβγαλε τα σύνεργα του θηλασμού. Ήσαν μίας χρήσης, όμως έπρεπε να προσέξει μην τα μολύνει με τα ίδια της τα χέρια. Προσηλώθηκε στη δουλειά της. Χαιρόταν που δεν είχε να κοιτάζει την Κυρία.

Όσο για την Κυρία, όλη αυτή την ώρα έκανε λες κι’ η παραμάνα της δεν ήταν εκεί. Είχε στυλώσει το βλέμμα στο ταβάνι και σιγοτραγουδούσε Έντιθ Πιάφ. Ώρες-ώρες όμως, βογκούσε χαμηλόφωνα. Την πονούσε κάτι ή ήταν οι φροντίδες της Τασίας που την ενοχλούσαν; Μπορεί ούτε η ίδια να μην ήξερε.

Η Τασία δεν θεωρούσε τον εαυτό της μεγάλο ψυχολόγο. Την Κυρία όμως πίστευε πως την καταλάβαινε αρκετά καλά. Τους ανθρώπους του είδους της αυτό που τους έτρεφε ήταν τα αισθήματα—τα οποιαδήποτε αισθήματα. Καθόλου, για παράδειγμα, δεν πρέπει να την ενοχλούσε την Κυρία όταν η παραμάνα της σκεφτόταν να την στραγγαλίσει με τα σύνεργα του θηλασμού. Το διασκέδαζε, μάλλον.

Η Τασία τελείωσε τα προκαταρκτικά. Έκανε να κάτσει στη θέση της, δίπλα στην Κυρία. Όμως το σκαμνάκι της έλειπε. Το εντόπισε αναποδογυρισμένο κάτω απ’ το κρεβάτι. Το μάζεψε και το έστησε πίσω στα πόδια του. Κάθισε. Τότε μόνο, διακινδύνευσε μια γρήγορη, διερευνητική, ματιά στην Κυρία. Με νεκρή έμοιαζε, με βλέμμα, γυάλινο, καρφωμένο στο ταβάνι. Μόνο το αριστερό της τρεμόπαιζε προς την Τασία. «Έτοιμη είναι», συμπέρανε.

Ξεκίνησε. Ο ήχος του θηλασμού θύμιζε θρόισμα φύλλων. Η Τασία τον έβρισκε πολύ καθησυχαστικό. Μπορεί να το γάλα της αυτό που έτρεχε, αλλά για την Τασία σήμαινε πως όλα ήσαν καλά, όλα ήσαν στη θέση τους.

Έκλεισε τα μάτια. Η μύτη της έπιασε την μυρωδιά, σαν χαλασμένο αυγό, απ’ το σώμα της Κυρίας. Όμως, σταμάτα! Μην σκέφτεσαι. Συγκεντρώσου στην αναπνοή. Μια…δύο…τρεις. Μια…δύο…τρεις. Χαλάρωσε. Άσε την σκέψη σου να φύγει μακριά. Όσο πιο μακριά μπορείς.

Και τώρα, μόνο πράσινα λιβάδια και γαλανοί ουρανοί!


«Υγιεινή, εσπευσμένως! Χρειώδη, αράδες, καταλαγή! Ατάκα, ατάκα!», πρόσταξε ο Φύλακας μηχανικά και πήγε και στάθηκε δίπλα από την έξοδο.

Άνοιξα τα μάτια μου. Κοίταξα προς την κατεύθυνση της φωνής. Πώς και δεν τον άκουσα, τον Φύλακα, όταν μπήκε; Προσπάθησα, όπως-όπως, να υπακούσω στο παράγγελμα. Όμως το σώμα μου, αγκυλωμένο ακόμη απ’ την έγερσιν, εναντιωνόταν στην κάθε κίνηση, ούτε εκατό κιλά να ζύγιζε. Παραζαλισμένη, τρέκλισα μέχρι τον φοριαμό μου. Η κατουρημένη μου στολή μ’ εμπόδιζε να κινηθώ. Άρπαξα προσόψι κι’ απολυμαντικό και πήγα και στάθηκα στη γραμμή. Δεν ήμουν πρώτη, ούτε όμως και τελευταία. Η κίνηση, γύρω μου, ήθελε ακόμη κάμποσο για να καταλαγιάσει. Αλλά το χειρότερο ήταν αυτές οι αηδιαστικές οσμές που με περιτριγύριζαν. Ξένες, ξένες, πόσο ξένες!

Όταν μας μετέφεραν απ’ την Κοιτίδα στην Μονή, οι Γέροντες μας χώρισαν σε θαλάμους. Για να συμπληρωθεί η προβλεπόμενη δύναμη κάθε θαλάμου, μάζεψαν άτομα, ανάκατα, από κάθε παρτίδα—όποιον έβρισκαν μπροστά τους, έπαιρναν. Στον θάλαμό μου έτυχαν τρία μόνο απ’ τα παλιά μου ξαδέρφια—αυτά τα αναγνώριζα και με κλειστά μάτια, απ’ την μυρωδιά. Τα υπόλοιπα ξαδέρφια μοιράστηκαν στους άλλους θαλάμους. Σαν να ορφάνεψα ένιωσα ξαφνικά. Ούτε να κοιτάξω—πόσο μάλλον να μυρίσω—δεν ήθελα τους νέους μου συντρόφους. Στη σκέψη και μόνο, μου 'ρχόταν εμετός.

Βγήκαμε έξω, στον διάδρομο. Ο Οκτώβρης είχε προχωρήσει κι’ η ζέστη δεν ήταν πια τόσο εξουθενωτική. Δυο μήνες πριν, ο διάδρομος από τον θάλαμο μέχρι τα Λουτρά ήταν καμίνι. Τώρα, μπορούσες και να μην δώσεις ιδιαίτερη σημασία. Βοηθούσε κι’ ότι η νίψις ήταν από τις—λίγες—ευχάριστες στιγμές της ημέρας. Όχι τόσο το ίδιο το πλύσιμο, όσο το ότι μπορούσαμε να ξυθούμε ανεμπόδιστα. Τι ανακούφιση που ήταν αυτό το πράμα!

Πέταξα από πάνω μου την τσαλακωμένη στολή και χώθηκα κάτω απ’ το καυτό νερό. Αχ! Μια ηδονική ανατριχίλα διέτρεξε το σώμα μου. Από πάνω, ο λευκοκίτρινος ατμός του απολυμαντικού σχημάτιζε λεπτεπίλεπτους στροβίλους. Έκλεισα τα μάτια. Τίποτ’ άλλο δεν άξιζε, μόνο το νερό που κυλούσε πάνω μου. Άρχισα να ξύνομαι. Με κινήσεις που, σιγά-σιγά, γίνονταν όλο και πιο γρήγορες. Στην αρχή με τα δάχτυλα κι’ ύστερα και με τα νύχια. Τόσο απορροφήθηκα, που το κακό, ούτε που κατάλαβα, πότε άρχισε.

Πολύ αργότερα, πίσω στον θάλαμο, αναπαρέστησα στο μυαλό μου πώς πρέπει να εξελίχθηκε η σκηνή. Κάποιος πρέπει να αμάρτησε πάλι. Πήγε να παίξει με τις μπουρμπουλήθρες του απολυμαντικού, γλίστρησε, κι’ άγγιξε τον διπλανό του. Είχαμε άγγιγμα, δηλαδή. Κανονικά, κατά την νίψιν, μπορούσαν και να μην δώσουν τόση σημασία οι Φύλακες. Το πολύ-πολύ ν’ ανοιγόκλειναν λίγο τις αγάπες τους, όχι για να μας χτυπήσουν τόσο, όσο για να μας φοβερίσουν—να μην ξεχνάμε πού βρισκόμασταν.

Πώς και οι Φύλακες αντέδρασαν τόσο διαφορετικά εκείνη, ειδικά, την φορά; Ποτέ μου δεν κατάλαβα. Την πρώτη αγάπη, όταν έπεσε, ούτε που την άκουσα. Την σκέπασε ο θόρυβος του νερού. Απ’ την κίνηση των σωμάτων όμως, γύρω μου, κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Άνοιξα τα μάτια μου. Προσπάθησα να διακρίνω τι συνέβαινε. Αλλά δεν έβλεπα τίποτα, μ’ εμπόδιζαν οι ατμοί. Για τους Φύλακες, ήταν διαφορετικά. Στέκονταν ψηλά, πάνω σε κιγκλίδωμα, κι’ η θέα τους ήταν ανεμπόδιστη. Στο πιάτο μας είχαν.

Την δεύτερη αγάπη την άκουσα και με το παραπάνω. Τότε ξέσπασε ο πανικός. Οι αγάπες άρχισαν να πέφτουν βροχή. Δύσκολο να πεις, αν ήταν ο πανικός που προκάλεσε τις αγάπες ή ήταν αντίστροφα. Όλοι έτρεχαν να σωθούν. Ένοιωσα κάποιον να με αγγίζει. Δεν πρόλαβα να δω ποιος. Τρόμαξα κι’ έπεσα κάτω. Καλύτερα, όπως αποδείχτηκε. Στα τέσσερα, δεν έδινα τόσο στόχο. Σαν φίδι, ξετρελαμένο από φωτιά, σουρνόμουν στα πλακάκια κι’ έψαχνα δρόμο να το σκάσω. Αυτό έκαναν όλοι όμως. Κι’ από πάνω, έπρεπε και να προσέχουμε, μην αμαρτήσουμε πάλι. Ειδικά με όσους είχαν ήδη φάει αγάπη και σφάδαζαν άτσαλα. Σε μια στιγμή, δεν ξέρω πώς έγινε, και βρέθηκα μπροστά σε μια απ’ τις πόρτες των Λουτρών. Μισάνοιχτη ήταν. Κι’ αν ήταν παγίδα; Αλλά τι άλλη επιλογή είχα; Έριξα μια γρήγορη ματιά. Δεν φαινόταν τίποτα—τίποτα που να μοιάζει με Φύλακα δηλαδή. Πετάχτηκα έξω, μετά φόβου Θεού. Αλλά τίποτα, όλα καλά πήγαν.

Σαν σφαίρα, επέστρεψα πίσω, στον θάλαμο. Ρίχτηκα στην κλίνη μου, κουκουλώθηκα, κι’ έκρυψα το κεφάλι κάτω απ’ το προσκεφάλι μου. Έκλεισα τα μάτια, όσο πιο σφικτά μπορούσα. Αν, ούτε βλέπεις, ούτε ακούς, το κακό δεν μπορεί να σε πλησιάσει, στέκει μακριά. Έτρεμα. Η ανάσα μου, κοντή και κοφτή, μου „γδερνε το λαιμό. Μέχρι και βήχας μ“ έπιασε. Κάποια στιγμή, άκουσα θόρυβο γύρω μου. Οι σύντροφοι ήσαν που επέστρεφαν. Σήκωσα το κεφάλι να δω. Οι μισοί είχαμε απομείνει. Ούτε οι μισοί. Λιγότεροι.


Το σώμα της Κυρίας τρεμούλιασε ελαφρά. Η Τασία ανακάθισε. Μάζεψε βιαστικά τα σύνεργα της και τα τοποθέτησε πίσω στο συρτάρι του κομοδίνου. Έριξε άλλη μια ματιά στην Κυρία. Το παγερό προφίλ της συνέχιζε να ατενίζει, ακίνητο, το ταβάνι.

Άραγε πόσο θα „μενε έτσι; Γιατί την είχε ανάγκη την ανάπαυλα αυτή η Τασία. Τελευταία, μετά τον θηλασμό, την έπιανε μια αδυναμία. Το μυαλό της επέστρεφε σ“ αυτό που „χε ακούσει στα Λαϊκά. Πως το σώμα της παραμάνας ξεχαρβαλώνει αργά-αργά, ώσπου έρχεται μια στιγμή που καταρρέει απότομα. Το τέλος ξεκινάει με μια ανεξήγητη αδυναμία που, μέρα με την μέρα, γίνεται όλο και μεγαλύτερη, μέχρι που κι“ η απλή αναπνοή καταντάει εξαντλητική. Μιλάμε για έναν αργό, βασανιστικό, θάνατο, χειρότερο κι’ απ’ του χτικιού…

Κούνησε το κεφάλι της να διώξει τις μαύρες σκέψεις. Μπορεί να φοβόταν για την υγεία της, αλλά ο φόβος της για την Κυρία ήταν πολύ πιο άμεσος, πολύ πιο κοντινός—ειδικά τώρα, μετά τον θηλασμό, που η Κυρία, λογικά, θα 'ταν στα πάνω της. Έπρεπε να βάλει απόσταση ανάμεσά τους, πριν προλάβαινε να συνέρθει η Κυρία.

Έγειρε μπροστά, στηρίχτηκε στα γόνατα, και, με πολύ κόπο, σηκώθηκε όρθια. Βήμα-βήμα έφτασε μέχρι το παράθυρο. Γύρισε προς την Κυρία. Ήταν αρκετά μακριά; Μπορούσε από εκεί που βρισκόταν η Κυρία, να δώσει μια και να την αρπάξει απ’ το λαιμό;

Απηυδισμένη, έκλεισε τα μάτια της. Γιατί το μυαλό της ήταν τόσο ανεξέλεγκτο; Πού οδηγούσαν όλοι αυτοί οι παραλογισμοί; Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Γύρισε πίσω στο παράθυρο. Άνοιξε τις κουρτίνες. (Βαριά που ήταν τα χέρια της!) Καιρός όμως να έμπαινε λίγο φως εκεί μέσα. Είχαν βρικολακιάσει!

Έξω, είχε πια φωτίσει για τα καλά. Η Τασία πίεσε τον εαυτό της να εστιάσει στην εικόνα που έβλεπε. Το σπίτι της Κυρίας και του Κυρίου ήταν σε προνομιακή, υποτίθεται, θέση. Σε καλή μέρα, έβλεπε ανεμπόδιστα από πάνω, την Πεντέλη, μέχρι κάτω, τις Στήλες του Ολυμπίου Διός και την θάλασσα. Σήμερα όμως, μόνο η σιλουέτα του βουνού ήταν ορατή. Πιο κάτω, η ομίχλη γινόταν εντελώς συμπαγής. Και στην Μονή όσο ήταν, η Τασία έτσι την θυμόταν την θέα της Αθήνας. Πνιγμένη στην ομίχλη. Ένας τόπος που πιο πολύ φαντάζεσαι, παρά βλέπεις.

Ήχος βογκητού διέκοψε τις σκέψεις της.

«Πού σας πονάει Κυρία;» ρώτησε, χωρίς να κουνηθεί από την θέση της.

Η Κυρία δεν απάντησε. Της έτεινε μόνο το χέρι με ανυπομονησία. Πιπί της, πρέπει να ήθελε. Η Τασία έσπευσε να την βοήθησε να σταθεί. Μετά, αγκαλιασμένες, ξεκίνησαν προς το αποχωρητήριο.

Η Τασία γονάτισε μπροστά στην Κυρία και, όσο μπορούσε πιο προσεκτικά, της έβγαλε την πάνα που φορούσε κατάσαρκα. Σαν κουτουλιά, η μυρωδιά, έκανε το κεφάλι της να γυρίζει. Πέταξε την πάνα στην ανακύκλωση και βοήθησε την Κυρία να κάτσει στην τουαλέτα. Βεβαιώθηκε πως δεν θα „πεφτε από εκεί και αποσύρθηκε πίσω απ“ την μισόκλειστη πόρτα, να περιμένει.

Κάπως αλλιώς τους τα 'χαν πει στη Μονή, βέβαια. Ο Προκαθήμενος έκλεινε πάντα την πρωινή Λειτουργία λέγοντας πως οι Τρόφιμοι της Μονής—«οι παραμάνες του Αύριο!»—κρατούσαν την τύχη του ανθρώπου στα χέρια τους. Πώς ήταν δυνατόν να την αφήσουν να χαθεί μέσα στην θάλασσα της εντροπίας;

Άκου, λέει, «στην θάλασσα της εντροπίας»! Κανείς, μέσ’ τη Μονή, δεν είχε δει ποτέ θάλασσα, και, πόσο μάλλον, της εντροπίας.

Απ’ τους θορύβους που έρχονταν από μέσα, η Τασία συμπέρανε πως είχαν μέλλον ακόμη. Άρα, προλάβαινε να πεταχτεί να ετοιμάσει τους κυκεώνες.

Στα νύχια, έτρεξε μέχρι το δωμάτιο της Κυρίας. Άνοιξε το τρίτο συρτάρι του κομοδίνου της και επιθεώρησε τους ουρανοξύστες απ’ τα διάφορα μπουκαλάκια. Τι μείγμα να έφτιαχνε σήμερα; Περιηγητή (αφού θα έβγαιναν), ύψους-βάθους (παντού και πάντα) και, τελε-νοβέλα. Πάντα μπόλικη τελε-νοβέλα. Ε, αυτά, μέσες άκρες.

Με προσεκτικές κινήσεις η Τασία ξεχώρισε τα κατάλληλα μπουκαλάκια, μέτρησε τις δόσεις κι’ άδειασε το περιεχόμενο προσεκτικά μέσα σ’ έναν κυκεώνα. Μετά, πήρε άλλη μια δόση περιηγητή και την άδειασε σ’ έναν δεύτερο κυκεώνα. Αυτός ήταν για την ίδια.

Κοντανασαίνοντας, επέστρεψε στο πόστο της έξω απ’ την πόρτα του αποχωρητήριου. Έστησε αυτί. Ναι, η Κυρία πρέπει να τελείωνε όπου να 'ναι.

Απροειδοποίητα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Το πρόσωπο της Κυρίας έκανε την εμφάνισή του. Κατακόκκινο. Απ’ το ζόρι, μάλλον. Η Τασία έκανε να της ισιώσει τα ρούχα. Η Κυρία την παραμέρισε. Χωρίς βία, λες κι’ ήταν μύγα. Πλησίασε τον νιπτήρα. Έβαλε δυο σταγόνες απολυμαντικό κι’ άρχισε να τρίβει τα χέρια της. Μετά, βουρτσάκι για νύχια και δάχτυλα. Ταυτόχρονα, μέσα απ’ τον καθρέφτη, παρακολουθούσε τα πάντα γύρω-γύρω. Όμως η Τασία δεν ήταν χαζή. Στο πάτωμα το είχε το βλέμμα της.

Η Κυρία στέγνωσε προσεκτικά τα χέρια της. Ξαναφόρεσε τα γάντια της και γύρισε ν’ αντικρίσει την Τασία.

«Νομίζεις πως έχω καμιά όρεξη;» της πέταξε.

Η Τασία κούνησε το κεφάλι της. Ιδέα δεν είχε σε τι αναφερόταν η Κυρία. Αλλά το ήξερε καλά το παιχνίδι αυτό. Η Κυρία θα μονολογούσε κι’ η Τασία έπρεπε να κουνάει το κεφάλι της, παριστάνοντας πως συμμετέχει. Ούτε η Τασία ενδιαφερόταν να καταλάβει τι της έλεγε η Κυρία, ούτε η Κυρία αν την καταλάβαινε η Τασία.

Κάπως της ήρθε όμως εκείνη την φορά κι’ αποφάσισε να παραβεί τους κανόνες τους. «Σωστά Κυρία, πολύ σωστά», απάντησε εμφατικά.

Η Κυρία αιφνιδιάστηκε. «Σωστά; Τι σωστά; Τι εννοείς;» γύρισε και την ρώτησε έντονα.

Ασυναίσθητα, η Τασία έκανε πίσω. Όμως δεν γινόταν να διστάσει τώρα, έπρεπε να συνεχίσει. Τι να έλεγε;

Ευτυχώς, η τύχη έγειρε με το μέρος της. Η Κυρία παρεξήγησε την κίνηση της Τασίας και νόμισε πως της έδειχνε πίσω, προς το γραφείο του Κυρίου.

«Χα! μπορεί και να μην είσαι τόσο χαζή τελικά. Ξέρεις όμως, τι είναι να ζεις, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει με κάποιον που δεν δίνει δεκάρα; Σαν γυαλόχαρτο είναι. Σαν γυαλόχαρτο!» είπε η Κυρία κι’ έδειξε με το χέρι της πώς τρίβει το γυαλόχαρτο.

Τη φορά αυτή η Τασία θεώρησε καλύτερο να μην ανοίξει το στόμα της. Οποιοδήποτε πρόσθετο σχόλιο ήταν παρακινδυνευμένο. Η Κυρία την κοίταξε, για μια στιγμή. Μετά, έχασε το ενδιαφέρον της. Γύρισε στον καθρέφτη. Έφερε τα χέρια στο πρόσωπο της και τσίτωσε το δέρμα της. Με χάρτη γεωφυσικό έμοιαζε η όψη της, όχι με άνθρωπο. Κλεφτά, η Τασία σύγκρινε την εικόνα της Κυρίας με την δική της. Πόσο συντριπτική ήταν η διαφορά! Από γάλα λες και ήταν η δική της επιδερμίδα. Αλαβάστρινη! Μπορεί να 'τανε άχαρη—και σύντομη—η ζωή της παραμάνας, ώρες-ώρες όμως, της Τασίας της φαινόταν πως άξιζε—και με το παραπάνω.

Το βλέμμα της Κυρίας, διερευνητικό, σπάθιζε τον χώρο μέσ’ απ’ τον καθρέφτη. Η Τασία φοβήθηκε μην και οι σκέψεις καθρεφτίζονταν στα μάτια της.

Στην τραπεζαρία

Στην τραπεζαρία μόλις κάθισαν, η Κυρία ξεκίνησε να τσιμπολογάει το πρωινό, που σερβίρισε η Τασία. Σαν πουλάκι έκανε. Το πρόσωπό της όμως ήταν σκυθρωπό. Η Τασία υπέθεσε πως έφταιγε ο Κύριος, που αντί να τους κάνει την τιμή, προτίμησε πάλι να μείνει κλεισμένος στην κάμαρη του.

Κοίταξε κλεφτά την Κυρία. Έβραζε από μέσα της, ήταν φανερό. Βεζούβιος, κανονικός. Τι ήταν όμως που την ενοχλούσε πραγματικά; Η έλλειψη της παρουσίας του Κυρίου ή αυτή η αδιάκοπη φουσκοθαλασσιά μέσα της, που δεν θα 'χε τώρα πού να την διοχετεύσει; Για ένα πράγμα, πάντως, μπορούσε να „ναι σίγουρη η Τασία: ποιος θα την πλήρωνε τελικά… Οπότε, μόλις τέλειωσε με το σερβίρισμα, κάρφωσε το βλέμμα απέναντι κι“ έκανε την μύγα.

Στο τοίχο, ήταν κρεμασμένη η φωτογραφία ενός τοπίου. «Οι κορυφές των δέντρων υποκλίνονται στον απογευματινό άνεμο». Κάτι, όμως δεν πήγαινε καλά με το κάδρο. Η εικόνα του έκανε νερά. Υμηττό, πάντως, θύμιζε της Τασίας, και μάλιστα όπως φαινόταν απ’ τις Τράπεζες της Μονής. Τότε που η ομίχλη δεν είχε ακόμη μπουκώσει και σ’ άφηνε να δεις λίγο πάρα πέρα.


Μεγάλη υπόθεση οι Τράπεζες, στη Μονή. Τις επισκεπτόμασταν τρεις φορές την ημέρα, κατά τον Όρθρο, το Μεσημβρινό και το Δείπνο. Δεν ξέρω τον λόγο, πάντως ο Όρθρος είναι που 'χει απομείνει στο μυαλό μου.

Πριν τον Όρθρο είχαμε Επιθεώρηση Θαλάμου. Περνούσαν, ο Θαλαμάρχης με τους Φύλακες, κι’ επιβεβαίωναν την καλή εκτέλεση των πρωινών διακονιών. Αυτό σήμαινε, κατά σειρά, έγερσιν, υγιεινή, ένδυσιν, απολύμανσιν και ανακύκλωσιν. Γι’ αυτά, όλα, είχαμε μία ώρα, απ’ την στιγμή που το Σήμαντρο θα χτύπαγε Εγερτήριο.

Απ’ την πλευρά μας, υπεύθυνος, ήταν ο Θαλαμοφύλακας. Μας χώριζε σε ομάδες, ανέθετε από μια διακονία σε κάθε ομάδα και φρόντιζε οι ομάδες να μην μπλέκονται η μια στα πόδια της άλλης. Δύσκολη διακονία, το θαλαμοφυλίκι. Καθόλου δεν μ’ άρεσε.

Όταν τελειώναμε, στεκόμασταν δίπλα στις κλίνες μας και περιμέναμε. Αλλά, η αλήθεια είναι, πως σπανίως προλαβαίναμε. Συνήθως τα βήματα του Θαλαμάρχη ξεκίναγαν να αντηχούν στον διάδρομο, ενώ η απολύμανσις ήταν ακόμη στη μέση, κι’ η ανακύκλωσις ήταν στουμπωμένη με κατουρημένα κλινοσκεπάσματα.

Αχ, αυτά τα βήματα του Θαλαμάρχη! Τον ήχο τους νομίζω πως θ’ ακούω μέχρι που να κλείσω τα μάτια μου.

Όταν, τέλος πάντων, τελειώναμε με την Επιθεώρηση Θαλάμου, οι Φύλακες μας έβγαζαν έξω, στο Προαύλιο. Παρατασσόμασταν, και, με βήμα πατριωτικό, παρελαύναμε απ’ τους Κοιτώνες μέχρι τις Τράπεζες. Στο δρόμο, τραγουδούσαμε. Θούριους λέγαμε, για την Αρχιεπισκοπή και τον πόλεμο. «Στου χτικιού τα μαρμαρένια αλώνια ο Παμμέγιστος πάντα θα νικά», κλπ, κλπ. Ωραία που ήταν!

Το κουτάλι ξέφυγε απ’ τα χέρια της Κυρίας. Σαν καμπάνα έκανε, πέφτοντας κάτω. Η Τασία βούτηξε να το μαζέψει. Στην επιστροφή, την τσίμπησε λίγο η μέση της. Γεράματα!

Κοίταξε την Κυρία. Στον κόσμο της. Ούτε που κατάλαβε τι είχε συμβεί. Η Τασία πήρε απ’ το συρτάρι ένα καινούργιο κουτάλι, του 'βγαλε το κάλυμμα και το άφησε δίπλα στο χέρι της Κυρίας.

Μετά επέστρεψε στην θέση της, δυο βήματα πίσω απ’ την Κυρία. Ύψωσε το βλέμμα προς το τοπίο, απέναντι.


Στις Τράπεζες, μόλις μπαίναμε, γινόταν πάντα της κακομοίρας. Κόσμος, στριμωξίδι, χαμός κυριολεκτικά! Αυτά όλα βέβαια, με τον πολύ ειδικό τρόπο, που τα εννοούσαμε στις Μονές. Γιατί ούτε κανείς άγγιζε ποτέ κανέναν, ούτε φασαρία κάναμε καμία. Απεναντίας, οι μετακινήσεις μας όλες, γίνονταν προσεκτικά και με περίσκεψη κι’ οι συναναστροφές μας ήσαν σεμνές κι’ ευλαβικές. Όποιος όμως ήξερε, καταλάβαινε. Το πετάρισμα των βλεφάρων, η ξαφνική αναπνοή, οι ιδρωμένες παλάμες, τ’ αναψοκοκκίνισμα—όλα εκεί ήσαν, αρκεί να „ξερες να τ“ αναγνωρίσεις.

Οι Τράπεζες ήσαν μια τεράστια αίθουσα με μακρόστενα τραπέζια, παρατεταγμένα αραιά το ένα απ’ τ’ άλλο. Στο βάθος, υπήρχε ένα μακρόστενο άνοιγμα που επικοινωνούσε με τα μαγειρεία. Οι τοίχοι, όλοι, ήσαν διακοσμημένοι με εικόνες θρησκευτικού περιεχομένου. «Ο Πεφωτισμένος, ενώ γελάει σαν μωρό παιδί». «Ο Παμμέγιστος υποδεικνύει στον Πεφωτισμένο το κατάλληλο σημείο για την ανέγερση μιας νέας Μονής». «Ο Πεφωτισμένος διδάσκει στους αγρότες τα μυστικά της κάθετης καλλιέργειας». Και λοιπά, και λοιπά. Όμορφες εικόνες με χαρούμενα, ζωηρά χρώματα.

Η απρόσκοπτη ροή των Τροφίμων από και προς τα μαγειρεία εξασφαλιζόταν απ’ τους επτά Επιτηρητές. Απλοί Τρόφιμοι ήσαν κι’ αυτοί, απ’ τις δυο τελευταίες τάξεις, κι’ ας συμπεριφέρονταν σαν Γέροντες—αν όχι παραπάνω! Μας έβαζαν να σταθούμε στη σειρά για δίσκο, να περάσουμε, τακτικά, μπροστά απ’ τα μαγειρεία και, μετά, να βρούμε μια άδεια θέση στις Τράπεζες να κάτσουμε να φάμε. Τσιμουδιά δεν έπρεπε να βγει απ’ το στόμα μας. Κι’ αν ήταν απόλυτη ανάγκη, τότε μόνο ψιθυριστά, ώστε κανείς, πέρα απ’ τον διπλανό, να μην μπορεί ν’ ακούσει. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θρόισμα απ’ τα ρούχα μας, καθώς κινούμασταν. Έτσι και σου ξέφευγε το κουταλοπίρουνο και χτυπούσε στον δίσκο ή—θεός φυλάξοι—αν έπεφτε κάτω, γυρνούσαν όλοι μαζί οι Επιτηρητές και σ’ αγριοκοίταζαν. Ένα φρύδι να κούναγες τότε στραβά και σ’ έσερναν κατ’ ευθείαν στον Επόπτη, που παρακολουθούσε τα πάντα από ψηλά, σκαρφαλωμένος στο αναλόγιο.

Η τροφή που μας τάιζαν ήταν μια αλοιφή μέσ’ την οποία ανακάτευαν όλα τα απαραίτητα διατροφικά συμπληρώματα. Η γεύση της δεν ήταν και τόσο καλή. Όταν ήμουν μικρή, υπήρχαν μέρες που μου ήταν αδύνατον να την καταπιώ. Όμως, ούτε να την αφήσω μπορούσα, γιατί υπήρχε Επιτηρητής που έλεγχε τους δίσκους, εκεί που τους αφήναμε. Αυτό που κατέληξα να κάνω ήταν να έχω στην τσέπη μου ένα έξτρα εσώρουχο—που ήταν αδιάβροχο—και ν’ αδειάζω εκεί μέσα, όσο περισσότερη αλοιφή μπορούσα. Όταν φεύγαμε απ’ τις Τράπεζες, πέταγα το εσώρουχο σε μια ανακύκλωση. Καμιά φορά, η αλοιφή χυνόταν μέσ’ την τσέπη μου, αλλά δεν πείραζε, γιατί φαινόταν σαν να κατουρήθηκα, οπότε απλώς πήγαινα και άλλαζα. Το παθαίναμε συχνά αυτό. Δεν ήταν θέμα.

Αργότερα, σταμάτησα να τα κάνω όλα αυτά. Μεγάλωσα, υποθέτω.

Όμως, δεν θέλω να παρεξηγηθώ! Οι λεπτομέρειες αυτές ήσαν ασήμαντες κι’ ούτε στο ελάχιστο δεν έφταναν να διαταράξουν την ατμόσφαιρα στις Τράπεζες. Στον αέρα, εκεί μέσα, πλανιόταν πάντα μια πολύ ιδιαίτερη αίσθηση. Αίσθηση του καθήκοντος, θέλετε να την πείτε; Αίσθηση της κοινής αποστολής; Όπως θέλετε πέστε την. Το ζήτημα ήταν πως κάπως γινόταν κι’ η ταυτόχρονη συνύπαρξη Τροφίμων, Επιτηρητών, Φυλάκων και Γέροντα-Επόπτη δημιουργούσαν ένα αποτέλεσμα πολύ μεγαλύτερο απ’ το απλό άθροισμα της παρουσίας μας.

Όποιος καθόταν στις Τράπεζες, ένιωθε πάντα περηφάνια, ανακατεμένη με δέος—όσο μικρός ή μεγάλος κι’ αν ήταν. Εμείς οι Τρόφιμοι, ειδικά, ούτε σαν ζώα νιώθαμε, ούτε σαν συσκευές, όπως ακούω να λέγεται, ώρες-ώρες. Καταλαβαίναμε πολύ καλά πως δεν ήμασταν απλώς μέλη μιας Κοινότητας, αλλά και πως μοιραζόμασταν έναν εξαιρετικά ιερό σκοπό. Ήμασταν ταγμένοι στην υπηρεσία της Κοινωνίας. Οι ζωές μας—και το αίμα μας—ήταν το τελευταίο οχυρό του Ανθρώπου ενάντια στο χτικιό, ενάντια στις δυνάμεις του σκότους. Δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό. Δεν ήταν παίξε-γέλασε.

Αν και μικρό παιδί, τα σκεφτόμουν πολύ όλ’ αυτά, τα πρωινά, κατά την διάρκεια του Όρθρου. Όπως και όλοι μας.


Η Τασία δεν άντεξε να βλέπει την Κυρία να τυραννιέται.

«Να σας δώσω τον κυκεώνα σας τώρα Κυρία;», ρώτησε. Αδέξια που ακούστηκε η φωνή της! Έφταιγε όμως, όλη αυτή η σιωπή που βάραινε το σπίτι. Ώρες-ώρες, η Τασία δεν άντεχε άλλο και κατέληγε να δίνει δίκιο στην Κυρία. Το καταλάβαινε όμως, συνήθως, και σταματούσε.

Η Κυρία ανασήκωσε ένα αργό, θολό, βλέμμα που δυσκολευόταν να εστιάσει. Η Τασία τα χρειάστηκε. «Μπα, δεν έχει τίποτα», βιάστηκε να καθησυχάσει τον εαυτό της. «Έτσι κάνει πάντα, όσο είναι πρωί». Έβγαλε τα δυο χάπια από την τσέπη της, το μπλε της Κυρίας και το κίτρινο, το δικό της, και τ’ ακούμπησε στο τραπέζι, μπροστά στην Κυρία. Σαν να 'θελε να την δελεάσει, ήταν κάπως.

Όμως η Κυρία δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Χα, χα, χα. Τι θα σκαρφιστεί η πριγκιπέσσα άραγε πάλι σήμερα;», αναρωτήθηκε φωναχτά η Τασία με προσποιητό ενθουσιασμό. Το βλέμμα της Κυρίας παρέμεινε απαθές. Το χέρι της όμως έκανε μια μικρή σύσπαση. Μετά, διστακτικά, σύρθηκε μέχρι το μπλε χάπι. Το χούφτωσε, το „φερε στο στόμα της και το κατέβασε με την μία. Η Τασία παρακολουθούσε σιωπηλή. Μετά, ήπιε κι“ αυτή το δικό της. Θα άλλαζαν τώρα τα πράγματα. Ήταν σίγουρη.

Έξω

Πίσω στο υπνοδωμάτιο της Κυρίας, η ακαταστασία χτύπησε στο μάτι της Τασίας. Πόσο θα 'θελε να „χε χρόνο ν“ αδειάσει εντελώς τις ντουλάπες, να διπλώσει τακτικά, ένα-ένα, τα ρούχα, και να τα τακτοποιήσει προσεκτικά πίσω στις θέσεις τους. Δεν γινόταν όμως. Όχι εκείνη την στιγμή τουλάχιστον. Είχε την Κυρία που έπρεπε να νταντέψει.

Όμως η Κυρία, εξακολουθούσε, ολοφάνερα, να μην είναι εντελώς στα καλά της. Είχε ξεμείνει στην είσοδο του δωματίου και έδειχνε ανήμπορη να προχωρήσει πάρα μέσα. Σε κάποια θλιβερή ανάμνηση πρέπει να είχε αγκιστρωθεί η προσοχή της και άντε τώρα να την ξεκολλήσει από εκεί η Τασία. Απ’ αυτά ακριβώς τα κολλήματα ήταν που σε προστάτευε—υποτίθεται—το ύψους-βάθους, όμως κι’ αυτό, ήθελε την ώρα του για να λειτουργήσει. Οπότε, στο μεταξύ, η Κυρία ήταν λίγο-πολύ στο έλεος της Τασίας. Ό,τι ήθελε μπορούσε να την κάνει.

Τρόπος του λέγειν αυτό. Γιατί τι μπορούσε να κάνει μια παραμάνα στην κυρία της;

Παρ’ όλ’ αυτά, η Τασία αποφάσισε πως μια μικρή αταξιούλα μπορούσε να την επιτρέψει στον εαυτό της. Σβέρκωσε την Κυρία και—λίγο πιο άγαρμπα απ’ όσο θα μπορούσε—και την έκατσε στην καρέκλα. Χα!

Βεβαιώθηκε πως δεν θα „πεφτε από εκεί κι“ άρχισε ν’ ανασκαλεύει τον σωρό των ρούχων που „χε στριμώξει στη ντουλάπα προηγουμένως. Έπρεπε να βρει τι θα φορούσε η Κυρία στην έξοδό τους. Η Κυρία αγαπούσε πολύ να πιάνει κουβέντα με τους περαστικούς, οπότε οι περιηγητές τους προλάβαιναν να συντονιστούν και φαίνονταν τα ρούχα τους. Αν η εμφάνιση της Κυρίας δεν ήταν καθώς πρέπει, γινόταν πατιρντί τρικούβερτο, μόλις επέστρεφαν. Ακόμη κι“ επί τόπου μπορεί να της έκανε φασαρία η Κυρία, καμιά φορά.

Το μάτι της Τασίας σκάλωσε σ’ ένα κομμάτι με όμορφα, χτυπητά χρώματα σαν από παραδείσιο πτηνό. Μήπως όμως ήταν υπερβολικά τολμηρό; Το άφησε κι’ έπιασε ένα απλό, μονοκόμματο πανωφόρι με θαμπά, σταμπωτά, σχέδια. Για να του δώσει λίγη ζωντάνια πρόσθεσε ένα κολιέ από μαύρο λακαρισμένο κόκαλο και μια αγκράφα με αφρικανικά μοτίβα. Ήταν μια εμφάνιση μοντέρνα, όχι όμως υπερβολικά εξεζητημένη. Σειρά τώρα είχε η ντουλάπα με τα παπούτσια. Εδώ, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα.

Μετά από σκέψη, προτίμησε ένα ζευγάρι κλασσικό, σχεδόν φλατ, με απόηχο απ’ τα αξέσοριζ που είχε προηγουμένως ξεχωρίσει. Διάλεξε κι’ ένα απ’ τα πολλά μονόχρωμα τουρμπάνια της Κυρίας—ευτυχώς, η Κυρία έβρισκε αναξιοπρεπή τα πολύχρωμα τουρμπάνια, δεν ήθελε να «κάνει τον φάρο», όπως έλεγε—και τοποθέτησε όλα τα ενδύματα, το ένα δίπλα στ’ άλλο, πάνω στο κρεβάτι. Τα εξέτασε προσεκτικά, με όσο πιο κριτικό μάτι διέθετε. Πολύ ευπρεπής της φάνηκε ο συνδυασμός. Πολύ-πολύ ευπρεπής. Στη χειρότερη, μπορεί να στραβομουτσούνιαζε λίγο η Κυρία. Αλλά να εξοργιζόταν, αποκλείεται. Σίγουρη ήταν η Τασία. Εντελώς. Σχεδόν.

Ωραία. Αλλά τώρα, έπρεπε να την ντύσει. Και, με την φασαρία, ίσως και να ξεκολλούσε λίγο η Κυρία.

Η Τασία επιθεώρησε το σώμα που ήταν ξαπλωμένο μπροστά της. Μπορεί να μην ήταν πολύ βαριά η Κυρία, αλλά η Τασία δεν ήθελε να την σηκώσει. Φοβόταν για την μέση της. Τελικά, γονάτισε ολόκληρη πάνω στο κρεβάτι, έπιασε τα μπράτσα της Κυρίας, και, ένα-ένα, τα πέρασε μέσα απ’ τα μανίκια. Μετά, άφησε τον κορμό της Κυρίας να πέσει πίσω, ανασήκωσε την λεκάνη της και πέρασε τον μανδύα από κάτω. Πήρε μια αναπνοή και έδεσε και τα παπούτσια.

Στάθηκε όρθια να επιθεωρήσει το έργο της. Δεν ήταν άσχημο. Μια χαρά ήταν.


Κάπως έτσι έστεκαν και οι Σύντροφοι κατά την ένδυσιν. Στους Θαλάμους, μετά τον Όρθρο, όσο κουμπώναμε ο ένας τον άλλο.

Αλλάζαμε στολές και μετά, γραμμή για τις Τάξεις. Πηγαίναμε περπατώντας ελεύθερα, όχι με βήμα, όπως στις Τράπεζες—τον λόγο γι’ αυτό ποτέ δεν τον κατάλαβα. Δεν ήσαν μακριά οι Τάξεις. Όμως καθυστερούσαμε, συνειδητά, επειδή τις βρίσκαμε στενάχωρες. Ο διαθέσιμος χώρος ήταν το μεγάλο πρόβλημα των Μονών. Όση φύρα και να είχε το μεγάλωμα μας, ποτέ δεν ισοφάριζε τον χώρο. Καλώς ή κακώς.

Μπαίνοντας στην τάξη, αριστερά ήταν ο πίνακας με το έδρανο του Διδασκάλου και δεξιά τα θρανία. Πάνω απ’ τον πίνακα ήταν κρεμασμένα διάφορα πορτρέτα. Ο Πεφωτισμένος, ο Παμμέγιστος, και ήρωες της κάθε Παλιγγενεσίας. Ο Άη-Θησέας με το σταυρό και το ξίφος του, η Οσία Αθηνά με την κουκουβάγια στον ώμο, ο Αρχιεπίσκοπος Κολοκοτρώνης καβάλα στο μαύρο του άλογο—πολλοί και διάφοροι, δεν τους θυμάμαι τώρα.

Τα θρανία μας, δεν ήσαν θρανία, θρανιάκια ήσαν. Έπρεπε να γονατίσεις σχεδόν για να χωρέσεις μέσα τους.

Γύρω-γύρω, οι τοίχοι ήσαν διακοσμημένοι με ιστορικές αναπαραστάσεις. Εικόνες χαμένης φύσης κυρίως, συνδυασμένες με πατριωτικές φιγούρες. Η Ευριδίκη, η θρυλική Τροφός που έδωσε την ζωή της για τους Εξήντα Εννέα, ο Ευγένιος Χαριτόπουλος, που πρωτοστάτησε στις ταραχές της Πρώτης Μόλυνσης, η Αναστασία των Αρρώστων και άλλοι πολλοί. Ξεπρόβαλαν πίσω ή ανάμεσα από δέντρα, λουλούδια και πτηνά για να μας θυμίζουν την αξία όσων είχαν πια χαθεί ανεπιστρεπτί.

Την ύλη που διδασκόμασταν τα πρώτα χρόνια δεν μπορώ να πω πως την θυμάμαι ιδιαίτερα. Πατριδογνωσία, Ιστορία Ελληνικού Πολιτισμού, Γεωγραφία (τα βασικά μόνο) και βέβαια Βιοχημεία, Φυσική και Μαθηματικά. Τίποτα δεν μου τραβούσε το ενδιαφέρον—μέχρι την Τετάρτη, όπου άλλαξαν όλα.

Το μεσημέρι, πάλι Τράπεζα και μετά πίσω στις διακονίες μέχρι αργά το απόγευμα που επιστρέφαμε στους Θαλάμους για προσωπική μελέτη και υγιεινή. Τέλος, το βράδυ, είχαμε Δείπνο, Απόδειπνο και μετά Κατάκλυση, την ώρα που το Σήμαντρο θα χτύπαγε Σιωπητήριο.

Στις κλίνες όταν πέφταμε και πριν κλείσουμε τα μάτια μας, γυρνάγαμε προς την εικόνα του Παμμέγιστου και προσευχόμασταν:

«Θεέ μου, έχε καλά τον Παμμέγιστο, την Γερόντισσα, όλο τον κόσμο, κι’ εμένα την δούλη σου».


Η Τασία τελείωσε και με το μακιγιάζ της Κυρίας. Την έβαψε εκεί που βρισκόταν, ξαπλωμένη.

Τόση ώρα, προσπαθούσε να μην δώσει σημασία, όμως είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Η Κυρία δεν έλεγε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον. Τι είχε πάθει; Μήπως να την πλάκωνε στα χαστούκια; Χα, χα, χα.

Έσκυψε από πάνω της. Έπιασε ένα-ένα τα χέρια της και τα „τριψε με δύναμη. Μετά, και κάτω, τις γάμπες. Ταυτόχρονα, άρχισε να της σιγο-τραγουδάει. Όχι πατριωτικά. Ένα απ“ αυτά τα λυπημένα ήταν, που μιλούσε για πουλάκια, λουλούδια και γάργαρα νερά.

Γελοίο πρέπει να το βρήκε η Κυρία το τραγούδι της Τασίας, γιατί άνοιξε το ένα της μάτι, το δεξί, και την κοίταξε δυσάρεστα.

Η Τασία βιάστηκε να απομακρυνθεί. Ντράπηκε κιόλας λίγο, λες και την είχαν πιάσει να κλέβει.

Η Κυρία, βογκώντας, κύλησε στο πλάι κι’ ανασηκώθηκε. Συνειδητοποίησε πως, πλέον, ήταν βαμμένη και ντυμένη. Άγγιξε το κολιέ. Έκανε κάτι να πει. Μετά άλλαξε γνώμη. Στάθηκε όρθια και χωρίς ούτε λέξη να πει, βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο.

Η Τασία έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω τους.

Προς Βριληττό

Η Τασία περπατούσε με κάτω το κεφάλι. Προσπαθούσε να κρατάει σταθερή την απόσταση που την χώριζε απ’ την Κυρία, όμως δυσκολευόταν. Το βήμα της Κυρίας αυξομειωνόταν συνεχώς—κάπου αλλού πρέπει να είχε το νου της. Πού άραγε; Να καυγάδιζε πάλι με την σκατο-πριγκίπισσα; Ή τα’ χε βάλει με το εαυτό της που «χαράμισε τα νιάτα της» δίπλα στον Κύριο—το άλλο αγαπημένο της θέμα. Μπορεί, βέβαια, και απλώς να χάζευε. Αλλά, πόσο πιθανό ήταν αυτό για έναν άνθρωπο σαν την Κυρία;

Αν και πρωί Τετάρτης, οι δρόμοι είχαν ήδη κάποια κίνηση. Καθόλου δεν της άρεσε ο κόσμος της Τασίας. Τα νεκρά μάτια των περαστικών—είχε αδυναμία στο σημείο αυτό ο περιηγητής—της έφερναν ναυτία. Άσε που κινδύνευες ν’ αγγίξεις κάποιον κι’ η Τασία σιχαινόταν την αίσθηση, σαν ζελέ, που σου προκαλούσε ο περιηγητής. Οπότε, κατέληγε να περπατάει με συνεχή μικρο-ζιγκ ζαγκ κι’ αυτό την δυσκόλευε ακόμη περισσότερο.

Απ’ το μυαλό της πέρασε η εικόνα της Κυρίας την στιγμή που έφευγαν. Ξαπλωμένη στο ντιβάνι του προθάλαμου, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Σαν νεκρή έμοιαζε. Κούνησε το κεφάλι να διώξει την σκέψη. Δεν είναι καλό να σκέφτεσαι το σώμα, όσο σε περιμένει. Είναι γρουσουζιά.


«Ακούστε ένα πρόβλημα. Θέλετε να καταλάβετε πώς λειτουργεί κάτι πολύπλοκο, ένα μηχανικό ρολόι, για παράδειγμα. Στην διάθεσή σας έχετε όσα δείγματα θέλετε, όμως πρέπει να εργαστείτε με τους εξής δύο περιορισμούς: πρώτον, δεν μπορείτε να πλησιάσετε τα δείγματα σε απόσταση μικρότερη των εκατό μέτρων και δεύτερον, τα μόνα εργαλεία που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε είναι μηχανήματα οδοποιίας (μπουλντόζες, εκσκαφείς, κλπ), τα οποία, μάλιστα, πρέπει να ελέγχετε από μακριά, μέσω τηλε-κοντρόλ. Τι ενέργειες κάνετε και σε τι είδους συμπεράσματα μπορείτε να καταλήξετε;»

Κανείς μας δεν θεώρησε σκόπιμο ν’ ανοίξει το στόμα του. Αναρωτήθηκα—χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον—πού το πήγαινε ο παπά-Κυριάκος. Ένας θεός ήξερε. Ο Γέροντας σήκωσε το βλέμμα του. Μας κοίταξε όλους καλά-καλά. Λίγο θεατρικός μου φάνηκε όλος αυτός ο ενθουσιασμός.

«Όσο απίστευτο κι’ αν σας φαίνεται υπάρχουν διάφορα πράγματα που θα μπορούσατε να κάνετε. Μια ιδέα θα ήταν να μαζέψετε πολλά ρολόγια και χρησιμοποιώντας ένα γκρέιντερ να τα στρώσετε ομοιόμορφα πάνω σε μια επιφάνεια σαν χοντρό χαλί. Η επιφάνεια πρέπει να έχει βαθύ πέλος και διαστάσεις κατάλληλες για μια τέτοια εργασία, ας πούμε 20x20 μέτρα. Μετά, περνάτε πάνω απ’ το χαλί μ’ έναν οδοστρωτήρα, μέχρι που τα ρολόγια να γίνουν αλοιφή. Στη συνέχεια, φέρνετε τον πιο μεγάλο κινητήρα που μπορείτε να βρείτε—τουρμποφάν, κατά προτίμηση—και στρέφετε το ακροφύσιό του προς το χαλί. Βάζετε τον κινητήρα μπροστά και τον αφήνετε να δουλέψει. Μετά τον κλείνετε και επιθεωρείτε το αποτέλεσμα».

«Ακόμη κι’ απ’ την απόσταση που στέκεστε, βλέπετε πως ο αέρας απ’ το ακροφύσιο σε συνδυασμό με το πέλος του χαλιού ξεχώρισαν τα υλικά των ρολογιών σε ευδιάκριτες ζώνες, ανάλογα με το βάρος τους. Για να πάρετε τώρα μια ιδέα για το είδος των υλικών που συγκεντρώθηκαν σε κάθε ζώνη μπορείτε να περάστε από πάνω τους έναν ηλεκτρομαγνήτη ή να αναλύσετε τα χρώματα που αντανακλώνται από κάθε ζώνη—εδώ όμως, μάλλον κλέβουμε λίγο, αφού έχουμε ξεφύγει απ’ τα μηχανήματα οδοποιίας.»

«Με μια τέτοια, πάντως, προσέγγιση μπορείτε, παρά τους περιορισμούς, να καταλήξετε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με την υφή των υλικών που συγκεντρώθηκαν σε κάθε ζώνη, άρα και στην πιθανή χρήση του κάθε υλικού μέσα στο ρολόι».

«Δεν είναι καταπληκτικό;», κατέληξε με ενθουσιασμό.

Έσκυψα στο τετράδιο μου και καμώθηκα πως κρατούσα σημειώσεις. Με τίποτα δεν ήθελα να δει ο Γέροντας το βλέμμα μου. Τόσο μεγάλη ηλιθιότητα, πρώτη φορά στην ζωή μου άκουγα.

Μάθημα, στο Δημοτικό, μας έκαναν έξη, συνολικά, Γέροντες. Στις πρώτες τρεις τάξεις ήσαν ο παπά-Ευστάθιος κι’ η παπά-Μαρίνα—αυτούς όμως, ίσα-ίσα που τους θυμάμαι. Στις υπόλοιπες, ήταν ο παπά-Κυριάκος κι’ η παπά-Ιωσηφίνα. Κάθε διδακτικό έτος χωριζόταν σε δυο εξάμηνα, το χειμερινό, απ’ τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο και το θερινό απ’ τον Ιούλιο μέχρι το τέλος του χρόνου. Στην αρχή κάθε έτους οι Γέροντες μοίραζαν τα μαθήματα μεταξύ τους. Το επόμενο εξάμηνο κάθε Γέροντας αναλάμβανε τα μαθήματα που προηγουμένως είχε διδάξει ο άλλος. Με το σύστημα αυτό η Μονή ήθελε να διατηρεί αμείωτο, κατά το δυνατόν, το ενδιαφέρον Γερόντων και Τροφίμων. Και το πετύχαινε, σε κάποιο βαθμό.

Στο πρώτο εξάμηνο της Τετάρτης Βιοχημεία μας έκανε ο παπά-Κυριάκος. Ήταν πολύ νέος και αδυνατούλης, για τα μέτρα της Μονής. Όταν ήθελε να μετακινηθεί, το έκανε με τρόπο πολύ συμπαθητικό σαν ένα τρίγωνο που πέφτει απ’ την μια γωνία στην άλλη. Πίσω του άφηνε μυρωδιά μουχλιασμένου ξύλου—το ξέρω γιατί το έψαξα στην Βιβλιοθήκη. Όσο για τη φωνή του, ήταν λεπτή και αδύναμη, αλλά όποτε το θυμόταν, προσπαθούσε να την χοντρύνει για να μοιάζει με των άλλων Γερόντων. Κωμικοτραγικό!

Εκείνο το πρωινό μπήκε στην τάξη ασθμαίνοντας και, κοιτώντας τα παπούτσια του, μας είπε την παραπάνω ιστορία. Ήθελε, μας εξήγησε μετά, να μας κάνει να καταλάβουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η επιστήμη της βιολογίας και πώς καταλήγει στις μεθόδους που εφαρμόζει.

Προσωπικά, δεν μπορώ να πω πως με έπεισε, το αντίθετο μάλλον. Γιατί τι εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς στα συμπεράσματά του, όταν χρησιμοποιεί γκρέιντερ για να μελετήσει ρολόγια; Δεν είναι φανερό πως κινδυνεύει οι θεωρίες που θα αναπτύξει να είναι εντελώς ανυπόστατες; Πώς θα τις ελέγξει από απόσταση εκατό μέτρων; Με απλά λόγια: κοροϊδευόμαστε ή δεν έχουμε τι άλλο να κάνουμε;

«Η επιστήμη, τελικά, πάντα καταφέρνει να αποκαλύψει την αλήθεια», επέμεινε ο παπά-Κυριάκος.

Έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα να ζωγραφίζω στο τετράδιο μου. Δεν μπορούσα να ανοίξω συζήτηση με τον Γέροντα. Ούτε τα κατάλληλα λόγια ήξερα, ούτε και διάθεση είχα καμία. Όμως δεν πείστηκα, ούτε γι’ αστείο. Απλώς, οι αμφιβολίες απ’ αυτό και διάφορα άλλα παρόμοια περιστατικά, μαζεύτηκαν όλες μέσα μου, ώσπου, τελικά, αυτό που κατάφερα ήταν να βουλιάξω στον πάτο της τάξης και να το θεωρώ μάλιστα και τιμή μου και καμάρι μου.

Κι’ εκεί θα είχα παραμείνει, αν οι περιστάσεις δεν τα έφερναν διαφορετικά.

Μια μέρα, τελείως παρεμπιπτόντως, ο παπά-Κυριάκος είπε να σηκώσουν το χέρι όσοι ενδιαφέρονταν να πάρουν μια πιο «χειροπιαστή» ιδέα του κόσμου της βιολογίας. Αντανακλαστικά, σήκωσα το χέρι μου. Δυο-τρία άλλα χέρια μόνο σηκώθηκαν, οπότε ο παπά-Κυριάκος είπε πως θα 'ταν καλύτερα να μαζευτούμε στο κελί του μετά το μάθημα.

Αυτό και κάναμε. Δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι ήσαν. Εκείνο το κορίτσι μόνο θυμάμαι με τις φακίδες. Κανείς άλλος, στον θάλαμο, δεν είχε τέτοιο πράγμα. Πολλοί, την έλεγαν «η τρελή». Δεν θυμάμαι αν η συμπεριφορά της ήταν πράγματι διαφορετική ή αν μας φαινόταν έτσι, εξ’ αιτίας της όψης της. Ούτε τ’ όνομά της θυμάμαι. Το πρωινό που βρήκαμε αδειανή την κλίνη της το θεωρήσαμε φυσικό, δεν δώσαμε σημασία.

Μαζευτήκαμε, λοιπόν, όλοι μας στο στενάχωρο κελί του παπά-Κυριάκου. Καρδιοχτυπούσα λίγο, οφείλω να ομολογήσω, που προσκλήθηκα στον προσωπικό χώρο του Γέροντα. Δεν είμαι σίγουρη γιατί. Το ότι παρευρίσκονταν και άλλοι Σύντροφοι, στο μυαλό μου, μετρούσε κάπως, αλλά όχι εντελώς. Γεμάτο παλιατσουρίες ήταν το κελί του. Τις είχε αραδιασμένες φύρδην-μίγδην, μέχρι και στην κλίνη του επάνω. Αναρωτήθηκα μήπως και οι Γέροντες περνούσαν εβδομαδιαία Επιθεώρηση. Πάτος θα έβγαινε ο δάσκαλός μας, έτσι που το 'χε το κελί του.

Ο παπά-Κυριάκος μας κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, είπε ένα «για να δούμε, για να δούμε» κι’ άρχισε να ψαχουλεύει ανάμεσα στα συμπράγκαλά του. Αυτό που έψαχνε ήταν πάνω-πάνω, αλλά η συσκευή είχε πολλά καλώδια που μπλέκονταν παντού σαν το μαλλί της γριάς.

«Να ένας εξερευνητής», αναφώνησε θριαμβευτικά, μόλις κατάφερε να την απελευθερώσει.

Επί τόπου, έκανα να φύγω. Κάποια παρεξήγηση πρέπει να „χε γίνει. Τι γελοιότητα ήταν αυτή; Πώς μου“ ρθε και σήκωσα το κουλό μου;

Αλλά, τώρα, δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να το υποστώ. Στο τέλος-τέλος, πόσο μπορεί να κρατούσε; Το Σήμαντρο δεν θ’ αργούσε να χτυπήσει και τότε ο Γέροντας ήταν αναγκασμένος να μας αφήσει να φύγουμε.

Ο παπά-Κυριάκος πρέπει να είδε τα ξινισμένα μου μούτρα και δεν ρώτησε ποιος ήθελε να ξεκινήσει. Μου έτεινε σιωπηλά το μηχάνημα και μου έγνεψε να το φορέσω. Υπάκουσα.

Η σύνδεση των καλωδίων στις θέσεις τους αποδείχτηκε πως δεν ήταν εύκολη υπόθεση—με τίποτα δεν κάθονταν. Αλλά με την βοήθεια του παπά-Κυριάκου τα κατάφερα τελικά. Στάθηκα όρθια με το πράγμα αυτό να πετάγεται από παντού γύρω απ’ το κεφάλι μου. Οι άλλοι Σύντροφοι με χάζευαν από πιο πέρα και χασκογέλαγαν. Πόσο θα’ θελα να τους το κοπανήσω στο κεφάλι!

«Έτοιμη;», ρώτησε ο παπά-Κυριάκος. «Για ποιο πράγμα;», αναρωτήθηκα. Έγνεψα υπάκουα. Ο Γέροντας πίεσε ένα κουμπί στη συσκευή.

Δεν έχω τρόπο να περιγράψω την συνέχεια.

Ένοιωσα σαν να με πέταξαν από αεροπλάνο—χωρίς αλεξίπτωτο και χωρίς καμιά προειδοποίηση. Αλλά και τότε ακόμη, θ’ άνοιγα τα μάτια και θ’ αναγνώριζα τον κόσμο γύρω μου. Θα ξεχώριζα το πάνω απ’ το κάτω, τη θάλασσα απ’ τη στεριά. Ενώ, εκεί που βρισκόμουν, πού ήμουν; Τι ήταν αυτά που έβλεπα;

Ούρλιαξα.

Ούρλιαξα, μέχρι που βράχνιασα. Όμως, και πάλι, ο παπά-Κυριάκος δεν βιάστηκε να με βγάλει. Πρέπει να με άφησε εκεί μέσα τουλάχιστον δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Κατά την διάρκεια των οποίων ούρλιαζα—όλο ούρλιαζα.

Όταν ο Γέροντας αποφάσισε να κλείσει τον διακόπτη της συσκευής βρήκα τον εαυτό μου στο πάτωμα του κελιού. Τα κεφάλια όλων ήσαν μαζεμένα από πάνω μου. Με παρατηρούσαν ψυχρά λες κι’ ήμουν κάποιο είδος κατσαρίδας που σκέφτονταν αν άξιζε να τσαλαπατήσουν. Το πρόσωπό μου ήταν μούσκεμα στα δάκρυα και τα σάλια. Με πολύ κόπο ανασηκώθηκα—μόνη μου. Κανείς δεν προσφέρθηκε να με βοηθήσει.

