Στην Πόλη
Ένοιωθε να πνίγεται. Ο παχύρρευστος βούρκος της τον κατάπινε σιγά-σιγά. Το μυαλό του είχε μπουκώσει από αντιφατικές σκέψεις. Δεν ήξερε τι να διαλέξει, ποιος ήθελε να’ ναι. Αλλά δεν την σκεφτόταν. Αυτό, ήξερε καλά, δεν το μπορούσε πια. Με το που έτεινε απλώς το χέρι προς την ανάμνησή της, κι’ ένοιωθε αμέσως κάτι να βουλιάζει μεσ’ το στομάχι του. Δεν το άντεχε.
Αλλά το ότι τον πέθαινε δεν ήταν το χειρότερο. Τα πόδια του μπορεί να έψαχναν σπασμωδικά να βρουν πάτο μέσ’ τη λάσπη, αλλά το άδικο ήταν που τον πονούσε πιο πολύ. «Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο;», αναρωτιόταν. «Πώς είναι δυνατόν; Ποιος θεός είναι που το επιτρέπει;». Πολύ θα 'θελε να πάει να την βρει τη γελοία αυτή θεότητα. Να υψώσει το ανάστημά του απέναντί της και να την κάνει να καταλάβει. Να σταματήσει.
Οι δυνάμεις του όμως δεν άργησαν να τον προδώσουν. Αδύναμος να κάνει κάτι, τις έβλεπε να ξεχειλίζουν απ’ τους πόρους του δέρματός του, ν’ απλώνονται στο πάτωμα σ’ εφήμερες λιμνούλες και να εξαφανίζονται μέσα σε δευτερόλεπτα, σαν να τις έψηνε δυνατός ήλιος. Δεν την υπέφερε την προδοσία της, δεν την υπέφερε. Τον πονούσε τόσο πολύ, που „θελε να γινόταν να βγει απ“ το σώμα του, να ξεφύγει. Σαν υπερηχητικό ασανσέρ, να πεταχτεί έξω, να γλιτώσει.
Για να επιστρέψει. Απροσδόκητα.
Θα την έβρισκε εκεί, στο βάθος του φρεάτιου. Μια θλιβερή τσαλαπατημένη κατσαρίδα. Η κατσαρίδα θα ύψωνε ανόητα την διάφανη φτερούγα της, να προφυλαχτεί. Οι θρηνητικές κραυγές της θα λαμπύριζαν μια στιγμή μεσ’ το σκοτάδι, σαν τζούρα τσιγάρου. Κι’ ύστερα θα χάνονταν, για πάντα.
Να, αυτό θα πει αγάπη. Ένα τσιμεντένιο ασανσέρ που πέφτει πάνω σου και σε λειώνει. Ξανά και ξανά.
Τώρα την έβλεπε πολύ καθαρά. Ξαπλωμένη πλάι στον νέο της εραστή με το σώμα της – σαν ορθάνοικτη τανάλια – να τον καλεί να χωθεί μέσα της. Καυτό το αίμα της αδικίας το „νοιωσε να κοχλάζει μέσ“ τα μηλίγγια του. Και το εκκρεμές θ’ άρχιζε τώρα να διαγράφει άλλη μια βόλτα.
Ώσπου, ξαφνικά, τέλειωσε. Λίγο απότομα.
Έμεινε ακίνητος, να χαίρεται το κενό.
Δροσερό του φάνηκε δροσερό στην αρχή, μετά την τόση λάβρα. Ο πυρετός στο κρανίο του πήρε σιγά-σιγά να καταλαγιάζει. Όμως ούτε αυτό κράτησε. Άρχισε να τον ενοχλεί η σιωπή, ίλιγγο του έφερνε. Αφηρημένα, έξυσε την κοιλιά του. Η βλέννα κόλλησε στα χέρια του.
Η μνήμη του εξακολουθούσε ν’ αναγουλιάζει πικρές αναμνήσεις.
Στην αρχή, ήταν όλο γλύκα, δεν την χόρταινε. Αλλά καθώς περνούσε ο καιρός, άρχισε ν’ αλλάζει. Σταδιακά. Ιδέα του έλεγε πως ήταν. Δυσκολευόταν να βρει κάτι να στηρίξει τις υποψίες του. Αλλά η αγωνία του μεγάλωνε, και μαζί μ’ αυτήν κι’ η ανάγκη του. Ώσπου δεν του έμεινε τίποτα πια. Ούτε λογική, ούτε αξιοπρέπεια, ούτε τίποτα. Έφτασε, γονατιστός, να σέρνεται πίσω της. Να την εκλιπαρεί να του χαρίσει άλλη μια νύχτα, άλλο ένα λεπτό. Τόσο χαμηλά έπεσε.
Αλλά ακόμα και τότε, στο απόγειο του παροξυσμού του, έρχονταν φευγαλέες στιγμές που έβλεπε καθαρά πού θα κατέληγαν. Την ένοιωθε να τον παραμονεύει. Δεν είχε έλεος, δεν είχε καρδιά. Δίπλα του, στο άσπρο σεντόνι, μύριζε ένα κρύο, γλοιώδες ερπετό. Ένα εξωγήινο έντομο. Γαμούσε, γαμούσε, και το κεφάλι του λες και χωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσ’ τα τερατώδη σαγόνια της. Σαν να τα „βλεπε τα ζουμιά του μυαλού του να ξεπροβάλλουν μέσα απ“ το περιπαικτικό ράμφος της. Και τότε έφριττε, γιατί νόμιζε πως είχε πολύ ακόμα για να τελειώσει.
Θυμήθηκε κι’ αργότερα, εκεί που την έψαχνε απελπισμένη ανάμεσα στ’ αποσκελετωμένα δέντρα. Φώναζε τ’ όνομά της κι’ αντί για απάντηση άκουγε γέλια ψιθυριστά και φωνές ύπουλες, υστερικές. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν ένα χρώμα, άκαμπτο. Γαλάζιο. Γαλάζιο, ανοικτό. Ψυχρό κι’ αδιάφορο. Στο μυαλό της αντηχούσε μια βρισιά, σαν καμπάνα. Μια πολύ μεγάλη καμπάνα μέσα σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο. «Άνανδρη… Άνανδρη… Άνανδρη». Έτσι, συνέχεια. Τίποτ’ άλλο. Καλό ήταν.
Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν έπαυε να νοιώθει και μια ανικανοποίητη γεύση να της τσιτσιρίζει τη γλώσσα. Δεν καταλάβαινε τι ήταν που της έφταιγε. Φοβόταν πως μπορεί να 'ταν δικό της το λάθος. Ίσως η απελπισία της να 'χε πολύ ακόμη θεατρικότητα. Ή, μπορεί πάλι, να 'ταν τόση η λαχτάρα της για την απόλυτη οδύνη που την εμπόδιζε να την φτάσει. Σαν δύτη φανταζόταν τον εαυτό της. Δύτη, που κατεβαίνει προς έναν αόρατο βυθό. Στην αρχή με αργές, γεμάτες δύναμη, κινήσεις. Αλλά καθώς κατέβαινε, όλο και πιο βαθιά, άρχιζε, άθελά της, να θεριεύει μέσα της η αμφιβολία. «Για πόσο ακόμα; Για πόσο;». Η αμφιβολία ήταν που στο τέλος τής συνέθλιβε τα πνεμόνια και την ανάγκαζε να επιστρέψει νικημένη στην επιφάνεια. Έτσι κάπως το φανταζόταν.
Ανασηκώθηκε. Πόσο θα 'θελε να γινόταν να περπατήσει λίγο, πάνω-κάτω. Ένοιωθε νευρικός, απογοητευμένος. Δεν την άντεχε την αποτυχία του. Σαν μεγαλοκοπέλα σε μικρή, επαρχιακή πόλη. Να περιμένει, χρόνια τώρα, μια πιο φανταχτερή μοίρα, στην πρωτεύουσα. Χρόνια τώρα.
Η δυσφορία γρήγορα μετατράπηκε σ’ ένα αφόρητο αίσθημα εγκλεισμού. Μια ακατάσχετη μανία. Έπρεπε να την κάνει να πάψει πια αυτή την μονότονη φωνή μέσ’ το κεφάλι της. Που πάντα κάτι άλλο ήταν που ήθελε, κάπως αλλιώς ήταν που τα φανταζόταν. Λίγη ησυχία, πια, λίγη γαλήνη. Ας γινόταν να μπορούσε να πιάσει το σκατοκέφαλό της, να το μπήξει σε καυτή άμμο. Να στουμπώσει το λαρύγγι της με παγωμένη λάσπη. Να σκάσει επιτέλους, να σκάσει. Για πάντα.
Αλλά καταλάγιασε. Έτσι απότομα, όπως ήρθε. Σαν μοναχικό, παράδοξο κύμα. Σε μια ήμερη θάλασσα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Και περίμενε. Τίποτα. Άλλη μια. Πάλι τίποτα. Όμως, ήταν βέβαιος. Ήταν πια ώρα. Αναρωτήθηκε τι να συνέβαινε. Αλλά, νάτο. Αργά-αργά, η φωλιά συσπάστηκε. Γουργούρησε υπόκωφα και τον έφτυσε έξω. Καιρός ήταν. Είχε αργήσει.
Κοίταξε γύρω του. Δυσκολευόταν ν’ ανασάνει. Δεν έδωσε σημασία – θα περνούσε γρήγορα. Γι’ άλλη μια φορά, η τόσο οικεία, ελαφρά υπόξινη, μυρωδιά της Πόλης πήδησε πάνω του, σαν χαρούμενο σκυλί. Σαν βυζί μύριζε, σαν ένα τεράστιο βυζί τίγκα στο γάλα. Έκανε μερικά βήματα. Όμως τα πόδια του έτρεμαν – ήταν απ’ το τρέξιμο, προηγουμένως, ανάμεσα στα δέντρα. Η μυρωδιά, έλπιζε, να τού άλλαζε την διάθεση. Γιατί, είχε δουλειά. Πιέστηκε, να περπατήσει πιο ζωηρά. Διάλεξε, στην τύχη, τον πρώτο δρόμο που ανοίχτηκε μπροστά του. Πονούσαν τα γόνατά του, οι αρθρώσεις των χεριών του, όλα τον πονούσαν. Όμως, είχε δουλειά. Σταμάτησε, στηρίχτηκε στον τοίχο πίσω του κι’ έκλεισε τα μάτια του. Τίποτα δεν ακουγόταν. Το τρέμουλο κι’ ο πόνος απ’ τα πόδια του θα 'φευγαν γρήγορα, ήταν βέβαιος. Έπιασε πάλι να περπατάει, χωρίς όμως να ξανανοίξει τα μάτια του. Κάπως καλύτερα ήταν τώρα. Με το δάχτυλό του άγγιζε τον τοίχο πλάι του. Σαν να κρατούσε νοερά ίσο σε μια αδέξια μελωδία.
Ο τοίχος ήταν μαλακός και υγρός. Τον πίεσε με τον δείκτη της. Υποχώρησε, αλλά όχι και πολύ. Τα εκατομμύρια των επεξεργαστών πρέπει να δυσανασχέτησαν κάτω απ’ το δάκτυλό της. Όμως, μπορεί και όχι. Τι να ένοιωθαν, αναρωτήθηκε μηχανικά. Πόσοι χρειάζονταν για να κάνει την Πόλη να πονέσει;
Ήταν εντελώς ανόητο, σκέφτηκε, εντελώς ανόητο. Άλλωστε είχε αργήσει, έπρεπε να πιάσει δουλειά. Κι’ ακόμα ούτε που είχε ζεσταθεί. Τι θα γινόταν αν ξαφνικά συνέβαινε κάτι; Δεν ήταν έτοιμη.
Άνοιξε όσο πιο πολύ μπορούσε τα μάτια της. Προσπάθησε να εστιάσει γύρω της. Καλύτερα αισθανόταν τώρα. Το τρέμουλο είχε σχεδόν περάσει και μια αμυδρή ζεστασιά προσπαθούσε να διαπεράσει τα παγωμένα της δάκτυλα. Στηρίχτηκε στην ακοή. Εκεί συγκεντρωνόταν καλύτερα.
Πώς την έτρωγε όμως το χέρι της – αυτό που ακουμπούσε τον τοίχο! Να μυρμηγκιάζει το ένοιωθε από ανυπομονησία. Λες και χίλιες τρελές σαρανταποδαρούσες έκαναν τσουλήθρα πάνω του. Ο πειρασμός την χτύπαγε κατά κύματα και την έκανε να σκαμπανεβάζει. Σαν μια φλούδα πατάτας σε μια βρόμικη θάλασσα. Ήταν εντελώς γελοίο, σκέφτηκε. Αλλά καλύτερα να το έκανε, να τελειώνει. Ώστε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της μετά. Έτσι κι’ αλλιώς, κανείς δεν θα το καταλάβαινε.
Άπλωσε ξανά το χέρι της, στον τοίχο. Καλύτερα να μην σταματήσει, να το κάνει πάνω στην κίνηση. Σε κάθε της βήμα όμως, το σώμα της ανεβοκατέβαινε ελαφρά, και την δυσκόλευε. Μέτρησε μέχρι το τρία. Έκλεισε απότομα τον δείκτη με τον αντίχειρα. Τίποτα. Αέρα έπιασε. Της γλίστρησε μέσα απ’ τα χέρια. Σταμάτησε. Έχωσε με δύναμη τον δείκτη της μέσ’ τον τοίχο, τον έστριψε και τράβηξε απότομα προς τα έξω. Χα! Κάτι βγήκε.
Συνέχισε να περπατάει, βιαστικά. Δεν είχε σταθεί πολύ, ένα-δυο δευτερόλεπτα μόνο. Ήθελε να ρίξει μια ματιά, αλλά το βρήκε παρακινδυνευμένο. Δεν θα καταλάβαινε και τίποτα – ήταν σίγουρη. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος της. Τότε μόνο το κατάλαβε, πόσο δυνατά χτυπούσε. Αλλά μπορεί και να „ταν τότε μόλις που άρχισε. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Πασπάτεψε το σβολαράκι απ“ την σάρκα της Πόλης ανάμεσα στα δάχτυλά της. Αναρωτήθηκε τι να το κάνει. Τώρα της φαινόταν εντελώς γελοίο το όλο πράγμα, αλλά κάτι έπρεπε να το κάνει; Δεν μπορούσε να το πετάξει, βέβαια. Κάπου έπρεπε να το αφήσει, να το κρύψει. Αλλά πού;
Τελικά, το έκανε ένα μικρό μπαλάκι και με μια απότομη κίνηση το έχωσε στο στόμα της. Ούτε μια ματιά δεν του έριξε. Το θεώρησε πιο φρόνιμο, για κάποιο λόγο. Νόμιζε πως έτσι θα 'χε λιγότερη σχέση μαζί του.
Έκλεισε τα μάτια της και συνέχισε να προχωράει, βιαστικά. Τα άνοιξε και κοίταξε γύρω. Τίποτα. Τα ξανάκλεισε. Με τη γλώσσα της στριφογυρνούσε τη μικρή μπουκιά μέσα στο στόμα της. Είχε γεμίσει σάλια. Νόμιζε πως τις άκουγε, τις φωνές των επεξεργαστών. Οι φωνές τους ταξίδευαν στις λεωφόρους των βιολογικών κυκλωμάτων, σαν συστοιχίες από καμαρωτά στούκας. Κι’ εκεί που πήγαιναν, ξαφνικά, βρίσκονταν στο κενό. Χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση. Μπαμ! Γκρεμός. Απ’ την ύπαρξη, στην ανυπαρξία. Οι επεξεργαστές μετέπιπταν σπασμωδικά από αλγόριθμο σε αλγόριθμο, προσπαθώντας να συμμαζέψουν την κατάσταση. Αλλά μάταια, όλα μάταια. Τα λειτουργικά σφάλματα συσσωρεύονταν και κάθε νέος αλγόριθμος χειροτέρευε τα πράγματα. Πόσους επεξεργαστές περιείχε η μπουκιά της; Εκατομμύρια, το λιγότερο. Κατάπιε.
Οι επεξεργαστές περίμεναν το τέλος τους, μηχανικά. Τυφλοί, μουγκοί και κουφοί. Με την κινούμενη άμμο της ασφυξίας να έχει ξεπεράσει πια το λαρύγγι τους και να συνεχίζει ν’ ανεβαίνει ακάθεκτη. Άραγε ήσαν αρκετοί για να συνθέσουν αγωνία; Οι συνδέσεις τους ήσαν αρκετά πολύπλοκες να γεννήσουν απόγνωση; Να καταραστούν τον Θεό; Να συμφιλιωθούν με την μοίρα τους; Το μαρτύριό τους θα κρατούσε άλλα τόσα νανοδευτερόλεπτα. Αιωνιότητα. Μερικούς απ’ αυτούς θα τους προλάβαιναν ζωντανούς τα μόρια των οξέων μέσ’ το στομάχι της. Σαν πεινασμένα χταπόδια θα 'πεφταν πάνω τους. Θα τους αγκάλιαζαν με τα πλοκάμια τους και θα τους άνοιγαν τα κορμιά σαν όστρακα. Οι χημικοί δεσμοί στις αρθρώσεις τους θα έσπαγαν μαζικά. Σαν εκατομμύρια αγκώνες που τους τσακίζεις, όλους μαζί, ταυτόχρονα. Και μετά, τίποτα, σιωπή. Τι όμορφο τέλος!
Αλλά τίποτα δεν ένοιωσε απ’ όλα αυτά. Μπορεί να έγιναν, μπορεί και όχι, δεν ήξερε να πει. Μόνο η γεύση στο στόμα της, που ήταν παράξενα αλμυρή, τίποτα άλλο. Και το λαρύγγι της, που γδάρθηκε καταπίνοντας, παρά τα σάλια. Ήταν ασυνήθιστη, να καταπίνει. Ολόκληρο το δράμα των επεξεργαστών κορυφώθηκε, κι’ έσβησε, χωρίς να της προκαλέσει κανένα, μα κανένα, αίσθημα.
Συνέχισε να περπατάει. Τώρα, ένοιωθε ευδιάθετη. Όλα της φαίνονταν καθαρά, σαν να 'χε βρει τα χαμένα της γυαλιά. Τα γόνατά της τα „νοιωθε μαλακά κι“ ελαστικά, έτοιμα να πιάσουν δουλειά. Σχεδόν ευχόταν να γίνει κάτι, αλλά αυτό, ήξερε καλά, ήταν μεγάλο λάθος. Το πιο σημαντικό πράγμα στη δουλειά της – εκατομμύρια φορές πρέπει να το 'χε ακούσει αυτό – ήταν η συναισθηματική ουδετερότητα. Ούτε να θέλεις, ούτε να μην θέλεις.
Ώσπου, ξαφνικά, ένα συννεφάκι. Σαν την πρώτη ρυτίδα, αυτή που δεν λέει να σβήσει. Κι’ είναι τόσο κρίμα. Έξω, ο ήλιος συνεχίζει να λάμπει κι’ εσύ να μαντεύεις πως οι γιορτινές σου μέρες πάνε πια, πέρασαν. Τόσο κρίμα.
Έτσι κάπως, πόνεσε. Ένας μικρός πόνος, μια μοναδική νότα μέσ’ τη σιωπή. Κι’ η δυσφορία να μεγαλώνει με ταχύτητα καλοκαιρινής καταιγίδας. Η κοιλιά της συσπάστηκε, ολόκληρη. Τώρα πονούσε πολύ. Σαν να 'χε καταπιεί κάτι εξαιρετικά μυτερό. Κάτι μυτερό και θυμωμένο, που εννοούσε να της τρυπήσει το στομάχι. Να βγει έξω.
Τρόμαξε. Αλλά ήταν απολύτως βέβαιη. Δεν μπορεί να „ταν επικίνδυνο. Απολύτως βέβαιη. Δεν θυμόταν πώς το „ξερε, αλλά ήταν βέβαιη. Δεν υπήρχε κίνδυνος. Τότε όμως, γιατί πονούσε; Γιατί πονούσε πάρα πολύ. Παγωμένος ιδρώτας άρχισε να αναβλύζει απ“ το δέρμα της. Μαύρα φίδια τη ζώσανε. Έπρεπε να κάνει κάτι. Μα ήταν γελοίο. Πριν λίγα λεπτά δεν ήταν που ένοιωθε τόσο καλά; Κι“ όμως. Τώρα έπρεπε να κάνει κάτι να σωθεί. Άμεσα!
Έψαξε πανικόβλητη για την κοντινότερη φωλιά. Είδε μια, καμιά πενηνταριά μέτρα πιο κάτω. Ξεκίνησε να σέρνεται προς τα εκεί. Αλλά δεν μπορούσε να περπατήσει πια. Τα πόδια της λίγωναν απ’ τον πόνο.
Πέντε μέτρα.
Ο πόνος έμοιαζε να „χει συγχρονιστεί με το σφυγμό της. Ευχήθηκε μ“ όλη της τη δύναμη να σταματήσει.
Δέκα μέτρα.
Κατάλαβε ότι δεν θα έφτανε. Ήταν ακόμα πολύ μακριά. Τι βλακεία. Τι απίστευτη βλακεία. Θα τέλειωνε εκεί, μερικά μόνο μέτρα απ’ την φωλιά. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Σταμάτησε.
Τα γόνατά της δίπλωσαν, σαν να έλειωσαν, και σωριάστηκε στη μέση του δρόμου, βογκώντας. Η κοιλιά της είχε πάρει φωτιά. Σκιές άκουγε να δρασκελίζουν το σώμα της. Μετά, τα βήματα απομακρύνθηκαν. Θολά φαίνονταν. Αυτό ήταν. Τελείωνε, τώρα πια. Περίμενε. Το τέλος πρέπει να „ταν κάτι σαν δυνατό φως. Στον επόμενο σφυγμό. Περίμενε. Έζησε. Περίμενε. Δεν ερχόταν. Ο πόνος ήταν σταθερός – αφόρητος – αλλά δεν πέθαινε. Σαν φλόγες φούρνου της κατέτρωγε τις σκέψεις. Δεν είχε πια χέρια να χτυπήσει στο τζάμι, δεν είχε στόμα να ουρλιάξει – όλα τα“ χε πάρει η φωτιά. Όσο όμως θα 'χε μάτια, θα τους κοιτούσε σταθερά, όλους αυτούς, εκεί έξω.
Κι’ ο πόνος άρχισε να μαλακώνει. Άναυδη, έμεινε εκεί, εντελώς ακίνητη, να τον νοιώθει να αποχωρεί κατά κύματα, όπως είχε έρθει. Σε λίγα λεπτά, είχε μείνει μόνη πάλι.
Πεσμένη στη μέση του δρόμου, ήταν ακόμη. Μια ασυναίσθητη κίνηση. Ταράχτηκε. Είχε αποξεχαστεί. Μπορεί να’ χε χάσει τις αισθήσεις της, για λίγο. Άλλη μια κίνηση. Ένα διστακτικό κύμα ανακούφισης διέτρεξε το σώμα της. Σαν διαπασών, από πάνω μέχρι κάτω. Εξουθενωμένη ένοιωθε. Η ταχύτητα πρέπει να έφταιγε. Η ταχύτητα με την οποία ο πόνος εμφανίστηκε, κορυφώθηκε και μετά, εξαφανίστηκε.
Αλλά, ουσιαστικά, δεν τολμούσε να κινηθεί. Φοβόταν μην τα χειροτέρευε πάλι τα πράγματα, έτσι και επιχειρούσε κάτι πρόωρα. Ώσπου, ξεθάρρεψε. Ανασηκώθηκε αργά, με κόπο, και στάθηκε όρθιος. Έτρεμε το κάθε εκατοστό, μήπως κι’ ο πόνος επέστρεφε. Αλλά τίποτα, ησυχία. Ένα διστακτικό βήμα. Τίποτα, όλα καλά. Άλλο ένα. Όλα καλά. Δεν το πίστευε. Θαύμα! Ευτυχώς. Πάρα λίγο. Ευτυχώς. Την είχε γλιτώσει. Πάρα λίγο. Μόνο που ένοιωθε περίεργα, με το σώμα του. Ήθελε να 'χε κάτι να σκεπαστεί. Εκτεθειμένος κάπως ένοιωθε, αν και δεν μπορούσε να πει σε τι. Περίεργο ήταν.
Δεν σκεφτόταν, δεν έκανε συλλογισμούς. Περπατούσε απλώς αφηρημένα, και τεράστιες εικόνες ξεπρόβαλλαν μεσ’ την συνείδησή του σαν μπαλόνια που τα φουσκώνει απότομα δυνατή μηχανή. Μια απειροελάχιστη ενεργειακή διακύμανση, μια φευγαλέα μικροανωμαλία και ξαφνικά – απέραντα έκπληκτος – βρισκόταν μπροστά σ’ ένα νέο σύμπαν σκέψης, ένα απόκοσμο τέρας, που τον έκανε μια χαψιά. Έτσι σκεφτόταν.
Φοβόταν πάρα πολύ. Ήταν σίγουρος πια πως αυτό που του 'χε συμβεί δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Και καταλάβαινε πολύ καλά τι του 'χε συμβεί. Στα τελευταία εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου, λίγο πριν οι τελευταίοι επεξεργαστές χάσουν την επαφή τους με την υπόλοιπη Πόλη, πρέπει να πρόλαβαν και να την πέρασαν την πληροφορία. Η Πόλη έμαθε τι τους συνέβαινε. Και ποιος ήταν ο υπεύθυνος. Και βέβαια, η εκδίκησή της δεν άργησε. Ναι, ήταν ξεκάθαρο, αυτό είχε συμβεί.
Το βάρος της συνείδησης το ένοιωσε τώρα να του τσακίζει τους ώμους. Ήταν αφόρητο. Πού μπορούσε να κρυφτεί; Πώς να γλιτώσει; Κοίταζε γύρω του. Πόσο αδύναμος ήταν. Σαν τερμίτης σε γλειφιτζούρι θα 'πεφτε πάνω του η Πόλη. Ασυναίσθητα, βίασε το βήμα του. Σκέφτηκε πως το καλύτερο που „χε να κάνει ήταν να τελειώσει όπως-όπως τη βάρδια του και μετά να προσπαθήσει να εξηγήσει στην Πόλη τι είχε συμβεί. Η Μητέρα θα τον βοηθούσε σ“ αυτό. Η Μητέρα τον αγαπούσε και θα την έβρισκε την λύση. Θα τα συμβίβαζε τα πράγματα. Ίσως και να μην ήταν τόσο φοβερό. Μια νεανική απερισκεψία ήταν. Μια σκανταλιά. Θα το καταλάβαινε αυτό η Πόλη. Ναι, η Μητέρα θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Η Μητέρα.
Βίασε το βήμα του. Ταυτόχρονα προσπάθησε ν’ αποφύγει να κοιτάζει προς τα πάνω. Μάλλον, κοίταζε, αλλά μόνο με την άκρη του ματιού. Δεν ήθελε να τον καταλάβει, η Πόλη, πως την κοιτούσε. Και δεν καταλάβαινε γιατί πίστευε πως η Πόλη ήταν από «πάνω». Όμως εκείνη τη στιγμή, έτσι την ένοιωθε. Σαν ένα μεγάλο μάτι που τον κοιτούσε από ψηλά. Δυσάρεστα.
Τρυφερά μωρά
Το τοπίο είχε αλλάξει. Ο δρόμος, που τόση ώρα ήταν στενός και δύσβατος, είχε φαρδύνει, κι’ ανοιγόταν πια μπροστά του σαν πλάτωμα. Ούτε τώρα μπορούσε να δει μακριά, γιατί το έδαφος σχημάτιζε αναχώματα κάθε τόσο. Αναρωτήθηκε σε τι να χρησίμευαν.
Τότε ήταν που ένοιωσε την μυρωδιά. Ήταν περίεργο, το αίσθημα που δημιούργησε μέσα του. Η μυρωδιά αυτή συνόδευε όλη την ενήλικη ζωή του, κι’ όμως, παρ’ όλα αυτά, πάλι τον συγκίνησε. Ανατρίχιασε. Ήταν βέβαια και ότι ειδικά σε αυτήν εδώ τη βάρδια έπρεπε, στο τέλος της, να έχει απτά αποτελέσματα να επιδείξει. Απτά! Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, θα „ταν πολύ καλύτερα. Το στομάχι του σφίχτηκε απ“ την ανυπομονησία.
Χώθηκε στα στενά που βρίσκονταν περιμετρικά στο πλάτωμα. Έπρεπε να φτάσει στα εξωτερικά τοιχώματα της Πόλης, μια και από εκεί κάπου ερχόταν η μυρωδιά. Ήταν δύσκολο να προχωρήσει, γιατί ο δρόμος ήταν πολύ στενός. Αναγκαζόταν να στριμωχτεί για να περάσει, να πέσει στα τέσσερα, να συρθεί κάτω ή ακόμα και να γυρίσει πίσω και να πάει απ’ αλλού, γιατί δεν έβρισκε τρόπο να προχωρήσει.
Αλλά η μυρωδιά δυνάμωνε σταθερά, όπως κι՚ η διαφορά στο χρώμα της Πόλης. Ήταν ένα κίτρινο, αρρωστιάρικο χρώμα που του ՚φερνε ανατριχίλα φρίκης και αηδίας. Απ’ αυτό και μόνο συμπέραινε πως πρέπει να ՚ταν κάτι σοβαρό. Χάρηκε, κατά κάποιο τρόπο, μια και η αξία της συμβολής του θα ՚ταν τώρα ακόμα μεγαλύτερη.
Σταμάτησε. Πρέπει να ՚ταν πολύ κοντά τώρα πια. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Καλά ένοιωθε. Έτοιμος. Θυμήθηκε παλιότερα, που δυσκολευόταν. Τώρα όμως όχι. Όχι πια. Σχεδόν καθόλου. Έπαιρνε χρόνο για φτάσει σ՚ αυτό το σημείο – έτσι του είχαν εξηγήσει. Αλλά δεν ήθελε να βρισκόταν η παραμικρότερη σκέψη να παραμορφώσει την αποτελεσματικότητά του – αυτή την φορά ειδικά. Έπρεπε με κάθε τρόπο να αποδείξει πως τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Η μυρωδιά ήταν πολύ έντονη. Τον λίγωνε τόσο, που ένοιωθε το κεφάλι του να βουίζει σαν να’ χε σκάσει πυροβολισμός δίπλα στ’ αυτί του. Έπεσε κάτω, να καλύψει στα τέσσερα τα τελευταία μέτρα. Προσπάθησε να μείνει κρυμμένος πίσω από μια μικρή ανηφόρα, που σχημάτιζε το έδαφος μπροστά του. Δεν έπρεπε να κάνει θόρυβο. Πόσο θα ՚θελε να μπορούσε να δει λίγο. Αλλά κι՚ ένα δευτερόλεπτο να ՚μενε ακάλυπτος, θα τον έβλεπαν, θα γινόταν αντιληπτός. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός.
Ένοιωθε μια κάποια νευρικότητα, τώρα που κόντευε. Τα χέρια του είχαν αρχίσει να ιδρώνουν κι՚ η αναπνοή του ήταν κοντή. Αλλά θα περνούσαν αμέσως όλα αυτά, το ήξερε. Το ՚χε ζήσει τόσες φορές. Τα γόνατά του τα ένοιωθε μαλακά. Μόνο μια ματιά ήθελε να ρίξει. Αυτό ήταν το μόνο που τον ενοχλούσε, που η πρώτη έκπληξη ήταν πάντα δική του. Σκέφτηκε πως όταν θα τελείωνε το επόμενο λεπτό, μπορεί να ήταν νεκρός. Πετάχτηκε πάνω, ουρλιάζοντας απ՚ την υπερένταση.
Ήταν μωρά.
Ρίχτηκε προς το μέρος τους μ՚ όλη του την ταχύτητα. Έπρεπε να καλύψει την απόσταση πριν προλάβουν να αντιδράσουν. Ήσαν μαζεμένα όλα μαζί κι՚ έμοιαζαν κάτι να παίζουν.
Τον κατάλαβαν αμέσως. Μόλις τον είδε το πρώτο, πετάχτηκαν επάνω όλα μαζί κι՚ άρχισαν να τρέχουν. Η αντίδρασή τους ήταν τόσο συντεταγμένη που έμοιαζε μηχανική. Κόντευε να ՚ναι όμορφη. Διασκορπίστηκαν με απόλυτο συγχρονισμό, κάθε μωρό προς διαφορετική κατεύθυνση. Σχημάτισαν κάτι σαν βεντάλια, σαν πυροτέχνημα. Όμως τα ρούχα τους ξεχώριζαν σαν τη μύγα μέσ’ το γάλα. Έπρεπε να κάνει γρήγορα, μην του ξέφευγε κανένα. Ξεχώρισε το πιο γρήγορο, που είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται και έψαχνε κάπου να κρυφτεί. Το έφτασε με μερικές γρήγορες δρασκελιές. Ήταν ένα γλυκό παιδάκι με ξανθά μαλλιά και στρουμπουλά μπουτάκια. Έτρεχε πολύ χαριτωμένα, γέρνοντας ελαφρά, μια δεξιά, μια αριστερά. Το έφτασε, έσκυψε και το άρπαξε από το αριστερό πόδι. Ήταν μαλακό, σαν χταπόδι. Το σήκωσε ανάποδα, ψηλά στον αέρα. Τα μάτια του ήταν γαλανά, το στόμα του κόκκινο. Τα δόντια του μόλις που ՚χαν αρχίσει να ξεχωρίζουν ανάμεσα απ’ τα ούλα. Κατέβασε το χέρι του με δύναμη και του έσπασε το κεφάλι στο έδαφος. Το κρανίο έκανε έναν θόρυβο τρυφερό, σαν τσαλαπατημένη κουκουνάρα. Σαν γιαουρτοσακκούλα που σκάει από ψηλά.
Βούτηξε το ελεύθερο χέρι της στο αίμα του μωρού και το έγλειψε. Πασαλείφτηκε ολόκληρη. Τι γλύκα. Έκσταση. Γύρισε, για τα υπόλοιπα. Απομακρύνονταν. Έπρεπε να κάνει γρήγορα. Τα κυνήγησε ένα-ένα, κραδαίνοντας το πρώτο μωρό σαν ρόπαλο. Μόλις πλησίαζε ένα, το χτύπαγε να πέσει κάτω και το ποδοπατούσε να μην χάνει χρόνο. Μετά, θα γύρναγε, να τα αποτελειώσει. Το αίμα πεταγόταν παντού γύρω της, σε αργή κίνηση. Κόκκινο πηχτό, σχεδόν συμπαγές. Το πρώτο μωρό διαλύθηκε απ՚ τα χτυπήματα. Άρπαξε ένα άλλο. Αυτό είχε πιο σκούρο δέρμα. Γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα. Τρέξε-χτύπα-πάτα. Τρέξε-χτύπα-πάτα. Ώσπου, κάποια στιγμή, τέλειωσαν όλα τα μωρά.
Κοίταξε γύρω. Αφουγκράστηκε. Τίποτα. Ανέβηκε σ’ ένα ανάχωμα και έψαξε προσεκτικά όλη την περιοχή. Ήταν εξαιρετικά σημαντικό να μην ξεφύγει κανένα. Εξαιρετικά σημαντικό. Γιατί κι՚ ένα μόνο αρκούσε για να κάνει τη ζημιά. Θ՚ άρχιζε αμέσως να γεννάει άλλα μωρά ή θα κρυβόταν κάπου να μεγαλώσει και ν’ αρχίσει μετά να γεννοβολάει.
Αλλά δεν φαινόταν τίποτα. Μάλλον δεν είχε ξεφύγει κανένα. Επέστρεψε. Έσκυψε πάνω από κάθε μωρό και του έστριψε μεθοδικά το λαιμό μέχρι ν’ ακουστεί το κρατς. Τα χέρια της έτρεμαν λίγο. Αηδία ανακατεμένη με ηδονή. Μερικά μωρά σφάδαζαν ακόμα. Έβλεπε τις μικρές πατούσες τους να χτυπάνε με αγωνία το χώμα. Ώσπου τέλειωσαν. Τα χέρια της ήταν γεμάτα αίματα. Και στο σώμα της, είχε πιτσιλιστεί. Έτριψε τα χέρια της. Η θέα του τόσου αίματος τής δημιουργούσε αμηχανία τώρα. Έριξε μια τελευταία ματιά να βεβαιωθεί πως όλα ήταν εντάξει και απομακρύνθηκε. Τότε μόνο θυμήθηκε τις διαπεραστικές κραυγές των μωρών. Έσκιζαν τον αέρα σαν περιστέρια που τους είχαν βάλει φωτιά. Κούνησε το χέρι της να τα διώξει. Βαριεστημένα.
Προσπάθησε να υπολογίσει πόσα μωρά να είχε σκοτώσει. Πάνω από είκοσι πρέπει να ήταν. Μόνο να μην είχε ξεφύγει κανένα. Σκέφτηκε να ξαναγυρίσει, να ρίξει άλλη μια ματιά. Το βρήκε γελοίο. Άσε που είχε απομακρυνθεί τώρα πια. Κατά την διάρκεια της βάρδιας έπρεπε να κινείται συνεχώς. Μόνο έτσι μπορούσε να ελαχιστοποιηθεί ο μέσος χρόνος απόκρισης στις επιθέσεις και η ενδεχόμενη ζημιά για την Πόλη. Αλλά τελικά, δεν κρατήθηκε. Γύρισε κι՚ έριξε μια ματιά. Οι σκουπιδιάρες ήδη καταβρόχθιζαν τα πτώματα. Όλα καλά.
Αποκλείεται να της τύχαινε και άλλη επίθεση κατά την διάρκεια της ίδιας βάρδιας. Καλύτερα, γιατί δεν είχε πια και τόση διάθεση. Το՚ χε μπουχτίσει πια όλο αυτό το αίμα.