Ο παπά-Κυριάκος έκανε σαν να μην έβλεπε την κατάστασή μου. Έτεινε τον εξερευνητή προς τους υπόλοιπους και ρώτησε—την φορά όμως αυτή, ρώτησε—ποιος άλλος ήθελε να δοκιμάσει. Κανείς δεν προθυμοποιήθηκε. Στο τέλος—για την τιμή των όπλων, υποπτεύομαι—η «τρελή» σήκωσε το χέρι της.

Η Σύντροφος μου έριξε μια ματιά και μετά, με χέρια σταθερά, φόρεσε την συσκευή. «Δεν ξέρει τι την περιμένει», σκέφτηκα. «Καλά την λένε τρελή».

Ο παπά-Κυριάκος πάτησε πάλι το κουμπί.

Είδα το σώμα της να τεντώνεται σαν να το διαπέρασε ρεύμα. Μετά, άρχισε να χτυπιέται. Στην αρχή όρθια και ύστερα στο πάτωμα. Και αυτή, υπογραμμίζω, δεν ήταν ανύποπτη—είχε δει τι είχα πάθει εγώ προηγουμένως. Αναρωτήθηκα, εγώ πώς μπορεί να είχα κάνει. Πάλι καλά που δεν έσπασα τίποτα. Πάλι καλά.

Όταν ο παπά-Κυριάκος έκλεισε την συσκευή, η Σύντροφος απλά δεν σηκώθηκε. Έμεινε στο πάτωμα, εκεί που είχε πέσει. Πολύ το ευχαριστήθηκα.

Ο παπά-Κυριάκος έτεινε την συσκευή προς τους υπόλοιπους. Όλοι έκαναν πίσω. Και κάπου εκεί χτύπησε το Σήμαντρο, και μας έσωσε. Τρέχοντας, βγήκαμε απ’ το κελί του παπά-Κυριάκου. Στο δρόμο, οι υπόλοιποι μας ρώτησαν «πώς ήταν». Δεν βρήκα λόγια να απαντήσω. Η «τρελή» κάτι βρήκε και μουρμούρισε. Θυμάμαι που κούνησα το κεφάλι. Παρόμοια πρέπει να ήταν η εμπειρία μας. Αλλά όχι εντελώς. Αυτή είπε κάτι για χρώματα, που εγώ δεν είχα δει καθόλου. Έπρεπε να θυμηθώ να ρωτήσω τον παπά-Κυριάκο, την επόμενη φορά.

Γιατί θα υπήρχε επόμενη φορά, συνειδητοποίησα, έκπληκτη, καθώς τρέχαμε προς τις Τράπεζες. Αμέσως μετά το φαγητό θα ξανα-πήγαινα. Δεν θα το άφηνα έτσι, δεν υπήρχε περίπτωση να του δώσω την ευχαρίστηση. Θα ξαναδοκίμαζα. Όχι να μας κάνει και τον καμπόσο τώρα, ο παπά-Κυριάκος. Σιγά το πράμα!

Κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου στον κόσμο των εξερευνητών.

Να εξηγήσω τώρα ένα-δυο πράγματα για τις συσκευές αυτές.

Το μηχανάκι που είχε ο παπά-Κυριάκος στο κελί του ήταν δανεικό απ’ την Βιβλιοθήκη. Ο Γέροντας «ξεχνούσε» να το επιστρέψει κι’ ο Βιβλιοθηκάριος είχε βαρεθεί να του το θυμίζει. Η Μονή διέθετε καμιά δεκαριά τέτοιες συσκευές, αλλά δεν ήταν δημοφιλείς και βασικά μάζευαν σκόνη στο ράφι που της είχαν ακουμπησμένες. Είχαν κατασκευαστεί πριν το χτικιό, σε μια εποχή, πολύ διαφορετική απ’ την σημερινή. Όμως, μάλλον, από εκεί πρέπει να ξεκινήσω.

Όταν η πανδημία βρισκόταν ακόμη στα πρώτα της στάδια, οι προσπάθειες όλων φυσικό ήταν να εστιαστούν στην καταπολέμηση της αρρώστιας. Όσο, όμως, ο καιρός περνούσε και, σιγά-σιγά, έγινε φανερό πως η ανθρωπότητα μπορεί μεν να μην κινδύνευε να ξεριζωθεί, αλλά θεραπεία ή εμβόλιο δεν υπήρχε στον ορίζοντα, οι προτεραιότητες άρχισαν ν’ αλλάζουν.

Η απλή, ανθρώπινη, επιβίωση δεν ήταν πια αρκετή. Έπρεπε να συνεχίσουμε να ζούμε όπως προηγουμένως ή τουλάχιστον να συνεχίσουμε να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Διαφορετικά, θα καταλύονταν οι νόμοι και η τάξη και θα διαλυόταν η οργανωμένη κοινωνία—έτσι έλεγε η Αρχιεπισκοπή και δεν πρέπει να είχε πολύ άδικο, εδώ που τα λέμε. Όμως, η εξωτερική πραγματικότητα ήταν αυτή που ήταν, δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Οπότε, πώς γινόταν να καλλιεργηθεί η εντύπωση πως όλα ήσαν «όπως παλιά»—λίγο-πολύ; Μόνη λύση ήταν να μπει έλεγχος στο τι βλέπουμε, τι ακούμε, ακόμη και τι αισθανόμαστε. Ο έλεγχος αυτός, βέβαια, δεν μπορούσε να επιβληθεί διά της βίας, αφού δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτός. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να ζαχαρωθεί το γιατρικό.

Την λύση, ως γνωστόν, έφεραν τα χάπια και ο περιηγητής, κατά κύριο λόγο. Προφανώς, ούτε εύκολα έγιναν οι αλλαγές αυτές, ούτε απ’ την μια μέρα στην άλλη. Απαιτήθηκαν θυσίες. Τελικά, όμως, έγιναν—στον βαθμό, βέβαια, που γίνονται αυτά τα πράγματα, αφού πάντα υπάρχουν και οι αρνητές, οι αντιρρησίες, κλπ.

Ε, οι εξερευνητές κατασκευάστηκαν πριν από εκείνη την εποχή. Τότε που οι άνθρωποι ακόμη πίστευαν πως λίγο ν’ άπλωναν το χέρι τους, και θα κατακτούσαν το σύμπαν. Κούνια που μας κούναγε!

Στην απλούστερή τους μορφή, οι εξερευνητές λειτουργούν σαν μικροσκόπια. Επιτρέπουν να δεις όσα είναι υπερβολικά μικρά για να φανούν δια γυμνού οφθαλμού. Η διαφορά είναι πως οι εξερευνητές δεν επιδρούν απλώς στην όραση, αλλά κατ’ ευθείαν στην αντίληψη του χρήστη. Η εμπειρία που προσφέρουν επιδρά σε όλες τις αισθήσεις ταυτόχρονα. Ο χρήστης βιώνει με όλο του το σώμα μια διάσταση της πραγματικότητας που, κανονικά, είναι εντελώς απροσπέλαστη.

Αλλά τι ακριβώς είναι αυτό που νοιώθει ο χρήστης; Είναι σαν να μικραίνει, σε σημείο ώστε να χωράει να «καταδυθεί» μέσ’ την δομή της ίδιας της ύλης. Το βάθος στο οποίο θα φτάσει εξαρτάται απ’ τις ικανότητές του και—θεωρητικά τουλάχιστον—μπορεί να είναι μέχρι το επίπεδο του ατόμου.

Οι εξερευνητές όμως δεν σταματούν στην απλή επιθεώρηση της ύλης. Με τα κατάλληλα εξαρτήματα επιτρέπουν στον χρήστη και να αλληλεπιδράσει με την ύλη, δηλαδή να σπάσει ή να αναδιατάξει τους δεσμούς μεταξύ των διάφορων δομικών στοιχείων. Θεωρητικά, τίποτα δεν εμποδίζει τον χρήστη να ξεκινήσει από ένα άτομο και, αντλώντας δομικά υλικά απ’ το περιβάλλον, βήμα το βήμα, να χτίσει ένα μακρο-μόριο. Στη συνέχεια, ένα οργανίδιο, ένα κύτταρο, έναν μικρο-οργανισμό, μέχρι που να φτάσει σε κάτι ορατό και δια γυμνού οφθαλμού—οι μη έμβιες κατασκευές έχουν πολύ πιο απλή δομή και δεν τις συζητώ καν. Μ’ έναν εξερευνητή μπορείς κανείς—θεωρητικά πάντα μιλώντας—να συνθέσει οτιδήποτε!

Είναι χαρακτηριστικό πως την επόμενη φορά που επισκέφτηκα το κελί του παπά-Κυριάκου, η εμπειρία δεν μου φάνηκε και τόσο τρομακτική. Πρόλαβα να συνειδητοποιήσω τι έβλεπα. Αλλά μετά, όταν έβγαλα την συσκευή, ένοιωσα πολύ περίεργα. Σαν άνθρωπος του Νεάντερταλ που του δείχνουν έναν αναπτήρα. Πώς ήταν δυνατόν, ένα τέτοιο πράγμα; Και—το κυριότερο—πώς ήταν δυνατόν να έχουμε στα χέρια μας κάτι τέτοιο και οι Γέροντες να συνεχίζουν να μας τα ζαλίζουν με τα αίτια της Δεύτερης Περιφερειακής και τον ρόλο της Ινδίας κατά την Ανοικοδόμηση; Γιατί; Τρελοί ήσαν;

Παρασύρομαι όμως, και τα λέω μονόπλευρα. Πρέπει να μιλήσω και για τις δυσκολίες. Γιατί αν τα πράγματα ήταν όπως τα είπα ως τώρα, τότε πώς και όλοι οι εξερευνητές ήσαν παρατημένοι στη Βιβλιοθήκη; Και γιατί πάθαινε τέτοιο σοκ όποιος πρωτοδοκίμαζε; Κάποιο λάκκο είχε η φάβα.

Η αλήθεια είναι πως οι εξερευνητές δεν δείχνουν την πραγματικότητα. Και δεν την δείχνουν, γιατί δεν μπορούν να την δείξουν. Κατεβαίνουν σε επίπεδο μικρότερο απ’ το μήκος κύματος του φωτός, εκεί δηλαδή, που, ακόμη κι’ αν όλα τ’ άλλα προβλήματα εξαφανίζονταν, το ανθρώπινο μάτι, απλώς, δεν είναι κατασκευασμένο για να διακρίνει. Προκειμένου η πραγματικότητα αυτή να γίνει αντιληπτή απ’ τις αισθήσεις του χρήστη, ο εξερευνητής δεν έχει άλλη λύση απ’ την προσομοίωση.

Υπογραμμίζω εδώ πως δεν μιλάμε για κάποιο μειονέκτημα των αισθήσεων μας. Η εξέλιξη της αντίληψής μας κράτησε εκατομμύρια χρόνια και προσδιορίστηκε από πολύ συγκεκριμένες ανάγκες: να μας επιτρέψει να κυνηγούμε την τροφή μας, να αποφεύγουμε τους διάφορους εξωτερικούς κινδύνους και να εξασφαλίζουμε την αναπαραγωγή μας. Καταστάσεις δηλαδή που συμβαίνουν στην μακροσκοπική κλίμακα του φυσικού σώματος.

Τα κύτταρα απ’ τα οποία αποτελείται το ανθρώπινο σώμα είναι χίλιες φορές μικρότερα απ’ τα αντικείμενα του κόσμου που γνωρίζουμε. Αν πάρουμε ένα δωμάτιο μετρίων διαστάσεων και το γεμίσουμε με ρύζι, τότε ο κόσμος του κυττάρου έχει το μέγεθος ενός μόνο τέτοιου κόκκου ρυζιού. Αλλά και στο κόσμο του κυττάρου αν κατεβούμε, ένα τυπικό μόριο είναι χίλιες ακόμη φορές μικρότερο—πιο μικρό κι’ απ’ το μήκος κύματος του φωτός πολύ συχνά. Για ποιο λόγο οι αισθήσεις μας να μας πληροφορήσουν για πράγματα τόσο μικροσκοπικά; Εμάς, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η τίγρης που μπορεί να στέκεται μπροστά μας, όχι το άτομο αζώτου μέσα σε κάποιο απ’ τα κύτταρα της.

Για όσους, πάντως, θέλουν να πάρουν μια γεύση του τι συμβαίνει στις μικροσκοπικές αυτές κλίμακες της φύσης, ο εξερευνητής προσομοιώνει πώς θα έμοιαζαν τα πράγματα, αν μπορούσαν να τα συλλάβουν οι αισθήσεις του χρήστη και ταΐζει τις πληροφορίες κατ’ ευθείαν στο κέντρο της αντίληψής του. Για την ακρίβεια πλημμυρίζει τις αισθήσεις του χρήστη με πληροφορίες ώστε να μην προλαβαίνει να αντιληφθεί τίποτα άλλο. Το εύρος ζώνης του σήματος είναι τόσο υψηλό που κάνει τον χρήστη να νοιώθει σαν να έφαγε μπουνιά στα μούτρα όταν πρώτο-δοκιμάζει εξερευνητή.

Για ξεπεράσει κανείς το σοκ και να καταφέρει σιγά-σιγά να επεκτείνει το βάθος και την διάρκεια των καταδύσεων του στην ύλη, απαιτείται συστηματική εκπαίδευση και αυστηρή τήρηση των κανόνων ασφαλείας. Οι καταδύσεις μπορούν να γίνουν επικίνδυνες—ως και θανατηφόρες—αν κανείς ριψοκινδυνεύει. Είναι χαρακτηριστικό πως όσο μικρότερος ξεκινήσει κανείς την εκπαίδευση, τόσο το καλύτερο, αφού ο εγκέφαλος έχει μεγαλύτερη πλαστικότητα. Η καλή φυσική κατάσταση επίσης μπορεί να βοηθήσει, γιατί οι καταδύσεις βιώνονται—και καταπονούν—ολόκληρο το σώμα, όχι απλώς τον εγκέφαλο.

Πέρα όμως απ’ τις λεπτομέρειες αυτές που αφορούν αυτή καθ’ αυτή την χρήση του εξερευνητή, υπάρχουν και άλλου είδους προβλήματα. Κάποια πρακτικά και κάποια πιο θεωρητικά.

Το κύριο πρακτικό πρόβλημα ήταν τα αναλώσιμα. Λόγω χτικιού, οι διαθέσιμοι πόροι κατευθύνονταν, όλοι, σε υγεία και ασφάλεια. Η ανάπτυξη και η συντήρηση συσκευών άσχετων με τις προτεραιότητες αυτές έμειναν πίσω. Και αν αυτό ήταν αλήθεια σε παγκόσμιο επίπεδο, πόσο μάλλον στο επίπεδο της Μονής Ταώ, που δεν ήταν και η πιο πλούσια Μονή του κόσμου. Η αλήθεια είναι πως τίποτα στη Μονή δεν δούλευε όπως έπρεπε. Όταν κάτι χάλαγε, απλώς το παρατάγαμε, δεν είχαμε τρόπο να το επισκευάσουμε. Αλλά κι’ όταν δούλευε, συνήθως δεν συμπεριφερόταν όπως έπρεπε. Κι’ ήταν θέμα χρόνου μέχρι να χαλάσει τελείως. Από πλευράς, δηλαδή αξιοπιστίας, οι εξερευνητές—όπως και όλες οι συσκευές μέσα στην Μονή—έπαιρναν μηδέν. Ήθελε πολύ υπομονή και όρεξη για να φτάσει κανείς σε κάποιο πρακτικά χρήσιμο αποτέλεσμα.

Όσο για το θεωρητικό πρόβλημα, στην αρχή, εμένα τουλάχιστον, μου φάνηκε αστείο, αλλά αργότερα κατάλαβα πως δεν είναι και τόσο. Για πολλούς Γέροντες μάλιστα, αποτελούσε τον βασικό λόγο που δεν ήθελαν να πιάσουν στα χέρια τους εξερευνητή. Όσο για τους Συντρόφους, μπορεί να μην ήξεραν να το πουν με λόγια, όμως πρέπει να μετρούσε πολύ και γι’ αυτούς.

Όπως εξήγησα, ο χρήστης ενός εξερευνητή μπορεί—θεωρητικά πάντα—να ξεκινήσει από ανόργανη ύλη και να φτάσει να δημιουργήσει κάτι ζωντανό. Υπάρχουν πολλοί, που δεν θεωρούν πως ο άνθρωπος πρέπει να έχει στα χέρια του μια τέτοια δυνατότητα. Οι πιο ψύχραιμοι λένε πως είμαστε ανώριμοι να διαχειριστούμε τόση δύναμη κι’ η εξάσκησή της δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην καταστροφή μας, ενώ οι λιγότερο ψύχραιμοι δεν το συζητούν, ανάβουν κατ’ ευθείαν μια φωτιά να την κάψουν μαζί με τον χρήστη της…

Κάτι τέτοιες δυσκολίες, φόβοι και αντιρρήσεις είναι που οδήγησαν τους εξερευνητές να σαπίζουν σιωπηλά σε μια γωνιά της Βιβλιοθήκης.


«Χα, χα. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μου είπε» αναφώνησε απροειδοποίητα η Κυρία, γυρνώντας το κεφάλι της ελαφρά στο πλάι.

Η Τασία βιάστηκε να καλύψει την απόσταση που τις χώριζε. «Πώς είπατε Κυρία;»

«Μου είπε πως… Αλλά αφού εσύ δεν…». Η φράση της Κυρίας έμεινε μετέωρη. Κάτι πρέπει να είπαν πάλι στην τελε-νοβέλα που της απέσπασε την προσοχή.

Η Τασία περίμενε μήπως κι’ η Κυρία αποφάσιζε να πει κάτι ακόμη. Μετά την άφησε πάλι να προπορευθεί δυο-τρία βήματα και συνέχισε να ακολουθεί. Μέσα της, έκλεισε βιαστικά πόρτες και παράθυρα, αλλά οι σκέψεις βγήκαν απ’ τις χαραμάδες.

«Τι πάει να πει „Εσύ δεν…“; Εγώ δεν τι; Δεν καταλαβαίνω; Δεν μπορώ; Δεν θέλω; Αφού δεν αξίζω να μου πει, τότε γιατί ξεκινάει να μου μιλήσει; Γιατί δεν μ’ αφήνει στην ησυχία μου; Αλλά ποια είμαι εγώ, στο τέλος-τέλος; Τίποτα δεν είμαι. Λιγότερο κι’ από τίποτα. Ένα μηδέν. Ένα μείον. Μια οικόσιτη αγελάδα που την αρμέγουν, όποτε τους κάνει κέφι. Λυπάμαι που το λέω, αλλά έτσι είναι».

Παλιότερα, όταν ήταν ακόμη νεόφερτη στο σπίτι της Κυρίας, τέτοιες παρεξηγήσεις συνέβαιναν συνέχεια μεταξύ τους. Η Τασία τις έπαιρνε κατάκαρδα και έλεγε, μέσα της, πως δεν θα το άφηνε έτσι—θα πατούσε πόδι. Τελικά βέβαια, τίποτα δεν έκανε. Κι’ όταν, την επόμενη, το ξαναθυμόταν, απορούσε πώς έγινε και το ξέχασε. Αλλά ούτε τότε έκανε τίποτα. Τώρα, που είχε μεγαλύτερη πείρα, απλώς προσπαθούσε να μην δίνει τόση σημασία. Αλλά δεν τα κατάφερνε ακόμη, πολύ καλά.

Περπατούσαν κατά μήκος της 25ης Μαρτίου. Είχαν πια φτάσει στο ύψος της Πλαταιών. Ως συνήθως, η Τασία ένοιωθε μια ζέστη στο δεξί της μάγουλο—αυτό που έβλεπε προς το βουνό—κι’ ας μην γύριζε να κοιτάξει προς τα εκεί. Πεντέλη, ίσον η Μονή, για την Τασία. Ένιωθε το μάτι της Ταώ να παρακολουθεί, άγρυπνα, κάθε της βήμα. Ανυπόφορο ήταν, ειδικά το πρωί. Το απογευματάκι, το άντεχε καλύτερα, για κάποιο λόγο.

Περιηγητή η Τασία δοκίμασε στο σπίτι της Κυρίας, για πρώτη φορά. Στα Λαϊκά, ούτε κατά διάνοια δεν είχαν πρόσβαση σε τέτοια πράγματα. Εκεί, δυσκολεύονταν να προμηθευτούν και τα πλέον απαραίτητα. Πριν δοκιμάσει, η Τασία πίστευε πως η εμπειρία θα ήταν για χαζούς, για κυρίες. Πως θα τα 'δειχνε όλα τακτικά και νοικοκυρεμένα και πως δεν θα ξύπναγε κανένα συναίσθημα μέσα της. Καθόλου έτσι δεν ήταν τα πράγματα, ανακάλυψε.

Οι σχεδιαστές του περιηγητή ήξεραν—ή μάλλον κατάλαβαν γρήγορα—πως το παιχνίδι δεν παιζόταν στην αληθοφάνεια της πραγματικότητας που έδειχνε η συσκευή. Ό,τι και να 'δειχνε και όπως και να το „δειχνε, οι χρήστες, αργά ή γρήγορα, το βαριούνταν. Και τότε, ένας θεός ξέρει πώς θ“ αντιδρούσαν. Ούτε μια λύση σαν αυτή των εξερευνητών μπορούσε να λειτουργήσει, γιατί εδώ μιλάμε για εφαρμογή καθολικής χρήσης. Έπρεπε να είναι κάτι αυτονόητο, που να σου γίνεται δεύτερη φύση, χωρίς να το καταλάβεις. Δεν ήταν δυνατό να χρειάζεται εκπαίδευση στη χρήση του.

Προσπαθώντας να αποφύγουν τις δυσκολίες αυτές οι νευροχημικοί της Αρχιεπισκοπής κατέληξαν σ’ έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας.

Στα πρώτα ένα-δυο δευτερόλεπτα, η λειτουργία του περιηγητή μοιάζει σαν ελαττωματική. Ο χρήστης δεν νιώθει πολλά πράγματα, σχεδόν τίποτα. Καθώς όμως η ώρα περνάει, η εικόνα αρχίζει να ξεκαθαρίζει. Τις λεπτομέρειες δεν τις συμπληρώνει μόνη της η συσκευή, αλλά σε συνεργασία με τον εγκέφαλο του χρήστη. Ο περιηγητής αναγκάζει τον χρήστη να συμπληρώνει και να εξατομικεύει, μόνος του, την εικόνα της πραγματικότητας που παρελαύνει από μπροστά του, αντλώντας πληροφορίες από την ίδια του την μνήμη. Και αφού πρόκειται για δική του παρέμβαση, και μάλιστα υποσυνείδητη, είναι αδύνατο για τον εγκέφαλο του χρήστη να αποστασιοποιηθεί και να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει.

Η Τασία τον είχε πια συνηθίσει τον περιηγητή. Δεν το 'βρισκε περίεργο που την συγκινούσε η εικόνα αυτή της Πεντέλης που έβλεπε, ούτε της έκανε εντύπωση που τα κτίρια γύρω της έμοιαζαν σαν από καρτ ποστάλ μιας άλλης εποχής.

Αν την ρωτούσε κανείς στα ίσια, η Τασία θα έλεγε πως δεν πίστευε σ’ αυτές τις σαχλαμάρες. Πως προτιμούσε την πραγματικότητα, όπως ήταν, και όχι όπως θα ήθελε να είναι. Ο περιηγητής όμως ήταν ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης της αντίληψης. Δεν απευθυνόταν στο μυαλό, όσο στην καρδιά του χρήστη. Το τι ήθελε ή τι πίστευε η Τασία ελάχιστη σημασία είχε. Ο περιηγητής—ο ίδιος της ο εγκέφαλος, τελικά—της έδειχνε αυτό που επιθυμούσε, αυτό που αγαπούσε. «Τίποτα δεν άλλαξε», της ψιθύριζε στ’ αυτί! Όσα θυμόταν, υπήρχαν ακόμη, όλα, εκεί μπροστά της, ολοζώντανα. Ήταν τέτοια ανακούφιση να μην σε χωρίζει τίποτα απ’ το παρελθόν—το δικό σου παρελθόν. Κι’ ούτε και χρειαζόταν καμιά μεγάλη προσπάθεια. Το μόνο που ζητούσε ο περιηγητής ήταν κάτι ελάχιστο, σχεδόν αδιόρατο: να ενδώσεις στις πιο μύχιες επιθυμίες σου και να παραμείνεις αυτή που ήδη ήσουν. Καθημερινά, σε μικρές, ασήμαντες δόσεις. Ώσπου, κάποια στιγμή, έφτανε να μην υπάρχει πια «τότε» και «τώρα» και όλα φαίνονταν σαν ένα ενιαίο, αδιατάρακτο σύνολο.

Υπερβολές; Έτσι έλεγε κι’ η Τασία, μέχρι να δοκιμάσει. Μόλις όμως δάγκωσε λίγο το γλυκό, το κατάπιε όλο λαίμαργα, χωρίς να καταλάβει τι κάνει—όπως όλοι. Και έμαθε να προσπερνάει αδιάφορα ακόμη και τις δύσκολες στιγμές, γιατί υπήρχαν και κάποιες τέτοιες στην χρήση του περιηγητή. Τις στιγμές αυτές εικόνες και ήχοι—ειδικά οι ήχοι—δεν προλάβαιναν ή δεν μπορούσαν να ενσωματωθούν στην εικόνα που κατασκεύαζε ο περιηγητής και πετάγονταν ξεκάρφωτοι μέσ’ την συνείδηση. Η Τασία ένοιωθε τότε μια περίεργη μεταλλική αίσθηση βαθιά, πίσω, στο λαρύγγι της. Φοβόταν πως λίγο ακόμη και θα γκρεμίζονταν όλα γύρω της. Τι θ’ αποκαλυπτόταν τότε; Δεν ήθελε να ξέρει. Ποιο τ’ όφελος να επιμένεις σε μια πραγματικότητα, που μόνο απογοητεύσεις έχει να σου προσφέρει;

Όσο περνούσε η ώρα, το βήμα της Κυρίας γινόταν όλο και πιο ακανόνιστο. Από τον νου της Τασίας έτρεχαν διάφορα πράγματα. Οι άλλοι περαστικοί, που δεν ήθελε με τίποτα να πλησιάσει, το βουνό κι’ η Μονή, που προτιμούσε να μην θυμάται, αλλά όλο εκεί επέστρεφε, και το τοπίο γύρω της, που όσο κι’ αν προσπαθούσε ο περιηγητής—και ο εγκέφαλός της—εξακολουθούσε να της φαίνεται περίεργο, ώρες-ώρες.

Τύφλα να „χε η τελε-νοβέλα, μ“ όλ’ αυτά που πηγαινοέρχονταν στο μυαλό της! Πραγματικά, την Τασία πολύ λίγο την ένοιαζε που η Κυρία δεν της έδινε τελε-νοβέλα και την κρατούσε όλη για τον εαυτό της. Φαντάσου να 'χε ταυτόχρονα και να το παίζει πριγκίπισσα ή όποια άλλη χαζομάρα αναγκαζόταν να παραστήσει. Όχι, καμιά όρεξη δεν είχε.

Άλλωστε, είτε με περιηγητή, είτε με τελε-νοβέλα η Τασία ήξερε πολύ καλά ποια ήταν η πραγματικότητα κι’ ας προτιμούσε να μην την βλέπει. Το τοπίο γύρω της ήταν απελπιστικά ρημαγμένο. Οι παλιές πολυκατοικίες είχαν εγκαταλειφθεί κι’ ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί στα κυβερνητικά της περιοχής. Οι πολίτες, και ειδικά οι μικρο-μεσαίοι, δεν είχαν άλλο τρόπο να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη: υγιεινή—πάνω απ’ όλα—αλλά και ασφάλεια, θέρμανση, τροφή, εργασία, κλπ. Μονοκατοικίες, όπως αυτή της Κυρίας και του Κύριου, είχαν απομείνει ελάχιστες.

Κάποτε, μπορεί να „ρχόταν η ώρα, που και μέσα στο σπίτι θ“ αναγκάζονταν να παίρνουν περιηγητή. Ως εκεί μπορεί να έφτανε το πράγμα. Όμως, αργότερα, στο μέλλον. Όχι ακόμη.

Όσο για την φύση, η απουσία της ήταν ολοκληρωτική. Μόνο κάτι παράδοξα γαϊδουράγκαθα πολεμούσαν ακόμη να επιβιώσουν, πιασμένα ανάμεσα στις πλάκες του πεζοδρόμιου. Ήταν όμως κι’ αυτά τόσο σπάνια, ώστε ούτε ο περιηγητής δεν καταδεχόταν ν’ ασχοληθεί μαζί τους. Ως τι να τα δείξει άλλωστε;

Όσο για δέντρα, τετράποδα, πουλιά, είχαν όλα εξαφανιστεί. Τα μικρά κτίσματα που επέμεναν να στέκουν όρθια, πέθαιναν έναν ιδιόμορφο θάνατο, γεμάτο σκόνη κι’ απογυμνωμένα καλώδια. Μούχλα ή υγρασία δεν υπήρχαν πουθενά. Ώσπου, κανένα-δυο χιλιόμετρα πιο πάνω, η πόλη ολόκληρη εγκατέλειπε την μάχη. Εκεί, ξεκινούσε μια σύντομη έρημος, σαν σύνορο μεταξύ της ανθρώπινης και της φυσικής επικράτειας. Ό,τι βλάστηση ή μικρό ζώο είχαν απομείνει, είχαν μαζευτεί πιο πάνω, προς την κορυφή του βουνού. Σαν να είχε γίνει κατακλυσμός και να πάλευαν να σωθούν.

«Σήμερα θα δούμε πώς μαντάρουν μιτοχόνδρια. Ετοιμάσου».

Έβγαλα τον εξοπλισμό μου απ’ την σακούλα, όπου τον κουβαλούσα, και τον φόρεσα σιωπηλά.

Ιδιαίτερα μαθήματα με τον παπά-Κυριάκο κάναμε μια-δυο φορές την εβδομάδα, όποτε ευκαιρούσε. Μετά το δεύτερο μάθημα με συνόδευσε μέχρι την Βιβλιοθήκη και μέσ’ απ’ τον σωρό ξεδιαλέξαμε τον πιο αρτιμελή εξερευνητή που καταφέραμε να βρούμε. Ο παπά-Κυριάκος με διαβεβαίωσε πως δεν ήταν πολύ παλιό μοντέλο και τα κουμπιά που του έλειπαν δεν ήταν εντελώς απαραίτητα. Περιττό να πω πόσο μου άρεσε όλη αυτή η ιστορία.

«Συντονίσου στα…», φόρεσε μια στιγμή τον εξερευνητή να δει την συχνότητα και μου διάβασε ένα-ένα τα νούμερα, «12.46 - 3 - 7».

Αντέγραψα τις συντεταγμένες, όπως τις άκουγα.

«Πάμε», είπε ο Γέροντας.

Γύρισα τον διακόπτη και περίμενα την ενδο-πτώση.

Είχα πια αρκετές καταδύσεις στο ενεργητικό μου. Ο θεός να τις κάνει, βέβαια, καταδύσεις, γιατί τότε, στην αρχή, βουτούσα, έριχνα μια ματιά γύρω-γύρω κι’ επέστρεφα με την ψυχή στο στόμα.

Πώς έγινε, αναρωτιέμαι, και δεν τα παράτησα; Κατά τύχη ή επειδή δεν είχα τι άλλο να κάνω; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Ιδέα δεν έχω. Φυσικό ταλέντο, πάντως, δεν είχα κανένα. Λίγο παραπάνω να επιχειρούσα να μείνω στον βυθό και αμέσως με κυρίευε ο πανικός. Τα πνεμόνια μου έσκαγαν και δεν είχα άλλη επιλογή παρά να διακόψω. Μετά, έβγαζα τ’ άντερά μου, πριν προλάβω να ξεκουμπώσω τον εξερευνητή.

Δεν αποκλείω κι’ ο δάσκαλός μου να έπαιξε κάποιο ρόλο. Αλλά τα αισθήματά μου είναι λίγο μπερδεμένα στο σημείο αυτό—για λόγους που θα εξηγήσω πάρα κάτω. Πάντως, στην αρχή τουλάχιστον, τον συμπαθούσα τον παπά Κυριάκο. Στο τέλος-τέλος, αυτός ήταν ο πρώτος Γέροντας με τον οποίο ανέπτυξα ένα είδος σχέσης, που μου έδωσε λίγη προσοχή. Όμως, αν και ήμουν μικρό παιδί, διαισθανόμουν πως ο παπά Κυριάκος δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για εμένα. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν πως υπήρχε κάποιος που ήθελε να μάθει για εξερευνητές. Μέχρι εκεί έφτανε.

Όπως κι’ αν έχει το πράγμα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μπήκα σιγά-σιγά στον δρόμο των καταδύσεων.

Κάθε μέρα, μόλις τέλειωνε το κανονικό μάθημα, έπαιρνα στο κατόπι τον παπά-Κυριάκο και τον τάραζα στις ερωτήσεις. Ο Γέροντας, που μπορεί μεν να γούσταρε τις καταδύσεις, αλλά δεν είχε καθόλου—μα καθόλου—την όρεξή μου, επιτάχυνε το ιδιόμορφο βήμα του και προσπαθούσε να ξεφύγει. Εγώ όμως, εκεί, τον στρίμωχνα. Κι’ όταν δεν είχε πια, πού να πάει, αναγκαζόταν να μου απαντήσει—με κάτι ακατάληπτα μονοσύλλαβα τις περισσότερες φορές. Έπρεπε να κλαψουρίσω πάρα πολύ, για να με καλέσει στο κελί του, να μου δείξει. Τέτοια ήταν η επικοινωνία μας—δύσκολη. Όμως δεν με πτοούσε καθόλου αυτό, ούτε που τ’ αντιλαμβανόμουν καν. Επέμενα, και με τον καιρό, κατάφερα να κρυφοκοιτάξω λίγο τον μαγικό κόσμο των καταδύσεων—των πραγματικών καταδύσεων, εννοώ.

Καταδυόμουν. Την προσοχή μου όλη την είχα εστιάσει στους χτύπους της καρδιάς μου. Τα νούμερα του βυθομετρητή γύριζαν αδιάφορα.

Απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή ο παπά-Κυριάκος μου ξεκαθάρισε πως οι καταδύσεις ούτε θέμα φυσικής αντοχής είναι, ούτε ταλέντου. Υπήρχαν συγκεκριμένες τεχνικές στις οποίες έπρεπε να εντρυφήσω, αν ήθελα να προχωρήσω.

Στο τέταρτο ή πέμπτο μάθημα, κι’ ενώ ακόμη πάλευα να εξοικειωθώ με την χρήση του εξερευνητή, ο παπά-Κυριάκος μ’ έστρωσε στις ασκήσεις ελέγχου της αναπνοής. Αυτό είναι το πρώτο εμπόδιο που αντιμετωπίζει ο αρχάριος. Όμως, πού οφείλεται το αίσθημα ασφυξίας που νοιώθει κανείς; Οι καταδύσεις με εξερευνητή δεν έχουν προφανώς καμιά σχέση με νερό, άρα, θεωρητικά, τίποτα δεν θα 'πρεπε να εμποδίζει την αναπνοή του χρήστη. Το πρόβλημα οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο ο εξερευνητής συνδέεται με το κύκλωμα της προσοχής του εγκέφαλου. Όπως εξήγησα, το εύρος ζώνης της συσκευής είναι πολύ υψηλό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπερφορτώνεται η προσοχή του χρήστη σε σημείο που φτάνει να μπλοκάρει ακόμη και το φυσιολογικό αντανακλαστικό της αναπνοής.

Όταν πρωτάκουσα την εξήγηση αυτή ομολογώ πως δεν κατάλαβα τι σχέση μπορεί να είχε το εύρος ζώνης της συσκευής μ’ ένα φυσιολογικό αντανακλαστικό, όπως η αναπνοή. Για να με πείσει, ο παπά-Κυριάκος μου το έθεσε πολύ ωμά: «όταν βουτάς, τα χάνεις τόσο πολύ, που ούτε ν’ αναπνεύσεις δεν προλαβαίνεις». Καλό; Εγώ πάντως δεν πείστηκα.

Συνέχισα να τον τσιγκλάω και μετά από λίγο καιρό μου έδωσε μια κάπως πιο αναλυτική εξήγηση. Είπε πως το αίσθημα της ασφυξίας που με βασάνιζε, στην πραγματικότητα ήταν ψευδαίσθηση. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν δύσκολο να το διακρίνει κανείς επειδή κρυβόταν στην «σκιά», τρόπου του λέγειν, της ασφυξίας. Η πραγματική πρόκληση για έναν δύτη δεν είχε να κάνει με τον έλεγχο της αναπνοής, αλλά με την εστίαση της προσοχής. Όσο ο δύτης κατάφερνε να την διατηρεί εστιασμένη, όλα πήγαιναν καλά. Μόλις την έχανε, ένοιωθε αμέσως τα πνεμόνια του να σκάνε.

Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να το χωνέψω αυτό το πράγμα. Πρέπει να φάγαμε δεκάδες συνεδρίες μέχρι να καταφέρω να ξεκολλήσω λίγο. Αλλά τι να έκανα; Την ώρα που έσκαγα και μου είχαν πεταχτεί τα μάτια έξω πώς ήταν δυνατόν να πιστέψω—ή να ακούσω καν—την μονότονη φωνή του παπά-Κυριάκου που μου ψιθύριζε στ’ αυτί πως η ασφυξία μου δεν ήταν παρά μια «σκέψη» και πως αν πραγματικά ήθελα, μπορούσα να αποσπάσω την προσοχή μου απ’ αυτήν; Αν τα κατάφερνα, επέμενε η φωνή, θα διαπίστωνα πως μπορούσα ν’ αναπνεύσω, χωρίς μεγάλο πρόβλημα.

Ενώ, βέβαια, τα έλεγε αυτά, ο παπά-Κυριάκος, την ίδια ώρα, μου είχε απαγορεύσει ρητά και κατηγορηματικά να επιχειρήσω οποιαδήποτε τέτοια άσκηση μόνη μου, μην πάω και πνιγώ, χωρίς επίβλεψη. Δεν χρειάζεται να πω πως απ’ την πρώτη κιόλας μέρα παράκουσα την εντολή του, ευτυχώς χωρίς ποτέ να μου συμβεί τίποτα! Αλλά ίσως και να φταίει πως ήταν τέτοια η τρομάρα μου, που δεν πίεζα τον εαυτό μου—όχι όσο νόμιζα τουλάχιστον.

Με τον καιρό, αυτό που τελικά κατάλαβα είναι πως αναπνοή και προσοχή είναι στην πραγματικότητα αλληλένδετες. Καθώς βελτιώνεται ο έλεγχος της μιας, βελτιώνεται και ο έλεγχος της άλλης, αν και όχι με τον ίδιο ρυθμό απαραιτήτως. Το πρόβλημα είναι πως για να πάρει μπροστά ο κύκλος αυτός, πρέπει ο μαθητής να εμπιστευθεί τον δάσκαλο, που του λέει πως δεν πρόκειται να πνιγεί το επόμενο δευτερόλεπτο. Και αυτό μπορεί ν’ ακούγεται εύκολο, αλλά δεν είναι.

Αλλά ακόμη κι’ αν κανείς αποδεχτεί πως αυτό που πρέπει να μάθει είναι να διατηρεί ακίνητη την προσοχή του, πρέπει να διδαχθεί και με ποιο τρόπο μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα.

Όπως ο έλεγχος της αναπνοής διακρίνεται σε θέματα σχετικά με την εισπνοή και την εκπνοή, έτσι και η διαχείριση της προσοχής διακρίνεται στην εστίαση και την διασκέδαση της προσοχής—που δεν είναι καθόλου το αντίθετο της εστίασης, όπως θα εξηγήσω αμέσως. Για λόγους που ο παπά-Κυριάκος δεν ήξερε να μου πει, ενώ για την εστίαση της προσοχής μπορεί να βρει κανείς πλήθος αναλυτικών οδηγιών, για την διασκέδαση της προσοχής, δημόσια, υπάρχουν ελάχιστα πράγματα, σχεδόν τίποτα. Στην συνέχεια, θα προσπαθήσω να πω δυο-τρία πράγματα ειδικά περί διασκέδασης της προσοχής.

Ανέκαθεν, οι γνώσεις αυτές ήταν περιβεβλημένες με μυστήριο και δεισιδαιμονίες. Οι σχετικές τεχνικές θεωρήθηκαν απόκρυφες, μεταδίδονταν μόνο από στόμα σε στόμα και πάντα στο πλαίσιο μυστικών τελετουργιών για λίγους, μυημένους. Σίγουρα, ρόλο πρέπει να έπαιξε και πως δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, εύκολο να συλλάβει κανείς ποιος είναι ο στόχος της συγκεκριμένης τεχνικής. Ξόδεψα χρόνια να προσπαθώ να την κατανοήσω και, ακόμη και τώρα, αμφιβάλλω αν ξέρω για τι πράγμα μιλάω.

Θα προσπαθήσω τώρα, πολύ σύντομα, να δώσω ένα περίγραμμα του τι είναι η διασκέδαση της προσοχής και θα χρησιμοποιήσω, αν όχι τα ίδια τα λόγια, τουλάχιστον τα ίδια παραδείγματα που χρησιμοποίησε κι’ ο παπά-Κυριάκος μαζί μου.

Κατ’ αρχάς, όλοι ξέρουμε τι σημαίνει όταν κάποιος πρέπει να εστιάσει την προσοχή σε μια οποιαδήποτε—συνήθως δύσκολη—δραστηριότητα. Πρέπει να φιλτράρει τις πληροφορίες που εισρέουν από τις αισθήσεις ανά πάσα στιγμή, ώστε στην συνείδηση του να φτάνουν μόνο όσες έχουν να κάνουν με την συγκεκριμένη δραστηριότητα. Οι υπόλοιπες, να είναι σαν να μην υπάρχουν, όσο αυτό είναι δυνατό. Πρόκειται για μια φυσιολογική ικανότητα που την έχουμε όλοι σε κάποιον βαθμό. Όσο περισσότερο την εξασκεί κανείς, χωρίς να βιάζεται ή να ελπίζει σε «αποτελέσματα», τόσο το καλύτερο.

(Να σημειωθεί εδώ πως αναφέρομαι σε όλες τις αισθήσεις, γενικά, και όχι σε κάποια συγκεκριμένη, όπως η όραση, η ακοή, η αφή, κλπ).

Τι γίνεται όμως όταν το πλήθος των πληροφοριών που αφορούν μια συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι υπερβολικό και δεν υπάρχει τρόπος να τις ιεραρχήσουμε; Και τι γίνεται αν απ’ την συγκεκριμένη δραστηριότητα διακυβεύεται κάτι πολύ σημαντικό, η ζωή μας, ας πούμε;

Το πρώτο παράδειγμα του παπά-Κυριάκου ήταν το εξής.

«Φαντάσου πως κάποιος βρίσκεται αντιμέτωπος με έξη-εφτά οπλισμένα άτομα που στέκονται γύρω του σε ημικύκλιο. Έχει μόλις συμβεί κάποια παρεξήγηση. Κανείς δεν έχει ακόμη τραβήξει το όπλο του, η ένταση όμως που επικρατεί είναι μεγάλη. Πώς μπορεί ο ήρωάς μας να ελαχιστοποιήσει τον χρόνο αντίδρασής του σε περίπτωση που κάποιος απ’ όλους τους οπλοφόρους αποφασίσει τελικά να κινηθεί; Επιπλέον, πώς θα αποφύγει να πέσει θύμα προσποίησης;»

Το δεύτερο παράδειγμα.

«Η νύχτα βρίσκει έναν κυνηγό βαθιά μέσα σ’ ένα άγνωστο δάσος. Στήνει ένα πρόχειρο κατάλυμα και προσπαθεί να διανυκτερεύσει. Σε κάποια στιγμή ακούει τον γρυλισμό ενός μεγάλου ζώου. Τον έχει μυρίσει και τον ψάχνει. Πώς μπορεί ο κυνηγός να απομακρυνθεί γρήγορα και αθόρυβα, όταν σχεδόν δεν μπορεί να διακρίνει πού πατάει;»

Να και το τρίτο παράδειγμα.

«Βρισκόμαστε στο κέντρο ελέγχου ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Μπροστά μας είναι πίνακες με δεκάδες δείκτες. Αν κάποιος δείκτης ξεφύγει απ’ τα επιτρεπτά όρια, πρέπει να επέμβουμε αμέσως και να σημάνουμε συναγερμό. Το εργοστάσιο είναι πυρηνικό και αν κάτι δεν πάει καλά, η καταστροφή μπορεί να είναι ανυπολόγιστη. Πώς μπορούμε να παρακολουθήσουμε όλους αυτούς τους δείκτες ταυτόχρονα και μάλιστα για ώρες ολόκληρες;»

Αυτό που συνδέει τα παραδείγματα του παπά-Κυριάκου είναι πως δεν ξέρει κανείς πού να πρωτο-εστιάσει την προσοχή του. Η απάντηση της διασκέδασης της προσοχής είναι απλή: πουθενά! Αφού οι διαθέσιμες επιλογές είναι πολλές και δεν μπορούμε να τις ιεραρχήσουμε, μόνη λύση είναι να κατανείμουμε την προσοχή μας ισόποσα σ’ ολόκληρο το διαθέσιμο πεδίο αίσθησης.

Κάπου εδώ τελειώνει η θεωρία του πράγματος. Στην πράξη, τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα. Γιατί τι πάει να πει να «κατανείμουμε την προσοχή μας ισόποσα σ’ ολόκληρο το διαθέσιμο πεδίο αίσθησης»; Και να διευκρινίσω εδώ πως ο παπά-Κυριάκος μόνο την όραση μου δίδαξε—τις άλλες αισθήσεις πρέπει να μου τις άφησε ως άσκηση για το σπίτι! Σχετικά με την όραση πάντως, αυτό που είπε ήταν πως έπρεπε να κοιτάζω ταυτόχρονα δεξιά κι’ αριστερά, πάνω και κάτω. Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;

Στην περιγραφή, η μέθοδος, ακούγεται, πολύ απλή. Αρκεί να σταυρώσει κανείς λίγο το βλέμμα του, να αλληθωρίσει δηλαδή. Μόλις καταφέρει να χαλαρώσει και ξεπεράσει την «ελαφριά» ενόχληση που θα νοιώσει, θα διαπιστώσει πως αν και δεν διακρίνει τίποτα καθαρά, είναι, παρ’ όλ’ αυτά, σε θέση να αντιληφθεί οποιαδήποτε κίνηση συμβαίνει σε ολόκληρο το οπτικό πεδίο. Χρειάζεται, βέβαια, υπομονή και επιμονή και, κυρίως, να μην προσπαθεί πολύ έντονα. Αυτό το τελευταίο, αποδείχθηκε υπερβολικά «φιλοσοφικό» για μένα, φοβάμαι. Τι πάει να πει να προσπαθεί κανείς, αλλά όχι πολύ έντονα; Δεν ξέρω αν το κατάλαβα ποτέ μου.

Η τεχνική της διασκέδασης της προσοχής δεν αποτελεί σύγχρονη επινόηση. Δημόσιες μαρτυρίες υπάρχουν ελάχιστες, αλλά η εφαρμογή της φαίνεται πως ξεκίνησε πολύ παλιά, κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Κατά καιρούς, χρησιμοποιήθηκε από κυνηγούς, πολεμιστές και δύτες και αργότερα από αθλητές ως και αστροναύτες. Στις εποχή μας, βρήκε εφαρμογή στην χρήση των εξερευνητών. Στο μέλλον, ένας θεός ξέρει.

Το ενδιαφέρον είναι πως αν και οι συνθήκες αλλάζουν ανάλογα με την περίσταση, το κύριο ζητούμενο της τεχνικής αυτής παραμένει, διαχρονικά, αναλλοίωτο. Ο ασκητής ουσιαστικά καλείται να μεταβεί σε μια διαφοροποιημένη κατάσταση συνείδησης και να παραμείνει εκεί, όσο του επιτρέπει ο έλεγχος επί της προσοχής του. Στην κατάσταση αυτή η συνείδηση αδειάζει και ο εσωτερικός διάλογος σταματά. Είναι ένα αίσθημα, που μοιάζει αρκετά με την έγερσιν, που κατά σύμπτωση(;) εξασκούσαμε καθημερινά στην Μονή.

Να πω επίσης πως στην διασκέδαση της προσοχής ο ασκητής μπορεί μεν να διακόπτει τον εσωτερικό του διάλογο και να καταναλώνει την ελάχιστη δυνατή ενέργεια, ταυτόχρονα όμως πρέπει να διατηρεί πλήρη αντίληψη του περιβάλλοντος. Κάθε συναισθηματική αντίδραση πρέπει να καταπνίγεται, γιατί κοστίζει ενεργειακά και οδηγεί σε πανικό και λήψη λανθασμένων αποφάσεων.

Καταδυόμουν. Τα νούμερα του βυθομετρητή άρχισαν να καθυστερούν.

Ως στόχο της συγκεκριμένης κατάδυσης ο παπά-Κυριάκος είχε θέσει το μιτοχόνδριο. Στα οργανίδια αυτά είχαμε ήδη φάει μπόλικες διδακτικές ώρες στην τάξη. Όσο λίγο και αν πρόσεχα, πάνω-κάτω ήξερα τι έπρεπε να περιμένω.

Τα μιτοχόνδρια θεωρούνται ως οι «μπαταρίες» των κυττάρων. Στο εσωτερικό τους συμβαίνουν αντιδράσεις που καταλήγουν στην παραγωγή τριφωσφορικής αδενοσίνης, το μόριο που χρησιμοποιεί το κύτταρο ως καύσιμο, όποτε πρέπει να εκτελέσει κάποια ενεργειακά ακριβή δραστηριότητα (π.χ. μετάδοση νευρικών σημάτων, συστολή των μυών, κλπ). Τα κύτταρα παράγουν πλήθος τέτοιων μορίων ανά δευτερόλεπτο για να έχουν να τροφοδοτούν τις διάφορες λειτουργίες τους.

Υπάρχουν, εδώ, διάφορες λεπτομέρειες με τις οποίες δεν έχει νόημα ν’ ασχοληθώ. Πώς τα μόρια των τροφών διασπώνται στα μονομερή τους. Πώς εισχωρούν στο κύτταρο, όπου είτε προχωρούν κατ’ ευθείαν στο εσωτερικό του μιτοχόνδριου, είτε εμπλέκονται στην γλυκόλυση, απ’ την οποία παράγονται μόρια πυροσταφυλικού τα οποία και καταλήγουν να γίνουν δεκτά στο μιτοχόνδριο. Ο κύκλος του κιτρικού και του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρονίων, των διαδικασιών δηλαδή που χρησιμοποιεί το μιτοχόνδριο για να φτάσει βήμα-βήμα στην παραγωγή της τριφωσφορικής αδενοσίνης. Είναι πολλά. Φτύσαμε αίμα μέχρι να τα μάθουμε.

Το θέμα είναι πως μέσω εξερευνητή μπορεί κανείς να έχει μια εντελώς διαφορετική άποψη για τις διεργασίες αυτές. Μόλις βρεθεί στο εσωτερικό του κυττάρου νοιώθει σαν βρίσκεται στην μέση της κυκλοφοριακής διασταύρωσης μιας μεγαλούπολης με διαστάσεις εντελώς ασύλληπτες για τον φυσιολογικό μας κόσμο. Τεράστιες λεωφόροι διασταυρώνονται σε κάθε δυνατό επίπεδο. Τα «οχήματα», δηλαδή τα μόρια, κινούνται με μεγάλη ταχύτητα από και προς κάθε πιθανή κατεύθυνση. Μπρος στο απόκοσμο αυτό θέαμα, που μάλιστα το βιώνει κανείς και σαν τρέμουλο που νοιώθει να συνταράζει ολόκληρο το σώμα του, ο δύτης όχι απλώς ξεχνάει ν’ αναπνεύσει, αλλά νιώθει ακόμη και αυτή καθ’ αυτή την αίσθηση της ύπαρξής του να εκμηδενίζεται. (Εδώ, ακριβώς, είναι που πρέπει να έρθει, υποτίθεται, η διασκέδαση της προσοχής και να σώσει την παράσταση—και τον δύτη—απ’ τον πανικό και την ασφυξία).

Την φορά όμως εκείνη, με τον παπά-Κυριάκο, μόνο αυτό δεν είδαμε να συμβαίνει…

Όσο κατεβαίναμε, εγώ είχα εστιάσει στις ήρεμες και απαλές κινήσεις του Γέροντα που έβλεπα να προχωρά μπροστά μου. Η εικόνα του κρατούσε μακριά το χάος που μας τριγύριζε και απειλούσε να με καταπιεί. Οι κινήσεις του ήσαν πραγματικά όμορφες, ειδικά εκεί προς το τέλος, όταν προσγειώθηκε, εκτελώντας κάτι σαν διπλή πιρουέτα. Εγώ, δεν ξέρω τι έκανα, αλλά σίγουρα πρέπει να πλατσούριζα πολύ αδέξια.

Προσεκτικά, και χρησιμοποιώντας μόνο την περιφέρεια των αισθήσεών μου, εξέτασα το περιβάλλον. Η κατάσταση στο συγκεκριμένο κύτταρο δεν ήταν καθόλου όπως την περίμενα. Επικρατούσε ένα ιδιόμορφο πανδαιμόνιο, όμως, τελικά, τίποτα, δεν κατάφερνε να κινηθεί. Οι κρίσιμες διασταυρώσεις ήσαν όλες απελπιστικά μπλοκαρισμένες. Τα μόρια δεν έβρισκαν πού να πάνε και περιστρέφονταν, σαν φίδια, γύρω απ’ την θέση τους. Το σύμπαν ολόκληρο έμοιαζε να’ χει ακινητοποιηθεί!

Θ’ ανοίξω εδώ μια παρένθεση να διευκρινίσω μερικά πράγματα, ώστε να αποφύγουμε κάποιες πιθανές παρεξηγήσεις.

Όταν κανείς διηγείται μια κατάδυση και περιγράφει την δραστηριότητα των μορίων, είναι δύσκολο να αποφύγει λέξεις όπως «κυνήγησε», «έψαξε», «ξέφυγε», κλπ. Με τα ίδια του τα μάτια ο δύτης βλέπει τα μόρια να κυνηγούν το ένα τ’ άλλο, να αγωνίζονται (τα υδροφοβικά) να ξεφύγουν απ’ το νερό, να εκτελούν γιουρούσια εναντίον της κυτταρικής μεμβράνη, κλπ. Κάθε μόριο μοιάζει να έχει τις δικές του ξεχωριστές προθέσεις, στόχους και σχέδια και να είναι σε θέση να συντονίσει την δράση του με αυτή των υπολοίπων.

Ε, όσο κι’ αν μοιάζει αναμφισβήτητη η εντύπωση αυτή, πρόκειται για ψευδαίσθηση. Δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα.

Τι φταίει για την ψευδαίσθηση; Πολύ απλά, ο τρόπος που λειτουργεί το ανθρώπινο μυαλό. Ο εγκέφαλος μας βομβαρδίζεται συνεχώς απ’ τις πληροφορίες που εισρέουν απ’ τις αισθήσεις και είναι υποχρεωμένο, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, να καταλήξει σε συμπεράσματα. Είναι «καλό» αυτό που βρίσκεται μπροστά μας ή «κακό»; Δεν υπάρχει χρόνος για βαθυστόχαστες αναλύσεις. Ο εγκέφαλός μας ντύνει την πραγματικότητα με την πιο λογικοφανή ερμηνεία που προλαβαίνει να βρει, αποφασίζει τι να κάνει και το εκτελεί.

Όμως ο κόσμος μέσα σ’ ένα κύτταρο είναι εντελώς διαφορετικός από τον συνηθισμένο, μακροσκοπικό κόσμο, που γνωρίζουμε και οι αυτοματισμοί της αντίληψής μας δεν αρμόζουν.

Ας πάρουμε κάτι πολύ βασικό, την βαρύτητα, για παράδειγμα. Μέσα σ’ ένα κύτταρο είναι σαν να μην υπάρχει, τόσο μικρή είναι η επίδρασή της. Αντίθετα, τεράστιο ρόλο παίζουν τα μόρια του νερού που βρίσκονται παντού και συγκρούονται με τα πάντα. Γιατί ένα απ’ τα ελάχιστα πράγματα που παραμένει σταθερό στο εσωτερικό του κυττάρου είναι η στερεότητα της ύλης. Τα μόρια συνεχίζουν να έχουν συγκεκριμένο μέγεθος και διαστάσεις, που τα κάνουν να συγκρούονται συνεχώς ή να κουμπώνουν το ένα με το άλλο, αν τα σχήματά τους το επιτρέπουν. Από αυτή την πλευρά δηλαδή, συνεχίζουν να συμπεριφέρονται όπως και τα φυσικά αντικείμενα του καθημερινού κόσμου μας.

Σε θερμοκρασία δωματίου μια μεσαίου μεγέθους πρωτεΐνη έχει ταχύτητα γύρω στα πέντε μέτρα ανά δευτερόλεπτο, όση κι’ ένας όχι σχετικά γρήγορος δρομέας. Αν ήταν μόνη της μέσα στον χώρο, η πρωτεΐνη θα μπορούσε να διανύσει απόσταση ίση με το μήκος της σ’ ένα δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου—καθόλου άσχημα. Στο εσωτερικό του κυττάρου όμως, η πρωτεΐνη σφυροκοπείται από κάθε πλευρά από μόρια νερού με αποτέλεσμα να πετιέται συνεχώς από δω κι’ από εκεί. Κινείται με μεγάλη ταχύτητα, αλλά λόγω των συνεχών συγκρούσεων, χρειάζεται μεγάλο (συγκριτικά) χρόνο για να φτάσει οπουδήποτε.

Τότε όμως πώς είναι δυνατόν να γίνεται οτιδήποτε παραγωγικό μέσα σ’ ένα κύτταρο; Και πώς δημιουργείται στον παρατηρητή η ψευδαίσθηση πως υπάρχει κάποιο είδος πρόθεσης πίσω απ’ την τυχαία κίνηση των μορίων; Η ταχύτητά τους φταίει. Τα μόρια, το μόνο που κάνουν να είναι να πέφτουν τυχαία από δω κι’ από εκεί, όμως είναι ζήτημα κλασμάτων του δευτερολέπτου μέχρι να βρεθούν σε σημείο κατάλληλο ώστε να κουμπώσουν με κάποιο άλλο μόριο. Έτσι, βήμα-βήμα, καταφέρνει και διεκπεραιώνεται και η πιο πολύπλοκη κυτταρική δραστηριότητα. Ο παρατηρητής, μέσω εξερευνητή, βλέπει τα μόρια να «ψάχνουν» και τελικά να «βρίσκουν» την θέση τους, αλλά στην πραγματικότητα τα μόρια ούτε ψάχνουν, ούτε βρίσκουν τίποτα.

Κλείνω την παρένθεση με μια δεύτερη διευκρίνηση. Η συνείδηση του χρόνου που έχει ο χρήστης εξερευνητή κατά την διάρκεια της κατάδυσης είναι πολύ πιο αργή απ’ αυτήν του πραγματικού κόσμου. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, μια και η ανθρώπινη αντίληψη δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει γεγονότα που συμβαίνουν σε κλίμακα εκατομμυριοστών του δευτερολέπτου. Στην καταδυτική γλώσσα λέμε πως όσο ο χρήστης μένει στα «ρηχά», ο χρόνος κυλάει σχετικά γρήγορα, οι ταχύτητες που κινούνται όλα γύρω του είναι μεγάλες και τα διάφορα σωματίδια φαίνονται να έχουν μικρές, σχετικά, διαστάσεις. Ο χρήστης τότε νοιώθει πως κάνει «ζέστη». Καθώς όμως ο δύτης κατεβαίνει όλο και πιο «βαθιά», ο χρόνος μοιάζει να κυλάει όλο και πιο αργά και η ταχύτητα των σωματιδίων μειώνεται, πράγμα όμως που ισοφαρίζεται από τις διαστάσεις τους που φαίνεται να αυξάνονται. Ο χρήστης τότε νοιώθει πως κάνει «κρύο».

Όσο ψευδαισθήσεις και αν είναι όλ’ αυτά, είναι τέτοιο το τρέμουλο, που πρέπει να σφίγγεις τα δόντια να μην δαγκώσεις την γλώσσα σου.