Περπατούσε. Και σταδιακά, βυθίστηκε στις σκέψεις του. Έπαψε να βλέπει που πήγαινε. Πιο ψύχραιμος τώρα ένοιωθε, πιο καθαρός. Σαν τα διάφορα συμβάντα να „χαν εξουδετερώσει το ένα το άλλο, να „χε αδειάσει η μπανιέρα απ“ τα απόνερα κι“ η προσοχή του, ελεύθερη κι’ αστραφτερή, να χόρευε εκεί ψηλά, σαν μικρό αερικό. Οι συνηθισμένες του σκέψεις, ο θλιβερός αυτός μαχαλάς, μόλις που διακρινόταν κάτω, στα χαμηλά. Έτσι νόμιζε πως ένοιωθε.
Όμως, και πάλι. Και πάλι. Πάλι κάτι έλειπε, πάλι κάτι ένοιωθε να του τσιμπολογάει το συκώτι. Όσο κι’ αν ποθούσε τα υψηλά, πάλι ένοιωθε την δύναμη της βαρύτητας να τον καταβάλλει, να του ροκανίζει την συγκέντρωση. Και τα κατάφερνε γιατί δεν του αντιστεκόταν φανερά. Απλώς καθόταν εκεί στην άκρη και τον περίμενε μέχρι να αφαιρεθεί. Και τότε, ξαφνικά, πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, ξανάβρισκε τον εαυτό του να καταγίνεται με τα συνηθισμένα. Και πάλι. Ξανά και ξανά. Ώσπου, στο τέλος κουράστηκε να προσπαθεί κι’ αφέθηκε να χαζεύ τα χαμόσπιτα. Γλυκόπικρη μόβ ήταν η μελαγχολία που ανέδυαν. Τόσο τρομερά χαμηλά, τόσο ασήμαντα. Αλλά και ταυτόχρονα τόσο οικεία. Τον ένοιωθε τώρα έντονα τον πειρασμό. Να βουτήξει κάτω. Να κυλιστεί ανάμεσά τους, να τα υπερασπιστεί. Να παθιαστεί για λογαριασμό τους. Περπατώντας ανάμεσά τους του φαίνονται τεράστια μεγαθήρια. Και ταυτόχρονα τόσο εξαιρετικά μικροπρεπή. Τα βαριόταν μ’ όλη του την ψυχή. Και τότε ξανάρχιζε να απομακρύνεται προς τα πάνω. Σαν μεγαλοπρεπές αερόστατο με τον ίδιο να καμαρώνει από ψηλά και να ελπίζει πως αυτή πια, θα’ ταν η τελευταία φορά. Αλλά μια φωνή μέσα του τού 'λεγε πως πάλι έκανε λάθος. Θα ανεβοκατέβαινε. Ξανά και ξανά. Σκατά.
Σταμάτησε να πάρει ανάσα. Κοντές σκέψεις. Αναμασήματα. Πουθενά δεν οδηγούσαν τέτοιου είδους συλλογισμοί, το ήξερε καλά. Τόσες φορές το είχαν συζητήσει με την Μητέρα. Είχε πειστεί πια γι’ αυτό. Αλλά ήταν φανερό πως αυτό, από μόνο του, δεν έφτανε για ν’ αλλάξει. Έλα όμως που δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Όλα στραβά έβρισκε πως τα έκανε. Προσπαθούσε, προσπαθούσε τόσο πολύ να την πετύχει αυτήν την αναθεματισμένη την σταθερότητα για την οποία του μίλαγε η Μητέρα – και την πετύχαινε μερικές φορές, ήταν σχεδόν βέβαιος γι’ αυτό – μόνο που μετά από λίγο του ξέφευγε πάλι. Αυτό ήταν το θέμα, του ξέφευγε. Οπότε, άντε πάλι απ’ την αρχή. Είχε βαρεθεί πια. Όλο τα ίδια και τα ίδια.
Αισθάνθηκε τα πόδια του να βαραίνουν. Η βάρδια αυτή πρέπει να πλησίαζε να τελειώσει. Λίγο πάνω, λίγο κάτω, δεν είχε σημασία. Στην επόμενη βάρδια θα καθόταν περισσότερο, να πατσίσει. Τώρα όμως, σκέφτηκε, μπορούσε να σταματήσει. Πιο κάτω διέκρινε ένα μεγάλο τσαμπί φωλιών. Με γρήγορο βήμα προχώρησε προς τα εκεί. Στις εισόδους μπροστά είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Περίμεναν ώρα για ελεύθερη φωλιά και πεινούσαν πια πάρα πολύ. Έβλεπε τα χέρια και τα πόδια τους να σπαρταράνε απ’ το ανεξέλεγκτο τρέμουλο, ενώ τα μάτια τους πηγαινοέρχονταν πανικόβλητα σαν να κρέμονταν από ξεχαρβαλωμένα ελατήρια. Αθλιότης.
Αλλά κι’ αυτοί που τώρα έβγαιναν απ’ τις φωλιές για ν’ αρχίσουν τις βάρδιες τους, ούτε αυτοί ήσαν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Έφηβοι στρατιώτες, που τους σπρώχνουν σε άδικη μάχη. Για ακόμα μια φορά έπρεπε να προσπαθήσουν να βάλουν σε λογαριασμό το ανυπάκουο σώμα τους. Πόσο μάταια ήταν όλα αυτά. Ως πότε πια αυτή η κόλαση της βιολογίας, η καταδίκη της σάρκας;
Καθώς σπρωχνόταν ανάμεσα στο πλήθος, έτυχε κι’ άνοιξε μια φωλιά την στιγμή ακριβώς που περνούσε από μπροστά του. Χάρηκε τόσο πολύ. Χαμήλωσε τα μάτια και παραμέρισε για να βγει ο προηγούμενος. Τον είδε να ξεπροβάλλει απ’ τη φωλιά κι’ αμέσως να κάνει στην άκρη, ως είθισται. Μετά έστριψε κι’ απομακρύνθηκε, βαρύθυμα.
Ξάπλωσε πάνω στα υγρά χείλη της φωλιάς. Τα ένοιωσε να ανοίγουν απαλά και το σώμα του να γλιστράει ανάμεσά τους. Το άνοιγμα έκλεισε πίσω του. Ο αέρας που γλίστρησε έξω την τελευταία στιγμή ακούστηκε σαν ρέψιμο. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, να απολαύσει την στιγμή. Τι ησυχία. Τι γαλήνη. Μανούλα.
Τα τοιχώματα της φωλιάς αγκάλιασαν το σώμα του προστατευτικά. Το στήριξαν εκεί που το είχε ανάγκη κι’ υποχώρησαν όπου έπρεπε, ώσπου το σώμα του έχασε εντελώς το βάρος του κι’ ήταν σαν να εξανεμίστηκε. Η δροσερή βλέννα κάλυψε τους πόρους του δέρματός του. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ανατρίχιασε. Ήταν σαν να έβγαζε ένα φρικτό, ιδρωμένο προσωπείο. Το προσωπείο ενός γέρου. Ενός άθλιου γέρου. Ήταν, και πάλι, ελεύθερος. Τα εκατομμύρια των νανοεπεξεργαστών που έπλεαν μέσα σε κάθε σταγόνα βλέννας σπαρταρούσαν για επαφή. Σαν να ποτίζεις την Σαχάρα. Κάθε οκτώ ώρες, πάνω-κάτω.
Πραγματική ζωή
Τελικά, μ’ εκείνη την γελοία ιστορία, όλα εντάξει, κανένα πρόβλημα. Δεν χρειάστηκε καν να το συζητήσει με την Μητέρα, συνεννοήθηκαν από τον τόνο της φωνής και μόνο. Είχε πληροφορηθεί τα πάντα, προφανώς. Αλλά ήταν εντάξει, δεν υπήρχε θέμα. Δεν πέρασε βέβαια απαρατήρητο – αυτό έγινε κατανοητό – αλλά ήταν εντάξει. Το ήξερε απ’ την αρχή, ότι έτσι θα τέλειωναν τα πράγματα, καταλάβαινε τώρα. Αλλά δεν είχε όρεξη να το σκαλίσει άλλο. Αρκετά. Είχε την ζωή της να ζήσει.
Για κάποιο λόγο η Μητέρα έτυχε να έχει όρεξη για κουβέντα. Αντανακλαστικά, και χωρίς να είναι βέβαιη για τον λόγο, την απέφυγε. Ένοιωθε μεγάλη ανακούφιση που η μικρή της ανοησία είχε περάσει χωρίς συνέπειες, αλλά εξακολουθούσε να είναι λίγο μπερδεμένη. Η θλιβερή αλήθεια ήταν πως αν την τιμωρούσαν, μπορεί και να ένοιωθε καλύτερα – τα πράγματα θα ήταν πιο ξεκάθαρα τότε. Τώρα ένοιωθε αμηχανία απ’ την υποχρέωση της ευγνωμοσύνης.
Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει κατέφυγε στον κήπο της.
Ήταν τόσο όμορφα στον κήπο της. Μα τόσο όμορφα. Και δεν ήταν τυχαίο που όταν πήγαινε εκεί, δεν ένοιωθε σχεδόν ποτέ ναυτία. Σαν δροσερή, κρυστάλλινη βροχή τον ένοιωθε πάντα τον κήπο της. Σαν βροχή, που πέφτει πάνω σε φλογισμένο μέτωπο και γαληνεύει τον πυρετό. Ήταν το καταφύγιό της, η φωλίτσα της. Η αλήθεια ήταν πως τελευταία πήγαινε κάπως αραιότερα απ’ ότι παλιότερα, αλλά τα αισθήματά της γι’ αυτόν παρέμεναν αναλλοίωτα.
Θυμήθηκε, πολύ παλιότερα, τότε που η Μητέρα κρυβόταν ανάμεσα στα δέντρα για να παίξουν κρυφτό. Πόσο γελούσαν. Και άλλες φορές που απλώς κάθονταν στην αστραφτερή αμμουδιά και κουβέντιαζαν. Τα πόδια τους ίσα που άγγιζαν το διάφανο νερό. Ήταν πράσινο, πράσινο ανοικτό. Οι σταγόνες από τα πόδια τους έφτιαχναν αργούς ομόκεντρους κύκλους. Ένας πυκνός θάμνος – ποτέ δεν κατάφερνε να συγκρατήσει τα ονόματά τους – με σγουρά μαύρα φύλλα και μικρά μπλε ανθάκια είχε ρίξει τα κλαδιά του μέχρι το νερό. Η Μητέρα έβγαζε πάντα και τής έδινε ένα κομμάτι ψωμί για να ταΐσει τα τρία παπάκια που έπλεαν αργά στο νερό.
Συνήθως, ήταν απόγευμα. Ο ήλιος χαμηλά στον ουρανό με δυο-τρία χρυσαφιά σύννεφα γύρω-γύρω. Η λίμνη ήταν ψηλά, σαν σε οροπέδιο. Πέρα μακριά, πολύ χαμηλά, διέκριναν ασημένια φωτάκια να λαμπυρίζουν. Ήταν μικρές πολιτείες, της είχε πει η Μητέρα. Ετοιμάζονταν για την νύχτα που έπεφτε. Όμως εκεί ψηλά στη λίμνη όλα αυτά έμοιαζαν πολύ μακρινά και ο απόηχός τους δεν τις άγγιζε. Ώσπου έπεφτε μια αραιή, κρύα ομίχλη κι’ η Μητέρα έλεγε πως είχε πια νυχτώσει. Ήταν ώρα να πηγαίνουν. Όμορφες μέρες.
Άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε αφηρημένα τον κορμό ενός δέντρου δίπλα της. Ήταν τόσο τρυφερός, τόσο πράσινος. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τα γυαλιστερά κλαδιά του, που υψώνονταν ψηλά, μέχρι που δεν τα ξεχώριζες από τον ουρανό. Τα φύλλα του δέντρου ήταν σχεδόν διάφανα και ηχούσαν σαν χιλιάδες μικρές καμπανούλες, που τα άγγιζε απαλά με τα δάκτυλά του ο προσεκτικός άνεμος.
Όμως δεν είχε όρεξη γι’ αυτό, τούτη ειδικά την φορά. Ήθελε κάτι άλλο, ήθελε να ζήσει. Όλα αυτά της φάνηκαν ξαφνικά σαν να μην είχαν και πάρα πολύ νόημα. Λίγο παιδιάστικα.
Κάτι με κόσμο θα ήταν πολύ καλύτερο, σκέφτηκε.
Γύρισε το κεφάλι της στο πλάι για να βλέπει μόνο με την άκρη του ματιού της – αυτό βοηθούσε πάντα για την ναυτία της πρώτης στιγμής. Ακουγόταν ένα τρομερό βουητό, αλλά κι’ αυτό ήξερε πως θα περνούσε γρήγορα. Ο κόσμος χοροπήδησε άλλη μια φορά, σαν κουβέρτα που την τινάζουν, και μετά στάθηκε. Η ακοή της άρχισε να εστιάζει. Χαμός γινόταν.
Κόλλησε στον τοίχο και έμεινε εντελώς ακίνητη. Έπρεπε να μην τραβήξει την προσοχή κανενός, στην αρχή τουλάχιστον. Είχε στυλώσει το βλέμμα της ανάμεσα στα πόδια της και πίστευε πως αν δεν κοίταζε κανέναν, δεν θα την έβλεπε και κανείς. Ναι, ας ήταν παράλογο, συνήθως έπιανε.
Μια πιτσιλιά αίμα, σαν ριπή, έσκασε ανάμεσα στο πόδια της. Δεν μπόρεσε να μην κοιτάξει. Ήταν από ένα χέρι. Σπαρταρούσε ακόμα, λίγο πιο πέρα. Ήταν κομμένο απ’ τον καρπό. Δεν ήταν κομμένο, ξεριζωμένο ήταν. Σαν να το τράβηξαν από το σώμα απότομα και με μεγάλη δύναμη.
Γύρισε γρήγορα και χώθηκε σε μια γαλαρία που βρήκε πίσω της. Ήταν πολύ σκοτεινά. Δίπλα της ένοιωσε μια ζεστή ανάσα. Προσπάθησε να μην ουρλιάξει, ενώ το σώμα της από μόνο του τινάχτηκε πιο κάτω, εκεί που είχε πιο πολύ φως. Γύρισε. Βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν μονοκέρατο. Είχε άσπρο μακρουλό κεφάλι και λαμπερή χαίτη. Τα μεγάλα ρουθούνια του τρεμόπαιζαν διερευνητικά. Απ’ το λαιμό και κάτω είχε σώμα μπαλαρίνας. Τι ιδέα! Η στολή του ήταν ροζ. Ο μονοκέρατος πισωπάτησε στο σκοτάδι. Έμοιαζε να την φοβάται. Καλύτερα. Προσπέρασε χωρίς δεύτερη ματιά. Δεν της έλεγε τίποτα. Και δεν θα ζούσε για πολύ – ήταν βέβαιη.
Έπρεπε να βρει αμέσως παρέα, αλλιώς θα πέθαινε. Αλλά δεν ήταν εύκολο, αυτό ήταν το πρόβλημα. Όμως αν έβρισκε, θα ήταν ωραία. Μπορεί να κατάφερναν να ζήσουν πολύ ώρα και θα είχε πλάκα.
Προχώρησε στην τύχη προς τα δεξιά. Λίγο πιο κάτω είδε ένα άνοιγμα, σαν μικρή σπηλιά. Από μέσα κάτι ακουγόταν. Πλησίασε προσεκτικά και έριξε μια πολύ γρήγορη ματιά. Ήταν τέσσερις, αλλά δεν κοίταγαν προς το μέρος της. Αργά και προσεκτικά ξανακοίταξε. Ήταν μπερδεμένο. Ο ένας ήταν πεσμένος μπρούμυτα πάνω σ’ ένα βράχο, ένας άλλος ήταν από πίσω του και έμοιαζε να τον πηδάει, ενώ ένας τρίτος στεκόταν πιο δίπλα και παρακολουθούσε. Ο τέταρτος δεν έβλεπε τι έκανε. Σε λίγο αυτός που κοίταγε, πήγε λίγο πιο πέρα και τότε μπόρεσε να δει και τον τέταρτο. Κρατούσε σφιχτά το μπράτσο του πεσμένου σώματος και το δάγκωνε προσπαθώντας να κόψει κρέας. Μόλις έκοβε λίγο, το μασουλούσε, και μετά το έφτυνε. Ο τόπος ήταν γεμάτος αίματα, η βαριά μυρωδιά τής πλάκωνε την ανάσα. Τα κεφάλια τους ήταν καλοδουλεμένα, μύγας, στρουθοκάμηλου και σκύλου. Ο πεσμένος πρέπει να είχε ανθρώπινο κεφάλι, αλλά δεν το έβλεπε καθαρά από εκεί που στεκόταν. Θα πρέπει να είχε πάθει κάτι, γιατί δεν αντιδρούσε πια καθόλου.
Έμεινε λίγο να τους κοιτάζει. Ήταν ήρεμη. Δύσκολα θα την έβλεπαν, γιατί δεν κοίταγαν προς το μέρος της. Αυτός που γαμούσε – αυτός με το κεφάλι σκύλου – της τράβηξε αμέσως την προσοχή. Έμοιαζε λυπημένος. Το σώμα του πηγαινοερχόταν σπασμωδικά, αλλά το κεφάλι του έμοιαζε εντελώς ξεκομμένο από την δραστηριότητα του υπόλοιπου σώματος, έμοιαζε σαν παραδομένο σε μια ανώτερη δύναμη. Σαν να μην μπορούσε πια να επικοινωνήσει με αυτό το σώμα, να είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια και να είχε βυθιστεί σε κάποια μελαγχολική ανάμνηση. Όμως μπορεί και να ήταν ιδέα της όλα αυτά.
Σε μια στιγμή ο σκύλος πρέπει να κουράστηκε ή να βαρέθηκε γιατί έκανε με το χέρι του μια κίνηση, σαν αηδίας και αποτραβήχτηκε. Πήγε λίγο πιο πέρα και άρχισε να καθαρίζει το πράμα του. Δεν βολευόταν και έψαχνε το λιγοστό φως που έμπαινε απ’ τον διάδρομο για να βλέπει καλύτερα. Στο μεταξύ αυτός με το κεφάλι μύγας, που στεκόταν δίπλα και κοίταγε, πήγε και πήρε αμέσως την θέση του. Αλλά ούτε αυτός έμοιαζε να έχει όρεξη. Δεν κατάφερνε να κρατηθεί μέσα, συνέχεια του έβγαινε και έπρεπε να ξαναψάχνει την τρύπα. Σταμάτησε. Γύρισε και έριξε μια θυμωμένη ματιά σε εκείνον που έτρωγε δίπλα, έμοιαζε να τον εμποδίζει. Αλλά εκείνος συνέχισε αδιάφορος. Μετά, η μύγα ανασηκώθηκε και με μια ξαφνική κίνηση στήριξε το γόνατό του στην ραχοκοκαλιά του πεσμένου σώματος, το έπιασε από το κεφάλι και τράβηξε με δύναμη. Ο ήχος ακούστηκε πολύ καθαρά. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.
Κανείς δεν είπε τίποτα. Αυτός που μάσαγε, έφτυσε την μπουκιά του και ανασηκώθηκε. Φάνηκε εκνευρισμένος, αλλά δεν είπε τίποτα. Κλότσησαν το πτώμα σε μια γωνία και βγήκαν από τη σπηλιά – τότε είδε πως υπήρχε κι’ άλλη έξοδος.
Έμεινε μόνη. Το σώμα διακρινόταν ακόμα καθαρά στο σκοτάδι, αν και είχε αρχίσει ήδη να διαλύεται. Σκέφτηκε πως έπρεπε να βιαστεί να τους ακολουθήσει. Να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να την πάρουν μαζί τους. Αν όλα πήγαιναν καλά. Κοίταξε τον τοίχο της γαλαρίας. Ήταν σκούρο-πράσινος με κιτρινοκόκκινες φλεβίτσες. Την έκανε ν’ ανατριχιάζει γιατί ήταν κρύος και γλοιώδης από την υγρασία.
Από μακριά ακούστηκε θόρυβος από τύμπανα. Κάποια τελετή θα ήταν. Οι τελετές ήταν πάντα πολύ ωραίες. Σκέφτηκε πως έπρεπε να τρέξει για να προλάβει. Αφαιρέθηκε και ακούμπησε το μάγουλό της στον τοίχο. Πετάχτηκε πέρα, παγωμένη. Το μάγουλό της το ένοιωθε να καίει. Τα τύμπανα ακούγονταν τώρα πιο δυνατά. Όμως όχι. Όχι, όχι, όχι. Δεν είχε καμία, μα καμία όρεξη. Της ερχόταν να βάλει τις φωνές. Ήταν τόσο βαρετά όλα αυτά.
Περίμενε πάλι λίγο, να της φύγει η ναυτία και το βουητό.
Κόλλησε πάνω στον τοίχο. Ήταν ο τοίχος. Είχαν περάσει χρόνια. Έκανε πολύ ζέστη. Η ζωή της όλη θα κρατούσε τρεις-τέσσερεις μέρες. Η θερμοκρασία έπαιζε καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό. Περίμενε, χρόνια τώρα, να βραδιάσει. Ακίνητη, χωρίς ίχνος σκέψης να ρυτιδώνει το μυαλό της, ολόκληρη η ύπαρξή της μια ατέλειωτη προσμονή.
Ο κόσμος της ήταν ένα ενεργειακό σύμπαν. Δεν ήξερε τι ήταν τα ζώα, τα πουλιά ή τα δέντρα. Δεν είχε τα μέσα για να τα αντιληφθεί ή να τα κατανοήσει. Το μόνο που καταλάβαινε ήταν ενέργεια, θετική και αρνητική. Αποζητούσε την μια και απέφευγε την άλλη. Και ήξερε πως, τελικά, ο σκοπός της θα τής φώτιζε τον δρόμο. Μέσα στο λιοπύρι, όπως και του Παύλου ο Ιησούς. Θα κατρακυλούσε προς αυτόν με την βεβαιότητα κομήτη. Περίμενε να έρθει το βράδυ για να βγει να τον κυνηγήσει. Γι’ αυτό είχε γεννηθεί, ήταν πολύ απλό.
Θυμόταν. Θυμόταν χωρίς να σκέφτεται, την αρχή της ζωής της. Την έβλεπε να προβάλλεται στο μάτι του μυαλού της και την παρακολουθούσε ψυχρά, χωρίς καμιά συναισθηματική αντίδραση. Η Μητέρα την είχε αποθέσει στην επιφάνεια μιας μικρής σκιερής λακκούβας γεμάτης με βρομόνερα. Δίπλα της επέπλεαν δεκάδες άλλα αδέλφια της. Μετά η Μητέρα έφυγε, δεν την ξανάδε ποτέ πια. Άρχισε να μεγαλώνει. Ένοιωθε στριμόχωρα εκεί που ήταν χωμένη. Νόμιζε ότι θα πάθει ασφυξία. Είχε διπλωθεί ολόκληρη, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Τα πνευμόνια της τα ένοιωθε να έχουν καρφωθεί μέσα στην κοιλιά της. Η πλάτη της την πονούσε πάρα πολύ. Κάτι την πίεζε, όμως δεν μπορούσε να δει τι ήταν, γιατί δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι της. Κάποια στιγμή άρχισε να χάνει τον κόσμο, είπε πως θα πέθαινε όπου να’ ναι. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε, μπορεί και να λιποθύμησε. Σε κάποια στιγμή ακούστηκε ένας τρομερός κρότος και η πίεση στη πλάτη της άρχισε να μαλακώνει. Άργησε να το καταλάβει, έτσι πιασμένη που ήταν. Αλλά είχε πια χώρο να κινηθεί. Τεντώθηκε, διστακτικά. Της πήρε ώρα, όλοι της οι μυς ένοιωθαν σαν να μην είχαν ποτέ κινηθεί. Μπορεί και να’ ταν πραγματικά έτσι, δεν θυμόταν. Γλίστρησε μέσα σε κάτι. Ήταν ρευστό και υπέροχο. Τι ανακούφιση. Τι αγαλλίαση. Κολύμπησε με απόλαυση. Μετά πήγε και κόλλησε στην επιφάνεια για να μπορεί να αναπνέει. Ήταν πολύ ωραία. Υπήρχε και πολύ φαΐ, που περνούσε ελεύθερα δίπλα της. Απλώς το μάζευε και έτρωγε. Ήταν τόσο ανέμελα. Όλα ήταν τόσο καθαρά και έντονα. Ζωή στο μάξιμουμ.
Αλλά γρήγορα ξεκίνησε νέο μαρτύριο. Άρχισε να πρήζεται. Ένοιωθε ξένη μέσα στο σώμα της, σαν να μην την χωρούσε. Το αίσθημα έγινε γρήγορα τρομερά οδυνηρό και τότε ένα κομμάτι του δέρματός της, πίσω στη πλάτη της, χαμηλά, σκίστηκε κι’ άνοιξε. Τρόμαξε. Αλλά δεν πονούσε. Δεν υπήρχε πρόβλημα, κατάλαβε. Ήταν σαν την προηγούμενη φορά. Το δέρμα της σκίστηκε και γρήγορα έπεσε από πάνω της σαν άχρηστο πανωφόρι. Μετά έγινε ησυχία. Αλλά γρήγορα το πρήξιμο ξανάρχισε. Αυτή την φορά δεν ανησύχησε και τόσο πολύ, θα περνούσε κι’ αυτό. Πράγματι το δέρμα της και πάλι τσιτώθηκε, σκίστηκε και έπεσε από πάνω της. Συνέχισε να ξεπροβάλει μέσα απ’ το σώμα της και να μεγαλώνει. Ένοιωθε λίγο περήφανη. Σαν λουλούδι που ανθίζει. Η διαδικασία επαναλήφθηκε τέσσερις φορές. Άρχισε να κουράζεται.
Περίμενε. Νόμιζε πως θα ξαναρχίσει να πρήζεται, αλλά δεν ένοιωθε τίποτα πια. Τίποτα. Είχε χάσει κάθε επαφή με το σώμα της. Ούτε καν πεινούσε πια. Το φαΐ περνούσε δίπλα της και δεν έβρισκε την δύναμη να ενδιαφερθεί. Το μόνο που ήθελε ήταν να κάθεται και να ξεκουράζεται, αιωρούμενη ελεύθερα. Όμως γρήγορα νέες αλλαγές άρχισαν να γίνονται μέσα της. Δεν ήξερε πώς να τις σκεφτεί και να της περιγράψει στον εαυτό της, αφού δεν της προκαλούσαν κανένα συνειρμό. Απλώς τις ένοιωθε να συμβαίνουν. Πέρασε ώρα.
Κάποια στιγμή, τυχαία, έκανε μια κίνηση και έκπληκτη είδε να σκίζεται ένα διάφανο περίβλημα που είχε σχηματιστεί γύρω της. Δεν το περίμενε. Δεν το περίμενε που είχε γίνει αυτό που έβλεπε, αυτό που ένοιωθε. Ήταν νωρίς όμως ακόμα, δεν ήταν έτοιμη. Κάθισε ακίνητη στην επιφάνεια. Η λαμπρή ζέστη από ψηλά της έδινε δυνάμεις. Ήταν τόσο ευεργετικό. Σαν να ήταν φτιαγμένη από πηλό κι’ η ζέστη την βοηθούσε να πάρει σχήμα, να υπάρξει. Ένοιωσε να πυρώνει από εσωτερική ζωή και το σώμα της να τεντώνεται σαν χορδή τόξου. Ήταν πια έτοιμη.
Μετά… Αχ, μετά. Μετά ο ουρανός πρέπει να σκίστηκε στα δύο κι΄ αυτή έμεινε άναυδη να θαυμάζει. Πετούσε! Πετούσε στον αέρα. Πετούσε σαν χαρούμενο βέλος. Ποτέ της δεν το συνήθισε εντελώς. Ακόμα και όταν κατάλαβε πως ήταν κάτω από τον πλήρη έλεγχό της, πάλι εξακολουθούσε να το αντιμετωπίζει σαν θαύμα. Ένα θαύμα, δωρεάν.
Πέταξε ψηλά. Έσπρωχνε τον αέρα προς τα κάτω, γύρναγε ανάποδα τα φτερά της, τον ξανάσπρωχνε προς τα πάνω και μετά έκανε για λίγο τσουλήθρα πάνω στα κύματα του αέρα. Και ξανά, και ξανά. Τα δευτερόλεπτα ήσαν τόσο αργά και ο ήλιος τόσο εκθαμβωτικός. Μαγεία. Μόνο που δεν ήξερε πού να πάει και τι να κάνει. Δεν ήξερε καν πως υπήρχαν προορισμοί ή στόχοι. Δεν είχε ακούσει ποτέ για το καλό και το κακό και δεν μπορούσε να κάνει υποθέσεις για όλα αυτά, γιατί δεν είχε με τι να κρίνει και να συγκρίνει. Ήταν φυσική, γρήγορη και αυτόματη.
Όμως η ανάγκη ήρθε γρήγορα και την βρήκε. Άρχισε να πεινάει. Και δεν πεινούσε σαν μωρό, που ήταν έως τότε. Τώρα πεινούσε σαν ενήλικος. Την θέριζε η πείνα. Ποθούσε το φαΐ κατά τρόπο σχεδόν σεξουαλικό. Ένοιωθε το σώμα της να σταφιδιάζει και να αποζητά την τροφή σαν απογοητευμένη γεροντοκόρη. Έχωνε τα νύχια της μεσ’ τα απελπισμένα της βυζιά και ονειρευόταν υστερικά έναν πελώριο σωτήρα να εισχωρεί μέσα της λυτρωτικά. Πεινούσε, πεινούσε πολύ.
Δεν είχε αμφιβολίες, ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει, έπρεπε να περιμένει να βραδιάσει. Το βράδυ οι ενέργειες που την περιέβαλαν θα φωτίζονταν πιο καθαρά και θα μπορούσε τότε πιο εύκολα να ξεμπερδέψει το κουβάρι τους και να φτάσει τον στόχο της. Προσγειώθηκε στην κάθετη επιφάνεια ενός τοίχου, στηρίχτηκε στις πατούσες της και σκέφτηκε πως πράγματι δεν απείχε και πολύ από έναν Θησέα. Μόνο που αυτή ήταν άσπρη.
Ψυχρή και αδιάφορη περίμενε πάνω στον τοίχο να βραδιάσει. Έβλεπε με το μάτι της φαντασίας της το σώμα της, σαν πύρινο σπαθί, να τρυπάει τον στόχο και να αντλεί τους χυμούς του σαν διψασμένη αντλία πετρελαίου. Το κεφάλι της ολόκληρο ριγούσε από την λαχτάρα. Τα σάλια της έτρεχαν ακατάπαυστα.
Και σε μια στιγμή ξεκίνησε. Δεν το αποφάσισε η ίδια, είχε εμπιστοσύνη. Ο Θεός θα την είχε υπό την σκέπη Του. Της έδωσε την πτήση, θα της έδινε τώρα και τον στόχο. Είχε αφεθεί στην απέραντη Αγάπη του που την περιέβαλε από παντού. Πετούσε. Ισορροπώντας πάνω από τα κύματα, έπλεε μακριά από τις περιοχές με δυσάρεστη ενέργεια και κοντοστεκόταν στις ευχάριστες μήπως και αισθανόταν αύρα τροφής να την αγγίζει. Έτσι, συνέχεια. Ήταν ένα μαγικό ταξίδι.
Και ναι. Ξαφνικά, εκεί που πήγαινε, ένοιωσε κάτι. Ήταν μια μυρωδιά. Μια πολύ ειδική μυρωδιά, που της γαργαλούσε ανεπαίσθητα τα ρουθούνια. Δεν ήταν εντελώς βέβαιη πως ήταν μυρωδιά αυτό το πράγμα. Αλλά έτσι έμοιαζε.
Βούτηξε πίσω της. Γλυκιά, χρυσή οπτασία. Το σώμα της ήταν το υπερηχητικό τρυπάνι, το μαστίγιο του Θεού που, νομοτελειακά, θα εύρισκε τον στόχο του. Γιατί Αυτός τα είχε φτιάξει έτσι. Είχε δικαίωμα στον στόχο της. Τον ένοιωθε να την καλεί.
Και έσπασε τα μούτρα της. Χτύπησε πάνω σε κάτι. Ένα αόρατο εμπόδιο. Δεν φαινόταν τίποτα, αλλά να περάσει δεν μπορούσε. Το εμπόδιο υψωνόταν μέχρι την άκρη του ουρανού. Πέταξε παντού, αλλά το εμπόδιο δεν είχε άκρη, πουθενά δεν άρχιζε και πουθενά δεν τέλειωνε. Ήταν καρφωμένο στη μέση του σύμπαντος και χώριζε την πραγματικότητα στα δυο. Και αυτή ήταν από την άλλη πλευρά. Την λάθος πλευρά. Πήρε φορά και έπεσε πάνω του με όλη της την δύναμη. Τίποτα. Εξοργίστηκε. Ξανά. Τίποτα. Ξανά. Ξανά. Ξανά, ξανά, ξανά, ξανά. Τίποτα.
Στο τέλος τραυματίστηκε, άσχημα. Την τελευταία φορά κάτι έσπασε στον θώρακά της και το ένα της φτερό τσακίστηκε. Έπεσε μπροστά στον τοίχο. Ικέτης τώρα. Δεν έφτανε για τίποτα άλλο.
Πέρασε ώρα. Και το πιο εξευτελιστικό απ’ όλα ήταν ότι βαθιά μέσα της, το ήξερε πολύ καλά, το περίμενε. Το περίμενε, να αποτύχει. Κάτι θα στράβωνε στο τέλος κι’ η ζωή της θα πήγαινε χαράμι. Ήταν σίγουρη. Δοκίμασε να πετάξει πάλι. Αλλά βέβαια η Χάρις του Θεού την είχε τώρα εγκαταλείψει. Βέβαια. Αλλά κι’ αυτό το περίμενε. Την δοκίμαζε. Ανελέητε Νάρκισσε.
Σύρθηκε με τρομερό κόπο μέχρι μια κόγχη λίγα εκατοστά πιο κάτω. Ξάπλωσε. Δυστυχώς, χειροτέρευε. Χειροτέρευε, συνέχεια. Ένοιωθε να κατρακυλάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο κόσμος γύριζε μέσα στο κεφάλι της σαν ξεχαρβαλωμένη καρότσα. Το πόδια της διπλώθηκαν αφύσικα κάτω απ’ το τσακισμένο της φτερό. Μαύρη μοίρα. Δεν μπορούσε πια καθόλου να κουνηθεί, ολόκληρο το σώμα της σφάδαζε από τους πόνους. Της φάνηκε πως τα μάτια της κρέμονταν έξω από τις κόγχες του κρανίου της. Θλιβερά ελατήρια από χαλασμένο ρολόι. Τα σπλάχνα της θα χύνονταν έξω απ’ την κοιλιά της. Ήταν θνητή. Δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Ο πόνος την τελείωνε. Πραγματικά, θα πέθαινε. Η ζωή της θα τελείωνε εκεί, τότε. Το επόμενο δευτερόλεπτο δεν θα υπήρχε πια. Μα γιατί; Τι είχε κάνει; Ο χρόνος θα συνέχιζε αδιάφορα, αλλά αυτή θα πέθαινε. Έτσι γελοία, έτσι χωρίς λόγο, χωρίς τίποτα. Θυμήθηκε όταν ήταν μωρό ακόμα. Ω, όχι. Όχι εδώ. Όχι έτσι. Όχι ακόμα. Όχι. Πουτάνες, γαμιέστε.
Και τέλειωσε.
Ε, ως εδώ. Δεν το άντεχε άλλο. Ως εδώ.
Η Μητέρα δεν του έφερε καμία αντίρρηση. Ίσως να μην κατάλαβε κιόλας ή και να μην προσπάθησε καν να καταλάβει. Ήταν πιθανό, γιατί κι’ ο ίδιος δεν ήταν βέβαιος πως καταλάβαινε τι της έλεγε μέσα στην παραφορά του. Πάντως το ένοιωθε, αυτό ήταν σίγουρο, το ένοιωθε. Το αδιέξοδο. Ήταν τρελός από απελπισία. Και είχε έρθει η ώρα του, πίστευε. Θα τα έσπαγε όλα. Το αστέρι του θα διέγραφε επιτέλους την δική του, αυτόνομη πορεία στον σκοτεινό ουρανό.
Αποφάσισε ότι ήθελε να την ξαναδεί. Εκείνη. Ζήτησε απ’ τη Μητέρα να τα κανονίσει. Και βρέθηκε στην Μόσχα, στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχε αποφασίσει τίποτα. Αυτός στεκόταν εκεί και η απόφαση πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του σαν μπαλόνι που πετάγεται αναπάντεχα απ’ τον πάτο της θάλασσας. Το αποδέχτηκε απλώς. Ποιος πραγματικά αποφάσιζε, ιδέα δεν είχε. Είχε πολύ κόσμο στο σταθμό. Περίμενε λίγο να περάσει η ναυτία και μετά ξεκίνησε να την ψάχνει.
Ήταν περίεργο, από μια πλευρά. Όσο προσπαθούσε να ξορκίσει τη σύγχυση, όσο αγωνιζόταν να βάλει τάξη και να βγάλει νόημα, τόσο πιο πολύ ένοιωθε τη ζωή του να εξελίσσεται ερήμην του. Αισθανόταν σαν έπιπλο, σαν καρέκλα. Κάθε τόσο, κάποιος την έπαιρνε και τη μετέφερε αλλού. Και κάποιος – διαφορετικός κάθε φορά – κώλος ερχόταν, στρογγυλοκαθόταν από πάνω του και του έφραζε τη θέα. Μάταια αγωνιζόταν να δει πού βρισκόταν. Άδικα προσπαθούσε να καταλάβει το λόγο. Κανείς δεν του έδινε σημασία και κανείς δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτόν. Ούτε καν η Μητέρα, ουσιαστικά.
Περπατούσε ανάμεσα στον κόσμο και το μυαλό του είχε σκοτεινιάσει απ’ την αμφιβολία. Είχε κάνει καλά; Τη στιγμή εκείνη του είχε φανεί σαν το μόνο λογικό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει. Η επιθυμία να την ξαναδεί, ήταν το μόνο πράγμα που τον έκανε να αισθάνεται μια συνέχεια. Του έδινε σκοπό και νόημα, ένα πάτημα να σταθεί. Αλλιώς, τι; Ναι, μπορούσε να πάει οπουδήποτε και να κάνει οτιδήποτε. Μέχρι την ώρα της επόμενης βάρδιας. Αλλά για ποιο λόγο; Θέλησε να την ξαναδεί, γιατί μόνο έτσι του φάνηκε πως θα έβρισκε απάντηση. Τώρα όμως δεν ήταν και τόσο βέβαιος.
Περπατούσε ανάμεσα στον κόσμο και το μυαλό του είχε θολώσει απ’ την αγωνία. Τι θα γινόταν; Τι θα της έλεγε; Τι θα του έλεγε; Πώς θα έρχονταν τα πράγματα; Θα’ θελε να γινόταν να κλείσει τ’ αυτιά του μπροστά σ’ αυτό το παζάρι αργυραμοιβών, που διαλαλούσαν ξεδιάντροπα τις φτηνές πραμάτειες τους μέσα στο κεφάλι του. «Θα της πω πως της τα συγχωρώ όλα». «Θα μου πει πως ποτέ δεν με ξέχασε». «Τότε θα της πω…». «Αλλά τότε αυτή μπορεί να μου πει…». Αχ, και να γινόταν να σκάσουν. Αλλά καταλάβαινε πως οι χαμερπείς αυτές ψιθυριστές φωνές ήσαν η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Αυτού που έψαχνε. Μια σταθερή βάση. Ένα προβλέψιμο μέλλον. Ένα και ένα ίσον δύο. Έπρεπε να το πιει μέχρι τέλους το ποτήριο τούτο. Και κατά βάθος του άρεσαν όλα αυτά. Ήταν πρωταγωνιστής του εαυτού του. Καταγινόταν με κάτι που μπορούσε να καταλάβει και να συμμεριστεί ο οποιοσδήποτε.
Περπατούσε ανάμεσα στον κόσμο. Προς τα πού να πάει; Δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει. Σταμάτησε, τραβήχτηκε σε μια άκρη και κάθισε να κοιτάει τον κόσμο να περνάει. Τι πλήθος. Δισεκατομμύρια. Πού πήγαιναν; Τι γύρευαν; Ήταν δυνατόν; Ήταν δυνατόν κάθε ένα από αυτά τα πλάσματα που περνούσαν από μπροστά του να είχε εσωτερικό κόσμο; Ονειρεύονταν; Πονούσαν; Αυνανίζονταν; Τι έψαχνε η Πόλη και τους έφτιαχνε; Για ποιο λόγο έφτιαχνε τόσα δισεκατομμύρια; Οι διαφορές μεταξύ τους ήταν ασήμαντες. Αλλά και τεράστιες – το πράγμα δεν έβγαζε κανένα νόημα. Τους κοίταγε και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάθε ένας απ’ αυτούς κουβαλούσε ένα ολόκληρο κόσμο μεσ’ το κεφάλι του. Έμοιαζαν με αυτόματα, με μαριονέτες. Τα όνειρά τους, τούς τα είχαν φυτέψει. Οι πόνοι τους ήσαν ζωώδεις, ο έρωτάς τους μηχανικός. Δεν είχαν κανένα λόγο ύπαρξης. Καταχρηστικά υπήρχαν, θα μπορούσαν κάλλιστα και να λείπουν.
Διερωτήθηκε αν αυτή του τη σκέψη η Μητέρα μπορούσε να την αντιληφθεί. Ήταν εντελώς απίθανο. Οι φευγαλέες σκέψεις δεν αφήνουν στο σώμα ίχνη τέτοια, που να μπορούσε να τα αποκρυπτογραφήσει η Μητέρα. Κι’ αυτής όμως ο ρόλος απέλπιδος ήταν, τελικά. Ήταν δυνατόν αυτή που παρακολουθούσε δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο την σύλληψη και την ανάπτυξη ενός οργανισμού, να τον βλέπει μέσα σε μια μόνο στιγμή να πηδάει από ένα παράθυρο ή να πιάνει να τραγουδάει – και να μην έχει ιδέα; Την παραμικρή; Καμιά θεωρία, καμιά ένδειξη, απόλυτο κενό; Βέβαια, συζητούσαν. Αλλά κι’ αυτό πόση προβλεπτική αξία μπορούσε να έχει; Η βιολογία ήταν απελπιστικά γελοία, τελικά.
Ναι. Αλλά παρ’ όλα αυτά ανησύχησε λίγο. Έμεινε ακίνητος να κοιτάει το πλήθος. Είχε ακουμπήσει τις παλάμες του στον τοίχο πίσω του και τον ένοιωθε να μυρμηγκιάζει κάτω απ’ τα δάχτυλά του. Τον ζούληξε ελαφρά με τον αριστερό δείκτη. Αυτό ήταν ήδη παρακινδυνευμένο. Η Πόλη δεν είχε χιούμορ.
Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε πια να την ξαναδεί. Δεν είχε τίποτα να της πει. Αισθανόταν πως είχε γεράσει. Εκεί, μέσα σε λίγα λεπτά. Να την δει για να της πει τι; Ότι την «αγαπούσε»; Και τι πάει να πει αυτή η λέξη; Ότι δεν μπορούσε να την ξεχάσει; Είναι σαν να βγαίνεις δημοσίως και να ομολογείς ακράτεια ούρων. Αυτό ήταν ένα θέμα που η Μητέρα έπρεπε να είχε ήδη αντιμετωπίσει με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, δεν ήταν θέμα συζήτησης. Όχι, δεν είχε τίποτα να της πει. Ήταν γελοίο, ήταν ακόμα χειρότερο, ήταν μάταιο. Είχε κάνει λάθος.
Ήταν έτοιμος να φύγει. Ακόμα και τη βάρδια του σκεφτόταν πως θα μπορούσε να ξεκινήσει νωρίτερα – οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο απ’ αυτήν εδώ την γελοιότητα. Αλλά η Μητέρα δεν θα τα άφηνε όλα αυτά τα καμώματα να περάσουν έτσι, ήταν φανερό. Όμως και τι να κάνει; Στεκόταν πάντα ακίνητος με τη πλάτη στον τοίχο. Είχε στρίψει ελαφρά και το κεφάλι του, ώστε να φαίνεται όσο το δυνατόν λιγότερο από το πλήθος. Αισθανόταν σαν αγελάδα που έχουν βγάλει για πούλημα στο παζάρι. Αλλά δεν του έφταιγε κανείς, μόνος του είχε φτάσει μέχρι εκεί. Κι’ ύστερα παραπονιόταν πως δεν είχε έλεγχο. Τι υποκρισία.
Αισθανόταν τρομερά έκθετος. Κι’ αν περνούσε τώρα; Κι’ αν τον έβλεπε; Τι θα της έλεγε; Πώς θα εξηγούσε την παρουσία του; Βέβαια, από εκείνο το μέρος περνούσαν εκατομμύρια, γιατί να μην είναι κι’ αυτός; Δεν χρειαζόταν καμιά εξήγηση, ήταν φυσικό. Όμως τα μάτια του. Τα μάτια του θα τον πρόδιναν, θα της έδειχναν ποιος πραγματικά ήταν. Αυτός που ήδη ήξερε. Ένας χαμένος, ένα τίποτα. Πόσο θα ήθελε να τα βγάλει τα μάτια του. Επιτόπου. Αφού δεν μπορούσαν να γίνουν τα κοφτερά μάτια ενός ανίκητου ήρωα, τι νόημα είχαν; Αφού δεν μπορούσε με ένα και μόνο βλέμμα να την τσακίσει, να την ρίξει κάτω να ικετεύει συγχώρεση, και μετά να γυρίσει πειθήνια να του ανοίξει τον κώλο της, ε, τότε δεν τα ήθελε τα μάτια αυτά, δεν τα ήθελε. Τον ενοχλούσαν, έμπαινε κρύο από κει μέσα. Κρύο και ανοησία. Ήθελε να τα βγάλει να ησυχάσει.
Ούτε αυτό το κεφάλι ήθελε να έχει, ούτε αυτά τα χέρια και προ παντός όχι αυτές τις αναμνήσεις. Όχι αυτή την ιστορία. Όχι πως είχε και τίποτα το τρομερό η ιστορία του – και αυτό ίσως να ήταν και το πρόβλημα, τελικά. Ήταν ένα τίποτα. Δεν ήθελε να είναι αυτός που ήταν. Και ας αφήσουμε τις αστειότητες. Ήξερε πολύ καλά πως δεν μπορούσε να αλλάξει. Όποιος μπορεί να αλλάξει, έχει ήδη αλλάξει. Αυτός ήταν καταδικασμένος. Τα γονίδιά του δεν είχαν αρχίδια. Τέρμα και τελείωσε.
Μετά από λίγο σηκώθηκε πάλι, διάλεξε στην τύχη έναν απ’ τους διαδρόμους που ανοίγονταν μπροστά του και έπιασε να περπατάει, παραιτημένος. Ήταν άλλη μια μικρή κουκίδα ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες, που προχωρούσαν βιαστικά. Σκέφτηκε πως σιγά-σιγά, καλά θα έκανε να αρχίσει να κατευθύνεται προς την έξοδο, αφού εκεί πέρα δεν επρόκειτο να έχει κανένα μέλλον – και ούτε και ήθελε άλλωστε.
Τότε την είδε – με την άκρη του ματιού του. Στεκόταν σε μια μικρή αποβάθρα προς τα αριστερά του και κοίταζε αλλού. Δεν την έβλεπε καλά, αλλά ήταν αδύνατο να μην την αναγνωρίσει. Κάθε μόριο του σώματός της του φαινόταν συγγενικό, τον καλούσε. Της γύρισε αμέσως τη πλάτη και προχώρησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αισθάνθηκε μια παγωμένη ανατριχίλα να διαπερνάει τη πλάτη του. Μήπως τον κοίταζε; Γύρισε λίγο κι’ έριξε μια γρήγορη ματιά. Δεν τον είχε δει. Ευτυχώς. Δεν είχε καμία όρεξη. Χάρηκε που ήρθαν έτσι τα πράγματα, που δεν τον είχε δει και μπορούσε να εξαφανιστεί αθόρυβα. Τι όμορφα που ήταν τα μαλλιά της, έκαναν σαν να έλαμπαν. Και γιατί να μην της μιλήσει λίγο; Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Ναι. Στο χέρι της κρατούσε ένα εισιτήριο. Ίσως ήταν για να του το δώσει. Ίσως αυτό να ήταν το σημάδι της μοίρας. Το εισιτήριο για να φύγουν μαζί για μια νέα ζωή. Σκέφτηκε πως εκείνη, εκείνη ειδικά την στιγμή, διάλεγε. Διάλεγε κάτι σημαντικό, κάτι για τη ζωή του. Γύρισε.
Την πλησίασε. Δεν την έβλεπε καλά. Ήταν τρομερά συγκινημένος. Η ζωή του θα άλλαζε σε λίγα δευτερόλεπτα. Το ίδιο κι’ η δική της, κι’ αυτή δεν είχε ιδέα, ακόμα. Πώς τα φέρνει η ζωή! Σταμάτησε απότομα μπροστά της και γύρισε το κεφάλι του, δήθεν με έκπληξη, προς το μέρος της.
«Μπα, μα πώς βρέθηκες εδώ;» της είπε με δυνατή, ψεύτικη φωνή.
Την κοίταξε στα μάτια. Δεν ήταν αυτή. Δεν της έμοιαζε καν και τόσο. Στα ξένα μάτια διαγράφηκε έκπληξη και ανησυχία. Δεν είχε καταλάβει τι της είπε. Πισωπάτησε. Κάτι ψέλισσε και γύρισε να φύγει.
Άκουσε την ξένη κάτι να ρωτάει πίσω του. Δεν γύρισε. Στριμώχτηκε γρήγορα ανάμεσα στους περαστικούς και άνοιξε το βήμα του. Άρχισε να τρέχει.
Στα μάγουλα της άρχισαν να τρέχουν ανόητα δάκρυα. Δεν είχε άλλα λόγια. Δεν είχε πια τίποτα.
Εκ των υστέρων θυμήθηκε πως σε όλη τη διάρκεια του περιστατικού επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Έτσι της είχε φανεί. Ότι από τη στιγμή που νόμισε πως την είδε στην αποβάθρα μέχρι και που έφυγε τρέχοντας, δεν είχε ακούσει τον παραμικρό ήχο. Σαν κάποιος να’ χε κατεβάσει την ένταση. Αυτό της έμεινε. Το έβρισκε λίγο.
Είχε ξεκινήσει μια ακόμα βάρδια. Η περιοχή που βρισκόταν ήταν γεμάτη φωλιές, άρα επικίνδυνη. Δεν αισθανόταν πολύ καλά, αυτό ήταν το πρόβλημα, δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Αν της τύχαιναν πάλι μωρά, δεν υπήρχε θέμα βέβαια, αλλά μέχρι εκεί. Πάρα πέρα δεν ήταν καθόλου βέβαιη πως θα τα κατάφερνε. Αισθανόταν το σώμα της εντελώς άδειο. Άδειο και άψυχο. Η προηγούμενη ένταση πρέπει να έφταιγε. Τις αρθρώσεις της τις άκουγε να τρίζουν σαν ξύλινες, ενώ οι μυς της κρέμονταν αδύναμοι απ’ τα κόκαλά της, σαν άδειες χαρτοσακούλες – τίποτα δεν μπορούσε να περιμένει απ’ αυτούς.
Ήταν νεκρή ώρα και δεν υπήρχε καθόλου κίνηση μπροστά στις φωλιές. Περπατούσε ανάμεσά τους και σκεφτόταν τα σώματα που έκρυβαν μέσα τους. Αμέριμνοι, ο καθένας στο κόσμο του. Και μετά έβλεπε και τον εαυτό της να περιφέρεται απ’ έξω, τάχα για να τους προστατεύσει. Αν ήταν δυνατόν. Ούτε τον εαυτό της δεν μπορούσε να προστατεύσει. Τα πόδια της τα ένοιωθε εντελώς ξένα, να κρέμονται σαν διακοσμητικά βαρίδια από την λεκάνη της. Αν χρειαζόταν, ούτε ένα βήμα δεν θα ήταν ικανή να κάνει. Δεν ήθελε να το κάνει. Δεν έβλεπε το λόγο. Ούτε περίμενε, ούτε έλπιζε πια τίποτα. Όλα αυτά ήσαν πια πολύ μακριά πίσω της. Ούτε καν να τα κρίνει δεν έβλεπε το λόγο. Της έφτανε να ξέρει πως πια ήταν αλλού. Το πού ακριβώς δεν την ενδιέφερε να το ονοματίσει.
Σε κάποια στιγμή σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά πίσω από μια γωνιά που της φάνηκε λίγο απόμερη. Μόλις έστριψε, τη χτύπησε απότομα η χαρακτηριστική μυρωδιά. Μόνο που τώρα δεν ήταν πια μυρωδιά, ήταν μπόχα. Θα’ χε γίνει ήδη μεγάλη ζημιά. Έμεινε εντελώς ακίνητη – αυτό τουλάχιστον μπορούσε να το κάνει ακόμα. Έψαξε με τα μάτια ανάμεσα στις φωλιές. Το χρώμα είχε διαβρωθεί έντονα τόπους-τόπους, αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν την ένοιαζε, δεν ήταν αυτή η δουλειά της. Αυτό που είχε σημασία ήταν η ρίζα του κακού. Δεν θα πήγαιναν καλά τα πράγματα, ήταν βέβαιη.
Ώσπου το είδε. Φορούσε ρούχα, μαύρα ρούχα και γι’ αυτό ξεχώριζε εύκολα. Όμως παρ’ όλα αυτά άργησε να το διακρίνει, γιατί έτσι όπως στεκόταν, ήταν κρυμμένο πίσω από ένα μισοκατεστραμμένο τσαμπί φωλιών. Δεν ήταν μωρό, δεν ήταν καθόλου μωρό. Σκέφτηκε να φύγει. Έτσι χάλια που ήταν, καλύτερα θα’ ταν να εξαφανιστεί αθόρυβα πριν το πράμα την καταλάβει. Να βρει να κρυφτεί κάπου και να ειδοποιήσει την Πόλη για να στείλει ενισχύσεις. Αυτό έπρεπε να κάνει.
Αλλά μπορεί ν’ αργούσαν. Καμιά φορά έπαιρνε ώρες μέχρι η Πόλη να μαζέψει αρκετές ενισχύσεις και να φτάσουν στο σημείο της προσβολής. Μπορεί να υπήρχαν αλλού πιο πιεστικές ανάγκες. Μπορεί να μην έρχονταν και καθόλου. Δεν γινόταν, έπρεπε να το σταματήσει μόνη της, έπρεπε να το σταματήσει πριν κάνει άλλη ζημιά. Αυτή ήταν η δουλειά της, γι’ αυτό υπήρχε. Έπρεπε. Αλλά δεν μπορούσε, το ένοιωθε.
Έκανε ένα βήμα μπροστά – σχεδόν κατά λάθος. Την πήρε είδηση, αμέσως. Σήκωσε απότομα το κεφάλι του και σαν να μύρισε τον αέρα με μια εντελώς ζωώδη κίνηση. Ήταν φρικτό. Το κεφάλι του γύρισε προς το μέρος της σαν να ήταν ραντάρ. Μετά, ανασηκώθηκε αργά και ξεκίνησε να την πλησιάζει. Τώρα το έβλεπε καλύτερα. Ήταν ηλικιωμένο. Ένοιωσε το φόβο να λιγώνει τα γόνατά της. Όσο πιο μεγάλης ηλικίας ήταν, τόσο και πιο επικίνδυνο. Η καρδιά της χτυπούσε με δύναμη μέσα στο στήθος της. Τα πνευμόνια της αναζητούσαν απεγνωσμένα περισσότερο αέρα. Τα μάτια της άρχισαν να θολώνουν. Δεν μπορούσε.
Με μεγάλη δυσκολία έκανε μερικά ακόμα βήματα προς το μέρος του πράγματος. Ένοιωθε κρύο και τα γόνατά της έτρεμαν. Απ’ το μυαλό της πέρναγαν ανόητες σκέψεις. Πόσο έμπειρο να ήταν το πράγμα; Πόση απόσταση να κρατούσε; Ταυτόχρονα σκεφτόταν ότι όλα αυτά ήταν βλακείες και δεν είχαν καμιά σημασία πια. Το πράγμα έφτασε πέντε περίπου μέτρα μακριά και σταμάτησε. Κοιτάχτηκαν.
Το μάτια του ήταν που της προκαλούσαν τη μεγαλύτερη φρίκη. Ήταν εντελώς άδεια. Σαν δυο ανοικτά παράθυρα. Ένοιωθε πως έβλεπαν τα πάντα, χωρίς να δείχνουν τίποτα απ’ ότι συνέβαινε στο εσωτερικό. Ή ίσως και να έδειχναν ακριβώς τι συνέβαινε στο εσωτερικό. Τίποτα.
Φοβήθηκε πάρα πολύ. Το πράγμα απέπνεε φοβερή ενέργεια. Την έκανε να νοιώθει αμηχανία και δισταγμό. Τελικά, διάλεξε μια απλή στάση, που άφηνε μόνο το προφίλ της εκτεθειμένο, χαμήλωσε στα γόνατά της και περίμενε. Ένοιωθε άβολα, σαν αρχάρια. Έσφιξε τα πόδια της, αλλά, αντί για πρόσθετη δύναμη, πάρα λίγο να χάσει και την ισορροπία της. Το πράγμα την παρατηρούσε ακίνητο. Περίμενε.
Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα. Προσπάθησε να χαλαρώσει. Ήταν βέβαιη ότι θα είχε – αν είχε – μια μόνο ευκαιρία. Η ταχύτητά της έπρεπε να είναι η μέγιστη δυνατή. Αλλά της ήταν αδύνατο. Η ακινησία της, αντί για γεμάτη δύναμη χαλάρωση, ξεχείλιζε από άσκοπη ένταση. Ήταν τόσο λαχανιασμένη, που κόντευε να σκάσει, και ακόμα δεν είχαν κάνει ούτε την πρώτη κίνηση. Κάθε της απεγνωσμένη ανάσα τα έκανε χειρότερα τα πράγματα. Το οξυγόνο λες και πήγαινε στον αντίπαλό της, ενώ για την ίδια έμενε μόνο το διοξείδιο. Δεν ήταν δίκαιο αυτό, δεν ήταν σωστό. Έβλεπε πολύ καθαρά τι θα γινόταν, πού την οδηγούσε, πιέζοντάς την έτσι, με τα μάτια του. Το έβλεπε, αλλά δεν μπορούσε να το αποφύγει. Θα την χτυπούσε τη στιγμή ακριβώς, που θα είχε χάσει την αυτοσυγκέντρωσή της. Όταν δεν θα της είχε μείνει πια ούτε ίχνος οξυγόνου και οι μυς της θα είχαν μαγκώσει από την ένταση.
Μια σταγόνα ιδρώτα άρχισε να κατεβαίνει από το μέτωπο της. Προσπάθησε να μαζέψει τη δεξιά της πατούσα, χωρίς να φανεί. Ήταν πολύ έξω.
Το πράγμα την κοίταγε. Αλλά δεν την κοίταγε ακριβώς στα μάτια, έμοιαζε να έχει εστιάσει κάπου πίσω απ’ την πλάτη της λες και η ίδια δεν ήταν εκεί. Δεν μπορούσε άλλο. Έσφιξε την γροθιά της. Έκανε ένα παραπλανητικό βήμα αριστερά και μετά έστριψε απότομα και μπήκε μέσα για το χτύπημα.
Μόνο μια σκιά είδε, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα. Ένοιωσε έναν τρομερό πόνο κάτω απ’ το δεξί της αυτί, στην ρίζα με το σαγόνι. Ενστικτωδώς έπεσε προς τα αριστερά, σηκώθηκε και προσπάθησε να γυρίσει για να δεχτεί τη χαριστική βολή κατά πρόσωπο. Αλλά δεν την είχε ακολουθήσει. Στεκόταν πάλι πέντε μέτρα μακριά της, αλλά τώρα από την πλευρά που ήταν η ίδια προηγουμένως. Έμοιαζε σαν να μην έχει κινηθεί καθόλου και την μετρούσε με τα ίδια πάντα ανέκφραστα μάτια. Αισθάνθηκε πως θα λιποθυμήσει.
Το κεφάλι της πονούσε πάρα πολύ, κάτι πρέπει να της είχε σπάσει. Ξανάσφιξε τη γροθιά της. Ο ιδρώτας είχε τώρα μπει στα μάτια της και την ενοχλούσε. Τα μισόκλεισε, δεν είχε και τόση σημασία πια. Έτσι κι’ αλλιώς το πράγμα ήταν υπερβολικά γρήγορο, δεν προλάβαινε να δει τι έκανε, πόσο μάλλον να το εμποδίσει. Το μαύρο καπελάκι που φορούσε στο κεφάλι του έκανε αδιόρατες κινήσεις – ένοιωσε να την υπνωτίζει και γι’ αυτό σταμάτησε να το κοιτάζει. Το πρόσωπό του πράγματος ήταν υπερβολικά μακιγιαρισμένο. Η εικόνα ήταν, όπως συνήθως, εντελώς παράλογη. Μια ηλικιωμένη, αριστοκρατική κυρία με επιτηδευμένο ντύσιμο. Δεν έβλεπε τίποτα. Κάτι νόμισε πως είδε και χτύπησε τυφλά, σχεδόν στην τύχη, ουρλιάζοντας με όλη της τη δύναμη. Τετέλεσται.
Το βρήκε! Κι’ αυτό την είχε χτυπήσει, αλλά αυτή το είχε βρει πρώτη. Το χτύπημα του πράγματος την πήρε ξώφαλτσα και το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας βρήκε αέρα. Το κοίταξε προσεκτικά. Στεκόταν και την παρακολουθούσε όπως και πριν, το χτύπημά της δεν έμοιαζε να το έχει επηρεάσει καθόλου. Όμως η απόσταση μεταξύ τους ήταν τώρα μικρότερη, τρία μέτρα το πολύ.
Τώρα θα την τελείωνε. Άκουσε ένα θόρυβο πίσω της. Δε γύρισε. Το πράγμα μετακινήθηκε ελαφρά προς τα δεξιά. Τα πόδια του έκαναν σα να γλίστρησαν σ’ ένα αόρατο παγοδρόμιο. Τα μάτια του εξακολουθούσαν να είναι εντελώς άδεια. Μετά γύρισε και απροειδοποίητα, το έβαλε στα πόδια. Εξαφανίστηκε, όπως είχε εμφανιστεί, σαν σκιά.
Δε γύρισε πίσω της να δει. Είχε μείνει μαρμαρωμένη στη στάση της. Αισθανόταν σαν να καθόταν σε πολυθρόνα. Δεν έβλεπε για ποιο λόγο να κουνηθεί. Ο θόρυβος πίσω της δυνάμωσε. Στο αριστερό της πόδι ένοιωσε τα πρώτα σημάδια της κράμπας. Έπρεπε να κινηθεί αμέσως, γιατί θα έπεφτε κάτω. Αλλά δεν μπορούσε, είχε πάθει ολοκληρωτική αγκύλωση από την ένταση. Κάτι την άγγιξε μαλακά στο μπράτσο. Προσπάθησε να γυρίσει. Ήταν η βοήθεια της Πόλης. Το πίσω της πόδι λύγισε. Ένοιωσε χέρια να την συγκρατούν, αλλά τα μάτια της σκοτείνιασαν.
Άνοιξε τα μάτια της. Ήταν μέσα σε φωλιά. Το κεφάλι της βούιζε. Ούτε άκουγε, ούτε έβλεπε τίποτα.
«Μαμά;»
«Ναι».
Ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια της. Άρχισε να κλαίει. Ταυτόχρονα αναρωτιόταν «Μα γιατί κλαίω;», αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει, ήταν τέτοια η ανακούφιση, καθώς ένοιωθε να μαλακώνει κάπως η τανάλια που στριφογύριζε μέσα στην πλάτη της. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Έπρεπε να φανεί λογικός. Έπρεπε να φανεί δυνατός. Είχε έρθει η ώρα. Έρχονται στιγμές που πρέπει κανείς να αποδείξει από τι είναι φτιαγμένος. Ναι.
«Από σκατά είσαι φτιαγμένος, παλιομαλάκα. Από σκατά», ούρλιαξε φρενιασμένος.
Τινάχτηκε τόσο άγρια που τα πόδια του πετάχτηκαν έξω απ’ τη φωλιά. Η φωνή της Μητέρας του έσβησε μέσα στ’ αυτιά του. Έμεινε να κοιτάει το κενό. Φοβόταν. Πώς θα έκανε τη βάρδια του; Η γριά θα τον περίμενε. Κάτι πρέπει να μην είχε πάει καλά με εκείνα τα μωρά, τελικά. Ήταν βέβαιος. Πρόλαβαν να ειδοποιήσουν; Ξέφυγε κάποιο; Ποτέ δεν θα το μάθαινε. Πάντως τυχαίο δεν ήταν, ήταν φανερό.
Σκεφτόταν τη γριά και ένοιωθε μια παγωμένη σφήνα να ανακατεύει το στομάχι του. Προσπαθούσε να σφιχτεί και να κάνει κουράγιο, αλλά το ένοιωθε μάταιο. Συνέχεια νόμιζε πως την έβλεπε μπροστά του. Το πιο τρομακτικό ήταν αυτά τα άδεια μάτια της. Δεν ήταν ούτε θέμα τεχνικής, ούτε πείρας, ούτε τίποτα. Τόσα χρόνια την έκανε αυτή τη δουλειά και ξαφνικά ένοιωθε σαν αρχάριος. «Κι’ αν με πονέσει;» Αυτό ήταν το βασικό του πρόβλημα. Δεν ήθελε να πονέσει. Ήξερε πως η γριά θα τον σκότωνε, αλλά δεν τον πείραζε αυτό τόσο, όσο το ότι θα πονούσε. Σκεφτόταν την γροθιά της γριάς να του σμπαραλιάζει τα δόντια και μετά να του ξεριζώνει τη γλώσσα. Του ερχόταν να ξεράσει.
Πολύ λυπόταν τώρα. Λυπόταν και μετάνιωνε. Για αυτούς που είχε τσαλαπατήσει, για αυτούς που είχε τυφλώσει και γκρεμοτσακίσει, γι’ αυτούς που είχε παγιδέψει και μετά βασανίσει μέχρι θανάτου, για όλους αυτούς. Τα έκανε αυτά όλα και καμάρωνε, τότε. Τα έκανε για την Πόλη, γιατί έτσι έπρεπε, έτσι του είχαν πει, γι’ αυτό τον είχαν εκπαιδεύσει. Δεν έφταιγε αυτός. Αλλά τώρα, να τι έγινε. Είχε έρθει η ώρα να πληρώσει.
Και βέβαια δεν γινόταν λόγος να ξεφύγει. Πού να πάει; Πόσο θα άντεχε; Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να μπει σε φωλιά και τότε τι θα γινόταν; Η Μητέρα θα τον έστελνε κατ’ ευθείαν έξω πάλι. Έπρεπε να κάνει το καθήκον του για την Πόλη. Δεν είχε καμία άλλη επιλογή. Καμία.
Έκλεινε σφικτά τα μάτια και προσπαθούσε να μη βλέπει τη γριά. Πραγματικά, έμοιαζε να μην έχει πόδια. Σα να φορούσε αόρατα παγοπέδιλα, έδινε μια και γλιστρούσε ξαφνικά προς το μέρος σου, πριν προλάβεις ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια. Οι γροθιές της ήταν μικρές και μυτερές, σαν σουβλιά. Τη δεύτερη φορά που τον είχε χτυπήσει, την είχε φάει ξώφαλτσα, αλλά είχε καταλάβει. Είχε καταλάβει πολύ καλά. Αν, εντελώς κατά τύχη, δεν είχε προλάβει να την χτυπήσει πρώτος και να της αλλάξει πορεία, θα τον είχε βρει βαθιά μέσα στο ηλιακό πλέγμα και θα τον είχε αφήσει στον τόπο.
Την πρώτη φορά τον είχε χτυπήσει με το πόδι της. Το έβλεπε καθαρά τώρα. Ανασυνέθετε αυτό το πετάρισμα σκιών, που εκείνη την ώρα πιο πολύ μάντεψε παρά πρόλαβε να δει. Σαν πανικόβλητες νυχτερίδες, που πετάγονται γύρω σου και δεν ξέρεις πού να κρυφτείς. Ναι, ήταν το δεξί της πόδι που έκανε ολόκληρο κύκλο και ήρθε και τον βρήκε στο δεξί του κρόταφο. Δεν κατάλαβε πώς το έκανε. Έπαιζε η γριά, έπαιζε. Τόσο σίγουρη ήταν, καμιά προφύλαξη. Του ήρθε ίλιγγος. Τι να της έκανε; Τι μπορούσε να της κάνει; Του ήταν εντελώς αδύνατον να προφυλαχτεί απ’ αυτήν.
Η σκέψη και μόνο να επιχειρήσει να της στήσει παγίδα του φαινόταν αστεία. Αφού δεν μπορούσε, το ήξερε πολύ καλά. Ότι κι’ αν έκανε, την τελευταία στιγμή η γριά θα γύρναγε, θα τον κάρφωνε με τα άδεια της μάτια και θα τον πάγωνε πάνω στη κίνηση. Ήταν πιο γρήγορη. Θα παραμέριζε βαριεστημένα την όποια του επίθεση και μετά με μια νυχιά θα του έβγαζε το μάτι. Θα του έσκιζε το λαρύγγι. Αλλά και να προλάβαινε να τη χτυπήσει, τι πιθανότητες είχε να την ακινητοποιήσει; Με ένα μόνο χτύπημα; Γιατί, δεύτερο δεν θα προλάβαινε να της δώσει. Έπρεπε να την αιφνιδιάσει και να την σταματήσει με το πρώτο χτύπημα. Ήταν αστείο και μόνο να το σκέφτεται. Η γριά είχε τεράστια πείρα. Ούτε αναίσθητη, δεν θα έπεφτε στην παγίδα του. Στην αδέξια παγίδα του. Σκεφτόταν πόσοι και πόσοι πριν απ’ αυτόν να βρέθηκαν στη ίδια θέση. Άραγε πέθαναν γρήγορα; Αν ήταν τυχεροί.
Αλλά έπρεπε να το κάνει. Έπρεπε να προσπαθήσει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Πού αλλού να πάει; Τι να κάνει; Πού να ζητήσει καταφύγιο; Από ποιον; Άλλωστε ήταν κι’ όλοι οι άλλοι. Όλοι αυτοί μέσα στις φωλιές. Ήθελε να πιστεύει πως αισθανόταν υποχρέωση απέναντί τους, πως είχε ευθύνη απέναντι στη Πόλη. Έπρεπε να παλέψει.
«Μαμά; … Μαμά;» Δεν υπήρχε επαφή, είχε βγει πολύ έξω, έπρεπε να μπει πιο μέσα πάλι. Δεν μπήκε. Συνέχισε να κοιτάει μπροστά του. Ντρεπόταν να παρακαλέσει.
Κάτι έπρεπε να κάνει. Αλλά δεν ήξερε τι. Όμως ήθελε. Ήθελε; Κατά κάποιο τρόπο. Από μακριά, για να μη λερώσει τα καινούργια του ρούχα. Και με αρκετή αηδία για όλη αυτή τη λάσπη. Έτσι, ήθελε. Αλλά έτσι, δεν γινόταν, βέβαια. Έπρεπε να βάλει κόντρα. Έπρεπε να παλέψει και με την τελευταία του αναπνοή για να την πετάξει αυτή τη μαύρη πέτρα από πάνω του. Χλιαρά, δε γινόταν. Έπρεπε να το πιστέψει με όλη του την δύναμη. Όμως είχε πιστέψει ποτέ του και σε τίποτα, πραγματικά; Για όλα αμφέβαλλε, για όλα δίσταζε, πάντα έβρισκε κάποιο λόγο ν’ αναβάλλει και ν’ αλλάζει γνώμη. Έτσι, δεν γινόταν τίποτα, το καταλάβαινε τώρα.
Αισθάνθηκε τρομερά γελοίος. Δεν έλεγχε το σώμα του, δεν έλεγχε τις σκέψεις του, τελικά ήταν σαν να μην υπήρχε. Ξεκομμένος από τα πάντα. Ένας θλιβερός καπετάνιος με γυαλιστερά, χρυσά κουμπιά. Κρατούσε καμαρωτά το τιμόνι και νόμιζε πως κάτι έκανε. Κοίταζε έξω απ’ το φινιστρίνι, έβλεπε τον ορίζοντα να γυρνάει μαζί με το τιμόνι και πίστευε πως όλα εξελίσσονται σύμφωνα με τα σχέδιά του. Τα σχέδιά του! Ποια σχέδια του; Απ’ το μηχανοστάσιο τον κορόιδευαν, ταινία του προβάλλανε πάνω στη τζαμαρία, το τιμόνι γύρναγε στον αέρα, οι μηχανές ήταν κρύες, το καράβι αγκυροβολημένο και οι ναύτες στα σπίτια τους. Αυτά ήταν τα σχέδιά του. Δεν είχε ιδέα τι πραγματικά γινόταν μέσα του, ιδέα.
Φοβόταν ότι όλα όσα έλεγε, όλα όσα σκεφτόταν και πίστευε, όλα ήταν μαλακίες. Φοβόταν πως, ουσιαστικά, ούτε την όριζε, ούτε την καταλάβαινε τη ζωή του. Δεν ήξερε ποια ήταν η πραγματικότητα, ούτε ποιος ήθελε να είναι. Οι λιγοστές του στιγμές βεβαιότητας του φαίνονταν τώρα ολοκάθαρη ανοησία, ενώ οι συνεχείς του αμφιβολίες κουραστικές και χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν ένα μπουκάλι στα κύματα, αυτό ήταν.
Κοίταξε τη φωλιά όπου ήταν μισοχωμένος. Δεν ένοιωθε να τον προστατεύει. Να τον σφίγγει ένοιωθε, να τον πνίγει. Σκέφτηκε την Πόλη, την Μητέρα, την δουλειά του, τη ζωή του. Αλλά πιο πολύ την Μητέρα. Αυτή τη φωνή μέσα στο κεφάλι του. Ήταν ο Θεός του, πρακτικά. Αυτή τον έτρεφε, αυτή τον διατηρούσε υγιή, αυτή του έδινε ό,τι κι’ αν ήθελε. Κυριολεκτικά ό,τι ήθελε. Αλλά έπρεπε κι’ αυτός να προσφέρει, αυτό ήταν το θέμα. Κάθε οκτώ ώρες έπρεπε να βγαίνει έξω απ’ τη φωλιά και να κάνει το καθήκον του απέναντι στη Πόλη – απέναντι στο εαυτό του, ουσιαστικά. Έτσι ήταν, το ήξερε. Έτσι ήταν με όλους. Ο καθένας προσέφερε ανάλογα με το Κλιμάκιο που ανήκε. Θα μπορούσε βέβαια να αλλάξει δουλειά, αν ήθελε. Αλλά η επιλογή γινόταν από την Πόλη με βάση το προφίλ προσωπικότητας και όλες οι δουλειές είχαν τις δυσκολίες τους, αυτό το ήξερε καλά.