Μόλις κατάφερα να σταθεροποιήσω κάπως την προσοχή μου, διέκρινα πως οι συντεταγμένες που είχαμε ακολουθήσει, μας είχαν φέρει μπροστά ακριβώς σε ένα μιτοχόνδριο. Με τι έμοιαζε; Δεν είναι εύκολο να το περιγράψω. Τα οργανίδια ενός κυττάρου δεν υπάρχουν με τον τρόπο που υπάρχουν τα αντικείμενα του φυσικού μας κόσμου. Ναι μεν, αποτελούνται από συμπαγή μόρια, όμως τα ίδια τα οργανίδια υπάρχουν και δεν υπάρχουν, ανά πάσα στιγμή. Πρόκειται για δυναμικές συμμαχίες που διακρίνονται μόνο υπό ορισμένη οπτική γωνία και εφ’ όσον έχει εκπαιδεύσει κανείς κατάλληλα την προσοχή του. Μοιάζουν σαν μια παρέα φίλων που περπατάει μέσ’ το πλήθος. Υπάρχει κάτι ισχυρό που τους ενώνει, αλλά, ταυτόχρονα, και τίποτα. Ή σαν ένας αντικατοπτρισμός στην έρημο. Διακρίνεται, αλλά μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω.

Απ’ το κανονικό μας μάθημα ήξερα πως η γλυκόζη που εισέρχεται στα κύτταρο ως αποτέλεσμα της πέψης, μετατρέπεται μέσω της γλυκόλυσης σε πυροσταφυλικό, μπαίνει στο μιτοχόνδριο και μετατρέπεται σε ακέτυλο-CoA για να συμμετάσχει στις αντιδράσεις του κύκλου του κιτρικού και να ακολουθήσει η αναπνευστική αλυσίδα.

Αλλά πώς ξεκινάει όλη αυτή η ιστορία; Πώς καταφέρνει το πυροσταφυλικό να περάσει μέσ’ απ’ τις μεμβράνες του μιτοχόνδριου; Και άντε, η εξωτερική μεμβράνη δεν είναι και τόσο μεγάλο πρόβλημα, υπάρχουν πρωτεΐνες ικανές ν’ ανοίξουν κανάλια μέσα απ’ τα οποία χωράει να περάσει το πυροσταφυλικό. Απ’ την εσωτερική όμως μεμβράνη του μιτοχόνδριου, η διάβαση είναι αυστηρά ελεγχόμενη. Όσα διαδραματίζονται στα ενδότερα είναι καθοριστικά για την επιβίωση ολόκληρου του κυττάρου. Δεν μπορεί να περνάει ο πάσα ένας και να κάνει ό,τι θέλει.

Πρέπει να θυμίσω εδώ πως η συγκεκριμένη κατάδυση ήταν επίδειξης και όχι εξερευνητική. Όταν κανείς βρίσκεται μέσα σ’ ένα κύτταρο τόσο απελπιστικά μπλοκαρισμένο, όσο το συγκεκριμένο, είναι πολλά τα πράγματα που μπορεί να έχουν πάει στραβά. Η διάγνωση δεν είναι απλή υπόθεση. Ο παπά-Κυριάκος όμως δεν έψαχνε, ήξερε ακριβώς πού να πάει και τι να κάνει. Περιμέναμε για κάποια κατάλληλη πρωτεΐνη και μόλις είδαμε μια να περνάει, την πήραμε από πίσω. Την παρακολουθήσαμε να αποδιπλώνεται και να αναδιπλώνεται με την βοήθεια ένζυμων-ακολούθων για να διασχίζει τα τούνελ που σχηματίστηκαν στιγμιαία πρώτα στην εξωτερική μεμβράνη του μιτοχόνδριου και στην συνέχεια στην εσωτερική. Η τελευταία με εντυπωσίασε πάρα πολύ γιατί οι πτυχώσεις που σχηματίζει την κάνουν να μοιάζει με φαράγγι. Μας πήρε κάποια ώρα μέχρι να φτάσουμε στη μήτρα του μιτοχόνδριου. Εκεί, ο Γέροντας πήγε κατ’ ευθείαν και άρχισε να ψαχουλεύει το γονιδίωμα του χρωμοσώματος 6q27. Θύμιζε υδραυλικό που χτυπάει έναν μεταλλικό σωλήνα με το κλειδί και απ’ τον ήχο προσπαθεί να μαντέψει τι γίνεται στο εσωτερικό. Μετά από λίγο, μου έκανε νόημα. Το ύφος του ήταν φανερά θριαμβευτικό. Πλησίασα να δω. Στο γονίδιο BRP44L (614738) υπήρχε μετάλλαξη! Αυτή ήταν που εμπόδιζε την παραγωγή δυο πολύ μικρών πρωτεϊνών, των MPC1 και MPC2, οι οποίες λειτουργούν ως «διαβατήριο» για την είσοδο του πυροσταφυλικού στο μιτοχόνδριο.

Τώρα μάλιστα!

Αν ο παπά-Κυριάκος διόρθωνε την μετάλλαξη αυτή, αυτομάτως θα άρχιζε να αποσυμφορείται η κυκλοφορία σε ολόκληρο το κύτταρο. Βασικός του αντίπαλος θα 'ταν ο χρόνος, από εδώ και πέρα.

Ξέχασα να πω πως παρ’ όλες τις τεχνικές που εφαρμόζαμε, δεν μπορούσαμε να κάτσουμε όση ώρα θέλαμε σε μια κατάδυση—ούτε γι’ αστείο! Όσο και να προσπαθούσαμε, από κάποια στιγμή και μετά, η προσοχή μας δεν θα μπορούσε πια να εστιάσει, ο ρυθμός της αναπνοής θα διαταρασσόταν και θα ήμασταν αναγκασμένοι να διακόψουμε. Εγώ, άντεχα βέβαια πολύ λιγότερο. Αλλά επειδή το μόνο που έκανα ήταν να χαζεύω τον Γέροντα, κατέληγα να αντέχω περίπου όσο και αυτός, ο οποίος όμως έπρεπε να κάνει όλη την δουλειά και, ταυτόχρονα, να „χει κι“ εμένα στο νου του, μην τυχόν κι’ έχανα τις αισθήσεις μου πριν προλάβω να του κάνω νόημα.

(Ήταν πολλά που έπρεπε να έχουμε ταυτόχρονα στο νου μας. Και δεν έπρεπε να’ χουμε τίποτα, αν θέλαμε να κάνουμε σωστά διασκέδαση της προσοχής!)

Για να διορθώσει την αλληλουχία του γονιδιώματος ο παπά-Κυριάκος, στην αρχή, δοκίμασε να δουλέψει με ένα σκαρπέλο που ψάρεψε μέσ’ απ’ την εργαλειοθήκη του. Οι επαγγελματικοί εξερευνητές, όπως του παπά-Κυριάκου, έρχονται με πλήθος εργαλείων, για να μπορείς ν’ ανιχνεύεις και να τροποποιείς τους δεσμούς μεταξύ των μορίων. Το συγκεκριμένο σκαρπέλο, ανάλογα με την τάση που εφαρμόζεται στην άκρη του, είναι σε θέση είτε να δημιουργεί, είτε να σπάει τους ατομικούς δεσμούς.

Ο παπά-Κυριάκος δούλευε πυρετωδώς, η ώρα όμως περνούσε κι’ η πρόοδός του δεν ήταν αυτή που θα „πρεπε. Η πρώτη φυσαλίδα πανικού ξεκίνησε μέσα μου μικρή, αλλά πολύ γρήγορα μεγάλωσε, μέχρι που έσκασε και πολλαπλασιάστηκε σε δεκάδες άλλες φυσαλίδες οι οποίες άρχισαν κι“ αυτές να φουσκώνουν. Η αναπνοή μου διαταράχτηκε. Όλα γύρω μου πήραν να σκοτεινιάζουν. Με όσες δυνάμεις μού απέμειναν προσπάθησα να επαναφέρω την προσοχή μου υπό έλεγχο. Αλλά ήμουν αποφασισμένη. Με τίποτα δεν θα χαλούσα την κατάδυση του Γέροντα. Ας έκανα ό,τι ήθελα. Ας έσκαγα.

Ο παπά-Κυριάκος πρέπει να κατάλαβε την κατάστασή μου. Και δεν μπορεί, επίσης, παρά να έβλεπε πως με τον ρυθμό που πήγαινε, δεν υπήρχε περίπτωση να τελειώσει, πριν μπουκώσει εντελώς η προσοχή του. Σε μια στιγμή, σταμάτησε, απότομα. Ανασηκώθηκε. Κοίταξε πίσω, την δουλειά που είχε κάνει, και μπροστά, αυτήν που του „μενε να κάνει. Ούτε μία στο εκατομμύριο. Έκανε έναν μορφασμό. Εκείνη την ώρα είπα πως θα κατάλαβε το αδύνατο του πράγματος και θα διέκοπτε. Αμέσως, ένοιωσα καλύτερα. Ως δια μαγείας ο πανικός μου άρχισε να καταλαγιάζει. Ναι μεν επρόκειτο για αποτυχία, αλλά ο Γέροντας σταμάτησε, μόνος του. Μάθημα ήταν κι“ αυτό, για μένα. Το σημαντικότερο, ίσως.

Έστρεψα την προσοχή μου στην ανάδυση που θα ακολουθούσε. Με την άκρη όμως του ματιού είδα τον παπά-Κυριάκο να ψάχνει πάλι μέσ’ στην εργαλειοθήκη του. Αρχιεπίσκοπέ μου! Τι θα έκανε πάλι;

Είχα βιαστεί να τον τελειώσω, τον Γέροντα. Είχε προνοήσει. Είχε φέρει και «πολλαπλασιαστή» ανάμεσα στα εργαλεία του. Ήταν ένα εξάρτημα σαν οδοντωτός τροχός, που συνδέεται πάνω στο σκαρπέλο. Η επιφάνεια του είναι τέτοια που του επιτρέπει να γλιστράει πάνω στην επιφάνεια των μορίων, ενώ ταυτόχρονα περιστρέφει με ταχύτητα το σκαρπέλο. Ό,τι δηλαδή έχανε σε ακρίβεια, το κέρδιζε σε ταχύτητα. Ο παπά-Κυριάκος συναρμολόγησε στα γρήγορα τις δυο συσκευές μεταξύ τους, όπλισε έναν μηχανισμό σαν ελατήριο που διέθετε ο πολλαπλασιαστής και τον άρπαξε γερά να μην του φύγει. Σαν σφεντόνα εκτοξεύτηκε!

Ενώ παρακολουθούσα, σκέφτηκα πως δεν αποκλείεται και να το 'χε σκηνοθετήσει ο παπά-Κυριάκος το όλο πράγμα. Αφού είχε τον πολλαπλασιαστή στην εργαλειοθήκη του, γιατί δεν τον έβγαζε τόση ώρα; Προσπαθούσε να μου δείξει κάτι; Άλλο τρόπο δεν βρήκε;

Όπως κι’ αν είχε, ο πολλαπλασιαστής δεν άργησε να κάνει το θαύμα του. Οι πρωτεΐνες που έλειπαν παρουσιάστηκαν και το πρώτο μόριο πυροσταφυλικού έκανε σιάμενο-κουνάμενο την εμφάνισή του μέσ’ την μήτρα του μιτοχόνδριου. Αμέσως, αποκαρβοξυλιώθηκε σε ακετυλο-CoA, το οποίο καβάλησε το πρώτο οξαλοξικό που είδε να περνάει από μπροστά του και μετά, η φύση πήρε τον δρόμο της. Ο κύκλος του κιτρικού ξανάρχισε σε όλο του το μεγαλείο. Ο νερόμυλος της συνθετάσης ATP ξανάρχισε να γυρίζει. Στην αρχή σιγά-σιγά, σαν βρύση που στάζει, μετά όλο και πιο γρήγορα, ώσπου μετατράπηκε σε χείμαρρο και μετά σε Νιαγάρα. Ολόκληρο το μιτοχόνδριο πήρε φωτιά!

Αλλά είχε πια έρθει η ώρα να διακόψουμε. Αρχίσαμε την ανάδυση. Πίσω μας, ο σπόρος τάξης, που είχε φυτέψει ο Γέροντας, διαδιδόταν κατά κύματα σ’ ολόκληρο το κύτταρο. Από άμορφο χάος μεταμορφωνόταν σε ένα καλοκουρδισμένο εργοστάσιο. Η ομορφιά της ζωής! Καταπληκτικό!

Στην πλατεία Βριληττού όταν έφτασαν, η Κυρία κοντοστάθηκε.

Γύρω τους, τα κουφάρια των παλιών μαγαζιών έχασκαν ακόμη εφιαλτικά. Ο περιηγητής πρέπει να άφηνε την εικόνα να περνάει ωμή γιατί δεν έβρισκε τι να την κάνει, πως να την δείξει. Τα ψώνια του ο κόσμος πλέον τα „κανε στα κυβερνητικά. Φτήνια, ποικιλία, και παράδοση έξω απ“ την πόρτα σου—τι άλλο να ζητήσει κανείς; Τα άχρηστα κτίρια είχαν απομείνει, γιατί, στο τέλος-τέλος, ποιον ενοχλούσαν; Μόνο κάτι ηλικιωμένοι σαν την Κυρία τα „βλεπαν, που είχαν κάνει την περιοχή περατσάδα. Οι νεότεροι, οι γενιές των χαπιών, ζούσαν τρυπωμένοι στα διαμερισματάκια τους και δεν ξεμυτούσαν, ούτε μέσω περιηγητή. Ξερή τελε-νοβέλα κι“ άγιος ο Θεός.

Η Τασία, περίμενε υπομονετικά ένα βήμα πίσω απ’ την Κυρία. Παρακολουθούσε τους λιγοστούς διαβάτες να πηγαινοέρχονται. Όταν θα „φευγαν κι“ αυτοί, η πλατεία θα ερημωνόταν. Ένα απομεινάρι λιγότερο για τον περιηγητή. «Καλύτερα», σκέφτηκε. «Τι νόημα έχει να υποχρεώνεις ζόμπι να σέρνονται πίσω από ετοιμοθάνατους ξεμωραμένους;». Δεν ήταν σε καλή διάθεση.

Απ’ τις σκέψεις της την έβγαλε μια φιγούρα που λοξοδρόμησε και στάθηκε μπροστά τους. Τι μπορεί να ήθελε;

Με την άκρη του ματιού της, η Τασία είδε την Κυρία να χαμογελάει πλατιά. Μετά, έκανε ένα βήμα μπροστά.

«Αγαπητή μου! Τι γλυκούλι είναι αυτό που φοράτε! Σας πειράζει να ρίξω μια ματιά; Δεν θα σας αφήσω, αν δεν μου πείτε πού το βρήκατε.»

Να ξεράσει της ήρθε της Τασίας με τις αρλούμπες της Κυρίας. Αφού ακόμη δεν μπορεί να έβλεπε τι φορούσε η άλλη κυρία. Οι περιηγητές ήθελαν κάποιο χρόνο μέχρι να συντονιστούν και να δείξουν λεπτομέρειες απ’ το σημείο εστίασης. Της Τασίας ο περιηγητής το μόνο που είχε προλάβει να δείξει ήταν το χρώμα του ρούχου της άλλης κυρίας. Μοβ. Τα υπόλοιπα θα έρχονταν από στιγμή σε στιγμή. Και η άλλη κυρία στην ίδια, προφανώς, κατάσταση ήταν. Και ήξερε πως η Κυρία δεν μπορεί να έβλεπε τι φορούσε. Ακόμη κι’ η ίδια η Κυρία θα μπορούσε να το καταλάβει αυτό, αν καθόταν να σκεφτεί λίγο.

Αλλά τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν ήταν ικανό να σταματήσει την Κυρία. Πλησίασε την άλλη κι’ έστησαν αμέσως έναν ενθουσιώδη διάλογο για τα πλεονεκτήματα των κυβερνητικών καταστημάτων. Εντελώς για δέσιμο, και οι δύο.

Η Τασία έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της. Ευτυχώς που 'χε μείνει πιο πίσω. Διαφορετικά, οι κυρίες θα την κοίταγαν ξινά και θα αναγκαζόταν να κάνει πίσω. Ενώ τώρα μπορούσε να τις κατασκοπεύει ελεύθερα, χωρίς να την βλέπουν. Η εικόνα της άλλης κυρίας είχε πια ολοκληρωθεί. Η Τασία την εξέτασε από πάνω μέχρι κάτω. Έψαχνε για ατέλειες. Δεν ήταν και τόσο κακό το γούστο της, αναγκάστηκε τελικά να παραδεχτεί. Για την ηλικία της, καλή ήταν. Ειδικά τα αξεσουάρ της, ήταν πολύ πετυχημένα. Υπογράμμιζαν και συμπλήρωναν το τζάκετ που είχε ριγμένο στους ώμους της.

Αντανακλαστικά, η Τασία αναρωτήθηκε μήπως η Κυρία έβρισκε πως τα δικά της αξεσουάρ—αυτά που της είχε διαλέξει η Τασία—έπασχαν, σε σύγκριση. Θες να την έκανε σκηνή μόλις έμεναν μόνοι; Αλλά όχι. Η άλλη κυρία είχε τώρα σκύψει και εξέταζε καλά-καλά το κολιέ της Κυρίας. Η Τασία δεν άκουσε τι είπε, αλλά κάτι καλό πρέπει να ήταν, σίγουρα. Ευχαριστώ Αρχιεπίσκοπε, μεγαλοδύναμε!

Οι δυο κυρίες σαχλαμάρισαν επιδέξια για αρκετή ώρα. Λες και γνωρίζονταν από παιδιά έκαναν. Όταν τελείωσαν με τα ρούχα, έπιασαν τις παραμάνες. Αυτό ήταν ένα θέμα που όλες οι κυρίες αγαπούσαν να διαπραγματεύονται σε βάθος. Η Τασία υπέμεινε στωικά την σύγκριση των σωματικών της προσόντων με αυτών της παραμάνας της άλλης κυρίας. Ευτυχώς, η άλλη παραμάνα είχε παραμείνει σπίτι. Γιατί αν ένα πράγμα σιχαινόταν σ’ αυτή την ζωή η Τασία, ήταν που έπρεπε να μιλάει με τα άλλα ζόμπι, κάθε που η Κυρία έπιανε κουβέντα στο δρόμο.

ΧΧΧΧ Τις άκουγε Και το όλο πράγμα ήταν ακόμη πιο γελοίο, γιατί όταν η Κυρία έμενε μόνη και είχε το μυαλό της μέσα στο κεφάλι της—στον βαθμό βέβαια που της ήταν δυνατό κάτι τέτοιο—καθόλου δεν την ενδιέφερε πόσο γάλα κατέβαζε η Τασία. Ούτε ήξερε, ούτε την απασχολούσαν τέτοια πράγματα. Τι δουλειά είχε τώρα να συζητάει περί γραμμαρίων αιμοσφαιρίνης ανά κυβικό εκατοστό—και με ύφος δέκα καρδινάλιων μάλιστα; Αυτή ήξερε.

Σε μια στιγμή το μπλοκάκι της άλλης κυρίας πετάχτηκε να της θυμίσει κάτι. Η κυρία έκανε παύση. Μετά δήλωσε πως, δυστυχώς, είχε κάποια άλλη υποχρέωση και έπρεπε να φύγει. Η Κυρία αναφώνησε δραματικά «Δεν μπορείς! Σε θέλω στην τελε-νοβέλα μου!» και έγνεψε στην Τασία να αναλάβει. Η άλλη κυρία έτεινε το μπλοκάκι της, αλλά η Τασία κατάφερε να της το κολλήσει, οπότε χρειάστηκε να περιμένουν μέχρι να επανεκκινήσει η συσκευή.

Όταν οι συσκευές κατάφεραν να μιλήσουν μεταξύ τους, έμαθαν, μεταξύ άλλων, και το όνομα της κυρίας: Μερόπη. Οι δυο κυρίες αποχαιρετήθηκαν κι’ η κυρία Μερόπη αποχώρησε βιαστική. Η Τασία έκανε πως κάτι σκάλιζε στο μπλοκάκι. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, ένοιωσε την Κυρία να παρακολουθεί την άλλη κυρία που απομακρυνόταν. Προς τα πού θα φυσούσε τώρα ο άνεμος; Η Τασία σφίχτηκε προληπτικά.

Αλλά η Κυρία έπιασε να κάνει τον κύκλο της πλατείας, χωρίς περαιτέρω σχόλια.

Το ιδρωμένο πρόσωπο του παπά-Κυριάκου ξεπρόβαλε πίσω απ’ τον εξερευνητή.

«Τι σου είναι ο άνθρωπος!», σκέφτηκα. «Εκεί που τον έχεις ξεγράψει, δίνει μια, κι’ αναγεννιέται μέσ’ από τις στάχτες του».

Όμως χτύπησε το Σήμαντρο και έπρεπε να διακόψουμε. Μάζεψα όπως-όπως τα συμπράγκαλά μου και φύγαμε τρέχοντας. Στο δρόμο, ο Γέροντας μου πέταξε μέσ’ απ’ τα δόντια του:

«Και να θυμάσαι. Το μυστικό της φύσης κρύβεται στις κλίμακες».

Τον κοίταξα ερωτηματικά. Κουτρουβαλούσαμε τις σκάλες εκείνη την στιγμή, αλλά ο Γέροντας σταμάτησε και προσπάθησε να μου εξηγήσει. Το μόριο μιας ορμόνης, είπε, που «αναζητά» το ταίρι του, ο μηχανισμός αυτορύθμισης της πίεσης του αίματος αλλά και ένα ολόκληρο σώμα που κινείται με ταχύτητα—όλ’ αυτά είναι φαινόμενα που συμβαίνουν σε διαφορετικές κλίμακες, αλλά βασίζονται και εξαρτώνται το ένα απ’ τ’ άλλο. Οι φαινομενικά πολύπλοκες συμπεριφορές του φυσικού κόσμου που προσλαμβάνουν οι αισθήσεις μας συντίθενται από μικροσκοπικά δομικά στοιχεία που ενώνονται βήμα-βήμα, απ’ την μια κλίμακα στην άλλη, εφαρμόζοντας επαναληπτικά τους ίδιους, πάντα, απλούς κανόνες. Μέσω του εξερευνητή, ο χρήστης αποκτά πρόσβαση στις κλίμακες αυτές και, με τις κατάλληλες επεμβάσεις, μπορεί να χτίσει, από το μηδέν σχεδόν, οτιδήποτε του περνάει απ’ το μυαλό.

«Όμως, προσοχή!» είπε και με έδειξε απειλητικά με το δάχτυλο. «Το μυστικό αυτό απαιτεί σεβασμό. Η γνώση του δεν σημαίνει πως γίνεται κανείς, αυτομάτως, παντοδύναμος. Υπάρχουν όρια. Αν τα παραβιάσεις, θα το πληρώσεις πολύ ακριβά».

Όρια; Τι όρια;

«Τα ζωντανά κύτταρα, ας πούμε. Μόνο πολύ πεπειραμένοι χρήστες μπορούν ν’ αντέξουν την πίεση που απαιτείται κατά την σύνθεσή τους».

Με κοίταξε καλά-καλά να δει αν είχα καταλάβει, μετά μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και απομακρύνθηκε βιαστικά.

Θα συμβαίνει και σε άλλους, φαντάζομαι. Στην ζωή μου, τα πιο σημαντικά πράγματα είναι σαν να γίνονται από μόνα τους, χωρίς την δική μου συμμετοχή. Σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση, για παράδειγμα. Την παραμικρή ιδέα δεν έχω πώς έγινε και κόλλησα. Έφταιξε κάτι στο ύφος του παπά-Κυριάκου; Ήταν δική μου διαστροφή; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως τις επόμενες ημέρες—και εβδομάδες—το μυαλό μου επέστρεφε, συνεχώς επέστρεφε, στη ριμάδα εκείνη φράση του παπά-Κυριάκου. Μισόκλεινα τα μάτια και προσπαθούσα να φανταστώ με τι μπορεί να έμοιαζαν αυτοί οι «πολύ πεπειραμένοι χρήστες». Τρία πνεμόνια είχαν; Τέσσερα χέρια; Πώς τα κατάφερναν;

Αλλά, κακά τα ψέματα. Ήξερα πολύ καλά. Ο παπά-Κυριάκος αναφερόταν συχνά στα κατορθώματα των τεράτων της καταδυτικής, όπως ο Μπαχτιάροφ ή οι αδελφοί Λόρενσεν. Πέρα απ’ τον όποιο μύθο τους, κατείχαν δεξιότητες που ήθελαν χρόνια—δεκαετίες, μάλλον—για να τις αναπτύξει κανείς. Αλλά, και τότε ακόμη, η επιτυχία κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη ήταν. Όμως εγώ, ούτε χρόνια είχα στην διάθεσή μου, ούτε και καμία όρεξη, στο τέλος-τέλος. Τις καταδύσεις τις έβλεπα ως ένα απλό μέσο για να πετύχω τον σκοπό μου, ο οποίος ήταν εντελώς διαφορετικός. Να πώς το φανταζόμουν πάνω-κάτω:

Θα „ταν Κυριακή, πρωί, κι“ ολόκληρη η Μονή θα „χε μαζευτεί στο Καθολικό. Εγώ, θα σηκωνόμουν όρθια και μέσ“ την απόλυτη σιωπή, θα σήκωνα ψηλά το ζωντανό κύτταρο που είχα κατασκευάσει. Όλοι θα „πεφταν κάτω ξεροί! Οι Γέροντες, αμήχανοι, θα ρωτούσαν ο ένας τον άλλο τ“ όνομά μου. Ο παπά-Κυριάκος θα τραύλιζε αμήχανα «εγώ της τα 'μαθα, όσα ξέρει» κι’ οι σύντροφοί μου… θα 'τρώγαν τα σκατά μου!

Παιδικές ανοησίες, θα πει κανείς. Πράγματι. Και δεν θα πείραζε, αν, πολύ γρήγορα, το πράγμα δεν πήρε να στραβώνει. Ούτε και σ’ εμένα την ίδια δεν τόλμησα να το ομολογήσω ποτέ καθαρά, αλλά πέθαινα από επιθυμία να κάνω αυτό που ο παπά-Κυριάκος μου είχε ρητά απαγορεύσει, να φτιάξω δηλαδή ένα ολοκληρωμένο, ζωντανό κύτταρο.

Πέρα όμως, απ’ αυτή καθ’ αυτή την επιθυμία μου, δεν ήξερα πώς να προχωρήσω. Ούτε πώς να ξεκινήσω καν δεν μπορούσα να φανταστώ. Σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβω, το μυαλό μου άρχισε να ξεφεύγει. Στην τάξη, έπαψα να παρακολουθώ. Στην Τράπεζα, ούτε μπουκιά δεν μου κατέβαινε. Στον Θάλαμο, δεν άνοιγα το στόμα μου. Περιφερόμουν, αμίλητη, στους μακριούς, πέτρινους διαδρόμους της Μονής κι’ αλλού πατούσα κι’ αλλού βρισκόμουν. Κοιμόμουν ελάχιστα, ανέπνεα σπάνια. Πριν το πολυκαταλάβω η ζωή μου όλη—που δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο, έτσι κι’ αλλιώς—μαράθηκε. Το μόνο που μ’ απέμεινε ήταν αυτή η σκέψη, αυτή η αγωνία, που, σαν μπαλάκι του πινγκ-πονγκ, χτυπιόταν μέρα-νύχτα μέσ’ το μυαλό μου. Αδιέξοδο.

Ώσπου, τελείως αναπάντεχα, μου ήρθε η λύση!

Δεν ήταν λύση η ιδέα μου, σκέτο ρεζιλίκι ήταν. Και, στην αρχή τουλάχιστον, δοκίμασα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό. Κάποια στιγμή όμως, αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως στην κατάσταση που βρισκόμουν, ήμουν αναγκασμένη να δοκιμάσω οτιδήποτε. Οτιδήποτε!

Η λύση που σκέφτηκα ήταν πολύ απλή. Αφού ούτε τις απαραίτητες δεξιότητες είχα, ούτε και την εμπειρία για να εκτελέσω μόνη μου την κατάδυση που ονειρευόμουν, γιατί να μην την έκλεβα; Ήταν δυνατόν, κανείς, ποτέ, να μην είχε επιχειρήσει κάτι παρόμοιο; Δεν μπορούσα να αντιγράψω;

Μόλις παραδέχτηκα πως η κλοπή ήταν η μόνη ρεαλιστική προοπτική, όλη η αγωνία μου ξεφούσκωσε. Άρχισα, όσο μπορούσα πιο ψύχραιμα, να σκέφτομαι το πρόβλημα. Ποιοι μέσα στη Μονή μπορεί να καταγίνονταν με τέτοια πράγματα; Από ποιον θα μπορούσε ν’ αντιγράψει ακόμη κι’ ένας τόσο ανίδεος, όπως εγώ;

Δεν άργησα ν’ αρχίσω να φαντασιώνομαι πάλι. Θα „ταν βαθιά μεσάνυχτα κι“ εγώ θ’ ακροβατούσα επιδέξια στα περβάζια των παραθύρων της Μονής. Μ’ ένα παράτολμο άλμα θα έφτανα το κελί της Γερόντισσας που θα 'ταν άδειο, για καλή μου τύχη. Θα άνοιγα προσεκτικά… και λοιπά, και λοιπά.

Γιατί διάλεξα την Γερόντισσα, που ούτε καν τον λόγο δεν της είχα απευθύνει ποτέ, και όχι τον παπά-Κυριάκο, που ήταν και Γέροντάς μου; Επειδή ήταν πιο ηρωικό, προφανώς. Άσε που ο παπά-Κυριάκος θα το καταλάβαινε αμέσως, έτσι και άγγιζα τον εξερευνητή του. Ενώ η Γερόντισσα μου ήταν εντελώς άγνωστη, οπότε μπορούσα να την φαντάζομαι όπως ήθελα.

Αλλά δεν χρειάστηκε τίποτα απ’ όλ’ αυτά.

Στον θάλαμο, όσο ήμασταν, δεν μπορούσα να κάνω κουβέντα για το σχέδιό μου. Η κατάσταση με τους άλλους Συντρόφους ήταν πολύπλοκη. Αλλά αν υπήρχε ένα πράγμα για το οποίο ήμουν βέβαιη, ήταν πως δεν υπήρχε κανένας που να μπορούσα να εμπιστευθώ. Έλα όμως, που χρειαζόμουν πληροφορίες. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω ένα τρόπο να βγω μέσ’ απ’ το τέλμα στο οποίο είχα βυθιστεί. Άρχισα λοιπόν, πολύ προσεκτικά, να πηγαίνω και να χώνομαι, όπου άκουγα κουβέντα για καταδύσεις. Μοιάζει περίεργο, αλλά οι συζητήσεις αυτές ήσαν πολύ δημοφιλείς μέσ’ τον Θάλαμο. Μπορεί όλοι να φοβούνταν ν’ ασχοληθούν με τις καταδύσεις, να κοκορεύονται όμως και να τερατολογούν, δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Έστηνα λοιπόν κι’ εγώ αυτί, μήπως κι’ άκουγα τίποτα χρήσιμο.

Η αποκάλυψη συνέβη στα Λουτρά, τελικά. Περίμενα την σειρά μου να μπω, όταν κάπως έγινε και πιάσαμε κουβέντα μ’ έναν άγνωστό μου Σύντροφο. Δεν έτυχε να συστηθούμε και μετά την κουβέντα μας εκείνη δεν επιδίωξα να μάθω τ’ όνομά του. Απ’ τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε έγινε αμέσως φανερό πως ο Σύντροφος αυτός είχε ασυνήθιστες γνώσεις επί της καταδυτικής. Έκανε, από μόνος του, την διάκριση μεταξύ χρήστη εξερευνητή και Φωστήρα (περισσότερα γι’ αυτούς πάρα κάτω) και μου απαρίθμησε από μνήμης, έναν-έναν, όλους τους Τρόφιμους της Μονής που είχε ακουστεί, στο παρελθόν, πως καταγίνονταν με καταδύσεις—πραγματικές καταδύσεις, όχι την αηδία της Σύναξης (και γι’ αυτήν, περισσότερα, πιο κάτω). Μιλούσε παθιασμένα και απογοητεύτηκα, όταν μου περιέγραψε και μια δική του κατάδυση, γιατί γινόταν αμέσως φανερό πως ο κακομοίρης ήταν εντελώς «άβαθος». Ας είναι καλά πάντως, γιατί απ’ αυτόν άρχισε να ξετυλίγεται ο μίτος.

Μόλις έμεινα μόνη κατέγραψα τα ονόματα των Τροφίμων που μου είχε αναφέρει, μην τα ξεχάσω. Κατά την διάρκεια των επόμενων ημερών, ασχολήθηκα—πολύ διακριτικά—να εντοπίσω ποιο πρόσωπο κρυβόταν πίσω από κάθε όνομα. Κάθε φορά που έβρισκα κάποιον, τον κοίταγα με λαχτάρα, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς περίμενα.

Σημειωτέον πως τότε που γίνονταν όλ’ αυτά, εγώ πήγαινα Τετάρτη. Οι νεότεροι Τρόφιμοι του καταλόγου πήγαιναν Έκτη κι’ οι υπόλοιποι Γυμνάσιο. Σαν Αρειανοί μου φαίνονταν όλοι τους, όποια τάξη και αν πήγαιναν. Δεν φταίω εγώ γι’ αυτό. Λόγω «Μεγάλου Αδελφού»—του συστήματος που είχε η Μονή οι μεγαλύτεροι να προσέχουν τους μικρότερους—εμείς, οι μικροί, δεν διανοούμασταν να απευθύνουμε πρώτοι τον λόγο σε κάποιον μεγαλύτερο. Μπορεί ένας Μεγάλος Αδελφός να ήταν απίθανο ν’ απλώσει χέρι πάνω σου, αλλά, σε κάθε περίπτωση, ήθελε μεγάλη προσοχή κάθε τέτοια προσέγγιση—πολύ μεγάλη προσοχή. Έπρεπε να πετύχω κάποιον—μόνο του, οπωσδήποτε—ο οποίος να είναι σχετικά συγκαταβατικός, ώστε να μην με αποπάρει κατ’ ευθείαν, αλλά και που να ξέρει να μου πει κάτι χρήσιμο. Όχι πολύ πιθανό σενάριο.

Και όμως. Έτσι ακριβώς συνέβη.

Όχι με την πρώτη όμως. Χρειάστηκαν αρκετές απόπειρες όπου κάθε φορά εγκατέλειπα, επειδή, την τελευταία στιγμή, κάτι δεν πήγαινε καλά. Ώσπου ένα μεσημέρι, στις Τράπεζες, κατάφερα να ξεμοναχιάσω έναν απ’ τους Συντρόφους του καταλόγου. Ιωάννη τον έλεγαν. Μόλις τον είδα, μόνο του, να περιφέρεται, είπα «Να η ευκαιρία». Από φόβο μήπως και δειλιάσω, έτρεξα κι’ έπεσα με δύναμη πάνω του. Βρεθήκαμε ξάπλα και οι δύο. Ο Ιωάννης γύρισε και μ’ αγριοκοίταξε. Τα μάτια του ήσαν πράσινα-μπλε, παρατήρησα. Εγώ, με το βλέμμα κάτω, ως όφειλα, άρχισα αμέσως ν’ απολογούμαι. Αυτός, κάτι πήγε να πει, αλλά άλλαξε γνώμη. Σηκώθηκε, κι’ έκανε να φύγει. Αυτό ήταν. Τον έχανα!

Ως τότε, πέρα από τυπικές φράσεις, δεν είχα ποτέ απευθύνει τον λόγο σε Μεγάλο Αδελφό. Δεν ήξερα πώς να του μιλήσω. Προσπάθησα, όσο καλύτερα μπορούσα, να του εξηγήσω τι ήθελα να κάνω. Στο τέλος, πρόσθεσα πως μοναδική μου φιλοδοξία ήταν κάποτε να καταφέρω να μοιάσω σε έναν τόσο πεπειραμένο, επαγγελματία, χρήστη εξερευνητή, όπως αυτός. Απελπισία!

Ο Ιωάννης θα πίστεψε πως ήμουν καθυστερημένη—και δίκιο είχε, μάλλον. Αλλά την κολακεία, και γελοία να σου φανεί, δύσκολα την προσπερνάς. Και ο Ιωάννης δεν την βρήκε γελοία. Κάθε άλλο.

«Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ αυτά;», ρώτησε φιλύποπτα, μπας και τον δουλεύω.

Δεν βρήκα τι πω. Χαμήλωσα πάλι σεμνά το βλέμμα, για μια στιγμή, και μετά τον ξανακοίταξα.

«Κι’ ο Γέροντάς σου τι λέει;» ξαναρώτησε ο Ιωάννης.

«Δεν τον ρώτησα», αναγκάστηκα να παραδεχτώ.

Κάποιος, πίσω μας, φώναξε τ’ όνομα του. Ο Ιωάννης, γύρισε και ξεκίνησε προς την κατεύθυνση της φωνής.

Ο κόσμος πήρε να γκρεμίζεται. Όμως εκεί που έφευγε, ο Ιωάννης κοντοστάθηκε, γύρισε και μου σφύριξε χαμηλόφωνα. «Ελεύθερα πρωτόκολλα χρειάζεσαι. Στη Βιβλιοθήκη κοίτα». Μετά, απομακρύνθηκε.

Ελεύθερα πρωτόκολλα; Τι 'ταν αυτό πάλι;

Να εξηγήσω τώρα μερικά πράγματα περί καταδυτικών πρωτοκόλλων.

Κατά την διάρκεια μιας κατάδυσης, το περιβάλλον γύρω από τον χρήστη βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Δεν υπάρχουν σταθερά, αναγνωρίσιμα σημάδια, ώστε να ξέρει κανείς πού βρίσκεται. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο χρήστης είναι να προσφύγει στα χαρακτηριστικά της ίδιας του της κατάδυσης (πχ. κατεύθυνση, ταχύτητα, χρόνος, κλπ), μια και είναι το μόνο πράγμα υπό τον έλεγχό του. Όταν, για παράδειγμα, λέει πως βρίσκεται στην θέση «31.5 - 5 - 12», αυτό που εννοεί είναι πως η κατάδυσή του έχει κατεύθυνση 31.5 μοίρες, ταχύτητα 5 κλίμακες/sec και χρόνο κατάδυσης 12 δευτερόλεπτα. (Στην πραγματικότητα, τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν μια καταδυτική θέση είναι πολύ περισσότερα από τρία).

Το άλλο πράγμα που πρέπει να έχει κανείς υπόψη του είναι συνέπεια του προηγούμενου. Στον καθημερινό μας κόσμο όταν θέλουμε να κατευθύνουμε κάποιον, μπορούμε να πούμε για παράδειγμα «μόλις περάσεις το κόκκινο κτίριο του ταχυδρομείου, στρίψε δεξιά και προχώρα δύο τετράγωνα μέχρι να δεις το πράσινο σπίτι». Στην περίπτωση των καταδύσεων δεν μπορούμε να πούμε τίποτα τέτοιο. Ο μόνος τρόπος για να κατευθύνουμε κάποιον είναι να του πούμε σημείο-σημείο πώς να φτάσει εκεί που θέλει: π.χ. από την θέση «31.5 - 5 - 12» πήγαινε στην «33 - 1 - 4», που σημαίνει πως αφού προχωρήσεις επί 12 δευτερόλεπτα και με ταχύτητα 5 κλίμακες/sec στις 31.5 μοίρες, πρέπει να στρίψεις στις 33 μοίρες, να επιβραδύνεις στην 1 κλίμακα/sec και να συνεχίσεις έτσι για 4 δευτερόλεπτα.

Πρωτόκολλο λοιπόν, στις καταδύσεις, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ακολουθία τέτοιων συντεταγμένων: «31.5 - 5 - 12», «33 - 1 - 4», κλπ. Ο χρήστης εισάγει τις πληροφορίες στον εξερευνητή και η συσκευή εκτελεί την κατάδυση από το ένα σημείο στο άλλο ώσπου να φτάσει τον χρήστη στο τελευταίο σημείο. Αν ο χρήστης καταδυθεί χωρίς πρωτόκολλο, τότε πρέπει να οδηγήσει ο ίδιος, ελεύθερα, τον εξερευνητή και…όπου τον βγάλει.

Την περίοδο που είχα την στιχομυθία εκείνη με τον Ιωάννη, η σχέση μου με την Βιβλιοθήκη της Μονής (και γι’ αυτήν θα πω πιο κάτω) ήταν όπως όλου του κόσμου. Ούτε πρωτόκολλα ήξερα τι είναι—και πόσο μάλλον τα «ελεύθερα»—ούτε μου είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό πως η Βιβλιοθήκη μπορεί να διέθετε πράγματα χρήσιμα για καταδύσεις. Όλ’ αυτά τ’ ανακάλυψα σιγά-σιγά το επόμενο διάστημα.

Πριν συνεχίσω, να διευκρινίσω κάτι ακόμη περί ελεύθερων πρωτοκόλλων. Η χρήση τους έχει ρίσκο. Η δημοσίευση τέτοιων πρωτοκόλλων δεν γινόταν από την Αρχιεπισκοπή—άλλο αν έκανε τα στραβά μάτια για δικούς της λόγους. Εγγύηση πάντως δεν υπήρχε καμία πως ένα ελεύθερο πρωτόκολλο θα έκανε αυτό που έλεγε η περιγραφή του. Η ιδέα ήταν πως αφού ήταν ελεύθερο, όποιος ενδιαφερόταν, δεν είχε παρά να το φορτώσει στον εξερευνητή και να δοκιμάσει. Κι’ αν αντί για το εσωτερικό ενός ριβοσώματος ο δύτης ανακάλυπτε πως βρισκόταν στην Καπερναούμ, πρόβλημά του…

Όσο για μένα, δεν είχα άλλη επιλογή.

Πέρασα καιρό με το τερματικό μου, ψαχουλεύοντας στη Βιβλιοθήκη. Στην αρχή, με απασχολούσε που ο παπά-Κυριάκος δεν μου είχε αποκαλύψει την ύπαρξή των πρωτοκόλλων. Μήπως, πέρα απ’ το ενδεχόμενο να βρεθώ αλλού ντ’ αλλού, υπήρχε και κάποιο άλλο, πολύ χειρότερο, ενδεχόμενο; Μήπως κινδύνευα να παγιδευτώ κάπου και γι’ αυτό ο Γέροντας δεν μου έκανε λόγο; Μήπως ο Ιωάννης ήξερε και δεν πρόλαβε να με προειδοποιήσει; Κι’ αν το είχε κάνει επίτηδες, για να κάνει πλάκα;

Το μόνο που συγκρατούσε κάπως τον φόβο μου, ήταν πως καταλάβαινα ότι οι γνώσεις μου ήσαν ακόμη τόσο λιγοστές, ώστε όλα όσα μου περνούσαν από το μυαλό, μόνο σαχλαμάρες μπορεί να ήσαν.

Ευτυχώς, με την πάροδο του χρόνου απορροφήθηκα τόσο με τις καταδύσεις, που ξέχασα όλες μου τις αμφιβολίες.

«Τι σου έχω πει για όταν είμαστε με άλλες κυρίες;»

Η ερώτηση της Κυρίας ήρθε εντελώς απροειδοποίητα, αρκετά λεπτά αργότερα. Η Τασία αναπήδησε ξαφνιασμένη.

«Συγγνώμη Κυρία. Θα προσέχω περισσότερο άλλη φορά», βιάστηκε να απαντήσει.

«Όχι, θέλω να μου πεις. Νομίζεις πως δεν είναι του επιπέδου σου αυτά; Πως είσαι για καλύτερα;»

«Μα τι λέτε τώρα Κυρία. Ντροπή… Μια στιγμή μόνο αφαιρέθηκα κι’ έτυχε εκείνη την…»

«Αφαιρέθηκες; Τι πάει να πει αφαιρέθηκες;»

«Συγγνώμη Κυρία. Σας ζητώ συγγνώμη. Τι άλλο να πω;»

«Ξέρεις τι θα σκέφτεται τώρα για μένα αυτή η κατσίκα;»

«Κυρία, σας ζητώ συγγνώμη».

Η Κυρία ξεφύσηξε με θόρυβο. Η Τασία σφίχτηκε περιμένοντας και νέα επίθεση, που όμως, δεν ήρθε. Η Κυρία συνέχισε να περπατάει αμίλητη. Βαρέθηκε ή είχε γίνει κάτι στην τελε-νοβέλα;

Σαν δαρμένο σκυλί ακολουθούσε πίσω της η Τασία. Αφού την ήξερε, γιατί δεν υπάκουε αμέσως κάθε της εντολή; Όμως, ξεχνιόταν. Ήθελε κι’ αυτή να κάνει κάτι. Να συμμετάσχει κάπως, στην κοινή τους ζωή. Άκου στην «κοινή τους ζωή»!

«Πόσο έβαλες;», ρώτησε σε λίγο η Κυρία. «Φτάνει για μέχρι το Χαλάνδρι;»

«Πιστεύω ναι, Κυρία».

«Φτάνει ή δεν φτάνει; Αποφάσισε».

«Φτάνει» την διαβεβαίωσε η Τασία, χωρίς να το πιστεύει.

«Για να δούμε, για να δούμε» είπε η Κυρία. «Αλλά θα πάμε με τα πόδια. Έχουμε καιρό να περάσουμε».

Η Κυρία βγήκε στην λεωφόρο Πεντέλης και ξεκίνησε να κατηφορίζει. Η ερώτησή της είχε να κάνει με την ποσότητα περιηγητή που είχε βάλει το πρωί η Τασία. Θα έφτανε μέχρι το Χαλάνδρι ή θα τους άφηνε στη μέση; Αυτό ήταν ένα απ’ τ’ αγαπημένα παιχνιδάκια της Κυρίας. Δεν έλεγε της Τασίας πώς λογάριαζε να περάσουν την ημέρα τους—πιθανότατα, ούτε η ίδια δεν ήξερε—και μετά την κατηγορούσε όποια επιλογή κι’ αν είχε κάνει. Αν είχε βάλει αρκετό περιηγητή, επειδή τον σκόρπαγε απερίσκεπτα. Αν είχε βάλει λίγο, επειδή της χάλαγε τα σχέδια.

Η Τασία κοίταζε σταθερά μπροστά της. Ένιωθε αυτήν την υποψία αναγούλας ν’ ανεβαίνει απ’ το στομάχι της. Άλλη μια μέρα μπροστά τους γεμάτη ανόητους θυμούς και ανώφελο εκνευρισμό. Πώς άντεχε να ζει έτσι η Κυρία; Και όχι μόνο άντεχε, το διασκέδαζε κιόλας. Από άλλη πάστα πρέπει να 'ταν φτιαγμένη.

Καταδυτικό πρωτόκολλο που, αρχίζοντας απ’ το τίποτα (ή σχεδόν τίποτα), να καταλήγει στην δημιουργία ολοκληρωμένου κύτταρου, δεν υπήρχε στην Βιβλιοθήκη—αυτή ήταν η απλή αλήθεια. Για να το πιστέψω, χρειάστηκε να ρίξω μια πρόχειρη, τουλάχιστον, ματιά σε όλα τα πρωτόκολλα που υπήρχαν στην Βιβλιοθήκη, δουλειά που μου πήρε εβδομάδες.

Το περίεργο είναι πως ακόμη κι όταν κατάλαβα ποια ήταν η κατάσταση, ούτε τότε μ’ έπιασε πανικός. Ίσως να βοήθησαν όλες εκείνες οι απανωτές, μοναχικές καταδύσεις στην Βιβλιοθήκη. Μπορεί να μου τόνωσαν την αυτοπεποίθηση. Ξανά και ξανά το μυαλό μου επέστρεφε στα λόγια του παπά-Κυριάκου: «Το μυστικό της φύσης κρύβεται στις κλίμακες». Ωραία, αλλά τι σήμαινε αυτή η φράση; Τι συνέπειες μπορεί να είχε; Ήταν δυνατόν να σχετιζόταν με το τωρινό μου πρόβλημα;

Με τα πολλά, κατέληξα πως όχι μόνο είχε σχέση, αλλά σε αυτό ακριβώς ήταν που αναφερόταν!

«Κυρία, με συγχωρείτε;»

Σιωπή. Καμία απάντηση.

«Με συγχωρείτε, Κυρία. Μπορώ να σας πω κάτι;»

Η Κυρία γύρισε. Κοίταξε την Τασία ερωτηματικά. Πίστευε πως η Παραμάνα της ήθελε να απολογηθεί, και πάλι, για την αναιδέστατη της συμπεριφορά και ήταν αποφασισμένη να μην της χαριστεί—όχι ακόμη. Η Τασία πολύ θα 'θελε να της έβγαζε τα μάτια, αλλά το κατάπιε.

«Κυρία, σήμερα δεν είναι εκείνη η έκθεση που σας είχε πει η κυρία Ανδρομάχη;»

Η Κυρία ανασήκωσε τα φρύδια της. Της άρεσαν πολύ οι εκθέσεις.

«Και γιατί δεν το λες τόση ώρα;» Η Τασία δεν είχε κάποια καλή απάντηση σ’ αυτό. Κράτησε το στόμα της κλειστό και το βλέμμα κάτω, στον δρόμο. Δεν κουνήθηκε όμως, σημάδι πως ήθελε και κάτι ακόμη. Η Κυρία κατάλαβε. «Ναι; Τι;»

«Μήπως να μην πάμε με τα πόδια; Αν κλείσουν νωρίς…»

«Εμ, βέβαια. Τώρα που το θυμήθηκες. Πα, πα, πα. Χάνω την ώρα μου μαζί σου», είπε η Κυρία κι’ εξαφανίστηκε απ’ το οπτικό πεδίο της Τασίας.

Δεν το πίστευε η Τασία πόσο εύκολα πέτυχε το κόλπο της.

Βιάστηκε να ακολουθήσει.

Δεν ήταν τυχαίο, κατέληξα, που στην Βιβλιοθήκη δεν υπήρχε το πρωτόκολλο που χρειαζόμουν. Δεν υπήρχε, επειδή αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν αδύνατον, τουλάχιστον έτσι όπως προσπαθούσα να το κάνω.

Για να λύσω το πρόβλημα χρειάστηκε ν’ αλλάξω εντελώς τρόπο σκέψης. Αντί να ψάχνω για ένα-ένα τα βήματα της λύσης, έπρεπε να σκεφτώ από μέσα προς τα έξω. Για να πάω απ’ το μόριο στο οργανίδιο και από εκεί στο ολοκληρωμένο κύτταρο, οι καταδύσεις έπρεπε να γίνουν σε διαφορετικές κλίμακες, όμως κάθε επόμενη να ξεκινά μέσ’ απ’ το αποτέλεσμα της προηγούμενης. Κάπως δηλαδή σαν εκείνες τις ρωσικές κούκλες που είναι η μια μέσα στην άλλη!

Ενδεικτικά πρωτόκολλα για τα απαραίτητα σωματίδια—τον πυρήνα, το ριβόσωμα, το σωματίδιο Golgi, το μιτοχόνδριο, κλπ—είχα βρει αρκετά. Το μόνο που έλειπε ήταν το πώς έπρεπε να τα συνδέσω μεταξύ τους και, βέβαια, να εκτελέσω τις αντίστοιχες καταδύσεις.

Τις φοβόμουν τις καταδύσεις αυτές, οφείλω να πω. Αλλά, τελικά, αποδείχτηκε πως δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Ίσως, και εδώ, να βοήθησαν οι αναγνωριστικές καταδύσεις που είχα εκτελέσει προηγουμένως. Το πρόβλημα—γιατί προέκυψε πρόβλημα τελικά, δεν είχε χάπι-έντ αυτή η ιστορία—μου βγήκε απ’ αλλού, από μεριά που καθόλου δεν περίμενα.

Αν θυμάμαι καλά, μου πήρε κάτι λιγότερο από τρεις μέρες ξέφρενης δραστηριότητας για να ξεπατικώσω ένα-ένα τα αποσπασματικά πρωτόκολλα που είχα εντοπίσει στη Βιβλιοθήκη, να μπουρδουκλώσω κακήν-κακώς όσα μου έλειπαν και να εκτελέσω την μια μέσα στην άλλη τις σχετικές καταδύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ένας κυτταρικός Φρανκεστάιν που, κουτσά-στραβά, συνέθετε τριφωσφορική αδενοσίνη, το ενεργειακό «νόμισμα» του κυττάρου. Λειτουργούσε, με άλλα λόγια, το κατασκεύασμά μου. Λειτουργούσε!

Οπότε; Πού ήταν το πρόβλημα;

Δεν έκανε μίτωση, το ρημάδι. Ψοφούσε πριν προλάβει να πολλαπλασιαστεί! Και για κάθε νέα δοκιμή, έπρεπε να κάνω όλες τις καταδύσεις πάλι από την αρχή!

Μόλις έφτανε η ώρα της μίτωσης—γιατί έφτανε, μέχρι εκεί τα είχα καταφέρει—ο πυρήνας άρχιζε να τρεμουλιάζει, σταφίδιαζε και στο τέλος διαλυόταν στα εξ’ ων συνετέθη. Και τον πυρήνα ειδικά, τον είχα φτιάξει ολόκληρο με βάση ένα μοναδικό πρωτόκολλο, που δεν μπορεί να ήταν λάθος, όχι τελείως τουλάχιστον. Αλλά επειδή ακριβώς βασιζόταν σε ένα και μόνο πρωτόκολλο, ήταν μαύρο κουτί για μένα, δεν ήξερα πώς να τον χαρχαλέψω.

Όσο κι’ αν προσπάθησα, το πράγμα κάπου εκεί παρέμεινε, δυστυχώς.

Δεν χρειάζεται να πω πόσο απογοητεύτηκα. Όλη αυτή η φασαρία και στο τέλος το κύτταρο να μου μείνει ζαβό. Όμως είχα φτάσει μακριά, ανέλπιστα μακριά. Κάποια αξία δεν είχε κι’ αυτό; Ίσως. Τα πράγματα, πάντως, εξελίχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα από εκεί και πέρα.

Το λάθος ήταν όλο δικό μου, περιττό να πω. Αν και δεν βλέπω πώς θα μπορούσα να το είχα αποφύγει. Τι έπρεπε να κάνω δηλαδή, να πιάσω τον παπά-Κυριάκο και να του πω «Προσπάθησα να παραβώ την εντολή σας, αλλά δεν τα κατάφερα. Μπορείτε να με βοηθήσετε;». Και τότε, αυτός, τι θα μου απαντούσε; Τι μπορεί να μου απαντούσε;

Και σαν να μην έφτανε αυτό, δεν υπήρξε ποτέ κάποια συγκεκριμένη στιγμή που να είπα «Τελείωσα. Το έφτιαξα». Δεν υπήρξε, επειδή, όπως μόλις εξήγησα, το κύτταρο είχε μείνει ζαβό, δεν έπαιζε στο σημείο που μετρούσε. Δεν αναπαραγόταν. Το ότι κανείς, ποτέ, δεν το πρόσεξε, είναι καθαρή σύμπτωση. Πώς μπορούσα να φανταστώ τέτοιο πράγμα;

Αυτό που ονομάζω «λάθος» μου, είναι τα μηνύματα. Ήταν ανοησία μου, το παραδέχομαι. Από την στεναχώρια μου κυρίως τα έστειλα, επειδή δεν έπαιζε το ρημάδι. Πάντως, δεν έχω δικαιολογία. Αφού την ήξερα την κατάσταση στην Μονή, τι τα 'θελα; Οπότε, καλά να πάθω, δεν έχω κάτι άλλο να πω.

Τι συνέβη; Κάποια στιγμή, εκεί προς το τέλος, όταν πια το κύτταρο είχε αρχίσει να είναι σχετικά επιδείξιμο, άρχισα να στέλνω μηνύματα στον Θάλαμο. Παιδικές ανοησίες ήταν του τύπου «αν σας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, υπάρχει κάποιος που ξέρει πώς να το κάνει», συνοδευόμενα από αστεία—κατά την γνώμη μου—ανιμάτιονς του κυττάρου να κουνάει τα σωθικά του για να φαίνεται πως είναι ζωντανό. Τα μηνύματα εκείνα ήσαν ανυπόγραφα μεν, αλλά δεν προσπάθησα ιδιαίτερα να κρύψω την ταυτότητα του αποστολέα τους. Πέθαινα να με ανακαλύψουν. Να με θαυμάσουν.

Για να μην τα πολυλογώ, κάποιος πρέπει να με κάρφωσε στον παπά-Κυριάκο. Ποιος, ποτέ δεν έμαθα. Ούτε και ενδιαφέρθηκα να μάθω. Δεν είχε σημασία. Θα συνέβαινε, αργά ή γρήγορα.

Την θυμάμαι καθαρά την στιγμή. Ήμασταν στο διάλειμμα, όταν ξαφνικά, μερικοί Σύντροφοι ήρθαν και με περικύκλωσαν χοροπηδώντας. Με τραγουδιστή φωνή μου ανακοίνωσαν πως ο παπά-Κυριάκος με ήθελε «ατάκα»! Απορημένη, που ο Γέροντας χρησιμοποίησε το γλωσσικό ιδίωμα των Φυλάκων, πήγα προς το μέρος του. Τίποτα δεν υποψιαζόμουν ακόμη.

Ο παπά-Κυριάκος με κοίταξε με ύφος πολύ περίεργο. Όμως δεν είπε τίποτα, εκείνη την στιγμή. Μας φώναξε όλους γύρω του και μας γύρισε πίσω στην Τάξη—πριν χτυπήσει το Σήμαντρο. Κανείς δεν το βρήκε περίεργο αυτό, μόνο εγώ. Συνεννοημένοι ήσαν; Μπορεί. Δεν ξέρω.

Ο Γέροντας περίμενε να μπούμε όλοι μέσα, μετά έκλεισε προσεκτικά την πόρτα και έγινε… της κολάσεως.

Με φωνή που τρεμούλιαζε ελαφρά μας ανακοίνωσε πως «είχαν περιέλθει στην προσοχή του ανώνυμα μηνύματα που περιείχαν ενδείξεις αντι-μοναστικής συμπεριφοράς». Έκανε μια παύση—για να συνειδητοποιήσουμε, όλοι, το βάρος της δήλωσής του—και κάλεσε τον υπεύθυνο να αποκαλυφθεί.

Η τάξη, ολόκληρη, γύρισε και με κοίταξε!

«Τι; Δεν πιστεύω να λέτε για εκείνο το…», δοκίμασα να ψελλίσω. Καμία τύχη δεν είχα. Αμίλητος ο παπά-Κυριάκος μού άρπαξε τον εξερευνητή απ’ τα χέρια, έριξε μια ματιά στην κατασκευή μου για να επιβεβαιώσει και τυπικά την ύπαρξή της και μετά… με πήρε ο διάολος και με σήκωσε. Το τι άκουσα δεν λέγεται. Τόσος ήταν ο θυμός του, που παρά την σύγχυσή μου, απορούσα. Γιατί είχε θυμώσει τόσο πολύ;

Κάποια στιγμή κουράστηκε να φωνάζει, όμως το ύφος του έδειχνε πως δεν είχε ακόμη χορτάσει. Κούνησε το κεφάλι του, σαν εκείνη την στιγμή να έπαιρνε την απόφαση, και κάλεσε τον Επιτηρητή Ορόφου. Με έδειξε με ένα γαμψό, τρεμάμενο δάχτυλο και του είπε να με αναλάβει.

Εγώ, καλώς ή κακώς, είχα μείνει σύξυλη. Με τίποτα δεν περίμενα να συμβούν τέτοια πράγματα. Μπορεί η ατμόσφαιρα στην Μονή να ήταν αυτή που ήταν, αλλά ούτε να με προδώσουν οι Σύντροφοί μου περίμενα, ούτε να θυμώσει τόσο ο παπά-Κυριάκος, ώστε να φωνάξει τον Επιτηρητή. Αυτό ήταν το έσχατο ποινικό μέτρο που μπορούσε να λάβει ένας Γέροντας μέσα σε Τάξη. Στο μυαλό μου τουλάχιστον, κλήση Επιτηρητή, ισοδυναμούσε με Καιάδα. Εκεί κάπου μου ήρθαν και τα πρώτα δάκρυα. Προσπάθησα όμως, και κρατήθηκα, λίγο-πολύ.