«Το ήξερε καλά»! Το ήξερε, όπως ήξερε και οτιδήποτε άλλο, επειδή έτσι του είχε πει η Μητέρα. Τόσο για αυτό, όσο και για όλα τα υπόλοιπα. Πάλι αυτή, πάντα αυτή. Αυτή ήταν τα μάτια, τ’ αυτιά και η γλώσσα του. Αν άρχιζε να την αμφισβητεί, δεν θα του έμεναν και πολλά πράγματα, σχεδόν τίποτα. Μάλλον, εντελώς τίποτα. Η Μητέρα – ή μάλλον η Πόλη, αλλά ήταν το ίδιο – μπορεί να μην τις όριζε κατ’ ευθείαν τις σκέψεις του, αλλά δεν απείχε και πολύ απ’ αυτό. Αυτή ήταν που είχε συναρμολογήσει το DNA του, αυτή είχε ενορχηστρώσει και την τελευταία λεπτομέρεια της ανάπτυξής του και, ακόμα και τώρα, εξακολουθούσε να έχει λεπτομερή επίγνωση και των πλέον μικροσκοπικών γεγονότων, που συνέβαιναν μέσα στον οργανισμό του. Της ανήκε. Της ανήκε τόσο αυτός, όσο και κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα μέσα στην Πόλη. Της ανήκε ολοκληρωτικά, ήταν το παιδί της, το παιχνίδι της. Είχε πλήρη πληροφόρηση για το βιολογικό του υπόβαθρο. Η απόσταση από την βιολογία μέχρι την ηθική πόσο μεγάλη μπορεί να είναι; Τουλάχιστον στατιστικά; Η Πόλη είχε πολύ μεγάλο δείγμα στα χέρια της και αυτό την έκανε σχεδόν παντοδύναμη. Μπορεί να μην της ήταν δυνατόν να προβλέψει τις συγκεκριμένες σκέψεις του ανά πάσα στιγμή, αλλά ήταν σε θέση να εκτιμήσει την πιθανότητα να σκέφτεται μια συγκεκριμένη σκέψη. Με μεγάλη ακρίβεια. Περισσότερο απ’ αυτό δεν ήταν δυνατό, δεν θα ήταν πραγματικό. Και βέβαια, μπορούσε πάντα να του μιλάει, για να ελέγχει και πιο άμεσα την κατάσταση. Πολύ συχνά την είχε αυτή την αίσθηση. Πως οι κουβέντες της σαν να είχαν και μια δειγματοληπτική λειτουργία. Του πέταγε δήθεν τυχαίες κουβέντες λες και έψαχνε να δει τι υπάρχει από κάτω. Σαν να δοκίμαζε τον πάγο να δει πόσο στέρεος είναι.
Τελικά, βγήκε έξω απ’ τη φωλιά. Περισσότερο από πανικό, παρά από σχέδιο. Βιαστικά, σαν να τον κυνηγούσαν. Στο μυαλό του, αν και βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση, στριφογυρνούσε μια σκέψη. Αν έμενε κοντά σε κόσμο, η γριά μάλλον θα απέφευγε να εμφανιστεί. Γιατί να το ριψοκινδυνεύσει; Πάντως, μπροστά σε κόσμο τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Σίγουρα. Και έξω απ’ την φωλιά, αργά ή γρήγορα, ήταν αναγκασμένος να βγει, δεν ήταν στο χέρι του να διαλέξει. Δεν είχε νόημα να το σκέφτεται. Όσο καθυστερούσε, το πράγμα γινόταν χειρότερο.
Άρχισε να περπατάει περιστρέφοντας τους καρπούς του να ξεμουδιάσουν. Τα γόνατά του πονούσαν πάλι πάρα πολύ. Έπρεπε να βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο. Πολύ ωραία, κανένα πρόβλημα. Αν και πολύ θα προτιμούσε να μην τους βλέπει όλους αυτούς. Σκουλήκια ήσαν, σκουλήκια. Όμως ήσαν η Πόλη. Έπρεπε ακόμα και να πεθάνει για χάρη τους. Αλλά ήταν σκουλήκια. Τίποτα δεν άξιζαν. Σαν γουρούνια πήγαιναν όλοι μαζί και σπρώχνονταν να χωθούν στις φωλιές να βυζάξουν. Τροφή και ηδονή. Ουσιαστικά, μόνο ηδονή. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε στη ζωή τους, τίποτα. Τα γουρουνίσια πάθη τους, οι γουρουνοκεντρικές δήθεν «ιδέες» τους – όλα απλώς αποδείκνυαν του λόγου το αληθές. Η Πόλη ήταν ένα απέραντο χοιροστάσιο. Απόρησε πώς και δεν το είχε καταλάβει νωρίτερα. Αλλά έπρεπε να κάνει τη βάρδια του.
Δε φοβόταν – πολύ. Έκανε μεγάλους κύκλους, φροντίζοντας να μην απομακρύνεται από τις περιοχές των φωλιών και προσπαθούσε να κρατάει το βλέμμα του καρφωμένο κάτω, μπροστά στα πόδια του. Έτσι, νόμιζε πως είχε περισσότερες ελπίδες. Έλεγε συνεχώς στον εαυτό του να χαλαρώσει, και αυτό του δημιουργούσε περισσότερη ένταση. Άρχισε να μετράει τα βήματά του για να έχει με κάτι να ασχολείται. Κάθε τρία βήματα έριχνε με την άκρη του ματιού του μια ματιά γύρω-γύρω για να μην πέσει πάνω σε τίποτα και μετά εστίαζε και πάλι μπροστά στα πόδια του. Η περιοχή που βρισκόταν ήταν τροφοπαραγωγική. Πολύς κόσμος έτρεχε από δω κι’ από κει στις διάφορες βάρδιες. Τους έβλεπε σα σκιές να αυλακώνουν το οπτικό του πεδίο κάθε φορά που σήκωνε τα μάτια του. Κοσμογονία. Ακόμα και η ίδια η Πόλη έμοιαζε πιο ζωντανή εδώ. Τα χρώματα της ήταν βέβαια πάντα πολύ απαλά, έπρεπε να σκύψεις και να προσέξεις για να διακρίνεις τη διαφορά. Κάθε τετραγωνικό εκατοστό της σάρκας της Πόλης αυλακωνόταν από αναρίθμητές αρτηρίες πληροφορίας που εξέπεμπαν φως κάθε χρωματικής απόχρωσης. Ξεχάστηκε για λίγο κι’ έμεινε να τις κοιτάζει να πάλλονται. Χωρίς να το θέλει, ένοιωσε δέος.
Συνέχισε να περπατάει. Κακά τα ψέματα. Υπόγεια και εντελώς αθόρυβα, η γριά είχε πια μαυρίσει τον ορίζοντα της σκέψης του. Έβλεπε το πρόσωπό της στο κεφάλι κάθε περαστικού, την μυρωδιά της πίσω από κάθε γωνιά του δρόμου και κάθε καινούργια αναπνοή τού έφερνε κι’ ένα νέο τρόπο με τον οποίο η γριά θα τον σκότωνε. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να κυριαρχήσει τις σκέψεις του, αλλά ήταν σαν να προσπαθούσε να ημερώσει με λόγια τα κύματα της θάλασσας. Έφτασε να εύχεται να εμφανιστεί η γριά για να τελειώνουν. Αν δεν φοβόταν μόνο τόσο πολύ. Τώρα φοβόταν πάλι πάρα πολύ.
Κάποιος τον κοίταξε. Ένας περαστικός, περπατούσε ανάμεσα στο πλήθος λίγα μέτρα μπροστά του. Κοντοστάθηκε, σαν να έψαχνε για κάτι και μετά γύρισε και τον κοίταξε, ίσια στα μάτια, επίμονα. Μετά συνέχισε τον δρόμο του. Ταράχτηκε. Γιατί το έκανε αυτό; Τι μπορεί να ήθελε; Κοίταξε τον περαστικό από πίσω, καθώς περπατούσε. Δεν είχε τίποτα διαφορετικό απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και του έφταναν μέχρι τους ώμους. Η πλάτη του ήταν τριχωτή και όχι πολύ γυμνασμένη, η δουλειά του δεν πρέπει να είχε πολύ κίνηση. Από την μέση και κάτω το σώμα του ήταν ασυνήθιστα άσπρο. Να, αυτό ήταν λίγο περίεργο. Ήταν πολύ άσπρος.
Σκέφτηκε να τον ακολουθήσει, από περιέργεια. Αλλά το βρήκε γελοίο, δεν είχε κανένα λόγο, το θέμα δεν άξιζε συνέχειας, ήταν τυχαίο, μια σύμπτωση. Τον κοίταξε που απομακρυνόταν. Τα πόδια του ήταν κοντά σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του. Έστριψε σε μια γωνία και χάθηκε. Πήγε να βιάσει βήμα του να τον ακολουθήσει. Μετά άλλαξε γνώμη, θυμήθηκε πως είχε άλλη δουλειά.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ο κόσμος είχε αραιώσει. Αφηρημένος, είχε απομακρυνθεί. Τρόμαξε. Χωρίς ίχνος ντροπής έκανε μεταβολή και περπατώντας βιαστικά γύρισε προς το μέρος του κόσμου. Σχεδόν έτρεχε. Ότι κι’ αν γινόταν δεν έπρεπε να μείνει μόνος σε αυτήν την βάρδια. Το είχε αποφασίσει και θα το έκανε. Ήταν βέβαιος πως αυτό θα τον έσωζε. Δεν ήξερε να πει τον λόγο, αλλά ήταν βέβαιος. Σχεδόν.
Ξανασκέφτηκε εκείνον τον περαστικό που τον κοίταξε. Ήταν περίεργο. Αλλά συμβαίνουν αυτά, καμιά φορά. Αφηρημένος. Άσε που μπορεί και να μην κοίταγε αυτόν, αλλά κάτι στην ευθεία από πίσω του. Ναι, μπορεί. Αλλά ήταν ασυνήθιστο.
Όμως δεν είχαν όλα όσα συμβαίνουν, κάποιο νόημα. Και ήταν ανόητο, σκέφτηκε, να προσπαθείς πάντα να βρεις μια εξήγηση και να τα περιβάλεις όλα με μυστήριο. Μερικά πράγματα απλώς συμβαίνουν, έτσι. Όπως η γριά, ας πούμε. Γιατί να του τύχει η γριά; Γιατί σ’ αυτόν; Ποιος τον είχε διαλέξει; Ήταν ξεχωριστός; Ήταν προορισμένος για κάτι διαφορετικό; Μπορεί.
Μάλιστα. Όσο κι’ αν προσπαθούσε να πειστεί πως δεν υπήρχε καμία βάση, τελικά δεν τον πείραζε να συμπεραίνει πως η μοίρα τού επιφύλασσε να ξεχωρίσει από τον όχλο. Δεν τον πείραζε καθόλου. Να είναι ο ξεχωριστός, ο διαφορετικός. Αρκεί να μην έπρεπε ο ίδιος να κάνει τίποτα γι’ αυτό, να μην χρειαζόταν να προσπαθήσει καθόλου. Ήθελε να του τύχει, να ήταν γραφτό του.
Σιγά-σιγά, ο φόβος της γριάς άρχισε να μαλακώνει. Μέσα στη φωλιά η σκέψη της του είχε φανεί τεράστια. Το ίδιο και στην αρχή της βάρδιας, όταν νόμιζε πως την έβλεπε να τον παραφυλάει πίσω από κάθε γωνία. Τώρα όμως, τα πράγματα του φάνηκε πως άρχισαν σταδιακά να παίρνουν πιο λογικές διαστάσεις. Δεν ήταν πως τώρα νόμιζε ότι θα τα κατάφερνε καλύτερα, αυτό όχι, δεν ήταν τόσο ανόητος. Αλλά χαζεύοντας την Πόλη και τον κόσμο συνειδητοποίησε – έστω και άθελά του – το πραγματικό μέγεθος των πραγμάτων. Ήταν ασήμαντος. Η γριά είχε κι’ άλλα πράγματα να κάνει.
Είχε αρχίσει να βαριέται. Αναρωτήθηκε πόση ώρα ακόμα να έμενε μέχρι το τέλος της βάρδιας. Ένοιωθε καλά τώρα, το σώμα της είχε ζεσταθεί και αισθανόταν μια ελαφριά μόνο κούραση, που έκανε την σκέψη της φωλιάς ακόμα πιο γλυκιά. Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει πίσω. Χαμογέλασε. Ξαφνικά της είχε έρθει τρομερή όρεξη να γαμηθεί. Ή μάλλον, καλύτερα να ξεκίναγε πιο σιγά. Ένα κορίτσι να την έγλυφε και να την χάιδευε τρυφερά ανάμεσα στα σκέλια. Ταυτόχρονα να φιλιόταν με κάποιον στο στόμα, που θα την κρατούσε γερά στα μπράτσα του και θα την χάιδευε κι’ αυτός – ίσως και να την πονούσε και λίγο. Ωραία θα ήταν. Ναι, έτσι θα άρχιζε. Και μετά θα γαμιόταν. Σαν σκύλα. Ήθελε καμιά εικοσαριά το λιγότερο. Να μην ξέρει τι της μπαίνει από πού. Ήθελε να την πασαλείψουν ολόκληρη με χύση. Κι’ αυτή να γλύφει, να γλύφει.
Έριξε μια ματιά γύρω της. Εντάξει φαίνονταν όλα. Αποφάσισε ότι μπορούσε να σταματήσει πια, πρέπει να ήταν εντάξει. Άλλωστε θα της έπαιρνε ώρα μέχρι να βρει φωλιά ελεύθερη.
Προχώρησε προς το κοντινότερο τσαμπί φωλιών. Πάλι πολυκοσμία είχε. Ο κόσμος στριμωχνόταν ανυπόμονα. Προσπάθησε να κρατηθεί λίγο απόμακρα, να δείξει κάποια αξιοπρέπεια, αλλά ήξερε πως γρήγορα θα αναγκαζόταν να την εγκαταλείψει. Η αλήθεια ήταν πως καθόλου δεν θα την πείραζε να σπάσει το κεφάλι του επόμενου που θα έμπαινε μπροστά της. Αλλά ντρεπόταν. Δεν είχε εκπαιδευθεί γι’ αυτό, είχε εκπαιδευθεί για να τους προστατεύει. Ας ήταν μια απλή δουλειά, δεν είχε σημασία. Έπρεπε να την κάνει.
Γύρισε απότομα. Ήταν πάλι αυτός. Τώρα στεκόταν δέκα μέτρα πιο πίσω της ανάμεσα στο πλήθος. Την κοίταζε, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ο περαστικός που είχε δει και στην αρχή της βάρδιας. Με το που γύρισε, πρέπει να τον αιφνιδίασε, γιατί έδειξε να ταράχτηκε και αμέσως εξαφανίστηκε πίσω από μια γωνία. Δεν μπήκε στον κόπο να τρέξει πίσω του. Έμεινε ακίνητη με το παχύρρευστο πλήθος να σέρνεται γύρω της.
Αυτή την φορά τον είδε ελάχιστα. Αναρωτήθηκε αν πράγματι τον είχε δει – μήπως απλώς της φάνηκε. Αλλά δεν είχε καμιά αμφιβολία. Το σώμα της ήταν που τον ένοιωσε να την κοιτάζει, πολύ πριν η ίδια το καταλάβει και γυρίσει. Τον ένοιωσε το σώμα της. Τι σήμαινε αυτό; Σίγουρα πια, δεν ήταν κάτι τυχαίο. Αλλά τι ήταν; Δεν μπορούσε να φανταστεί. Δεν είχε ακούσει να συμβαίνει ποτέ κάτι τέτοιο. Ο καθένας είχε την βάρδια του, και μετά είχε τον κόσμο του. Τι νόημα είχε να την κοιτάει; Τι ήθελε; Ποιος ήταν;
Είδε μια φωλιά ν’ αδειάζει λίγο πιο πέρα. Πιέστηκε να πεταχτεί γρήγορα μπροστά. Κάποιος άλλος ερχόταν από τα δεξιά της. Τον έσπρωξε με τον ώμο της, όχι πολύ δυνατά, και πέρασε μπροστά του. Ρίχτηκε με τα μούτρα μέσα στην τρύπα.
Χαλάρωσε. Η βλέννα σκαρφάλωνε στο κορμί της σαν τρυφερές αραχνούλες. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμα δυνατά από την προσπάθεια. Η Μητέρα εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως και έχασε την επαφή με το σώμα της. Ήταν αναποφάσιστη. Η διάθεσή της είχε αλλάξει πάλι, αλλά δεν το καταλάβαινε, γιατί δεν θυμόταν πώς ένοιωθε πριν από λίγο. Τελικά, προτίμησε τον κήπο της μέχρι να σκεφτεί τι θα έκανε μετά.
Στον κήπο της δεν την ανησυχούσε η ναυτία της πρώτης στιγμής, ήξερε πως τίποτα κακό δεν μπορούσε να της συμβεί. Αγνόησε την αδιαθεσία που ένοιωσε και προχώρησε μέχρι την άκρη της λίμνης. Τα φύλλα των δέντρων αντανακλούσαν το φως του ήλιου που έδυε και έκαναν το τοπίο να μοιάζει σαν να είχε πιάσει φωτιά. Από ψηλά άκουσε την πεταλούδα της να πλησιάζει. Μια πελώρια, πολύχρωμη πεταλούδα, που πίσω της έσερνε μπαλόνια. Την είχε από τότε που μπορούσε να θυμηθεί. Παλιότερα, την μάγευε, αλλά τώρα την βαριόταν λίγο. Και ταυτόχρονα ντρεπόταν γι’ αυτό. Την αγνόησε. Κάθισε και κοίταγε το νερό. Είδε την με την άκρη του ματιού της την πεταλούδα να περιμένει λίγο και μετά να απομακρύνεται. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Βρισκόταν σε μια μικρή σχεδία στη μέση του ωκεανού. Κρατούσε με αγωνία την λαγουδέρα με τα παγωμένα της δάχτυλά, αλλά ήξερε πως τα κύματα του ωκεανού ήταν που θα έπαιρναν τις αποφάσεις. Κι’ αν η ίδια ήταν και η βάρκα και τα κύματα, αυτό ούτε άλλαζε, ούτε βοηθούσε καθόλου τα πράγματα.
Να το έλεγε στην Μητέρα για τον περαστικό ή όχι; Όχι. Σίγουρα όχι. Ήταν φανερό. Αλλά γιατί; Γιατί όχι; Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Όμως ήταν βέβαιη, έπρεπε να το κρατήσει για τον εαυτό της. Φοβόταν πως αν το αποκάλυπτε στη Μητέρα, θα γινόταν φασαρία. Τι είδους φασαρία δεν μπορούσε να υποθέσει, αλλά αυτό δεν μείωνε το φόβο της. Και ο φόβος της γινόταν ακόμα πιο μεγάλος και πιο αληθινός, όσο επαναλάμβανε μέσα της πως όλα αυτά ήταν της φαντασίας της.
Αλλά ήταν πραγματικά καλή ιδέα να μην το πει στην Μητέρα; Κι’ αν το είχε ήδη μάθει με κάποιο άλλο τρόπο; Τι θα σκεφτόταν βλέποντας πως της κρατάει μυστικά; Η υπόθεση θα κατέληγε σε βάρος της. Ίσως να ήταν καλύτερα να το πει, ώστε η Μητέρα να μην υποψιάζεται ακόμα χειρότερα.
Το μυαλό της βούιζε. Βαρέθηκε.
Ξαναθυμήθηκε τις φαντασιώσεις της, την ώρα της βάρδιας.
Περίμενε με τα μάτια κάτω να σταματήσει η σύγχυση. Κοίταξε το πλήθος. Τα μάτια τους ακτινοβολούσαν έξαψη, σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι. Ήταν στην μέση ενός πάρτι και αυτή ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντος. Την περίμεναν, ήταν το ίνδαλμά τους. Το πάρτι έμοιαζε πως θα εξελισσόταν σε όργιο και οι περισσότεροι βιάζονταν ν’ αρχίσουν. Μπορούσε να διαλέξει όποιον ήθελε, και να κάνει ότι ήθελε. Ένας νεαρός την πλησίασε χαμογελώντας πλατιά. Το πρόσωπό του τής φάνηκε αόριστα γνώριμο, χωρίς όμως να της θυμίζει και κάτι συγκεκριμένο. Άπλωσε τα χέρια του, την αγκάλιασε και έσκυψε να την φιλήσει. Την τελευταία στιγμή κάπως της ήρθε και τραβήχτηκε – το φιλί του την βρήκε στο λαιμό. Ο νεαρός δεν έδειξε να κατάλαβε τίποτα. Την ίδια στιγμή ένοιωσε και άλλο ένα χέρι στην πλάτη της. Γύρισε. Ήταν μια νέα με πράσινα… Έσπρωξε απότομα τον νεαρό και έκανε ένα βήμα πίσω. Η νέα βρισκόταν τώρα δίπλα στον νεαρό. Ήταν τόσο, μα τόσο όμορφοι. Αλλά τα μάτια τους. Έμοιαζαν με έντομα. Ένοιωθε, πως η έλξη που τους προκαλούσε είχε κάτι το μηχανικό. Όπως ο γλόμπος τα κουνούπια. Της ήρθε αναγούλα. Αποτραβήχτηκε.
Ξαναβρέθηκε δίπλα στην λίμνη. Η αλλαγή ήταν πολύ απότομη, της ήρθε να ξεράσει. Αλλά ήταν καλύτερα εδώ. Όλα αυτά της φαίνονταν ξαφνικά πολύ ξένα. Δεν καταλάβαινε ακριβώς. Πάντως προτιμούσε να κάθεται να χαζεύει τη λίμνη της. Αυτό σίγουρα. Και δεν ήταν δικό της το φταίξιμο. Θα αρκούσαν μερικές μόνο λέξεις. Οτιδήποτε, αλλά όχι έτσι, τόσο ξερά.
Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το νερό. Ήταν κρύο και τον ξάφνιασε δυσάρεστα.
Ήταν καιρός να βάλει ένα τέλος, σκέφτηκε. Καθόλου δεν του άρεσε, έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα. Αλλά τι εννοούσε λέγοντας «τέλος»; Αφού ο ίδιος δεν έκανε τίποτα. Τα γεγονότα ήταν που έρχονταν και τον έβρισκαν. Κι’ αυτός απλώς τα δεχόταν, παθητικά. Ίσως αυτό να ήταν που τον ενοχλούσε περισσότερο απ’ όλα, η αίσθηση πως δεν είχε κανένα έλεγχο, το παραμικρό δικαίωμα επιλογής. Έφτανε στο σημείο να υποψιάζεται – αν και το έβρισκε λίγο υπερβολικό – πως η ζωή του ολόκληρη δεν του ανήκε, πως ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Πως η πραγματικότητα ήταν αλλού, κρυμμένη πίσω από βαριές μαύρες κουρτίνες. Πως εκεί πίσω παραφύλαγε κάποιος άλλος, κάποιος τρίτος, και πως ήταν αυτός που στην πραγματικότητα κινούσε τα νήματα. Και μπροστά στην σκηνή ο μικρός καραγκιόζης, το θλιβερό νευρόσπαστο, κουνούσε τα χέρια του χαζοχαρούμενα νομίζοντας πως αυτός είναι που διαλέγει τι κάνει. Αλλά κι’ έτσι να ήταν, πάλι τον ενοχλούσε. Ακόμα κι’ αν ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση αυτό που είχε χάσει, πάλι τον ενοχλούσε. Δεν τον ενδιέφερε να κερδίσει σε κατανόηση, την ψευδαίσθησή του πίσω ήταν που ήθελε.
Αυτή η κατάσταση ήταν ανώμαλη, δεν ταίριαζε με τίποτα απ’ όσα ήξερε. Μέχρι τώρα, πάντα αυτός ήταν που κυνηγούσε, αυτός είχε την πρωτοβουλία. Η αίσθηση ότι, ξαφνικά, τον κυνηγούσαν του ήταν πρωτόγνωρη. Την έβρισκε εντελώς γελοία. Αλλά θα την σταματούσε. Θα τους αντιμετώπιζε. Και τον περαστικό, και τη γριά. Ό,τι κι’ αν συνέβαινε, όποια κι’ αν ήταν η συνέπεια. Ναι.
Αμέσως, αισθάνθηκε καλύτερα. Εντάξει, φοβόταν. Και λοιπόν, και τι έγινε; Ο φόβος κάνει καλό, όσο δεν σε παραλύει. Ναι, έτσι σίγουρα ήταν καλύτερα. Δεν θα παρέλυε. Θα τους αντιμετώπιζε, και μετά θα επέστρεφε στην παλιά του ζωή. Σκέφτηκε την παλιά του ζωή. Ήταν καλή, η ζωή του. Όχι, δεν ήταν καλή. Ήταν η μόνη δυνατή, δεν υπήρχε καμία άλλη. Άρα, ήταν καλή. Οποιαδήποτε άλλη σκέψη ήταν ανόητη. Αλλά δεν έφταιγε αυτός, ήταν οι περιστάσεις. Όμως να, τώρα θα τις αντιμετώπιζε και όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους, όλα θα ξαναγίνονταν όπως πριν. Δεν είχε συμβεί και τίποτα άλλωστε. Κι’ αν τον σκότωνε η γριά και τι μ’ αυτό; Θα πέθαινε προσπαθώντας να προστατέψει την Πόλη. Γι’ αυτό δεν είχε γεννηθεί;
Ανασηκώθηκε να βγει έξω. Η βάρδια του είχε πολλές ακόμα ώρες για ν’ αρχίσει, όμως δεν μπορούσε να περιμένει. Και αυτό το έβρισκε λογικό, επιβεβλημένο. Η ιδέα να καθίσει κι’ άλλο εκεί μέσα του έφερνε δύσπνοια, ασφυξία. Ένοιωθε να σφύζει από ενέργεια και βιαζόταν πολύ. Ας νόμιζε ότι ήθελε η Μητέρα.
Απομακρύνθηκε από τα κελιά με γρήγορο βήμα και τράβηξε θαρραλέα για την ερημιά. Η διάθεσή του ήταν απονενοημένη. Περιπλανήθηκε ώρα, περπατώντας χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αισθανόταν καλά. Αυτό το ταπεινωτικό αίσθημα παθητικότητας, δεν βάραινε πια τις σκέψεις του. Δεν τον αφορούσε. Ίσως να μην μπορούσε ακόμη να εκβιάσει τις εξελίξεις, αλλά τουλάχιστον ήταν αυτός που είχε διαλέξει να τις προκαλέσει. Δεν τις απέφευγε, τις προκαλούσε. Τις επέλεγε. Είχε τόσο έλεγχο, όσος ήταν δυνατόν. Έβρισκε πως ήταν αρκετό αυτό, ήταν ευχαριστημένος.
Μόλις έμεινε μόνος, άρχισε να περπατάει πιο αργά για να μπορεί να παρακολουθεί τις μεταβολές στις αποχρώσεις του εδάφους. Ήταν εξαιρετικά σημαντικό να προσέξει όσο το δυνατόν νωρίτερα και την παραμικρότερη αλλοίωση. Δεν είχε εμπιστοσύνη στην όσφρηση, φοβόταν πως η γριά είχε καταφέρει να ελέγχει την μυρωδιά της. Ήξερε πως ήταν δυνατό κάτι τέτοιο και αν κάποιος μπορούσε να το κάνει, τότε σίγουρα θα ήταν η γριά. Μόνο για την αλλαγή του χρώματος δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, είχε ακούσει, επειδή ήταν η φυσική αντίδραση της Πόλης στην παρουσία τους. Άρχιζε αμέσως να σαπίζει.
Όσο για τον περαστικό, δεν ανησυχούσε. Και τις δυο προηγούμενες φορές που τον είχε δει ήταν ανάμεσα σε πλήθος. Δεν θα διακινδύνευε μια συνάντηση εδώ στην ερημιά, γιατί εδώ δεν θα μπορούσε να χαθεί ανάμεσα στον κόσμο, όπως είχε κάνει προηγουμένως. Ήταν θέμα ελέγχου, και πάλι. Πρέπει να διαλέγεις πού και πότε θα δώσεις την μάχη σου. Ποτέ να μην επιτρέπεις στο αντίπαλό να διαλέγεις τον τόπο και τον χρόνο. Τα είχε ακούσει εκατομμύρια φορές όλα αυτά. Πρέπει να ήταν σωστά.
Περπάτησε για ώρα μέχρι που κουράστηκε. Μετά διάλεξε με προσοχή ένα μεγάλο βράχο και πήγε και στήριξε την πλάτη του να ξεκουραστεί Έμεινε να κοιτάει πέρα μακριά. Δεν ακουγόταν τίποτα. Αργά, λύγισε τα γόνατά, μέχρι που κάθισε κάτω με τη πλάτη να στηρίζεται στο βράχο. Μελαγχολία ένοιωσε να τον κυριεύει. Έκλεισε τα μάτια. Η σκέψη του γύρισε πάλι στη δουλειά. Μπροστά απ’ τα κλειστά του μάτια άρχισαν να παρελαύνουν νωχελικά ακρωτηριασμένα σώματα. Μικρά, μεγάλα, αρσενικά, θηλυκά, όλα όσα είχε σκοτώσει στη δουλειά, περνούσαν σε μια θλιβερή λιτανεία. Αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν πως δεν έμοιαζαν θυμωμένα μαζί του. Απλώς πέρναγαν από μπροστά του και όταν έφταναν στο ύψος του, γύρναγαν το κεφάλι και τον κοίταγαν. Στα μάτια τους έβρισκε πιο πολύ περιέργεια, παρά οτιδήποτε άλλο. Μετά γύρναγαν πάλι μπροστά και προχωρούσαν. Παρ’ όλα αυτά, θα προτιμούσε να μην τα βλέπει.
Άσε που ήταν γελοία η εικόνα που παρουσίαζαν. Τι ήθελαν να παραστήσουν; Ποιος τους φώναξε; Την δουλειά του έκανε έτσι κι’ αλλιώς. Θα κατέστρεφαν την Πόλη. Ούτε αμφιβολίες, ούτε τύψεις είχε καθόλου στο μυαλό του. Προσπάθησε να κάνει κάτι να μην τα βλέπει, αλλά δεν μπορούσε. Αισθάνθηκε δυσφορία που γρήγορα μετατράπηκε σε πανικό. Άνοιξε τα μάτια του να τα διώξει.
Απέναντί του ήταν η γριά! Ήταν σε απόσταση πέντε μόλις μέτρων και καθόταν κάτω. Είχε τα πόδια της ανοιχτά και το μακρύ της φόρεμα ήταν ανασηκωμένο ψηλά. Με το δεξί της χέρι χαϊδευόταν ανάμεσα στα σκέλια. Το δέρμα των ποδιών της φαινόταν λείο, στιλπνό και πολύ άσπρο. Το κεφάλι της ήταν στραμμένο πλάγια, και φαινόταν εντελώς απορροφημένη με αυτό που έκανε.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Δεν την είχε ακούσει να πλησιάζει. Μήπως ήταν ήδη εκεί όταν έφτασε; Δεν ήταν βέβαιος πως μπορούσε να κουνήσει το σώμα του, αλλά δεν τολμούσε ούτε καν να προσπαθήσει. Ένοιωθε πως η πλήρης του ακινησία τον προστάτευε, με κάποιο τρόπο. Κοίταξε το χέρι της γριάς, αυτό που ήταν ανάμεσα στα πόδια της. Ήταν μικρό, αλλά γεμάτο νεύρα, όπως το θυμόταν απ’ την προηγούμενη φορά. Σαν να ήταν φτιαγμένο από σφιχτοπλεγμένους σπάγκους. Μάλαζε ρυθμικά το σώμα της και πότε-πότε σταματούσε και ζουλούσε έντονα την κλειτορίδα της. Αυτό έμοιαζε να της αρέσει πάρα πολύ.
Ήταν παγίδα, ήταν ολοφάνερο. Προσπαθούσε να τον κάνει να τα χάσει. Ήταν παγίδα. Ζύγισε τις πιθανότητες. Αν της ριχνόταν, αυτή τι θα έκανε για να τον αποφύγει; Πώς να την χτυπούσε για να της κάνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ζημιά; Στην θέση της, σκέφτηκε, πως θα προσπαθούσε να διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερη επαφή με το έδαφος. Αν επιχειρούσε να σηκωθεί, θα βρισκόταν σε αδυναμία. Το καλύτερο γι’ αυτήν θα ήταν να στριφογύριζε συνέχεια εκεί που βρισκόταν για να του δίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στόχο, ώσπου να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του και μετά να βρεθεί από πάνω του να τον αποτελειώσει.
Όσο για τον ίδιο, έπρεπε να προσπαθήσει να την εμποδίσει να παίξει το παιχνίδι της. Ταυτόχρονα όμως, έπρεπε να την κρατάει και σε διαρκή πίεση, ώστε να μην βρει χρόνο να αλλάξει τακτική. Αν προλάβαινε να φτάσει μέχρι εκεί που βρισκόταν η γριά, να την κλοτσήσει με δύναμη και να αποφύγει την δική της τρικλοποδιά, θα ήταν καλά. Θα είχε τότε μια ευκαιρία – μία μόνο – να προσπαθήσει να την τσαλαπατήσει. Αν κατάφερνε να της σπάσει κάτι, τότε, ναι, θα άρχιζε να αποκτά κάποιο πλεονέκτημα. Όχι τεράστιο. Ανάλογα με το τι θα της είχε σπάσει, θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να ξεπεράσει την άμυνά της και να εξαπολύσει την τελική του επίθεση. Αλλά σε τέτοιες συνθήκες η γριά, μάλλον θα επιχειρούσε να το σκάσει. Δεν είχε λόγο να ρισκάρει. Όσο τουλάχιστον θα έβλεπε να υπάρχει έστω και μία μόνο ευκαιρία να το σκάσει, για να επιστρέψει αργότερα, με τους δικούς της όρους. Άρα, η επίθεσή του θα ήταν καλύτερα να ήταν εστιασμένη στα πόδια της. Στους αστραγάλους, στα δάχτυλα των ποδιών ή ακόμα καλύτερα στα γόνατα. Όμως δεν θα ήταν εύκολο, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη.
Ίσως το καλύτερο απ’ όλα θα ήταν, όσο η γριά θα ήταν ακόμα κάτω, να την κλοτσούσε στο κεφάλι να την ζαλίσει. Αν η κλοτσιά την έπαιρνε και στο μάτι ακόμα καλύτερα, για να δυσκολεύεται να δει. Μετά θα τραβιόταν λίγο. Θα της έδινε έναν ελάχιστο αέρα για να αποφύγει τυχόν τρικλοποδιές της, αλλά και για να της δώσει την εντύπωση ότι προλαβαίνει να ανασηκωθεί. Και την στιγμή ακριβώς που αυτή θα πήγαινε να ανασηκωθεί, θα την κλοτσούσε στο γόνατο. Αλλά η ζημιά στο γόνατο έπρεπε να είναι τέτοια που να περιορίσει άμεσα την κινητικότητά της. Τότε θα μπορούσε πραγματικά να απομακρυνθεί και να ζυγίσει την κατάσταση. Αυτή θα στεκόταν ακίνητη με μοναδικό πια στόχο να τον πάρει κι’ αυτόν μαζί της, καθώς θα την σκότωνε. Μια περίπτωση τότε θα ήταν να μην της επιτεθεί καθόλου. Να την αφήσει εκεί τραυματισμένη, να στέκεται και να τον περιμένει. Οι δυνάμεις της θα ξοδεύονταν πολύ γρήγορα έτσι ό,τι και να έκανε. Θα την είχε από κοντά βέβαια, αφού δεν θα μπορούσε να του το σκάσει και θα σχεδίαζε με την άνεσή του πότε και πώς να την αποτελειώσει. Κάπως έτσι. Δεν ήταν αδύνατο. Το βασικό θέμα ήταν κατά πόσο μπορούσε να πεταχτεί επάνω με την απαραίτητη ταχύτητα για της δώσει το πρώτο χτύπημα.
«Μα τι άτακτο παιδάκι που είσαι!»
Την κοίταξε. Εξακολουθούσε να κοιτάει στο πλάι. Δεν ήταν βέβαιος πως ήταν αυτή που είχε μιλήσει. Αλλά ήταν εντελώς βέβαιος πως ήταν αδύνατον να είχε ακούσει καλά. Η γριά γύρισε και τον κοίταξε. Χαμογέλασε. Τα δόντια της ήσαν βρώμικα.
«Ναι, είσαι πολύ άτακτος. Σκέφτεσαι συνέχεια να μου κάνεις κακό. Νομίζεις πως δεν το ξέρω;»
Το μυαλό του μάγκωσε. Ένοιωσε σαν κάποιος να του είχε ρίξει ξαφνικά στα μάτια έναν προβολέα. Τι ήταν αυτά που έλεγε;
Η γριά έκανε μια κίνηση έκπληξης, σαν τότε μόλις να συνειδητοποίησε τι έκανε μπροστά του και έσπευσε να σκεπάσει τα πόδια της. Άφησε και ένα μικρό αμήχανο γελάκι λες και το όλο πράγμα ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις της.
«Καιρός να σοβαρευτούμε. Έχουμε δουλειές να συζητήσουμε».
Ούτε που του πέρασε απ’ το μυαλό ν’ ανοίξει το στόμα του να απαντήσει. Άρχισε να σκέπτεται πως η γριά είχε μέθοδο σε όλα όσα έκανε. Αλλά όποια κι’ αν ήταν αυτή η μέθοδος, την έβρισκε υπερβολικά περίπλοκη. Πιο απλό θα ήταν να ξεκίναγε αμέσως την επίθεσή της για να τελειώνουν. Έτσι κι’ αλλιώς δεν επρόκειτο να δώσει σημασία στους θεατρινισμούς της και να χαλαρώσει. Τόσο ηλίθιος δεν ήταν.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;» τον ρώτησε η γριά. «Τι σκέφτεσαι; Γιατί δεν μιλάς;».
Τον κοίταγε κατάματα με μεγάλη ένταση. Η πίεση του ήταν αφόρητη.
«Άντε γαμήσου», της είπε με χαμηλή φωνή, προσέχοντας να μην την χάσει από τα μάτια του. Η γριά σήκωσε θεατρινίστικα τα μάτια της ψηλά στον ουρανό και αναφώνησε.
«Μα τι του έχω κάνει; Γιατί μου μιλάει έτσι; Εγώ μόνο το καλό του θέλω κι’ αυτός μου φέρεται σαν να είμαι καμιά ξεμωραμένη τρελόγρια».
Και τότε το έκανε το λάθος. Καθόταν πολύ ώρα στην ίδια στάση και είχε πιαστεί. Σαστισμένος λίγο από τα λόγια της γριάς πήγε να αλλάξει στάση και πάνω στην κίνηση πήρε τα μάτια του από πάνω της. Ήταν ελάχιστο, μερικά δέκατα του δευτερολέπτου μόνο. Αλλά ήταν αρκετά για την γριά που, απόλυτα συντονισμένη με τις κινήσεις του, περίμενε αυτήν ακριβώς την ευκαιρία για να ξεκινήσει. Δεν είδε και πολλά πράγματα. Η γριά χύθηκε μπροστά, κατ’ ευθείαν από εκεί που καθόταν. Όταν μπόρεσε να ξαναεστιάσει το βλέμμα του για να αντιδράσει, το δεξί της πόδι απείχε ελάχιστα εκατοστά από το πρόσωπό του. Το υπόλοιπο σώμα της το στήριζε με άνεση στο αριστερό της χέρι και πόδι. Δεν πιεζόταν καθόλου.
«Βλέπεις; Βλέπεις; … Μα δεν καταλαβαίνεις;» τον ρώτησε με ένταση.
Η γριά χαλάρωσε το πόδι της και μετά με μια αρμονική κίνηση σηκώθηκε όρθια, χωρίς ποτέ να πατήσει το δεξί της πόδι κάτω. Οι κινήσεις της ήταν μαγικές, του ήταν αδύνατο να μην την θαυμάσει. Άλλοτε είχε απόλυτα πλαστική ευλυγισία, σαν φίδι που πετάει στον αέρα και άλλοτε οι κινήσεις της αποκτούσαν μια σπασμωδική, γεμάτη δύναμη ακαμψία σαν βιομηχανικού ρομπότ. Ήταν εξαιρετική.
Η γριά τού γύρισε αδιάφορα την πλάτη και έπιασε να διορθώνει τα ρούχα της. Με κοκεταρία. Έμεινε να την κοιτάζει. Καταλάβαινε πολύ καλά τι ήθελε να του πει με αυτό. Δεν μπήκε στον πειρασμό να προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία. Όταν η γριά τέλειωσε να συγυρίζεται, γύρισε, στάθηκε δυο μέτρα μπροστά του και τον κοίταξε.
«Ορίστε. Δεν είναι καλύτερα έτσι;» Τα μάτια της του χαμογελούσαν φιλικά. Δεν της απάντησε. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί να ήθελε να πει.
Το σώμα του πήρε μόνο του την απόφαση. Χαμήλωσε τα μάτια του και ανασηκώθηκε αργά, χωρίς καμιά προφύλαξη, γυρίζοντας της μάλιστα και λίγο το πλευρό πάνω στην κίνηση, λες και δυσκολευόταν να κινηθεί. Αν ήταν, ας τελείωναν εκείνη την στιγμή, δεν τον ένοιαζε. Αλλά ούτε η γριά έκανε τίποτα. Στάθηκε όρθιος μπροστά της. Την περνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι.
«Τι θέλεις;» Δεν ήταν βέβαιος τι απάντηση περίμενε, αλλά δεν έβρισκε πού αλλού να πατήσει.
«Τι θα έλεγες για μια βόλτα;» ρώτησε η γριά, χαμογελώντας του φιλικά. Μετά έτεινε αργά το χέρι της προς το μέρος του, τον έπιασε από το μπράτσο και τον έσπρωξε μαλακά προς τα εμπρός.
Ξεκίνησαν να περπατάνε. Ήταν πανικόβλητος. Όταν η γριά τού έτεινε το χέρι, ανατρίχιασε ολόκληρος. Ένοιωθε τόση έντασή που κάθε βήμα το έκανε με μεγάλη δυσκολία. Σε λίγο άρχισε να χαλαρώνει, αλλά πολύ αργά. Η πρώτη του σκέψη ήταν εντελώς ανόητη: το χέρι που του έτεινε δεν ήταν αυτό με το οποίο χαϊδευόταν – αυτό σκέφτηκε. Αλλά σιγά-σιγά ηρέμησε λίγο. Την προσοχή του τότε τράβηξε το πόσο ζυγισμένο ήταν το βάρος της γριάς, έτσι όπως το ένοιωθε να ακουμπάει στο μπράτσο του. Προσαρμοζόταν στην κάθε κίνηση του σώματός του με τόση βεβαιότητα, που ήταν σαν να την προέβλεπε. Μετά από λίγο οι κινήσεις τους ήταν πια σαν να χόρευαν. Κι’ ας ανέβαιναν μια πλαγιά γεμάτη πέτρες. Γύρισε και την κοίταξε κλεφτά. Η γριά χαμογέλασε. Τα δόντια της ήταν η μόνη παραφωνία στην εικόνα της αριστοκρατικής κυρίας. Αναρωτήθηκε τι νόημα να είχε αυτό.
«Ωραία δεν είναι;» τον ρώτησε η γριά με ενθουσιασμό στη φωνή. Την κοίταξε μην ξέροντας τι να απαντήσει. Μετά γύρισε πάλι μπροστά του. Πάγωσε.
Βρίσκονταν σε ένα δάσος! Ένα μεγάλο, καταπράσινο δάσος. Παντού υπήρχαν ψηλά δέντρα και λουλούδια. Το σώμα του έκανε ένα ασυναίσθητο τίναγμα και πετάχτηκε μακριά της.
«Τι έκανες; Πώς το έκανες αυτό;» Η γριά τον κοίταζε, χαμογελώντας πονηρά. «Πώς βρεθήκαμε εδώ πέρα;»
«Ε; Δεν είναι καλύτερα εδώ; … Έλα, έλα, ησύχασε. Μην κάνεις έτσι. Είσαι ακόμα πολύ απότομος στις αντιδράσεις σου… Αλλά θα φτάσεις στην ηλικία μου κάποτε, και θα καταλάβεις».
«Τι θα καταλάβω;»
«Χμ, … θα καταλάβεις. Έλα. Έλα να συνεχίσουμε».
Διστακτικά, την πλησίασε, η γριά τον ξανάπιασε από το μπράτσο και συνέχισαν να περπατάνε. Το χορτάρι ήταν σχεδόν τρυφερό κάτω απ’ τα πόδια τους. Ένοιωθε το σώμα του να τρέμει ελαφρά. Ξαφνικά όμως, η γριά άρχισε να μιλάει.
«Ένα απ’ τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή είναι η χάρη. Ό,τι κάνεις – δεν έχει σημασία τι – πρέπει να το κάνεις αρμονικά και με χάρη. Ο τρόπος που κάνεις κάτι προσδιορίζει και τι κάνεις. Προσδιορίζει τι μπορείς να κάνεις, τα όριά σου. Και ο τρόπος για να επεκτείνεις τα όριά σου και να βελτιώσεις τις ικανότητές σου είναι να τις φέρεις όσο μπορείς πιο κοντά σου για να τις ελέγξεις καλύτερα, και μετά να τις αφήσεις να φύγουν μακριά, για να μην σε περιορίσουν. Κοντά σου να τις φέρνεις με αποφασιστικότητα, αλλά χωρίς βία, σαν να βουλιάζουν σε ρουφήχτρα. Και όταν θα είναι καιρός να φύγουν, να φεύγουν ελεύθερα, σαν πεταλούδες. Έτσι θα είσαι γεμάτος, χωρίς να έχεις τίποτα… Καταλαβαίνεις;»
Περπατούσε έχοντας χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι του άρεσε το άγγιγμα της γριάς. Του άρεσε σχεδόν ερωτικά. Το έβρισκε ζεστό και ενδιαφέρον.
«Ούτε λέξη» της είπε με κακία, κυρίως ως αντίδραση στην γοητεία της, που ένοιωθε να τον κυριεύει σιγά-σιγά.
Η γριά αναστέναξε. «Δίκιο έχεις, έτσι είναι. Παίρνει χρόνο. Ίσως όμως να τα ξαναθυμηθείς όλα αυτά, αργότερα».
«Αργότερα;»
«Σε δέκα-είκοσι χρόνια. Μπορεί και σε σαράντα, ποιος ξέρει;»
«Τι θα γίνει τότε;»
«Θα πάψει να γίνεται τόσος πόλεμος μέσα σου».
«… Κάτι τέτοια μου λέει κι’ η Μητέρα μου».
«Η Μητέρα σου;»
Ντράπηκε. «… Εννοώ, η Πόλη».
«… Και τι άλλο σου λέει η … Μητέρα σου;»
Γύρισε και την κοίταξε. «Ξέρεις πολύ καλά τι μου λέει… Ξέρεις ποιος είμαι, τι κάνω». Κοίταξε τα ψηλά πράσινα δέντρα γύρω του. «Δεν ξέρω τι κάνουμε εδώ. Δεν ξέρω γιατί μιλάμε. Μπορεί και να τρελάθηκα… Έπρεπε να σε έχω σκοτώσει. Είμαι βέβαιος πως όπου να’ ναι θα με σκοτώσεις εσύ. Δεν ξέρω πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα. Είσαι πολύ καλύτερη από μένα, αυτό το ξέρω. Ξέρω πως δεν έχω ελπίδα. Το μόνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί δεν κάνεις ό,τι είναι να κάνεις, να τελειώνουμε». Έμεινε με τα μάτια κάτω, βλέποντας μόνο το περίγραμμα του σώματός της .
«Κοίταξέ με». Σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. Κατάματα.
«Γιατί τόση βία;» Τα μάτια της ήταν πολύ ήσυχα, σχεδόν γαλήνια.
«Τι παιχνίδι παίζεις;»
«Γιατί τόση βία;» επανέλαβε η γριά.
«Γιατί είσαι εχθρός της Πόλης. Το μόνο που θέλεις εσύ και οι δικοί σου είναι να μπείτε μέσα να την καταστρέψετε, να πεθάνουμε όλοι… Αλλά θα σας σταματήσουμε. Δεν έχει σημασία που εγώ θα πεθάνω τώρα. Τελικά, θα σας σταματήσουμε». Τα είπε βιαστικά και με πείσμα σαν παιδί που βιάζεται να τελειώσει την φράση του πριν το διακόψουν οι μεγάλοι.
Η γριά κούνησε το κεφάλι της με ανυπομονησία. «Ποιος σου τα είπε όλα αυτά;»
«Ποια;»
«Αυτά που μου είπες. Ποιος σου τα είπε;»
«Ποιος να μου τα είπε; Δεν χρειάζεται να μου τα πει κανείς». Ντρεπόταν να αναφέρει πάλι την Μητέρα. Μετά συνέχισε. «Τα ξέρω, τα βλέπω με τα μάτια μου τόσα χρόνια τώρα».
«Τι βλέπεις;»
Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται γιατί δεν ήταν βέβαιος για ποιο πράγμα μιλούσαν. «Τους σκοτωμούς, τις επιθέσεις. Ξεχνάς πώς συναντηθήκαμε για πρώτη φορά; Τι έκανες εκείνη την ώρα; … Αυτά βλέπω τόσα χρόνια τώρα. Αλλά, τελικά, θα σας σταματήσουμε. Αυτό είναι σίγουρο, θα σας σταματήσουμε». Η γριά παρέμενε σιωπηλή. «Όχι, δεν τα ξεχνώ ούτε τις διαλυμένες φωλιές και τα πτώματα, ούτε την φρικτή κιτρινίλα που είχες σκορπίσει γύρω σου… Και τις ανοησίες που μου έλεγες προηγουμένως, κράτα τις για τον εαυτό σου» ξέσπασε την τελευταία στιγμή.
«Πτώματα; Είδες πραγματικά γύρω μου πτώματα;» τον ρώτησε.
«Και βέβαια».
«Πτώματα;» επέμεινε.
«Ναι, πτώματα… Θυμάμαι που όλα γύρω σου ήταν κίτρινα και σάπια. Τις κομματιασμένες φωλιές. Κάπου εκεί θα ήταν και τα πτώματα, αλλά μπορεί και να μην τα πρόλαβα».
«Λοιπόν, τώρα θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να προσέξεις τι θα μου απαντήσεις, εντάξει;» Δεν απάντησε, την κοίταγε μόνο αγριεμένα. «Σκέψου καλά. Έχεις δει ποτέ σου έστω και ένα πτώμα;» τον ρώτησε.
Η ερώτηση ήταν ηλίθια, γιατί τα πτώματα, όπως και οτιδήποτε άλλο, τα μάζευαν μετά από λίγο οι σκουπιδιάρες και τα διέλυαν. Έπρεπε να φτάσει αμέσως για να τα προλάβει, πράγμα που ήταν αδύνατο, γιατί αν ήταν ήδη στην περιοχή, η επίθεση δεν θα είχε συμβεί ευθύς εξαρχής. Αλλά την κιτρινίλα και τις ζημιές στην Πόλη δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να τις δει κανείς. Ήταν ολοφάνερες.
«Λοιπόν; Έχεις δει έστω και ένα πτώμα;» επέμεινε η γριά.
«Δεν ξέρω γιατί την κάνουμε αυτή την συζήτηση. Γιατί δεν τελειώνουμε;» και την κοίταξε στωικά.
«Έχεις δει έστω και ένα πτώμα;»
«Δεν θυμάμαι. Μπορεί και όχι. Πιάστηκες από μια φράση που είπα. Τα πτώματα τα βλέπεις εσύ και οι όμοιοι σου. Μετά διαλύονται, όπως ξέρεις πολύ καλά. Αλλά τι σημασία έχει;»
«Άρα, δεν είσαι βέβαιος».
«Για ποιο πράγμα;»
«Για αυτά που λες».
«Δεν είμαι βέβαιος; Δεν είμαι βέβαιος; Και τις διαλυμένες φωλιές; Και η κιτρινίλα της άρρωστης Πόλης; Ούτε για αυτά είμαι βέβαιος;»
Η γριά κοίταξε πέρα, μετά γύρισε προς το μέρος του.
«Πρέπει να μ’ εμπιστευθείς» του είπε και άπλωσε το χέρι της.
«Να σ’ εμπιστευθώ; … Σε τι πράγμα;»
«Έλα. Έλα να συνεχίσουμε τη βόλτα μας» του είπε και τον έπιασε από το μπράτσο.
«Γιατί δεν το τελειώνουμε;» επανέλαβε. «Τι θέλεις από μένα;»
«Θέλω να συνεχίσουμε τη βόλτα μας… Κοίτα» είπε και του έδειξε με το πηγούνι της τα δέντρα. «Κοίτα τον άνεμο πώς κουνάει τις κορυφές των δέντρων. Εδώ κάτω όμως έχουμε ησυχία… Έλα, πάμε» και τον έσπρωξε πολύ ελαφρά στο μπράτσο. Ξεκίνησαν.
Κοίταζε το χορτάρι να περνάει κάτω απ’ τα πόδια τους. Ήταν καταπράσινο σαν να είχε μόλις φυτρώσει. Πρέπει να έβρεχε συχνά εκεί.
«Πού βρισκόμαστε;» γύρισε και την ρώτησε.
«Δεν είναι τίποτα αυτό… Μήπως κουράστηκες; Θέλεις να γυρίσουμε;»
«Ναι», τον είχε πιάσει μια αυτοκαταστροφική μανία.
Τώρα που η γριά δεν του τράβηξε την προσοχή, πρόλαβε και το παρατήρησε. Μια ελαφρότατη διαταραχή, αλλά πολύ διάφανη, σχεδόν ανεπαίσθητη. Είχαν επιστρέψει στην πλαγιά με τις πέτρες.
«Πώς το κάνεις αυτό;»
«Δεν το κάνω εγώ… Η Πόλη το κάνει για μένα». Σταμάτησε και την κοίταξε.
«Τι θέλεις να πεις;»
Η γριά γύρισε και στάθηκε απέναντί του. «Θέλω να πω πως είμαι μέρος της Πόλης, όπως είσαι κι’ εσύ. Είμαστε το ίδιο. Αποτελούμε όλοι μέρος του αυτορυθμιζόμενου συστήματος ανανέωσης της Πόλης. Εμείς γκρεμίζουμε τα τμήματα της Πόλης, που χρειάζονται ανανέωση, ενώ εσείς φροντίζετε η δραστηριότητά μας να παραμένει σε λογικά πλαίσια. Εμείς εμφανιζόμαστε αφού δημιουργηθεί το πρόβλημα στην Πόλη, όχι πριν. Δεν προκαλούμε εμείς το πρόβλημα. Και όλα τα άλλα, όλα αυτά που έλεγες προηγουμένως, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας οικονομικός τρόπος – από την οπτική γωνία της Πόλης – για να κάνει τη δουλειά της χωρίς να ξοδεύεται σε πολύπλοκα βιοαναδραστικά συστήματα… Αυτό είναι όλο».
Την κοίταγε. Δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο να της απαντήσει. Η γριά τον πίεζε με τα μάτια της. Τελικά άνοιξε το στόμα του.
«Και…», τον διέκοψε η γριά, «… και μπορώ να τα αποδείξω αυτά που λέω». Δεν της απάντησε. Τι να της έλεγε; «Ναι… Για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι ακριβώς απόδειξη, αλλά θα καταλάβεις. Είμαι βέβαιη πως θα καταλάβεις». Την κοίταγε σιωπηλός, προσπαθώντας να κρύψει την εσωτερική του σύγχυση. «Λοιπόν, είσαι έτοιμος;»
«Ναι» απάντησε προσπαθώντας να μαντέψει τι τον περίμενε.
«Ωραία. Ας περπατήσουμε πάλι».
Η ανηφορική πλαγιά δεν ήταν καθόλου ευχάριστος τόπος για βόλτα. Οι μεγάλες πέτρες μπερδεύονταν στα πόδια του και τον έκαναν να σκοντάφτει. Η γριά δεν είχε βέβαια κανένα πρόβλημα. Ο κορμός της παρέμενε γαλήνιος σαν να έπλεε πάνω σε γάλα.
«Ανάμεσα στα τόσα πράγματα,» ξεκίνησε η γριά «που θεωρούμε γνωστά και αυταπόδεικτα στη ζωή μας είναι και η εξωτερική μας μορφή. Συμφωνείς;»
«Δεν καταλαβαίνω» της απάντησε άτονα.
«Η όψη σου. Ξέρεις την όψη σου; Με τι μοιάζεις;»
«… Δηλαδή;» Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελε να πει.
«Έχεις δει ποτέ τον εαυτό σου;»
«Τι θέλεις να πεις;»
«Αυτό που λέω, θέλω να πω, αυτό που λέω», επανέλαβε η γριά ανυπόμονα χάνοντας για μια στιγμή τον επίπεδο τόνο στη φωνή της. «Έχεις δει τον εαυτό σου ποτέ;»
Μάταια προσπάθησε να μαντέψει πού θα οδηγούσε αυτή η στιχομυθία. «…Ναι. Προφανώς… Γιατί, τι έχω;»
«Τίποτα δεν έχεις. Τον καθρέφτη όμως πού τον βρήκες;»
Της έριξε άλλη μια κλεφτή ματιά. Πόσο θα’ θελε να μάντευε πού θα κατέληγαν όλα αυτά.
«Γιατί με ρωτάς πράγματα που ξέρεις; Προφανώς, και δεν έχω καθρέφτη. Πού να τον βρω; Εννοώ, όταν είμαι μέσα σε φωλιά. Τότε, με έχω δει, όπως και όλος ο κόσμος».
«Λοιπόν, πρόσεξέ με» του είπε η γριά και γέλασε σαν παιδί ανυπόμονο για παιχνίδι. Έβαλε το χέρι στη τσέπη της και μετά το έβγαλε κρατώντας την παλάμη της κλειστή.
«Θέλεις να δεις;» τον ρώτησε και άπλωσε το χέρι της. Έκανε να απλώσει το χέρι του, μα η γριά τράβηξε ελαφρά πίσω το δικό της.
«Είσαι βέβαιος;» του γέλασε πονηρά. Αλλά είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
«Ορίστε, ορίστε», είπε η γριά υποκρινόμενη την φοβισμένη και άνοιξε την παλάμη της. Ήταν ένας μικρός πλαστικός καθρέφτης. Γαλάζιος. Το θέαμα του φαινόταν εντελώς εξωπραγματικό. Αντικείμενο μέσα στην Πόλη! Έμεινε εμβρόντητος να το κοιτάει.
«Πού το βρήκες αυτό; Πώς το βρήκες;» την ρώτησε.
Η γριά δεν απάντησε τίποτα. Μόνο γελούσε και τον προκαλούσε με τα μάτια να πάρει τον καθρέφτη. Την κοίταξε. Σήκωσε αμήχανα τους ώμους και τον πήρε. Τον κοίταξε σαστισμένος. Σκέφτηκε πως πρέπει να έμοιαζε με άγριο που δεν ξέρει τι είναι καθρέφτης και τι να τον κάνει. Τον γύρισε αργά και τον σήκωσε μέχρι το ύψος του πρόσωπού του.
Έριξε μια ματιά. Σχεδόν το περίμενε. Το θέαμα δεν είχε καμιά σχέση με την εικόνα που γνώριζε. Κατέβασε τον καθρέφτη και κοίταξε την γριά.
«Λοιπόν;» ρώτησε η γριά ανυπόμονα.
«Τι λοιπόν;»
«Πώς σου φάνηκε;»
«Πώς να μου φάνηκε; Καλή, πολύ καλή». Η γριά την προκαλούσε με τα μάτια να συνεχίσει. «Τι περιμένεις να σου πω; Νομίζεις πως πιστεύω έστω και μια λέξη; Ωραία, έχεις έναν καθρέφτη μέσα στην Πόλη. Ή μάλλον, μου δίνεις την εντύπωση πως έχεις ένας καθρέφτη, γιατί κι’ αυτό μπορεί να είναι ψευδαίσθηση, όπως και πριν. Όλα τ’ άλλα είναι παιδιάστικα κόλπα. Όλα. Δεν είμαι τόσο ηλίθια». Η φωνή της ήταν σχεδόν υστερική όταν τελείωνε.
Η γριά μόρφασε απογοητευμένη. Έμοιαζε με παιδί, που εκπλήσσεται δυσάρεστα από την γεύση του γλυκού, που τόσο ανυπομονούσε να φάει. Πήρε μουτρωμένη πίσω τον καθρέφτη της και τον έβαλε πάλι στην τσέπη της. Μετά γύρισε και της χαμογέλασε.
«Είδες πόσο ανόητη είμαι; Εγώ η ίδια σου είπα ότι αυτά τα πράγματα θέλουν πολλά χρόνια και μετά ξεχνιέμαι και περιμένω να τα κάνεις μέσα σε ένα λεπτό. Σου ζητώ συγγνώμη», τα τελευταία λόγια τα είπε σχεδόν ψιθυριστά.
Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ο χαμηλός τόνος της γριάς την εμπόδιζε να συνεχίσει να τσιρίζει, όπως θα προτιμούσε. Την πονούσε το κεφάλι της και είχε κουραστεί απ’ όλη αυτή την ιστορία. Το μόνο που πραγματικά ήθελε να κάνει ήταν να χωθεί στην κοντινότερη φωλιά και να γυρίσει στον κήπο της. Κοίταξε πάρα πέρα την πλαγιά που ανέβαιναν. Κόντευαν πια να φτάσουν στην κορυφή. Βρίσκονταν σε πολύ απομονωμένο σημείο. Έκανε λίγα βήματα και στάθηκε στην άκρη να κοιτάξει κάτω. Οι κοντινότερες φωλιές μόλις που φαίνονταν, πάνω από χίλια μέτρα μακριά. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθαρή, αλλά μπορούσε παρ’ όλα αυτά να διακρίνει μερικές φιγούρες να περιφέρονται γύρω απ’ τις φωλιές, ενώ μερικές άλλες έβλεπε να πηγαινοέρχονται στις διάφορες βάρδιες.
Ξαφνικά, αισθάνθηκε ένα κρύο ρίγος στην πλάτη. Γύρισε. Ήταν μόνη της.
Ταράχτηκε. Τόσο εύκολα; Έψαξε με τα μάτια της την πλαγιά. Τίποτα. Ούτε καν λίγη σκόνη. Σκέφτηκε να τρέξει, να την ψάξει, αλλά δεν είχε νόημα. Ήταν βέβαιη πως δεν θα την εύρισκε.
Ένοιωσε ένα παράλογο αίσθημα απογοήτευσης να την πλημμυρίζει. Δεν είχε καιρό για αυταπάτες. Είχε αποτύχει. Έπρεπε να την είχε σκοτώσει. Καταλάβαινε εύκολα πως όλο αυτό το επεισόδιο δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά ένας διαφορετικός τρόπος, που είχε επιχειρήσει η γριά προκειμένου να την φέρει με τα νερά της. Τον σκοπό της μόνο δεν καταλάβαινε – τι ήταν που προσπαθούσε να επιτύχει. Αλλά τα μέσα που χρησιμοποιούσε τής ήταν προφανή. Σαν φίδι ελισσόταν ανάμεσα στην άμυνά της προκειμένου να τρυπώσει μέσα και να … να κάνει ό,τι ήταν αυτό που ήθελε να κάνει. Το ότι δεν καταλάβαινε τι ήταν, δεν αναιρούσε τα γεγονότα. Ήταν φως φανάρι.
Αλλά τι ήθελε η γριά; Τι ήταν όλη αυτή η ιστορία; Πώς τα είχε κάνει όλα αυτά τα πράγματα; Πού τον είχε βρει τον καθρέφτη; Θα τον είχε κλέψει από κάπου. Αλλά τι σήμαινε αυτό; Ότι υπήρχαν κάπου μέσα στην Πόλη καθρέφτες; Πράγματα; Αφού δεν υπήρχαν, δεν ήταν δυνατόν – μέσα στην Πόλη υπήρχε μόνο η Πόλη. Δεν υπήρχε ανάγκη για τέτοια πράγματα. Δεν υπήρχε ανάγκη για οποιαδήποτε πράγματα. Και πώς την έκανε να νομίζει πως βρέθηκαν σ’ εκείνο το πάρκο; Είπε πως δεν το έκανε η ίδια, πως το έκανε η Πόλη για λογαριασμό της. Τι σχέση μπορεί να είχε με την Πόλη; Η αλήθεια ήταν πως παράσιτα όπως η γριά, μπορεί και να υπήρχαν αρκετά μέσα στην Πόλη. Και η Πόλη πρέπει να τα ανεχόταν, όσο τουλάχιστον η δραστηριότητά τους δεν ξεπερνούσε κάποια λογικά πλαίσια. Η ζημιά που τελικά έκαναν ήταν πιο μικρή από την ενέργεια που έπρεπε να ξοδέψει για να τα εξοντώσει όλα. Αυτή ήταν η αλήθεια. Αλλά από εκεί, μέχρι να υποστηρίζει πως ήταν και τμήμα της Πόλης… Υπήρχε απόσταση, μεγάλη απόσταση.
Αλλά όποια σχέση κι’ αν είχε με την Πόλη, πώς το έκανε; Ακόμα και η ίδια η Πόλη δεν μπορούσε να κάνει μάγια, έπρεπε κανείς να βρίσκεται μέσα σε φωλιά για να μπορέσει η Πόλη να ελέγξει τις εμπειρίες του. Πώς γινόταν, χωρίς σύνδεση; Μήπως υπήρχε κάποιο άλλο είδος σύνδεσης; Αλλά τι είδους σύνδεση ήταν αυτή που μπορούσε να περάσει τόση πληροφορία σε πραγματικό χρόνο; Και χωρίς βιολογική είσοδο; Η φωλιά κάλυπτε ολόκληρο το σώμα με βλέννα για να μπορέσει να λειτουργήσει. Χωρίς φυσική επαφή, πώς γινόταν; Πώς είχε κάνει τον καθρέφτη να μην δείχνει την εικόνα της; Κάποιο κόλπο θα είχε, αλλά ποιο;
Έπρεπε να την είχε σκοτώσει, δεν υπήρχε δικαιολογία. Έπρεπε. Ο δικός της θάνατος ήταν ασήμαντος. Ειλικρινά, εντελώς. Η γριά έπρεπε να πεθάνει. Αναρωτήθηκε αν υπήρχαν και άλλες με ικανότητες σαν τις δικές της. Ήταν τρομερά επικίνδυνο. Μετάνιωνε τώρα που δεν είχε μιλήσει στην Μητέρα. Μετάνιωνε πάρα πολύ. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο θέμα, ένοιωθε πως την ξεπερνούσε. Μπορεί και να αφορούσε την Πόλη ολόκληρη. Κάτι έπρεπε να γίνει για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Φανταζόταν μια ορδή από γριές να επιτίθενται στην Πόλη σαν σμήνος από σφήκες. Δεν ήταν αστείο αυτό. Έπρεπε να προειδοποιήσει την Πόλη. Έπρεπε να ειδοποιήσει.
Κάθε της σκέψη την έκανε να βιάζει ασυναίσθητα το βήμα της, μέχρι που στο τέλος έφτασε να τρέχει πανικόβλητη. Δεν απείχε πολύ πια. Είχε σχεδόν κατέβει την πλαγιά. Μπροστά της ανοιγόταν ένα μικρό πλάτωμα και μετά ήταν οι φωλιές. Εκείνες που είχε δει από ψηλά. Έπρεπε να ειδοποιήσει.
Μέχρι να φτάσει στις φωλιές ο κόσμος είχε πυκνώσει και της έκλεινε πάλι το δρόμο. Ένοιωσε την αηδία να ανεβαίνει στο λαρύγγι της σαν πικρός λόξυγκας. Μα ήταν ανάγκη να ειδοποιήσει, δεν το καταλάβαιναν; Πολύ θα’ θελε να’ χε τρόπο να τα ξεκοιλιάσει όλα αυτά τα θλιβερά παχύδερμα με τις απελπισμένες φάτσες. Η απελπισία τους ήταν η απελπισία της ανοησίας. Αυτό που διεκδικούσαν ήταν το δικαίωμα στην βλακεία. Καθόλου δεν τους λυπόταν, ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Και το γεγονός πως έτρεχε για την δική τους σωτηρία, καθόλου δεν μετρίαζε την αηδία της. Δεν το έκανε γι’ αυτούς, ως άτομα. Αυτοί, οι ίδιοι, της ήσαν αποκρουστικοί, της φαίνονταν τιποτένιοι. Το έκανε για αυτούς, ως ιδέα. Και η ιδέα αυτή ήταν δική της. Ο αγώνας της είχε εντελώς ιδιοτελή βάση.
Πήγε και στριμώχτηκε ανάμεσα στον κόσμο, προσπαθώντας να βρει πέρασμα, να βγει γρήγορα στη πρώτη γραμμή. Δεν απείχε πολύ. Αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η αντίδραση της Μητέρας της. Αλλά θα έπρεπε και η ίδια να προσέξει. Να εκθέσει όλα τα γεγονότα με ψυχραιμία και προσοχή, ώστε να βοηθήσει την Πόλη να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα. Αν μάλιστα, με την ευκαιρία, έβγαινε και το συμπέρασμα πως η ίδια έκανε καλά την δουλειά της, δεν θα την πείραζε. Δεν θα την πείραζε καθόλου. Μόνο που έπρεπε να προσέξει να μην βρει κανένα μπελά με όλη αυτή την ιστορία. Αυτό της έλειπε. Να της φόρτωναν και καμιά ευθύνη από πάνω για όλα αυτά.
Ένοιωσε κάτι να της αγγίζει ελαφρά την πλάτη. Γύρισε. Ήταν εκείνος. Εκείνος. Τα μάτια του ήταν μαύρα. Πάγωσε. Της γύρισε αμέσως την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται ανάμεσα στον κόσμο. Μετά από μερικά βήματα γύρισε ελαφρά το κεφάλι του και την κοίταξε. Μετά συνέχισε να προχωράει. Έκανε ένα διστακτικό βήμα προς την κατεύθυνσή του. Δεν ήταν βέβαιη. Ο περαστικός ξαναγύρισε το κεφάλι του. Αυτή την φορά δεν υπήρχε αμφιβολία. Της έγνεφε να τον ακολουθήσει. Άρχισε να προχωράει πίσω του. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος της και τα χέρια της είχαν ιδρώσει. Μόλις που καταλάβαινε πού πήγαινε.
Δεν ήθελε να βρίσκεται πολύ κοντά του, το εύρισκε παρακινδυνευμένο. Πρόσεχε να παρεμβάλλονται συνέχεια ανάμεσά τους τουλάχιστον δυο άλλα σώματα. Ένοιωθε καλύτερα έτσι. Δεν ήξερε από τι προσπαθούσε να προφυλαχτεί. Ένοιωθε τρομερά περίεργα. Δεν ήξερε γιατί τον ακολουθούσε. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να ήθελε απ’ αυτήν. Τα μαλλιά του σκέπαζαν τους ώμους του. Πού την πήγαινε άραγε; Έμοιαζαν να απομακρύνονται από εκεί που ο κόσμος ήταν πολύ πυκνός, αλλά ακολουθούσαν λοξή διαδρομή.
Ξαφνικά ο περαστικός σταμάτησε. Ο κόσμος είχε αραιώσει. Μπορούσε εύκολα να πλησιάσει και να σταθεί ακριβώς δίπλα του. Δεν ήταν βέβαιη αν αυτό ήταν που την περίμενε να κάνει. Δεν ήταν βέβαιη αν η ίδια ήθελε. Πλησίασε. Προτίμησε την αριστερή του πλευρά. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα να σκόπευε να της επιτεθεί – απ’ τα αριστερά θα του ήταν πιο δύσκολο. Αλλά ήταν παράλογο. Δεν είχε κίνητρο. Υπήρχε ακόμα κόσμος γύρω τους. Και στο τέλος-τέλος δεν τον φοβόταν. Καθόλου. Ούτε ίχνος από εκείνο το αίσθημα αδυναμίας και ματαιότητας που της προκαλούσε η γριά. Τον εξέτασε προσεκτικά από πάνω έως κάτω. Ήταν νέος σε ηλικία και όχι ιδιαίτερα σωματώδης. Ήταν βέβαιη πως, αν χρειαζόταν, θα μπορούσε να τον κάνει καλά και με κλειστά μάτια. Πλησίασε λίγο περισσότερο. Μύρισε τη μυρωδιά του σώματός του. Της άρεσε.
Έσκυψε λίγο και είδε πως την κοίταγε με την άκρη του ματιού του. Σαν να την περίμενε να τον φτάσει. Ορίστε λοιπόν. Ένοιωσε καλά, σχεδόν εύθυμα. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε, αλλά ήταν περίεργη. Ήταν ωραία.
Θα του άφηνε την πρωτοβουλία. Αυτός είχε επιδιώξει την συνάντηση άλλωστε.
Όμως ξαφνικά, της ήρθε μια ιδέα. Δεν θα πάθαινε το ίδιο όπως με τη γριά. Α, όχι. Αυτή τη φορά δεν έπρεπε να αφήσει να της πάρουν την πρωτοβουλία. Πετάχτηκε απότομα, άπλωσε το χέρι της και με τον δείκτη και τον αντίχειρα της τον τσίμπησε ελαφρά στα αρχίδια. Ο περαστικός αντέδρασε με καθυστέρηση. Σπασμωδικά, τραβήχτηκε ένα βήμα πιο πέρα και μετά έμεινε έκπληκτος να την κοιτάει με γουρλωμένα μάτια.
«Γιατί το έκανες αυτό;», η φωνή του ήταν αργή, αλλά τσιριχτή. Δεν της άρεσε. Απογοητεύτηκε λίγο.
«Γιατί έτσι» του απάντησε.
«… Είσαι τρελή;» Το ύφος του δεν είχε χάρη. Το όλο πράγμα έμοιαζε να τον ξεπερνάει.
Αποφάσισε να τελειώνει μαζί του. «Τι θέλεις από μένα;» τον ρώτησε απότομα, νοιώθοντας ένα παράξενο μίγμα αηδίας και ευχαρίστησης.
«Εγώ; Τίποτα».
«Τότε γιατί με παρακολουθείς;»
«Με έβαλαν».
«Ποιος;»
«Θα μάθεις αργότερα».
«Κι’ αν δεν θέλω;»
Ο περαστικός την κοίταξε και πάλι, τώρα έμοιαζε αμήχανος ή ενοχλημένος. «Μου είπαν να σε παρακολουθήσω και μετά να σε οδηγήσω. Αν δεν θέλεις, είσαι ελεύθερη να φύγεις. Να πάω κι’ εγώ στη φωλιά μου μια ώρα αρχύτερα.»
Ήταν πια βέβαιη. Ήταν ασήμαντος, τελικά, ένας απλός αγγελιοφόρος ήταν, ένα τίποτα. Γελάστηκε. Ποιος όμως να τον είχε στείλει;
«Αν δεν μου πεις ποιος σ’ έστειλε, δεν πάω πουθενά».
«Δεν ξέρω».
«Τότε πώς με παρακολουθείς;»
«Αυτή είναι η δουλειά μου».
«Να παρακολουθείς;»
«Και αυτό. Αλλά κυρίως να μεταφέρω μηνύματα».
«Μεταξύ ποιών;»
«Δεν ξέρω, ούτε με ενδιαφέρει. Απλώς τα πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο».
«Πώς τα μεταφέρεις;»
«Με την παρουσία μου… Η παρουσία μου είναι το μήνυμα».
«Τα μηνύματα, ποιος σου τα δίνει;»
«Εσένα, ποιος σου λέει τι να κάνεις κάθε μέρα;» την ρώτησε αντί απάντησης.
«Πρόσεξε πώς μου μιλάς» του είπε απειλητικά. Ο περαστικός φοβήθηκε αμέσως και μαζεύτηκε. Τι μαλάκας. «Απάντησε μου» επέμεινε.
«… Η Πόλη». Η φωνή του ακούστηκε άτονη και αφηρημένη.
«Η Πόλη σου είπε να με παρακολουθείς;»
«Ναι» της απάντησε.
«Μάλιστα». Αναρωτήθηκε πώς να συνεχίσει. «… Δηλαδή δεν ξέρεις τίποτα;» επέμεινε.
«Όχι».
Τον πίστεψε. Τελικά, ήταν γελοίος.
«Και τι κάθεσαι τότε; Οδήγησέ με, εκεί που σου είπαν».
«Μα, σου είπα, εδώ είμαστε. Φτάσαμε».
«Πού; Εδώ;»
«Εδώ».
Κοίταξε γύρω της. Ο κόσμος είχε αρχίσει πια να αραιώνει. Δεν έβλεπε τίποτα αξιοπρόσεκτο. Σκέφτηκε να του δώσει μια ακόμα ευκαιρία.
«Εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Κάτι πρέπει να σου είπαν. Μήπως σου είπαν πως θα έρθει κάποιος να μας συναντήσει;» Η φωνή της ήταν αργή και διδακτική γιατί δεν ήταν βέβαιη πως την καταλάβαινε.