Ο Επιτηρητής μπήκε στην Τάξη σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. Με βούτηξε με τη βουκέντρα του, και χωρίς πολλά-πολλά με πήγε και με κλείδωσε σ’ εκείνο το μικρό γραφειάκι, που υπήρχε σε κάθε όροφο. Βγαίνοντας, μου είπε, όχι απλώς να μην κινηθώ, ούτε ν’ αναπνεύσω. Τα’ χα τόσο χαμένα, που πρέπει να προσπάθησα ν’ ακολουθήσω την εντολή του. Έμεινα εκεί, εντελώς ακίνητη, να κοιτάω τον απέναντι τοίχο. Πού και πού ένα τρέμουλο με διέτρεχε ολόκληρη, σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ούτε τότε όμως έκλαψα. Δεν έκλαψα.

Όταν τελείωσε η διδακτική ώρα, ο παπά-Κυριάκος, κι’ ο Επιτηρητής, επέστρεψαν στο κελί μου. Σαν θυμωμένα ζώα έκαναν. Μ’ έσυραν έξω και με οδήγησαν στο γραφείο της Γερόντισσας. Ο θεός με λυπήθηκε και η ίδια, απουσίαζε. Στην θέση της ήταν ο πατήρ Ματθαίος, ο γραμματικός της. Ο πατήρ Ματθαίος έσμιξε κάτι πυκνά, μαύρα φρύδια, που διαγράφονταν καθαρά κάτω απ’ την καλύπτρα του και άκουσε με προσοχή τον παπά-Κυριάκο να του εξιστορεί τα αμαρτήματά μου. Το μόνο που θυμάμαι ήταν οι φουσκωμένες φλέβες στο λαιμό του παπά-Κυριάκου, εκεί που ενωνόταν η καλύπτρα με το χιτώνιο. Έξαλλος ήταν—ακόμη.

Δεν ξέρω αν ήταν ιδέα μου, αλλά κάποια στιγμή ο πατήρ-Ματθαίος πρέπει να έχασε το ενδιαφέρον του. Ίσως πείστηκε πως δεν ήταν το τόσο τρομερό το αμάρτημα μου. Όμως δεν διέκοψε τον παπά-Κυριάκο. Συνέχισε να τον παρακολουθεί προσεκτικά, μόνο που άρχισε να παίζει με μια μικρή, ξύλινη κλεψύδρα που είχε πάνω στο γραφείο του. Πίσω του ήταν ένα μεγάλο, παλιό ρολόι με δείκτες. Κάθε φορά που ο παπά-Κυριάκος σταματούσε να πάρει ανάσα, ο ήχος του ρολογιού πεταγόταν και προσπαθούσε να ηρεμήσει τον μαινόμενο δάσκαλό μου. Μάταια.

Όταν ο παπά-Κυριάκος τελείωσε, ο πατήρ Ματθαίος πρέπει να είχε, από ώρα, πάρει τις αποφάσεις του. Άνοιξε το Ποινολόγιο που είχε πάνω στο γραφείο του και κατέγραψε καλλιγραφικά τον κωδικό μου και δίπλα τον αριθμό «ένα»—μία, δηλαδή, ημέρα αποβολής. Μετά επαίνεσε—κάπως άχρωμα;—τον παπά-Κυριάκο για την ταχύτητα με την οποία διαλεύκανε την «ελεεινή αυτή απάτη, που αμαυρώνει τις διαχρονικές εκπαιδευτικές αξίες επί των οποίων θεμελιώθηκε και συνεχίζει να λειτουργεί, ιδιαιτέρως στους χαλεπούς τούτους καιρούς, η ιερά Μονή Παντοκράτορος Ταώ, η οποία…». Μετά γύρισε προς το μέρος μου, αναρωτήθηκε αν είχε νόημα να μου βγάλει κι’ εμένα έναν εξάψαλμο, αποφάσισε πως όχι, και μας ξαπέστειλε όλους μαζί.

Ο Επιτηρητής δεν είδα τι απέγινε. Μάλλον έφυγε απογοητευμένος μόλις κατάλαβε πως δεν θα χυνόταν αίμα. Ο παπά-Κυριάκος προχώρησε με κατεύθυνση πίσω, την Τάξη μας, κι’ εγώ προς τον θάλαμο, ν’ αρχίσω να εκτίω την ποινή μου. Παράλληλα, αναγκαστήκαμε να περπατήσουμε είκοσι περίπου βήματα, απ’ το γραφείο της Γερόντισσας μέχρι το κεφαλόσκαλο του ορόφου. Μετά, αυτός συνέχισε ίσια, ενώ εγώ έστριψα δεξιά. Θα τα θυμάμαι πάντα τα βήματα εκείνα. Κοίταγα την πλάτη του Γέροντα και ευχόμουν να τον δω να διακτινίζεται σε κάποιο μακρινό, καθόλου παράλληλο, σύμπαν. Με είχε αδικήσει. Πέρα και πάνω απ’ όλα, με είχε αδικήσει. Και δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε Γέροντας. Ήταν ο μοναδικός με τον οποίο είχα νοιώσει κάποιο είδος κοινότητας. Όμως, τέλος. Τώρα πια, ούτε τον αέρα που αναπνέαμε, δεν άντεχα να μοιράζομαι μαζί του.

Τον θάλαμό μας τον πέτυχα άδειο. Στα μαλακά είχα πέσει, κι’ ας μην το καταλάβαινα εκείνη την στιγμή. Μικρότερη ποινή δεν μπορούσε να μου επιβάλει ο πατήρ-Ματθαίος—όχι, χωρίς να προσβάλλει τον παπά-Κυριάκο. Κάθισα προσεκτικά στην άκρη της κλινούλας μου. Άψογα διπλωμένο ήταν ακόμη το σκέπασμα, κι’ ας είχαν περάσει τόσες ώρες. Έβαλα τα κλάματα τότε, όσο μπορούσα πιο αθόρυβα. Έκλαψα με την ψυχή μου.

Προς Χαλάνδριο

Μόλις συνήλθε απ’ την μεταφορά, η Κυρία, διέσχισε την Βασιλέως Γεωργίου και, με βήμα ανυπόμονο, κατευθύνθηκε προς τα περίπτερα της έκθεσης απέναντι απ’ την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. «Κάπου εκεί θα βόσκουνε οι φιλενάδες της», σκέφτηκε η Τασία και δεν την ακολούθησε. Έμεινε εκεί που την άφησε ο περιηγητής, στο κηπάκι κάτω απ’ την εκκλησία. Αν τυχόν την χρειαζόταν η Κυρία, θα της έκανε νεύμα. Κατά τα άλλα, ήταν ελεύθερη.

Ο ουρανός ήταν γκρίζος. Ούτε ζέστη έκανε, ούτε κρύο. Οι διαβάτες βάδιζαν αφηρημένοι—χαμένοι, προφανώς, όλοι στις τελε-νοβέλες τους. «Τι θέλουν τότε και βγαίνουν, οι ευλογημένοι;», απόρησε η Τασία. Γύρισε προς τον Άγιο Νικόλαο. Η εκκλησία, αν και νάνος σε σύγκριση με τα γειτονικά κυβερνητικά, ήταν ακόμη σε αρκετά καλή κατάσταση. Η Τασία αναρωτήθηκε πόσο να απείχε απ’ την πραγματικότητα η εικόνα που της έδειχνε ο περιηγητής. Αλλά δεν είχε τρόπο να το διαπιστώσει.

Το μυαλό της πήγε στην εποχή που οι άνθρωποι, ντυμένοι με τα γιορτινά τους, επισκέπτονταν την εκκλησία να λειτουργηθούν. Σήμερα, αντί για κεριά και λιβάνια, μπορούσαν να συνδεθούν κατ’ ευθείαν με κάποιον εκπρόσωπο της Αρχιεπισκοπής και να παραγγείλουν, μέσω τελε-νοβέλας, την εκπλήρωση οποιασδήποτε επιθυμίας τους—και της πιο ακραίας ακόμα. Η Αρχιεπισκοπή ήταν της άποψης πως όταν κανείς μπορεί να βιώσει ελεύθερα—έστω και έναντι κάποιου μικρού τιμήματος—οτιδήποτε του περνάει απ’ το μυαλό, έρχεται κάποια στιγμή που το πεινασμένο ζώο, μέσα του, χορταίνει. Ο καθημερινός βίος γίνεται πιο μετρημένος. Έτσι τουλάχιστον πίστευε η Αρχιεπισκοπή. Από εκεί προέκυψε και το κίνημα περί «Νέου Διαφωτισμού», που διατυμπάνιζε σε κάθε ευκαιρία.

Η Τασία κούνησε το κεφάλι της. Ποτέ η Κυρία δεν θα της έδινε τελε-νοβέλα. Αλλά και να της έδινε, η Τασία πάλι την προσευχή (ήθελε να πιστεύει πως) θα προτιμούσε. Την έβρισκε πιο εκλεπτυσμένη, πιο μυστηριακή. Πόσο αποτελεσματική ήταν, δεν έπαιζε ρόλο. Αφού όλα ψέματα ήταν, έτσι κι’ αλλιώς.

Με την άκρη του ματιού είδε την Κυρία να σηκώνει το χέρι και να της κάνει νόημα. Βιάστηκε να διασχίσει την απόσταση που τις χώριζε. Το τελευταίο που χρειαζόταν τώρα ήταν μια επανάληψη του επεισοδίου με την Κυρία Μερόπη.

«Για έλα εδώ εσύ», είπε η Κυρία μόλις την είδε να πλησιάζει. «Άκου αυτή την ιστορία. Θα σ’ ενδιαφέρει. Κυρία-Νεκταρία θες να ξαναρχίσεις, σε παρακαλώ;».

Η κυρία Νεκταρία, ήταν γνωστή της Κυρίας από παλιά, αν και όχι ακριβώς φίλη της. Καλοστεκούμενη κατάφερνε να δείχνει ακόμη, αλλά το εξασκημένο μάτι της Τασίας διέκρινε τα ίχνη της φθοράς να καιροφυλακτούν στις ρίζες των αυτιών, στη βάση του λαιμού και στο μέτωπο, εκεί που συναντούσε το τουρμπάνι. Σαν βάλτος ήταν η αρρώστια, που προσπαθούσε να περικυκλώσει το προσεκτικά γυαλισμένο πρόσωπο της κυρίας. Για την κατάστασή της σίγουρα έφταιγαν τα περιορισμένα της οικονομικά. Δεν της επέτρεπαν ιδιαιτέρα, οπότε αναγκαζόταν να καταφεύγει στα Λαϊκά για τις καθημερινές της ανάγκες. Πάντως, μιλούσε πολύ εκφραστικά με όλο της το σώμα και ήταν ευχάριστο να την ακούει κανείς. Η Τασία την συμπαθούσε, στον βαθμό, βέβαια, που μπορούσε να συμπαθεί οποιαδήποτε γνωριμία της Κυρίας.

«Ναι καλή μου», είπε η κυρία Νεκταρία και γύρισε αδιόρατα το κεφάλι, ώστε να συμπεριλάβει και την Τασία στην κουβέντα τους. «Όπως σου έλεγα λοιπόν, είναι αυτή η κοπέλα στο ΧΑΛ2, εδώ πιο πάνω, που όλοι ξέρουν πως όποτε τύχει, κάνει και την Παραμάνα, για να συμπληρώνει το εισόδημά της. Κάποιος νεαρός, που απλώς δουλεύει εδώ—δεν είναι της περιοχής μας—της παραπονιόταν συχνά πως δεν αισθανόταν καλά, πως η Παραμάνα του δεν κατέβαζε, πως ετούτο και τ’ άλλο και τελικά την έπεισε να πάει σπίτι του. Όταν έφτασε εκεί, τι να δει η χαζή; Έξη νταγκλαράδες είχαν μαζευτεί εκεί και την περίμεναν! Περιττό να σας πω τι επακολούθησε. Την „ρούφηξαν“ ο ένας μετά τον άλλο και μετά την έβγαλαν και την παράτησαν μισο-πεθαμένη στην άκρη του δρόμου».

«Κι’ αυτή, τι έκανε;», ρώτησε η Κυρία.

«Τι να κάνει;» απάντησε η κυρά-Νεκταρία. «Τι μπορούσε να κάνει; Μήπως είχε καμιά απόδειξη για το πάθημά της; Άλλωστε, το ξέρεις το γράμμα του νόμου. Για „άμεση και διαρκή μείωση“ μιλάει. Εδώ, ούτε άμεση είχαμε, ούτε διαρκή. Τι τα θες; Αν δεν πεθάνουν οι κακομοίρες αυτές, είναι αδύνατον ν’ αποδείξουν το πάθημά τους».

«Χμ», έκανε η Κυρία σκεπτική. Μετά γύρισε προς την Τασία. «Εσένα πώς σου φαίνεται όλο αυτό; Ποιος φταίει;», την ρώτησε.

Ένα λαμπάκι άναψε μέσα στο κεφάλι της Τασίας. Έπρεπε να προσέξει τι θα έλεγε τώρα.

«Κυρία, όπως ξέρετε, εγώ είμαι μοναστική και μάλιστα Ταωϊκή», ξεκίνησε διστακτικά η Τασία. «Μπορεί, τώρα, ν’ ακούγονται λίγο ρομαντικά όσα μας δίδαξαν, πάντως, αν ένα πράγμα είναι σίγουρο, είναι πως δεν μας προετοίμαζαν για τέτοια πράγματα. Την λυπάμαι, βέβαια, αυτήν, την κακομοίρα, αλλά…».

«Ναι, κυρία Νεκταρία», βιάστηκε να την διακόψει η Κυρία. «Το κορίτσι, εδώ, είναι απ’ την Μονή Παντοκράτορος Ταώ Πεντέλης», και έγνεψε με το κεφάλι της προς τα πάνω, προς το βουνό, «απ’ όπου, όπως ξέρεις, βγαίνουν εξαιρετικές Παραμάνες…».

Σιγά μην δεν ήξερε η κυρά-Νεκταρία… Εκατό φορές, τουλάχιστον, πρέπει να το 'χε ξανακούσει. Η Τασία εκτίμησε πως καλά τα 'χε πάει και μάλλον τον είχε γλυτώσει τον σκόπελο. Με αργά, προσεκτικά, βηματάκια άφησε πάλι κάποια απόσταση ανάμεσά τους.

Μα γιατί δεν μπορούσαν να την αφήσουν ήσυχη πέντε λεπτά; Τόσο δύσκολο ήταν;

Οι επόμενοι μήνες πέρασαν δύσκολα, πολύ δύσκολα. Μέχρι που έφτασα να μην βγαίνω έξω στα διαλείμματα. Δεν ξέρω πώς συνέβη αυτό. Να με τιμωρήσω ήθελα ή απλώς φοβόμουν; Το φως του ήλιου πάντως, έκανα καιρό να το ξαναδώ. Όταν είχαμε ελεύθερο χρόνο, είτε έμενα στην τάξη και πάλευα με τον εξερευνητή, είτε πήγαινα μέχρι την Βιβλιοθήκη και χαζολογούσα εκεί. Έξω, δεν τολμούσα να ξεμυτίσω. Όποτε τύχαινε να με πλησιάσει κανείς, το „βαζα στα πόδια—κατ“ ευθείαν, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Αν δεν προλάβαινα, τότε στύλωνα το βλέμμα στο ταβάνι και περίμενα μέχρι ο παρείσακτος να τελειώσει και να φύγει. Ούτε τι μου έλεγαν άκουγα, ούτε απαντούσα ποτέ, τίποτα. Ήμουν αλλού.

Είχα—και έχω ακόμη, δυστυχώς—αυτήν την εικόνα στο μυαλό μου. Με βλέπω να περπατάω αμέριμνη στο προαύλιο. Ώσπου, ξαφνικά, με περικυκλώνουν Σύντροφοι. Χορεύοντας και ουρλιάζοντας, σαν ανισόρροπες Μαινάδες. Με οδηγούν προς τον παπά-Κυριάκο. Τους ακολουθώ σέρνοντας, βαριά, τα βήματά μου. Μαντεύω τι θα επακολουθήσει. Όμως, στο μεταξύ, κάνω την ανήξερη. Παριστάνω πως γελάω μάλιστα, με τους βασανιστές μου. Πόσο φρικτό μου ακούγεται το γέλιο τους. Σαν λεπίδι με κόβει. Έτσι προχωρούμε, όλο προχωρούμε, κι’ όταν φτάνουμε, επιστρέφω μαγικά εκεί απ’ όπου ξεκίνησα. Και άντε πάλι απ’ την αρχή. Και πάλι. Και πάλι. Ώσπου ν’ αποτρελαθώ.

Αλλά κι’ όταν, μετά από μήνες, μπήκε τέλος στην τιμωρία μου, ούτε αυτό ξέρω πώς έγινε. Κοσμοϊστορικό γεγονός δεν θυμάμαι να συνέβη κανένα. Κάπως έτυχε, και βρέθηκα έξω. Μόλις το κατάλαβα, τρόμαξα. Κοίταξα γύρω μου, τρέμοντας, σαν αξιολύπητο ποντίκι. Αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί μου, κανείς δεν μου έδωσε την παραμικρή σημασία. Έτρεξα πάλι πίσω, στην ασφάλεια, αλλά την επόμενη, που ξαναδοκίμασα—συνειδητά αυτή την φορά—επιβεβαίωσα πως δεν υπήρχε κάποιος κίνδυνος. Κι’ αυτή ίσως να 'ταν η μεγαλύτερη τιμωρία μου. Που αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως όλα ήσαν στο μυαλό μου μόνο.

Χρειάστηκε ν’ αρχίσω να ζω πάλι φυσιολογικά για να παρατηρήσω κάτι που καθόλου δεν περίμενα. Μπορεί κανείς να μην ενδιαφερόταν για μένα, κατά κάποιο όμως περίεργο—και μάλλον δυσάρεστο—τρόπο ήμουν πια αναγνωρίσιμη! Ήμουν «αυτή δεν είναι, που…», όπως άκουγα—ή νόμιζα πως άκουγα—να ψιθυρίζουν, όταν περνούσα. Ακόμη κι’ ο παπά-Κυριάκος, αν είχε να πει κάτι σχετικό με εξερευνητές, πρόσεχε τι έκανε το βλέμμα του. Ούτε κατά διάνοια δεν τ’ άφηνε προς την κατεύθυνσή μου. Ανομολόγητα, ξέραμε κι’ οι δυο πως μια μόνο ματιά να ανταλλάσσαμε, και θα ξεσπούσε η τέταρτη πανδημία. Προσέχαμε, λοιπόν. Προσέχαμε.

«Τασία, πάμε. Αποχαιρέτησε την κυρά-Νεκταρία», είπε η Κυρία και απομακρύνθηκε.

Η Τασία έκανε ένα πειθήνιο νεύμα προς την κατεύθυνση της κυρά-Νεκταρίας και βιάστηκε να ακολουθήσει. Δημοσίως, η Κυρία πολύ σπάνια χρησιμοποιούσε το όνομά της. Σημάδι πως δεν πρέπει να 'ταν και τόσο δυσαρεστημένη μαζί της, αυτή την φορά. Μπορεί και καθόλου!

Άθελά της, η Τασία ένοιωσε το στήθος της να φουσκώνει από χαρά. «Βλέπεις; Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Γιατί να μην την έχεις πάντα ευχαριστημένη την Κυρία; Γιατί εννοείς να της μπαίνεις κάθε λίγο και λιγάκι;». Μυστήριο ήταν, πραγματικά. Ούτε η ίδια ήξερε να απαντήσει.

Η Κυρία στάθηκε μπροστά σ’ ένα λαμπρά φωτισμένο περίπτερο. Η γυναίκα πίσω απ’ τον πάγκο ήταν κοντή και μαυριδερή, η Τασία δεν την είχε ξαναδεί.

Η Κυρία έσκυψε κι’ άρχισε να εξετάζει την παραταγμένη πραμάτεια. Τουλάχιστον μισή ώρα θα 'τρωγαν εδώ, υπολόγισε η Τασία. Τέτοιες παλιατσουρίες—η Κυρία τις ονόμαζε «αντίκες»—δεν έβρισκες καθόλου στα κυβερνητικά. Η Κυρία τις θεωρούσε εξαιρετικές ευκαιρίες.

Ήρθε, φοβάμαι, η στιγμή να πω δυο λόγια και για τους Συντρόφους μου—γι’ αυτούς τουλάχιστον με τους οποίους είχα μια κάπως πιο στενή σχέση. Την καθυστέρησα, όσο γινόταν, την στιγμή αυτή, γιατί θα με επιστρέψει σε συναισθήματα που προτιμώ να μην επισκέπτομαι. Κάτι, όμως, πρέπει να πω, αλλιώς δεν θα βγάλει νόημα η συνέχεια.

Απορώ με το πόσο μ’ ενοχλούν οι αναμνήσεις αυτές. Ή, μάλλον, δεν είναι τόσο ότι μ’ ενοχλούν, όσο ότι με αναστατώνουν. Μόλις πάω να πω κάτι, αλλάζω γνώμη και σκέφτομαι το αντίστροφο. Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω ποιο απ’ τα δύο είναι το σωστό. Παραδέρνω. Το μόνο ξεκάθαρο μέσα μου είναι αυτή η φούντωση, για την οποία ντρέπομαι, αφού ο καιρός που πέρασε από τότε θα έπρεπε να αρκεί για ν’ απαλύνει και την πιο δυσάρεστη ανάμνηση. Γιατί, εγώ απέτυχα τόσο πολύ; Δεν ξέρω. Αλλά, ψυχή που 'ναι να βγει, ας βγει. Θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ.

Στον Θάλαμό μας, οι κλίνες ήσαν αραδιασμένες σε επτά σειρές. Η κλίνη μου ήταν η Β4. Θα ξεκινήσω απ’ αριστερά, απ’ την Α4, γιατί προς τα εκεί με βόλευε να έχω γυρισμένο το κεφάλι μου, όταν με έπαιρνε ο ύπνος.

Ποτέ δεν την συμπάθησα την Μέλπω 7189—ορίστε, το είπα. Ποτέ δεν την συμπάθησα πραγματικά, εννοώ. Γιατί ούτε τους εξερευνητές αγαπούσε, ούτε και τίποτ’ άλλο, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ. Μια ζωή με τους άλλους καταγινόταν πάντα. Τι σκέφτονταν γι’ αυτήν, πόσο την υπολόγιζαν, κι’ αν την έπαιρνε να μας κάνει τον αρχηγό. Τέτοιος άνθρωπος ήταν. Τσόφλι.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, ήταν ασπριδερή, σπυριάρα (για τα μέτρα της Μονής) κι’ η μυρωδιά της μου 'φερνε αναγούλα. Ακόμη και τώρα, όταν την σκέφτομαι, νοιώθω κάτι δυσάρεστο στο στομάχι μου, σαν ανακατωσούρα.

Μια φορά, ενώ ήμασταν ακόμη πολύ μικρά, αυτή, ο Χριστόφορος 2254, κι’ εγώ, έτυχε ν’ απομείνουμε μόνοι στον Θάλαμο. Για να περάσει η ώρα, είπαμε να δοκιμάσουμε να παίξουμε «κόντρες»—μια δραστηριότητα όχι απλώς επικίνδυνη, αλλά και ρητά απαγορευμένη στη Μονή. Το παιχνίδι αυτό παιζόταν ως εξής: ο ένας σήκωνε την καλύπτρα και εξέπνεε, κι’ ο άλλος ερχόταν, γρήγορα, και εισέπνεε την εκπνοή του. Το ζήτημα ήταν να το κάνεις γρήγορα και φυσικά, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Υπήρχε και μια ακόμη πιο επικίνδυνη εκδοχή, όπου οι παίκτες έφτυναν ο ένας τον άλλο, αλλά τόσο τρελή, εγώ τουλάχιστον, δεν ήμουν.

Η εκπνοή της Μέλπως ήταν η πρώτη που εισέπνευσα στη ζωή μου. Αλλά πριν ξεκινήσουμε, κάπως μου’ ρθε και πήγα να τους κάνω την έξυπνη. Ακουστά είχα μόνο πώς παιζόταν το παιχνίδι, αλλά μόλις τους είδα να διστάζουν, πετάχτηκα να τους δείξω. Πώς να σταθούμε, τι να κάνουμε, κλπ. Απ’ το μυαλό μου τα „βγαζα, κι“ ήμουν και πολύ υπερήφανη. Υπήρχε όμως μια λεπτομέρεια που με τίποτα δεν μπορούσα να φανταστώ. Στην αρχή ειδικά, έπρεπε κανείς να εισπνέει με «κράτει» για να προλάβει να συνηθίσει την ξένη αναπνοή. Εγώ, επειδή φοβόμουν πως μπορεί να μην κατάφερνα να κρύψω την αηδία μου, εισέπνευσα μ’ όλη μου την δύναμη την ανάσα της Μέλπως.

Σαν λεπίδι μου „κοψε το λαρύγγι η ξένη αναπνοή. Αφού πνίγηκα. Πνίγηκα άσχημα. Μ“ έπιασε λόξιγκας, ως και δύσπνοια πήγε να μου „ρθει. Προσπαθούσα να πάρω ανάσα και μουγκάνιζα σαν γαϊδούρι για πάνω από ένα λεπτό. Και να με τρώει ταυτόχρονα κι“ η αγωνία μήπως την είχα πατήσει κι’ είχα μολυνθεί με την βλακεία μου.

Χρειάστηκε να συνέλθω λίγο, για να μπορέσω ν’ ακούσω τα βροντερά χάχανα της Μέλπως. Γέλαγε τόσο, που είπα πως θα λιγοθυμούσε—το ευχήθηκα μάλιστα μπας και σταματούσε να κακαρίζει τόσο δυνατά. Όταν σταμάτησα να βήχω, έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και ψευτο-γέλασα κι’ εγώ μαζί της. Ο Χριστόφορος, που „χε απομείνει σιωπηλός, μας κοίταγε απλώς, αμήχανος. Τόσα χρόνια μετά, κι“ όποτε το ξανασκέφτομαι, πάλι θέλω ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Αλλά, γιατί να καταπιεί εμένα; Την Μέλπω να καταπιεί. Αυτή την βλαμμένη.

Κολλητές—τρόπος του λέγειν—γίναμε στη Σύναξη, θα πω αργότερα σχετικά. Κι’ επειδή όλοι μας έβλεπαν μαζί εκεί, υπέθεταν πως και παντού αλλού, μαζί πρέπει να 'μασταν. Ε, δεν ήταν αλήθεια αυτό, καθόλου αλήθεια δεν ήταν. Ή, μπορεί και να „ταν, δεν έχει σημασία. Δεν ήταν όμως από επιλογή που ήμασταν μαζί, από ανάγκη ήταν. Κάπως σαν «κράτα με να σε κρατώ, να διαβούμε τον γκρεμό» ήταν—και με την δική μου ανάγκη να“ ναι πάντα η μεγαλύτερη. Πώς μπορούσα να το αποδεχτώ ποτέ, τέτοιο πράγμα; Την αντιπαθούσα και την αποζητούσα, και τα δυο μαζί, ταυτόχρονα.

Έχω τίποτα καλό να πω για την Σύντροφό μου, τόσα χρόνια που περάσαμε η μια δίπλα στην άλλη; Όχι, δεν έχω. Δεν έχω! Γυρνάω πίσω την σκέψη μου και το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι όλες εκείνες οι στιγμές που ήμουν στις μαύρες μου—για κάποιον ασήμαντο, πάντα, λόγο—κι’ η Μέλπω, από δίπλα, δήθεν να με συμπονεί. Γιατί στην πραγματικότητα, χαιρόταν, που δεν ήταν στην θέση μου. Αυτή ήταν ήταν η σχέση μας, όλη κι’ όλη. Αυτό ήταν το δέσιμό μας. Όλα ψέματα.

Απ’ την άλλη πλευρά ήταν η κλίνη Γ4. Χρόνια ολόκληρα μου πήρε να γυρίσω προς τα εκεί. Δεν ξέρω γιατί. Σαν να υπήρχε τοίχος, χοντρός ή απόσταση, αγεφύρωτη, που να μας χώριζε. Όταν, με τα πολλά, γύρισα από εκεί, στην αρχή ήταν σαν να βρήκα τον χαμένο μου αδερφό. Μου πήρε άλλα τόσα χρόνια για να το πάρω απόφαση πως μόνο στην φαντασία μου υπήρχαν τέτοια πράγματα.

Ο Νεκτάριος 6021, ήταν, από πολλές πλευρές, το αντίθετο της Μέλπως. Αποσκελετωμένος, νευρικός, μελετηρός (πολύ) και μυγιάγγιχτος. Εξαιρετικά μυγιάγγιχτος. Περισσότερο κι’ από μένα, ίσως.

Όμως, με τον Νεκτάριο ήταν ξεκάθαρο πού βασιζόταν η σχέση μας. Η παρουσία του μου επέτρεπε να φαντασιώνομαι πως τον είχα—δήθεν, δήθεν, πάντα δήθεν!—υπό την προστασία μου. Και την στιγμή που κατάφερνα να πειστώ γι’ αυτό, την ίδια ακριβώς στιγμή, άρχιζα να τον αποστρέφομαι. «Με σέρνει κάτω μαζί του», σκεφτόμουν με αηδία ανακατεμένη με φρίκη. «Ούτε το χτικιό να 'ταν». Στην πραγματικότητα, βέβαια, τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε. Και τις ελάχιστες φορές, που μπορεί να έτυχε, σε κάποιο ελάχιστο βαθμό, ποτέ δεν κράτησε, όπως εγώ ήθελα να νομίζω.

Ενώ με την Μέλπω, όσο κι’ αν το προσπάθησα, ποτέ δεν μου βγήκε αυτό το παιχνιδάκι.

Αυτοί ήταν οι κολλητοί μου στη Μονή. Ωραία, έ;

Συχνά βγαίναμε κι’ οι τρεις μαζί στο προαύλιο. Όχι πάντα, αλλά συχνά. Από μακριά, μοιάζαμε τύποι και υπογραμμοί. Θα γινόμασταν καταπληκτικές Παραμάνες, η Αρχιεπισκοπή περίμενε πολλά από εμάς, κλπ, κλπ. Από κοντά όμως, αν μπορούσε κανείς να δει μέσα μας πώς νοιώθαμε, είχαμε τα χάλια μας. Εγώ, αλλοπρόσαλλη, παντού και πάντα. Την μια εδώ, την άλλη εκεί. Αδύνατον να βασιστεί κανείς. Ζουρλοπαντιέρα. Η Μέλπω, να ψάχνεται. Με κοιτάει αυτός; Τι σκέφτεται; Εγώ, γι’ αυτόν; Τι θέλω; Τι περιμένω; Τέλος, ο Νεκτάριος, πάντα να βιάζεται. Να θέλει να 'ταν κάπου αλλού. Να έκανε κάτι άλλο. Να μην είναι ποτέ πραγματικά εκεί.

Βγαίναμε, λοιπόν, οι τρεις μας στο προαύλιο και πολεμούσαμε να κρατήσουμε ίσιο το τρίγωνο. Που με τίποτα δεν γινόταν, περιττό να πω. Ένα βλέφαρο να πετάριζε κι’ είχαμε αμέσως σκοτωθεί. Συμμαχούσαμε, προδινόμασταν, ποτέ δεν ξαναμιλούσαμε—ώρες ολόκληρες! Λαχταρούσαμε κι’ υπομέναμε. Παραδέρναμε.

Εμείς οι τρεις ήμασταν οι βασικοί, κατά κάποιο τρόπο. Αλλά συχνά-πυκνά έβγαιναν κι’ άλλοι μαζί μας. Ή ίσως βγαίναμε εμείς μαζί τους, αλλά το παίρναμε αντίστροφα. Η Βασιλική 8776, ο Μάριος 1533, ο Ευριπίδης (δεν θυμάμαι πια το επίθετό του) κι’ ο Μιχαήλ 7741. Και άλλοι, και άλλοι. Θ’ αναφερθώ αργότερα σ’ αυτούς όλους—αν χρειαστεί, που ελπίζω όχι.

Αλλά—και οφείλω να το παραδεχτώ αυτό—η Μέλπω, κυρίως, και λιγότερο κι’ εγώ, ήμασταν το πετραδάκι πάνω στο οποίο θα χτιζόταν το οικοδόμημα, κάθε φορά. Και δεν έχει σημασία αν θα κρατούσε ή θα γκρεμιζόταν μέσ’ το γενικό χαμό. Όταν ερχόταν η ώρα, εκεί θα 'μασταν πάλι να το ξαναστήσουμε.

Η Κυρία τώρα χάζευε μια βιτρίνα με κειμήλια. Τηλεοράσεις, υπολογιστές, χάι-φάι και τα τοιαύτα. Τα κοίταγε με ύφος τόσο εμβριθές που της Τασίας της ερχόταν να γελάσει. Ήταν βέβαιη πως η Κυρία ούτε καταλάβαινε, ούτε ένοιωθε τίποτα το ιδιαίτερο. Το έκανε μόνο και μόνο επειδή πίστευε πως έτσι συμπεριφέρεται μια Κυρία της σειράς της. Η Τασία ήταν βέβαιη, αλλά επειδή δεν είχε τρόπο να τ’ αποδείξει, αναγνώριζε πως η εντύπωσή της αυτή μπορεί να έλεγε πιο πολλά για την ίδια, παρά για την Κυρία. Αλλά, τέλος πάντων.

Η Κυρία ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή της μαυριδερής κυρίας. Της έδειξε ένα έκθεμα που έμοιαζε με κοντόχοντρο, μεταλλικό αγγούρι και ρώτησε μονολεκτικά, «Πόσο;».

«99.99» ήταν η απάντηση. Η μαυριδερή κυρία την έδωσε κοφτά και ανέκφραστα. μετά, αποτραβήχτηκε πάλι. Δεν έκανε την παραμικρή πρόσθετη προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον πελάτη που είχε μπροστά της. Η Τασία την κοίταξε καλά-καλά. Πιο πολύ ένοιωσε, παρά είδε πως κι’ η Κυρία το ίδιο έκανε. Η μαυριδερή κυρία δεν έμοιαζε επιθετική ή αγενής, ούτε και φαινόταν να την απασχολεί τίποτα άλλο. Με μηχανή έμοιαζε. Μόνο που δεν ήταν.

Η Τασία γύρισε προς το μεταλλικό αγγούρι. Καιρό είχε να δει πραγματικό, πράσινο, αγγούρι. Πού το θυμήθηκε; Πάντως το αντικείμενο μπροστά της πραγματικά έμοιαζε με τέτοιο. Έσκυψε να διακρίνει τι ήταν χαραγμένο στην επιφάνειά του. «USB Microphone». Μάλιστα. Δηλαδή; Ένας θεός ξέρει. Το αντικείμενο στεκόταν πάνω σε μια μικρή, αρκετά κομψή, μεταλλική βάση. Αυτή, μάλιστα. Ίσως χρησίμευε σε κάτι. Μπορούσε κανείς να πλακώνει χαρτιά, ή κάτι παρόμοιο, αν είχε. Αλλά 99.99; Κοίταξε την Κυρία.

Η Κυρία το σκεφτόταν. Οι ροδέλες της αριθμομηχανής μέσ’ το μυαλό της γύριζαν μέχρι που κατέληξαν μ’ ένα ηχηρό «ντινγκ». Ανασήκωσε ελαφρά το δεξί της φρύδι και απευθύνθηκε και πάλι στην μαυριδερή κυρία.

«Μπορείτε να μου κάνετε κάτι καλύτερο; Η βάση του δεν φαίνεται και τόσο στέρεη».

«Γιατί, τι έχει;» ζωντάνεψε ξαφνικά η κυρία κι’ έσκυψε πάνω απ’ το αντικείμενο.

«Να, δέστε εδώ πίσω. Τελειώνει πολύ απότομα. Λίγο να το σπρώξεις και θα πέσει. Δεν είναι στέρεο».

«Του κουτιού είναι», επέμεινε η κυρία.

«Δεν αντιλέγω κυρία. Όμως, ούτε στέρεο είναι. Θα μπορούσε…»

Η Τασία κατάλαβε και αποτραβήχτηκε. Ήταν φανερό τι έκανε η Κυρία. Δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για το αντικείμενο. Θα της έβγαζε το λάδι της άλλης κυρίας, έτσι, για σπορ, για να διασκεδάσει. Απίστευτη!

Να πω τώρα δυο λόγια και για τη Σύναξη, το δεύτερο μεγαλύτερο, κοινωνικό γεγονός της Μονής—για το πρώτο θα πω πιο μετά.

Ύστερα από τόσα χρόνια πιστεύω να έχω πια καταλάβει τι ήταν και πώς ξεκίνησε η Σύναξη: μια απλή ντιρεκτίβα ήταν, για την διαχείριση των Μονών μετά την Δεύτερη Πανδημία. Αυτό ήταν και τίποτ’ άλλο.

Το διευκρινίζω γιατί στις Μονές κυκλοφορούσε—και τότε την είχαμε χάψει αμάσητη—ολόκληρη φιλολογία περί της «ουσιαστικής ελληνικότητας» της Σύναξης, περί δήθεν κληρονομιάς της από τους αρχαίους και διάφορα άλλα εντελώς ανυπόστατα. Όχι μόνο ελληνική επινόηση δεν ήταν, αλλά ούτε καν στις συνεδριάσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν πρέπει να είχε κληθεί η χώρα μας. Το πιθανότερο είναι να μας ζήτησαν, κατόπιν εορτής, να συμμορφωθούμε, και κάποιος στην Αρχιεπισκοπή να είχε την φαεινή ιδέα να το πλασάρει για ελληνική πρωτοβουλία. Το δαιμόνιο της φυλής!

Στην Ταώ, όσο ζούσαμε, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μου περνούσε απ’ το μυαλό. Μου ήταν αρκετό να μισώ τυφλά την Σύναξη και όλα όσα είχαν να κάνουν μ’ αυτήν—τους λόγους θα τους εξηγήσω ευθύς αμέσως. Παρά, όμως, τα όποια μου συναισθήματα, η Σύναξη δεν έπαυε να είναι μια απ’ τις λίγες, μεγάλες, κοινωνικές δραστηριότητες στη Μονή, οπότε όχι απλώς συμμετείχα κάθε φορά, αλλά καρδιοχτυπούσα κιόλας.

Ο χώρος που συνέβαινε ήταν το Καθολικό. Συγκεντρωνόμασταν εκεί, όλοι μαζί, τις Κυριακές μετά την Επιθεώρηση. Σταματούσε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα μέσα στην Μονή. Μόνο το Σήμαντρο συνέχιζε ν’ ακούγεται, που έκανε αναμετάδοση για να παρακολουθούν και οι κλινήρεις.

Η είσοδος στο Καθολικό γινόταν απ’ τις πλαϊνές εισόδους. Η κεντρική θύρα του Καθολικού της Ταώ παρέμενε, συμβολικά, πάντα σφραγισμένη, ώστε να μην επαναληφθεί το κακό του 1692—το Πάσχα εκείνης της χρονιάς Αλγερίνοι πειρατές εισέβαλαν και κατέσφαξαν όλους τους Μοναχούς, πλην ενός. Ο χώρος του Καθολικού φωτιζόταν απ’ το φυσικό φως, που έπεφτε απ’ τα παράθυρα του τρούλου. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά απ’ το λιβάνι που έκαιγε παντού. Ο καπνός άλλοτε συμπυκνωνόταν σε εύθραυστα αραβουργήματα και άλλοτε σχημάτιζε συμπαγή στρώματα που ταξίδευαν αφηρημένα μέσα στο Καθολικό. Πολύ όμορφα ήταν.

Μόλις μαζευόμασταν και καταλάγιαζαν οι ψίθυροι, άρχιζαν οι ψαλμωδίες. Δεν ήταν ζωντανές, αφού μόνο στην Αρχιεπισκοπή είχαν απομείνει Γέροντες καταρτισμένοι στην ψαλτική, παρ’ όλα αυτά ήταν το μόνο είδος μουσικής που ξέραμε και μας έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση. Οι ψαλμωδίες και το λιβάνι έφταναν και με το παραπάνω για να ταξιδέψουν την προσοχή μας, αλλά το πανηγύρι ούτε που είχε ξεκινήσει ακόμη.

Όταν μιλάμε για Σύναξη, βασικά, εννοούμε τις «φούσκες». Τις άλλες, συναφείς, διακονίες τις βρίσκαμε βαρετές και διαμαρτυρόμασταν εν χορώ αν, καμιά φορά, δοκίμαζαν να τις επιβάλλουν οι Γέροντες.

Οι φούσκες ήταν ο απόλυτος εξευτελισμός των εξερευνητών—έτσι, τουλάχιστον το έβλεπα εγώ.

Κανονικά, η χρήση των εξερευνητών έπρεπε να είναι μια μοναχική καταβύθιση μέσα στην απύθμενη ύλη σε αναζήτηση της γνώσης. Ταυτόχρονα—και αυτό είναι πολύ κρίσιμο—έπρεπε να είναι μια, μοναχική πάντα, αναμέτρηση με τις αδυναμίες, που κρύβει καθένας μέσα του. Ε, οι φούσκες δεν είχαν την παραμικρή σχέση μ’ όλα αυτά. Ήταν η πιο φανφαρονική, αγελαία κι’ ελεεινή παρωδία, που μπορεί να διανοηθεί κανείς.

Τι ήταν;

Σε κάθε τέτοια διακονία συμμετείχαν εκατόν είκοσι Τρόφιμοι, οι λεγόμενοι «ασκητές». Επιλέγονταν με κλήρο, δέκα από κάθε τάξη. Οι υπόλοιποι αποτραβιόμασταν στα πλαϊνά κλίτη του Καθολικού και είτε παρακολουθούσαμε ζωντανά, αν φτάναμε να δούμε, είτε απ’ τα μόνιτορ, που υπήρχαν σε όλους τους τοίχους.

Οι ασκητές μαζεύονταν στο κεντρικό κλίτος και προσάρμοζαν στο κεφάλι τους μίνι-εξερευνητές. Οι συσκευές αυτές ήσαν μιας χρήσης και απλώς προέβαλαν δεδομένα στα αισθητήρια κέντρα του εγκέφαλου. Δεν άνοιγαν δηλαδή ζωντανή σύνδεση με το κύκλωμα της προσοχής, όπως οι κανονικοί εξερευνητές. Η συχνότητα χρονισμού τους δεν ξεπερνά τα 2ΤHz και η αναλυτική τους ικανότητα περιορίζεται σε δύο κλίμακες. Επιστρατεύοντας την καλύτερή μου διάθεση, θα τους παρομοίαζα με βουτιά στα ρηχά, εκεί που το νερό είναι χλιαρό απ’ τα κάτουρα των άλλων λουομένων…

Όση ώρα οι ασκητές ρύθμιζαν τον εξοπλισμό τους, ο Εποπτεύων Γέροντας ετοίμαζε τις «κολυμπήθρες». Υπήρχαν δώδεκα, μία για κάθε τάξη, ώστε οι ασκητές κάθε τάξης ν’ αγωνίζονται μεταξύ τους και να είναι δίκαιη η διακονία.

Για τις κολυμπήθρες δεν ξέρω πολλά πράγματα να πω. Οι Γέροντες ποτέ δεν μας αποκάλυψαν πώς δούλευαν—για να εντείνεται το μυστήριο, πιθανότατα. Δεν θα εκπλαγώ όμως, αν ούτε αυτοί ήξεραν τίποτα και απλώς τους είχαν δείξει πώς να τις βάζουν μπροστά.

Όταν, εν πάση περιπτώσει, κάθε κολυμβήθρα άρχιζε να λειτουργεί, αυτό που βλέπαμε εμείς ήταν… σχεδόν τίποτα: ένα διαφανές και αδρανές υλικό να αιωρείται στο κενό. Στην πραγματικότητα, το υλικό παρέμενε μέσ’ τα όρια ενός εικονικού δοχείου, γιατί αυτό, κατά βάση, ήταν η κολυμβήθρα—το εικονικό δοχείο. Τα τοιχώματα του δοχείου πρέπει να σχηματίζονταν από κάποιο είδος πεδίου, τι ακριβώς, δεν ξέρω να πω.

Ο Εποπτεύων έκανε ρυθμίσεις, μέχρι που οι φυσικές παράμετροι κάθε κολυμπήθρας να φτάσουν στις επιθυμητές τιμές και στην συνέχεια τις «μπόλιαζε». Έριχνε μέσα τους κάτι, που άρχιζε αμέσως να πολλαπλασιάζεται ακατάσχετα. Εξωτερικά, βλέπαμε ένα φράκταλ από φούσκες να μεγαλώνουν—από εκεί έπαιρνε τ’ όνομά της και ολόκληρη η διακονία.

Κάθε ασκητής εστίαζε τον εξερευνητή του στην κολυμβήθρα της τάξης του, κατέβαινε στο—υπερβολικά ρηχό για να το πεις κατάδυση!—βάθος που θα διεξαγόταν η διακονία, επέλεγε την φούσκα που θα χρησιμοποιούσε για όχημα και έμπαινε στο εσωτερικό της.

Σπρώχνοντας ή τραβώντας τα τοιχώματα της φούσκας, ο ασκητής μπορούσε είτε να την μετακινήσει μέσ’ το διαφανές υλικό, είτε να έλξει ή να απωθήσει κάποια άλλη, κοντινή, φούσκα. Στην αρχή, κάθε ασκητής προσπαθούσε να πλησιάσει άλλες, μικρότερες, φούσκες, να τις κάνει να κολλήσουν πάνω στην δική του και καθώς αυτές πολλαπλασιάζονταν συνεχώς, να καλύψει την μεμβράνη της φούσκας του μ’ ένα φράκταλ περίβλημα από άλλες φούσκες. Αυτό θα ήταν το οπλοστάσιο μέσω του οποίου θα εκτελούσε, αργότερα, τις επιθετικές ή αμυντικές κινήσεις του.

Ο εξοπλισμός της φούσκας ήθελε κάποια τέχνη, πρέπει να πω. Το τελικό οικοδόμημα, αν και πολύπλοκο και στιβαρό, δεν έπρεπε να είναι δύσκαμπτο. Διαφορετικά, ο ασκητής θα παγιδευόταν στις δαιδαλώδεις διαδρομές που σχημάτιζαν οι άλλες φούσκες μέσ’ την κολυμβήθρα και θα μετατρεπόταν σε εύκολο στόχο. Ταυτόχρονα όμως, ο ασκητής έπρεπε να ολοκληρώσει τον εξοπλισμό της φούσκας του, όσο μπορούσε πιο γρήγορα, διαφορετικά πάλι θα γινόταν στόχος απ’ όποιον είχε προλάβει να τελειώσει νωρίτερα. Σκοπός κάθε ασκητή ήταν να καταστρέψει τις φούσκες των υπολοίπων και, ταυτόχρονα, να διατηρήσει την δική του ακέραια. Γιατί μόλις μια φούσκα τρύπαγε, το διαφανές υλικό του περιβάλλοντος εισχωρούσε στο εσωτερικό, η φούσκα έχανε το σχήμα της, και ο ασκητής, μην έχοντας από πού να κρατηθεί, έπεφτε στον πάτο της κολυμπήθρας. Game over…

Όσο οι ασκητές αγωνίζονταν, τα σώματά τους παρέμεναν μπροστά στην κολυμβήθρα και εκτελούσαν—στον αέρα—τις κινήσεις, που βίωνε η συνείδηση τους. Περιττό να πω, πως η διακονία αυτή ήταν τρομερά εξαντλητική. Καθώς περνούσε η ώρα, ο ένας μετά τον άλλο, οι ασκητές δεν άντεχαν και κατέρρεαν. Τα χέρια και τα πόδια τους μαραίνονταν απ’ την κούραση. Λίγο περισσότερο αν κατάφερνε ένας ασκητής να διατηρήσει τις δυνάμεις του, μπορούσε να περάσει και, στην κυριολεξία, να θερίσει τους υπόλοιπους, αφού ήσαν πια ανίκανοι να προβάλλουν οποιαδήποτε αντίσταση.

Όταν, με τα πολλά, τελείωνε η διακονία και ανακηρύσσονταν οι δώδεκα Φωστήρες—έτσι λέγαμε τους ασκητές που είχαν επιβιώσει της δοκιμασίας—βγαίναμε απ’ το Καθολικό και ήμασταν όλοι σαν κοτόπουλα. Οι ασκητές ειδικά, ήσαν κουρέλια, ούτε τα πόδια τους δεν μπορούσαν να πάρουν. Περνούσε ώρα για να συνέλθουν κάπως και να συρθούν μέχρι την κλίνη τους.

Από πλευράς στρατηγικής, η διακονία αυτή υποτίθεται πως βασιζόταν στη θεωρία παιγνίων. Στην πραγματικότητα, η μόνη παράμετρος που λαμβάναμε υπόψη ήταν η ύπαρξη ομάδων ή όχι. Οι βασικές παραλλαγές που παίζαμε ήσαν το «πάρτι», όπου δεν υπήρχαν κανόνες κι’ καθένας έκανε ό,τι ήθελε, το «δυναμικό», όπου υπήρχαν μεν συμμαχίες, αλλά ενώνονταν και λύονταν ανάλογα με την εξέλιξη της διακονίας, το «σταθερό», όπου υπήρχαν ομάδες με συγκεκριμένα, σταθερά, μέλη, και το «αυστηρό», όπου δεν μεταβάλλονταν ούτε τα μέλη της ομάδας, ούτε και τι μπορούσε να κάνει καθένας κατά την εξέλιξη της διακονίας. Υπήρχαν και άλλοι, πιο πολύπλοκοι, συνδυασμοί, αλλά όλα αυτά, ενδιέφεραν μόνο τους πολύ τρελαμένους—την Μονή ολόκληρη, δηλαδή!

Τώρα, που—ας πούμε—βλέπω τα πράγματα από μια κάποια απόσταση, πρέπει να αναγνωρίσω ότι τόσο οι φούσκες, αυτές καθ’ αυτές, όσο και, γενικότερα, η υπόθεση της Σύναξης, μπορεί μεν να είχαν για στόχο τους να μας κρατούν απασχολημένους—πωρωμένους, μάλλον, πρέπει να πω—με κάτι ακίνδυνο, κατά τα άλλα όμως, δεν ήσαν παρά μια αθώα διασκέδαση και τίποτα παραπάνω. Το καλύτερό τους χαρακτηριστικό ήταν ότι κατάφερναν να μας πείθουν πως συμμετείχαμε πραγματικά, ενώ, οι περισσότεροι, το μόνο που κάναμε ήταν να παρακολουθούμε απ’ τα πλαϊνά κλίτη—η πιθανότητα να σου πέσει ο κλήρος ώστε να λάβεις άμεσα μέρος ήταν ελάχιστη.

Σε ότι με αφορά, πρέπει να αναγνωρίσω πως την εποχή εκείνη μ’ έπνιγε το πάθος και για τα πιο ασήμαντα πράγματα. Όσον αφορά την Σύναξη, δύο ήταν τα ζητήματα που μ’ εξόργιζαν περισσότερο. Αφ’ ενός, ότι την έβλεπα ως τον απόλυτο εξευτελισμό των εξερευνητών—του αγαπημένου μου εργαλείου. Αφ’ ετέρου, με ενοχλούσε όλη αυτή η λατρεία με την οποία περιβάλλαμε όλους τους Φωστήρες γενικά, αλλά ειδικά τους Λαμπρούς Φωστήρες, την ομάδα δηλαδή Τροφίμων, που κατάφερναν ν’ ανακηρυχθούν Φωστήρες πάνω από τρεις φορές. Αυτοί πια, ήσαν οι σταρ της Μονής, στην κυριολεξία. Ακόμη κι’ η Γερόντισσα αναγνώριζε—και καμιά φορά χαιρετούσε κιόλας!—όποιον απ’ αυτούς τους κρετίνους συναντούσε στις περιπολίες της. Μα αν είναι ποτέ δυνατόν!

Όταν η Κυρία έκρινε πως είχε βασανίσει αρκούντως την μαυριδερή κυρία, την παράτησε σύξυλη. Εκεί που κάτι της έλεγε η άλλη περί ποσοστών έκπτωσης, η Κυρία της γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε. Καλά που της έκανε! Όχι θα μας έκανε και την ακατάδεχτη. Πάρε να’ χεις, κυρά μου!

Δυο βήματα παρακάτω η Κυρία πέτυχε τελικά την κυρία Ανδρομάχη. Ήταν μαζί με δυο άλλες κυρίες, γνωστές της Κυρίας, των οποίων όμως τα ονόματα δεν θυμόταν η Τασία. Στέκονταν μπροστά από ένα περίπτερο με κιλότες, κάτι έλεγαν και χασκογελούσαν. Μόλις είδαν την Κυρία άρχισαν όλες μαζί τα ξεφωνητά. «Προσφιλεστάτη!», «Εριτιμοτάτη!», κλπ, κλπ.

Κανείς δεν θα θυμόταν την ύπαρξή της Τασίας για τα επόμενα δέκα λεπτά.

Προσωπικά, στο Δημοτικό, τρεις μόνο φορές έτυχε να εμπλακώ σε Σύναξη. Όταν άρχισα να καταγίνομαι με τους εξερευνητές, ζούσα, όπως εξήγησα, σε ντελίριο άρνησης. «Ώρα της Απάτης», ονόμαζα την Σύναξη και η Μέλπω αναγκαζόταν να με μεταφέρει σηκωτή (που λέει ο λόγος) μέχρι εκεί κάθε Κυριακή. Αυτό, βέβαια, καθόλου δεν μ’ εμπόδιζε, απ’ την στιγμή που βρισκόμουν εκεί, να καταδιασκεδάζω με την παράσταση, όπως κι’ όλος ο υπόλοιπος κόσμος.

Μέχρι τα γεγονότα με τον παπά-Κυριάκο ποτέ δεν έτυχε να μου πέσει ο κλήρος. Μετά, και μέσα σε διάστημα δώδεκα μηνών, μου έπεσε τρεις φορές απανωτά. Την δεύτερη φορά, μάλιστα, λίγο ακόμη και θα έβγαινα Φωστήρας. Ποιος; Εγώ!

Την πρώτη φορά που κληρώθηκα δεν την θυμάμαι καθόλου, δυστυχώς. Θα έχασα αμέσως, προφανώς, και προτίμησα να το ξεχάσω. Για την δεύτερη—αυτήν που κόντεψα να κερδίσω—δεν έχω κάποιο τρομερό κατόρθωμα να διηγηθώ. Έναν ασκητή ξαπέστειλα, όλο κι’ όλο—άσχετος ήταν κι’ αυτός, ο κακομοίρης, όπως κι’ εγώ. Οι υπόλοιποι, μόνοι τους τα κατάφεραν κι’ αλληλο-εξουδετερώθηκαν. Εγώ επέζησα κατά τύχη, επειδή πέρασα την περισσότερη ώρα της διακονίας χαμένη μέσα σε δαιδαλώδη αδιέξοδα όπου, από δική μου απειρία, πήγαινα και κολλούσα την φούσκα μου.

Όταν φτάσαμε στα τελευταία λεπτά της Σύναξης, οι ρυθμικές ιαχές του πλήθους—«τέσσερις στη Πέμπτη, τέσσερις στη Πέμπτη»—με ειδοποίησαν πως στην κολυμπήθρα της Πέμπτης τάξης είχαμε απομείνει τέσσερις, όλοι κι’ όλοι. Στράφηκα προς τον ασκητή που είδα να βρίσκεται πιο κοντά μου. Η φούσκα του ήταν πιο μεγάλη απ’ την δική μου κι’ ο ίδιος μου φάνηκε πολύ αγριωπός, έτσι όπως τον είδα να στέκεται στο εσωτερικό της. Πιαστήκαμε απ’ τις δυνατότερες απολήξεις μας και αρχίσαμε να τραβάμε και να σπρώχνουμε ο ένας τον άλλο. Προσπάθησα να εστιάσω στο κοινό κέντρο βάρους της φούσκας και του σώματός μου, γιατί εκεί είχα ακούσει πως ήταν το μυστικό. Κολοκύθια! Αδύνατον! Μου ξέφευγε συνέχεια.

Συγκεκριμένο σχέδιο δεν μπορώ να πω πως είχα. Ό,τι μου κατέβαινε έκανα. Μετά από μισό περίπου λεπτό άρχισα, αναπόφευκτα, να λαχανιάζω. Σκεφτόμουν πως και τόσο που άντεξα πάλι καλά, όταν η φούσκα μου τραντάχτηκε ολόκληρη. Έχασα την ισορροπία μου. Μόλις ξαναστάθηκα στα πόδια μου, διαπίστωσα πως ένας τρίτος ασκητής είχε πάει κι’ είχε πέσει μ’ όλη του την φόρα πάνω στον αντίπαλό μου.

Για μια στιγμή, κάθισα και τους χάζευα, εκεί που πάλευαν. Μετά, καθώς ακόμη βρισκόμουν δίπλα σχεδόν στον προηγούμενο αντίπαλό μου—ο οποίος, σωστά αξιολογώντας τα πράγματα, είχε θεωρήσει τον άλλο ασκητή πολύ πιο σημαντική απειλή και με είχε αφήσει ήσυχη—άρχισα να ψηλαφώ την μεμβράνη του. Προσπαθούσα, χωρίς να με καταλάβει, να εντοπίσω κάποιο αδύνατο σημείο. Αυτός, πρέπει να με πήρε είδηση, αλλά δεν προλάβαινε να κάνει κάτι. Ήταν απασχολημένος με τον άλλο ασκητή. Ώσπου, στάθηκα τυχερή. Εντόπισα την αρχή μιας σχισμής. Μόλις την ένοιωσα, συγκέντρωσα ό,τι ενέργεια μου „χε απομείνει και χτύπησα εκεί μ“ όλη μου την δύναμη.

Τον άνοιξα διάπλατα. Είδα τα μάτια του την ώρα που έπεφτε. Με κοιτούσε. Με μίσος. Το πλήθος τσίριξε ενθουσιασμένο. Εγώ, το μόνο που σκέφτηκα ήταν πως ο αντίπαλος του θα ερχόταν τώρα να με περιλάβει. Αλλά, δεν φαινόταν. Πού είχε πάει;

Μετά έμαθα πως συνέβη άλλη μία καραμπόλα.

Οι κραυγές του πλήθους ήσαν πια εκκωφαντικές. Δύο μόνο είχαμε απομείνει μέσ’ την κολυμβήθρα! Αρχίσαμε να περικυκλώνουμε ο ένας τον άλλο. Ιδέα δεν είχα τι έπρεπε να κάνω. Ο άλλος ήταν πολύ καλύτερος από εμένα. Αλλά, η στιγμή, η ίδια, σε επηρεάζει. Κατάφερα κι’ έκανα κάτι ελιγμούς, που ούτε καν στον ύπνο μου δεν τους είχα ξαναδεί. Έπαιξα πολύ καλύτερα απ’ όσο ήξερα και ο αντίπαλός μου με αντιμετώπισε με μεγαλύτερο δισταγμό απ’ όσο πραγματικά άξιζα. Θα σκεφτόταν πως για να είχα φτάσει μέχρι εκεί, πρέπει να μπλοφάριζα κι’ ήμουν καλύτερη απ’ όσο έδειχνα. Στο τέλος, βέβαια, έχασα. Με αξιοπρέπεια, όμως. Καθόλου δεν με πείραξε, όταν ένιωσα την φούσκα μου να τρυπάει.

Πέταξα την συσκευή απ’ το ιδρωμένο μου πρόσωπο και ανασηκώθηκα—με δυσκολία. Το σώμα μου πονούσε παντού. Η τάξη μου είχε όλη συγκεντρωθεί γύρω απ’ τον νέο Φωστήρα. Αρκετοί όμως ήσαν κι’ αυτοί που πλησίασαν κι’ εμένα, να με συγχαρούν. Εμένα! Και τότε ο Φωστήρας έκανε κάτι απρόσμενο. Μ’ έψαξε ανάμεσα στον κόσμο και ζήτησε να χαιρετήσουμε από κοινού. Το έκαναν αυτό οι Φωστήρες, καμιά φορά. Αλλά δεν το περίμενα, εκείνη την στιγμή. Αιφνιδιάστηκα. Όσο κι’ αν τα θεωρούσα βλακείες όλ’ αυτά, είναι μια στιγμή που την θυμάμαι ακόμη. Η ζεστή παρουσία του Φωστήρα δίπλα μου, γύρω μας, το πλήθος που χοροπηδούσε ενθουσιασμένο, και, πιο πέρα, Φύλακες και Γέροντες να παρατηρούν σιωπηλοί!

Σέργιο, έμαθα αργότερα πως τον έλεγαν τον Φωστήρα εκείνο. Σέργιο. Δεν το είχα ξανακούσει το όνομα αυτό.

Πίσω, στον θάλαμο, ήμουν ο ήρωας της ημέρας. Βαρέθηκα να διηγούμαι, ξανά και ξανά, την διακονία με κάθε απειροελάχιστη λεπτομέρεια. Πώς ήταν, τι έκανα, πώς ένοιωσα, τι κατάλαβα, τι σκέφτηκα, κλπ, κλπ. Σάστισα με την προσοχή που μου έδιναν όλοι, ντρεπόμουν και δεν ήξερα τι να κάνω. Καθόλου δεν την απολάμβανα την πρόσκαιρη φήμη μου. Σαν Σταχτοπούτα, ένοιωθα, μετά που χτύπησε το ρολόι. Μέσ’ τα κουρέλια θα μ’ έβρισκε ο Πρίγκιπας κι’ ούτε καν όμορφη δεν ήμουν!

Μα εγώ δεν είμαι που τ’ απορρίπτω όλα αυτά, προσπαθούσα να θυμίσω στον εαυτό μου. Πώς είναι δυνατόν να νοιώθω έτσι τώρα;

Κρίνοντας εκ των υστέρων, η τρίτη και τελευταία διακονία πρέπει να ήταν, μακράν, η πιο διδακτική. Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά την παρ’ ολίγο νίκη μου, όταν κληρώθηκα για άλλη μια φορά. Μόλις βγήκε το νούμερό μου, οι Σύντροφοι, γύρω μου, ξεσηκώθηκαν. Σίγουρη την είχαν την νίκη μου, για κάποιο ακατανόητο λόγο. Η Μέλπω με συντρόφεψε μέχρι το κεντρικό κλίτος και με βοήθησε να φορέσω τον εξοπλισμό. Σαν Ρωμαίος μονομάχος ένιωσα. Αφού παρά λίγο να μ’ αγγίξει η Μέλπω, την στιγμή που μου φορούσε την συσκευή, τόση ήταν η επιθυμία της να μ’ ενθαρρύνει. Συγκινητικό, το βρήκα, σχεδόν. Δεν ήμουν πια μόνη. Εκπροσωπούσα κάτι πολύ μεγαλύτερο: τον Θάλαμο ολόκληρο!

Ο Εποπτεύων έδωσε το σύνθημα. Το μυαλό μου σταμάτησε να φλυαρεί. Βούτηξα γρήγορα—γιατί αυτό, τουλάχιστον, ήξερα να το κάνω—και άρχισα να ψάχνω για μια όσο το δυνατόν πιο γερή φούσκα. Κάθε γεωμετρία σου έδινε διαφορετικά πλεονεκτήματα. Η ίδια φούσκα δεν γινόταν, για παράδειγμα, να είναι ταυτόχρονα και ευέλικτη και στιβαρή. Εγώ, τι έπρεπε να προτιμήσω; Βασικά, επρόκειτο για θέμα στυλ. Ωραία, αλλά το δικό μου στυλ ποιο ήταν;

Κάτι τέτοια σκεφτόμουν κι’ ούτε που τον είδα τον άλλο ασκητή. Πέρασε δίπλα μου και με ξέσκισε με την μία. Πότε πρόλαβε κι’ εξοπλίστηκε; Μυστήριο. Πρώτη-πρώτη πρέπει να έσκασα στον πάτο της κολυμπήθρας.

Σαστισμένη, έβγαλα τον εξερευνητή. Δεν πρέπει να είχαν περάσει πάνω από τριάντα δευτερόλεπτα απ’ την ώρα που ξεκινήσαμε—ο απόλυτος εξευτελισμός, δηλαδή. Γύρω μου, να γίνεται πανδαιμόνιο. Η διακονία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Αποτραβήχτηκα, στα νύχια των ποδιών. Πλησίασα προς τα εκεί που στέκονταν οι άλλοι Σύντροφοι. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία. Ήσαν προσηλωμένοι στο θέαμα των ασκητών που χτυπιούνταν σαν τρελοί. Περίμενα, αμήχανη.

Ώσπου τέλειωσε η διακονία και βγήκαμε έξω. Το σώμα μου ήταν όλο αυτιά και μάτια. Πόσο με πονούσαν όλες αυτές οι τρύπες! Όμως, τίποτα—το παραμικρό σχόλιο δεν εισέπραξα. Ούτε κι’ απ’ την Μέλπω. Ήταν λες και δεν είχα κληρωθεί ποτέ. Μου πήρε ώρα να το χωνέψω.

Να, λοιπόν, που ήμουν μια απλή Τρόφιμος και πάλι. Τέρμα η ιστορία με την υποψήφια Φωστήρα.

Αυτό δεν ήθελα; Ναι, αυτό. Τότε γιατί είχα αυτή την γεύση στο στόμα;

Κυρία Θάλεια

Η Τασία δεν άκουγε τι έλεγαν οι κυρίες. Ούτε και την ενδιέφερε άλλωστε. Απ’ την στάση όμως της Κυρίας κατάλαβε πως κάτι πρέπει να είχε συμβεί. Πλησίασε.

Η ξανθιά κυρία δεν αισθανόταν πολύ καλά. Οι υπόλοιπες ανησύχησαν. Όμως η ξανθιά τις διαβεβαίωσε πως την έπιανε συχνά και δεν ήταν τίποτα. Έπρεπε, είπε, απλώς να ξαναθηλάσει. Το πρωί το „χε κάνει πολύ βιαστικά. Και για να μην χαλάσει την παρέα, τις προσκαλούσε όλες σπίτι της. Η κυρία Ανδρομάχη και η άλλη κυρία δέχτηκαν αμέσως, η Κυρία το σκεφτόταν. Η Τασία μάντευε ποιο ήταν το πρόβλημα. Ο Κύριος. Που θα έμενε μόνος, σπίτι, τόση ώρα. Κι“ αν ήθελε κάτι; Κι’ αν—θεός φυλάξοι—πάθαινε κάτι; Θα γύρευε την Τασία και την Κυρία και θα τις έβρισκε φευγάτες.

Στο βάθος όμως του μυαλού της Κυρίας πρέπει να κρυβόταν κι’ η υποψία μήπως οι κυρίες αυτές δεν ήσαν εντελώς της σειράς της. Απόδειξη πως έμεναν σε κυβερνητικά, ενώ η ίδια σε ιδιόκτητη κατοικία. Παλιά αρχόντισσα ήταν, ανάμεσα σε λαϊκές, πώς να το κάνουμε. Κι’ ας λέγονταν όλες «κυρίες». Μερικές φορές στα μαγαζιά είχαν βρεθεί, αυτό ήταν όλο.

Η Τασία περίμενε την Κυρία να αποφασίσει. Η μελαχρινή κυρία κοίταξε προς το μέρος της και κάτι έκανε να πει. Όμως, το ξανασκέφτηκε, και δεν άνοιξε το στόμα της. Ώσπου η Κυρία, ανασήκωσε τους ώμους και δήλωσε πως δεν βιαζόταν και τόσο, άρα, μπορούσε να δεχτεί την πρόσκληση. «Αλλά για λίγο, για πολύ λίγο». Έγνεψε στην Τασία και ξεκίνησαν όλες μαζί.

Στο δρόμο, η Τασία επιτέλους πληροφορήθηκε τα ονόματα και των άλλων δυο κυριών. Κλειώ, η μελαχρινή, και Θάλεια, η ξανθιά, η αδιάθετη. Η κατοικία της κυρίας Θάλειας δεν ήταν μακριά. Έμενε στο ΧΑΛ7, επί της λεωφόρου Πεντέλης, λίγο πάνω απ’ την πλατεία Δούρου. Όμως η διαδρομή τους πήρε αρκετά λεπτά επειδή οι κυρίες περπατούσαν αργά, λόγω της κυρίας Θάλειας.

Η είσοδος του ΧΑΛ7 ήταν—ευτυχώς—πολύ αξιοπρεπής. Μάρμαρα, αλουμίνιο κι’ ένα εντυπωσιακό φωτιστικό που αστραποβολούσε διακριτικά. Η Τασία ένοιωσε την Κυρία που καθησύχασε. Κόσμος πολύς μπαινόβγαινε. Η κυρία Θάλεια μπλέχτηκε στις αναπόφευκτες χαιρετούρες και τους πήρε ώρα μέχρι να φτάσουν στ’ ασανσέρ.

Η Τασία έριξε μια γρήγορη ματιά στην Κυρία. Το κεφάλι της έγερνε λίγο στο πλάι. Σημάδι πως είχε αλλάξει πάλι διάθεση. Πρέπει να είχε πια πειστεί πως η κυρία Θάλεια δεν ήταν εντελώς του πεταμού και πρέπει να είχε αρχίσει τώρα να ψάχνει για ελαττώματα. Στους τοίχους του κτιρίου, στα ρούχα των ανθρώπων, παντού. Αλλά κι’ η Τασία το ίδιο έκανε. Ήταν τρομερά κολλητικό.

Ο θάλαμος του ασανσέρ ήταν άδειος. Ασθμαίνοντας και μουγκανώντας η συσκευή κινήθηκε προς τα πάνω. Οι Κυρίες δεν απέφυγαν ένα βλέμμα.

«Έτσι κάνει, δεν είναι τίποτα», αισθάνθηκε την ανάγκη να τις καθησυχάσει η οικοδέσποινα. Μετά, χαμογέλασε. Αμήχανα.

Σταμάτησαν στον τριακοστό έβδομο όροφο, στην μέση περίπου του κτιρίου. Διέσχισαν έναν μακρύ, λαμπρά φωτισμένο, διάδρομο που έμοιαζε με χειρουργείο. Έτσι έπρεπε, αφού υγιεινή και ασφάλεια ήταν, υποτίθεται, τα βασικά πλεονεκτήματα των κυβερνητικών. Οι πόρτες των διαμερισμάτων έστεκαν βλοσυρές και απρόσωπες. Η κυρία Θάλεια στάθηκε μπροστά σε μια τέτοια. Αναγνώριση, ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να κάνουν. Αφού ήσαν μέσω περιηγητή, πέρασαν κατ’ ευθείαν.

«Κάθε διαμέρισμα είναι μοναδικό, όπως κι’ ο ένοικός του», υποστηρίζει η Αρχιεπισκοπή στο διαφημιστικό της. Η Τασία δεν καταλάβαινε αυτήν την μανία περί μοναδικότητας. Αν την ρωτούσε κανείς, θα „λεγε πως το παραμικρό πρόβλημα δεν είχε να κατοικεί σ“ ένα σπίτι, ίδιο ακριβώς με το διπλανό του. Αλλά δεν θα την ρωτούσε κανείς. Ούτε και θα μπορούσε ποτέ να μείνει μόνη της.

Οι Κυρίες κοίταξαν—όχι χωρίς κάποια έκπληξη—το κοινόχρηστο καθιστικό που διέθετε το διαμέρισμα, επαίνεσαν τις στιλιστικές επιλογές της κυρίας Θάλειας και στρογγυλοκάθισαν γύρω από ένα τραπέζι που θύμιζε ιπποπόταμο. Η κυρία Θάλεια δεν απέφυγε το κλασσικό—για επισκέψεις μέσω περιηγητή—αστείο «θα πάρετε κάτι;» και μετά αποσύρθηκε βιαστικά.

Η Τασία στήριξε την πλάτη της στον τοίχο, δυο βήματα απ’ την πολυθρόνα της Κυρίας της. Ποιος ξέρει πόση ώρα θ’ αναγκαζόταν να στέκεται εκεί πέρα.

«Ξσστ… ξσστ… ξσστ».

Άνοιξα τα μάτια μου. Το μπράτσο της Μέλπως ξεπρόβαλε μέσ’ απ’ το σκοτάδι. Με ξάρτι έμοιαζε—ξάρτι καραβιού στη μέση ενός μαύρου, χλιαρού ωκεανού.

«Ξσστ… ξσστ».

Το σύνθημά μας ήταν αυτό. Το κάναμε με το νύχι στον αρμό ανάμεσα στις κλίνες.

Αποκρίθηκα.

«Ξσστ… ξσστ».

Το κεφάλι της Μέλπως εμφανίστηκε μέσ’ απ’ τα σκεπάσματα. Φόρεσε την καλύπτρα κι’ έσκυψε προς το μέρος μου.

«Οι άλλοι, όλοι, μέσα είναι», μου ψιθύρισε. «Εσύ; Τι θα κάνεις;»

«Μέσα. Μέσα είμαι κι’ εγώ», απάντησα με σφιγμένη λίγο καρδιά.

«Ωραία. Η αναχώρηση είναι είκοσι λεπτά μετά το Σιωπητήριο. Είκοσι. Μην ξεχαστείς!»

Το κεφάλι της χάθηκε πάλι, πίσω, στο σκοτάδι. Έμεινα μόνη. Κουκουλώθηκα κι’ έκλεισα τα μάτια.

Ώστε θα γινόταν!

Το σχέδιο ήταν, το βράδυ, μετά το Σιωπητήριο, να το σκάγαμε απ’ τη Κυψέλη! Είχαν περάσει μήνες από τότε που „χαμε ξεκινήσει, δειλά-δειλά, τις μεταμεσονύκτιες εξερευνήσεις. Όμως μέχρι τότε, είχαμε περιοριστεί σε παιδικά πράγματα—τον θάλαμο και τους γύρω διαδρόμους. Τη φορά αυτή θα κάναμε το μεγάλο βήμα. Θα κατεβαίναμε τις σκάλες και θα βγαίναμε έξω απ“ την Κυψέλη!

Χωρισμένοι σε ζευγάρια θα το επιχειρούσαμε. Αν βγαίναμε τσούρμο, θα μας έβλεπαν σίγουρα. Ως σημείο συνάντησης είχαμε ορίσει μια εγκαταλειμμένη αποθήκη–πλυντήριο πεντακόσια περίπου μέτρα απ’ τη Κυψέλη μας. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, κάθε ζευγάρι θα ακολουθούσε διαφορετική διαδρομή. Και αν, παρ’ όλα αυτά, κάποιοι πιάνονταν, είχαμε πάρει όρκο βαρύ, να κρατήσουμε κλειστό το στόμα μας.

Όλη εκείνη τη μέρα την πέρασα μέσα σε παραζάλη. Άλλοτε με κατέκλυζε, ασυγκράτητος, ο πανικός—και τότε μ’ έπιανε τέτοια δύσπνοια, που ούτε ν’ ανασάνω δεν μπορούσα—κι’ άλλοτε ντρεπόμουν που φοβόμουν τόσο και προσπαθούσα να με λογικέψω. Σκεφτόμουν πως ήταν, ίσως, «καλύτερα» που φοβόμουν, γιατί αυτό έδειχνε πως καταλάβαινα τι πηγαίναμε να κάνουμε. «Χωρίς φόβο», έλεγα μέσα μου, «τι αξία έχει;». Αλλά δεν έπιανε. Έτρεμα ακατάσχετα.

Με τη Μέλπω, ούτε λέξη δεν ανταλλάξαμε, όλη μέρα. Μια μόνο ματιά, ήμουν βέβαιη, αρκούσε για να φέρει την καταστροφή. Υπερβολές; Ούτε και με τον παπά-Κυριάκο πίστευα πως υπήρχε κανένας κίνδυνος και να τι έγινε.

Καλώς ή κακώς, μου πέρασε απ’ το μυαλό κι’ η ιδέα να αποκαλύψω—εγώ, η ίδια—στους Γέροντες το σχέδιό μας. Έτσι και μας έπιαναν, η μοίρα μας θα „ταν σύντομη και φρικτή. Δεν θα“ ταν καλύτερα αν, πολύ διακριτικά, τα κανόνιζα ώστε να βρούμε κλειδωμένη την πόρτα του Θαλάμου; Θα γυρνούσαμε στις κλίνες μας κι’ ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Κι’ οι υπόλοιποι πρέπει να το σκέφτηκαν αυτό. Δεν μπορεί να μην το σκέφτηκαν.

Αν όμως ερχόμουν δεύτερη; Αν κάποιος της παρέας με προλάβαινε και μας πρόδιδε πρώτος; Στα μούτρα μπορεί να μου „σκαγε η όλη ιστορία. Άσε που κι“ αν, παρ’ όλα αυτά, αποφάσιζα να μας καταδώσω, πώς ακριβώς θα το έκανα; Σε ποιον θα μιλούσα; Μόνο με τον παπά-Κυριάκο είχα καταφέρει ν’ ανταλλάξω δυο λόγια παραπάνω. Έτσι όμως, όπως είχαν έρθει τα πράγματα, δεν υπήρχε περίπτωση να του ξαναπευθύνω τον λόγο.

Ώσπου, έπεσε, ύπουλη, η νύχτα. Πόσο γρήγορα τελείωσαν οι Χαιρετισμοί εκείνη τη βραδιά! Και τι δεν θα 'δινα να κρατούσαν περισσότερο, πολύ περισσότερο. Επιστρέψαμε στον θάλαμο. Προσωπική απολύμανσις, Σιωπητήριο και, κατάκλισις. Ενώπιος ενωπίω, τώρα…

Τα είκοσι λεπτά που χρειάστηκε να περιμένω τα πέρασα κουκουλωμένη. Μια να ιδρώνω και μια να τρέμω σύγκορμη. Το μυαλό μου είχε γίνει τσίρκο. Μαϊμούδες, τίγρεις, ελέφαντες, όλα έτρεχαν πέρα-δώθε, ουρλιάζοντας. Κι’ εγώ, ο δειλός θηριοδαμαστής, να πηγαινοέρχομαι στο καμαρίνι μου, μην τολμώντας να ξεμυτίσω.

«Τσικ».

Η κλίνη της Μέλπως έτριξε ανεπαίσθητα. Πετάχτηκα, σαν ελατήριο. Είδα την σκιά της να γλιστράει στον τοίχο—μαύρο πάνω στο μαύρο. Την ακολούθησα, στο ένα βήμα. Δεν σκεφτόμουν. Δεν σκεφτόμουν, γιατί και την πιο ελάχιστη σκέψη αν έκανα, τα γόνατά μου θα μ’ εγκατέλειπαν.

Φτάσαμε στην πόρτα του θαλάμου. Εκεί, η Μέλπω δίστασε. Πάρα λίγο και θα „πεφτα πάνω της. Τι την έπιασε; Κάθε ζευγάρι είχε πέντε λεπτά για να βγει απ“ τη Κυψέλη, το ήξερε καλά αυτό. Όμως, συνήλθε, γρήγορα. Φαίνεται, το πήρε απόφαση. Άπλωσε το χέρι και δοκίμασε το χερούλι.

Η πόρτα άνοιξε, αθόρυβα, σχετικά. Με τα στιβάνια στα χέρια, βγήκαμε. Μια μόνο ματιά έριξα στον διάδρομο και μου κόπηκαν τα ήπατα. Το σκοτάδι ήταν συμπαγές, σαν τοίχος. Πώς θα το διασχίζαμε;

Έτοιμη ήμουν να τα παρατήσω. Με τη δύναμη της απελπισίας, εστίασα στην πλάτη της Μέλπως. Εκεί, και στην αναπνοή. Γιατί έπρεπε, πάση θυσία, να πάψω να σκέφτομαι. Να μην ρίχνω λάδι στη φωτιά του μυαλού. Σαν κατάδυση έπρεπε να το πάρω. Μωρέ, ό,τι να 'ναι. Αρκεί να σταματούσα.

Η Μέλπω γύρισε προς το μέρος μου. Το πρόσωπό της διαγράφηκε καθαρά πίσω απ’ την καλύπτρα. Τα μάτια της έλαμπαν, κατάμαυρα. Το ύφος της δεν μου πολύ-άρεσε.

«Αντέχεις;» με ρώτησε.

«Δουλειά σου», την έκοψα. Και μετά ψέλλισα ένα «Προχώρει».

Προχώρησε. Κι’ εγώ ξοπίσω της. Άκου λέει, «αντέχεις;». Δεν μας παρατάει, λέω 'γω;

Όσο προχωρούσαμε, ήταν καλύτερα, πολύ καλύτερα. Δεν τα „χα τελείως χαμένα, διαπίστωσα. Μπορεί η αναπνοή μου να „βγαινε λίγο σφυριχτή, αλλά, μέχρι εκεί. Δεν είχα παραλύσει. Πάλι καλά! Έπρεπε όμως να βιαστούμε. Και, μακριά απ“ τα παράθυρα, μην μας δουν απ“ έξω. Δεν ήταν εύκολο, να τα κουμαντάρεις όλ’ αυτά με το μυαλό σου. Μία μόνο σκέψη έκανα, μια αγωνία είχα. Μην μείνω πίσω. Για την Μέλπω το έκανα, όχι για μένα. Για να μην σταματήσει. Ακολουθώντας την, την έκανα να προχωρά—ήμουν σίγουρη. Όπως, κι’ αυτή με τραβούσε, έτσι που προχωρούσε. Με ανάγκαζε να την ακολουθώ. Λίγο να 'κοβε και θα το 'βαζα στα πόδια. Και τότε δεν θα σταματούσα παρά πίσω στην κλινούλα μου, όταν θα „μουν, κουκουλωμένη απ“ την κορυφή ως τα νύχια.

Φτάσαμε τις σκάλες. Στήσαμε αυτί. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Σιγά-σιγά, προσεκτικά. Τοίχο-τοίχο. Ούτε ακούσαμε, ούτε είδαμε τίποτα, όσο κατεβαίναμε. Μόνο αυτές οι σκιές, παντού σκιές, που πετάγονταν μπροστά, να μας κόψουν το δρόμο. Κι’ αυτή η φρικαλέα ησυχία που αντιλαλούσε μέσα στο κεφάλι μας. Όμως τα καταφέραμε. Τ’ αντιπαλέψαμε όλα και φτάσαμε στην έξοδο. Ανέπνευσα βαθιά. Αυτή πρέπει να 'ταν η πρώτη μου κανονική αναπνοή. Και να σκεφτείς πως ακόμη βρισκόμασταν στο εύκολο κομμάτι της διαδρομής!

Η Μέλπω έσπρωξε, απαλά, το δεξί φύλλο της βαριάς πόρτας. Άνοιξε. Αθόρυβα. Δεν τόλμησα να σηκώσω το βλέμμα, να κοιτάξω γύρω. Έμεινα συγκεντρωμένη στην πλάτη της Μέλπως. Όταν προχωρούσε αυτή, προχωρούσα κι’ εγώ. Τίποτ’ άλλο.

Η Μέλπω έριξε μια ματιά και γλίστρησε έξω. Για μια στιγμή, έμεινα μόνη. Στην σκοτεινή και, σαν τάφο, ήσυχη Κυψέλη. Ανατρίχιασα. Σαν ζώο, πανικόβλητο, πετάχτηκα έξω. Η καθησυχαστική σκιά της Μέλπως με περίμενε λίγα μέτρα πιο πέρα. Σταμάτησα πλάι της. Οι ανάσες μας συγχρονίστηκαν. Ως εδώ, όλα καλά.

Περίμενα, το σώμα δίπλα μου να προχωρήσει. Όμως η Μέλπω δίσταζε. Δεν έλεγε να ξεκινήσει. Αναγκαστικά, ύψωσα το βλέμμα. Την είδα ν’ αναμετρά τα σοκάκια της Μονής. Ξεκινούσαν απ’ την πίσω πλευρά της Κυψέλης μας και, κουβαριασμένα, έφταναν μέχρι τις παρειές της Πεντέλης.

«…Και πώς λες να πάμε;» ψιθύρισε αναπάντεχα η Μέλπω. Μετά, χωρίς να περιμένει απάντηση, έκανε στην άκρη, να περάσω εγώ μπροστά.

Τι; Εγώ θα οδηγούσα; Μα δεν ήταν αυτή η συμφωνία!

Αλλά δεν είχαμε κάνει καμιά συμφωνία. Εγώ, απλώς, είχα νομίσει…

Τώρα;

Κάτι πήρε να φουσκώνει μέσα μου. Άλλο ένα δευτερόλεπτο και θα τα 'χανα τελείως. Θα „μενα εκεί που ήμουνα, σαν στήλη άλατος—μέχρι το Εγερτήριο. Σπασμωδικά, έκανα ένα βήμα. Κατά λάθος το „κανα, χωρίς να το θέλω. Πήρα αναπνοή κι“ άρχισα να περπατάω. Μετά, να τρέχω. Με το δεξί χέρι σ“ επαφή με τον τοίχο, μην λοξοδρομήσω. Πίσω μου, η αναπνοή της Μέλπως, ακολουθούσε.

Λίγα μόνο μέτρα διανύσαμε, όταν άρχισα να το συνειδητοποιώ. Δεν ήμουν εγώ που έτρεχα μέσ’ τη Μονή! Η Μονή έτρεχε προς εμένα. Σαν κατάδυση, ήταν. Ο κόσμος έφευγε πίσω μου κι’ εγώ βυθιζόμουν στην εικόνα του. Σαν κατάδυση, δηλαδή. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Όλα καλά θα πήγαιναν. Στο στοιχείο μου ήμουν, θα τα κατάφερνα. Μια απλή κατάδυση ήταν.

Πολύ γρήγορα, άλλαξαν όλα. Σε κάθε βήμα, ο διασκελισμός μου αλάφραινε. Η αναπνοή μου βάθαινε, το μυαλό μου άνοιγε. Δεν ήμουν ο πανικόβλητος ποντικός, που έτρεχε να ξεφύγει. Ήμουν ο ατρόμητος δύτης. Που με την πλάτη στον ήλιο και τα μάτια στην άβυσσο, βουτάει για σφουγγάρια. Ο τρελαμένος επιστήμονας. Που με μυαλό ψύχραιμο και μάτι κοφτερό, προσεγγίζει τα πέρατα της ύλης. Έτσι, κάπως, διέσχισα τα σοκάκια της Μονής, εκείνη τη βραδιά. Σε παραλήρημα.

Όσο απομακρυνόμασταν, τόσο ανηφόριζε, το έδαφος. Η επιφάνεια του βουνού, αν και καλυμμένη με μονωτικό, δεν μπορούσε να κρυφτεί, μπερδευόταν μέσα στα πόδια μας. Γύρω μας, συνωστίζονταν τα κτίρια της Μονής. Σε κάθε μας βήμα, τα βλέπαμε να παλιώνουν. Το μισοσκόταδο, αντί να κρύβει την ανέχεια της Μονής, της έδινε μια εφιαλτική, σχεδόν, διάσταση. Προσηλώθηκα μέσα μου.

Έτρεχα ρυθμικά. Οι αισθήσεις μου εκτείνονταν παντού, σαν ραντάρ, κι’ η Μέλπω, πίσω μου, ακολουθούσε σταθερά. Η νύχτα ήταν μαζί μας. Κι’ όσο για τους Φύλακες, ένα μόνο περίπολο είδαμε κι’ αυτό από μακριά. Όλα καλά πήγαιναν. Κοντεύαμε.

Τη σκιά, μπροστά μας, πιο πολύ την ένιωσα, παρά την είδα.

Καμιά εικοσαριά μέτρα πρέπει να απείχε. Επιβράδυνα, προσεκτικά. Ταυτόχρονα, έτεινα πίσω το χέρι μου, να ειδοποιήσω τη Μέλπω. Με άγγιξε, σχεδόν. Σταματήσαμε. Της έδειξα με το κεφάλι, ίσια μπροστά. Προσπαθήσαμε να διακρίνουμε κάτι, οτιδήποτε. Όμως πέρα από ένα σκούρο όγκο, που σκαμπανέβαινε, δεν βλέπαμε τίποτα άλλο.

«Δεν μπορεί να 'ναι περίπολο», άκουσα τη Μέλπω να ψιθυρίζει μέσ’ από τα δόντια της. «Ο Ευριπίδης με τον Μάριο πρέπει να είναι. Εμείς, είμαστε δεύτεροι», συμπλήρωσε. Και συνέχισε, «Θα δοκιμάσω το συνθηματικό. Αν δεν απαντήσουν, το βάζουμε αμέσως στα πόδια. Εντάξει;». Συγκατένευσα σιωπηλά.

Η Μέλπω πήρε μια αναπνοή και μετά, πολύ προσεκτικά, έκανε με την γλώσσα της:

«Τσ… Τσ».

Ακαριαία, ο όγκος μπροστά μας πάγωσε. Αμέσως μετά όμως, ήρθε η απάντηση, με τον ίδιο ακριβώς ήχο. Οι Σύντροφοί μας ήσαν!

Η Μέλπω πετάχτηκε προς το μέρος τους. Την ακολούθησα. Θυμάμαι καλά τη στιγμή που βρεθήκαμε όλοι μαζί. Μια έκρηξη χαράς ήταν, ένα πυροτέχνημα μέσ’ την νύχτα. Φόβος, ανακούφιση, περηφάνια, όλα μαζί ανακατεμένα στο μυαλό, στα κορμιά και στις ανάσες μας. Σπουδαία ήταν. Περίφημα!

Ο Ευριπίδης, που οδηγούσε το άλλο ζευγάρι, ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Όλα καλά;»

«Κανένα πρόβλημα», βιάστηκε να πει η Μέλπω. Προχώρησε μπροστά και μ’ επιτακτικό ύφος παρέσυρε τον Ευριπίδη μαζί της. «Τη στιγμή που περάσαμε δίπλα απ’ το…», άρχισε να του διηγείται. Δεν άκουσα τι άλλο είπε.

Έμεινα μόνη, με τον Μάριο. Τον είδα να γυρνάει προς το μέρος μου. Κοιταχτήκαμε. Μόρφασε και κάτι έκανε να πει. Μόνο την όρεξή του δεν είχα, εκείνη ειδικά την στιγμή. Έκανα πως δεν κατάλαβα και ξεκίνησα πίσω απ’ τους άλλους. Άκου κατάσταση! Στο κεφάλι οι «οδηγοί», και στην ουρά τα «γυναικόπαιδα»! Και να „χουμε από πάνω και τον Μάριο που τον πονούσε το δάχτυλό του ή ποιος ξέρει τι άλλη βλακεία ήθελε να μου πει. Δε μας παρατάει κι“ αυτός!

Καμιά εκατοστή μέτρα διανύσαμε έτσι. Μετά, πήραμε άλλη μια στροφή και αντικρίσαμε, επί τέλους, το περίφημο πλυντήριο. Οι οδηγοί μας έλεγξαν μήπως περνούσε κανείς. Μετά τρέξαμε όλοι μαζί και χωθήκαμε στη σκοτεινή πλευρά του κτιρίου. Αυτό ήταν. Δεν είχαμε πια, παρά να περιμένουμε τους υπόλοιπους.

Όμορφη νύχτα πρέπει να ήταν. Λέω «πρέπει», γιατί ούτε να δω, ούτε ν’ ακούσω μπορούσα τίποτα. Είχα χαθεί στους μαύρους λαβύρινθους. Με τη Μέλπω τα είχα, προφανώς. Που όχι μόνο μ’ έχωσε μπροστά απροειδοποίητα, αλλά ξεμοναχιαζόταν τώρα με τον άλλο οδηγό με ύφος Παμμέγιστου! Έλεος, έλεος!

Την ίδια ώρα, χωρίς να το καταλαβαίνω, είχα αρχίσει να χαλαρώνω. Όλος ο τρόμος, που είχα μέχρι τότε καταφέρει να υποτάξω, πετάχτηκε καθυστερημένα να με καταπιεί. Μ’ άρπαξε απ’ το λαιμό κι’ άρχισε να με τραβοτανάει. Πού βρισκόμασταν; Τι γυρεύαμε εκεί πέρα; Ο φρικτός αυτός, έναστρος ουρανός, από πάνω μας, τι ήταν; Γκρεμός ή ρουφήχτρα;

Ανατρίχιασα. Ο Μάριος, δίπλα μου, γύρισε να δει. Οι άλλοι δύο, χαμπάρι. Απορροφημένοι, στην κουβέντα τους. Ανώτερα πράγματα, για «οδηγούς»…

Περιμέναμε στη σκιά της αποθήκης-πλυντήριου. Αλλά ούτε αποθήκη ήταν πια, ούτε πλυντήριο. Σκέτο σαράβαλο ήταν. Πρέπει να „χε κτιστεί πολύ παλιά, πριν κι“ απ’ το χτικιό ίσως. Ασφαλές, ως κτίριο, δεν μπορεί να ήταν. Ούτε αρνητική πίεση έβλεπα, ούτε τίποτα. Την παραμικρή σκασίλα δεν είχα για το πώς ήταν το εσωτερικό του.

Αλλά, ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ. Μέσ’ τα επόμενα λίγα λεπτά εμφανίστηκαν—με μικρή διαφορά μεταξύ τους—ο Γεράσιμος (6188), η Ευρυδίκη (4538), η Βασιλική, η Ευτέρπη (9592) και η Ασημίνα (3529). Ξέπνοοι έφτασαν όλοι. Η Ευτέρπη κι’ η Ασημίνα ήσαν φανερά αλαφιασμένες. Είχαν πέσει πάνω σε περίπολο. Χρειάστηκε να κρυφτούν και να περιμένουν να περάσει. Πάνω τους πρέπει να τα 'χαν κάνει οι κακομοίρες. Πάντως, ήσαν ενθουσιασμένες, που τα 'χαν καταφέρει, όπως και όλοι μας.

Η σκιά του τοίχου δεν μας χωρούσε πια. Ο Ευριπίδης δοκίμασε την πόρτα της αποθήκης. Την άνοιξε, και ένας-ένας γλιστρήσαμε στο εσωτερικό. Αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν είχαμε βρει κλειδωμένη την πόρτα. Αλλά δεν μπορεί. Κάτι θα „χαν προβλέψει και γι“ αυτό οι οδηγοί!

Μέσα ήταν… σαν εγκαταλειμμένο πλυσταριό, σαν τι άλλο μπορεί να ήταν; Δεν ήταν η σπηλιά του Αλλαντίν, όσο κι’ αν κάποιοι προσπαθούσαν να την δουν σαν τέτοια. Προσωπικά, ούτε τρία μέτρα δεν μπήκα. Στήριξα την πλάτη στον πρώτο στύλο που βρήκα μπροστά μου κι’ έμεινα εκεί να παρακολουθώ τους υπόλοιπους. Πόσο μόνη ένοιωθα! Ένας σβώλος βρώμικο χιόνι, παραπεταμένος στην άκρη του δρόμου.

Η βραδιά εκείνη ήταν η πρώτη εκτός Κυψέλης και η πρώτη που ήμασταν τόσα πολλά άτομα. Αυτό, κυρίως, ήταν που με ξένιζε. Έναν-δυο, ούτε που τους ήξερα καλά-καλά. Κάποιος άλλος πρέπει να „χε εγγυηθεί γι“ αυτούς. Οι μυρωδιές τους ειδικά, πολύ με δυσκόλευαν. Μου ήσαν άγνωστες και, σε μεγάλο βαθμό, ενοχλητικές. Το σουλούπι τους ίσα που τ’ αναγνώριζα. Τα κίνητρά τους καθόλου δεν τα καταλάβαινα.

Γιατί έμοιαζαν τόσο ενθουσιασμένοι; Ηλίθιοι ήσαν ή ψεύτες; Τι τους εντυπωσίαζε τόσο με το εγκαταλειμμένο αυτό πλυσταριό; Είχε σωρούς από ασπρόρουχα καλυμμένους με παχιά, διάφανη, σκόνη. Ράφια, απ’ το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, και μεγάλα, επαγγελματικά, πλυντήρια που μας κοίταζαν σαν Πολύφημοι. Και λοιπόν; Τι περίμεναν; Τι τα ψαχούλευαν όλα με τόσο θαυμασμό;

Από όλους τους, μόνο η Ευτέρπη μου φάνηκε κάπως συμπαθητική. Αλλά κι’ αυτή, όχι ιδιαίτερα. Απλώς, την ξεχώριζα, γιατί μου φαινόταν απλή και καλόβολη. Με έπειθε το—ελαφρώς χαζό—ύφος της, καθώς στεκόταν σύξυλη και χάζευε τα πλυντήρια. Αντίθετα, ο Μάριος, ας πούμε, δεν με ξεγελούσε εμένα. Όλο τον κακομοίρη έκανε, αλλά μόλις γύριζες απ την άλλη, θα σου την έφερνε αδίστακτα. Εντελώς σκατένια ήταν η μυρωδιά του.

Κι’ όσο για την Μέλπω, δεν το συζητώ καν. Δεν υπήρχε δύναμη που θα μ’ έκανε να γυρίσω να την κοιτάξω. Ας κατέβαιναν εξωγήινοι να την διακτινίσουν πίσω στον πλανήτη τους. Εγώ, θα κοίταγα σταθερά από την άλλη.

Αυτή ήταν η κατάσταση. Δεν είχαμε φτάσει καλά-καλά κι’ εγώ δεν έβλεπα την ώρα να φύγω—κι’ ας είχα ξεκινήσει με τις καλύτερες προθέσεις. Και θα 'φευγα επί τόπου, χωρίς αμφιβολία, όμως, μόνη μου, δεν τολμούσα. Μπορεί να 'χα οδηγήσει στον ερχομό, τον γυρισμό όμως, ήμουν σίγουρη πως μόνη μου δεν θα τον κατάφερνα. Χρειαζόμουν κάποιον να 'ναι μαζί, να μου κρατάει εστιασμένη την προσοχή.

Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να περιμένω. Για λόγους που δεν κατάλαβα—και ούτε και μ’ απασχόλησαν, για να είμαι ειλικρινής—ο ενθουσιασμός των υπολοίπων ξεφούσκωσε πολύ γρήγορα. Ίσως να συνειδητοποίησαν πως το παλιό πλυσταριό δεν ήταν, τελικά, παρά αυτό ακριβώς: ένα παλιό πλυσταριό. Ή μπορεί η ένταση κι’ ο φόβος να άρχισαν να τους καταβάλλουν. Άλλωστε, όλους μας έτρωγε η σκέψη πως μπορεί να 'χαμε φτάσει ως εκεί, είχαμε όμως και να επιστρέψουμε. Και μάλιστα γρήγορα.

Στην πρώτη σιωπή, η Βασιλική πετάχτηκε και είπε μήπως ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε την αποχώρησή. Όλοι βιάστηκαν να συμφωνήσουν. Καταλήξαμε να φύγουμε με σειρά αντίστροφη απ’ αυτήν που είχαμε έρθει. Η Μέλπω κι’ εγώ θα 'μασταν προτελευταίοι. Δεν έβλεπα την ώρα. Την Μέλπω, ακόμη, δεν είχα γυρίσει να την κοιτάξω. Αλλά το 'χε λάβει το μήνυμα, ήμουν σίγουρη. Και ήθελα να δω. Τώρα που θα 'φευγαν οι υπόλοιποι, θα συνέχιζε να μου παριστάνει τον Μάρκο Πόλο; Πολύ περίεργη ήμουν.

Πήρε λίγη ώρα μέχρι να „ρθει η σειρά μας. Γλιστρήσαμε έξω, προσεκτικά—με την Μέλπω να οδηγεί, αφού ο Ευριπίδης ήταν εκεί κι“ έβλεπε. Ορκίστηκα μέσα μου πως αυτή την φορά θα 'μενα κολλημένη πίσω της. Ας στριφογυρνούσε όσο ήθελε.

Ο αέρας με συνέφερε κάπως. Πρέπει να „χα αποτρελαθεί, κλεισμένη μέσ“ σ’ εκείνο το μπουντρούμι. Αρχίσαμε να τρέχουμε. Όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα.

Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Το πόδι μου κλότσησε μια πέτρα την στιγμή ακριβώς που αντικρίσαμε την σκιά του περιπόλου. Θα „φταιξαν όλες εκείνες οι μαύρες σκέψεις που με είχαν πλημμυρίσει. Σαν καμπάνα ακούστηκε η πέτρα. Πάγωσα ολόκληρη. Μετά, τρέξαμε να κρυφτούμε, πίσω από μια γωνιά. Πολύ αργά; Δεν ανέπνεα. Αλλά οι Φύλακες δεν άκουσαν. Ή, κι“ αν άκουσαν, δεν ενδιαφέρθηκαν. Αυτά δα έλειπε να ερευνούσαν κάθε πέτρα που άλλαζε θέση κατά την διάρκεια της περιπολίας τους.

Όμως εμείς δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε να ξέρουμε, τι θα έκαναν. Μείναμε εκεί περιμένοντας, με τις καρδιές, τις αναπνοές και τα μυαλά μας παγωμένα. Όλα είχαν σταματήσει, ακόμη κι’ οι γρύλοι. Ενώ οι Φύλακες ξεμάκραιναν, όλο ξεμάκραιναν. Σιγά, σιγά, σαν καράβια, στον ορίζοντα.

Η καρδιά μου ξαναχτύπησε, μόνο όταν πια δεν τους βλέπαμε άλλο.

Το υπόλοιπο της διαδρομής δεν κατάλαβα πώς έγινε. Είδαμε την εξώπορτα της Κυψέλης να ορθώνεται πάλι μπροστά μας. Σχεδόν απρόσεκτα, τρέξαμε να κρυφτούμε στο εσωτερικό της. Ησυχία. Κανείς.

Τότε μόνο ανταλλάξαμε την πρώτη μας ματιά, με την Μέλπω. Ωραία τα καταφέραμε. Αυτή λιποψύχισε στον πηγαιμό κι’ εγώ παρά λίγο να μας προδώσω στον γυρισμό. Αλλά ας είναι. Την άλλη φορά θα 'ταν καλύτερα.

Γιατί θα υπήρχε και άλλη φορά. Μόλις τώρα αρχίζαμε, με διαβεβαίωσα, την ώρα που χωνόμουν πίσω στην κλίνη μου. Δεν το πίστεψα, όταν ένιωσα το σκέπασμα να με τυλίγει. Οι αναμνήσεις της βραδιάς βοούσαν μέσα στο μυαλό μου. Η σκέψη πως με τίποτα δεν θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος ήταν η τελευταία που πρόλαβα να κάνω.

Η κουβέντα είχε πια ανάψει για τα καλά. Την αρχή έκανε—ή μάλλον επιχείρησε να κάνει—η κυρία Ανδρομάχη. Πιάστηκε απ’ την επίπλωση του χώρου, προχώρησε στο υπόλοιπο διαμέρισμα και τελικά εξιστόρησε ολόκληρη την διαδρομή της κυρίας Θάλειας στην Αθήνα.

Η διαίσθηση της Κυρίας δεν είχε κάνει λάθος. Δεν ήταν πραγματικά Αθηναία η κυρία Θάλεια. Σε κάποια επαρχία είχε γεννηθεί, αλλά οι γονείς της, κάνοντας τα αδύνατα δυνατά, την έστειλαν στην πρωτεύουσα, όσο ήταν ακόμη πολύ μικρή. Δεν τους ξανάδε ποτέ. Ούτε κι’ έμαθε τι απέγιναν.

Μέχρι ν’ αρχίσει σχολείο, φιλοξενήθηκε στο διαμέρισμα ενός ευκατάστατου θείου της. Η συμφωνία ήταν να βοηθάει όσο μπορούσε την θεία και τις ξαδέρφες της, όχι όμως βαριές δουλειές, αφού παιδάκι ήταν ακόμη. Στο σχολείο, όταν πήγε, αποδείχτηκε πως τα 'παιρνε τα γράμματα—ειδικά την μηχανική μάθηση. Όταν τέλειωσε, κατάφερε να συνεχίσει και σε μια τεχνική σχολή.

Μετά τις σπουδές, η κυρία Θάλεια περιπλανήθηκε μερικά χρόνια από δω κι’ από εκεί, ώσπου κατάφερε και τρύπωσε στην Διεύθυνση Τυποποίησης της Δαίδαλος, μιας Αρχιεπισκοπικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας. Εκεί γνώρισε την σύντροφό της—τμηματάρχη στην Διεύθυνση Ποιοτικού Ελέγχου της εταιρείας—παντρεύτηκαν, και τους δόθηκε το διαμέρισμα ετούτο.

Απέκτησαν παιδιά, ένα κορίτσι, και τα χρόνια πέρασαν. Η κόρη της κυρίας Θάλειας έφυγε κι’ η σύντροφός της, που ήταν αρκετά μεγαλύτερη και ασθενικής κράσης, αρρώστησε και πέθανε, δυστυχώς.

Έτσι, η κυρία Θάλεια βρέθηκε με μια μικρή σύνταξη που της επέτρεπε να μην εργάζεται. Περνούσε τις μέρες της με ψώνια και αγαθοεργίες, όπως όλες οι κυρίες της σειράς της, και γενικά ζούσε μια ήσυχη, μετρημένη ζωή.

Όλ’ αυτά η κυρία Ανδρομάχη τα διηγήθηκε βιαστικά—αγχωτικά σχεδόν—λες κι’ ήταν μια μεγάλη παρένθεση σε κάτι που θα ξεκίναγε να πει παρακάτω. Όταν όμως τέλειωσε την ιστορία της, η κυρία Ανδρομάχη κοίταξε γύρω-γύρω αμήχανα και, μην ξέροντας πώς να συνεχίσει, άρχισε να παίζει μ’ ένα μπιμπελό στρουθοκάμηλο που βρήκε πάνω στο τραπέζι.

Σιωπή, βαριά, ορθώθηκε απροσδόκητα ανάμεσά τους. Η επίπλαστη οικειότητα, που τόσο είχαν προσπαθήσει να συντηρήσουν, πήγαινε τώρα να καταρρεύσει. Ευτυχώς, επενέβη η Κυρία που πήρε την κατάσταση στα χέρια της.

Με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση άνοιξε συζήτηση για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όσοι έρχονται απ’ την επαρχία στην πρωτεύουσα. Μίλησε για τις διαψεύσεις που βιώνουν οι άνθρωποι αυτοί και πόσο αναχρονιστικές είναι, σε τελική ανάλυση, οι ελπίδες τους, δεδομένης της ύπαρξης του περιηγητή—λες κι’ είχε ο κόσμος όλος πρόσβαση σε τέτοια πράγματα. Αλλά οι άλλες κυρίες, που ήσαν βέρες Αθηναίες, μ’ ευχαρίστηση συμμετείχαν σε μια τέτοια συζήτηση. Και, πολύ γρήγορα, εξώκειλαν στην συνηθισμένη γκρίνια για το τι έπρεπε να κάνει απ’ την μεριά της η Αρχιεπισκοπή, αν ήθελε να βοηθήσει τον κόσμο να βρει τον δρόμο του στην δύσκολη, σημερινή εποχή.

Η Κυρία, που ήταν πολύ ικανή σ’ αυτά, αποτραβήχτηκε, όσο έπρεπε, ώστε οι κυρίες να έχουν την ευκαιρία να πουν η κάθε μια τα δικά της. Κάθε όμως που η συζήτηση κινδύνευε πάλι να κάνει κοιλιά, η Κυρία ξανάμπαινε στη μέση και με κάποια παρατήρηση ή ερώτηση κρατούσε αναμμένο το ενδιαφέρον. «Μαέστρος είναι η αφιλότιμη», σκέφτηκε η Τασία, υπομειδιώντας.

Κάπου εκεί έκανε την επανεμφάνισή της κι’ η κυρία Θάλεια. Σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα και, ασθμαίνοντας, διαβεβαίωσε την ομήγυρη πως, ναι, τώρα, αισθανόταν πολύ καλύτερα. Η συζήτηση συνεχίστηκε εκεί όπου σταμάτησε. Όλα καλά πήγαιναν. Η Τασία ήταν έτοιμη να γυρίσει στα δικά της.

«Α, να και η Θέκλα», δήλωσε απροσδόκητα η κυρία Θάλεια.

Η Τασία γύρισε να κοιτάξει. Ωπ! Έριξε αμέσως το βλέμμα κάτω. Μετά, το σήκωσε και ξανακοίταξε. Άναυδη την άφησε το θέαμα μπροστά της. Η Παραμάνα της κυρίας Θάλειας ήταν πολύ, μα πολύ, εντυπωσιακή. Σε σύγκριση μαζί της, η Τασία έμοιαζε με δέντρο αποσκελετωμένο. Ζεματισμένη, γύρισε να δει την αντίδραση της υπόλοιπης ομήγυρης.

Η Κυρία δεν φάνηκε να κατάλαβε τίποτα—ευτυχώς. Οι υπόλοιπες όμως κυρίες ήσαν φανερά συγκλονισμένες. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα έκαναν, αλλά το 'βλεπες πόσο πάλευαν, να μην καρφωθούν.

Η Θέκλα πρέπει να „ταν συνηθισμένη σε τέτοιες αντιδράσεις. Χαμήλωσε σεμνά το βλέμμα και, χαρωπή-χαρωπή, σαν πεταλουδίτσα, πήγε και κάθισε δίπλα στην Τασία. Φρόνιμα κι“ ωραία.

Η οποία Τασία, ένοιωσε να της κόβεται η ανάσα.

Τι έπρεπε να κάνει τώρα; Τι μπορούσε να κάνει τώρα—με αυτή την θεά του γάλακτος να στέκεται λίγα εκατοστά δίπλα της; Να γυρνούσε να την κοιτάξει; Να της έλεγε κάτι; Αλλά τι; Αφού συζήτηση, οι δυο παραμάνες, ήταν αδύνατο ν’ ανοίξουν. Στέκονταν πολύ κοντά στις κυρίες και θα ενοχλούσαν. Το καλύτερο που είχε να κάνει η Τασία ήταν να ξεχάσει αυτόν τον διάολο δίπλα της και να προσηλωθεί στις σκέψεις της.

Τι να πω τώρα; Κάτι που να θέλει προσπάθεια, για να μου κρατάει την προσοχή.

Θα εξηγήσω ένα-δυο πράγματα για την Βιβλιοθήκη. Αλλά πριν μιλήσω γι’ αυτήν, πρέπει πρώτα να εξιστορήσω πώς φτάσαμε ως εκεί.

Όταν ξέσπασε η Δεύτερη Παγκόσμια, δεν απέμεινε τόπος ή τρόπος να προφυλαχθεί κανείς, ο κίνδυνος μόλυνσης αυξήθηκε εκθετικά. Η ανθρωπότητα, θέλοντας και μη, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αγαπημένο της καταφύγιο, δηλαδή πως το χτικιό ήταν κάτι που αφορούσε κάποιους «άλλους, μακριά από εμάς».

Οι Αρχιεπισκοπές, που ακόμη τότε δεν είχαν αναλάβει τον σημερινό τους ρόλο, διέκριναν την ευκαιρία μέσ’ τον κίνδυνο. Σε μια απ’ τις τελευταίες συνεδριάσεις του ΟΗΕ, πριν την αυτο-διάλυσή του, κατέθεσαν δυο δέσμες παράλληλων μέτρων με στόχο αφ’ ενός να προσφέρουν άμεση, αξιόπιστη προστασία σ’ όσους είχαν καταφέρει να επιζήσουν μέχρι τότε και αφ’ ετέρου να θέσουν τις βάσεις για μια πιο οργανωμένη αντίδραση απέναντι στην πανδημία.

Τα μέτρα αυτά—δικαίως ή αδίκως, δεν έχει σημασία—παρουσιάστηκαν ως το τελευταίο χαρτί της ανθρωπότητας. Αν αποτύγχαναν, υποστήριζαν οι Αρχιεπισκοπές, κάθε ψήγμα πολιτισμού θα έσβηνε και το ανθρώπινο είδος θ’ αφανιζόταν μέσα σ’ ένα κύμα απροκάλυπτης βαρβαρότητας. Τον πλανήτη θα „μεναν να διαφεντεύουν κατσαρίδες και πεταλούδες. Αντίθετα, αν τα μέτρα πετύχαιναν, τότε θα μας δινόταν μια ακόμη ευκαιρία. Αλλά μια απλή ευκαιρία. Τίποτ“ άλλο.

Οι Μονές, οι Τρόφιμοι, και οι μέθοδοι παραγωγής τους, αποτελούσαν όλα, μέρος της δεύτερης δέσμης μέτρων περί μακροπρόθεσμης επιβίωσης. Εκεί εντάχθηκε τελικά κι’ ο αναθεωρημένος ρόλος των Βιβλιοθηκών, μια και κρίθηκε συμπληρωματικός στην ομαλή λειτουργία των Μονών.

Αλλά τι ρόλο έπαιζαν τελικά οι Βιβλιοθήκες;

Ο Μοναστικός Κανονισμός, που διέπει την λειτουργία όλων των Μονών, έθεσε υπό αυστηρή εποπτεία—για την ακρίβεια, κατάργησε σχεδόν ολοκληρωτικά—τις κάθε είδους συναλλαγές των Μονών με τον έξω κόσμο. Οι προμήθειες (τρόφιμα, αναλώσιμα, κλπ) αποστειρώνονταν σε ειδικές εγκαταστάσεις, εκτός Μονής, πριν τους επιτραπεί η είσοδος. Τα απόβλητα των Μονών κατέληγαν στον Καιάδα, εντός της Μονής. Το προσωπικό υποστήριξης, οι Γέροντες δηλαδή και οι Φύλακες, προσλαμβάνονταν με ετήσια συμβόλαια και παρέμεναν εσώκλειστοι σ’ όλη την διάρκεια τους. Όσο για εμάς, τους Τρόφιμους, οι Μονές ήσαν σε θέση να καλύψουν κάθε μας ανάγκη. Έξω δεν βγαίναμε ποτέ και για κανένα λόγο.

Μόλις όμως οι πρώτες δυο-τρεις σειρές Τροφίμων αποφοίτησαν και μπήκαν στην παραγωγή στις πόλεις έγινε φανερό πως η ολοκληρωτική απομόνωση, αν και απαραίτητη από πλευράς διασφάλισης ποιότητας, δεν οδηγούσε στα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι Τρόφιμοι παρουσίαζαν σοβαρότατα προβλήματα ένταξης. Σαν ζόμπι συμπεριφέρονταν! Και όσο περνούσε ο καιρός, αντί να βελτιώνονται, χειροτέρευαν ακόμη περισσότερο. Πολλοί αποδείχτηκαν εντελώς άχρηστοι στον ρόλο τους ως Παραμάνες και χρειάστηκε να αποσυρθούν. Κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος με τις εξελίξεις αυτές.

Τώρα, εκ των υστέρων, είναι εύκολο να μιλάει κανείς για τα λάθη, που αναμφίβολα έγιναν. Τότε όμως, όσο η ανθρωπότητα ήταν ακόμη παραζαλισμένη απ’ τις απανωτές πανδημίες και—ίσως το κυριότερο—όσο οι Αρχιεπισκοπές δεν είχαν ακόμη προλάβει να εξελίξουν τις υπηρεσίες τους στον απαιτούμενο βαθμό, ήταν πολύ δύσκολο να συνδεθεί το αίτιο με το αιτιατό. Πήρε χρόνο μέχρι ν’ αρχίσουν να συσσωρεύονται οι αναφορές απ’ τις Επιθεωρήσεις ώστε να συνειδητοποιήσουν οι Αρχιεπισκοπές πως δεν πρόκειται για μεμονωμένα φαινόμενα—ή για μεροληψία εκ μέρους των Επιθεωρητών. Μετά, χρειάστηκε πρόσθετος χρόνος για να εντοπιστεί η πηγή του προβλήματος και να σχεδιαστεί η αντιμετώπισή του.

Η ιδέα των Βιβλιοθηκών—των αναμορφωμένων Βιβλιοθηκών—δεν είναι γνωστό πώς ή από ποιον προήλθε. Δεν είναι περίεργο, γιατί τέτοιες πληροφορίες είναι ευαίσθητες και όλοι ξέρουμε πως η Αρχιεπισκοπή προτιμά να διορθώνει, παρά να συζητά—τουλάχιστον όχι δημοσίως—τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζει.

Εκ του αποτελέσματος, ξέρουμε πως, χωρίς τυμπανοκρουσίες και μέσα σε σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα, η λειτουργία των Βιβλιοθηκών αναμορφώθηκε εντελώς. Άλλαξαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τα παλιό τους όνομα να το διατηρούν για λόγους παράδοσης και μόνο.

Στην εποχή μου, οι εξελίξεις αυτές, είχαν ολοκληρωθεί προ πολλού. Την ίδια την Βιβλιοθήκη της Μονής Ταώ—εννοώ το κτίριο—ελάχιστες φορές χρειάστηκε να την επισκεφθώ (για να δανειστώ τον Εξερευνητή, κλπ). Μέσω τερματικού την επισκεπτόμασταν και για ένα και μόνο λόγο. Τα Αρχεία. Αυτή ήταν η λύση που επινόησαν οι Αρχιεπισκοπές προκειμένου να συνεχίσουν μεν να κρατούν απομονωμένους τους Τρόφιμους μέσ’ τις Μονές αλλά, ταυτόχρονα, να τους δώσουν μια ιδέα του έξω κόσμου, ώστε να μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους, όταν θα ερχόταν η ώρα.

Τα Αρχεία είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα εικονικής πραγματικότητας. Σχεδιάστηκε με στόχο να διασκεδάσει κάπως την απόλυτη απομόνωση που επιβάλλει η διαβίωση στις Μονές. Τα Αρχεία δεν επιτρέπουν απλώς να γνωρίσουμε τα φυσικά ή ανθρώπινα φαινόμενα, στα οποία δεν μπορούσαμε να έχουμε άμεση πρόσβαση. Μας αφήνουν να ζήσουμε τα φαινόμενα αυτά, αναπαράγοντας σε πραγματικό χρόνο ολόκληρη την εμπειρία που θα είχε όποιος τα ζούσε.

Τι σχέση είχαν με τους Εξερευνητές; Καμία, απολύτως καμία. Φορώντας ένα Εξερευνητή μπορεί κανείς να δει και να νοιώσει—να βιώσει—τι συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο μέσα στην ύλη σε διαστάσεις που οι ανθρώπινες αισθήσεις αδυνατούν να συλλάβουν. Τα Αρχεία αντίθετα, είναι κάπως σαν το σινεμά που συνηθιζόταν κάποτε. Το μόνο που κάνουν είναι να αναπαράγουν την ίδια πάντα κονσερβαρισμένη εμπειρία που έζησε κάποιος, κάποτε. Δεν υπάρχει σύγκριση με τους Εξερευνητές.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν μπορούσαν τα Αρχεία να είναι τρομερά διασκεδαστικά. Και την ύπαρξή σου την ίδια μπορούσες να ξεχάσεις μέσ’ τον ορυμαγδό αισθήσεων που σου προκαλούσε το τερματικό. Εκατό ζωές χρειάζονταν για να χορτάσει κανείς το περιεχόμενο που υπήρχε αποθηκευμένο στην Βιβλιοθήκη—για τέτοιο πράγμα μιλάμε.

Καθημερινά, μετά τον Εσπερινό, αλλά κυρίως τις Κυριακές, μετά την Σύναξη, τελειώναμε κακήν-κακώς τις διακονίες μας και ριχνόμασταν με τα μούτρα στα Αρχεία. Παρέα σ’ αυτά τα θέματα έκανα με τον Νεκτάριο, γιατί είχαμε κοινά ενδιαφέροντα.

Τα Αρχεία είχαν ατέλειωτους καταλόγους και η φυλλομέτρησή τους ήταν μια απόλαυση από μόνη της. Όσο ήμασταν μικρά καταγινόμασταν κυρίως με κλασσικές καταγραφές: πόλεις, άνθρωποι, ζώα, φυτά, επινοήσεις και κατασκευές. Φορτώναμε και τρέχαμε τυχάρπαστα ό,τι κι’ αν βρίσκαμε και εξαφανιζόμασταν από προσώπου γης. Για την εντελώς παρθένα μας αντίληψη η απλή εμπειρία μιας σύγχρονης πόλης ή ενός δάσους—όλοι αυτοί οι ήχοι, οι εικόνες, οι μυρωδιές και η αίσθηση πάνω στο σώμα—ήταν ήδη πολύ παραπάνω απ’ όσο μπορούσαμε ν’ αντέξουμε.

Αναγκαζόταν να „ρθει ο Θαλαμοφύλακας και να μας ξεκολλήσει με τα χέρια του το τερματικό απ“ το κεφάλι για να βγούμε.

Όταν πέρασε ο καιρός και συνηθίσαμε κάπως, αρχίσαμε ν’ αλλάζουμε γούστα. Όση προσπάθεια κι’ αν κατέβαλε η Αρχιεπισκοπή, το Αρχείο ενός ζωγραφικού πίνακα δύσκολα μπορούσε να συναρπάσει την ακοή, για παράδειγμα. Εμάς, όμως, αυτό που μας συνάρπαζε κυρίως, ήταν οι εμπειρίες που συνδύαζαν όλες τις αισθήσεις ταυτόχρονα.