«Δεν ξέρω».
Ήταν κουραστικό και γελοίο. Αισθάνθηκε η ίδια γελοία. Γιατί τον είχε ακολουθήσει; Τι περίμενε να συμβεί; Σε τι είχε ελπίσει; Γιατί είχε ελπίσει; Επειδή ήταν εντελώς ηλίθια, γι’ αυτό. Να και μια φορά που η Μητέρα είχε δίκιο. Είχε δίκιο όταν της έλεγε πως η ζωή στη φωλιά ήταν τόσο πιο εύκολη, πιο όμορφη, πιο … τα πάντα. Τώρα που ήταν μόνη της, μπορούσε να το ομολογήσει – είχε δίκιο η Μητέρα. Αλλά, κακά τα ψέματα, και σε τι δεν είχε δίκιο η Μητέρα; Άλλο αν ήταν εκνευριστική ώρες-ώρες. Αλλά και ποια Μητέρα δεν είναι; Γύρισε να φύγει εκνευρισμένη.
«Περίμενε». Ο τόνος του ήταν έντονος, σχεδόν διατακτικός και την ενόχλησε. Μπήκε στον πειρασμό να τον βάλει στη θέση του. Αλλά συγκρατήθηκε.
«Τι θέλεις πάλι; … Και καλά θα κάνεις να προσέχεις πώς μου μιλάς».
«Περίμενε λίγο ακόμα». Ο τόνος του έδειχνε ενόχληση. Δεν είχε καταλάβει τίποτα.
«Τι να περιμένω; Δεν υπάρχει τίποτα εδώ».
«Έτσι μου είπαν».
«Να λοιπόν που σου είπαν κάτι. Τι σου είπαν;» Χωρίς να το θέλει το ενδιαφέρον της ανανεώθηκε.
«Να σταθούμε εδώ για λίγο, αυτό μου είπαν».
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω».
Αναρωτήθηκε με ειλικρινή απορία γιατί βρισκόταν ακόμα εκεί και δεν είχε φύγει. Τι ήταν που περίμενε; Σε τι έλπιζε;
«Νομίζω πως στεκόμαστε εδώ, όχι για να συναντήσουμε κάποιον, αλλά για να μας δει κάποιος… Όμως δεν μου το είπε κανείς αυτό, μόνος μου το λέω». Ο τόνος της φωνής του ακουγόταν αφηρημένος, σαν να μονολογούσε.
Κοίταξε γύρω της. Δεν μπορούσε να πει. Υπήρχε ακόμα αρκετός κόσμος. Κανείς βέβαια δεν κοίταζε κατ’ ευθείαν προς το μέρος τους, αλλά οποιοσδήποτε απ’ όλους αυτούς θα μπορούσε να τους παρακολουθεί, χωρίς να φαίνεται. Όμως τι νόημα είχαν όλα αυτές οι βλακείες;
«Τώρα είναι εντάξει, φαντάζομαι» είπε σε λίγο ο περαστικός. «Τελειώσαμε». Και λέγοντας αυτά ξεκίνησε να περπατάει βιαστικά προς την κατεύθυνση των φωλιών.
«Περίμενε», φώναξε πίσω του. Ο περαστικός δεν σταμάτησε. Ένοιωσε να φουντώνει από θυμό. Ήθελε να τρέξει να τον προλάβει και να τον τσακίσει στο ξύλο. Ένοιωθε ότι την είχε χρησιμοποιήσει, σαν να την είχε βιάσει. Την είχε παρασύρει, να στέκεται εκεί πέρα στη μέση του πουθενά, κάνοντας τι; Περιμένοντας κάποιος να την δει. Ποιος και γιατί; Πώς είχε επιτρέψει να της συμβεί τέτοια ανοησία; Αισθανόταν απόλυτα ταπεινωμένη. Αλλά ήταν δικό της το λάθος. Δεν έπρεπε να τον είχε ακολουθήσει. Είχε παρασυρθεί από περιέργεια. Για να μην σκέφτεται συνέχεια τι θα είχε συμβεί, αν είχε πάει. Αλλά ήταν λάθος. Για σωστούς λόγους, έκανε λάθος πράγματα. Πώς ήταν δυνατόν αυτό; Τότε τι ήταν σωστό; Να που δεν ήταν σωστό λοιπόν. Να που η μΜητέρατης είχε δίκιο: την δουλειά σου και μετά τον κόσμο σου. Τελεία. Τι ήθελε; Πού πήγε κι’ έμπλεξε; Η μΜητέραείχε δίκιο.
Με βαριά καρδιά έπιασε να περπατάει πίσω, προς την κατεύθυνση των φωλιών. Τα βήματά της τα ένοιωθε βαριά. Η κούραση την κυρίευε σιγά-σιγά. Το σώμα της είχε αρχίσει πια να χαλαρώνει από την ένταση, αλλά η σκέψη της ήταν ακόμα σκοτισμένη από τα τελευταία γεγονότα. Αμυδρά, θυμήθηκε πως προηγουμένως βιαζόταν να μιλήσει στη Μητέρα για τη γριά. Να της πει για τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε η γριά για την Πόλη. Πήγε να βιάσει το βήμα της, αλλά για κάποιο λόγο δεν το έβρισκε πια και τόσο σημαντικό το όλο ζήτημα. Θα μιλούσε βέβαια, στην Μητέρα, αλλά ήταν σίγουρη πως η Μητέρα, έτσι κι’ αλλιώς, θα τα ήξερε ήδη όλα. Τώρα ήταν βέβαιη ότι προηγουμένως, από την ταραχή της, τα είχε μεγαλοποιήσει όλα μέσα στο μυαλό της. Έτσι ήταν. Έτσι γινόταν πάντα. Αλλά η Μητέρα τα έβαζε όλα στην θέση τους.
Έφτασε κοντά στις φωλιές. Δεν είχε κόσμο πια, η βάρδια είχε αλλάξει από ώρα. Ευτυχώς. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βρει μια άδεια φωλιά. Ήταν κουρασμένη και πεινούσε. Περπάτησε κατά μήκος μιας συστάδας φωλιών, εξετάζοντας μια-μια τις εισόδους. Τελικά, είδε μια άδεια. Ήταν μισοκρυμμένη πίσω από μια εσοχή. Σκέφτηκε με αγαλλίαση την βλέννα να τυλίγει απαλά το σώμα της. Ξάπλωσε πάνω στα χείλια της και έκλεισε τα μάτια.
Κάποιος την έπιασε απ’ το χέρι!
Άνοιξε αλαφιασμένη τα μάτια. Η γριά την τραβούσε από το χέρι.
«Έλα μαζί μου. Γρήγορα».
Η γριά ήταν φανερά ταραγμένη. Έμοιαζε λαχανιασμένη και το καπέλο της έστεκε στραβά στο κεφάλι της.
«Τι, τι έγινε; Τι θέλεις;» την ρώτησε.
«Έλα μαζί μου». Ο τόνος της ήταν σχεδόν παρακλητικός.
Έσπρωξε λίγο με το πόδι της για να ελευθερωθεί από τα χείλια της φωλιάς. Η γριά γύρισε και άρχισε να περπατάει με μεγάλη ταχύτητα παράλληλα με τις φωλιές. Την ακολούθησε. Την ακολούθησε για έναν και μόνο λόγο. Η γριά διέτρεχε πολύ μεγάλο κίνδυνο, έτσι που βρισκόταν τόσο κοντά σε φωλιά. Της έκανε εντύπωση αυτό – έπρεπε να είναι κάποια μεγάλη ανάγκη, αλλιώς η γριά ποτέ δεν θα έκανε κάτι τόσο παρακινδυνευμένο.
Περπατούσαν γρήγορα. Ήταν ανήσυχη. Τι να είχε συμβεί; Τι ήθελε η γριά; Ξαφνικά, της πέρασε πάλι απ’ το μυαλό ότι έπρεπε να σκοτώσει την γριά. Έπρεπε να το κάνει. Αντί να την ακολουθεί σαν ανόητο σκυλί, έπρεπε να πέσει πάνω της και να την καθαρίσει.
Γιατί δεν μπορούσε να το κάνει; Ίσως να έφταιγε που ήταν τόσο κουρασμένος. Πεινούσε πάρα πολύ, γιατί είχε περάσει ώρα από τότε που κανονικά έπρεπε να είχε τελειώσει τη βάρδια του και να μπει σε φωλιά. Πόση ώρα ακόμα θα άντεχε;
Η γριά, περπατώντας με μεγάλα βιαστικά βήματα, εγκατέλειψε τις φωλιές και άρχισε να απομακρύνεται προς την ερημιά. Κάθε λίγο γύριζε και τον κοίταζε, σαν για να βεβαιωθεί πως ήταν ακόμα πίσω της, και μετά συνέχιζε να περπατάει ακόμα πιο γρήγορα. Είχαν πια ξεμακρύνει αρκετά. Σε κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο. Δεν ήταν τόσο οι δυνάμεις του, όσο το μυαλό του που έβαλε τέρμα.
«Περίμενε. Δεν μπορώ άλλο» της είπε αγκομαχώντας και σωριάστηκε κάτω.
Η γριά τον κοίταξε, έμοιαζε έκπληκτη. «Τι έπαθες;»
«Πεινάω» είπε με απολογητικό ύφος. Μετά συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν αυτό το μόνο πρόβλημα. «Πού πηγαίνουμε; Τι θέλεις από μένα; Πού με πας; … Δεν κάνω ούτε βήμα αν δεν μου εξηγήσεις τι συμβαίνει».
Η γριά δεν απάντησε. Έβαλε το χέρι στην τσέπη της, έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί και του το έτεινε. Έτσι, απλά. Το κοίταξε χωρίς να μπορεί να πιστέψει τα μάτια του.
«Τι είναι αυτό; Πού το βρήκες;» την ρώτησε.
«Μπορείς να τρως ενώ θα προχωράμε;» τον ρώτησε και η φωνή της ακουγόταν πιεσμένη. «Έχουμε αργήσει».
«Όχι». Δεν θα έκανε ξανά το ίδιο λάθος. Δεν θα έμπλεκε σε πράγματα που δεν καταλάβαινε. Το μόνο που ήξερε ήταν πως έπρεπε να σκοτώσει τη γριά. Αλλά δεν μπορούσε να της επιτεθεί. Ίσως και να μην ήταν πραγματικά τόσο εξαντλημένος, όσο πίστευε, αλλά δεν πρέπει να του απέμεναν και πολλές δυνάμεις. Αν προσπαθούσε τώρα να την χτυπήσει, η γριά θα τον τσάκιζε, σαν κλαράκι, με μια κίνηση. Έπρεπε να περιμένει να ανακτήσει τις δυνάμεις του και μετά να της επιτεθεί. Αυτό έπρεπε να κάνει. Να μην την χάσει από τα μάτια του μέχρι να ανακτήσει τις δυνάμεις του και τότε μόνο να κάνει την κίνησή του. Και είχε ελπίδα, είχε μία ελπίδα. Αν συγκέντρωνε όλες του τις δυνάμεις στο να την σκοτώσει και αδιαφορούσε αν θα επιζούσε ή όχι, τότε είχε μία ελπίδα. Είτε θα την σκότωνε, είτε θα της έκανε μεγάλη ζημιά. Τουλάχιστον. Η γριά τον κοίταγε. Αυτό θα έκανε. Έτεινε το χέρι του και πήρε το ψωμί. Ανασηκώθηκε.
«Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις πού πάμε;» επέμεινε.
«Πλησιάζουμε. Έλα, προχώρα». Το ύφος της δεν σήκωνε αντίρρηση
Άρχισε πάλι να την ακολουθεί. Κοίταζε το κεφάλι της να ανεβοκατεβαίνει, καθώς περπατούσε. Τώρα ένοιωθε το πρόσωπό του να είναι αναψοκοκκινισμένο απ’ το θυμό. Τον έκανε να νοιώθει μικρός και ηλίθιος, τον ταπείνωνε. Το ψωμί πού το είχε βρει; Εκεί που είχε βρει και τον καθρέφτη. Φοβήθηκε πως το λαρύγγι του θα πάθαινε καμιά ζημιά, έτσι και προσπαθούσε να καταπιεί όλη αυτή την ποσότητα. Έκοψε ένα πολύ μικρό κομμάτι και το έβαλε στο στόμα του. Τα σάλια πλημμύρισαν το στόμα του. Το μάσησε και με φόβο μεγάλο επιχείρησε να το καταπιεί, σιγά-σιγά. Αν ήταν δυνατόν. Αλλά, δεν έπαθε τίποτα. Η μπουκιά κατέβηκε εύκολα. Ίσως να ήταν από τα πολλά σάλια. Έκοψε άλλη μια μικρή μπουκιά, την μάσησε και την κατάπιε κι’ αυτήν προσεκτικά. Πονούσε, αλλά κατέβαινε. Σκέφτηκε να περιμένει λίγο για να δει πώς θα αντιδρούσε το στομάχι του. Δεν είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί την προηγούμενη φορά, αν και δεν ήταν βέβαιος τι είχε φταίξει τότε, το στομάχι του ή η Πόλη. Αλλά, πεινούσε, πεινούσε πολύ. Τελικά σκέφτηκε πως το καλύτερο θα ήταν να τρώει πολύ μικρές μπουκιές, πολύ σιγά. Αυτό ήταν το πιο ασφαλές. Άλλη μια μπουκιά. Όλα καλά πήγαν. Στο τέλος πήρε θάρρος και την τελευταία μπουκιά δεν την έκοψε στη μέση, όπως θα έπρεπε. Πεινούσε πολύ. Ωραίο ήταν, το ψωμί. Να’ χε κι’ άλλο.
Η γριά πρέπει να τον περίμενε να τελειώσει. Αμέσως μόλις κατάπιε και την τελευταία του μπουκιά, σταμάτησε, γύρισε και άρχισε πάλι να ψάχνει μέσα στις τσέπες του φορέματός της. Αυτή την φορά έβγαλε ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι που περιείχε ένα κοκκινωπό υγρό.
«Πιες. Θα νοιώσεις αμέσως καλύτερα» του είπε.
Δεν ρώτησε τίποτα. Ούτε πού το βρήκε ήθελε να μάθει πια, ούτε τι ήταν. Και καμηλοπάρδαλη να έβγαζε απ’ τις τσέπες της η γριά, πολύ λίγη εντύπωση πίστευε πως θα του έκανε πια. Κοίταξε το μπουκάλι στο φως. Ήταν θαμπό και το υγρό μέσα έκανε περίεργους ιριδισμούς. Αναρωτήθηκε αν ήταν απ’ το ίδιο το ποτό ή το γυαλί του μπουκαλιού. Το μπουκάλι ήταν βουλωμένο με έναν πολυκαιρισμένο φελλό. Τον χάιδεψε απαλά με τις άκρες των δακτύλων του. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν είχε διανοηθεί πως θα άγγιζε ποτέ του φελλό. Πως θα τον άγγιζε πραγματικά. Γιατί, το μπουκάλι; Το ψωμί; Όχι πως είχαν κάτι το αξιοσημείωτο όλα αυτά. Απλώς το θέαμά τους μέσα στην Πόλη έμοιαζε εντελώς παράταιρο. Ήταν υπερβολικά συγκεκριμένα, κατά κάποιο τρόπο. Μέσα στην Πόλη, υπήρχε μόνη Πόλη. Και η Πόλη ήταν πάντα η Πόλη, τίποτα άλλο. Τα αντικείμενα αυτά δεν ήσαν η Πόλη, ήσαν νησίδες βεβαιότητας σε έναν ωκεανό αμφιβολίας. Του δημιουργούσαν ένα σκληρό, δυσάρεστο αίσθημα.
Άνοιξε το μπουκάλι. Ήταν κρασί. Ή κάτι πολύ παρόμοιο. Η μυρωδιά του ήταν ανάλαφρη. Θύμιζε άνοιξη και γιορτές στην εξοχή. Ήπιε μια γουλιά. Ταράχτηκε με την αίσθηση τόσου υγρού μέσα στο στόμα του και, αντανακλαστικά, το κατάπιε αμέσως. Πήγε να βήξει, αλλά κρατήθηκε. Αμέσως ένοιωσε μια ευχάριστη ζεστασιά να απλώνεται στο στομάχι του. Πόσο καλό ήταν! Γλυκιά ανατριχίλα διαπέρασε ολόκληρο το σώμα του. Πολύ καλό. Ανίκανος να αντισταθεί, άνοιξε το στόμα, έκλεισε τα μάτια και με γρήγορες γουλιές άδειασε όλο το μπουκάλι. Άνοιξε πάλι τα μάτια του. Η εκτόξευση στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. Ήταν σαν να γύριζε σε ρόδα λούνα-παρκ. Γρήγορα.
Είδε πως η γριά τον κοίταγε με ένα ελαφρά κοροϊδευτικό χαμόγελο στα χείλη της. Του φάνηκε πως ήταν πάλι έτοιμη να του βγάλει κάποιο ακατανόητο λογύδριο. Είχε αρχίσει να την μαθαίνει πια, σκέφτηκε και χάρηκε. Δεν θα αργούσε ο καιρός που θα την είχε του χεριού του.
Της έτεινε γρήγορα το μπουκάλι, έτσι για να έχει την πρωτοβουλία. Η γριά το πήρε και το έβαλε πίσω στη τσέπη της, κουνώντας το κεφάλι της. Πάντως δεν μίλησε καθόλου, απλώς γύρισε και συνέχισε να περπατάει.
Αισθανόταν υπέροχα. Η ζωή ήταν ένα αδιάκοπο πανηγύρι. Εντάξει, πρέπει να ήταν μεθυσμένος, αλλά και τι σημασία είχε; Η ζωή ήταν ένα αδιάκοπο πανηγύρι. Κοίταζε την Πόλη γύρω του και την έβλεπε να του χαμογελάει φιλικά. Θα την έκανε μια χαψιά τη γριά. Αλλά μπορεί και να την άφηνε να ζήσει τελικά, όλοι αυτοί οι σκοτωμοί καταντούσαν κουραστικοί. Το καλύτερο θα ήταν να την κρατούσε να του κάνει δουλειές. Είχε και όλα αυτά τα ωραία πράγματα μέσα στις τσέπες της. Ποιος ξέρει τι άλλο να είχε εκεί μέσα. Ναι, αυτό θα ήταν το καλύτερο. Θα τα εξηγούσε και στην Πόλη. Στη ρίζα των περισσότερων προβλημάτων υπάρχει πάντα η παρεξήγηση. Ήταν βέβαιος πως θα τα κατάφερνε να τα εξηγήσει στην Πόλη και πως η Πόλη θα καταλάβαινε. Και θα μπορούσαν όλοι να συνεχίσουν όπως πριν, μόνο καλύτερα. Η γριά θα καθόταν ήσυχη πια, να πηγαίνουν περιπάτους και να του λέει τις ιστορίες της, και η Πόλη θα ήξερε ότι όλα πάνε καλά. Θα ήταν σπουδαία. Κοίταξε τη γριά. Μπορεί και να την πηδούσε κιόλας, δεν ήταν άσχημη, ουσιαστικά – κάθε άλλο. Άσε που θα ήξερε και κόλπα να του κάνει, ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Την κοίταξε. Δεν είχε ισιώσει ακόμα το καπέλο πάνω στο κεφάλι της. Για κάποιο λόγο αυτό του φάνηκε εξαιρετικά αστείο και άρχισε να γελάει σιγανά.
Ξαφνικά, η γριά σταμάτησε λέγοντας «Φτάσαμε. Πέρνα εσύ πρώτος».
Τρόμαξε. Εδώ και ώρα προχωρούσαν σε τόσο δύσβατη περιοχή, ώστε δεν χωρούσαν να περπατάνε ο ένας δίπλα στον άλλο. Όταν η γριά σταμάτησε και παραμέρισε, είδε πως είχε σταματήσει μπροστά σε μια στενή σχισμή, που έμοιαζε με άνοιγμα σπηλιάς. Κοίταξε μια το σκοτεινό στόμιο και μια την γριά. Το αλκοόλ είχε πια εξατμιστεί από το αίμα του εντελώς.
«Τι είναι εδώ μέσα;»
«Θα δεις, μη φοβάσαι».
«Και γιατί δεν μπαίνεις εσύ πρώτη;»
«Εσένα περιμένουν, όχι εμένα».
«Ποιος με περιμένει;»
«Θα δεις. Έλα, μη φοβάσαι σου λέω, πέρασε».
Έμεινε διστακτικός να την κοιτάει. Αλλά ήταν φανερό, δεν είχε άλλη επιλογή. Μόνος του τα είχε οδηγήσει ως εκεί τα πράγματα. Ανασήκωσε τους ώμους και με εγκατάλειψη δρασκέλισε την είσοδο της σπηλιάς.
Έκανε ένα βήμα στο εσωτερικό της. Ήταν πολύ σκοτεινά. Δεν έβλεπε τίποτα, είχε μεγάλη διαφορά από το φως απ’ έξω. Περίμενε λίγο να συνηθίσουν τα μάτια του. Αισθάνθηκε τον αέρα της σπηλιάς δροσερό στα μάγουλά του, ενώ τα πόδια του έψαχναν το έδαφος απαλά, αλλά σίγουρα. Ήταν έτοιμος.
«Μου έλειψες».
Προσπάθησε απεγνωσμένα να διακρίνει μέσα στο μισοσκόταδο. Την ήξερε αυτή την φωνή. Ήταν σίγουρος πως την ήξερε. Ήθελε να την ήξερε. Εκεί, προς τα δεξιά του, άκουσε ένα θρόισμα. Κάτι άσπρο φαινόταν να αχνοφέγγει. Η καρδιά του έπαψε να χτυπάει κι’ έγινε όλη ένα βλέμμα που προσπαθούσε να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Έκανε ένα αβέβαιο βήμα προς την κατεύθυνση της άσπρης σκιάς.
«Ποιος … Εσύ … είσαι;» ρώτησε το κενό μπροστά του. Η φωνή του έσπασε, ακούστηκε σαν κρώξιμο πουλιού.
«Έλα».
Προχώρησε σπασμωδικά. Δεν έβλεπε πού πατούσε και έχανε συνέχεια την ισορροπία του, γιατί το έδαφος ήταν ανώμαλο, όμως προχώρησε. Βρίσκονταν σε ένα είδος ανηφορικού διαδρόμου – την άσπρη σκιά την έβλεπε τώρα να στέκεται ευθυτενής στην κορυφή και να τον περιμένει. Πίσω της δεν φαινόταν τι υπήρχε, επειδή το φως έπεφτε από πίσω της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν ακόμα στο σκοτάδι. Η γριά τον ακολουθούσε, άκουγε τα ελαφρά βήματά της ακριβώς πίσω του.
Προχώρησε μερικά βήματα, στάθηκε μπροστά στη σκιά, σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε κατά πρόσωπο. Εκείνη ήταν. Θεέ μου!
Η καρδιά του κράτησε για μια στιγμή την αναπνοή της, και μετά, μ’ ένα μικρό πήδημα, αφέθηκε στο κενό. Η θάλασσα ίσα που φαινόταν, κάτω, χαμηλά, ανάμεσα στα βράχια.
Την κοίταξε. Του χαμογελούσε. Σκέφτηκε να την αγκαλιάσει. Αλλά δεν τόλμησε, του φαινόταν απόμακρη, παρά το χαμόγελό της. Δεν τολμούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Ένοιωθε πως αν κοίταζε αλλού, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, η μορφή της θα διαλυόταν σαν να ήταν από λεπτή ομίχλη. Πόσο ήθελε να την αγγίξει.
«Πώς βρέθηκες εδώ;» την ρώτησε. Η φωνή του έσπασε.
«Χα, χα, χα. Πώς κάνεις έτσι;» ακούστηκε η φωνή της γριάς πίσω του. Ο τόνος της ήταν επιτηδευμένα εύθυμος και ακούστηκε εντελώς παράταιρα. «Μα τι κάθεσαι έτσι και την κοιτάς σα χαζός; Πάρε την αγκαλιά, δώσ’ της ένα φιλάκι… Άντε. Αχ, και να’ χα τα νιάτα σας. Χε, χε, χε» και λέγοντας αυτά η γριά πέρασε μπροστά του, έπιασε την νέα απ’ τους ώμους και την κούνησε ελαφρά σαν για να του αποδείξει πως ήταν αληθινή. Γέλασαν.
Τις κοίταγε. Αισθανόταν μουδιασμένος. Ήταν σαν αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από το χτύπημα μέχρι που να νοιώσεις τον πόνο. Το ξέρεις πως θα πονέσεις, υποθέτεις πως θα’ πρεπε ήδη να πονάς, αλλά δεν πονάς. Ακόμη. Έτσι αισθανόταν. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Τις κοίταζε. Η μια νέα, η άλλη ηλικιωμένη. Ξαφνικά, του φάνηκε πως έμοιαζαν, κατά κάποιο τρόπο. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει έως τότε. Τρόμαξε. Φρικτές υποψίες τον πλημμύρισαν. Μήπως όλα αυτά ήταν πάλι κάποιο κόλπο της γριάς, κάποιο είδος οφθαλμαπάτης; Σαν εκείνο το πάρκο που τον είχε πάει προηγουμένως; Αλλά, υπήρχε πραγματικά η ομοιότητα ή την φανταζόταν; Κατανικώντας την ξαφνική παρόρμηση να το βάλει στα πόδια, τις εξέτασε προσεκτικά. Δεν έβλεπε και καλά μέσα στο μισοσκόταδο.
Όχι. Μάλλον, όχι. Απλώς και οι δυο είχαν πρόσωπο με λεπτά χαρακτηριστικά και ξανθά μαλλιά – της γριάς ήταν από χρόνια πια άσπρα, αλλά ήταν ακόμα φανερό πως κάποτε υπήρξε ξανθιά. Τα μάτια τους όμως. Πώς γυάλιζαν μεσ’ το σκοτάδι. Θύμιζαν άγρια ζώα. Τα μάτια τους ήταν που τις έκαναν να μοιάζουν. Δεν δυσκολευόταν να παραδεχτεί πως τις φοβόταν – και τις δυο εξ’ ίσου.
Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Ένοιωσε τον αέρα να γεμίζει ολόκληρη την κοιλιά της και μετά να πηγαίνει και να ξεχειλίζει στους πνεύμονές της. Καλύτερα.
«Πάμε μέσα καλύτερα. Είμαστε όλοι κουρασμένοι» είπε η γριά. Ο τόνος της είχε τώρα χάσει την προηγούμενη του ευθυμία.
Η γριά και η νέα την πήραν αγκαζέ και την έσπρωξαν μαλακά προς τα εμπρός. Τις άφησε να την οδηγήσουν. Καθώς προχωρούσε, κοίταγε με την άκρη του ματιού της το περίγραμμα της νέας, που περπατούσε δίπλα της. Η ζωντανή παρουσία της, τόσο κοντά, προκαλούσε μέσα της έναν πραγματικό ανεμοστρόβιλο συναισθημάτων. Και της ήταν πολύ δύσκολο, ενώ προσπαθούσε να δαμάσει το δαιμονισμένο άλογο που έσερνε μέσα της, εξωτερικά να τις ακολουθεί, έτσι όπως περπατούσαν, με αργά, μετρημένα βήματα. Απεγνωσμένα, δοκίμασε να εστιάσει στο περιβάλλον γύρω της.
Μετά το τέλος του διαδρόμου άνοιγε ένας σχετικά ευρύχωρος χώρος. Το φως έμπαινε από την οροφή, αλλά δεν φαινόταν από πού ακριβώς. Στην μια πλευρά υπήρχαν ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες και ένα ντουλάπι, ενώ στην άλλη ένα μεγάλο κρεβάτι, ένα κρεβάτι με ουρανό. Και ήταν όλα ξύλινα. Ξύλινα! Ήταν απίστευτο.
Την άφησαν να στέκεται εκεί στη μέση και πήγε η κάθε μια στη δουλειά της. Η γριά πήγε στο κρεβάτι, κάθισε αργά και άρχισε να τρίβει τις πατούσες της. Πού και πού άφηνε μικρά επιφωνήματα ανακούφισης.
Η νέα είχε στο μεταξύ αρχίσει να στρώνει τραπέζι. Απ’ το ντουλάπι δίπλα από το τραπέζι έβγαλε πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα. Τα τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι. Μετά ξαναγύρισε στο ντουλάπι και έβγαλε ένα στρογγυλό καρβέλι ψωμί, τυρί, ντομάτες και μια κανάτα. Τα τοποθέτησε κι’ αυτά τακτικά στο τραπέζι και μετά έκανε ένα βήμα πίσω να επιθεωρήσει το έργο της.
Ντομάτες; Ντομάτες; Ντομάτες. Τις εισέπραξε σαν το τελικό χτύπημα. Ήταν τόσο κόκκινες, που έβγαζαν μάτι. Είχε μείνει εκεί στη μέση να στέκεται, μην ξέροντας πού να σταθεί και τι να κάνει. Ένοιωθε να εμποδίζει. Και αυτό που την ενοχλούσε περισσότερο ήταν το ύφος τους. Είχαν τον πιο φυσικό ύφος του κόσμου. Λες και όλα ήσαν συνηθισμένα, καθημερινά και αυτονόητα.
Αλλά έτσι όπως στεκόταν εκεί, θυμήθηκε ξαφνικά και πάλι πόσο κουρασμένη ήταν. Της ήρθε να πέσει κάτω από την εξάντληση. Δεν θα τα άντεχε για πολύ ακόμα όλα αυτά. Σύρθηκε με δυσκολία μέχρι το τραπέζι, τράβηξε λίγο μια καρέκλα και, διστακτικά, κάθισε στην άκρη της. Ντρεπόταν να κάτσει καλά και δεν καταλάβαινε και τον λόγο.
Οι άλλες δυο έμοιαζαν να την περίμεναν. Πλησίασαν αμέσως και αυτές το τραπέζι και κάθισαν. Η γριά είχε φορέσει κάτι μάλλινες παντόφλες, που είχε τραβήξει κάτω απ’ το κρεβάτι. Την κοίταξε να πλησιάζει, σέρνοντας σιγά-σιγά τις παντόφλες της. Τι γινόταν εκεί πέρα; Πού βρισκόταν; Η γριά σταύρωσε τα χέρια, έκλεισε τα μάτια και άρχισε κάτι να ψιθυρίζει.
Κοίταξε την νέα απέναντί της. Της χαμογελούσε. Μετά από λίγο η γριά άνοιξε πάλι τα μάτια της. Αν δεν ήταν εντελώς γελοίο, θα έλεγε πως η γριά είχε μόλις πει την προσευχή της. Πού της ήρθε αυτό πάλι;
«Ας φάμε», είπε η γριά. Η νέα άρχισε να μοιράζει το φαγητό στα πιάτα τους. Η κανάτα πρέπει να περιείχε απ’ το κρασί που της είχε δώσει και προηγουμένως η γριά. Να λοιπόν που όλα είχαν μια απλή εξήγηση. Χαμογέλασε θλιβερά. Εκεί που της τράβαγαν το χέρι απ’ το λουρί, η Σύγχυση κι’ ο Φόβος έστρεψαν απότομα το κεφάλι τους και την δάγκωσαν με δύναμη. Πετάχτηκε πάνω αφηνιασμένη.
«Πού βρίσκομαι; … Τι είναι εδώ πέρα; … Ποιες είστε;» Η φωνή της με κάθε επόμενη ερώτηση γινόταν όλο και πιο τσιριχτή, μέχρι πού πρέπει να ακούστηκε σχεδόν υστερική.
«Ησύχασε, ησύχασε… Θα δεις, θα δεις» είπε η γριά κατευναστικά και της έδειξε να ξανακαθίσει. «Χα, χα. Λοιπόν, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα», συνέχισε, δίνοντας έμφαση στο «έτσι» και ρίχνοντας μια ματιά με νόημα στην νέα, «νομίζω πως θα είναι καλό να αρχίσουμε με τις συστάσεις. Για να μπουν τα πράγματα σε μια σειρά. Ε, τι λέτε;» Η νέα χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, αλλά δεν μίλησε. «Ωραία. Λοιπόν εμένα με λένε … Καλέ τι έπαθα; Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς με λένε. Σε καλό μου». Γύρισε στην νέα. «Δεν μου έρχεται». Και χτύπησε το κεφάλι της με απελπισία. «Έλα, σύστησέ μας εσύ, πες της πώς με λένε». Η νέα την κοίταγε, χωρίς να ανοίγει το στόμα της. Η γριά κατσούφιασε «Δεν μιλάς, ε; Τότε πες της το δικό σου όνομα… Έλα, σε παρακαλώ». Γύρισαν και οι δυο προς το μέρος της. Το βλέμμα τους έμοιαζε ανήσυχο. Αλλά δεν άντεξαν για πολύ. Πρώτα η γριά και μετά η νέα άρχισαν να χαχανίζουν και γρήγορα να ξεφωνίζουν δυνατά από τα γέλια. Γέλαγαν, γέλαγαν και χτυπιόντουσαν πάνω στο τραπέζι. Η γριά πήγαινε πέρα-δώθε στην καρέκλα της μέχρι που στο τέλος, έχασε την ισορροπία της και έπεσε πίσω. Ούτε που το κατάλαβε. Συνέχισε να γελάει. Μάλιστα τότε, άρχισαν να γελάνε περισσότερο. Η γριά σηκώθηκε πάνω, γούρλωσε τα μάτια της και άρχισε να τα περιφέρει γύρω-γύρω σαν να είχε πάθει συμφόρηση. Μάλλον προσπαθούσε να την κοροϊδέψει για το έκπληκτο και ενοχλημένο ύφος, που πρέπει να είχε. Κρατούσαν τα πλευρά τους από τα γέλια και κάθε τόσο ξεφώνιζαν ότι πονούσαν και ότι θα έσκαγαν.
Δεν καταλάβαινε καθόλου γιατί γελούσαν. Δεν τις άντεχε άλλο. Πετάχτηκε πάλι όρθιος. Η καρέκλα έπεσε πίσω του, κάνοντας έναν γελοίο θόρυβο.
«Σταματήστε πια αυτές τις μαλακίες… Σταματήστε είπα!» τους φώναξε έξαλλος.
Μαράθηκαν επί τόπου, σαν ηλιοτρόπια σε έκλειψη ηλίου. Τον κοίταξαν αμίλητες, και μετά κατέβασαν τα μάτια κάτω. Η νέα κοίταζε το τραπέζι και τα χείλια της έτρεμαν λίγο σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Γύρισε πίσω του να πιάσει την καρέκλα που είχε πέσει. Άκουσε ένα ψίθυρο. Γύρισε. Πάλι άρχισαν να ουρλιάζουν από τα γέλια. Εξ’ ίσου δυνατά με πριν. Η γριά τώρα είχε περισσότερο υλικό για την μιμητική της. Του γύρισε την πλάτη, έβαλε τα χέρια στη μέση, χτύπησε το πόδι της κάτω και κούνησε απειλητικά το δάκτυλό της προς την άλλη. Θυμήθηκε ότι είχε πράγματι χτυπήσει το πόδι του κάτω. Μπορεί να είχε κάνει και τ’ άλλα. Κοίταξε τη γριά. Του είχε γυρισμένη τη πλάτη. Δεν τον έβλεπε. Ήταν σκασμένη στα γέλια με την άλλη.
Τώρα ήταν η ευκαιρία που περίμενε. Χαλάρωσε τη γροθιά του, έσφιξε τα πόδια του και την χτύπησε δυνατά και γρήγορα, ίσια στη βάση του σβέρκου της.
Η γριά έσκυψε, έπιασε ένα πιρούνι που είχε πέσει κάτω και γύρισε στο πλάι να συνεχίσει να τον μιμείται.
Το χτύπημά του βρήκε αέρα.
Τώρα η γριά βρισκόταν πλάγια, αριστερά του και του είχε γυρισμένο το προφίλ της. Δεν έκανε καμιά άλλη κίνηση. Δεν ήταν καν βέβαιος αν τον απέφυγε από καθαρή σύμπτωση ή όχι. Την κοίταξε. Του ανταπέδωσε το βλέμμα. Ήταν σαν να κοιτούσε τον τοίχο. Γύρισε και κοίταξε την νέα. Έμοιαζε να μην έχει αντιληφθεί τίποτα απολύτως.
Αυτή η παράσταση ήταν καιρός πια να τελειώσει.
Αμίλητος, πέρασε μπροστά από την γριά και προχώρησε προς την έξοδο. Στη μέση θυμήθηκε την νέα, σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να της πει. Σταμάτησε και γύρισε συγχυσμένος προς το μέρος της, Αλλά δεν είχε νόημα. Συνέχισε να περπατάει. Μπήκε στο μικρό διάδρομο.
«Περίμενε». Ήταν η φωνή της νέας.
Γύρισε. Είχε σηκωθεί από τη θέση της και είχε κάνει μερικά βήματα προς το μέρος του. Η γριά στο μεταξύ είχε γυρίσει στο τραπέζι κι’ είχε κάτσει πίσω στην καρέκλα της.
«Δεν μπορείς να φύγεις». Την κοίταξε. «Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Δεν τέλειωσες αυτό που ήρθες να κάνεις». Η φωνή της δεν είχε ίχνος τρυφερότητας πια, ο τόνος της ακουγόταν επιτακτικός και απότομος. Τον νευρίασε.
«Γιατί, τι ήρθα να κάνω;» την ρώτησε.
«Για μένα, δεν ήρθες;»
«Για σένα; Από πού κι’ ως πού;» την ρώτησε με απορία. Ο τόνος του ακούστηκε ειλικρινής. «Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό πως μπορεί να σε έβρισκα εδώ».
«Για μένα ήρθες», επέμεινε «… Αν με είχες ξεχάσει, τι λόγο θα είχες να βρίσκεσαι εδώ;». Έμεινε αμίλητος να την κοιτάει. Αυτό, έπρεπε να παραδεχτεί, πως μπορεί και να ήταν αλήθεια, κατά κάποιο τρόπο. Πολύ έμμεσα όμως.
«Και λοιπόν;» την ρώτησε τελικά.
Η νέα δεν απάντησε. Γύρισε και ξανακάθισε στο τραπέζι. Η γριά ήταν τόσο απορροφημένη με το φαγητό της, που έμοιαζε σαν να μην υπήρχε.