Ψάχναμε για ακραία Αρχεία, όσο πιο ακραία, τόσο το καλύτερο. Αυτά που προτιμούσα ήταν από αγώνες ταχύτητας. Ήταν μια περίοδος, που όλο τέτοια κατέβαζα, ειδικά από αγώνες δικύκλων. Με μάγευε η αίσθηση του καυτού μέταλου ανάμεσα στα μπούτια μου. Το κορμί μου γινόταν ένα με της μηχανής, ακροβατούσα απελπισμένα απ’ τα μαρσπιέ και τα γκριπς κι’ έμπαινα με διακόσια στις στροφές. Ακραίες φιγούρες ταγκό μου θύμιζαν, που επίσης γνώριζα μέσω των Αρχείων, αλλά τις μηχανές τις έβρισκα ασύγκριτα πιο συγκινητικές. Δεν παίζει την ζωή του, ο χορευτής, σε κάθε φιγούρα.

Με την ευκαιρία, να διευκρινίσω εδώ πως όλ’ αυτά που λέγονται περί των Αρχείων ότι σκοπό είχαν να μας περάσουν την ιδεολογία της Αρχιεπισκοπής και πως υπήρχαν οφθαλμοφανή κενά στο περιεχόμενο που μας σερβίριζαν—π.χ. Οτιδήποτε είχε να κάνει με την βιολογική σύλληψη και γέννηση—μπορεί να ήσαν αλήθεια, αλλά δεν είχαν την παραμικρή σημασία για μας. Αν, στην Μονή, μου έπαιρναν το τερματικό—ή τον Εξερευνητή μου—θα άνοιγα το παράθυρο και θα ριχνόμουν έξω. Τόσο απλό ήταν. Κι’ οι υπόλοιποι Σύντροφοι το ίδιο θα έκαναν, σίγουρα. Η Αρχιεπισκοπή είχε ζαχαρώσει πολύ προσεκτικά αυτό το γλιφιτζούρι.

Ενώ εγώ ανατρίχιαζα απ’ τις γοερές κραυγές των μεγάλων κινητήρων, ο Νεκτάριος, δίπλα μου, πάλευε με την λάσπη. Αδυναμία του ήταν τα εντούρο. Παρόμοια ηδονή, διαφορετικά μέσα. Με τον καιρό έμαθα κι’ εγώ να εκτιμώ το θέαμα των δέντρων καθώς περνούσαν ξυστά απ’ τον ώμο μου. Ένα χιλιοστό να του ξέφευγε του οδηγού και θα εκτοξευόταν. Δεν θα σκοτωνόταν, όπως στους δικούς μου αγώνες, αλλά το κάταγμα το είχε σίγουρο.

Χρόνια ολόκληρα κράτησε αυτή η λόξα μας. Κάποια στιγμή φτάσαμε να νοιώθουμε ένα είδος περίεργης οικειότητας μ’ αυτές τις—εντελώς εξωγήινες, ουσιαστικά, για μας—εμπειρίες. Αυτό όμως που ποτέ δεν κατάλαβα είναι τι σκέφτονταν οι οδηγοί των ώρα των αγώνων. Τα Αρχεία αναπαρήγαγαν το περιεχόμενο των αισθήσεων, αλλά όχι τις σκέψεις τους. Κατάφερναν άραγε, με τον καιρό, να περάσουν στο υποσυνείδητο την εκτέλεση των τεχνικών απ’ τις οποίες κρεμόταν η ζωή τους; Έφταναν ποτέ στο σημείο η συνείδησή τους να παρακολουθεί αμέτοχη, από απόσταση; Δεν ξέρω. Με απασχολούσαν πολύ αυτά όλα, γιατί ήσαν πράγματα που προσπαθούσα να πετύχω με τον Εξερευνητή μου.

Κάπως, πάντως, πρέπει να με ωφέλησαν οι εμπειρίες αυτές και μάλιστα σ’ έναν τομέα που ποτέ δεν θα περίμενα. Στις νυκτερινές εξόδους! Δεύτερη φύση μού έγιναν οι έξοδοι με την πάροδο του χρόνου. Η προσοχή μου έμαθε να μην κολλάει στις λεπτομέρειες που παλιότερα με βύθιζαν σε ατέλειωτο πανικό. Έφτασε μια στιγμή που, καθώς βγαίναμε, το μόνο που μ’ απασχολούσε ήταν τι καιρό θα έκανε και πώς αυτό μπορεί να επηρέαζε τα κέφια των Φυλάκων. Τα υπόλοιπα, όλα, γίνονταν στον αυτόματο. Πολύ εντύπωση μου έκανε αυτό το πράγμα. Κυρίως επειδή έγινε από μόνο του, χωρίς καμιά συνειδητή προσπάθεια από μέρους μου. Για να είμαι δίκαιη, θα παραδεχτώ πως κι’ οι υπόλοιποι Σύντροφοι, που δεν ήσαν πρεζάκια των Αρχείων, φάνηκε να συνηθίζουν με τον καιρό, όχι τόσο όμως, όσο εγώ. Έτσι μου φάνηκε, τουλάχιστον.

Στην εξέλιξη αυτή βοήθησε και ότι, με τον καιρό, καταλάβαμε καλύτερα πώς σκέφτονταν οι Φύλακες. Καθώς διευρύναμε την ακτίνα των νυκτερινών μας εξόδων—φτάσαμε κάποια στιγμή να καλύπτουμε ολόκληρη την έκταση της Μονής—συνειδητοποιήσαμε πως ο κίνδυνος απ’ τους Φύλακες δεν ήταν, στην πραγματικότητα, και τόσο τρομερός. Δεν ήσαν οκνηροί ή αδιάφοροι. Απλώς, την προσοχή τους, όλη, την είχαν στραμμένη στο εξωτερικό της Μονής. Από εκεί περίμεναν το όποιο πρόβλημα, όχι απ’ το εσωτερικό.

Αυτό όμως που κανείς μας δεν συνήθισε ποτέ ήταν ο τρόμος της Γερόντισσας.

Απροσδόκητα, η κυρία Θάλεια γύρισε και κοίταξε την παραμάνα της. Αυτή, σαν να ταράχτηκε. Έκανε μια βιαστική υπόκλιση κι’ εξαφανίστηκε στα ενδότερα. Η κυρία Θάλεια μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και την ακολούθησε. Πάλι μόνες έμειναν οι κυρίες.

Από εκεί που στεκόταν η Τασία δεν έβλεπε παρά μια στενή μόνο φέτα του αριστερού προφίλ της Κυρίας. Την είδε ν’ αμφιταλαντεύεται, προς στιγμή. Να έκανε κάποιο σχόλιο ή να συνέχιζε σαν να μην έγινε τίποτα; Τελικά, γύρισε προς την κυρία Ανδρομάχη.

«Συμβαίνει κάτι, λέτε;», ρώτησε.

«Τι να σας πω» ξεκίνησε αμήχανα η κυρία Ανδρομάχη. «Εγώ…». Η Κυρία δεν την άφησε να τελειώσει. Γύρισε προς την κυρία Κλειώ και την κοίταξε ερωτηματικά.

«Ναι, δεν σας φάνηκε κάπως;», ξεκίνησε η κυρία Κλειώ. «Κι’ όταν επέστρεψε, πάλι, ήταν λες και…». Η κυρία Κλειώ άφησε την φωνή της να σβήσει. Το στόμα της σφίχτηκε λίγο και τα μάτια της γύρισαν προς τα πάνω. Σιωπή. Καμιά δεν μίλησε.

«Λοιπόν, θυμάμαι, πριν μερικά χρόνια…» ξεκίνησε η Κυρία. Αυτή την φορά ήταν ιστορία ιατρικού ενδιαφέροντος. Νοσοκομεία, λανθασμένες διαγνώσεις και τα λοιπά. Οι άλλες κυρίες παρακολουθούσαν. Ή έτσι έμοιαζαν. Αλλά ούτε η ίδια η Κυρία δεν πρέπει να άκουγε τι έλεγε. Όλες προσπαθούσαν να πιάσουν κάποιο ήχο από μέσα. Κάποιο σημάδι.

Η Τασία αναρωτήθηκε αν, ως παραμάνα, όφειλε να κάνει κάτι. Μέσω περιηγητή, τα χέρια της ήταν δεμένα βέβαια, αλλά ίσως να μπορούσε να δώσει κάποια συμβουλή στην άλλη Παραμάνα, αφού ήταν πολύ νεότερή της. Διστακτικά, έκανε ένα βήμα μπροστά.

Η Κυρία την είδε να εισχωρεί στο οπτικό της πεδίο. Ύψωσε ένα φρύδι και την κοίταξε ερωτηματικά.

«Κυρία, μήπως να ρωτούσα αν θέλουν κάτι;»

«Τι μπορείς να κάνεις εσύ από εδώ;» απάντησε η Κυρία, που ήταν φανερό πως δεν ενθουσιάστηκε με την πρωτοβουλία της Τασίας—ίσως επειδή δεν ήταν δική της η ιδέα.

Η Τασία αιφνιδιάστηκε.

«Μπορεί να την συμβουλέψω κάτι», ψέλλισε.

«Χμ. Καλά. Άντε να δούμε τι θα κάνεις κι’ εσύ. Πιο πέρα όμως, γιατί εδώ μιλάμε».

Κατακόκκινη η Τασία απομακρύνθηκε, να μην ενοχλεί. Πού ήταν τώρα ο καλός Θεός να ρίξει τους κεραυνούς του και να κάνει στάχτη την σκατο-Κυρία; Γιατί της μίλησε με τέτοιο ύφος; Αλλά η Τασία έφταιγε που πήγε πάλι να βοηθήσει. Όλο το ίδιο πάθαινε, κάθε φορά.

Κάλεσε την παραμάνα απ’ την ενδο-επικοινωνία του περιηγητή. Σιωπή. Κι’ άλλη σιωπή. Είπε να κλείσει. Ώσπου, η κλήση απαντήθηκε. Αλλά ούτε εικόνα έβλεπε η Τασία, ούτε ήχο άκουγε κανένα.

«Θέκλα; Θέκλα; Η Τασία είμαι. Πήρα να δω μήπως μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι».

Σιωπή. Κάτι σαν μουρμουρητό. Μετά ήρθε η εικόνα της Θέκλας. Μόνο που τώρα η παραμάνα δεν ήταν καθόλου όπως πριν. Ίχνος δεν είχε απομείνει απ’ την εικόνα που είχε αντικρίσει η Τασία έξω, στην σάλα. Με σκασμένη σαμπρέλα έμοιαζε τώρα το σώμα της Παραμάνας κι’ ήταν, ξεκάθαρα, πολύ ταραγμένη. Τι μπορεί να είχε συμβεί;

«Τι έγινε; Τι πάθατε;» ρώτησε η Τασία.

«Δες. Δες», ψέλλισε η Θέκλα και παραμέρισε.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Κλεισούρα μύριζε, και αίμα, αίμα μπαγιάτικο. Τα ρουθούνια της Τασίας τρεμόπαιξαν από αηδία, ανακατεμένη με φρίκη. Καιρό είχε να μυρίσει αυτή την μυρωδιά. Απ’ τα Λαϊκά.

Της πήρε μια στιγμή να διακρίνει το σώμα. Πεταμένο ήταν πάνω σ’ ένα ντιβάνι.

«Δεν φταίω εγώ», άκουσε την φωνή της Θέκλας. «Δεν έκανα κανένα λάθος», επανέλαβε μηχανικά. Η Τασία ούτε που μπήκε στον κόπο να πλησιάσει. Η μυρωδιά της έλεγε όλα όσα ήθελε να μάθει.

«Πώς έγινε; Αναρρόφηση;» ρώτησε την Θέκλα.

Η Θέκλα δεν απάντησε. Η έκφρασή της έμοιαζε πελαγωμένη.

Το πρόσωπο της Θέκλας γέμισε το οπτικό πεδίο της Τασίας. Γεμάτη μπιμπίκια ήταν γύρω απ’ το στόμα, το μέτωπο και τους κροτάφους. Πώς δεν το 'χε προσέξει αυτό νωρίτερα η Τασία;

«Πόση ώρα έχει περάσει;» ρώτησε.

«Όχι πολύ… Δεν ξέρω. Πάγωσα, με το που την είδα να κοκαλώνει. Δεν μας έχουν πει τι να κάνουμε. Δεν φταίω εγώ».

«Καλά. Καλά. Περίμενε εδώ. Μην κουνηθείς», είπε η Τασία και διέκοψε την κλήση. Άκου λέει, «δεν της έχουν πει τι να κάνει»! Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μάθαινε μια Παραμάνα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Μάλλον δεν υπήρχε ελπίδα. Αλλά έπρεπε να προσπαθήσουν.

Τρέχοντας, επέστρεψε στο σαλόνι. Οι κυρίες γύρισαν όλες μαζί προς το μέρος της. Κάτι έκανε να πει η Κυρία, αλλά η Τασία έσκυψε στ’ αυτί της.

«Πάει, Κυρία. Πάει η κυρία Θάλεια», ψιθύρισε.

«Πάει; Πώς πάει; Πώς είναι δυνατόν; Τι συνέβη;» ρώτησε η Κυρία, στον ίδιο χαμηλό τόνο.

«Αναρρόφηση. Έτσι μου είπε η Παραμάνα».

«Προλαβαίνει να γίνει κάτι;»

«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πω, από εδώ».

«Καλά. Θα δω πώς θα το χειριστώ», είπε η Κυρία και της έγνεψε να γυρίσει στην θέση της. Η Τασία υπάκουσε, με ανακούφιση.

Η Κυρία περίμενε η Τασία να πάει στην θέση της. Μετά, ξεφύσηξε δυνατά και στράφηκε προς τις άλλες κυρίες.

«Κυρίες μου», της προσφώνησε.

Να διευκρινίσω, κατ’ αρχάς, πως τίποτα το τρομακτικό δεν είχε η Γερόντισσα. Αντιθέτως, είχε καλοσυνάτο πρόσωπο κι’ έναν ιδιαίτερο τρόπο κίνησης που καθόλου δεν ταίριαζε με την ηλικία της. Πώς ξέραμε την ηλικία της; Δεν την ξέραμε. Αλλά αφού κανείς στην Μονή δεν την είχε γνωρίσει χωρίς τον τίτλο της και αφού για να γίνεις Γερόντισσα πρέπει, ήδη, να είσαι μιας κάποιας ηλικίας, συμπεραίναμε πως πρέπει να ήταν μεγάλη, πολύ-πολύ μεγάλη. Να μην ξεχάσω και την εξαιρετική μυρωδιά που απέπνεε το—χωρίς κανένα διακριτικό—μαύρο ράσο της. Με γιασεμί έμοιαζε, αλλά όχι ακριβώς. Το έψαξα στην Βιβλιοθήκη, αλλά δεν βρήκα τίποτα που να ταιριάζει.

Πάντως ο τρόπος που περπατούσε η Γερόντισσα μας εξυπηρετούσε όλους, Τρόφιμους, Φύλακες και Γέροντες. Την αναγνωρίζαμε από μακριά και σπεύδαμε να εξαφανιστούμε!

Δεν ξέρω πώς να περιγράψω τα αισθήματα που μας προκαλούσε η παρουσία της. Αναρωτιέμαι ποια θα 'ταν η ζωή μας στην Ταώ, αν δεν ήταν η Γερόντισσα. Εντελώς διαφορετική, σίγουρα. Δεν ξέρω τι γίνεται στις άλλες Μονές. Εύχομαι όλες να έχουν μια Γερόντισσα. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορούσα να πω εκείνη την εποχή.

Δεν ήταν η αυστηρότητα το βασικό χαρακτηριστικό της Γερόντισσας. Αυτό είναι αυτονόητο, όταν έχεις να κρατήσεις σε τάξη μια Μονή, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει. Όμως η Γερόντισσα πήγαινε πολύ πιο πέρα, ήταν αλλού. Άτεγκτη, θα την έλεγα. Άκαμπτη, αδιαπραγμάτευτη. Δεν υπήρχε αδυναμία ή δικαιολογία που ν’ αναγνώριζε ή να παραδεχόταν. Ήταν ο Νόμος. Η ενσάρκωσή του.

Θα πω κάτι εδώ που, νομίζω, δείχνει ποια ήταν. Το απέφυγα ως τώρα, επειδή κάποια πράγματα μπορεί να πρέπει να γίνονται, αλλά καλύτερα να μην συζητιούνται. Θα κάνω μια εξαίρεση τώρα, μόνο και μόνο για να δείξω ποια ήταν η Γερόντισσα.

Έχω ήδη αναφερθεί δυο-τρεις φορές στην τοποθεσία της Μονής που ονομάζαμε «Καιάδα». Δεν ξέρω αν εξήγησα ποτέ τι ακριβώς ήταν. Για εγκατάσταση ανακύκλωσης πρόκειται—εντός περιμέτρου για να εξασφαλίζεται η απομόνωση της Ταώ. Εκεί κατέληγε οτιδήποτε άχρηστο: κάθε είδους απορρίμματα, εξαντλημένα αναλώσιμα, και εξοπλισμός που δεν επιδεχόταν πια επισκευή. Στην τελευταία αυτή κατηγορία πρέπει να ανήκαμε και εμείς, οι Τρόφιμοι. Όσοι από εμάς παρουσίαζαν κάποιο πρόβλημα, είτε γενετικό, ευθύς εξ’ αρχής, είτε αργότερα, λόγω μόλυνσης, εκεί καταλήγαμε, στον Καιάδα.

Η σχετική απόφαση ανήκε στην Γερόντισσα, αποκλειστικά. Το περίεργο—και ο λόγος που το συζητάω—είναι πως η Γερόντισσα δεν έπαιρνε απλώς την απόφαση. Συνόδευε, η ίδια, τον Τρόφιμο στο κτίριο, όπου στεγαζόταν ο Καιάδας. Δεν είδα ποτέ με τα μάτια μου την σκηνή, αλλά όλοι στη Μονή γνωρίζαμε τι συνέβαινε από διηγήσεις. Η Γερόντισσα προπορευόταν. Ακολουθούσαν οι δυο Φύλακες που συνόδευαν τον Τρόφιμο. Ο Τρόφιμος πρέπει να καταλάβαινε πού τον πήγαιναν, αλλά δεν έφερνε αντίσταση—κάτι πρέπει να του έδιναν, προφανώς. Η συνοδεία έμπαινε στο κτίριο κι’ η πόρτα έκλεινε πίσω τους. Η πόρτα ήταν μεγάλη, βαριά και έτριζε απαίσια. Δεν ξέρω γιατί δεν την λάδωνε κανείς.

Μέσα, οι φύλακες ξεγύμνωναν τον Τρόφιμο. Τοποθετούσαν το σώμα του σε έναν κιλλίβαντα που οδηγούσε ίσια στον μεγάλο αποτεφρωτήρα. Η Γερόντισσα αφαιρούσε την καλύπτρα της. Έπαιρνε το πρόσωπο του Τρόφιμου στα χέρια της και το κρατούσε μια στιγμή. Μετά, το σώμα γλίστραγε μέσ’ απ’ τα δάχτυλά της. Η πόρτα του αποτεφρωτήρα έκλεινε και οι φλόγες έσβηναν τις κραυγές του. Τα μάτια της Γερόντισσας ήταν το τελευταίο πράγμα που έβλεπε κανείς. Όλοι το ξέραμε αυτό.

Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πως ο ρόλος μιας Γερόντισσας, αναπόφευκτα, περιλαμβάνει και τέτοιες αποφάσεις. Ποιος όμως επιλέγει να είναι παρών σε μια τέτοια στιγμή; Και μάλιστα, κάθε φορά; Ε, αυτή ήταν η Γερόντισσα.

Αλλά είχε και κάποιες άλλες πλευρές η Γερόντισσα μας. Όχι πολλές, η αλήθεια είναι, αλλά υπήρχαν. Θυμάμαι τώρα ένα Απόδειπνο στην αρχή της Έκτης. Παίζαμε παγκράτιο, έξω στο Προαύλιο, κάτι που συνηθίζαμε, όποτε η Βιβλιοθήκη ήταν κλειστή λόγω συντήρησης.

Κατ’ αρχάς, να εξηγήσω τι ήταν το παιχνίδι μας αυτό. Δεν ήταν παγκράτιο. Ιδέα δεν έχω πώς έγινε και το λέγαμε έτσι. Πολύ αργότερα έμαθα πως, στην ουσία, ήταν μια έκδοση των «χεριών που σπρώχνουν». Μόνο που εμείς, λόγω χτικιού, το παίζαμε με γάντια.

Δεν ήταν εύκολη υπόθεση το παγκράτιο. Οι μεγάλοι, κάπως το κατάφερναν, εμείς απλώς πιθηκίζαμε τις κινήσεις που βλέπαμε να κάνουν. Πολύ συχνά, μάλιστα, μας ξέφευγε και πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλο. Αυτό δεν είχε καμιά πρακτική σημασία, αφού φορούσαμε στολές, όμως ο Επιβλέπων επενέβαινε έτσι κι’ αλλιώς. Αφού μας κατσάδιαζε—όλους—για την απροσεξία μας, οι μεν πρωταγωνιστές στέλνονταν στα Εξωτερικά για προληπτικό έλεγχο, ενώ εμείς οι υπόλοιποι κατ’ ευθείαν πίσω στο θάλαμό μας. Δεν μας ένοιαζε όμως, τουλάχιστον όχι τους πρωταγωνιστές κάθε τέτοιου επεισοδίου, γιατί είχαν την αίσθηση του άλλου σώματος να θυμούνται. Ηλεκτρική ήταν. Εντελώς ηλεκτρική.

Την φορά εκείνη λοιπόν, έτυχε το ανήκουστο. Ξαφνικά, ανάμεσά μας, έκανε την εμφάνισή της η Γερόντισσα. Κάπως έγινε και ούτε εμείς, ούτε ο Επιβλέπων και οι δυο-τρεις Φύλακες που στέκονταν πάρα πέρα, προλάβαμε να την πάρουμε είδηση. Κάθε ένας, που την αντιλαμβανόταν δίπλα του, πάγωνε πάνω στην κίνηση, μέχρι που μείναμε όλοι ακίνητοι. Πολύ κωμικό πρέπει να ήταν το θέαμα.

Ίσως της ήρθε να γελάσει της Γερόντισσας και για να το κρύψει προσφέρθηκε να κάνει κάτι που καθόλου δεν συνήθιζε. Να μας δώσει ένα μάθημα!

Την στιγμή που μας πέτυχε, έπαιζε ο Χριστόφορος με κάποιον άλλο που δεν θυμάμαι τώρα. Η Γερόντισσα τους είπε να συνεχίσουν από εκεί που είχαν μείνει. Kάτι προσπάθησαν να κάνουν οι Σύντροφοι, αλλά ήταν φανερό πως ήσαν πολύ αγχωμένοι. Οι κινήσεις τους ήσαν άθλιες, ακόμη χειρότερες κι’ απ’ το, γενικά πολύ μέτριο, επίπεδό μας.

Η Γερόντισσα παρακολούθησε για λίγο σιωπηλή και μετά τους είπε να σταματήσουν. Έγνεψε του άλλου Συντρόφου να κάνει πιο πέρα και πλησίασε τον Χριστόφορο που ήταν, φανερά, ο καλύτερος απ’ τους δύο.

Πολύ γέλασα με την όψη του Χριστόφορου—από μέσα μου. Έτοιμος να λιποθυμήσει πρέπει να ήταν. Η Γερόντισσα του έτεινε τις παλάμες της και του είπε να ξεκινήσει. Ο Χριστόφορος δίστασε. Τα χέρια του έτρεμαν, ελαφρά. Οι σκέψεις του φαίνονταν καθαρά στο πρόσωπό του.

Τι θα γινόταν αν την πέταγε κάτω την Γερόντισσα; Που, μην ξεχνάμε, ήταν μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα. Τι θα γινόταν τότε ο Χριστόφορος; Τι θα πάθαινε; Μήπως θα 'ταν καλύτερα αν έχανε, ύστερα από μια «τίμια» προσπάθεια; Τι, όμως, σήμαινε αυτό στην περίπτωση της Γερόντισσας; Πόση δύναμη έπρεπε να βάλει;

Ξεκίνησαν. Τον θυμάμαι καθαρά τον αγώνα αυτό. Καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα, αρχίσαμε όλοι να αντιλαμβανόμαστε πως η Γερόντισσα δεν ήταν καλή με την συνηθισμένη έννοια του όρου. Έκανε κάτι πολύ ασυνήθιστο. Έδινε την εντύπωση πως ήταν αδέξια και πως στην αμέσως επόμενη κίνηση θα την πέταγες κάτω. Όμως, την τελευταία στιγμή, με κάποιο μαγικό τρόπο, πάντα ξεγλιστρούσε.

Σαν γητευτής φιδιού, η Γερόντισσα παρέσυρε ξανά και ξανά τον δυστυχή Χριστόφορο να βάλει όλα του τα δυνατά. Να παραμερίσει τους δισταγμούς του και να της ριχτεί όσο καλύτερα μπορούσε. Την φορά εκείνη, ο Χριστόφορος, έφτασε να παίξει πολύ καλύτερα απ’ όσο ήξερε ή μπορούσε. Και πάντα η Γερόντισσα να στέκεται απέναντί του, εύθραυστη και ευάλωτη, έτοιμη να πέσει, αλλά να σώζεται ως εκ θαύματος την τελευταία στιγμή.

Πάνω από λεπτό πρέπει να κράτησε ο αγώνας τους. Χρόνος υπερβολικός για εμάς που τότε ζήτημα ήταν αν καταφέρναμε να μείνουμε όρθιοι για πέντε-δέκα δευτερόλεπτα. Και όλοι καταλαβαίναμε—ακόμη και ο ίδιος ο Χριστόφορος—πόσο καλύτερα θα 'ταν αν ήταν πιο έμπειρος για να μπορεί να προσφέρει πιο ουσιαστική αντίσταση.

Το τέλος, επίσης, ήταν πολύ θεαματικό. Η Γερόντισσα βαρέθηκε ή, τέλος πάντων, έκρινε πως μας είχε δείξει όλα όσα μπορούσαμε να καταλάβουμε—δηλαδή, σχεδόν τίποτα—και αποφάσισε να το τελειώσει. Σε μια στιγμή, στάθηκε εντελώς ακίνητη. Απροειδοποίητα, πάνω στην κίνηση. Ο Χριστόφορος, μας διηγήθηκε αργότερα, ένιωσε σαν να τράκαρε πάνω κάποιο ακλόνητο εμπόδιο και μάλιστα σε στιγμή που καθόλου δεν περίμενε. Προσπάθησε απεγνωσμένα να διατηρήσει την ισορροπία του, αλλά ήταν αδύνατο. Σωριάστηκε ανάσκελα, φαρδύς-πλατύς.

Κάποιος, ανόητος, έκανε να χασκογελάσει. Κανείς δεν τον μιμήθηκε. Σταμάτησε αμέσως. Ο Χριστόφορος, λαχανιασμένος, ούτε που δοκίμασε ν’ ανασηκωθεί. Η Γερόντισσα τον χαιρέτησε—μετά κι’ εμάς, όλους—κι’ έστριψε να φύγει.

Όμως, σταμάτησε. Γύρισε προς το μέρος μας και με ύφος σαν να μονολογούσε, παρατήρησε:

«Θέμα αναπνοής είναι, βασικά. Γιατί, μέσω αυτής, κλειδώνει η προσοχή. Τα υπόλοιπα, έρχονται μόνα τους».

Μας χαιρέτησε άλλη μια φορά και απομακρύνθηκε.

Αμίλητοι, βαδίσαμε προς τον θάλαμο. Από μέσα του, καθένας μας, προσπαθούσε να ξεδιαλύνει την μυστηριώδη φράση της Γερόντισσας. Αναπνοή; Προσοχή; Δηλαδή;

Οι κυρίες την κοίταξαν με μάτια διάπλατα, σαν παιδιά.

«Αυτό που φοβόμασταν, συνέβη, δυστυχώς».

Οι κυρίες αντάλλαξαν μια αμήχανη ματιά. Καμιά δεν ήταν πρόθυμη να παραδεχτεί αυτό που όλες σκέφτονταν.

«Μα, πώς έγινε;» ψέλλισε τελικά η κυρία Κλειώ.

«Αναρρόφηση», απάντησε μονολεκτικά η Κυρία. «Αργότερα», συνέχισε, «θα υπάρξει, σίγουρα, χρόνος να απαντηθούν όλα μας τα ερωτήματα. Τώρα όμως, πρέπει να συμφωνήσουμε πώς θα ενεργήσουμε. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή—για κυρίες του κόσμου, όπως εμείς».

Η Κυρία έκανε μια παύση και κοίταξε καλά-καλά τις άλλες κυρίες. Η Τασία, απ’ τη γωνία της, παρακολουθούσε προσεκτικά. Ούτε μια στο εκατομμύριο δεν υπήρχε, σκέφτηκε, να έκαναν του κεφαλιού τους οι δυο καρακάξες. Τώρα που τις είχε πει και «του κόσμου». Όμως, αν και το βλέμμα της Κυρίας τις κρατούσε υπνωτισμένες, η ισορροπία μεταξύ τους ήταν εξαιρετικά ασταθής. Τι θα γινόταν αν μια απ’ τις δύο έμπηγε τις φωνές; Ακόμη κι’ απ’ τον περιηγητή μπορεί να ξυπνούσε. Κι’ αν ξυπνούσε και την άλλη; Μ’ αυτά τα πράγματα, ποτέ δεν ξέρεις.

«Θα μείνουμε κι’ οι τρεις εδώ, ήσυχα και καλά», συνέχισε καθησυχαστικά η Κυρία. «Θα μείνουμε ενωμένες. Θα καλέσουμε τις Αρχές και θα τους πούμε όλη την αλήθεια. Θα το κάνουμε αμέσως. Άλλωστε, πού ξέρετε; Μπορεί και να υπάρχει ακόμη χρόνος για την κακομοίρα την φίλη σας».

Εκ των υστέρων, σε μια (σπάνια) στιγμή αυτοκριτικής, η Κυρία παραδέχθηκε πως θα μπορούσε να είχε πει «φίλη μας», αντί για «φίλη σας»—δεν θα της είχε κοστίσει τίποτα. Εκείνη την στιγμή όμως, της ξέφυγε.

Τα πρόσωπα των δυο κυριών σκοτείνιασαν αμέσως. Μετά, πετάχτηκαν ταυτόχρονα.

«Εγώ, με τις Αρχές, αποκλείεται ν’ αναμειχθώ. Θα με σκοτώσει ο Αλέκος» είπε η κυρία Ανδρομάχη.

«Μα, ούτε που την ξέρω, καλά-καλά, την κυρία», συμπλήρωσε η κυρία Κλειώ. «Δυο φορές την έχω δει όλες κι’ όλες».

«Κυρίες μου», προσπάθησε να τις ξαναμαζέψει η Κυρία. «Αν σκορπιστούμε, θα 'ναι πολύ χειρότερα. Πιστέψτε με. Μην ξεχνάτε το Πρωτόκολλο».

Η επίκληση του Πρωτοκόλλου αποδείχθηκε καλή ιδέα. Οι κυρίες το κατάλαβαν και λούφαξαν. Δεν θα μπορούσαν ν’ αρνηθούν την εμπλοκή τους, αν τα πράγματα έφταναν ως εκεί.

«Τι ακριβώς ζητάτε από μας;», ρώτησε η κυρία Κλειώ. Ο τόνος της έδειχνε μια κάποια διάθεση συμβιβασμού, αλλά ήταν ακόμη πολύ επιφυλακτική.

«Τίποτα δεν σας ζητώ. Στην ίδια κατάσταση μ’ εσάς βρίσκομαι κι’ εγώ. Μαζί είμαστε και μαζί πρέπει να ξεμπλέξουμε. Αυτό σας λέω όλο κι’ όλο. Δεν σας ζητώ τίποτα».

Καλύτερα τώρα, πολύ καλύτερα. Οι κυρίες άφησαν την Κυρία να συνεχίσει.

«Νομίζω πως πρέπει να προλάβουμε τις εξελίξεις. Να καλέσουμε εμείς τις Αρχές και να τους πούμε όλα όσα ξέρουμε», επανέλαβε με θέρμη η Κυρία. «Αν το κάνουμε τώρα, αμέσως, η εμπλοκή μας θα 'ναι σίγουρα μικρότερη και θα λήξει πολύ πιο γρήγορα, παρά αν διακινδυνεύσουμε να φύγουμε και μας αναζητήσουν. Στο τέλος-τέλος, τι κάναμε; Δεν κάναμε τίποτα».

Σιωπή. Δεν είχε εύκολη απάντηση το ερώτημα που τους έθετε η Κυρία.

Αν οι κυρίες καλούσαν οι ίδιες τις Αρχές, η εμπλοκή τους ήταν δεδομένη κι’ η κατάληξη, ουσιαστικά, απρόβλεπτη. Αυτό όμως που υποστήριζε η Κυρία—δηλαδή ότι τα πράγματα θα 'ταν πολύ χειρότερα, αν τις αναζητούσαν αργότερα—ήταν επίσης αλήθεια. Αν έπαιρναν την πρωτοβουλία, η πιθανότητα να ξεμπλέξουν σχετικά γρήγορα έμοιαζε αρκετά σοβαρή.

Απ’ την άλλη, αν το έσκαγαν, και παράταγαν την Παραμάνα της κυρίας Θάλειας στην τύχη της, υπήρχε εξ ίσου μεγάλη πιθανότητα να μην ξανακούσουν ποτέ για το θέμα αυτό. Η Παραμάνα, είτε θ’ αναγκαζόταν να καλέσει η ίδια τις Αρχές, είτε θα εγκατέλειπε, κι’ εκείνη, την κυρία της. Όμως μια αδέσποτη Παραμάνα, μόνη, στους δρόμους, δεν είχε καμία τύχη. Θα την έπιαναν, αργά ή γρήγορα, και τότε τα πράγματα θα ήσαν γι’ αυτήν πολύ χειρότερα. Το καλύτερο, για την Παραμάνα, ήταν να καλέσει η ίδια τις Αρχές. Όμως τι μπορούσε να περιμένει η Θέκλα από μια τέτοια κίνηση; Αν την έκριναν αθώα, θα την γύριζαν κατ’ ευθείαν πίσω στα Λαϊκά. Αν ένοχη, τότε η κατάσταση θα έπαιρνε τον «δρόμο της». Ο μόνος τρόπος για να κερδίσει χρόνο η Παραμάνα ήταν να μπλέξει και τις κυρίες με κάποιο τρόπο. Το ζήτημα τότε θα „μπαινε στην κρίση των Αρχών. Θα επέλεγαν ν“ αναζητήσουν τις κυρίες μέσω Πρωτοκόλλου ή θα έκριναν πως το φταίξιμο ήταν όλο της Παραμάνας; Άγνωστο.

Αυτά, πάνω-κάτω, σκέφτονταν οι δυο κυρίες. Αν και, μέσ’ τον πανικό της στιγμής, η σκέψη τους μπορεί και να μην ήταν τόσο καθαρή. Η Τασία αναρωτιόταν η Κυρία πώς σκέφτηκε και κατέληξε στην πρότασή της. Σαν να μπορούσε να ακούσει την σκέψη της Τασίας, η Κυρία εξήγησε την άποψή της στις άλλες κυρίες.

«Όλες μαζί μπλεχτήκαμε σ’ αυτή την θλιβερή υπόθεση», τους είπε με σταθερή, βέβαιη, φωνή. «Πρώτη μας προτεραιότητα είναι να ξεκαθαρίσουμε την θέση μας. Όσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο. Επίσης, θέλουμε να βοηθήσουμε και την φίλη μας, αν είναι δυνατόν. Τι άλλη επιλογή έχουμε, αν δεν καλέσουμε τις Αρχές;»

Τα ίδια, δηλαδή, που τους είχε πει και πριν, χωρίς όμως αδεξιότητες αυτή την φορά. Ο τόνος της Κυρίας, αλλά—κυρίως—το ότι δεν διαχώριζε πια την θέση της, έπεισε τις άλλες δυο κυρίες. Η Τασία τις είδε να χαλαρώνουν στις θέσεις τους.

«Τι λες κι’ εσύ αγαπητή μου;» ρώτησε η κυρία Κλειώ την κυρία Ανδρομάχη. Αυτή σήκωσε τους ώμους αμήχανα, αλλά η στάση της ήταν πλέον φανερά ενδοτική. Η κυρία Κλειώ γύρισε προς την Κυρία.

«Ας προχωρήσουμε τότε. Αλλά, όπως είπατε, παρακαλώ. Μαζί!».

Η Κυρία συγκατένευσε σιωπηλά. Ήταν ήταν ήδη απασχολημένη με την κλήση προς τις Αρχές. Τους ανακοίνωσε λακωνικά τα καθέκαστα και έκλεισε.

«Εντάξει», πληροφόρησε η Κυρία την ομήγυρη. «Θα είναι εδώ σε λίγα λεπτά. Ας περιμένουμε».

Ασήκωτη και αδιαπέραστη σιωπή απλώθηκε στο διαμέρισμα της κυρίας Θάλειας. Οι παρευρισκόμενες ένοιωθαν παγιδευμένες στις καρέκλες τους, ανίκανες να κάνουν και την παραμικρότερη κίνηση. Μόνο οι σκέψεις τους συνέχιζαν να στριφογυρίζουν μηχανικά, σαν φάροι στην ομίχλη.

Δεν ξέρω τι άλλο να πω για την ζωή στην Ταώ, στη διάρκεια του Δημοτικού.

Θα περάσω τώρα σ’ όσα συνέβησαν στην Επιθεώρηση της Έκτης, μια και τα γεγονότα εκείνης της περιόδου σημάδεψαν την μνήμη όλων μας—την δική μου, τουλάχιστον, χωρίς αμφιβολία. Θα ξεκινήσω με δυο λόγια γενικά περί Επιθεωρήσεων.

Στην εποχή μου, Μοναστικές Επιθεωρήσεις γίνονταν το λιγότερο δύο φορές τον χρόνο. Ποτέ όμως η Αρχιεπισκοπή δεν βγήκε να δεσμευτεί δημόσια σε κάποιο συγκεκριμένο νούμερο ή ημερομηνίες. Ήθελε η επόμενη Επιθεώρηση να κρέμεται πάντα σαν Δαμόκλειος σπάθη πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Το μόνο που μας έλεγαν ήταν πως οι Επιθεωρητές θα 'ρχονταν κάποια στιγμή αφού «έφτιαχνε ο καιρός». Οι Επιθεωρητές δεν διακινδύνευαν να διαβούν τους κακοτράχαλους δρόμους της Πεντέλης, όσο ήταν χιονισμένη.

Αυτό σήμαινε πως, με εξαίρεση το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, οι δοκιμές για την επόμενη Επιθεώρηση συνεχίζονταν αδιάλειπτα σ’ όλη την διάρκεια του χρόνου. Όμως γιατί τέτοια μανία με τις Επιθεωρήσεις; Τι θα πάθαινε μια Μονή, έτσι και την έκοβαν;

Ιδέα δεν έχω. Δεν νομίζω να άκουσα ποτέ να συμβαίνει τέτοιο πράγμα. Αντί όμως να μας καθησυχάζει το γεγονός αυτό, μας προκαλούσε ακόμη περισσότερο άγχος. «Κι’ αν συνέβαινε σ’ εμάς;» Αδιανόητο! Εντελώς α-δι-α-νό-η-το!

Σαν να μην έφτανε αυτό, ανά τακτά χρονικά διαστήματα—τουλάχιστον πέντε μ’ έξη φορές τον χρόνο—η Αρχιεπισκοπή ανακοίνωνε πως για λόγους «μοναστικής ισοτιμίας» θα προχωρούσε σε αναπροσαρμογές στην εξεταστέα ύλη. Κάθε τέτοια αναπροσαρμογή σήμαινε πως έπρεπε να πετάξουμε τα σχέδια δράσης που είχαμε προσεκτικά καταρτίσει και ν’ αρχίσουμε πάλι απ’ την αρχή, έχοντας όμως λιγότερο χρόνο στην διάθεσή μας αυτή την φορά.

Το αποτέλεσμα ήταν πίεση, φήμες, ψευτο-συναγερμοί και πανικός που, σαν φωτιά, λαμπάδιαζε μέρα-νύχτα την Μονή.

Τα βράδια, στον Θάλαμο, πέφταμε ξεροί στις κλίνες μας—αν, βέβαια, δεν είχαμε προγραμματισμένη Έξοδο—με μόνη ανάπαυλα το λεγόμενο «Συμβούλιο». Σκέτη σαχλαμάρα ήταν αυτό το πράγμα, δεν ξέρω γιατί το λέγαμε έτσι. Μαζευόμασταν στον χώρο ανάμεσα στις κλίνες μας και, βασικά, κουτσομπολεύαμε τους Γέροντες. Υποτίθεται πως αναλύαμε την συμπεριφορά τους ψάχνοντας για σημάδια σχετικά με την επόμενη Επιθεώρηση. Όταν, για παράδειγμα, η παπά-Ιωσηφίνα κι’ ο παπά-Κυριάκος κλείνονταν μόνοι τους στην τάξη, την επόμενη υποτίθεται πως θα ανακοίνωναν κάποια νέα αναπροσαρμογή. Αν ήταν μικρή, τότε την ανακοίνωση θα έκανε ο ένας μόνος απ’ τους Γέροντες, διαφορετικά θα παρευρίσκονταν και οι δύο. Για τέτοιου είδους κανόνες ψάχναμε, αλλά οι προσπάθειες μας πολύ σπάνια αποδεικνύονταν επιτυχημένες. Συνήθως, βγαίναμε τελείως λάθος.

Μεγάλο ρόλο σ’ αυτά όλα έπαιζαν κι’ όσοι από μας κατάφερναν να οριστούν Επιμελητές. Εμείς οι ίδιοι ψηφίζαμε ελεύθερα ποιοι θα γίνονταν Επιμελητές, οπότε δεν είχαμε καμιά δικαιολογία.

Μοναδική διακονία των Επιμελητών ήταν η προετοιμασία των Επιθεωρήσεων. Όταν ξεκίνησε ο θεσμός των Επιμελητών, κύριο μέλημα τους ήταν η προγύμναση των Συντρόφων που—για τον άλφα ή βήτα λόγο—δυσκολεύονταν να ενταχθούν στην μοναστική ζωή. Δεν ήταν όμως πάντα εύκολο να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων που είχαν πραγματικά, γενετικά, αίτια και των Συντρόφων που απλώς βαριούνταν και γύρευαν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση. Σύντομα, οι Επιμελητές κατέληξαν να νταντεύουν όλους τους Συντρόφους, ανεξαιρέτως. Φορτώθηκαν, μ’ άλλα λόγια, όλη την βρωμο-δουλειά των Γερόντων. Καθημερινά, απ’ το πρώτο μέχρι το τελευταίο χτύπημα του Σήμαντρου, ήσαν υποχρεωμένοι να μην αφήνουν Σύντροφο σε χλωρό κλαρί, αν πρώτα δεν τελείωνε, ως όφειλε, τις διακονίες του.

Το καλό με τους Επιμελητές ήταν πως πέρα απ’ την Επιμελητεία, κανείς μέσ’ την Μονή—ούτε καν η Γερόντισσα!—δεν είχε δικαίωμα να τους αναθέσει άλλη διακονία. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που σκοτωνόμασταν να βγούμε Επιμελητές. Αυτός, αλλά και το ότι γουστάραμε τα παράσημα, μια και οι Επιμελητές φορούσαν ως διακριτικό της θέσης τους μια κόκκινη βούλα στο ύψος της καρδιάς. Χαμός γινόταν στη Μονή γι’ αυτή την κόκκινη τελεία, γι’ αυτή την δυσδιάκριτη σταγονίτσα, αφού, κατά τα άλλα, η ισότητα μεταξύ μας ήταν απόλυτη, όπως άλλωστε προβλέπεται ρητά και από τον Μοναστικό Κανονισμό.

Υπήρχαν βέβαια κι’ οι Φωστήρες, αλλά αυτούς μπορεί μεν να τους θαύμαζαν όλοι, δεν είχαν όμως κάποια συγκεκριμένη εξουσία επί των Συντρόφων. Ανομολόγητα, λοιπόν ή όχι, όλοι ποθούσαμε να δαγκώσουμε τον γλυκό καρπό της Επιμελητείας.

Πολύ θα „θελα τώρα να μπορούσα να ισχυριστώ πως είχα, ευθύς εξ“ αρχής, καταλάβει τι ήταν—και ως πού μπορεί να έφτανε—η ιστορία της Επιμελητείας και πως δεν επεδίωξα ποτέ την παραμικρή σχέση μαζί της. Δεν είναι έτσι, δυστυχώς. Και υποψηφιότητα υπέβαλα, και στενοχωρήθηκα όταν, μετά το τέλος της (μοναδικής) θητείας μου, οι Σύντροφοί μου ποτέ δεν με ξαναψήφισαν.

Το ότι—τάχα μου—«πιέστηκα» από άλλους Συντρόφους να υποβάλλω υποψηφιότητα, όπως και ότι, μετά την αποτυχία μου να επανεκλεγώ, ποτέ δεν τόλμησα να ξαναβάλω υποψηφιότητα, επιχείρησα, αργότερα, να τα παρουσιάσω σαν τίτλους τιμής και αξιοπρέπειας. Καμία σχέση. Ούτε για τσιράκι των Γερόντων δεν ήμουν ικανή. Αυτή είναι η αλήθεια.

Η ρίζα του προβλήματος ήταν πως στα όνειρά μου ήμουν εξαιρετικός Επιμελητής—πραγματικά εξαιρετικός. Σαν μαμά-μέλισσα, με έβλεπα, να επισκέπτομαι διακριτικά, έναν-έναν, τους προστατευόμενούς μου και να τους ραίνω με καλοσυνάτες οδηγίες και σοφές συμβουλές.

Κάθε πρωί όμως, που ξυπνούσα, βρισκόμουν αντιμέτωπη με μια οδυνηρά διαφορετική πραγματικότητα. Ούτε πώς να προσεγγίσω τους Συντρόφους μου ήξερα, ούτε πώς να τους καθοδηγήσω. Πριν προλάβω ν’ ανοίξω το στόμα μου μ’ έπιανε μια φρικτή αμηχανία ή τύψεις, οι οποίες μ’ αιφνιδιαστική—ακόμη και για εμένα την ίδια—ταχύτητα έδιναν την θέση τους σε εκρήξεις οργής ή κρίσεις κατάθλιψης.

Αμφιταλαντευόμουν ατέλειωτα, μην ξέροντας τι ευθύνες να αναλάβω και πού ή πότε να σταματήσω. Την μια τους έκανα—πόσο ψεύτικα—την φιλενάδα και την άλλη ούτε που μιλιόμουν, χωρίς όμως και να τολμώ να πω του άλλου, στα ίσια, πού, κατά την γνώμη μου, είχε φταίξει. Με ταλαιπωρούσαν ανόητοι πειρασμοί («να „τρέξω“ λίγο τον Αριστοτέλη που με στραβοκοίταξε;») που συνήθως κατέληγαν σε ψυχαναγκαστική μνησικακία («δεν θα του ξαναμιλήσω ποτέ. ΠΟΤΕ!»).

Η ψύχραιμη διεκπεραίωση της διακονίας μου—το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου δηλαδή—αποδείχθηκε εντελώς πέρα απ’ τις δυνάμεις μου. Και, το χειρότερο ήταν πως το πρόβλημα, ναι μεν το έβλεπα, αλλά μόνο σ’ εμένα δεν το απέδιδα. Πάντα οι άλλοι μου έφταιγαν. Η απλή αλήθεια ήταν πως δεν έκανα για Επιμελητής. Για τα πανηγύρια ήμουν.

Η όλη υπόθεση ίσως να μην είχε και τόση σημασία, αν δεν συνέβαινε οι δυο πιο στενοί μου Σύντροφοι, η Μέλπω κι’ ο Νεκτάριος, να ψηφίζονταν σχεδόν μόνιμα για Επιμελητές—για διαφορετικούς, ο καθένας, λόγους. Αυτό ήταν που με τρέλαινε. Δεν έφτανε, δηλαδή, που έπρεπε να παραδεχτώ την αποτυχία μου ως Επιμελητής, έπρεπε από πάνω να αποδεχθώ και πως ήμουν το βλαμμένο της παρέας. Ε, όχι. Ποτέ!

Η Μέλπω, μπορεί κατά καιρούς να την έπιαναν οι ανασφάλειές της, αλλά, όταν ήταν στις καλές της, είχε τρομερή αυτοπεποίθηση. Τρομερή! Θεωρούσε απολύτως φυσικό να γνωρίζει καλύτερα απ’ τον καθένα τον σωστό τρόπο εκτέλεσης κάθε διακονίας. Και ήταν τόσο σίγουρη, που και λάθος όταν έκανε—όχι τόσο συχνά, όσο θα ήθελα—οι άλλοι δεν της κρατούσαν κακία. Η βροντερή και αδίστακτα ανοιχτόκαρδη φωνή της βρισκόταν στο στοιχείο της, όταν έδινε εντολές. Η υποτακτική, η ευκτική, οι υποθετικοί λόγοι, δεν ήξερε τι ήσαν. Αυτή, μόνο την προστακτική ήξερε. Αλλά, για κάποιο περίεργο λόγο, κανείς δεν έμοιαζε να ενοχλείται. Καθόμουν και την παρακολουθούσα να περιπαίζει καλοπροαίρετα τους πάντες κι’ έβλεπα τι θα πει ο «φαύλος κύκλος της επιτυχίας». Και σκατά να έπιανε, σε χρυσάφι μεταμορφωνόταν.

Ο Νεκτάριος, αντίθετα, ακολουθούσε εντελώς διαφορετική προσέγγιση—αυτή ήταν η ιδιοσυγκρασία του προφανώς, δεν έκανε συνειδητά τίποτα. Ήταν τόσο δυσκοίλιος και λεπτολόγος, ώστε υπέφερε οργανικά όταν έβλεπε κάποιον Σύντροφο να μην ολοκληρώνει τις διακονίες του. Κολλούσε πάνω του σαν βδέλλα και με υπεράνθρωπη υπομονή κι’ επιμονή τον οδηγούσε να συμπεριφερθεί όπως έπρεπε. Σε αντίθεση με την Μέλπω, δεν σου γέμιζε το μάτι εξ’ αρχής. Στο τέλος όμως της ημέρας, η επίμονη, χαμηλόφωνη πειθώς του αποδεικνυόταν εξ’ ίσου αποτελεσματική.

Άντε να πω, εδώ, και το εξής. Δεν ήταν σωστό αυτό που είπα πριν περί «τσιράκια των Γερόντων». Ή, τουλάχιστον, δεν ίσχυε για όλους. Η καλύτερη απόδειξη ήσαν, ακριβώς, η Μέλπω κι’ ο Νεκτάριος. Δεν ξέρω πώς γινόταν, αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο τα κατάφερναν και παρέμεναν σ’ ένα απολύτως ευπρεπές επίπεδο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ούτε σπιούνεψαν ποτέ, ούτε ρουφιάνεψαν, ούτε κολλητιλίκι επιχείρησαν με τους Γέροντες. Ανάλογα με τον χαρακτήρα του ο καθένας, φρόντιζαν ώστε οι Σύντροφοι για τους οποίους ήσαν υπεύθυνοι, να εκτελούν τις διακονίες τους σωστά και στην ώρα τους και… τίποτ’ άλλο. Ούτε αμφιβολίες, ούτε τύψεις, ούτε τίποτα. Έστω και τώρα, πολύ καθυστερημένα, οφείλω να το αναγνωρίσω. Ήσαν καλοί Επιμελητές. Στην Ταώ όσο ήμασταν, η μικροψυχία κι’ ο εγωισμός μου δεν μ’ άφησαν να το παραδεχθώ. Δεν μου έκανε καλό αυτό.

Όσο για τους υπόλοιπους Επιμελητές, υπήρχαν, προφανώς, κάθε καρυδιάς καρύδι—στην πλειοψηφία τους ψιλο-χαλασμένα, αν και σπάνια εντελώς δηλητηριώδη. Καθαρούς σαδιστές είχαμε ελάχιστους—κι’ αν τυχόν ψηφιζόταν κανείς, δεν ξαναψηφιζόταν και το πράγμα τελείωνε εκεί. Οι περισσότεροι απλώς αφήνονταν να γλιστρούν προς την κατεύθυνση του σαδισμού. Σταματούσαν, μόλις έβρισκαν αντίσταση, και μετά ξαναδοκίμαζαν. Σταματούσαν, ξανάρχιζαν, σταματούσαν, ξανάρχιζαν—έτσι συνέχεια. Το αποτέλεσμα ήταν η καθημερινή μας ζωή να γίνεται προοδευτικά όλο και χειρότερη, χωρίς όμως να το συνειδητοποιεί κανείς και—πόσο μάλλον—να μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Δεν έχει νόημα να πω περισσότερα εδώ. Ίσως αργότερα, αν μου δοθεί κάποια άλλη ευκαιρία.

Μια τελευταία κουβέντα να πω μόνο. Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, το βασικό πρόβλημα των Μονών—πέρα από τον διαθέσιμο χώρο—ήταν η δυσαναλογία μεταξύ Γερόντων και Τροφίμων. Η Αρχιεπισκοπή πίεζε συνεχώς για αύξηση της «παραγωγικότητας» γιατί χρειαζόταν όλο και περισσότερες παραμάνες. Ο προϋπολογισμός όμως των Μονών—για πρόσληψη πρόσθετων Γερόντων, ας πούμε—παρέμενε σταθερός, αν δεν μειωνόταν, τις δύσκολες χρονιές. Προκειμένου να διατηρήσει κάποιου είδους τάξη, η Γερόντισσα μας, αλλά και κάθε άλλη Γερόντισσα, δεν είχε άλλη λύση απ’ τους Επιμελητές. Έτσι, και παρά τα όσα έλεγε ο Μοναστικός Κανονισμός περί ισότητας, φτάσαμε κάποιοι Τρόφιμοι να έχουν πραγματική εξουσία επί των υπολοίπων, χωρίς όμως και να „ναι γραμμένο κάπου ξεκάθαρα ποια ήταν τα όρια της εξουσίας αυτής. Ρόλο έπαιζε, βέβαια, κι“ ο χαρακτήρας του κάθε Επιμελητή. Περιπτώσεις, όπως του Νεκτάριου ή της Μέλπως, ήσαν σπάνιες. Οι περισσότεροι, είτε δεν τα κατάφερναν, είτε δεν προσπαθούσαν καν, χωρίς όμως και να βασανίζονται από τύψεις ή αμφιβολίες, όπως εγώ. Όσο για τους Γέροντες, δεν μπορούσαν να βοηθήσουν την κατάσταση, χωρίς όμως κι’ αυτοί να συνειδητοποιούν τι συνέβαινε ή—ακόμη χειρότερα—τι άφηναν να συμβεί. Κι’ αν ερχόταν κάποια στιγμή που κάποιος καταλάβαινε κάτι, έκανε τα στραβά μάτια, γιατί τι άλλο να „κανε; Κανείς, με τα σωστά του, δεν ήθελε η Επιμελητεία να φτάσει να σημαίνει καουμποϊλίκι. Όμως εκεί κατέληγαν τα πράγματα. Η δράση των Επιμελητών γινόταν μέσα σ“ ένα κλίμα ανωνυμίας και ατιμωρησίας, όπου δεν υπήρχε κανείς ν’ αναλάβει την όποια ευθύνη. Όλα αφήνονταν απλώς να συμβαίνουν. Ποιος έφταιγε περισσότερο γι’ αυτό; Εμείς, οι Επιμελητές, οι Γέροντες, η Γερόντισσα ή η Αρχιεπισκοπή; Τρέχα γύρευε.

Η άφιξη του Εκπροσώπου διέκοψε τον ρεμβασμό της Τασίας. Ήταν το συνηθισμένο, για τις δουλειές αυτές, μοντέλο της Αρχιεπισκοπής: άδειο βλέμμα, τετράγωνο πρόσωπο, γκρι, χωρίς διακριτικά, στολή και νεαρή, προς μέση, ηλικία. Θα μάζευε τα απαραίτητα στοιχεία και ή θα έβγαζε επί τόπου την ετυμηγορία ή θα καλούσε κάποιον—άνθρωπο—Ανακριτή. Αυτή ήταν η διαδικασία. Όλοι το ήξεραν αυτό.

Συστάσεις δεν χρειάστηκε να γίνουν, ο Εκπρόσωπος είχε έρθει προετοιμασμένος. Αναγνώρισε και προσφώνησε σωστά, μία-μία, όλες τις παρευρισκόμενες—ως και την Τασία—και τους συνέστησε να βρουν κάπου να κάτσουν. Η εργασία του Εκπροσώπου ήθελε την ώρα της. Η Τασία περίμενε την Κυρία να διαλέξει θέση και μετά πήγε και στάθηκε δυο βήματα πίσω της.

Μόλις βολεύτηκαν, ο Εκπρόσωπος ζήτησε να πληροφορηθεί τα καθέκαστα.

Την ενημέρωσή του ανέλαβε η κυρία Κλειώ. Ίσως επειδή έτυχε να κάτσει απέναντι του. Το σίγουρο πάντως είναι πως όση ώρα του μιλούσε η κυρία Κλειώ, ούτε μια φορά δεν γύρισε προς τις άλλες κυρίες. Μόνο γι’ αυτόν είχε μάτια.

Όσο για την Κυρία, η Τασία, αν και δεν έβλεπε το πρόσωπό της, διαισθάνθηκε πως πρέπει να σκέφτηκε να παρέμβει σε διάφορες ευκαιρίες. Την τελευταία όμως στιγμή, κρατιόταν, κάθε φορά. Ώσπου, τελικά, βούλιαξε στο κάθισμά της κι’ άφησε στην κυρία Κλειώ την διαχείριση της κατάστασης. Όσο λιγότερη επαφή έχει κανείς με τις Αρχές, τόσο το καλύτερο, έτσι δεν λένε; Κι’ η Τασία, αυτής της γνώμης ήταν. Πρόβλημά της, της κυρίας Κλειώ, αν δεν το καταλάβαινε.

Η περιγραφή των γεγονότων, αυτών καθ’ αυτών, δεν κράτησε πολύ. Οι προσπάθειες της κυρίας Κλειώ να εμπλουτίσει την διήγησή της με σάλτσες του τύπου «Και τότε εγώ τους εξήγησα πως…», μόνο για γέλια ήσαν. Αλλά, δεν είχε σημασία, ας έλεγε ό,τι ήθελε. Τα γεγονότα μιλούσαν από μόνα τους. Αργά ή γρήγορα, ο Εκπρόσωπος θα συνειδητοποιούσε πως δεν είχε άλλη επιλογή και θα έκλεινε την υπόθεση. Η Τασία γύρισε να μελετήσει τα χαρακτηριστικά του. Πού θα της ξαναδινόταν τέτοια ευκαιρία;

Η εικόνα που παρουσίαζε ο Εκπρόσωπος ήταν πολύ ασυνήθιστη, για όποιον δεν είχε νταραβέρια με την Αρχιεπισκοπή. Και η Κυρία—και, άρα, και η Τασία—ήταν πολύ μακριά από τέτοια πράγματα. Τόσο ασυνήθιστη ήταν η εικόνα του, που κατέληγε να 'ναι γοητευτική κατά κάποιον—πολύ παράδοξο, βιάστηκε να υπογραμμίσει η Τασία στον εαυτό της—τρόπο.

Πήρε μια βαθειά αναπνοή. Σκέφτηκε το μυαλό της ν’ αδειάζει, όπως η μπανιέρα απ’ το βρώμικο νερό. Κοίταξε, τον υπάλληλο της Αρχιεπισκοπής όσο πιο ουδέτερα μπορούσε. Μπα, δεν χωρούσε αμφιβολία, ήταν εντυπωσιακός. Οποιοσδήποτε άλλος—άνθρωπος—στην θέση του, θα „νοιωθε την υποχρέωση να πει κάτι, να κάνει κάτι, να δείξει, τέλος πάντων, με κάποιο τρόπο πως παρακολουθεί και καταλαβαίνει όσα έλεγε η κυρία Κλειώ. Ο Εκπρόσωπος, όχι. Και χωρίς να μοιάζει με ρομπότ, για τον λόγο αυτό. Έμοιαζε τελείως ανθρώπινος, έτσι όπως στεκόταν ακίνητος κι“ αμίλητος, με την προσοχή του όλη εστιασμένη στην κυρία Κλειώ. Και πιο απάνθρωπος, ταυτόχρονα.

Η Τασία ένιωσε μια ανατριχίλα ηδονικής φρίκης ν’ ανεβοκατεβαίνει την ραχοκοκκαλιά της. Φαντάσου…

Ναι, ναι. Πολύ ωραία. Στοπ!