«Το ζήτημα» του είπε η νέα, «είναι εσύ τι θέλεις. Γιατί ήρθες εδώ; Τι περίμενες;»
«Δεν ήρθα μόνος μου». Έδειξε με το κεφάλι του προς το μέρος της γριάς. «Εσύ την έβαλες να με φέρει εδώ;»
«Αν δεν περίμενες κάτι, δεν θα ερχόσουν» επέμεινε και πάλι η νέα. «Τι περίμενες;»
Δεν απάντησε. Πλησίασε προς το τραπέζι, αμφιταλαντεύτηκε για λίγο, αλλά μετά κάθισε κι’ αυτός. Αμήχανα, έκοψε ένα μικρό κομμάτι ψωμί, το έβαλε στο στόμα του, το μάσησε προσεκτικά και το κατάπιε. Κοίταξε την ντομάτα με δυσπιστία. Σήκωσε τα μάτια προς την νέα. Εξακολουθούσε να τον κοιτάει και να περιμένει.
«Γιατί με κοιτάς; Τι θέλεις; … Δεν είμαι καν βέβαιος πως υπάρχεις» της είπε απότομα.
«Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησε. Έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι εννοούσε.
«Εσύ γιατί λες;» Πήρε μια μικρή ντομάτα και την έβαλε στο στόμα του. Ωραία ήταν, ακριβώς όπως την ήξερε. Αλλά πάλι, ίσως όχι ακριβώς. Η μυρωδιά ήταν λίγο περίεργη. Κάπως πιο βαθιά, αλλά και λιγότερο έντονη. Ούτε και η γεύση ήταν εντελώς σωστή. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως θα ήταν σε θέση να κάνει τέτοιες διακρίσεις. Όμως ήταν φανερό, το έβλεπε τώρα καθαρά. Του φάνηκε πως η Πόλη κατάφερνε να προσομοιώσει μόνο τις βασικές ιδιότητες της πραγματικότητας. Αλλά κι’ αυτές ακόμα τις απέδιδε με μια δόση υπερβολής – ίσως για να τις κάνει πιο αληθοφανείς. Μπορεί και να ήταν αρκετά μακριά από την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας – αυτά που τους τάιζε να μην ήταν φωτογραφίες, να μην ήταν καν ζωγραφιές. Ίσως να έμοιαζαν πιο πολύ με σκίτσα, με καρικατούρες. Άφηνε να ξεφύγουν πλήθος μικρολεπτομέρειες εδώ κι’ εκεί. Η διαφορά βέβαια, τελικά, μπορεί να μην ήταν και τόσο σημαντική – μόνο αν πρόσεχες θα την καταλάβαινες. Άσε που μπορεί να έφταιγε και αυτή η συγκεκριμένη ντομάτα. Κοίταξε την οροφή της σπηλιάς. Το φως έπεφτε μαλακά και έμοιαζε ευχάριστο. Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Γύρισε προς το μέρος της. Τον κοίταζε ακόμα, με τα μάτια της γεμάτα ένταση. Αλλά δεν θα της πέρναγε.
«Για να δούμε… Γιατί πιστεύω πως δεν υπάρχεις. Κατ’ αρχήν επειδή το σώμα σου είναι σκεπασμένο με ρούχα. Επειδή αυτό το μέρος εδώ, δεν θα έπρεπε κανονικά να υπάρχει. Επειδή είναι γεμάτο με όλα αυτά τα πράγματα, που επίσης δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, και που δεν ξέρω πού τα βρήκατε. Επειδή τρώμε – με το στόμα». Έμεινε λίγο σιωπηλός. Έπειτα συνέχισε με νέα έμπνευση. «Επειδή την ακολούθησα εδώ», έδειξε με το κεφάλι του τη γριά, «ενώ έπρεπε να την είχα σκοτώσει. Επειδή πάντα, μέχρι που … έφυγες, βλεπόμασταν κανονικά, ενώ τώρα…». Δεν ήξερε πώς να συνεχίσει και σταμάτησε. Ξαφνικά θυμήθηκε. «Αυτόν που με παρακολουθούσε, εσείς δεν τον βάλατε;» Τις κοίταξε. Καμιά τους δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Συνέχισε απτόητος. «Και ακόμα προσπαθώ να καταλάβω γιατί δεν με έχει σκοτώσει ακόμα» – γύρισε και έδειξε πάλι με το κεφάλι του τη γριά – «ή πού με είχε πάει την προηγούμενη φορά, πώς με έκανε να δω αυτά που είδα…». Σταμάτησε. «Σου φτάνουν αυτά; Αν με αφήσεις να σκεφτώ λίγο, θα μου έρθουν κι’ άλλα». Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Είχε λαχανιάσει.
«Όμως δεν απάντησες στην ερώτησή μου» παρατήρησε ψυχρά η νέα.
«Ποια ερώτησή σου;» Ο τόνος της του έδινε στα νεύρα. Δεν την θυμόταν έτσι.
«Τι περίμενες και ήρθες εδώ;»
«Τι περίμενα; Τι θες να περίμενα; … Ούτε περίμενα, ούτε ήθελα τίποτα. Τι να ήθελα; Και να ήθελα, εσύ θα ήσουν η τελευταία που θα το ζήταγα, κατάλαβες; Η τελευταία… Δεν θέλω τίποτα, από κανέναν. Να με αφήσετε όλοι ήσυχο, αυτό θέλω. Όλοι. Δεν χρειάζομαι κανέναν. Φτάνει πια. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Φτάνει… Και αν θέλω κάτι, τότε αυτό που θέλω είναι εντελώς διαφορετικό. Εντελώς, ακούς; Όχι αυτές τις μαλακίες… Αυτό θέλω, κάτι διαφορετικό. Έχω βαρεθεί πια … Ποιος το αντέχει αυτό το πράγμα; Κανείς… Κι’ ας λένε. Κανείς. Ώρες-ώρες είναι σαν να πνίγομαι, καταλαβαίνεις;» Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε με αγωνία, ελπίζοντας ότι επιτέλους θα κάνουν επαφή. Πως τα μάτια της θα του δείξουν κάτι, πως τον νοιώθει, πως καταλαβαίνει. Όμως, τίποτα. Το γυαλιστερό ρομπότ συνέχισε να χορεύει απτόητο.
«Γιατί είπες πριν πως δεν υπάρχω;» τον ρώτησε. Με απελπισία έψαχνε ανάμεσα στις λέξεις της για να διακρίνει έστω και το παραμικρό ίχνος συναισθήματος. Τίποτα. Ήταν μια ραπτομηχανή που αναρωτιόταν γιατί το γαζί να βγαίνει στραβό.
«Γιατί, μπορείς να το αποδείξεις;» την ρώτησε και την κοίταξε ειρωνικά.
Η νέα σηκώθηκε. Τον πλησίασε. Γονάτισε μπροστά του. Άπλωσε αργά το δεξί της χέρι και χάιδεψε τον αριστερό του μηρό. Το χέρι της συνέχισε να ανεβαίνει, όλο και πιο ψηλά, μέχρι που αγκάλιασε το πέος του. Το έσφιξε απαλά. Μετά έσκυψε, το έγλυψε και έβαλε το κεφάλι του στο στόμα της. Ένοιωσε την γλώσσα της να το πιπιλάει, ενώ με τα δάχτυλα του άλλου της χεριού μάλαζε τρυφερά τα αρχίδια του. Ήταν πολύ ζεστά. Συνέχισε λίγη ώρα. Άρχισε να σκληραίνει. Όμως ξαφνικά, η νέα σταμάτησε. Σήκωσε το κεφάλι της και κρατώντας ακόμα το πέος του στα δάχτυλά της, τον κοίταξε στα μάτια «Λοιπόν;» Του ήρθε να χύσει, αδύναμα. Κρατήθηκε, σχετικά εύκολα.
Το μυαλό του όμως ήταν σαν κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός. Χιλιάδες πράγματα περνούσαν μπροστά απ’ το παράθυρό του και δεν ήξερε ποιο να σταματήσει να της το πει. Τώρα ήταν η στιγμή που οι λέξεις του έπρεπε να γίνουν γροθιές. Γροθιές, στο στομάχι να την σταματήσουν. Κλοτσιές, στο κεφάλι να την ζαλίσουν. Αλλά τι να της πει; Πως την αγαπούσε ακόμα; Πως η σκέψη της απουσίας της, τόσο καιρό, είχε καταπατήσει κάθε του δευτερόλεπτο; Πως περνούσε ώρες ατέλειωτες, τριγυρνώντας σαν χαμένος μέσα του και δεν έβρισκε από πού να πιαστεί, ούτε μια καρέκλα να κάτσει; Τι απ’ όλα αυτά μπορούσε να πει με λέξεις;
Ναι, θα’ θελε να της τα πει όλα αυτά και μετά να την πάρει να φύγουνε, αλλά τα μάτια της, άγκυρες μολυβένιες, δεν του επέτρεπαν ούτε την πρώτη κίνηση να κάνει. Ήταν βέβαιος πως δεν θα μπορούσε να τις σηκώσει.
Η νέα χαμογέλασε αχνά, με την ανάποδη του χεριού της σκούπισε τα χείλια της και μετά σηκώθηκε και ξαναγύρισε στο τραπέζι. Κοίταζε ανήμπορος την πλάτη της να απομακρύνεται. Το πέος του άρχισε να πέφτει. Τι λεπτεπίλεπτη που ήταν. Σαν μικρό, περήφανο δεντράκι την άνοιξη, του φάνηκε.
«Αν βγαίναμε έξω από εδώ, θα εξακολουθούσες να υπάρχεις;» την ρώτησε, ενώ η νέα καθόταν και πάλι στην καρέκλα της.
Η νέα γύρισε και τον κοίταξε. Με την άκρη του ματιού του είδε πως και η γριά σήκωσε το κεφάλι της και χαμογέλασε – μετά έσκυψε και συνέχισε να μασουλάει.
«Μα ναι, ναι. Θέλεις να δεις;» και πήγε να ανασηκωθεί.
Σήκωσε το χέρι του και την σταμάτησε.
«Όχι, εντάξει… Δεν είναι πως δεν σε πιστεύω… Μπορεί και να είμαι λίγο μπερδεμένος. Με όλα αυτά …» γέλασε αμήχανα και δεν την τελείωσε τη φράση του.
«Γιατί;»
Την κοίταξε. Τα μάτια της τώρα έδειχναν ενδιαφέρον. Κοίταξε τη γριά. Έμοιαζε να βρίσκεται στον κόσμο της. Αν και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μαζί της, η συμπεριφορά της του ήταν εντελώς ακατανόητη. Έμοιαζε με κούκλα που κάποιο παιδάκι βαρέθηκε και την παράτησε σε μια γωνία.
«Δεν ξέρω. Είναι καιρός τώρα… Εσύ, ας πούμε… Γιατί έφυγες;»
«Εδώ δεν είμαι;»
«Ξέρεις τι θέλω να πω. Έφυγες».
«Δεν έφυγα. Απλώς ήθελα να ζήσω το να σε αφήσω. Όμως, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έφυγα… Και τώρα μόλις το ένοιωσες κι’ εσύ, έτσι δεν είναι;»
«Μα τι είναι αυτά που λες;» ξέσπασε φωναχτά. «Αφού έφυγες. Έφυγες. Σ’ έψαχνα, σε περίμενα. Απελπίστηκα. Μετά ξαναπροσπαθούσα, σε δικαιολογούσα, με κατηγορούσα… Έλεγα πως ποτέ δεν θα τελειώσει αυτό το σκαμπανέβασμα. Πως κανείς δεν έχει περάσει ποτέ τέτοιο πράγμα. Σκεφτόμουν πώς μπορείς και ανασαίνεις, ενώ εγώ καιγόμουνα ζωντανός… Αλλά, τελικά αραίωσε. Και τότε, άμα θέλεις το πιστεύεις, λυπήθηκα. Δεν λυπήθηκα, πέθανα. «Πώς είναι δυνατόν», αναρωτιόμουν. Αλλά ήταν, αραίωσε… Λοιπόν, τα έζησα όλα αυτά. Εσύ με έκανες να τα ζήσω. Οπότε, τώρα τι θέλεις; Να τα ξεχάσω, έτσι απλά, επειδή αποφάσισες να εμφανιστείς, ξαφνικά, απ’ το πουθενά;… Να, αυτό είναι το πρόβλημά μου».
«Ήθελα να το ζήσω που σε άφησα, ακριβώς επειδή ήταν σημαντικό για μένα. Επειδή εσύ ήσουν σημαντικός για μένα. Το σκέφτηκες αυτό καθόλου; … Αλλά τώρα να, είμαι εδώ» του απάντησε.
«Και τι θέλεις;» την ρώτησε.
«Ό,τι θέλεις εσύ… Εδώ είμαι» του απάντησε.
Σηκώθηκε επάνω και έκανε μερικά βήματα πάνω-κάτω. Αισθανόταν παγιδευμένος. Και δεν ήταν βέβαιος πως καταλάβαινε τον λόγο.
«Εσύ δεν καταλαβαίνω τι θέλεις από μένα» της είπε τελικά. «Αλλά γιατί να κάνουμε πολύπλοκη τη ζωή μας; Αν πραγματικά είσαι εδώ, όπως λες, τότε γιατί δεν φεύγουμε όλοι, να πάμε στις βάρδιες μας;» Κοίταξε αβέβαιος τη γριά, αλλά αυτή δεν έκανε καμιά αντίδραση. «Ορκίζομαι πως δεν θα πω τίποτα σε κανέναν για όλα αυτά» και έδειξε αόριστα με το χέρι του τη σπηλιά. «Και όταν τελειώσουμε τη βάρδια μας, συναντιόμαστε πάλι, κανονικά, όπως παλιά… Έ, τι λες;» Κοίταξε τη νέα και τα μάτια του είχαν μια σιωπηλή ικεσία, που δεν οφειλόταν τόσο σε αγάπη, όσο στη κούραση. Η νέα τον κοίταγε αμίλητη. «Τι με κοιτάς έτσι; Δεν μου είπες πως θα κάνεις ό,τι θέλω; Ε, αυτό θέλω».
«Γι’ αυτό ήρθες εδώ;» τον ρώτησε η νέα.
Έμεινε σιωπηλός. «Γιατί όχι;» την ρώτησε τελικά. Και μετά συνέχισε «Μα τι νόημα έχουν όλες αυτές οι ερωτήσεις; Τι περιμένεις να σου απαντήσω;» Ένοιωθε πολύ άσχημα.
«Γιατί ήρθες εδώ;» επέμεινε η νέα.
Σηκώθηκε πάλι επάνω και την κοίταξε έξαλλος. «Τι θέλεις από μένα;» Η νέα τον κοίταζε σταθερά. Πλησίασε πιο κοντά της. «Έ; Τι θέλεις; … Γιατί μου σπας τα νεύρα; Τι με ρωτάς και με ξαναρωτάς; Αφού βλέπεις πως δεν ξέρω τι θέλεις. Δεν ξέρω τώρα, όπως δεν ήξερα και τότε. Τι να κάνουμε, αυτός είμαι. Όλο με σπρώχνεις, με σπρώχνεις. Γιατί; Δεν αντέχω πια άλλο. Δεν καταλαβαίνω ούτε γιατί με σπρώχνεις, ούτε προς τα πού».
«Δίκιο έχεις». Η νέα του απάντησε ψύχραιμα, κοιτάζοντας τον ίσια στα μάτια. Έγινε παύση. Ήταν λίγο περίεργα, αλλά η ατμόσφαιρά σαν να άλλαξε λίγο. Μετά συνέχισε. «Όμως για να έχουν όλα αυτά το παραμικρό νόημα πρέπει προηγουμένως να αποφασίσεις».
«Τι να αποφασίσω;» την ρώτησε.
«Πού θέλεις να είσαι».
«Πού; Τι θες να πεις;»
«Εδώ ή στη φωλιά;»
«Δεν καταλαβαίνω».
«Καταλαβαίνεις… Αυτό προσπαθώ να σου πω. Αυτό για το οποίο ήρθες εδώ. Αυτό που περίμενες».
«Τι περίμενα;»
«Δεν είπες πως πνιγόσουν;»
«Ναι».
«Από τι πνιγόσουν;»
Δεν απάντησε τίποτα για λίγο. «Και τώρα τι θέλεις;» την ρώτησε τελικά.
«Να αποφασίσεις».
«Να αποφασίσω τι;»
«Πού θέλεις να είσαι. Με ποιον».
«Με ποιον; Με ποιον; Δηλαδή, τι; Ποιος άλλος είναι εδώ; Τελικά, τι γίνεται εδώ πέρα;»
«Δεν είπα ότι υπάρχει κανείς άλλος», βιάστηκε να τον σταματήσει η νέα. «Αυτό που σου λέω είναι πως πρέπει πρώτα να αποφασίσεις. Και μετά πρέπει να το πεις δυνατά, για να το ακούσεις πως το είπες».
Ένα πράγμα δεν μπορούσε να καταλάβει. Γιατί βρισκόταν ακόμα εκεί μέσα. Γιατί δεν είχε φύγει εδώ και ώρα να πάει στη βάρδια του. Αφού ήταν φανερό. Όσο κι’ αν προσπαθούσε να μην το πιστέψει, δεν υπήρχε τίποτα εκεί πέρα. Τίποτα απ’ ό,τι περίμενε δεν θα συνέβαινε. Τίποτα απ’ ότι ονειρευόταν δεν θα το ζούσε. Έτσι είναι η ζωή, τι να γίνει; Λοιπόν, τι περίμενε και δεν έφευγε;
Απ’ την άλλη πάλι, ήταν κάποιος που είχε σκύψει δίπλα στο αυτί του και του ψιθύριζε συνέχεια. Είχαν φτάσει, λέει, πια πολύ μακριά και έπρεπε να δουν πού θα οδηγούσε αυτή η ιστορία. Δεν τον πίστευε. Η εκδοχή όμως αυτή, η αλήθεια ήταν, πως του άρεσε περισσότερο. Τον κολάκευε, είχε ένα κάποιο μυστήριο. Δεν τον έκανε να νοιώθει μαλάκας. Τον έκανε να νοιώθει υπεύθυνος, ότι διαχειριζόταν θέματα, σοβαρά θέματα. Μετά σκέφτηκε πως ίσως να είχε υποχρέωση και απέναντι στη Πόλη. Μπορεί εδώ το θέμα να μην ήταν απλώς μία παράφρων και ένα παράσιτο. Μπορεί να κρυβόταν κάτι πολύ χειρότερο, μια συνωμοσία, κάτι πραγματικά επικίνδυνο. Κάτι που η Πόλη να έπρεπε να πληροφορηθεί, πάση θυσία. Αυτό ήταν τελικά που τον έκανε να πάρει την απόφασή του. Πήγε και ξανακάθισε στο τραπέζι. Έβαλε στο στόμα του μια μικρή μπουκιά φαί, τη μάσησε και την κατάπιε. Την κοίταξε.
«Είμαι έτοιμος» της είπε.
Η νέα του χαμογέλασε. Τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι σβηστά. Αλλά δεν τον ένοιαζε πια. «Πρέπει να το πεις δυνατά» του απάντησε.
«Τι θέλεις να πω;» Η νέα δεν είπε τίποτα, αλλά με τα μάτια της τον έσπρωχνε να συνεχίσει. «Μάλιστα… Λοιπόν, δηλώνω δυνατά ότι έχω βαρεθεί τη ζωή της Πόλης, πως έχω σιχαθεί να κατασκοπεύουν την κάθε μου σκέψη και να μετράνε πόσες κουράδες έχει μέσα ο κώλος μου. Θέλω άμα μου’ ρθει να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο να μην μπορεί κανείς να με σταματήσει. Ορίστε… Σου κάνει αυτό;»
Η γριά έγλυψε με θόρυβο τα δάχτυλά της, είχε πασαλειφτεί ολόκληρη με ζουμιά ντομάτας. Μετά γύρισε στην νέα και της είπε.
«Καιρός ήταν». Το ύφος της έμοιαζε να έχει υποτιμητικό τόνο. «Άντε πάμε τώρα».
Ευτυχώς που είχε προλάβει να αδειάσει το πιάτο του, σκεφτόταν αργότερα. Ενώ μιλούσαν, είχε προλάβει, κουτσά-στραβά, να μασήσει και να καταπιεί όλο το φαγητό που του είχε σερβίρει η νέα. Αλλά τι απίστευτες μαλακίες ήταν αυτές που του είχε πει. Όχι ότι αυτά που της είχε πει αυτός ήταν καλύτερα. Πώς έρχονταν όμως τα πράγματα. Μέχρι πριν λίγες ώρες θα ορκιζόταν πως ήταν ικανός – χωρίς δεύτερη σκέψη – να δώσει τα πάντα προκειμένου να την ξαναδεί, έστω και για ένα λεπτό μόνο. Μέχρι πριν λίγες ώρες. Τώρα, όχι – ούτε για αστείο. Τώρα, θα έπαιρνε άλλο ένα κομμάτι ψωμί, με ντομάτα. Τώρα, ούτε που θα άνοιγε το στόμα του. Καθόλου. Καλύτερα να έχεις να ελπίζεις σε κάτι, παρά αυτό το ξεγύμνωμα, αυτός ο βιασμός. Λαχταρούσε για ζωή, αλλά μια ζωή, όπως την βίωνε μέσα του, μέσα σε κάποια πλαίσια, όχι αυτό το ανεξέλεγκτο πράγμα, εδώ έξω. Αυτή εδώ του ήταν ξένη, δεν του έλεγε τίποτα. Ή μάλλον ανά πάσα στιγμή μπορούσε να του πει οτιδήποτε – τι νόημα είχε αυτό;
Περπατούσαν ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, μπροστά η γριά, στη μέση αυτός και πίσω η νέα. Απ’ την στιγμή που ξεκίνησαν, δεν είχαν ανταλλάξει ούτε λέξη. Καλύτερα έτσι. Είχε τόσα πράγματα να σκεφτεί. Ίσα-ίσα που προλάβαινε να παρακολουθεί την προσοχή του – πεταγόταν συνέχεια, πότε εδώ, πότε εκεί και αρνιόταν να σταθεί ακίνητη έστω κι’ ένα λεπτό, σαν να της είχαν βάλει νέφτι.
Μόλις βγήκαν από τη σπηλιά, η γριά έστριψε αμέσως δεξιά και με σίγουρο βήμα έπιασε να ανηφορίζει. Μπροστά τους και για λίγο ακόμα συνεχιζόταν η δύσβατη περιοχή, αλλά μετά ανοιγόταν μια τεράστια, μακρόστενη πεδιάδα, που έφτανε μέχρι τον ορίζοντα.
Είχε εστιάσει το βλέμμα του στα πόδια της γριάς, που τα έβλεπε να προχωρούν σταθερά μπροστά του. Πριν ξεκινήσουν, η γριά είχε ξαναφορέσει τα παπούτσια της και μαζί με αυτά και τον παλιό της εαυτό. Δεν είχε πια το χαμένο, αδιάφορο ύφος, που έμοιαζε να έχει μέσα στην σπηλιά. Αντίθετα, έβλεπες και πάλι με την πρώτη ματιά πως ήταν εντελώς κύρια της κατάστασης – της όποιας κατάστασης. Το έβρισκε παρήγορο αυτό. Δεν του άρεσε να την βλέπει, όπως ήταν προηγουμένως. Μ’ εκείνες τις άθλιες παντόφλες, η εικόνα της ήταν τόσο γελοία που τον πλήγωνε.
Αλλά όσο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο κατέληγε στο συμπέρασμα πως η συμπεριφορά της γριάς μέσα στη σπηλιά πρέπει και πάλι να ήταν κάποιο είδος ρόλου. Κάποιο είδος ρόλου, που η γριά έπαιξε με μεγάλη προσοχή. Τα κίνητρα όμως της γριάς δεν μπορούσε να τα καταλάβει, τουλάχιστον προς το παρόν. Αναμασούσε στο μυαλό του την συμπεριφορά της γριάς μέσα στην σπηλιά και κυρίως τον τρόπο που είχε αποφύγει την επίθεσή του. Την έβρισκε καταπληκτική την γριά, και χαιρόταν μ’ αυτό – ένοιωθε σαν να του αναλογούσε και του ίδιου ένα μερίδιο από τη λάμψη της. Καταλάβαινε πως τίποτα, ούτε το μικρό της δάχτυλο, δεν κουνούσε η γριά έτσι, τυχαία. Το χτύπημά του, ήταν φανερό, πως είχε προσπαθήσει – και τα είχε καταφέρει – να το κρύψει από την νέα μέχρι την τελευταία στιγμή. Και όταν πια θα την άγγιζε, τότε μόνο έσκυψε και τον απέφυγε, αλλά με μια κίνηση τόσο φυσική, που οποιοσδήποτε θα την περνούσε για συμπτωματική. Μετά είχε στρίψει το σώμα της, ώστε να τον εκθέτει και να μην μπορεί να συνεχίσει, αλλά και πάλι το είχε κάνει τόσο απλά, λες και δεν έδινε την παραμικρή σημασία. Η γριά ήταν σαν να ξιφομαχείς με κάποιον που έχει δεμένα τα μάτια, κρατάει σπασμένο σπαθί, είναι γυρισμένος από την άλλη και … τελικά χάνεις. Ναι, ήταν σε εντελώς δική της κατηγορία. Χρειαζόταν όμως να προσπαθεί συνέχεια για να το θυμάται αυτό και να μην ξεγελιέται απ’ το φέρσιμό της.
Αλλά ποια μπορούσαν να είναι τα κίνητρα της γριάς, γιατί τα έκανε όλα αυτά; Αυτό δεν μπορούσε να το ξεκαθαρίσει. Γιατί είχε προσπαθήσει τόσο, ώστε η νέα να μην προσέξει το χτύπημα, που επιχείρησε να της δώσει; Τι είχε να κρύψει και γιατί; Τι σχέση υπήρχε μεταξύ της γριάς και της νέας; Δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Δεν μπορούσε να σχηματίσει καν μια θεωρία, έστω και τραβηγμένη. Τον ενοχλούσε αυτό. Ήθελε να πιστεύει πως είχε μεγάλη πείρα, αλλά τέτοιο πράγμα, σαν τη γριά, ούτε είχε ξαναδεί, ούτε είχε ξανακούσει ποτέ. Και δεν έβρισκε πως έφταιγε ο ίδιος σε τίποτα, γιατί άλλο πράγμα οι εκπαιδευτικές προσομοιώσεις της Μητέρας του και άλλο αυτό εδώ. Εντελώς άλλο. Με τη Μητέρα, ήταν προετοιμασμένος, η τεχνική της του ήταν πια εξαιρετικά οικεία. Και όσο πιο εξεζητημένη ήταν η κατάσταση που τον έβαζε να αντιμετωπίσει, τόσο λιγότερο τον εξέπληττε. Με τη γριά όμως, ήταν εντελώς διαφορετικά. Κατάφερνε να τον αιφνιδιάζει με το τίποτα – και αυτό, καταλάβαινε τώρα, ήταν πραγματική τέχνη.
Όταν ξεκίνησαν να περπατάνε, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ρώτησε τη γριά ποιος ήταν ο προορισμός τους. Ήταν βέβαιος πως δεν θα του απαντούσε, αλλά ένοιωθε την υποχρέωση να το κάνει – το ένοιωθε κάπως σαν θέμα αρχής. Μόλις άκουσε την ερώτησή του, η γριά σταμάτησε, σαν να μην ήταν σε θέση να περπατάει και να μιλάει ταυτόχρονα, τον έβαλε να επαναλάβει δυνατά και καθαρά την ερώτησή του και μετά την ξαναείπε και η ίδια, σαν να δυσκολευόταν να βγάλει νόημα από τις λέξεις του. Ύστερα γύρισε και κοίταξε ερωτηματικά την νέα, η οποία όμως προτίμησε να κοιτάξει αδιάφορα προς τα πέρα, και, στο τέλος η γριά, κούνησε δυσαρεστημένη το κεφάλι και συνέχισε να περπατάει, μουρμουρίζοντας στον εαυτό της. Ολόκληρη παράσταση. Δεν ξαναδοκίμασε.
Αλλά ό,τι κι’ αν συνέβαινε, τα συναισθήματά του για την γριά τα έβρισκε πολύ καλά τακτοποιημένα μέσα του. Ήταν σίγουρος, για παράδειγμα, πως η γριά θα τον σκότωνε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, μόλις τα σχέδιά της θα της το επέβαλλαν. Δεν θα δίσταζε καθόλου. Ταυτόχρονα όμως, κολακευόταν να πιστεύει ότι της ήταν και συμπαθής, κατά κάποιο έμμεσο τρόπο. Αν όχι για άλλο λόγο, τότε ίσως επειδή καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο. Έπαιζαν συμπληρωματικό ρόλο μέσα στην Πόλη, σαν κλέφτες και αστυνόμους.
Η αλήθεια ήταν πως την θαύμαζε. Ένοιωθε σαν μικρό παιδί μπροστά της, ήθελε να της μοιάσει, να γίνει σαν κι’ αυτήν, αν ποτέ έφτανε στην ηλικία της. Αλλά όλα αυτά βέβαια, καθόλου δεν τον εμπόδιζαν κι’ αυτόν με τη σειρά του να θεωρεί καθήκον του να την σκοτώσει στη πρώτη ευκαιρία που θα του δινόταν. Ήταν βλαβερή για την Πόλη και έπρεπε να την καθαρίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Το έβρισκε κι’ ο ίδιος περίεργο, που όλα αυτά καθόλου δεν τον μπέρδευαν. Ήταν σαν τραμπάλα που μπορεί να τον πήγαινε συνέχεια πάνω-κάτω, όμως, τελικά, έβρισκε πάντα τον εαυτό του στην ίδια περίπου θέση. Ήξερε πού βρισκόταν με τη γριά. Μπορεί να του ήταν εντελώς αδύνατο να προβλέψει την επόμενη της κίνησή, αλλά τουλάχιστον δεν τον ξένιζαν οι ίδιες του οι αντιδράσεις. Κάτι ήταν κι’ αυτό.
Και ακριβώς αυτό ήταν που τον ενοχλούσε με την νέα. Όχι, η λέξη «ενοχλούσε», ήταν υπερβολικά λίγη. Η αλήθεια ήταν πως τον εξόργιζε, τον έφερνε εκτός εαυτού. Έκανε τη καρδιά του πικρό αποτσίγαρο, που το σβήνεις με αηδία στο τασάκι. Περπατούσε τώρα και αναμετρούσε με οδυνηρή απελπισία την κάθε φράση, που είχαν ανταλλάξει προηγουμένως. Με απελπισία, γιατί έβλεπε πως ενώ εκείνη την ώρα νόμιζε πως ήξερε τι έκανε και τι ήθελε, στην πραγματικότητα βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Πλήρη. Ήταν σαν να είχε προσπαθήσει να αρπάξει στη φούχτα του ένα ψάρι. Ό,τι και να έκανε, ποτέ δεν την έβρισκε την νέα εκεί που την ήθελε. Αλλά και τα δικά του τα συναισθήματα γι’ αυτήν δεν ήταν πολύ καλύτερα. Ούτε μια στιγμή δεν κάθονταν ήσυχα, σ’ ένα μέρος, για να μπορέσει να τα ημερώσει και να τα καταλάβει. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι αισθανόταν γι’ αυτήν.
Αλλά δεν ήταν δικό του το λάθος. Ο ίδιος ήξερε πολύ καλά πώς ήθελε να είναι τα πράγματα, ποια ήθελε να είναι η σχέση τους. Αυτή ήταν που δεν ήξερε ούτε τι ήθελε, ούτε τι έκανε. Ήταν τρελή και ανισόρροπη. Πώς του το είχε πει; «Ήθελα να ζήσω το να σε εγκαταλείψω». Σοβαρά; Τι μας λες; Και γιατί; Επειδή, λέει, τον αγαπούσε. Χα! Αλλά το χειρότερο δεν ήταν η δική της σύγχυση – αντίθετα, αυτή από μια μεριά ήταν ως και για λύπηση. Όχι, το χειρότερο ήταν ότι τον έφερνε και αυτόν στα μέτρα της, στο επίπεδό της. Με την παράλογη συμπεριφορά της. Άπλωνε τα χέρια να την αγκαλιάσει και με φρίκη τα έβρισκε να της σφίγγουν το λαιμό να την στραγγαλίσουν. Όλα πάνω της έβρισκε πως του φταίγανε. Όλα. Τίποτα δεν καταλάβαινε. Γιατί του συμπεριφερόταν έτσι; Τι νόημα είχε το ύφος της; Τι ήθελε απ’ αυτόν; Δεν έβρισκε απάντηση και αυτό του προκαλούσε άγχος και παραφορά.
Σκεφτόταν με θλίψη πόσο πιο απλά ήταν τα πράγματα μέσα στη φωλίτσα του. Ήξερε ακριβώς τι ήθελε να ζήσει και η Πόλη του το προσέφερε αμέσως. Τόσο απλά. Ούτε ιστορίες, ούτε προβλήματα. Γιατί δεν μπορούσε να είναι κι’ εδώ έτσι; Εντάξει, προφανώς, στη φωλιά ποτέ δεν ζούσε ακριβώς αυτό που είχε φανταστεί. Αν ήταν έτσι, θα ήταν τρομερά βαρετό, κανείς δεν θα το άντεχε, θα καταντούσε εφιάλτης. Γι’ αυτό και η Πόλη πάντα έβαζε στην μέση διάφορους δικούς της παράγοντες, και τα μαγείρευε όλα λίγο, ώσπου στο τέλος αλλού να μοιάζουν, και αλλού όχι μ’ αυτό που ήθελε ο καθένας. Έτσι γινόταν. Η Πόλη έκρινε τα πράγματα με τους δικούς της κανόνες και φρόντιζε ώστε όλα να προχωράνε με μια συγκεκριμένη λογική. Αυτό ήταν πολύ βασικό. Όλα γίνονταν με βάση μια λογική.
Μπορεί να μην την καταλάβαινε τη λογική της Πόλης, αλλά αυτό δεν είχε και τόση σημασία. Μάλλον, αντίθετα. Κι’ αυτό μέρος του παιχνιδιού ήταν. Συνέχεια, νόμιζε, πως δεν είχε παρά να απλώσει το χέρι και θα την καταλάβαινε τη λογική της Πόλης. Και τότε όλα θα έμπαιναν στη θέση τους. Αλλά πότε δεν τα κατάφερνε και κατέληγε να ζει σε μια διαρκή προσμονή και ελπίδα. Κατά την γνώμη του αυτό ακριβώς ήταν το καλύτερο.
Ήξερε βέβαια και την άλλη άποψη. Πως η Πόλη, στην πραγματικότητα, δεν είχε δική της λογική και πως όσα έκανε δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η συνολική πρόθεση των ίδιων των κατοίκων της Πόλης. Έλεγαν δηλαδή, πως ήταν σαν να μην υπήρχε Πόλη, οπότε το μόνο εξωτερικό περιβάλλον, που τελικά επιδρούσε στον κάθε καθένα, δεν ήταν άλλο παρά αυτοί οι ίδιοι, οι κάτοικοι της Πόλης. Και λοιπόν; Τόσο το καλύτερο. Αυτή ήταν η δική του απάντηση, τόσο το καλύτερο. Πάλι στο ίδιο κατέληγε.
Το θέμα ήταν ότι είτε έτσι, είτε αλλιώς, με την Πόλη, μπορεί όλα στην επιφάνεια να έμοιαζαν απρόβλεπτα – και έτσι τα ήθελε – αλλά κατά βάθος ένοιωθε ότι οι κανόνες του παιχνιδιού ήταν, όχι μόνο γνωστοί, αλλά και με το μέρος του. Ήξερε ποιον είχε απέναντί του, ήξερε πού το πήγαινε. Και την ζωή που ζούσε την έβρισκε να είναι γεμάτη, να έχει νόημα.
Εδώ έξω όμως;
Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Περπατούσε σχεδόν δίπλα του. Έβλεπε τους μυς των ποδιών της να διαγράφονται σε κάθε της βήμα. Πάλι τον έκανε να αγανακτεί. Πώς μπορούσε να περπατάει έτσι, δίπλα του, τόσο εντελώς αδιάφορη; Πού ήταν το μεγάλο πάθος που τόσο ποθούσε; Αυτό που του άξιζε, αφού τόσο πολύ είχε υποφέρει γι’ αυτό. Ίσως βέβαια να ήταν εκεί, και να μην εκδηλωνόταν. Γιατί, μήπως εκείνος εκδήλωνε το δικό του; Αλλά, ένοιωθε πραγματικά τίποτα; Αισθανόταν συνέχεια να αμφιταλαντεύεται, να ισορροπεί στην κόψη. Ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εκδηλώσει είτε τα πιο έντονα συναισθήματα, είτε τίποτα. Και δεν ήταν καθόλου βέβαιος, εκ των προτέρων, ποιο απ’ τα δυο θα υπερίσχυε τελικά. Ντρεπόταν να το ομολογήσει, αλλά φοβόταν μήπως και όλα αυτά τα δήθεν πάθη του είχαν ως πηγή, αλλά και τελικό αποδέκτη, τον εαυτό του και μόνο. Φοβόταν πως στην πραγματικότητα δεν αφορούσαν κανέναν άλλον. Πως ενώ νόμιζε πως αγαπούσε, ουσιαστικά απλώς αυνανιζόταν μπροστά στον καθρέφτη.
Μάλιστα. Πρώτα αμφιταλάντευση, μετά ανεξέλεγκτα συναισθήματα και στο τέλος αβεβαιότητα ακόμα και για το πιο στοιχειώδες: αν καταλαβαίνει ο άλλος έστω και στο ελάχιστο αυτά που του λες. Πολύ ωραία ήταν αυτή η πραγματικότητα. Μα είχε άδικο μετά η Μητέρα;
Τίποτα, το καλύτερο, σκέφτηκε, θα ήταν να την έπιανε, να την έβαζε κάτω και να της πέταγε τα μάτια έξω. Να την γαμούσε μέχρι που να την σκίσει στα δύο. Και εκεί, εκεί ακριβώς πάνω στο τέλος, να την πνίξει. Να της κοπανήσει τη μούρη κάτω μέχρι να την κάνει κιμά.