Γιατί υπήρχε ένα πράγμα που ήταν απολύτως βέβαιο και έπρεπε να το προσέξει πολύ αυτό η Τασία—και ν’ αφήσει τις αηδίες! Ο Εκπρόσωπος πρέπει να είχε τρόπο ν’ αντιλαμβάνεται τι γίνεται, ακόμη κι’ εκεί που δεν κοιτούσε. Άρα, η Τασία έπρεπε να προσέχει πολύ τις εκφράσεις της. Ακόμη κι’ η υποψία μιας γκριμάτσας μπορούσε να βάλει σε μπελάδες, τόσο την ίδια, όσο και την κυρία της. Και δεν είχε σημασία που ο Εκπρόσωπος δεν επρόκειτο να της απευθύνει ποτέ τον λόγο. Αυτή, έπρεπε να προσέχει.

Λες και μπορούσε ν’ ακούσει τις σκέψεις της, ο Εκπρόσωπος γύρισε λίγο αργότερα και, εντελώς απροειδοποίητα, της πέταξε ένα «Κι’ εσύ, τότε τι έκανες;».

Η Τασία γούρλωσε τα μάτια. Δεν το περίμενε αυτό, δεν ήταν σωστή συμπεριφορά αυτή. Αφού η κυρία της ήταν παρούσα. Μαζί της έπρεπε να μιλήσει πρώτα ο Εκπρόσωπος. Στην Τασία μπορούσε ν’ απευθυνθεί μόνο μετά, και εφόσον έκρινε πως οι πληροφορίες που είχε λάβει δεν ήσαν ολοκληρωμένες ή ακριβείς—έτσι ήταν το σωστό.

Αλλά, Εκπρόσωπος ήταν. Ό,τι ήθελε έκανε.

«Εγώ… είμαι η παραμάνα της Κυρίας», ξεκίνησε αμήχανα. Η κυρία Κλειώ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια ματιά προς το ταβάνι. Η Τασία την αγνόησε κι’ εστίασε στον Εκπρόσωπο.

«Με την άδεια της κυρίας μου πήγα λίγο πιο πέρα, εκεί, στον διάδρομο», έδειξε η Τασία με το χέρι της, «και κάλεσα την άλλη παραμάνα. Όταν μου απάντησε, μου φάνηκε κάπως αναστατωμένη. Για την κυρία Θάλεια δεν μπορώ να πω, πάντως μύριζε. Και, ως παραμάνα, κάτι ξέρω απ’ αυτά».

«Μύριζε;» ρώτησε ο Εκπρόσωπος.

«Αίμα. Αίμα που 'χει πάρει αέρα». Ο Εκπρόσωπος την κοίταγε σταθερά. Η Τασία δεν ήταν βέβαιη τι ακριβώς ήξερε περί αίματος ο Εκπρόσωπος κι’ έκρινε σκόπιμο να διευκρινίσει. «Στον θηλασμό, το αίμα δεν πρέπει να „ρθει σ“ επαφή με τον αέρα. Η μυρωδιά είναι σημάδι πως κάτι δεν πήγε καλά».

Ο Εκπρόσωπος παρέμεινε ανέκφραστος και σιωπηλός. Η Τασία αποφάσισε να συνεχίσει.

«Της είπα να μην κουνηθεί και γύρισα κι’ ειδοποίησα την Κυρία μου… Και… αυτό ήταν όλο».

«Συνέχισε», είπε ο Εκπρόσωπος.

«… Τι άλλο να πω;», σάστισε η Τασία. Η Κυρία, αλλά και η κυρία Κλειώ, ανακάθισαν τότε ταυτόχρονα. Η Κυρία, βλέποντας την κυρία Κλειώ, της άφησε για άλλη μια φορά την πρωτοβουλία. Ευτυχώς, η κυρία Κλειώ απλώς επιβεβαίωσε πως έτσι έγιναν τα πράγματα.

«Έχει κανείς κάτι άλλο να προσθέσει;», ρώτησε ο Εκπρόσωπος.

Όλες έγνεψαν αρνητικά. Η κυρία Κλειώ θεώρησε σκόπιμο να το επιβεβαιώσει και προφορικά.

«Όχι, τίποτα, κύριε Εκπρόσωπε».

«Περιμένετε παρακαλώ», είπε τότε ο Εκπρόσωπος και το σώμα του πάγωσε, πάνω στην κίνηση. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο στο κενό. Η Τασία τρόμαξε, γιατί δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Της πήρε κάποια ώρα για να συνειδητοποιήσει πως, παράλληλα με την δική τους συζήτηση, ο Εκπρόσωπος πρέπει να έκανε και διάφορα άλλα πράγματα. Θα ανέκρινε την Θέκλα, σίγουρα, κι’ ένας θεός ξέρει τι άλλο. Η παραλληλία έβγαινε στην επιφάνεια μόνο τις λίγες εκείνες στιγμές που ο Εκπρόσωπος αναγκαζόταν να παγώσει την μια συνομιλία επειδή χρειαζόταν ν’ αποσπάσει κάποια πληροφορία από άλλη συνομιλία. Και, βέβαια, ένας απλός Εκπρόσωπος ήταν. Δεν ήξερε να το καλύψει με ψιλο-κουβέντα για τον καιρό.

Ούτε μισό λεπτό δεν κράτησε η διακοπή. Κάτι πολύ συγκεκριμένο πρέπει να προσπαθούσε να διασταυρώσει ο Εκπρόσωπος. Αλλά μπορεί και να 'ταν η Θέκλα που θέλησε να καταθέσει κάποια πρόσθετη πληροφορία.

Μόλις επέστρεψε, ο Εκπρόσωπος, στράφηκε πάλι προς την Τασία.

«Όταν κάλεσες την Παραμάνα της κυρίας Θάλειας τι έγινε ακριβώς;», την ρώτησε.

«Σας είπα. Έκανα την κλήση, περίμενα, κι’ όταν μου απάντησε, την είδα αναστατωμένη. Την ρώτησα…».

«Πόση ώρα περίμενες, μέχρι να σου απαντήσει;» διέκοψε ο Εκπρόσωπος.

«Δεν ξέρω, λίγη. Πάντως, περίμενα. Δεν μου απάντησε αμέσως».

«Πέντε ή δέκα δευτερόλεπτα; Περίπου».

«Πέντε, μάλλον», απάντησε διστακτικά η Τασία. Δεν καταλάβαινε πού το πήγαινε ο Εκπρόσωπος.

«Και πώς σου φάνηκε η άλλη Παραμάνα;»

«Αναστατωμένη», επανέλαβε στωικά η Τασία.

«Κι’ η κυρία Θάλεια;»

«Τι;»

«Πώς σου φάνηκε;»

«Δεν μου φάνηκε, κάπως. Όπως σας τα είπα ήταν. Το δωμάτιο, όλο, βρωμοκοπούσε. Δεν χρειάστηκε να πλησιάσω. Κατάλαβα».

«Τι κατάλαβες;».

«Πώς κάτι δεν πήγαινε καλά».

«Με ποιο πράγμα;»

«Με τον θηλασμό».

«Τι νόμισες πως δεν πήγαινε καλά με τον θηλασμό;»

«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πω».

«Γιατί; Παραμάνα δεν είσαι;».

«Μα δεν πλησίασα την κυρία, όπως σας είπα».

«Η άλλη παραμάνα τι σου είπε;».

«Σας είπα. Αναρρόφηση».

«Το πιστεύεις εσύ αυτό;»

«Γιατί να μην το πιστέψω; Συμβαίνει».

«Συχνά;»

«Όχι. Αλλά συμβαίνει».

«Την ίδια την κυρία Θάλεια πώς την είδες;»

«Με ρωτήσατε και πριν. Σας είπα. Δεν την πλησίασα».

«Αλλά τι είδες, ακριβώς;»

«Την είδα πεσμένη σ’ ένα ντιβάνι, με την πλάτη γυρισμένη προς εμένα».

«Αφού δεν πλησίασες πώς ξέρεις πως ήταν η κυρία Θάλεια;»

«…Ποιος άλλος μπορεί να ήταν;»

«Εσύ, τι είδες;»

«Την πλάτη της είδα. Μια πλάτη. Με την μπεζ ζακέτα και την μοβ φούστα που φορούσε».

«Την αναγνώρισες;»

«…Δεν ξέρω. Σκοτεινά ήταν, όπως σας είπα. Τα ρούχα, τ’ αναγνώρισα σίγουρα. Η κυρία Θάλεια ήταν. Ποιος άλλος να ήταν;… Μα τι είναι αυτά που με ρωτάτε; Δεν ήταν η κυρία Θάλεια;», ξέσπασε ταραγμένη η Τασία.

Ο Εκπρόσωπος έκανε τότε άλλη μία απ’ τις παύσεις του. Η Τασία προσπάθησε να κοιτάξει την Κυρία. Το ύφος της ήταν σκοτεινό, ανεξιχνίαστο. Παρ’ όλα αυτά, δοκίμασε να χαμογελάσει λίγο της Τασίας. Να την ενθαρρύνει, σίγουρα, θέλησε. Αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να την τρομάξει ακόμη περισσότερο.

Η Τασία γύρισε το βλέμμα της στον τοίχο, απέναντι. Γεμάτος πίνακες ήταν. Εικόνες φύσης. Άλλαζαν συνέχεια, όμως η Τασία δεν τ’ αντιλαμβανόταν. Την είχαν εξουθενώσει οι ερωτήσεις του Εκπρόσωπου. Μ’ όσο μυαλό της είχε απομείνει προσπάθησε να φανταστεί τι είδους ιστορία μπορεί να κατέθεσε η άλλη παραμάνα.

Ο Εκπρόσωπος επανήλθε. Γύρισε προς την κυρία Κλειώ και την ρώτησε αν είχε να προσθέσει κάτι σ’ όσα ακούστηκαν. Η κυρία απάντησε το αυτονόητο: αφού δεν είχε λάβει μέρος στην κλήση της Τασίας με την Θέκλα, δεν μπορούσε να έχει γνώμη.

Ο Εκπρόσωπος γύρισε τότε προς την κυρία Ανδρομάχη. Αυτή, κάτι δοκίμασε να πει, γενικά, περί θηλασμού. Πως πρόκειται για ευαίσθητη διαδικασία και είναι πολλά που μπορεί να συμβούν. Αλλά τα μπέρδεψε γρήγορα και η φωνή της έσβησε.

«Στην άμεση αντίληψη σας, τι υπέπεσε;» την επανέφερε ξερά ο Εκπρόσωπος.

«Τίποτα», παραδέχθηκε η κυρία Ανδρομάχη.

«Εσείς κυρία;», είπε ο Εκπρόσωπος στρεφόμενος τελικά και προς την Κυρία. «Έχετε τίποτα να προσθέσετε;»

«Επιβεβαιώνω όσα είπε η Παραμάνα μου», δήλωσε ξερά η Κυρία. Και συνέχισε. «Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψή της. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να πω».

Σιωπή απλώθηκε στο σαλόνι της κυρίας Θέκλας. Μια σιωπή περίεργη, γεμάτη απόηχους από την δήλωση της Κυρίας. Χωρίς να ξέρει γιατί, η Τασία ένοιωσε το πρόσωπό της ν’ αναψοκοκκινίζει. Λες κι’ είχε πει κάποιο ψέμα η Κυρία για να την καλύψει. Έστρεψε το βλέμμα της πίσω στον τοίχο. Εκεί ένοιωθε πιο ασφαλής.

Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ευγνωμοσύνη έπρεπε να νοιώθει η Τασία. Καθαρή ευγνωμοσύνη, για την συμπαράσταση της Κυρίας. Που δεν της την όφειλε, στο κάτω-κάτω, κι’ ας ήταν η κυρία της. Ούτε περίεργο, ούτε αδικαιολόγητο θα ήταν αν η Κυρία ένιπτε τας χείρας της και άφηνε την παραμάνα της να τα βγάλει πέρα μόνη της. Όμως δεν το „κανε. Της στάθηκε. Έπρεπε να της τ“ αναγνωρίσει αυτό η Τασία.

Εκεί που τα χαλούσαν λίγο ήταν στον τρόπο με τον οποίο η Κυρία είπε όσα είπε. Δεν το αναγνώριζε το ύφος αυτό η Τασία, δεν το 'χε ξαναδεί. Πού ήταν η ανισόρροπη τρελέγκω που ήξερε; Όμως, συνειδητοποίησε, πρέπει να ήταν η μόνη μέσα στο δωμάτιο που μπορούσε να διακρίνει την αλλαγή αυτή στην συμπεριφορά της Κυρίας. Κανείς άλλος δεν την ήξερε αρκετά καλά.

Αλλά, πέρα απ’ το ύφος, η Τασία είχε πρόβλημα και με την ουσία της υπόθεσης. Δεν θα „ταν καλύτερα αν η ευλογημένη, η Κυρία, είχε ανοίξει το στόμα της νωρίτερα—πολύ νωρίτερα; Ή, ακόμη καλύτερα, αν είχε αναλάβει η ίδια την ενημέρωση του Εκπροσώπου, αντί ν“ αφήσει την κυρία Κλειώ να αλωνίζει; Μπορεί, τότε, τα πράγματα να μην είχαν πάρει αυτήν την τροπή. Αλλά ποια ακριβώς τροπή είχαν πάρει; Τι εντύπωση είχε σχηματίσει ο Εκπρόσωπος; Αυτό ήταν το άλλο πράγμα που δεν μπορούσε να καταλάβει η Τασία.

Σαν χούφτα, σιδερένια, οι σκέψεις αυτές της μάγκωναν το στομάχι και δεν την άφηναν ούτε ν’ αναπνεύσει καλά-καλά.

«Η προκαταρκτική έρευνα ολοκληρώθηκε», δήλωσε απρόσμενα ο Εκπρόσωπος. «Ο Ανακριτής θα είναι μαζί σας σε λίγα λεπτά. Παραμείνετε στις θέσεις σας, παρακαλώ». Μετά, χωρίς άλλη κουβέντα, αποχώρησε.

Ώστε εκεί θα έφταναν τα πράγματα!

Η Τασία γύρισε, αργά, προς την Κυρία. Η Κυρία την κοίταξε, ήσυχα, κι’ η Τασία έστρεψε το βλέμμα της, πίσω, στον τοίχο.

Δυο, ολόκληρες, μέρες διαρκούσε κάθε Επιθεώρηση—για μας. Για τους Επιθεωρητές κρατούσε τρεις, γιατί την πρώτη μέρα την πέρναγαν σε καραντίνα έξω απ’ την πύλη της Μονής.

Οι Επιθεωρητές ήσαν εννιά τον αριθμό, μαζί με τον Εποπτεύοντα. Όταν, νωρίς το πρωί της δεύτερη μέρας, έκαναν την εμφάνισή τους στο εσωτερικό της Μονής, εμείς ήμασταν από ώρα παραταγμένοι μπροστά στο Καθολικό. Φορώντας φρέσκες στολές και με τα—πλαστικά, βέβαια—λουλούδια μας ν’ ανεμίζουν συγχρονισμένα. Ούτε φρύδι δεν έπρεπε να κουνήσουμε, όσο περιμέναμε. Εγώ, περνούσα την ώρα μου με την εικόνα του Αρχιεπισκόπου, που δέσποζε στο Καθολικό. Μικρότερες εκδόσεις της ήσαν αναρτημένες σε κάθε κλειστό χώρο της Ταώ. Τα γκρίζα γένια, το χαμόγελο της Τζοκόντας και το βλέμμα—δεν ξέρω πώς γινόταν μ’ εκείνο το βλέμμα. Απ’ όπου κι’ αν κοίταγες την εικόνα του Αρχιεπίσκοπου, ένιωθες σαν να κοιτούσε—εσένα προσωπικά—κατάματα. Πουθενά δεν μπορούσες να του κρυφτείς. Αλλά ούτε και να τον κοιτάζεις για πάνω από μερικά δευτερόλεπτα άντεχες.

Πρώτος στην ακολουθία των Επιθεωρητών βάδιζε ο Έψιλον-Έψιλον, ο Εποπτεύων Επιθεωρητής. Ο βαθμός του Εποπτεύοντα ήταν ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Αν η Αρχιεπισκοπή έστελνε κάτι λιγότερο από Επίσκοπο, νοιώθαμε σαν να μας έφτυναν. Ήταν σαν να έλεγαν πως η Μονή μας ήταν για τα μπάζα. Δεν είναι τυχαίο που οι Επίσκοποι ήσαν τόσο όμορφοι. Φορούσαν πολύχρωμα άμφια και η ζώνη που τα συγκρατούσε ήταν χρυσή. Φεγγοβολούσε ολόκληρη από μακριά. Αν ο Έψιλον-Εψιλον ήταν Επίσκοπος, τότε οι υπόλοιποι Επιθεωρητές θα ήσαν από Πρωτοπρεσβύτεροι και άνω. Αυτωνών όμως τα άμφια δεν ήσαν τόσο εντυπωσιακά. Είχα ψώνιο με τα φανταχτερά άμφια τότε. Στην Μονή δεν είχαμε τέτοια πράγματα, ούτε για δείγμα.

Τους Επιθεωρητές προϋπαντούσε ο πατήρ Ματθαίος συνοδευόμενος από μικρή αντιπροσωπεία πρεσβύτερων Γερόντων. Η κουστωδία αντάλλασσε τους τυπικούς χαιρετισμούς και μετά χωρίζανε. Ο πατήρ Ματθαίος συνόδευε τον Έψιλον-Έψιλον μέχρι το γραφείο της Γερόντισσας, ενώ οι υπόλοιποι κατευθύνονταν προς τις Τράπεζες για ένα σύντομο πρόγευμα. Οι συνεννοήσεις μεταξύ Γερόντισσας και Έψιλον-Έψιλον διαρκούσαν το πολύ μέχρι τις δέκα. Μετά, οι Επιθεωρητές, έπιαναν δουλειά.

Μόλις οι Επιθεωρητές περνούσαν από μπροστά μας, εμείς, ήμασταν ελεύθεροι ν’ αρχίσουμε τις διακονίες της Επιθεώρησης. Το πανδαιμόνιο που επικρατούσε τότε ήταν απερίγραπτο. Ως κι’ οι Φύλακες εξαφανίζονταν στα φυλάκιά τους. Η εικόνα που παρουσιάζαμε πρέπει να θύμιζε τότε που «Αλγερίνοι πειραταί» εισέβαλαν στην Μονή—με τα γνωστά αποτελέσματα.

Εκ των υστέρων, δεν αποκλείω όλη αυτή η ιστορία των Επιθεωρήσεων να μην ήταν παρά άλλη μια μέθοδος σωφρονισμού, ένας τρόπος δηλαδή να μας κρατούν στη τσίτα, χωρίς ν’ αναγκαστούν να καταφύγουν στη βία, γιατί κάτι τέτοιο θα αύξανε την φύρα στην παραγωγή της Μονής. Όμως, η υποψία αυτή πέρασε απ’ το μυαλό μου αργότερα, πολύ αργότερα. Τότε, ήμασταν όλοι πεισμένοι πως το παραμικρότερο παραστράτημα κατά την Επιθεώρηση θα είχε δραματικές συνέπειες, τόσο για εμάς τους ίδιους, όσο και τους Γέροντες, την Γερόντισσα και την Μονή ολόκληρη.

Αλλά, μικρά παιδιά ήμασταν, τι μπορούσαμε να κάναμε; Όταν η ίδια η Γερόντισσα ξεπρόβαλε ως άλλος Μωυσής στο κεφαλόσκαλο του Καθολικού, κραδαίνοντας θριαμβευτικά την «Αναφορά» της Αρχιεπισκοπής, πώς ήταν δυνατό να μην την πιστέψουμε; Ειδικά μάλιστα όταν οι Φύλακες μας είχαν στήσει εκεί επί ώρες κάτω απ’ το λιοπύρι—ή τον χιονιά, ανάλογα με την εποχή—για να πληροφορηθούμε το αποτέλεσμα. Στο τέλος κάθε τέτοιας τελετής, όταν η Γερόντισσα μας αποκάλυπτε πως για άλλη μια φορά είχαμε καταφέρει να καταταγούμε ανάμεσα στις πρώτες Μονές, πολλοί δεν άντεχαν και ξέσπαγαν σε λυγμούς. Κι’ εγώ, προσωπικά, πρέπει να μιξόκλαψα αρκετές φορές.

Υπάρχει ολόκληρη φιλολογία γύρω απ’ το τυπικό των Επιθεωρήσεων. Ποτέ δεν τα συμπάθησα αυτά τα πράγματα, ούτε μικρό παιδί όσο ήμουν. Πολύ σύντομα λοιπόν, να εξηγήσω πως οι Μονές αντιμετωπίζονται ως «ζώντες οργανισμοί» και ως τέτοιοι επιθεωρούνται. Συγκεκριμένα, επιθεωρείται το σώμα της Μονής, δηλαδή οι εγκαταστάσεις της, και το πνεύμα της, δηλαδή το προσωπικό που κατοικεί μέσα της. Νους υγιής, εν σώματι υγιεί, που έλεγαν και οι αρχαίοι. Σημειωτέον πως οι Γέροντες επιθεωρούνταν και αυτοί, ταυτόχρονα μ’ εμάς. Μόνο οι Φύλακες την γλίτωναν, γιατί αν δεν έκαναν καλά την δουλειά τους, θα ξεσπούσε θανατικό, και δεν χρειαζόταν να κουβαληθούν οι Επιθεωρητές για να το πληροφορηθούμε. Όσο για την Γερόντισσα, ήταν υπεύθυνη για όλα, τι έλεγχο να της κάνουν;

Η «επιθεώρηση του σώματος» αντιστοιχούσε με επικύρωση του βαθμού απολύμανσης των χώρων συγχρωτισμού της Μονής, ενώ η «επιθεώρηση του πνεύματος» γινόταν μέσω των Επιδείξεων. Αυτές οι τελευταίες έμοιαζαν με τις Κυριακάτικες Συνάξεις μας, αλλά είχαν και σημαντικές διαφορές, όπως θα εξηγήσω πάρα κάτω. Θα ξεκινήσω απ’ το σώμα.

Η απολύμανσις μπορεί να ήταν κουραστική και να προϋπέθετε προσεκτικό σχεδιασμό, αλλά, η εκτέλεσή της, ήταν μια καθαρά μηχανική διαδικασία, δεν ήθελε σκέψη. Για να την φέρουμε σε πέρας χωριζόμασταν σε ομάδες εργασίας, κάθε μια απ’ τις οποίες εξειδικευόταν σε μια απ’ τις επτά διακονίες, που εμπλέκονται στην απολύμανσιν ενός χώρου: σάρωσις, κατάβρεξις, σαπώνισις, ξέπλυσις, ξήρανσις, αποστείρωσις και σφράγισις. Οι διακονίες αυτές πρέπει να εκτελεστούν με αυτήν ακριβώς την σειρά. Μόνο οι υγειονομικές παράμετροι αλλάζουν και οι ισχύουσες τιμές κάθε φορά είναι αυτές που έχουν οριστεί κατά την τελευταία αναπροσαρμογή της εξετεστέας ύλης.

Ξεκινούσαμε την ώρα που οι Επιθεωρητές κλείνονταν στις Τράπεζες και τελειώναμε, καλώς εχόντων των πραγμάτων, την ώρα που θα άρχιζαν να περιηγούνται τις Κυψέλες.

Ένα ήταν το πρόβλημα με την απολύμανσιν: o χρόνος που θα μεσολαβούσε μεταξύ των διάφορων διακονιών. Αν, σ’ έναν χώρο, περνούσαν πάνω από 120 δευτερόλεπτα μεταξύ δύο οποιωνδήποτε διακονιών, τότε ο χώρος έπρεπε να θεωρηθεί επανα-μολυσμένος, η απολύμανσίς του άκυρη και οφείλαμε να επαναλάβουμε απ’ την αρχή όλες τις διακονίες στον συγκεκριμένο χώρο. Μεγάλο ρόλο εδώ έπαιζαν οι Επιμελητές. Έπρεπε να φροντίσουν ώστε η ροή των εργασιών να προχωρά αδιατάρακτα, οι διακονίες να εκτελούνται παράλληλα—όπου και όταν αυτό ήταν εφικτό—και, σε καμία περίπτωση, να μην βγει άκυρη κάποια απολύμανσις.

Στις δοκιμές μοιράζαμε τους χώρους της Μονής σε ζώνες ευθύνης και επεξεργαζόμασταν αναλυτικό σχέδιο δράσης για κάθε ζώνη ξεχωριστά. Ορίζαμε τις παραλληλίες και χρονομετρούσαμε την επεξεργασία των γειτονικών ζωνών, ώστε όταν, για παράδειγμα μια ομάδα αποστείρωνε, στην διπλανή ζώνη να μην σαπώνιζαν, γιατί τότε, το πιθανότερο ήταν να επανα-μολυνόταν ο ένας απ’ τους δύο χώρους και, καμιά φορά, και οι δύο.

Δεν θα υπερβάλλω. Ούτε ακύρωσις μας συνέβη ποτέ κατά την διάρκεια Επιθεώρησης, ούτε πρόβλημα εντοπίστηκε ποτέ κανένα σε κάποια απολύμανσιν. Πάντα κάποιο θαύμα γινόταν και την στιγμή που οι Επιθεωρητές πατούσαν το πόδι τους μέσα σ’ έναν Θάλαμο, όλα ήσαν εντάξει, λίγο-πολύ. Μπορεί οι διακονίες να είχαν τελειώσει μερικά δευτερόλεπτα πριν, αλλά είχαν τελειώσει. Το μπάχαλο όμως, που γινόταν κατά την διάρκεια των δοκιμών, μέχρι να στρώσουν οι ομάδες, ήταν απερίγραπτο.

Όποιες όμως δυσκολίες και αν είχε η απολύμανσις, το αγκάθι των Επιθεωρήσεων, ήταν οι Επιδείξεις, η επιθεώρηση του πνεύματος δηλαδή. Στην φάση αυτή παιζόταν η Επιθεώρηση ολόκληρη γιατί, πέρα από εμάς τους Τροφίμους, εκεί κρινόταν και το επίπεδο δουλειάς των Γερόντων, της Γερόντισσας και της Μονής ολόκληρης. Η απολύμανσις δεν ήταν παρά μια απλή πρόγευση.

Δεν ξέρω πώς να περιγράψω τις Επιδείξεις. Θα το επιχειρήσω βέβαια, αλλά είναι χαμένος κόπος, πολύ φοβάμαι. Μιλάμε για μια υπόθεση πολύ χειρότερη κι’ απ’ τις Συνάξεις και νομίζω ήδη να εξήγησα καθαρά πόσο τεράστια ανοησία ήσαν εκείνες. Αλλά, εν πάση περιπτώσει.

Οι Επιδείξεις, όπως κι’ οι Συνάξεις, διεξάγονταν σε κολυμπήθρα. Όμως αυτή των Επιδείξεων ήταν μια τεράστια υπερ-κολυμπήθρα τριών διαστάσεων. Την έφερναν μαζί τους, σε κομμάτια, οι Επιθεωρητές και την συναρμολογούσαν, επί τόπου, μέσα στο Καθολικό. Όταν ήταν έτοιμη, ο Έψιλον-Εψιλον έκανε μια μικρή τελετή—κάτι σαν αγιασμό των υδάτων—και την μπόλιαζε, όπως και ο Εποπτεύων Γέροντας στις Συνάξεις μας. Αμέσως άρχιζε να σχηματίζεται—στην πραγματικότητα, να φυτρώνει—ένας διαφανής, τρισδιάστατος λαβύρινθος, που από μακριά, θύμιζε νευρωνικό δίκτυο.

Στις Επιδείξεις, όπως ήδη είπα, συμμετείχε ολόκληρο το προσωπικό της Μονής, πλην Φρουρών και Γερόντισσας. Όμως παίκτες, ήσαν οι Γέροντες, ουσιαστικά. Εμείς, δεν ήμασταν παρά τα πιονάκια τους.

Μπαίνοντας στο Καθολικό, καθένας μας έπαιρνε έναν μίνι-εξερευνητή. Ο Εποπτεύων μας χώριζε σε τόσες ομάδες, όσες και οι Γέροντες, ρύθμιζε τους εξερευνητές κάθε ομάδας προς κάποιο τυχαίο κόμβο μέσα στον λαβύρινθο—το «σπίτι» της κάθε ομάδας—και η Επίδειξη ξεκινούσε.

Οι εξερευνητές μας ήσαν ρυθμισμένοι έτσι ώστε να μην μπορούμε να δούμε τι γίνεται πέρα απ’ τον κόμβο που βρισκόμασταν κάθε στιγμή. Τι συνέβαινε στον υπόλοιπο λαβύρινθο και—το κυριότερο—πού βρίσκονταν οι άλλες ομάδες δεν είχαμε τρόπο να το πληροφορηθούμε.

Να διευκρινίσω επίσης, πως η δομή του λαβύρινθου δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε είδος τάξης ή συμμετρίας. Από κάθε κόμβο ξεκινούσε τυχαίο πλήθος συνδέσμων που μπορούσαν να οδηγούν είτε στον διπλανό κόμβο είτε σε κάποιον στην άλλη άκρη της κολυμπήθρας. Αν ήθελες να μάθεις πού οδηγούσε ένας σύνδεσμος, έπρεπε να τον ακολουθήσεις, δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Αντίθετα, μόλις κάποιος έχανε κι’ έβγαινε απ’ την Επίδειξη, μπορούσε πια να διακρίνει καθαρά ολόκληρη την τρισδιάστατη δομή του.

Μόλις τα μέλη κάθε ομάδας συγκεντρώνονταν στον κόμβο-σπίτι τους ο επικεφαλής Γέροντας τους έστελνε να εξερευνήσουν την γύρω περιοχή. Αν ένας κόμβος ήταν κενός, ο Τρόφιμος τον καταλάμβανε. Έξω από την κολυμπήθρα έβλεπαν τον κόμβο αυτό να φωτίζεται με το χρώμα της συγκεκριμένης ομάδας—κάθε ομάδα είχε δικό της χρώμα για να ξεχωρίζει. Στην συνέχεια, κάποιο άλλο μέλος της ομάδας ερχόταν να εξερευνήσει τον επόμενο κόμβο ή τα δυο μέλη αντάλλασσαν θέσεις και ο αρχικός Τρόφιμος συνέχιζε την εξερεύνηση.

Το θέμα ήταν πως, ανά πάσα στιγμή, έπρεπε να διατηρείται μια ενιαία, αδιάσπαστη αλυσίδα Τροφίμων μεταξύ των μελών κάθε ομάδας και του Γέροντά της στα μετόπισθεν. Οι αλυσίδες αυτές ήσαν το μέσο διοίκησης και ελέγχου. Μέσω αυτών ο Γέροντας μάθαινε για την κατάσταση κάθε κόμβου (κυρίως πόσοι σύνδεσμοι ανοίγονταν από εκεί) και έστελνε εντολές για τυχόν επόμενες ενέργειες. Αν από λάθος ή εξ’ αιτίας ενέργειας αντιπάλου, κάποια αλυσίδα έσπαγε, τότε ο Τρόφιμος (ή οι Τρόφιμοι) που έμεναν απομονωμένοι μετατρέπονταν σε «ζόμπι». Ήσαν υποχρεωμένοι να μείνουν ακίνητοι εκεί που βρίσκονταν μέχρι κάποια ομάδα να έρθει σ’ επαφή μαζί τους και να τους «αναστήσει»—συνήθως η παλιά τους ομάδα, αφού συνήθως βρίσκονταν κάπου εκεί κοντά, αλλά μπορεί και κάποια άλλη.

Αργά ή γρήγορα, και ανάλογα με την στρατηγική κάθε Γέροντα, τα μέλη των ομάδων έπεφταν σε κόμβους κατειλημμένους από μέλη άλλων ομάδων. Επακολουθούσε συμπλοκή, όπως ακριβώς και στις Συνάξεις. Έξω απ’ τον λαβύρινθο, ο κόμβος αναβόσβηνε με τα χρώματα των συμπλεκομένων ομάδων. Ο Τρόφιμος που έχανε, έβγαινε απ’ την Επίδειξη και ο κόμβος περνούσε στην ομάδα του Τροφίμου που κέρδισε.

Σκοπός της Επίδειξης ήταν ν’ απομείνει μια μόνο ομάδα μέσ’ την κολυμπήθρα, δηλαδή ο Γέροντάς της και τουλάχιστον ένα μέλος της ομάδας του. Αν ένας Γέροντας έχανε και το τελευταίο μέλος της ομάδας του, αυτομάτως, έχανε και ο ίδιος.

Ειδικά για τους Γέροντες τώρα, να πω πως η επίδοσή τους στις Επιδείξεις αποτελούσε βασικό κριτήριο της επαγγελματικής τους εξέλιξης—όσων τουλάχιστον φιλοδοξούσαν να ανανεωθεί το συμβόλαιό τους, ν’ ανέλθουν τις βαθμίδες της Ιεραρχίας και—πού ξέρεις;—να έφταναν κι’ αυτοί κάποτε να γίνουν Επιθεωρητές.

Βασική δουλειά των Γερόντων ήταν να διατηρούν στο μυαλό τους μια όσο το δυνατόν πιο ακριβή εικόνα του λαβύρινθου και να την επικαιροποιούν συνεχώς με βάση τις πληροφορίες που έφταναν απ’ τους διάφορους κόμβους. Αποφάσιζαν προς τα πού να κινηθεί η ομάδα τους ή, αντίθετα, αν θα „ταν καλύτερα να ταμπουρωθούν και να προσπαθήσουν να προστατεύσουν τα κεκτημένα τους απ“ τις επιθέσεις των άλλων ομάδων.

Σε περίπτωση σύγκρουσης—ή και πολλών συγκρούσεων ταυτόχρονα—έπρεπε να αποφασίσουν τι τακτική να ακολουθήσουν. Κατ’ αρχάς, ένας Γέροντας μπορούσε να επιλέξει να μην συγκρουστεί, να δώσει δηλαδή εντολή άμεσης υποχώρησης απ’ τον κόμβο που βρέθηκε κατειλημμένος. Προκειμένου να αποφασίσει αν είχε νόημα να γίνει σύγκρουση, έπρεπε να έχει στο μυαλό του το δυναμικό κάθε μέλους της ομάδας—πληροφορίες που δεν μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων, αφού οι ομάδες σχηματίζονταν τυχαία πριν την έναρξη της Επίδειξης. Επίσης, έπρεπε να έχει υπόψη του το ιστορικό των συγκρούσεων, δηλαδή την ενδεχόμενη κούραση κάθε μέλους και—αν ήταν δυνατόν—να συγκρατεί τις ίδιες πληροφορίες και για τα μέλη των αντίπαλων ομάδων, με τα οποία συμπλέκονταν τα μέλη της δικής του.

Επειδή το πλήθος των πληροφοριών αυτών ξεπερνούσε πολύ γρήγορα τις δυνατότητες ανάκλησης και του πλέον χαρισματικού παίκτη, οι περισσότεροι Γέροντες προτιμούσαν να θεωρούν λίγο-πολύ δεδομένες τις δυνατότητες των Τροφίμων, τόσο της δικής τους όσο και των άλλων ομάδων και να εστιάζουν περισσότερο στις ενδεχόμενες συμφωνίες με τους αντίπαλους Γέροντες. Συγκεκριμένα, όταν δυο μέλη διαφορετικών ομάδων, συναντιούνταν σε έναν κόμβο, κάθε Γέροντας, πέρα απ’ την συμπλοκή και την υποχώρηση, είχε και μια τρίτη επιλογή: να προτείνει σύμφωνο συνεργασίας / μη επίθεσης στον άλλο Γέροντα—πρόταση, βέβαια, που ο άλλος Γέροντας μπορούσε να δεχτεί ή να αρνηθεί.

Και δυο λεπτά αργότερα, ο ένας απ’ τους δυο Γέροντες μπορεί να αποφάσιζε να σπάσει την συμφωνία! Από άλλο κόμβο, με διαφορετικό Τρόφιμο ή ξεκινώντας από περιοχή όπου είχε καλύτερα διατεταγμένες τις δυνάμεις του. Οι αποφάσεις όλες αυτές δεν λαμβάνονταν τυχαία. Κατά την προετοιμασία τους για την Επιθεώρηση οι Γέροντες μελετούσαν εμβριθώς θεωρία παιγνίων, αλλά και τους κλασσικούς, όπως Σουν Τσου, Τζον Μέιναρντ Σμιθ και Μακιαβέλλι. Όσο για την βελτίωση της απομνημόνευσης και της εστίασης της προσοχής, δεν υπήρχε καλύτερη τεχνική απ’ την διασκέδαση της προσοχής, που χρησίμευε και στις καταδύσεις με τους κανονικούς Εξερευνητές—άλλο τώρα αν πολλοί Γέροντες δεν ήθελαν να μπλέκουν μ’ αυτά τα πράγματα για τους λόγους που εξήγησα. Όσοι είχαν τέτοιο θέμα χρησιμοποιούσαν παλάτια μνήμης.

Μπορεί να ήταν επίπονη η προετοιμασία των Γερόντων, όμως είχε αποτελέσματα. Κατά την διάρκεια των Επιδείξεων εφάρμοζαν μεγάλη ποικιλία πολύπλοκων στρατηγικών. Στόχος τους ήταν να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους τους και να σημειώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες νίκες ή τουλάχιστον να χάσουν ένδοξα, εντυπωσιάζοντας την Γερόντισσα και τους Επιθεωρητές.

Άλλοι ξεκινούσαν ορμητικά, δίνοντας την εντύπωση πως επιδιώκουν την σύγκρουση. Την τελευταία όμως στιγμή, αντί να προσπαθήσουν να εντοπίσουν την θέση του αντίπαλου Γέροντα ώστε να τον αποκόψουν απ’ την ομάδα του, έκαναν κυκλωτικές κινήσεις με στόχο τις αλυσίδες του. Αν τα κατάφερναν, έστρεφαν τα μέλη των αλυσίδων εναντίον της παλιάς τους ομάδας με αποτέλεσμα η ίδια η ομάδα να φτάνει να «εξοντώνει» τον (παλιό) Γέροντά της. Μετά, με ενισχυμένη πλέον δύναμη πυρός, στρέφονταν εναντίον άλλων ομάδων.

Άλλοι πάλι, απέφευγαν συστηματικά τις συμπλοκές. Σε σημείο ώστε ακόμη και να εγκαταλείπουν ορφανά κάποια μέλη τους. Αν όμως ο αντίπαλος Γέροντας αποφάσιζε να τους κυνηγήσει, προσβλέποντας σε μια γρήγορη νίκη, μπορεί να ανακάλυπτε πως είχε παρασυρθεί σε περιοχή χαμηλής συνδεσιμότητας του λαβύρινθου και να έπεφτε θύμα του αντιπάλου του που θα ήταν καλύτερα τοποθετημένος.

Οι περισσότεροι Γέροντες δεν προχωρούσαν πολύ πέρα απ’ το επίπεδο αυτό. Άντε να μελετούσαν και λίγη βιβλιογραφία—κυρίως παρτίδες του παλιού παιχνιδιού «Διπλωματίας», που έμοιαζε αρκετά με τις Επιδείξεις. Όσοι, πολύ λίγοι, είχαν πραγματική έφεση κι’ επιθυμούσαν να εμβαθύνουν στο αντικείμενο, θεωρούσαν «εξωτερικές» όλες τις τεχνικές που ανέφερα πιο πάνω—εξωτερικές, δηλαδή ευτελείς. Γι’ αυτούς, σημασία είχε η «εσωτερική» προσέγγιση που δεν απείχε πολύ από ένα είδος πρακτικής ψυχολογίας. Πίστευαν πως για να βρεθεί κανείς σε πλεονεκτική θέση έπρεπε να είναι σε θέση να μετατρέψει την αδυναμία σε δύναμη και να μην αφήσει να φανούν οι πραγματικές του δυνατότητες. Σε ένα πρώτο επίπεδο εφαρμογής, υπήρχαν οι διάφορες μέθοδοι παραπλάνησης, όπου δύο Γέροντες συνεργάζονταν (π.χ. παριστάνοντας αδυναμία, βάζοντας το στα πόδια για να τους κυνηγήσει ο αντίπαλος, κλπ) με σκοπό να παρασύρουν έναν τρίτο σε μειονεκτική θέση. Ως απόγειο όμως της τεχνικής—ή της τέχνης—τους οι Γέροντες θεωρούσαν την παγίωση μιας ψυχολογικής στάσης, όπου ο παίκτης στην αρχή τρέφει και στην συνέχεια εκμεταλλεύεται τις προσδοκίες του αντιπάλου, ενώ ο ίδιος εστιάζει μόνο στην στιγμή, παραμένει συναισθηματικά ουδέτερος και αδιαφορεί αν θα κερδίσει ή θα χάσει, τελικά. Η κατάκτηση μιας τέτοιας ψυχικής στάσης απαιτούσε ένα είδος εσωτερικής ισορροπίας που δεν ήταν και τόσο εύκολο να αποκτήσει κανείς.

Σε κάθε πάντως περίπτωση όλες αυτές οι Γεροντικές στρατηγικές δεν μπορούσαν παρά να αποδώσουν στατιστικό πλεονέκτημα, όταν κανείς τις εφάρμοζε σε μεγάλο αριθμό Επιδείξεων. Ένας τρελο-Γέροντας με πέντε-έξη ψυχωμένους Τρόφιμους μπορούσαν πάντα να φέρουν τα πάνω κάτω σε μια συγκεκριμένη Επίδειξη. Ν’ αποκρούσουν δηλαδή επιθέσεις πολλαπλάσιων δυνάμεων, να αλλαξοπιστήσουν τους αντιπάλους τους και τελικά να ανατρέψουν της εξέλιξη ολόκληρης της Επίδειξης, φτάνοντας, καμιά φορά, ως και στην τελική νίκη.

Μα είναι σοβαρά πράγματα όλ’ αυτά; Δεν είναι τρομερά γελοία;

Η αλήθεια πάντως είναι πως όσο διαρκούσε μια Επίδειξη, και εφ’ όσον οι Γέροντες δεν έπαιζαν υπερβολικά συντηρητικά—να κάθονται δηλαδή και να περιμένουν να τους ανακαλύψουν, αντί να προσπαθούν ενεργητικά να επεκτείνουν τον ζωτικό τους χώρο—το θέαμα, απ’ έξω, μπορούσε να γίνει πολύ εντυπωσιακό. Ο λαβύρινθος έφτανε να θυμίζει ζωντανό εγκέφαλο, ο οποίος στο διάστημα της Επίδειξης περνούσε απ’ όλα τα στάδια εξέλιξης, απ’ τα πρώτα σκιρτήματα της ανοργάνωτης ακόμη σκέψης μέχρι και την τελική αναλαμπή κατά τον θάνατο. Η εικόνα του λαβύρινθου άλλοτε ήταν ήρεμη και ρυθμική, λες κι’ ο εγκέφαλος εστίαζε σε απλά πράγματα κι’ άλλοτε επικρατούσε φαινομενικό χάος, όπως όταν ο εγκέφαλος είναι σε πανικό ή ονειρεύεται.

Αλλά, υπήρχε και κάτι ακόμη, το καλύτερο ίσως, που τ’ άφησα για το τέλος! Ο λαβύρινθος είχε έξοδο. Την οποία προστάτευε ο ίδιος ο Έψιλον-Έψιλον. Η έξοδος βρισκόταν σε τυχαίο σημείο του λαβύρινθου και ήταν καθαρά θέμα τύχης να πέσει κανείς πάνω της. Αν όμως συνέβαινε αυτό κι’ ο Γέροντας της ομάδας προλάβαινε να βγει, τότε η ομάδα του κέρδιζε, ανεξάρτητα απ’ το πόσες άλλες ομάδες υπήρχαν ακόμη στον λαβύρινθο. Όμως ο Γέροντας έπρεπε να προλάβει. Γιατί την στιγμή που το πρώτο μέλος της ομάδας ανακάλυπτε την θέση της εξόδου, ο Εποπτεύων έμπαινε ο ίδιος μέσα να την προστατεύσει!

Περιττό να πω πως κανένας Τρόφιμος δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τον Έψιλον-Εψιλον. Μας ξέκανε όλους με παραδειγματική ευκολία, τόση που οι περισσότεροι δεν προσπαθούσαν καν.

Λοιπόν, αυτά τα ολίγα, ελπίζω να αρκούν, γενικά, περί Επιθεωρήσεων. Προφανώς, υπάρχουν πολλές άλλες λεπτομέρειες που παρέλειψα. Κάποιες απ’ αυτές μπορεί να μου δοθεί η ευκαιρία να τις διευκρινίσω στην συνέχεια, αν και δεν μπορώ να πω πως έχω και τόση όρεξη.

Πέρασε ώρα μέχρι να εμφανιστεί ο Ανακριτής. Ως άνθρωπος που ήταν, δεν διέθετε τις πολυκαναλικές επικοινωνιακές δυνατότητες του Εκπροσώπου. Αναγκάστηκε να επισκεφθεί με το φυσικό του σώμα το διαμέρισμα της κυρίας Θάλειας, να κάνει εκεί ό,τι έκρινε απαραίτητο και μετά, μαζί με την Θέκλα, να πάρουν περιηγητή για να συναντήσουν τις κυρίες και την Τασία, που περίμεναν. Σίγουρα, ο Ανακριτής θα προτιμούσε τα πράγματα να γίνονταν ανάποδα, όμως θα έπαιρνε υπερβολικό χρόνο στις κυρίες να μετακινηθούν από τα σπίτια τους, όπου πραγματικά, βρίσκονταν.

Όταν όλοι μαζεύτηκαν στο καθιστικό της κυρίας Θάλειας—η Τασία παρατήρησε πως η Θέκλα διάλεξε να κάτσει απέναντι και όχι δίπλα της αυτήν την φορά—ο Ανακριτής χαιρέτησε κι’ αυτός, με την σειρά του, την ομήγυρη.

«Συμπολίτες», ξεκίνησε. «Είμαι βέβαιος πως επιθυμία σας είναι η δυσάρεστη αυτή υπόθεση να λήξει το συντομότερο δυνατό. Σίγουρα, βιάζεστε να επιστρέψετε στα σπίτια και τις ζωές σας».

Όλες οι κυρίες, ακόμη κι’ οι δυο παραμάνες, συγκατένευσαν αδίστακτα. Η Τασία κοίταξε την Θέκλα. Καταλάβαινε άραγε την θέση της; Σε ποια ακριβώς ζωή βιαζόταν να επιστρέψει; Στα Λαϊκά;

«Νομίζω πως θα συμφωνήσετε όμως», συνέχισε ο Ανακριτής, «ότι χρωστάτε—ότι χρωστάμε όλοι μας—μια απάντηση στην κυρία Θάλεια. Ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να μείνει σ’ εκκρεμότητα. Έτσι δεν είναι;»

«Τι απέγινε η φίλη μας κ. Ανακριτά;… Πώς είναι;», πετάχτηκε η Κυρία.

Καθόλου δεν του άρεσε του Ανακριτή να τον διακόπτουν, έγινε τότε αντιληπτό από όλους. Η έκφραση του το έδειξε καθαρά. Όμως η Κυρία δεν πτοήθηκε, επέμεινε να πάρει απάντηση. Η Τασία κατάλαβε τι είχε στο μυαλό της. Πέρα απ’ το όποιο της ενδιαφέρον για την κυρία Θάλεια, η Κυρία ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει αυτήν εδώ την συζήτηση να εξελιχθεί όπως η προηγούμενη, με τον Εκπρόσωπο.

«Επιτρέψτε μου, παρακαλώ», απάντησε αυστηρά ο Ανακριτής, «Κάθε πράγμα στην ώρα του».

«Αναμφίβολα, κ. Ανακριτά. Απλώς, παρακαλούμε σημειώστε το—απολύτως δικαιολογημένο, θεωρούμε—ενδιαφέρον μας για την συμπολίτη μας». Αυτά είπε, η Κυρία και, γρήγορα-γρήγορα, έκανε πίσω. Ο Ανακριτής στράβωσε τόσο, που ούτε που σήκωσε το βλέμμα του.

Επακολούθησε μια δυσάρεστη σιωπή.

«Ο τρόπος που θα εργαστούμε είναι ο εξής» ξανάρχισε τελικά, ο Ανακριτής. «Θα αποσυρθώ στο διπλανό δωμάτιο και θα σας καλώ μία-μία να καταθέσετε. Οι υπόλοιπες θα μείνετε εδώ, χωρίς να μιλάτε μεταξύ σας, και θα περιμένετε την σειρά σας. Μόλις ολοκληρωθούν οι καταθέσεις θα σας ενημερώσω για την συνέχεια. Περιμένω, και θεωρώ αυτονόητη, την πλήρη σας συνεργασία».

Αυτά είπε ο Ανακριτής και, περπατώντας με βαριά βήματα, κατευθύνθηκε προς το διπλανό δωμάτιο, που ήταν η κουζίνα, απ’ όσο θυμόταν η Τασία. Πριν βγει απ’ το οπτικό τους πεδίο, σταμάτησε, γύρισε προς την Κυρία και είπε.

«Ας ξεκινήσουμε μαζί κυρία. Είμαι βέβαιος πως έχετε πολλά να μου πείτε».

«Βεβαίως κ. Ανακριτά. Ευχαρίστως» απάντησε η Κυρίας και βιάστηκε να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει. Η Τασία προσπάθησε να πιάσει το βλέμμα της, αλλά δεν τα κατάφερε. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους.

Οι άλλες δυο κυρίες κοιτάχτηκαν σιωπηλές. Η Τασία αισθάνθηκε το βλέμμα της Θέκλας πάνω της, αλλά προτίμησε να την αγνοήσει.

Μια ηλεκτρισμένη σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Ακόμη και την ανάσα της προσπάθησε να περιορίσει η Τασία.

Περνάω τώρα σ’ αυτή καθ’ αυτή την Επιθεώρηση της Έκτης.

Κατακαλόκαιρο, αρχές Ιουλίου, έγινε. Τα προβλήματα όμως άρχισαν νωρίτερα, πολύ νωρίτερα. Φεβρουάριο ή Μάρτιο, νομίζω.

Την εποχή εκείνη είχαμε φτάσει να βγαίνουμε κάθε, σχεδόν, βράδυ. Κατά καιρούς, δοκιμάσαμε διάφορους τόπους συνάντησης. Βολικότερος αποδείχτηκε η αποθηκούλα εκείνη που είχαμε χρησιμοποιήσει και στις πρώτες μας εξόδους. Δεν ήταν μακριά απ’ την Κυψέλη μας, μπορούσαμε να φτάσουμε εκεί ακολουθώντας διάφορες διαδρομές και οι Φύλακες δεν έδιναν καμιά σημασία, ούτε στην ίδια την αποθήκη, ούτε στην γύρω περιοχή.

Μέσ’ την αποθήκη όσο ήμασταν, παίζαμε παγκράτιο. Τι άλλο να κάναμε;

Τα πρωινά, στην Τράπεζα, κοκορευόμασταν για τα νυκτερινά μας κατορθώματα. Ποιος, έκανε τι, σε ποιον και λοιπά και λοιπά. Τι θα γινόταν, έτσι και μας έπιαναν, ποτέ δεν το μελετούσαμε. Δεν τολμούσαμε. Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν τα νυκτερινά μας κατορθώματα. Αλλά, στο… παγκράτιο; Αρκούσε το κακόμοιρο το παγκράτιο, που παίζαμε έτσι κι’ αλλιώς και στα διαλείμματα, για να δικαιολογήσει όλο αυτό το πάθος, όλη αυτή την προσπάθεια;

Θυμάμαι μια νύχτα, που ενώ συνεννοούμασταν με την Μέλπω για την ώρα της αναχώρησης, πετάξαμε και οι δυο ταυτόχρονα ένα «Όμως αμάν πια μ’ αυτό το παγκράτιο». Πολύ γελάσαμε, μ’ εκείνη την σύμπτωση.

Σε μια απ’ τις επόμενες εξόδους η Ασημίνα πήρε μια πρωτοβουλία, που αποδείχθηκε, νομίζω, σημαδιακή για όσα έμελλε να επακολουθήσουν.

Την βραδιά εκείνη η Ασημίνα εμφανίστηκε στην αποθήκη κρατώντας κάτι. Το ότι δεν είχε ελεύθερα τα χέρια της μας τράβηξε αμέσως την προσοχή.

«Τι κρατάς εκεί;», ρώτησε η Μέλπω με τον γνωστό, διακριτικό, της τρόπο.

«Ένα… βιβλίο», απάντησε διστακτικά η Ασημίνα.

«Βιβλίο; Τι βιβλίο; Πού το βρήκες;», πεταχτήκαμε όλοι μαζί.

Στην Βιβλιοθήκη, μας είπε, πού αλλού; Αλλά το γεγονός πως πήγε με τα πόδια μέχρι την Βιβλιοθήκη—το οίκημα—και δανείστηκε από εκεί ένα φυσικό βιβλίο (που δεν είχαν απομείνει και τόσο πολλά) ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο.

«Και τι το 'φερες μαζί σου; Τι να το κάνεις;», ρώτησε κάποιος.

«Για να σας διαβάσω κάτι, μετά το παγκράτιο. Αν θέλετε».

Κοιταχτήκαμε όλοι, άφωνοι. Άλλο πάλι κι’ αυτό. Αφού κανείς πια δεν διάβαζε, βιβλία. Μέσω τερματικού κάναμε ό,τι χρειαζόταν. Και όχι μόνο διάβαζε βιβλία η Ασημίνα, αλλά ήθελε τώρα και να διαβάσουμε όλοι μαζί. Πώς της ήρθε; Τι σκέφτηκε;

Τώρα όμως, το είχε φέρει. Τι έπρεπε να κάνουμε;

Λίγο από αμηχανία και λίγο επειδή είχαμε καθυστερήσει να βγούμε εκείνη την φορά, είπαμε να κάνουμε για κανένα δεκάλεπτο το κέφι της Ασημίνας και μετά, να το διαλύσουμε. Η ώρα ήταν περασμένη και έπρεπε να κοιμηθούμε και κάποιες ώρες.

Πιάσαμε όλοι θέσεις. Κάποιοι μπροστά, για ν’ ακούν, και κάποιοι πιο πίσω, για να δείξουν πως, βασικά, χάρη της έκαναν, της Ασημίνας. Εγώ, ανήκα στους δεύτερους, οφείλω να πω. Η Ασημίνα στάθηκε κάπου στη μέση. Άνοιξε το βιβλίο της στην σελίδα που είχε μαρκάρει και ξεκίνησε.

Περίεργος άνθρωπος, η Ασημίνα. Ποτέ δεν την κατάλαβα. Αλλά δεν έτυχε να κάνουμε πραγματική παρέα ποτέ. Το πιο ήσυχο πλάσμα του κόσμου έμοιαζε, εκεί όμως που δεν σου γέμιζε το μάτι, πεταγόταν ξαφνικά και ξεφούρνιζε κάτι που κανείς δεν θα περίμενε. Μετά, βυθιζόταν πάλι στη σιωπή της. Λες κι’ η γέφυρα που την ένωνε με τον υπόλοιπο κόσμο να μην άντεχε πάνω από δυο-τρία λεπτά. Αλλαφροϊσκιωτη, την έλεγαν κάποιοι. Δεν είμαι βέβαιη τι ήθελε να πει αυτό.

Η ανάγνωση της Ασημίνας δεν πήγε καλά—καθόλου καλά. Και δεν νομίζω να φταίξαμε εμείς γι’ αυτό. Το χαζο-βιβλίο έφταιξε.

Η ιστορία ήταν για ένα πουλί. Ένα πουλί που εκεί που πετούσε, συνάντησε κάποιον να κλαίει. Το πουλί τον ρώτησε γιατί κλαίει. Αυτός απάντησε πως έψαχνε για ένα κόκκινο λουλούδι να το δώσει σε μια… γυναίκα! Όμως, ήταν χειμώνας και δεν υπήρχαν κόκκινα λουλούδια, μόνο άσπρα. Ο άνδρας έφυγε απαρηγόρητος κι’ η μέρα πήρε να μικραίνει. Το πουλί όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει την λύπη του άνδρα. Και τι έκανε; Πήγε και κάρφωσε το στήθος του σ’ ένα αγκάθι και με το αίμα του έβαψε κόκκινο ένα λουλούδι που φύτρωνε από κάτω. Όλη νύχτα κελαηδούσε το πουλί, όλο κελαηδούσε. Ώσπου, την αυγή, του βγήκε η ψυχή. Όμως ο άνδρας, όταν επέστρεψε στο σημείο, βρήκε το κόκκινο λουλούδι που τόσο επιθυμούσε. Έσπρωξε παράμερα το πεθαμένο πουλί, έκοψε το λουλούδι και, όλος χαρά, το πήγε στη γυναίκα. Αυτή, δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία. Ο άνδρας έφυγε στεναχωρημένος. Αλλά στο δρόμο το ξανασκέφτηκε κι’ αποφάσισε πως κάθε εμπόδιο για καλό. Κι έζησαν αυτοί καλά κι’ εμείς καλύτερα.

Αυτή ήταν η ιστορία! Μεγαλύτερη βλακεία δεν είχα ξανακούσει στην ζωή μου. Αφού, στο τέλος, μου ξέφυγε και γέλασα. Όλοι γελάσαμε. Τρανταχτά.

Μετά, φύγαμε. Η Ασημίνα, με πολύ κατεβασμένα τα μούτρα. Πρόβλημά της! Τι περίμενε; Μα, ειλικρινά, τι φαντάστηκε;

Στην κλίνη μου, όταν έπεσα, ακόμη γέλαγα. Και την επόμενη που ξύπνησα, συνέχισα να γελάω. Μέσα μου, ένοιωθα ένα πολύ περίεργο αίσθημα. Κάτι μεταξύ πίκρας και γλύκας, ταυτόχρονα, αν ήταν δυνατόν. Αλλά, δεν ήταν. Οπότε γέλαγα.

Στην αμέσως επόμενη έξοδο η Ασημίνα έφτασε με άδεια χέρια—ευτυχώς. Το ύφος της όμως έδειχνε πως κάτι πολύ σημαντικό πρέπει να είχε να μας πει. «Άντε πάλι», σκέφτηκα.

Ενώ κάναμε διάλειμμα ανάμεσα σε δυο παρτίδες παγκράτιου, η Ασημίνα πετάχτηκε ξαφνικά κι’ έκανε μια εντελώς ξεκάρφωτη παρατήρηση.

«Λοιπόν, να ξέρετε πως ο Έψιλον-Έψιλον δεν είναι πραγματικά ανίκητος. Ας είχαμε τρόπο να βρούμε την έξοδο και θα βλέπατε τι θα γινόταν. Κι’ ούτε τόσο πολλοί Τρόφιμοι χρειάζονται. Πέντε-έξη θα έφταναν, αρκεί να του την έπεφταν όλοι μαζί».

Αυτά είπε, κοιτάζοντας το ταβάνι, και μετά σώπασε. Εγώ, είχα γυρίσει και την κοίταγα. Κάποιοι άλλοι δεν άκουσαν καν τι είπε και χρειάστηκε να τους το επαναλάβουν οι υπόλοιποι.

Τι το σπουδαίο ήταν αυτό που είπε; Τίποτα. Αυτονόητο ήταν, βασικά. Το θέμα ήταν με αυτό που υπονοούσε η Ασημίνα. Πως όχι μόνο γινόταν να χάσει ο Έψιλον-Έψιλον, αλλά και ότι μπορούσαμε εμείς να τον κάνουμε να χάσει.

Δεν ήταν πως μας είχε κάνει τίποτα ο Έψιλον-Έψιλον. Δεν θέλαμε το κακό του. Η ιδέα, όμως και μόνο, πως εμείς, τα απλά νούμερα μιας τυχαίας παρτίδας της Μονής, μπορεί και να 'χαμε τρόπο να νικήσουμε έναν Έψιλον-Έψιλον—η απλή αυτή δυνατότητα ήταν που μας γέμισε δέος και τρόμο. Και ταυτόχρονα, επιθυμία. Όπως η φλόγα, τα μυγάκια, κάπως.

Δεν υπήρξε κάποια συνέχεια, εκείνη την βραδιά. Σαν να μην είχε μιλήσει καθόλου η Ασημίνα ήταν. Ούτε και θυμάμαι να άκουσα κάποια σχετική συζήτηση μέχρι την επόμενη έξοδο.

Την βραδιά εκείνη όμως, προέκυψε—όλως τυχαίως;—μια διχογνωμία. Αν και ξέραμε απ’ έξω κι’ ανακατωτά όλες τις διαδρομές από την Κυψέλη—ή ίσως και ακριβώς γι’ αυτό—διαφωνήσαμε αν ένα τμήμα της διαδρομής που ακολουθούσαμε ήταν πράγματι το συντομότερο ή αν κάναμε γύρο. Χάρτη της Μονής δεν είχαμε, ούτε ήταν ρεαλιστικό να προσπαθήσουμε να μετρήσουμε τα βήματά μας. Όσο κι’ αν δεν ενδιαφέρονταν οι Φύλακες για το εσωτερικό της Μονής, υπήρχαν και κάποια όρια.

Χωρίς, νομίζω, να το επιδιώξει κανείς συγκεκριμένα, η συζήτηση έφτασε στους λαβύρινθους. Πόσα είδη υπάρχουν, τι χαρακτηριστικά έχουν οι διάδρομοι, τι γίνεται όταν η έξοδος βρίσκεται στο εσωτερικό και όχι στην περιφέρεια, κλπ. Δεν ορκίζομαι, αλλά νομίζω πως ο Γεράσιμος ήταν που παρατήρησε ότι όταν ο ερευνητής βρίσκεται στο εσωτερικό του λαβύρινθου, άρα δεν μπορεί να δει ολόκληρο τον λαβύρινθο από «ψηλά», τότε ο αλγόριθμος Trémaux είναι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί τον εντοπισμό της εξόδου. Κάποιος άλλος είπε πως δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον αλγόριθμο του Pledge, αλλά η κουβέντα γρήγορα ατόνησε, γιατί δυο λεπτά σ’ ένα τερματικό αρκούσαν για να λύσουμε μια και καλή οποιαδήποτε τέτοια απορία.

Προσωπικά, δεν ήξερα τίποτα για αλγόριθμους επίλυσης λαβυρίνθων. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Γι’ αυτά, ήταν η Βιβλιοθήκη. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν που ένα τέτοιο ζήτημα απασχολούσε, κατά τα φαινόμενα, τους συντρόφους μου.

Σιωπή έπεσε στην αποθήκη. Ανομολόγητα, όλοι ξέραμε τι παιζόταν: υπήρχε τρόπος αυτοματοποιημένης επίλυσης του λαβύρινθου της Επίδειξης; Και αν ναι, μπορούσαν να φτάσουν στην έξοδο πολλοί Τρόφιμοι ταυτόχρονα; Γιατί μόνο τότε θα υπήρχε περίπτωση να μπει σε δύσκολη θέση ο Έψιλον-Έψιλον.

Κάποια μέθοδο χρειαζόμασταν, κάποιο μηχανισμό. Έπρεπε να 'ναι ικανός να εντοπίσει την έξοδο σε λογικό χρονικό διάστημα, να εκπέμπει συνεχώς την θέση του ώστε να ξέρουμε πού βρίσκεται αλλά, ταυτόχρονα, η ύπαρξή του να μην μπορεί να γίνει αντιληπτή από τους διάφορους ανεπιθύμητους. Ήταν δυνατόν ένα τέτοιο πράγμα;

Τα μάτια όλων γύρισαν στην Ευρυδίκη.

Η Ευρυδίκη… Δεν έχω πει τίποτα ως τώρα για την Ευρυδίκη. Δεν κάναμε παρέα, αυτός είναι, βασικά, ο λόγος. Και δεν κάναμε, επειδή ανήκαμε σε διαφορετικές συμμορίες.

Ούτε για τις συμμορίες έχω πει τίποτα ακόμη. Δεν ξέρω τι να πω. Είναι πολλά απ’ την ζωή μας στην Ταώ που πρέπει να ακούγονται εντελώς ακατανόητα σ’ όποιον δεν μεγάλωσε σε Αρχιεπισκοπική Μονή.

Κάθε θάλαμος της Μονής έχει την γεωγραφία του. Η γεωγραφία δεν βασίζεται στην απόσταση—για μερικές δεκάδες μέτρα μιλάμε, έτσι κι’ αλλιώς—αλλά στην μυρωδιά. Κάθε περιοχή του θαλάμου μυρίζει διαφορετικά. Κι’ η θερμοκρασία μπορεί επίσης, να διαφέρει κι’ οι χαρακτηριστικοί ήχοι, αλλά το βασικό είναι η μυρωδιά.

Κάθε περιοχή του θαλάμου έχει την συμμορία της. Και κάθε Τρόφιμος δεν μπορεί παρά να ανήκει στην συμμορία της περιοχής του, εκεί όπου βρίσκεται η κλίνη του. Στον δικό μας θάλαμο ήμασταν οι «κλούβιοι», οι «σκατένιοι», οι «κατρουλήδες», οι «χολερικοί» και οι «τζίτζιροι». Εγώ, η Μέλπω κι’ ο Νεκτάριος ήμασταν χολερικοί. Η Ευρυδίκη, σκατένια. Από άλλους πλανήτες δηλαδή. Ορκισμένοι εχθροί.

Το ότι η Ευρυδίκη κι’ εγώ τύχαινε να έχουμε συμπληρωματικά ενδιαφέροντα ήταν αδιάφορο.

Η Ευρυδίκη ήταν καλλιτέχνης. Καλλιτέχνης των μικρο-κατασκευών. Εγώ, μπορεί να είχα ψώνιο με τους Εξερευνητές, αλλά η αλήθεια είναι πως όταν έφτανα κάτω, στον βυθό της ύλης (ή, τέλος πάντων, ως εκεί που άντεχα), δεν ήξερα τι να κάνω. Τα χέρια μου, δεν έπιαναν. Χάζευα λίγο γύρω-γύρω και μετά επέστρεφα. Αντίθετα, η Ευρυδίκη, μπορεί να τα „κανε πάνω της στη θέα και μόνο Εξερευνητή, αλλά είχε απέραντη επιμονή και φαντασία. Ό,τι ήθελες ήταν ικανή να σου μαστορέψει. Μιλάμε για μικρο-μηχανισμούς εξαιρετικής πολυπλοκότητας, που άλλαζαν σχήμα, προσαρμόζονταν σε διαφορετικές συνθήκες και μπορούσαν να επέμβουν στην ύλη σ“ όποιο επίπεδο κι’ αν βρίσκονταν. Αλλά πέρα από κάτι ψιλο-επιδείξεις που μας είχε οργανώσει κατά καιρούς, το χόμπι αυτό της Ευρυδίκης, δεν είχε καμιά πρακτική χρησιμότητα. Ως τώρα…

Προς τιμήν της, η Ευρυδίκη δεν έκανε καθόλου νάζια. Μόλις γυρίσαμε προς το μέρος της συγκατένευσε απλώς σκεπτική.

«Χμ, μπορεί και να γίνεται», μουρμούρισε. «Ένα μηχανάκι που να λύνει τον λαβύρινθο, δεν πρέπει να είναι πρόβλημα. Το θέμα είναι στο μαρκάρισμα της διαδρομής. Κάποιο είδος μπογιάς ίσως; Μπογιά που να είναι ορατή μόνο υπό συνθήκες; Αλλά δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα. Να δοκιμάσω μόνο μπορώ. Εντάξει;»

Άναυδοι μείναμε. Ώστε δηλαδή, δεν το απέκλειε; Μπορεί και να γινόταν; Να λύναμε τον λαβύρινθο και να νικούσαμε τον Έψιλον-Έψιλον; Τόσο απλά; Αποκλείεται!

Κοιταχτήκαμε, όλοι, εξαιρετικά ανήσυχοι. Και κατενθουσιασμένοι.

Απέμενε, βέβαια, και μια μικρή λεπτομέρεια: να φυτέψουμε την κατασκευή της Ευρυδίκης στο κατάλληλο βάθος μέσα στον λαβύρινθο. Αυτό όλοι ξέραμε ποιος θα τ’ αναλάμβανε. Ομολογώ πως δεν με ενθουσίασε ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα πράγματα. Μόλις ο Ευριπίδης αναρωτήθηκε δυνατά πώς θα γινόταν η εγκατάσταση, η Μέλπω με έδειξε σιωπηλά. Οι υπόλοιποι κούνησαν τα κεφάλια τους και μετά επέστρεψαν στον μηχανισμό της Ευρυδίκης. Κανείς δεν ρώτησε αν μπορούσα να το κάνω, αν ήθελα να το κάνω ή τι προβλήματα μπορεί να αντιμετώπιζα. Έκαναν λες και μου είπαν να επιστρέψω ένα δίσκο πίσω στις Τράπεζες. Γιατί δεν το έκαναν μόνοι τους, αφού ήταν τόσο εύκολο;

Δεν είπα τίποτα, βέβαια. Τι νόημα είχε; Με τη φαντασία μου, όμως, έριξα μια πρώτη ματιά στην κατάδυση και, ειλικρινά, μόνο απλή δεν την βρήκα. Η μόνη μου ευκαιρία θα 'ταν κατά την έναρξη της Επίδειξης, την ώρα που θα μπαίναμε στον λαβύρινθο να πάρουμε θέσεις. Ο χρόνος που θα 'χα στη διάθεσή μου θα „ταν ελάχιστος. Ένα λεπτό; Δύο; Το πολύ. Αν καθυστερούσα περισσότερο, θα μ“ έπαιρνε είδηση ο Γέροντας της ομάδας μου. Θα 'πρεπε να εκτελέσω επανειλημμένες δοκιμές για να βεβαιωθώ πως προλάβαινα να κατέβω, να εκτελέσω εκεί ό,τι θα μου παράγγελνε η Ευρυδίκη και μετά να επιστρέψω πίσω στην ομάδα μου, πριν δημιουργηθεί καμιά υποψία.

Είχα όμως καιρό για όλ’ αυτά. Αν η Ευρυδίκη κατάφερνε να φτιάξει αυτό το μαραφέτι, εγώ θα έπρεπε να το φυτέψω. Τέρμα και τελείωσε.

«Η κυρία Ανδρομάχη, να περάσει τώρα παρακαλώ», ακούστηκε από μέσα η φωνή του Ανακριτή. Ταυτόχρονα, η πόρτα άνοιξε κι’ η Κυρία έκανε την εμφάνισή της. Ψύχραιμη, της φάνηκε της Τασίας, πολύ ψύχραιμη. Απίστευτο.

Η Κυρία δεν είπε μεν τίποτα, αλλά δοκίμασε να χαμογελάσει λίγο στην παραμάνα της. Η Τασία εκτίμησε την προσπάθεια, αλλά δεν ένιωσε πολύ καλύτερα, για κάποιο λόγο.

Σιωπή.

Κάποια ώρα αργότερα ακούστηκε πάλι η φωνή του Ανακριτή.

«Η κυρία Κλειώ, παρακαλώ». Ταυτόχρονα, βγήκε η κυρία Ανδρομάχη.

«Να περάσει η παραμάνα Αναστασία τώρα, παρακαλώ» φώναξε αργότερα ο Ανακριτής. Η Τασία αιφνιδιάστηκε, αν και δεν θα 'πρεπε. Για κάποιο λόγο, είχε νομίσει πως ο Ανακριτής θα φώναζε την Θέκλα πρώτα. Σηκώθηκε, όπως-όπως. Παραμέρισε να βγει η κυρία Κλειώ και μπήκε. Πράγματι, καλά θυμόταν. Το δωμάτιο όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Ανακριτής, ήταν η κουζίνα του διαμερίσματος.

Ο Ανακριτής ήταν καθισμένος σε μια μικρή τραπεζαρία. Δεν προσκάλεσε την Τασία να κάτσει. Η Τασία αναρωτήθηκε αν είχε κάνει το ίδιο και με τις κυρίες.

«Τι μπορείς να μας πεις για το συμβάν;» την ρώτησε απότομα.

«Λίγα πράγματα κύριε Ανακριτά», άρχισε η Τασία με φωνή που μάταια προσπάθησε να κάνει να μην τρέμει . «Εγώ, μια κλήση έκανα μόνο».

«Η Κυρία σου σού έδωσε εντολή;».

«Για ποιο πράγμα;»

«Για να κάνεις την κλήση».

«Όχι, μόνη μου το σκέφτηκα. Μετά όμως, ρώτησα και την Κυρία μου, φυσικά».

«Όση ώρα έκανες την κλήση, οι άλλες κυρίες μπορούσαν να δουν ή ν’ ακούσουν κάτι;»

«Όχι κύριε Ανακριτά. Η Κυρία μου είχε πει να πάω πιο πέρα να μην ενοχλώ».

«Συνέχισε. Τι έγινε κατά την διάρκεια της κλήσης;»

«Δεν έβλεπα και τόσο πολλά πράγματα γιατί το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Ούτε ένα λεπτό δεν κάθισα».

«Γιατί;»

«Επειδή η άλλη παραμάνα είπε πως η κυρία της έπαθε αναρρόφηση. Οπότε, τι να κάνω κι’ εγώ; Διέκοψα αμέσως για να ενημερώσω την Κυρία μου».

«Η κυρία Θάλεια σε τι κατάσταση βρισκόταν;»

«Στο ντιβάνι ήταν. Δεν πλησίασα. Η μυρωδιά ήταν τόσο δυνατή…»

«Η μυρωδιά;» διέκοψε ο Ανακριτής.

«Της αναρρόφησης. Απ’ το αίμα που…»

«Ναι, ναι. Παρακάτω» διέκοψε πάλι ο Ανακριτής.

«Ε, όπως σας είπα. Δεν ξέρω σε τι κατάσταση ήταν η κυρία. Την πλάτη της είδα μόνο».

«Τι νομίζεις πως συνέβη;»

«Τι να νομίζω, εγώ; Ό,τι είπε η παραμάνα της. Αναρρόφηση».

«Και γιατί λες να την έπαθε;»

«Υπάρχουν πολλοί λόγοι να συμβεί αναρρόφηση», απάντησε προσεκτικά η Τασία.

«Όπως;», την προκάλεσε ο Ανακριτής.

«Αν δεν κατεβάζεις γάλα, κυρίως. Περνάει αέρας μέσ’ απ’ το σωληνάκι». Η Τασία έκανε παύση, αλλά ο Ανακριτής της ένευσε να συνεχίσει. «Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν η παραμάνα διακόψει για οποιοδήποτε λόγο τον θηλασμό».

«Μάλιστα. Και τι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις;» ρώτησε ο Ανακριτής.

«Η παραμάνα πρέπει να πιέσει το σωληνάκι με το δάχτυλό της και να βγάλει τον αέρα. Μπορώ να σας δείξω, αν θέλετε», προσφέρθηκε η Τασία. Ο Ανακριτής δεν έδειξε ενδιαφέρον. Η Τασία θεώρησε σωστό να διευκρινίσει «Στα τυφλά, δεν είναι και τόσο εύκολο. Γίνεται, αλλά πρέπει να ξέρεις τι κάνεις».

«Κατάλαβα… Αλλά, την αναγνώρισες την κυρία Θάλεια, σωστά;» της πέταξε ο Ανακριτής, ενώ είχε πια αρχίσει να μαζεύει τα πράγματά του.

Την φορά αυτή η Τασία δεν αιφνιδιάστηκε. Ήταν προετοιμασμένη απ’ την συνομιλία της με τον Εκπρόσωπο. Απάντησε ανενδοίαστα.

«Όχι κύρια Ανακριτά».

«Πώς όχι; Στο ντιβάνι ξαπλωμένη δεν ήταν; Έτσι μου κατέθεσες», είπε και έδειξε το μπλοκάκι με τις σημειώσεις του.

«Εγώ τα ρούχα της είδα μόνο, την ζακέτα και την φούστα. Αλλά ούτε και γι’ αυτά παίρνω όρκο. Ήταν σκοτεινά, όπως σας είπα. Την ίδια την κυρία δεν την είδα καθόλου… Αλλά, τα εξήγησα ήδη όλ’ αυτά στον κύριο Εκπρόσωπο», κατέληξε ανυπόμονα.

«Βλέπεις κάποιον άλλο εδώ μέσα;» ρώτησε ενοχλημένος ο Ανακριτής.

«Όχι κύριε Ανακριτά» μαζεύτηκε αμέσως η Τασία.

«Τότε να απαντάς με ακρίβεια στις ερωτήσεις που σου κάνω».

«Μάλιστα κύριε Ανακριτά».

«Ωραία, τελειώσαμε. Για την ώρα», είπε ο Ανακριτής και ανασηκώθηκε.

Η Τασία γύρισε να φύγει. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Ανακριτή να την ακολουθεί. Είχε τελειώσει, φαίνεται ο γύρος αυτός των καταθέσεων. Και η Θέκλα; Μήπως της είχε ήδη πάρει κατάθεση;

Η Τασία και ο Ανακριτής επέστρεψαν μαζί στο σαλόνι. Η Τασία πήρε την θέση της πίσω απ’ την Κυρία. Μετά, ο Ανακριτής έκανε στην ομήγυρη την εξής σύντομη δήλωση.

«Συμπολίτες. Θεωρώ πως έχω πλέον επιβεβαιώσει όλες τις πληροφορίες που ενδιέφεραν την ανακριτική διαδικασία στην παρούσα φάση της. Θα επικοινωνήσω με τα Κεντρικά και στην συνέχεια θα σας ενημερώσω πώς θα προχωρήσουμε. Στο μεταξύ, εσείς θα περιμένετε. Οι μεταξύ σας επικοινωνίες, παρακαλώ, να περιοριστούν στα εντελώς απαραίτητα».

Μετά, ο Ανακριτής αποτραβήχτηκε. Οι κυρίες ανακάθισαν στις θέσεις τους. Κάτι πήγαν να πουν μεταξύ τους, αλλά σταμάτησαν. Οι δυο παραμάνες κοιτάχτηκαν αμίλητες. Η Τασία ένοιωσε το πρόσωπό της να καίει. Όχι, δεν είχε κανένα λόγο να κατηγορήσει τον εαυτό της. Την καθαρή αλήθεια είχε πει στον Ανακριτή. Και χωρίς μάλιστα να τα ρίξει, όλα, στην Θέκλα. Όπως θα μπορούσε.

Η κλίνη της Ευρυδίκης πιο πολύ με αποθήκη έμοιαζε παρά με κλίνη Τρόφιμου. Γεμάτη κουτιά με μπουκαλάκια ήταν μέσ’ τα οποία φύλαγε τις κατασκευές της ή εργαλεία και υλικά που χρησιμοποιούσε στις δουλειές της. Η ίδια, η Ευρυδίκη κοιμόταν πάνω απ’ όλ’ αυτά. Πώς; Ένας Θεός ήξερε. Οι Γέροντες γνώριζαν βέβαια την κατάσταση, αλλά την ανέχονταν, εφ’ όσον η Ευρυδίκη κρατούσε κι’ αυτή τα προσχήματα κατά την διάρκεια των επιθεωρήσεων θαλάμου.

Προσωπικά, ακόμη κι’ αν ξεπερνούσα την μυρωδιά, πάλι σιχαινόμουν να πλησιάσω. Τα περισσότερα απ’ τα πράγματα που έφτιαχνε η Ευρυδίκη είτε ήταν ζωντανά είτε συμπεριφέρονταν σαν να ήσαν ζωντανά. Δεν μπορούσες να ξέρεις πότε θα κατάφερναν να βγουν απ’ τα μπουκάλια τους και να μπουν μέσα στα ρούχα σου ή και πάρα μέσα. Ούτε να το σκέφτομαι δεν ήθελα.

Ύστερα, ήταν κι’ ο Γεράσιμος. Ο Γεράσιμος ήταν ο βοηθός της Ευρυδίκης. Ακούγεται εξωφρενικό Τρόφιμος να έχει για βοηθό άλλο Τρόφιμο, αλλά στην πράξη δεν ήταν και τόσο. Ήταν, ένα είδος αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας. Ό,τι βοήθεια κατάφερνε ο Γεράσιμος να προσφέρει στην Ευρυδίκη, στην συνέχεια την τροποποιούσε λίγο και την κατέθετε ως διακονία του. Οι Γέροντες ήξεραν πολύ καλά τι συνέβαινε και δεν είχαν αντίρρηση. Ήταν φανερό πως μέσα απ’ την συνεργασία αυτή ο Γεράσιμος μάθαινε. Αυτό είχε σημασία, τελικά. Άλλωστε, όλα όσα κατέθετε ο Γεράσιμος ήσαν όντως δικά του. Απλώς, με την βοήθεια της Ευρυδίκης γίνονταν πολύ καλύτερα απ’ ότι θα μπορούσε να τα φτιάξει μόνος του. Το ίδιο βέβαια μπορούσε κανείς να πει και για την Ευρυδίκη, αλλά σε μικρότερο βαθμό.

Έτσι κάπως πρέπει να ξεκίνησε η σχέση της Ευρυδίκης και του Γεράσιμου, αλλά με την πάροδο του χρόνου πήρε άλλη μορφή. Ο Γεράσιμος έφτασε να θεωρεί πως όχι απλώς βοηθούσε, αλλά και ότι προστάτευε κατά κάποιο τρόπο την Ευρυδίκη. Από τι; Ο ίδιος ήξερε. Από όλους κι’ από όλα. Και δεν ξέρω αν η αντίληψη αυτή ήταν δική του ή αν του την είχε καλλιεργήσει κι’ η Ευρυδίκη. Γεγονός πάντως είναι πως την εποχή που μιλάμε ο Γεράσιμος είχε φτάσει να ορθώσει ένα τοίχος γύρω απ’ την Ευρυδίκη. Κανείς δεν περνούσε στα ενδότερα αν δεν είχε την άδειά του.

Στην εξέλιξη αυτή μπορεί να βοήθησε και πως ο Γεράσιμος είχε αναλάβει την τροφοδοσία της Ευρυδίκης. Αυτός της προμήθευε ό,τι σύνεργα ή υλικά χρειαζόταν στην δουλειά της, ώστε η ίδια να μπορεί να εκμεταλλευθεί τον χρόνο της όσο πιο παραγωγικά γινόταν. Στο τέλος-τέλος, τρόφιμοι ήσαν κι’ αυτοί και είχαν να εκτελούν όλες τις διακονίες που είχαμε κι’ εμείς, οι υπόλοιποι.

Το αποτέλεσμα ήταν πως κάθε φορά που τύχαινε να περάσω από εκεί και—κατανικώντας την αηδία μου—σταματούσα να ρωτήσω πώς πήγαιναν τα πράγματα—όπως είχα κάθε δικαίωμα, στο τέλος-τέλος, αφού εγώ ήμουν που θα εγκαθιστούσα το μαραφέτι που έφτιαχναν, αν και όταν το τελείωναν—ο Γεράσιμος με ξαπόστελνε πριν καλά-καλά προλάβω ν’ ανοίξω το στόμα μου. Έκανα φασαρία, έλεγε, και αποσπούσα την προσοχή της Ευρυδίκης. Τι να του πεις τώρα;

Ούτε τα βράδια, στις εξόδους, μαθαίναμε τίποτα περισσότερο. Η Ευρυδίκη ήταν απ’ αυτούς που μόνο τις αποτυχίες διασκεδάζουν να σου περιγράφουν. Τις επιτυχίες τις ξεπετούν στα γρήγορα, λες και απορούν κι’ οι ίδιοι με την ύπαρξή τους—το ακριβώς αντίστροφο μ’ εμένα, οφείλω να ομολογήσω. Ακούγαμε λοιπόν για την μια κατασκευαστική καταστροφή μετά την άλλη και δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Ξεπερνούσε τις δυνατότητές της το εγχείρημα; Είχε έρθει η στιγμή να τα παρατήσουμε; Κανείς δεν ήξερε.

Πάνω από μήνα πρέπει να κράτησε η αγωνία μας. Δεν ήταν πως αμφέβαλλε κανείς για τις ικανότητες της Ευρυδίκης. Τις δυσκολίες του έργου που της είχαμε αναθέσει, δεν ξέραμε να εκτιμήσουμε. Ούτε και να την βοηθήσουμε μπορούσαμε με κάποιον τρόπο. Πέρα απ’ τον Γεράσιμο ίσως.

Εκ των υστέρων, αποκαλύφθηκε πως η αρχική εκτίμηση της Ευρυδίκης ήταν 100% σωστή. Το πρόβλημα δεν ήταν με το μηχανάκι που θα έλυνε τον λαβύρινθο—αυτό το ξεπέταξε μέσα σε μερικές μέρες—όσο με τον τρόπο με τον οποίο το μηχανάκι θα επικοινωνούσε (μόνο σ’ εμάς) την κατάστασή του. Πού βρισκόταν, προς τα πού πήγαινε, αν είχε βρει την έξοδο, κλπ. Αφού τελείωσε, η Ευρυδίκη μας εξήγησε, πολύ λακωνικά, πως αναγκάστηκε να δοκιμάσει πάνω από είκοσι διαφορετικούς τρόπους και να τους απορρίψει τον ένα μετά τον άλλο μέχρι να βρει κάποιον που να δουλεύει. Άλλοτε το σημάδεμα της διαδρομής ξεθώριαζε υπερβολικά γρήγορα κι’ άλλοτε ήταν δυσδιάκριτο ή αυτο-διαγραφόταν σε επόμενο πέρασμα.

Τελικά, κατέληξε να μας φτιάξει «γυαλιά». Έτσι τα ονόμασε η ίδια, κοροϊδευτικά, μια και μόνο αυτόν τον τρόπο βρήκε να εξασφαλίσει πως μόνο εμείς θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την σημαδεμένη διαδρομή.

Στην πραγματικότητα, αυτό που έφτιαξε η Ευρυδίκη έμοιαζε με, χοντροκομμένους, φακούς επαφής. Κάλυπταν ολόκληρη την επιφάνεια του ματιού κι’ όταν τους πρωταντίκρυζε κανείς, έλεγε πως δεν υπήρχε περίπτωση να βάλει μέσ’ το μάτι του αυτό το πράγμα. Αν όμως κανείς ξεπέρναγε τον αρχικό δισταγμό, διαπίστωνε πως δεν ήσαν και τόσο ενοχλητικοί. Περιττό να πω πως απαίτησα η Ευρυδίκη να τους φορέσει η ίδια για τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες πριν δεχθώ να δοκιμάσω κι’ εγώ το κατασκεύασμα της.

Όσο για το μηχανάκι που θα „λυνε τον λαβύρινθο ήταν από νουκλεϊκό οξύ κι“ η Ευρυδίκη το συναρμολόγησε μόριο-μόριο. Το βγάλαμε «σκαντζόχοιρο», επειδή είχε αιχμηρή μουσούδα και ακτιδωτό σώμα. Περπατούσε, κάπως ασυντόνιστα, μέσω τεσσάρων απολήξεων που ξεπρόβαλλαν απ’ το κάτω μέρος του σώματός του. Καθώς προχωρούσε, εξέπεμπε σήματα πολωμένου φωτός, ένα, ανά δευτερόλεπτο, και ταυτόχρονα έβαφε το σημείο του λαβύρινθου όπου βρισκόταν με μια χαρακτηριστική γαλάζια απόχρωση. Τόσο τα σήματα, όσο και τα σημάδια που άφηνε πίσω του ο σκαντζόχοιρος μπορούσε να τα αντιληφθεί μόνο όποιος φορούσε τα ειδικά γυαλιά της Ευρυδίκης.

Η γενική ιδέα ήταν πως θ’ αμολούσαμε τον σκαντζόχοιρο μέσ’ τον λαβύρινθο και θα περιμέναμε μέχρι να πάψει να εκπέμπει, οπότε, λογικά, πρέπει να είχε εντοπίσει την έξοδο. Τότε, καθένας μας θα προσπαθούσε—πολύ διακριτικά—να παρασύρει την ομάδα του προς την κατεύθυνση απ’ όπου έρχονταν τα σήματα. Μόλις πέφταμε πάνω σε κάποιον σημαδεμένο σύνδεσμο, ξέραμε πως—με λίγη τύχη, ώστε να μην επιλέξουμε την αντίστροφη κατεύθυνση—προχωρούσαμε προς την έξοδο. Αν όλα πήγαιναν καλά, μπορεί να καταλήγαμε με δυο, τρεις, μπορεί και παραπάνω ομάδες να πλησιάζουν ταυτόχρονα προς την έξοδο. Ο Έψιλον-Έψιλον δεν θα 'ξερε τι να πρωτοκάνει. Θα τα 'παιζε τελείως. Ο απόλυτος θρίαμβος!

Ακόμη και τώρα, πιστεύω πως το σχέδιο μας είχε κάποιες, όχι αμελητέες, πιθανότητες να λειτουργήσει. Αλλά, εκείνη την εποχή, το γεγονός και μόνο πως δουλεύαμε πάνω σε σχέδιο εναντίον του Έψιλον-Έψιλον μας φαινόταν απίστευτο. Μιλάμε για Δαβίδ εναντίον Γολιάθ. Και με σφεντόνα, μοριακή!

Όσο καιρό η Ευρυδίκη μαστόρευε την κατασκευή της, εγώ, πέρα απ’ το να γκρινιάζω σε όποιον καθόταν να μ’ ακούσει, καταγινόμουν με τις δοκιμαστικές καταδύσεις μου. Ήταν τόσο ξεκάθαρο πως δεν ήταν πάνω μου στραμμένα τα φώτα της δημοσιότητας, ώστε δεν μπήκα καν στον κόπο να παινευτώ για τις προσπάθειές μου. Απογοητευτικό, σίγουρα, αλλά, τελικά, καλύτερα, όπως αποδείχτηκε.

Χρονομετρημένες καταδύσεις δεν είχα κάνει ποτέ ως τότε. Δεν είχα κάνει, γιατί δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνω τέτοιο πράγμα. Την πρώτη δοκιμή, τότε που ακόμη δεν ήξερα ούτε το ακριβές βάθος της κατάδυσης, ούτε τι θα „πρεπε να κάνω, όταν θα έφτανα εκεί, την χρονομέτρησα στα τριακόσια δέκα δεύτερα. Ήταν δυο φορές—και βάλε—πάνω απ“ τα εκατόν είκοσι δεύτερα, που είχα ορίσει ως ψυχολογικό όριο, αν ήθελα να μην κινήσω υποψίες κατά την ώρα της Επίδειξης.

Κανονικά, μια τέτοια επίδοση έπρεπε να με είχε βυθίσει σε πελάγη απελπισίας. Επειδή, όμως, κανείς δεν ενδιαφερόταν για μένα και τις δυσκολίες μου, ούτε εγώ έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Βάλθηκα απλώς να κάνω ό,τι μπορούσα για να βελτιώσω τον χρόνο μου.

Πολύ ενδιαφέρουσα αποδείχθηκε η όλη εμπειρία. Εντελώς άλλο πράγμα, διαπίστωσα, ήταν να βουτάς για την πλάκα σου—όπως έκανα ως τότε—απ’ το να βουτάς με αντίπαλο τον χρόνο. Ποτέ δεν με είχαν προβληματίσει οι κινήσεις μου, όσο κατέβαινα. Τις θεωρούσα απολύτως φυσικές. Τώρα όμως έπρεπε να τις κάνω αντικείμενο μελέτης—διεξοδικής μελέτης. Έπρεπε να βρω τρόπους για ν’ αρχίσω να κόβω δεύτερα. Κι’ όταν θα τέλειωνα με τα δεύτερα, τότε θα πήγαινα στα δέκατα. Δεκάδες δέκατα. Από κάθε σύσπαση μυός θα έπρεπε να κόψω. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

Στο μυαλό μου είχα τους παλιούς μηχανικούς, που όταν είχαν να ελαφρύνουν μια μηχανή κατά ένα κιλό, έβαζαν κατά νου πως έπρεπε να δώσουν—και να κερδίσουν—χίλιες μάχες, του ενός γραμμαρίου η μία. Εγώ, δεν είχα μηχανή. Τον εαυτό μου είχα μόνο και τις κινήσεις που έκανα, ενώ κατέβαινα. Έπρεπε να λιμάρω την κάθε μου κίνηση ξεχωριστά, και μετά την κάθε αλληλουχία κινήσεων, μέχρι που να καταφέρω να τις εκτελώ με ροή, χωρίς να τις σκέφτομαι. Μιλάμε για δεκάδες επαναλήψεις καθημερινά. Επί εβδομάδες ζούσα σε μια κατάσταση, όπου ανεξάρτητα του τι φαινόμουν να κάνω εξωτερικά, εγώ, από μέσα μου, εκτελούσα νοερά, ένα-ένα, τα στάδια της κατάδυσης. Μια αδιάκοπη, ολοήμερη, προσευχή.

Τη μέρα που κατάφερα να πέσω κάτω απ’ τα διακόσια δεύτερα, αποφάσισα πως βρισκόμουν σε καλό δρόμο. Ήταν πια καιρός να πατήσω πόδι στον Γεράσιμο. Δεν θα δεχόμουν πόρτα αυτή την φορά.

Κάτι στην συμπεριφορά μου πρέπει να έπεισε τον Γεράσιμο. Δέχθηκε να κλείσουμε μια συνάντηση, χωρίς πολλά-πολλά. Η τύχη όμως δεν ήταν με το μέρος μου.

Δεν τα υπολόγισα καλά εκείνη τη μέρα και στην κλίνη της Ευρυδίκης έφτασα πολύ καθυστερημένη, λίγα μόλις λεπτά πριν το Σιωπητήριο. Δεν ήταν από αδιαφορία, προφανώς. Με καθυστέρησε η συμμορία εκείνου του ηλίθιου του Ανδροκλή. Συνήθιζαν να μαζεύονται έξω απ’ τα αποχωρητήρια και να φοβερίζουν όποιον περνούσε με κάτι βρωμόπανα που κρατούσαν—δεν ξέρω πού τα προμηθεύονταν. Παιδικά πράγματα. Το θέμα όμως ήταν πως καθυστέρησα να περάσω κι’ η Ευρυδίκη κι’ ο Γεράσιμος το πήραν στραβά.

Ελάχιστα κράτησε η συνάντησή μας. Εγώ ονειρευόμουν πως θα „χαμε μια συνεργασία φοβερή και τρομερή, κι“ αυτοί δυο κουβέντες μόνο μου πέταξαν και με ξαπέστειλαν. Τέτοια ώρα όμως που έφτασα, τι άλλο να 'καναν;

Την κουβέντα όλη ο Γεράσιμος την έκανε. Η Ευρυδίκη ούτε που άνοιξε το στόμα της. Το βάθος που μου ζήτησαν να κατέβω, δεν μου φάνηκε τραγικό. Γύρω στα 800-900 μικρόμετρα. Όσο μια μεγαλούτσικη αμοιβάδα, δηλαδή. Ούτε η δουλειά που είχα να κάνω, όταν θα έφτανα, μου ακούστηκε ιδιαίτερα πολύπλοκη. Ο σκαντζόχοιρος θα ήταν σε μορφή σπόρου. Μόλις τον φύτευα, θα ξεδιπλωνόταν μια δομή που θα μεγάλωνε—θα «άνθιζε» κατά κάποιο τρόπο—και μεσ’ απ’ τον καρπό που θα σχηματιζόταν θα έβγαινε ο περίφημος σκαντζόχοιρος. Αν όλα πήγαιναν καλά, θα έκοβα τον σκαντζόχοιρο απ’ το μητρικό του φυτό και θα τον έσπρωχνα να ξεκινήσει το ταξίδι του μέσ’ τον λαβύρινθο. Αυτό ήταν όλο.

Το μόνο πράγμα που έπρεπε να προσέξω ήταν το σημείο πού θα φύτευα τον σπόρο. Έπρεπε, λέει, να βλέπει φως, ώστε το «φυτό» να παίρνει ενέργεια, αλλά να μην έχει ρεύματα, για να προλάβει να ριζώσει.

Ένα εξαιρετικά σημαντικό πλεονέκτημα της κατασκευής της Ευρυδίκης ήταν πως ακόμη κι’ αν όλα πήγαιναν στραβά και με έπιαναν, ήταν πολύ απίθανο να καταλάβαινε κανείς τι πήγαινα να κάνω. Τον σπόρο δεν θα τον είχα πάνω μου, θα τον έριχνα μέσ’ την κολυμπήθρα πριν καταδυθώ, όπως οι δύτες. Αλλά και να τον εντόπιζε κανείς, δεν θα μπορούσε να μαντέψει σε τι χρησίμευε. Η Ευρυδίκη είχε λάβει τα μέτρα της. Μέχρι να τον φυτέψω, θα παρέμενε ανενεργός. Κάπως σαν χάπι, δηλαδή.

Αυτά είπαμε, πάνω-κάτω, άλλο τίποτα δεν προλάβαμε. Εγώ, πάντως, πολύ απογοητεύτηκα. Εκεί που φανταζόμουν πως οι δυο «σούπερ-πράκτορες»—η Ευρυδίκη κι’ εγώ!—θα συνωμοτούσαμε για να συντρίψουμε τον μεγάλο μας εχθρό, τον Έψιλον-Έψιλον, τελικά κατέληξα να παζαρεύω με τον βοηθό της, αν ήταν καλά τα 900 μικρόμετρα ή να πάω πάρα κάτω!

Με πολύ άγχος ολοκληρώσαμε τις ετοιμασίες μας. Η Επιθεώρηση μπορούσε ν’ ανακοινωθεί οποιαδήποτε στιγμή. Κανείς μας δεν περίμενε, πως εκεί, προς τα τέλη Ιουνίου, αρχές Ιουλίου, θα βρισκόμασταν στην αμήχανη θέση να έχουμε ολοκληρώσει τα πάντα και, για Επιθεώρηση, ούτε γκιχ να μην έχει ακουστεί. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσαμε να κάνουμε. Έπρεπε να περιμένουμε. Άλλη ταλαιπωρία κι’ αυτή.

Ο Ανακριτής ξερόβηξε, για να ειδοποιήσει πως είχε επιστρέψει. Δεν χρειαζόταν. Τόσο οι κυρίες, όσο κι’ οι παραμάνες κρέμονταν απ’ τα χείλη του κι’ ας καμώνονταν πως κοίταγαν αλλού.

«Συμπολίτες. Έχετε τρεις ώρες καιρό να φροντίσετε τις οποιεσδήποτε εκκρεμότητες σας. Στις 14:42 ακριβώς, πρέπει να βρίσκεστε—διά ζώσης!—στα Κεντρικά της Αρχιεπισκοπής, στην Διεύθυνση Ημερήσιων Συμβάντων. Έχουν ειδοποιηθεί εκεί και θα σας περιμένουν. Όσο για σένα», είπε ο Ανακριτής γυρίζοντας προς την Θέκλα, «ακολούθησε με».

Αυτά είπε ο Ανακριτής και χωρίς να περιμένει κάτι άλλο, διέκοψε. Η Θέκλα, δοκίμασε να ρίξει μια ματιά πίσω της, αλλά κανείς δεν επέστρεψε το βλέμμα της. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει ακολούθησε τον Ανακριτή.

Οι κυρίες έμειναν μόνες. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ τεταμένη. Πολλά θα ήθελε να πει η μια στην άλλη—και ίσως όχι με πολύ κόσμιο τρόπο—καμιά όμως δεν τολμούσε ν’ ανοίξει το στόμα της. Έτσι και μπεις στο στόχαστρο της Αρχιεπισκοπής, και την σκιά σου πρέπει να φοβάσαι. Μετά τους τυπικούς χαιρετισμούς η κυρία Κλειώ κι’ η κυρία Ανδρομάχη διέκοψαν βιαστικά. Η Κυρία κι’ η Τασία έμειναν μόνες στο διαμέρισμα της κυρίας Θάλειας.

«Λοιπόν;», ψιθύρισε η Κυρία, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει την Τασία. «Είδες πού μπλέξαμε; Και όλ’ αυτά, γιατί; Επειδή φαγώθηκες να βοηθήσεις. Χαζοβιόλα!».

Η Τασία έσκυψε το κεφάλι. Κι’ αυτή το ίδιο σκεφτόταν.

«Έχετε δίκιο Κυρία. Έχετε δίκιο», είπε μόνο. Αλλά ο τόνος της φωνής της τα έλεγε όλα. Ακόμη κι’ η Κυρία το κατάλαβε και δεν συνέχισε. Αντίθετα, είπε:

«Έλα, πάμε, να δούμε τι θα πει και ο Κύριος. Ένα θεός ξέρει», είπε και διέκοψε.

Η Τασία δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει. Μόλις έφυγαν οι ξένοι, η Κυρία έγινε πάλι η Κυρία—η γνωστή Κυρία. Κάτι ήταν αυτό. Όμως είχε δίκιο. Είχαν μπλέξει.

Σαν δαρμένος σκύλος, η Τασία ακολούθησε την κυρία της.

Μόλις άνοιξε τα μάτια της στον προθάλαμο του σπιτιού τους, θυμήθηκε να παραμείνει ακίνητη, σαν να μην είχε ακόμη συνέρθει. Τις ήθελε τις λίγες αυτές στιγμές ησυχίας. Φοβόταν πως μπορεί να τις αναπολούσε για καιρό.

Και, φτάνω, επιτέλους, στο προκείμενο!

Ήταν ημέρα Τετάρτη, μέσα Ιουλίου. Τελειώσαμε στα γρήγορα με τις πρωινές μας διακονίες και βαδίζαμε προς τις Τράπεζες. Ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει, βρισκόταν απέναντι και μας στράβωνε, ενώ βηματίζαμε. Όρεξη για τραγούδια δεν είχε ιδιαίτερη κανείς, αλλά προσπαθούσαμε, για τους τύπους.

Ξαφνικά, η φήμη, σαν λίβας, ανατρίχιασε τις γραμμές μας. Επιθεώρηση! Είχαμε Επιθεώρηση. Οι Επιθεωρητές είχαν φτάσει, τα ξημερώματα, κι’ είχαν μπει στην καραντίνα. Αύριο, ξεκινούσαμε!

Πολύ δύσκολα κρατήσαμε την παράταξη μέχρι τις Τράπεζες. Για μένα, προσωπικά, το ότι ήμασταν ακόμη στοιχισμένοι, ήταν η μόνη μου άμυνα, το μόνο μου καταφύγιο. Κρατούσα το βλέμμα καρφωμένο ίσια μπροστά κι’ ούτε γι’ αστείο δεν γύριζα να κοιτάξω τους υπόλοιπους της παρέας.

Θα εφαρμόζαμε το σχέδιό μας, τώρα που είχε φτάσει η στιγμή; Θα συνεχίζαμε ή ήταν όλα μια πλάκα, ένα παιδικό αστείο; Τελικά μου ξέφυγε και, ασυναίσθητα, γύρισα προς την Μέλπω.

Δεν με κοίταγε. Είχε το ειδικό εκείνο ύφος που παίρναμε όσο ήμασταν σε παράταξη κι’ έπρεπε να συνεννοηθούμε για κάτι. Κοιτώντας αλλού και κουνώντας τα χείλια όσο το δυνατόν λιγότερο—στην παράταξη χαμηλώναμε την καλύπτρα για να μπορούμε να τραγουδάμε. Έψαξα με ποιον μπορεί να μιλούσε. Με τον Ευριπίδη! Μπροστά και δεξιά της βρισκόταν. Μιλούσαν, και μάλιστα έντονα. Η Μέλπω πρέπει να κατάλαβε πως την κοιτούσα, γιατί μόλις τέλειωσαν, γύρισε και μου έγνεψε καθησυχαστικά. Έκανα να ρωτήσω τι εννοούσε. Με πρόλαβε.

«Θα γίνει», είπε χωρίς να βγάλει ήχο απ’ το στόμα της.

Α, μάλιστα. Ώστε έτσι αποφάσισαν τα μεγάλα κεφάλια. Αλλά, τι τους ένοιαζε αυτούς; Αυτοί θα το έκαναν; Εμένα κανείς δεν θα με ρωτούσε; Η Ευρυδίκη ό,τι ήταν να κάνει, το „χε τελειώσει προ πολλού. Όσο για τους υπόλοιπους, θεατές θα ήσαν μέχρι να τελειώσω—αν τα κατάφερνα. Από εμένα κρεμόταν το όλο πράγμα. Πώς ήταν δυνατόν ν“ αποφασίζουν χωρίς εμένα;

Έξαλλη ήμουν, έξαλλη! Στην Τράπεζα, όταν κάτσαμε όλοι μαζί, κοίταζα κάτω, το πιάτο μου. Δεν εμπιστευόμουν να κοιτάξω κανένα τους. Δεν ξέρω τι θα „κανα. Το αίμα σφυροκοπούσε στα μελίγγια μου. Δυσκολευόμουν ν“ αναπνεύσω. Όσο για φαϊ, ούτε λόγος. Μπουκιά δεν μου κατέβαινε.

Χίλια σενάρια έτρεχαν μέσ’ το μυαλό μου. Τα παρακολουθούσα όλα, με μισό μάτι. Μ’ ενδιέφεραν και μ’ αηδίαζαν ταυτόχρονα. Κι’ αν αρνιόμουν να βουτήξω; Έτσι, χωρίς λόγο, για να καταλάβουν πως δεν μπορούν ν’ αποφασίζουν για εμένα, χωρίς εμένα. Αν, αντίθετα, τους κατέδιδα; Αν έπιανα κάποιον Γέροντα και δήθεν, στο χαζό, τον άφηνα να καταλάβει τι ετοιμάζαμε; Και μετά να το „σκαγα απ“ τη Μονή. Μόνη κι’ έρημη να περιπλανιόμουν στο βουνό, μέχρι το τέλος. Ή μήπως να κλεινόμουν στα Λουτρά και ν’ άνοιγα τις φλέβες μου; Μαύρο δάκρυ που θα 'ριχναν τότε, όλοι, οι αχάριστοι. Αυτό τους χρειαζόταν. Μόνο έτσι θα καταλάβαιναν.

Τέτοια πράγματα σκεφτόμουν. Το ένα μετά το άλλο κι’ όλα μαζί ταυτόχρονα. Μύλος είχε γίνει το μυαλό μου.

Όταν τελικά καταφέραμε ν’ ανταλλάξαμε μερικές λέξεις με την Μέλπω, κρατήθηκα να μην γελάσω. Τόσο συγχυσμένη ήμουν που ούτε λέξη δεν κατάφερα να πω απ’ όσα σκεφτόμουν. Ούτε που προσπάθησα καν. Η Μέλπω μόνο μίλαγε κι’ ήταν σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος. «Τόσες δοκιμές», μου είπε, «έκανες. Ξέρω πόσο θ’ απογοητευόσουν έτσι και κάναμε πίσω, τώρα, τελευταία στιγμή. Αλλά μην ανησυχείς. Τους έπεισα. Θα προχωρήσουμε. Το σχέδιο ισχύει!».

Άλαλη έμεινα. Τι να της έλεγα; Και—δεν είμαι ηλίθια. Το ξέρω πως μπορεί και να με δούλευε. Να ήξερε πώς αισθανόμουν και να μου τα 'πε έτσι ώστε να μην μπορώ να φέρω αντίρρηση. Μπορεί. Ικανή για όλα ήταν η Μέλπω. Αλλά, μπορεί και όχι. Μπορεί και να την αδικώ. ίσως πραγματικά να πίστευε όσα μου είπε. Δεν ξέρω. Ακόμη και τώρα, δεν ξέρω. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Ό,τι ήθελε, ας σκέφτηκε. Πρόβλημά της, στο τέλος-τέλος.

Μόλις βγήκαμε απ’ τις Τράπεζες ξεκινήσαμε τις διακονίες που είχαμε σχεδιάσει για την προηγούμενη της Επιθεώρησης. Σκοπός τους ήταν να προετοιμάσουν κατάλληλα το έδαφος ώστε να ήταν δυνατόν την επόμενη, μέσα στην ώρα που θα είχαμε στην διάθεσή μας, να πετύχουμε τους υγειονομικούς δείκτες που περίμεναν οι Επιθεωρητές. Οι Επιμελητές μας χώρισαν σε ομάδες ανά ζώνη ευθύνης και στρωθήκαμε να εκτελέσουμε τα σχέδια που είχαμε από καιρό αποστηθίσει. Εγώ ήμουν «σκούπα». Στην ομάδα μου Επιμελητής ήταν ο Νεκτάριος.

Η σχέση μου με τον Νεκτάριο βρισκόταν σε πολύ καλό σημείο εκείνο τον καιρό. Ο βασικός λόγος ήταν, υποθέτω, πως κανείς απ’ τους δυο μας δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στον άλλο. Είχαμε το χόμπι μας με τις μηχανές στη Βιβλιοθήκη, λέγαμε κι’ από ένα «γεια» τις υπόλοιπες ώρες κι’ αυτό ήταν όλο. Κανείς δεν περίμενε τίποτ’ απ’ τον άλλο. Βοηθούσε, μάλλον, πολύ και που ο Νεκτάριος ποτέ δεν μπλέχτηκε με τις νυχτερινές εξορμήσεις μας.

Με τα μάτια μισόκλειστα και σφίγγοντας την σκούπα στα χέρια, συγκεντρώθηκα στη διακονία μου. Ταυτόχρονα, επαναλάμβανα νοερά τις κινήσεις της κατάδυσης που θα εκτελούσα την επόμενη. Στην καρδιά μου, και στο μυαλό μου, είχε αρκετή φουσκοθαλασσιά, αλλά πάλευα στα ίσια μαζί της. Και, τα κατάφερνα, νομίζω.

Η μέρα εκείνη, ολόκληρη, κάπως έτσι πέρασε. Με σκληρή, συστηματική, διακονία. Ο Νεκτάριος μας πήγε πολύ στρωτά. Στην αρχή απέφυγε να μας ξελιγώσει κι’ ας έβλεπε να φεύγουν μπροστά οι γύρω ομάδες. Υπολόγιζε πως θα τους πιάναμε προς το μεσημέρι, όταν οι υπόλοιποι θ’ άρχιζαν να κουράζονται. Και, πράγματι, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα. Πολύ χάρηκα, που του βγήκε του Νεκτάριου. Το τέλος της ημέρας βρήκε την ομάδα μας με μηδέν ατυχήματα και μέσ’ την πρώτη δεκάδα από πλευράς ομαδικής παραγωγικότητας.

Προσωπικά, αν και ξεκίνησα καλά, προς το τέλος μπορούσα να τα είχα πάει και καλύτερα. Όσο περνούσε η ημέρα, τόσο έχανα την συγκέντρωση μου. Σε κάθε επόμενη κατάδυση οι κινήσεις μου γίνονταν όλο και πιο σπασμωδικές. Όμως κρατήθηκα. Δεν πανικοβλήθηκα. Σκέφτηκα πως δεν σήμαινε, κατ’ ανάγκην, τίποτα αυτό. Αυτό που είχε σημασία ήταν να επιμείνω και να ελπίζω. Όταν θα 'ρχόταν η ώρα της πραγματικής κατάδυσης, η διάθεση της στιγμής θα κρατούσε την προσοχή μου εστιασμένη.

Τη νύχτα, στην κλινούλα μου όταν κούρνιασα, αισθανόμουν αρκετά καλά. Όλη η Μονή αισθανόταν καλά. Η διαδικασία της απολύμανσης δεν είχε παρουσιάσει σοβαρά προβλήματα και υπήρχε η διάχυτη εντύπωση πως την επομένη, όχι απλώς θα περνάγαμε, αλλά μπορεί να τσιμπούσαμε και καμιά εύφημο μνεία.

Μια-δυο ώρες πρέπει να πρόλαβα να κοιμηθώ μόνο. Μετά άκουσα το κάλεσμα της Μέλπως. Προσέχοντας μην κάνω θόρυβο, πετάχτηκα όρθια.

Έξω, πρέπει να έκανε τουλάχιστον σαράντα βαθμούς. Και έβρεχε καταρρακτωδώς. Τα κλιματιστικά αγκομαχούσαν με την ζέστη και την υγρασία. Μήπως ο καιρός έφταιξε για όσα ακολούθησαν; Γιατί έπρεπε να βγούμε με τέτοιο καιρό και την προηγούμενη μιας Επιθεώρησης; Αυτό αναρωτιέμαι κι’ εγώ. Εκείνη την ώρα όμως, δεν είπα τίποτα.

Βγήκαμε απ’ την Κυψέλη, μαζευτήκαμε στην αποθήκη και το ρίξαμε στο παγκράτιο. Όλα απολύτως κανονικά δηλαδή. Μόνο που τα σώματά μας κολυμπούσαν στον ιδρώτα μέσ’ απ’ τις στολές. Εγώ, δεν πρόσεχα, κάπου αλλού πρέπει να είχα το μυαλό μου. Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα ήταν την περίεργη σιωπή που είχε πέσει ξαφνικά. Συνήθως, δεν μιλούσαμε όσο έπαιζε ένα ζευγάρι, αλλά εκείνη την φορά η σιωπή ήταν διαφορετική. Μια παγωμάρα ήταν, πολύ-πολύ θανατερή. Ένοιωσα τις—ανύπαρκτες—τρίχες μου να σηκώνονται όλες μαζί ταυτόχρονα. Γύρισα να δω.

Το ζευγάρι στη μέση της αποθήκης δεν πάλευε, ούτε έπαιζε. Χόρευε! Κι’ ήταν σαν να χαϊδεύονταν, σχεδόν!

Σαν μπουνιά, στη μούρη, έφαγα την εικόνα τους. Αντανακλαστικά, έκλεισα τα μάτια. Να μην βλέπω, να μην ακούω. Να μην είμαι εκεί.

Ξανάνοιξα τα μάτια. Κοίταξα τους υπόλοιπους. Με γουρλωμένα μάτια παρακολουθούσαν όλοι. Άρα, δεν ήταν ιδέα μου. Αλήθεια ήταν αυτό που έβλεπα. Τώρα; Τι θα κάναμε τώρα;

Όταν είδα τον Μάριο ήταν πια αργά. Δεν λέω πως θα έκανα τίποτα, αλλά και να ήθελα, όταν τον είδα, ήταν αργά. Περισσότερο τον ένοιωσα, παρά τον είδα, να περνάει δίπλα μου. Στα χέρια του κράδαινε έναν μακρύ γάντζο. Τον γνώρισα. Παρατημένος ήταν στην αποθήκη. Παλιά, τον χρησιμοποιούσαν για να φτάνουν πράγματα στα ψηλά ράφια.

Ο Μάριος τον κράδαινε τώρα στα χέρια του κατά τρόπο που μ’ έκανε να παγώσω. Πετάχτηκε ανάμεσα στο ζευγάρι, τους χώρισε και απειλώντας τον Γεράσιμο με τον γάντζο τον ανάγκασε να πισωπατήσει. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση που δεν είχα ξαναδεί. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε, αλαφιασμένο. Κάπως έτσι φανταζόμουν τα ζώα του δάσους, τα βράδια που δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος.

Στο μεταξύ ο Γεράσιμος κοίταζε γύρω του ψάχνοντας με τι ν’ αντιμετωπίσει τον Μάριο. Εμείς, τότε, δοκιμάσαμε να μπούμε στη μέση. Όμως ο Μάριος δεν καταλάβαινε τίποτα. Γύρισε και μας απείλησε κι’ εμάς αδίστακτα με το όπλο του. Μετά, γύρισε ξανά προς τον Γεράσιμο. Με δέος κατάλαβα πως δεν ήθελε απλώς να τον τρομάξει. Να τον χτυπήσει πήγαινε. Φρίκη με περιέλουσε. Πάγωσα εκεί που στεκόμουν. Με τα μάτια μόνο παρακολούθησα την σκηνή.

Ο Γεράσιμος κατάλαβε πως βρισκόταν σε κίνδυνο—άμεσο κίνδυνο. Έκανε να το σκάσει. Ο Μάριος, εύκολα, τον στρίμωξε σε μια γωνία. Ο γάντζος υψώθηκε αργά. Το πρόσωπο του Μάριου πήρε μια αηδιαστική έκφραση. Έκλεισα τα μάτια μου.

Όταν τα ξανάνοιξα η Μέλπω το „χε κάνει πάλι το μαγικό της. Έσωσε την κατάσταση—και τον Γεράσιμο, και όλους μας. Ένας θεός ξέρει τι θα γινόταν αν ο Μάριος είχε χτυπήσει τον Γεράσιμο. Η Μέλπω κλώτσησε με δύναμη μια στοίβα ρούχων που βρισκόταν εκεί δίπλα και την έριξε ανάμεσα στους δυο τρελούς. Μετά, πριν προλάβει ν“ αντιδράσει κανείς, έτρεξε στην εξώπορτα και την άνοιξε διάπλατα. Δεν είχαμε επιλογή. Ήταν πια ζήτημα χρόνου να δουν οι Φύλακες την πόρτα να χάσκει απ’ τις σκοπιές. Σαν ποντίκια ξετρελαμένα το βάλαμε στα πόδια.

Πώς δεν μας είδε κανείς εκείνη την βραδιά; Είναι απ’ αυτά τα μυστήρια που συμβαίνουν καμιά φορά. Στην επιστροφή, η βροχή πρέπει να είχε κόψει κάπως. Μέσα μου, ένοιωθα μια αναπάντεχη γαλήνη. Εξ’ αιτίας της έντασης, προηγουμένως, μάλλον. Πήγα να πω κάτι στην Μέλπω για το κατόρθωμά της. «Σιγά το πράγμα», μου απάντησε.

Στην κλίνη μου, όταν ξαναχώθηκα, θυμάμαι το ταβάνι του θαλάμου. Στριφογυρνούσε σαν τρελό. Μετά, πρέπει να λιποθύμησα, μάλλον.

Όσο για την ίδια την Επιθεώρηση, την επόμενη, εξελίχθηκε όπως συνήθως. Για κάποιο λόγο, μάλιστα, δεν τα πήγαμε καλά, κι’ η Γερόντισσα μας έβαλε όλους μια εβδομάδα τιμωρία.

Η Τασία δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Το σώμα της Κυρίας είχε αρχίσει να κουνιέται, σημάδι πως ξυπνούσε. Έπρεπε να την βοηθήσει να σηκωθεί.

Μόλις η Κυρία κατάφερε να σταθεί στα πόδια της, παραμέρισε την Τασία και προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο του προθάλαμου. Η Τασία νόμιζε πως θα συζητούσαν όσα συνέβησαν, θα συμφωνούσαν τι θα έλεγαν στον Κύριο—πως θα της έλεγε μια λέξη, τέλος πάντων, η Κυρία. Αλλά, μπα, τίποτα.

Η Κυρία προχώρησε προς τα μέσα κι’ η Τασία έμεινε να την παρακολουθεί. Στο μυαλό της έτρεχαν διάφορα αδέσποτα ερωτήματα. Γιατί κοίταξε η κυρία Θάλεια την Θέκλα πριν τον δεύτερο θηλασμό; Τι μπορεί να σήμαινε εκείνο το βλέμμα; Μήπως η κυρία Θάλεια ήξερε πως η παραμάνα της δεν κατέβαζε αρκετό γάλα και φοβόταν αυτό ακριβώς που τελικά συνέβη; Και σε ποιον ανήκε εκείνο το σώμα πάνω στο ντιβάνι; Ήταν της κυρίας Θάλειας ή όχι; Σε τι κατάσταση ήταν τώρα η κυρία Θάλεια; Υπήρξε κάποιος τρίτος σε αυτή την υπόθεση κι’ αν ναι, πώς μπλέχτηκε και τι κίνητρο μπορεί να είχε;

Πόσο δύσκολο, σκέφτηκε η Τασία, είναι να αποκρυπτογραφήσεις τις σκέψεις και τις προθέσεις των άλλων. Σαν τότε, στην αποθήκη, που ο Μάριος ρίχτηκε στον Γεράσιμο. Χωρίς καμιά προειδοποίηση, βρισκόσουν ξαφνικά, μπροστά σ’ έναν άγνωστο, εντελώς ακατανόητο, κόσμο.

Βιβλιογραφία

Ακολουθεί μικρή βιβλιογραφία σχετικά με τα θέματα που διαπραγματεύεται το «Άμωμον Αίμα».

•	Alberts, B., Johnson, A., Lewis, J., Morgan, D., Raff, M., Roberts, K., Walter, P. (1983). Molecular Biology of the Cell.

•	Castaneda, C. (1972). Journey to Ixtlan.

•	Gebser, J. (1949). The Ever-Present Origin. Μτφρ. N. Barstad, A. Mickunas. (1985).

•	Jaynes, J. (1976). The Origin of Consciousness in the Breakdown of the Bicameral Mind.

•	McGilchrist, I. (2009). The Master and His Emissary.

•	Tarnas, R. (1991). The Passion of the Western Mind: Understanding the Ideas That Have Shaped Our World View.

•	Whitehead, A. N. (1929). Process and Reality.

Πιο αναλυτική βιβλιογραφία υπάρχει στην διεύθυνση amomonaima.gr. Στην ίδια διεύθυνση θα βρείτε και πιο αναλυτικές σημειώσεις / αναφορές σχετικά με τα ανωτέρω θέματα.