Και μετά να την φάει. Ναι, να σκίσει το τρυφερό κρέας της με τα δόντια του, να το μασήσει και να το φάει. Να πασαλειφτεί με αίματα.
Έτσι μόνο θα την έκανε καλά, ένοιωθε, έτσι μόνο θα ησύχαζε απ’ την αγωνία της. Δεν μπορούσε άλλο, ήθελε να πάψει πια συνέχεια να νομίζει πως όπου να’ ναι, ένα τσακ θα έκανε και θα του ξέφευγε πάλι μεσ’ απ’ τα χέρια. Και θα του αναποδογύριζε και τη βάρκα, μεσοπέλαγα. Φτάνει πια. Ήθελα να την κάνει δική του, τελείως.
Όμως εδώ δεν ήταν φωλιά. Ναι, αυτό ήταν ένα θέμα. Η αλήθεια ήταν πως πιεζόταν πολύ να το συλλάβει αυτό το πράγμα, αλλά και πάλι δυσκολευόταν. Αν την σκότωνε, όπως ονειρευόταν, η νέα δεν θα ξύπναγε μετά από λίγο μέσα στη φωλιά της. Το σώμα της θα έμενε εκεί, που θα την είχε σκοτώσει, ακίνητο, μέχρι να έρθουν οι σκουπιδιάρες, να το διαλύσουν και να πάνε τα κομμάτια για ανακύκλωση. Δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ πια ζωντανή. Η σκέψη και μόνο του φαινόταν παράλογη.
Και λοιπόν; Και τι πείραζε; Προσπάθησε να φανταστεί το κορμί της νέας να έχει γίνει κομμάτια. Του ήρθε αναγούλα. Τα λεπτά της δάχτυλα κομμένα σύρριζα και πεταμένα κάτω. Ναι, στην πραγματικότητα, δεν πείραζε καθόλου. Θα ζητούσε απ’ την Μητέρα να τα κανονίσει, ώστε να την βλέπει και πάλι όπως και πριν – τίποτα δεν θα άλλαζε. Δεν θα υπήρχε πια βέβαια πραγματικά, αλλά αυτό πόση σημασία είχε; Θα ήταν ακριβώς το ίδιο.
Όμως έτσι θα είχε πάντα τη Μητέρα στη μέση. Αλλά και πώς αλλιώς; Και από πότε ήταν κακό αυτό;
Την σιχαινόταν αυτή την παλιοκαμήλα, τη γριά. Καθώς περπατούσε από πίσω της, έσερνε επιδεικτικά τα πόδια της κάτω, όχι τόσο από κούραση, όσο γιατί ήταν έξαλλη που ούτε η γριά ούτε η νέα είχαν την στοιχειώδη ευγένεια να της εξηγήσουν τι συνέβαινε εκεί πέρα. Πού την πήγαιναν; Τι ήθελαν απ’ αυτήν;
Είχε τα νεύρα της – με όλα. Και πολύ θα ήθελε να της έδιναν μια αφορμή να ξεσπάσει. Αλλά δεν μιλούσε καμιά τους, απλώς περπατούσαν. Και, η αλήθεια, ήταν πως ένοιωθε και μια εντελώς παράλογη ευθυμία να την γαργαλάει. Ίσως να έφταιγε το μέρος που βρίσκονταν. Δεν είχε βρεθεί ποτέ της τόσο μακριά. Είχαν κατέβει τώρα πια και σιγά-σιγά διέσχιζαν την πεδιάδα, που προηγουμένως έβλεπαν από ψηλά. Κοίταζε γύρω της με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη, αλλά μετά θυμόταν ότι δεν ήταν μόνη και τότε έκανε την αδιάφορη μην τύχει και την πάρουν είδηση οι άλλες δύο και αρχίσουν να την κοροϊδεύουν. Τι ήταν εδώ; Ποιος ερχόταν εδώ πέρα; Και – το πιο βασικό απ’ όλα. Γιατί δεν είχε καθόλου φωλιές εδώ; Έψαχνε, έψαχνε, αλλά δεν έβλεπε κανένα.
Φρικτό μέρος. Αλλά χαιρόταν που βρισκόταν εκεί, ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως υπήρχαν τέτοια μέρη στη Πόλη. Συνειδητοποιούσε, σχεδόν άθελά της, ότι η ζωή που είχε ζήσει έως τότε πρέπει να ήταν πολύ περιορισμένη. Δεν τα είχε σκεφθεί ποτέ έτσι τα πράγματα, αλλά να που ήταν αλήθεια. Όλη της τη ζωή, έβλεπε τώρα, γύριζε γύρω-γύρω απ’ το μέρος που είχε γεννηθεί. Ποτέ της δεν είχε απομακρυνθεί πάνω από λίγες ώρες δρόμο. Δεν είχε καν σκεφτεί να απομακρυνθεί, δεν της είχε περάσει ποτέ η ιδέα απ’ το μυαλό. Αφού ήταν στην Πόλη. Έμπαινε στη φωλιά της και πήγαινε όπου ήθελε – έκανε ό,τι ήθελε. Ποιος ο λόγος να μπει στον κόπο να πάει κάπου με τα πόδια; Ακουγόταν εντελώς παράλογο.
Αλλά να που ήταν ωραία τελικά.
Αναρωτήθηκε πώς και αισθανόταν έτσι. Δεν ήταν βέβαιη. Σίγουρα πάντως, δεν ήταν μόνο εξαιτίας του μέρους που βρισκόταν. Με την Πόλη είχε πάει σε άλλα μέρη, που ήταν και δέκα και εκατό φορές πιο εντυπωσιακά. Όχι, δεν ήταν το μέρος, το οποιοδήποτε μέρος. Και δεν ήταν ότι τώρα αισθανόταν διαφορετικά, με οποιοδήποτε τρόπο. Καθόλου. Η Πόλη την πέρναγε πάντα ολόκληρη την εμπειρία, δεν φιλτράριζε τίποτα – πέρα βέβαια από τραυματισμούς και θανάτους – αυτά δεν έφταναν ποτέ το φυσικό σώμα. Αλλά, κατά τα άλλα, υπήρχε η ίδια αμεσότητα, η ίδια διαύγεια. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεχωρίσει την μια εμπειρία από την άλλη. Κι’ αυτά που νόμιζε πως είχε καταλάβει πριν, όταν έτρωγε εκείνες τις ντομάτες, βλακείες ήταν, ιδέα της – δεν υπήρχε καμιά ουσιαστική διαφορά.
Ίσως να ήταν ο φόβος, που έκανε την διαφορά. Αλλά δεν ήταν «φόβος» η σωστή λέξη, δεν ήταν φόβος αυτό που την έτρωγε. Ήταν περίεργο, το έβλεπε να κάθεται εκεί στη γωνία, αλλά δεν μπορούσε να το πιάσει. Μόλις άπλωνε το χέρι να το αγγίξει, χανόταν ανάμεσα στα δάχτυλά της σαν να ήταν από νερό. Ναι, δεν ήταν φόβος. Αγωνία; Ένταση; Δεν έβρισκε την λέξη.
Έμοιαζε κάπως με αυτό το παιχνίδι που συνήθιζε να παίζει. Που έκλεινε τα μάτια και χωρίς να τα ξανανοίξει άρχιζε να περπατάει στη μέση του δρόμου. Στην αρχή όλα ήταν καλά, αλλά μέσα σε δευτερόλεπτα ο πανικός έπεφτε πάνω της και της πυρπολούσε το στομάχι. Της θέριζε τα γόνατα και την έκανε να παραπατάει. Αλλά τότε αυτή επέμενε. Κι’ άλλο, κι’ άλλο. Μέχρι που στο τέλος δεν άντεχε πια τους γκρεμούς που κατασκεύαζε η φαντασία της και άνοιγε τα μάτια. Κοίταγε μόνο για μια στιγμή, ίσα να καταλάβει πού βρισκόταν, και μετά τα έκλεινε πάλι και ξανάρχιζε. Ωραίο παιχνίδι.
Κάπως έτσι ένοιωθε και τώρα. Και ασυναίσθητα γούρλωνε τα μάτια της να βεβαιωθεί μήπως και τα’ χε κλείσει χωρίς να το καταλάβει. Σε κάθε βήμα άκουγε μια φωνή μέσα στο μυαλό της να επαναλαμβάνει μονότονα πως κάτι κακό θα συνέβαινε, κάτι που δεν θα γινόταν να διορθωθεί ποτέ. Το κρυστάλλινο βάζο θα έπεφτε αργά στο πάτωμα και θα γινόταν χίλια κομμάτια. Αυτή ήταν το κρυστάλλινο βάζο. Αυτή, η ίδια.
Αλλά όπως κι’ αν αισθανόταν, δεν θα τις άφηνε να την κάνουν ότι θέλουν. Αυτό με τίποτα. Τα είχε χεσμένα, και τα βάζα και όλα. Δεν θα περνούσε το δικό τους. Έτσι κι’ αλλιώς όλο το δίκιο ήταν με το μέρος της. Περπατούσαν ώρες τώρα χωρίς διακοπή, το φαΐ που της είχαν δώσει ούτε που το θυμόταν πια και είχε ανάγκη να μπει σε φωλιά. Τέρμα, δεν άντεχε άλλο έξω. Αυτά έφταναν και με το παραπάνω.
Μετά… Μετά, βλέποντας και κάνοντας. Αναρωτήθηκε πώς να τα είχε πάρει όλα αυτά η Πόλη. Είχε μια μικρή ελπίδα στο βάθος του μυαλού της. Σκεφτόταν πως μπορεί όλα αυτά να γίνονταν με την ανοχή ή ακόμα και με την καθοδήγηση της Πόλης. Κάτι τέτοιο άλλωστε δεν είχε αφήσει να εννοηθεί και η γριά; Ήταν πολύ περίεργη να δει την αντίδραση της Μητέρας της, τι εξήγηση θα έδινε για όσα συνέβησαν.
«Πότε θα σταματήσουμε; Κουράστηκα πια» ρώτησε τη γριά.
«Πεινάς;» τη ρώτησε η γριά, χωρίς να κόψει το βήμα της ή να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Πεινάω, αλλά φωλιά χρειάζομαι πιο πολύ απ’ όλα, φωλιά. Εσείς δεν θέλετε; Δεν κουραστήκατε;»
Άκουσε ένα πνιχτό γέλιο πίσω της. Δεν πρόλαβε να γυρίσει, γιατί η γριά σταμάτησε και γύρισε και την κοίταξε.
«Δεν θα αργήσουμε να σταματήσουμε. Και όσο για φωλιά, μην σε νοιάζει. Υπάρχουν πολύ καλύτερα πράγματα».
«Σαν τι;»
«Θα δεις, θα δεις». Η γριά συνέχισε να περπατάει. Κοίταξε την νέα πίσω της. Της ανταπέδωσε το βλέμμα, αλλά νόημα δεν έβγαλε. Γύρισε να προλάβει τη γριά.
«Πόσο έχουμε ακόμα, πού πάμε;»
«Θα δεις, θα δεις. Όχι πολύ» ήταν η απάντηση της γριάς.
Μάλιστα. «Υπάρχουν πολύ καλύτερα πράγματα» μονολόγησε σιωπηλά. Τι μπορεί να εννοούσε με αυτό η γριά;
Ξαφνικά έπεσε πάνω στη γριά. Δεν είχαν περάσει παρά δυο-τρία λεπτά. Η γριά κοκάλωσε ξαφνικά, εκεί που περπατούσε, και η ίδια, αφηρημένη λίγο, δεν πρόλαβε να σταματήσει. Ένοιωσε το σώμα της γριάς σκληρό κι’ ακλόνητο, σαν δέντρο με βαθιές ρίζες. Την άκουσε να μουρμουρίζει κάτι.
«Τι έγινε;» την ρώτησε. Η γριά της έγνεψε επιτακτικά με το χέρι της να σωπάσει. Γύρισε και κοίταξε την νέα. Κι’ αυτή, όπως και η γριά, έμοιαζε προσηλωμένη στο τοπίο. Σαν να περίμεναν να φανεί κάτι από μακριά. Αλλά γύρω-γύρω υπήρχε μόνο ερημιά, δεν φαινόταν ψυχή.
«Δεν είναι κανένας εδώ» ψιθύρισε στη γριά. Η γριά κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι της. Έσκυψε λίγο από το πλάι, όπως στεκόταν και κοίταξε το πρόσωπό της στο προφίλ. Τα μάτια της γριάς ήταν μισόκλειστα. Δεν έμοιαζε να προσπαθεί να διακρίνει κάτι. Όμως βρισκόταν σε μεγάλη ένταση. Σε λίγο κούνησε το κεφάλι της, με βεβαιότητα αυτή τη φορά, και γύρισε προς την νέα.
«Έρχονται». Και οι δυο τους έσκυψαν ταυτόχρονα και άφησαν κάτω τα πράγματα που κρατούσαν. Κοίταξε την νέα. Τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει. Η γριά, δίπλα της, έκανε ανεπαίσθητες κινήσεις με τα χέρια και τον κορμό της, σαν να έκανε πρόβα σε χορευτικά βήματα. Τι συνέβαινε; Πάντως ήξερε πως δεν είχε νόημα να ρωτήσει.
Αλλά τότε το ένοιωσε και η ίδια. Ήταν στο έδαφος. Ένα πολύ ελαφρό τρέμουλο. Σαν να βρίσκονταν στην επιφάνεια ενός τύμπανου, και κάποιος να το χτυπούσε μαλακά με το δάχτυλό του. Αλλά δεν ήταν τόσο ο ήχος που ακουγόταν, όσο ένα τρέμουλο που το ένοιωθες πιο πολύ με το σώμα, παρά με τ’ αυτιά. Ένοιωσε δυσάρεστα, χωρίς να ξέρει γιατί.
Η νέα γύρισε και κοίταξε την γριά. Την έδειξε με τα μάτια και έγνεψε ερωτηματικά. Η γριά σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα και μετά προσηλώθηκε ξανά στο τοπίο. Έμοιαζε να της λέει πως είχε πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτεί.
Δεξιά, στο βάθος, φάνηκαν μαύρες σιλουέτες να διαγράφονται στον ορίζοντα. Η γριά τις διέκρινε πρώτη και στράφηκε προς το μέρος τους. Το σώμα της κινήθηκε μονοκόμματο σαν να ήταν από ξύλο. Οι σιλουέτες προχωρούσαν προς το μέρος τους. Αργά, αλλά σταθερά. Η γριά κούνησε το κεφάλι της σαν να είχε βεβαιωθεί πια για αυτό που την απασχολούσε και τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν. Οι μαύρες φιγούρες δεν ήσαν πια πολύ μακριά, αλλά ήταν δύσκολο να πεις ακόμα τι ήταν, γιατί η ατμόσφαιρα ήταν θολή. Η γριά προχώρησε πρώτη προς το μέρος τους και η νέα της έδειξε με τα μάτια να προχωρήσει δεύτερη. Δεν ένοιωθε καλά, αλλά καταλάβαινε πως δεν ήταν ώρα να φέρει αντιρρήσεις. Γύρισε να ακολουθήσει τη γριά.
Κάτι την χτύπησε στο λαρύγγι, δεν είδε τι. Της κόπηκε εντελώς η αναπνοή. Τα μάτια της σκοτείνιασαν και τα γόνατά της λύγισαν. Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να βήχει, προσπαθώντας απεγνωσμένα να αναπνεύσει. Πάλεψε με όλη της την δύναμη ν’ ανοίξει τα μάτια να δει τι την χτύπησε. Το έβρισκε τρομερά δύσκολο. Τα άνοιγε για μια στιγμή, κάτι έβλεπε, αλλά μετά πάλι σκοτείνιαζαν και ένοιωθε τον κόσμο να χάνεται. Σαν να έκανε τραμπάλα. Αλλά δεν τις έχασε εντελώς τις αισθήσεις της, η επιθυμία της την κράτησε στην επιφάνεια, σαν σανίδα.
Δεν είδε και πολλά πράγματα. Την έπνιγε ο βήχας, που γρήγορα συνοδεύτηκε από έναν βίαιο λόξυγκα, που ανέβαζε πικρή αναγούλα απ’ το στομάχι της. Τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα στα δάκρυα. Οι εικόνες που είδε ήταν αποσπασματικές, χωρίς συνέχεια.
Η γριά και η νέα στέκονταν ακίνητες και περίμεναν. Οι φιγούρες πλησίαζαν.
Οι φιγούρες ήταν φύλακες. Ήταν επτά, ψηλοί και γεροδεμένοι.
Η νέα προχώρησε μπροστά, τους πλησίασε και στάθηκε ανάμεσά τους. Η γριά έμεινε πιο πίσω.
Οι φύλακες κύκλωσαν την νέα. Τα σώματά τους μπήκαν στη μέση και η νέα δεν φαινόταν πια.
Οι φύλακες ήσαν απασχολημένοι με κάτι.
Η γριά πλησίασε αργά απ’ τ’ αριστερά, κανείς δεν της έδωσε σημασία.
Δυο φύλακες ήσαν πεσμένοι κάτω. Η γριά τρύπησε το νεφρό ενός τρίτου με το δάχτυλό της.
Όλοι οι φύλακες ήσαν τώρα πεσμένοι κάτω. Η γριά βοήθησε τη νέα να σηκωθεί από κάτω.
Γύρισαν αργά προς το μέρος της.
Έπαψε να προσπαθεί να δει τι γίνεται. Ο βήχας συνεχίστηκε για λίγο ακόμα και μετά κόπασε. Γύρισε ανάσκελα. Είδε τη γριά να στέκεται από πάνω της και να χαμογελάει. Το ύφος της ήταν απόμακρο και κάπως θλιμμένο. Η γριά την κούνησε ελαφρά πέρα δώθε με το πόδι της. Δεν το περίμενε, αλλά η ρυθμική κίνηση την βοήθησε να αναπνεύσει κάπως καλύτερα. Ανασηκώθηκε στα τέσσερα και μετά, με κόπο, όρθια. Η νέα τους είχε γυρισμένη τη πλάτη. Θέλησε να την πλησιάσει, αλλά την προσοχή της τράβηξαν τα διάσπαρτα σώματα των φυλάκων γύρω τους. Πλησίασε και έσκυψε από πάνω τους να δει καλύτερα. Ήταν πολύ καθαρή δουλειά, με διαβήτη. Κάθε σώμα είχε ένα μόνο χτύπημα, το οποίο ήταν και το τελειωτικό. Άλλος σπασμένο σβέρκο, άλλος τσακισμένο λαρύγγι, άλλοι νεφρό ή συκώτι τρυπημένο, οι περισσότεροι δεν πρέπει να κατάλαβαν τι τους συνέβαινε.
Η γριά τους σκότωσε όλους τους φύλακες. Η νέα κάπως πρέπει να τους παγίδεψε, με κάτι σαν δόλωμα πρέπει να τους τράβηξε την προσοχή και έδωσε στην γριά την ευκαιρία να τους σκοτώσει όλους, τον έναν μετά τον άλλο. Και, προφανώς, η γριά ήταν που την χτύπησε και την ίδια στο λαιμό. Γιατί; Ίσως για να μην δει τι θα συνέβαινε μετά. Αλλά γιατί; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Και το κυριότερο: γιατί την έσερναν μαζί τους και δεν την σκότωναν και την ίδια;
«Γιατί με χτύπησες;» γύρισε και την ρώτησε. Η γριά δεν απάντησε, είχε μόνο αυτό το θλιμμένο χαμόγελο, καθώς αναμετρούσε με τα μάτια της τα πτώματα των φυλάκων. Γύρισε στην νέα.
«Τι σου έκαναν; Τι έγινε;» Κοίταξε την νέα στα μάτια. Η νέα της ανταπέδωσε το βλέμμα. Έμοιαζε να ήταν πολύ ταραγμένη, αλλά προσπαθούσε να το κρύψει και να φαίνεται αδιάφορη. Τουλάχιστον έτσι της φάνηκε.
Πέρασε λίγη ώρα. Κάθε μια τους είχε μείνει παραδομένη στις σκέψεις της. Τα σώματα των φυλάκων άρχισαν να αποσυντίθενται σιγά-σιγά. Μικρές σκουπιδιάρες έκαναν την εμφάνισή τους και άρχισαν να φτυαρίζουν τα μέλη των φυλάκων και να μαζεύουν σε σωρούς τα σώματά τους. Διαλύονταν σαν να ήσαν από στάχτη, που την φυσούσε ο αέρας. Η φωνή της γριάς ακούστηκε μονότονη και κουρασμένη.
«Θα προχωρήσουμε μέχρι εκείνο το ύψωμα. Εκεί μπορούμε να σταματήσουμε». Κοίταξε προς τα εκεί που έδειχνε η γριά. Δεν ήταν μακριά. Καιρός ήταν. Όμως το σημείο που έδειχνε ήταν εντελώς ακάλυπτο, όπως και ολόκληρη η περιοχή γύρω τους. Δεν καταλάβαινε πού θα ξάπλωναν. Φωλιά δεν υπήρχε καμία βέβαια. Αλλά δεν ρώτησε τίποτα. Προχώρησε πίσω απ’ τη γριά σιωπηλά. Δεν ενδιαφέρθηκε να κοιτάξει αν ακολουθούσε η νέα.
Όταν έφτασαν στο σημείο που είχε διαλέξει η γριά, στάθηκε και κοίταξε γύρω της. Το έδαφος μέχρι εκεί ήταν ελαφρά ανηφορικό, αλλά μετά χαμήλωνε. Ακριβώς μετά την αδιόρατη αυτή κορυφή, το έδαφος σχημάτιζε μια μικρή πτύχωση. Κατάλαβε πως αν ξάπλωναν εκεί, τα σώματά τους δεν θα διακρίνονταν από την άλλη πλευρά. Και ήταν αυτό τόσο σπουδαίο;
Η γριά κάθισε αμέσως κάτω και άρχισε να βγάζει τα παπούτσια της. Όπως και στη σπηλιά, άρχισε πάλι να τρίβει τις πατούσες της. Η προσοχή της όμως ήταν αλλού αυτή την φορά. Τα μάτια της ήσαν καρφωμένα σ’ ένα σημείο μπροστά της και τα χείλια της σχημάτιζαν λέξεις χωρίς ήχο σαν να προσπαθούσε να αποστηθίσει κάτι.
Γύρισε και κοίταξε την νέα. Στεκόταν ακίνητη και κοίταγε πίσω απ’ την πλάτη της πέρα, μακριά. Έμοιαζε ανήσυχη. Μετά κάθισε κι’ αυτή κάτω και άρχισε να ψαχουλεύει μέσα σ’ ένα μικρό σάκο που κουβαλούσε. Από μέσα έβγαλε πάλι το ψωμοτύρι που είχε και στη σπηλιά. Πρόσφερε πρώτα στη γριά, που αρνήθηκε, και μετά και στην ίδια. Το πήρε άκεφα. Έκοψε ένα μικρό κομμάτι, το έβαλε αφηρημένα στο στόμα της και άρχισε προσεκτικά να το μασάει. Δεν είχε ακόμα συνηθίσει το μάσημα, κάθε άλλο. Τώρα είχαν αρχίσει να την πονάνε και οι μυς στο σαγόνι της – θα είχαν πιαστεί από προηγουμένως. Πρόσεχε να λειώνει όσο μπορούσε περισσότερο την τροφή πριν προσπαθήσει να την καταπιεί, γιατί φοβόταν. Πρώτη φορά στην ζωή της βρισκόταν σε μέρος, όπου δεν υπήρχε ούτε μία φωλιά. Αισθανόταν ευάλωτη από κινδύνους που δεν μπορούσε να φανταστεί.
Της φαινόταν τρομερά περίεργο που στην Πόλη υπήρχαν περιοχές χωρίς φωλιές. Αλλά φαίνεται πως υπήρχαν και πολλά άλλα πράγματα που αγνοούσε. Ίσως όμως και η ίδια να μην ενδιαφέρθηκε ποτέ να τα μάθει. Αλλά πώς μπορείς να ενδιαφερθείς για κάτι, όταν δεν γνωρίζεις ότι υπάρχει; Όχι, δεν έβρισκε να ήταν δικό της το φταίξιμο. Αναρωτήθηκε αν και σε ποιο βαθμό η Πόλη είχε βάλει το χεράκι της σε όλα αυτά. Τι ψέματα, τι μισές αλήθειες να της είχε πει τόσο καιρό; Οι αμφιβολίες την τραβούσαν συνέχεια από το μανίκι και της μούσκευαν τη διάθεση. Ένοιωθε παγωμένη, ανασφαλής και βέβαιη πως η ζωή δεν είχε τίποτα καλό στην τσέπη της γι’ αυτήν.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και η γριά έγειρε αργά πίσω, ανάσκελα, χασμουρήθηκε και μετά τους γύρισε το πλευρό. Έμεινε ακίνητη. Την παρακολούθησε λίγη ώρα, αλλά η γριά δεν έκανε καμιά άλλη κίνηση. Η αναπνοή της γριάς ακουγόταν απαλή και ρυθμική. Γύρισε και κοίταξε την νέα ερωτηματικά. Η νέα της το ανταπέδωσε.
«Μα τι κάνει;» ρώτησε την νέα.
«Τι κάνει;… Δεν βλέπεις; Κοιμάται».
«Έτσι, εδώ έξω;»
«Ναι, ναι. Δεν υπάρχει πρόβλημα… Θα δεις» και της χαμογέλασε.
Εκείνη την στιγμή, και για πρώτη φορά από τότε που συναντήθηκαν, της φάνηκε πως διέκρινε κάτι σαν συναίσθημα να σιγοφέγγει στα μάτια της νέας. Το αισθάνθηκε να κατεβαίνει στην κοιλιά της σαν ζεστό, γλυκό πιοτό. Πόσο ανάγκη το είχε!
Η νέα της ψιθύρισε τότε ένα «Περίμενε» και της έριξε άλλη μια τρυφερή ματιά. Μετά γύρισε και άρχισε πάλι να τακτοποιεί κάτι μέσα στο σάκο της. Την κοίταζε να σκαλίζει το περιεχόμενό του και η καρδιά της, άθελά της, βροντοχτυπούσε μέσα στο στήθος της. Δεν τολμούσε να σκεφτεί το παραμικρό. Μπορούσε άραγε να ελπίζει; Δεν αισθανόταν να είναι στο χέρι της να παρέμβει και να διαλέξει με το μυαλό. Την παραμικρή έστω και υπόνοια συναισθήματος από την μεριά της την βίωνε σαν σπίρτο που πέφτει σε θάλασσα βενζίνης, σε φουρτουνιασμένη θάλασσα βενζίνης. Δεν μπορούσε να κρατηθεί, έπαιρνε αμέσως φωτιά. Ήξερε, βέβαια, μέσα της πολύ καλά πως η λογική έπρεπε τώρα να έρθει εδώ και να την συγκρατήσει. Να της θυμίσει όλες τις οικτρές απογοητεύσεις του παρελθόντος και να βάλει φρένο στις έξαλλες προβλέψεις της για το μέλλον. Αλλά δεν μπορούσε. Το έβρισκε τόσο απίθανα τιποτένιο, τόσο ανάξιο κάτι τέτοιο – να μαγκώνει μόνη της τον εαυτό της, και μάλιστα από φόβο. Όχι, δεν το καταδεχόταν. Και ούτε ήταν αλήθεια πως δεν διάλεγε. Αυτή η ίδια ήταν που καταδίωκε με θρησκευτικό φανατισμό να φιμώσει κάθε φωνή λογικής μέσα της. Κι’ αν καμιά της ξέφευγε, τότε αυτή η ίδια ήταν που έκλεινε και πάλι πεισματικά τα αυτιά μην τύχει και ακούσει καμιά απ’ τις κουβέντες της, μην τύχει και σπιλωθεί η παρθενιά του ενθουσιασμού μέσα της. Είχε πλήρη έλεγχο, ήταν παράφορη. Περίμενε.
Αλλά ταυτόχρονα φοβόταν. Και πώς μπορούσε να μην φοβάται; Όλα αυτά της ήσαν τόσο άγνωστα. Στη ζωή της δεν είχε ποτέ μέχρι τότε μασήσει και καταπιεί τροφή, δεν είχε ποτέ της περάσει τόσες ώρες έξω από φωλιά. Ένοιωθε λίγο σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Προσπαθούσε να είναι μετρημένη και ψύχραιμη, αλλά όλα αυτά, η αλήθεια ήταν, πως την ξεπερνούσαν, πάρα πολύ. Πόσο θα ήθελε να γινόταν να κάνει δυο βήματα πίσω και να τα σκεφτεί λίγο, αλλά από μακριά, κουκουλωμένη μέσα στη ζεστή φωλίτσα της, ας πούμε. Όχι πολύ, έτσι λίγο μόνο. Να τα έλεγε και με την Μητέρα, να έκανε και καμιά βόλτα στο κήπο της. Θα έμπαιναν τα πράγματα στη θέση τους και θα ένοιωθε τότε πολύ καλύτερα, ήταν βέβαιη. Αλλά δεν γινόταν. Σκέφτηκε τον κήπο της. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το ξερό, απόκοσμο τοπίο γύρω της. Πόσο, μα πόσο γιορτινός της φάνηκε ο κήπος της, σε σύγκριση. Σαν χαρούμενο οικογενειακό τραπέζι, μετά από χρόνια ξενιτιάς. Οι γραμμές αυτού εδώ του τοπίου ήταν τόσο άκαμπτες, τόσο ανελέητες. «Έτσι είναι, κι’ αν σ’ αρέσει», έμοιαζαν να της λένε. Δεν επιδέχονταν κανενός είδους συζήτησης ή διαπραγμάτευσης. Σκέφτηκε πως η μέχρι τώρα ζωή της στην Πόλη, υπό την προστασία της Μητέρας της, ήταν ασύγκριτα πιο τρυφερή, πιο πλαστική. Ό,τι την ενοχλούσε, η Πόλη ήταν πάντα πρόθυμη να το αλλάξει, ώστε να πάψει να της βγάζει το μάτι. Όλα τα έκανε να μοιάζουν μαλακά και εύπλαστα, λες και ήταν έτοιμα να υποκύψουν στις επιθυμίες της. Μέχρι που, τελικά, έπαυε να τα προσέχει. Τα συνήθιζε όλα και τα θεωρούσε φυσικά και αυτονόητα. Έτσι γινόταν.
Εδώ όμως, μακριά απ’ τις φωλιές και την Μητέρα, τα πράγματα έμοιαζαν εντελώς διαφορετικά. Ήταν ο κόσμος των μεγάλων σε αντίθεση με αυτόν των νηπίων. Τίποτα δεν ήταν διατεθειμένο να πάει με τα νερά της. Αυτή ήταν που έπρεπε να προσαρμοστεί. Της φαινόταν εξαιρετικά δυσάρεστο αυτό. Και εντελώς αφύσικο ότι κανείς δεν βρισκόταν να διορθώσει τα πράγματα, αυτόματα.
Η νέα έκλεισε τον σάκο και τον έβαλε πλάι της. Μετά πλησίασε το σώμα της πιο κοντά. Αν τώρα άπλωνε το χέρι, μπορούσε να την αγγίξει. Μύριζε την μυρωδιά του σώματός της. Ήταν ζεστή και χορταστική, σαν ζεστή σοκολάτα σε κρύα νύχτα. Ο κόσμος όλος έγινε ένα μικρό κουκούλι και τους τύλιξε. Χωρίς να ξέρει γιατί, το σώμα της άρχισε να τρέμει.
«Ξάπλωσε πίσω» της είπε η νέα και την έσπρωξε απαλά με τα δάχτυλά της. «Ησύχασε, άσε με εμένα».
Έγειρε πίσω. Όμως έτρεμε ακόμα. Τα μάτια της γέμισαν από την Πόλη. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος της σαν να ήταν σε στρατιωτική παρέλαση. Το σώμα της νέας ήρθε απαλά και ακούμπησε το δικό της. Αχ. Πόσο ζεστό ήταν. Αισθάνθηκε την καυτή αναπνοή της νέας να σέρνεται στον λαιμό της – δεν της πολυάρεσε, σχεδόν τρόμαξε. Το χέρι της νέας, βαρύ και ανυπόμονο, ταξίδευε αποφασιστικά πάνω στο σώμα της. Όλο της το μυαλό βάλθηκε να το παρακολουθεί, αυτό το χέρι. Δεν καθυστέρησε και πολύ. Σχεδόν ανυπόμονα ήρθε και κουλουριάστηκε γύρω απ’ το πέος της. Το τρέμουλο του σώματός της κατρακύλησε όλο μέσα στο υπογάστριό της και μετατράπηκε σε έντονο πόνο. Το χέρι της νέας τής έσφιξε απαλά τ’ αρχίδια και την έκανε να βογκήξει από ευχαρίστηση. Ο πόνος χάθηκε.
«Σσσσς» έκανε χαμηλόφωνα η νέα, ενώ τώρα την χάιδευε βιαστικά, σχεδόν βίαια. Το πέος της είχε αρχίσει πια να ζεσταίνεται και να σκληραίνει.
Της άρεσε πάρα πολύ. Και αυτό την πλήγωνε. Προσπαθούσε μάταια να θυμηθεί πώς ήταν παλιότερα. Πόσες φορές να το είχε κάνει στο μεταξύ; Με πόσους; Στύλωσε τα μάτια της ψηλά στην Πόλη και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο. Δεν ήθελε να τελειώσει τόσο γρήγορα. Ήθελε να κάνει κι’ αυτή κάτι. Να απλώσει το χέρι, να χαϊδέψει, όχι να χαϊδέψει, να χουφτώσει με δύναμη το στήθος της νέας. Να πιάσει τις ρόγες της, να τις στρίψει και να τις δαγκώσει μέχρι που να την κάνει να ουρλιάξει. Αλλά δεν μπορούσε, αφέθηκε. Αφέθηκε ολοκληρωτικά. Ήταν πολύ καυλωμένη, αλλά και πολύ συγκινημένη ταυτόχρονα.
Η νέα γύρισε στο πλάι και έβαλε το πέος της μέσα της. Το κορμί της έμοιαζε να ακτινοβολεί τέτοια λαχτάρα που ένοιωθε να την λειώνει. Την κοίταζε και της φαινότανε πως έλαμπε από κάποιο μυστήριο φως. Ήταν πεινασμένη, επιθετική. Νόμιζε πως λίγο ακόμη και τα κορμιά τους θα σκίζονταν και τα αίματά τους θα ανακατεύονταν να γίνουν ένα. Τώρα είχε τεντώσει τα πόδια της και η λεκάνη της τριβόταν με μανία πάνω στην δική της. Οι μυς στο εσωτερικό του αιδοίου της ήταν σαν να την βύζαιναν.
Η γριά από δίπλα έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό. Η νέα δεν έδωσε καμιά σημασία. Συνέχισε και ο ρυθμός της όλο και επιταχυνόταν. Έβλεπε τα μάτια της νέας να γυαλίζουν από πάνω της και της φαινόταν πως έμοιαζε με λύκο που την κυνηγούσε να την κατασπαράξει. Άρχισε να φοβάται λίγο. Είχε ανάγκη από περισσότερη αγάπη και λιγότερη ταχύτητα, αλλά η νέα δεν καταλάβαινε τίποτα. Βιαζόταν. Οι κινήσεις της είχαν τώρα αποκτήσει τέτοια τραχύτητα που λίγο πια απείχαν από βιασμό. Σε μια στιγμή ένοιωσε τόσο άσχημα, που δοκίμασε να την σπρώξει πέρα, να σταματήσει, αλλά η νέα την πίεσε δυνατά με το σώμα της και δεν την άφησε να κουνηθεί ούτε εκατοστό. Συνέχισε ακόμα πιο γρήγορα. Και, περίεργο πράγμα, ο φόβος που της προκαλούσε η νέα και η βαναυσότητα με την οποία την μεταχειριζόταν, την καύλωναν ακόμα περισσότερο, κατά κάποιο τρόπο.
Ώσπου τέλειωσε. Ένοιωσε το χύση, σαν τυμπανοκρουσία, να αναβλύζει από μέσα της. Για μια στιγμή της φάνηκε πως είχε αρχίσει να κατουράει. Τόσο πολύ ένοιωθε πως έχυσε.
Έκλεισε τα μάτια. Δεν ήθελε να την βλέπει πια, ήθελε να μείνει μόνη. Το σώμα της νέας γλίστρησε από πάνω της, χαμογελώντας σαρδόνια, σαν φίδι που μόλις τέλειωσε κάποια παλιοδουλειά. Την άκουσε να απομακρύνεται και μετά τίποτα. Έμεινε μόνη, με την μοναξιά της να βουίζει σαν χαλασμένο ραδιόφωνο μέσα στο κεφάλι της. Πέρα απ’ όλα τα άλλα, σκέφτηκε, είχε πια χάσει ακόμα και το μοναδικό πράγμα, που έως τότε θεωρούσε αυτονόητο, την παρουσία της Μητέρας της. Εδώ δεν υπήρχαν φωλιές, να την ρουφήξουν τρυφερά μέσα τους, να σβήσουν τους πόνους και να ξεπλύνουν τις απογοητεύσεις της. Ήταν φυλακισμένη απ’ έξω, μόνη κι’ αβοήθητη, όλα μόνη της έπρεπε να τα κάνει. Την ήρθαν δάκρυα. Έκλαψε λίγο, αλλά σιγανά μην την ακούσουν. Μετά φύσηξε τη μύτη της, σκέπασε το κεφάλι με τα χέρια της και βάλθηκε να περιμένει.
Η Μητέρα τον κοίταξε επιτιμητικά.
«Μα τι φοβάσαι; Δεν καταλαβαίνω».
Ούτε ο ίδιος καταλάβαινε. Αν καταλάβαινε, δεν θα φοβόταν. Και απορούσε, ένα τόσο απλό πράγμα πώς γινόταν και δεν το καταλάβαινε η Μητέρα. Γι’ αυτό κατέληγε να την μισεί, γιατί ήταν βέβαιος πως καταλάβαινε, αλλά προτιμούσε για κάποιον δικό της, μυστήριο λόγο να υποκρίνεται πως δεν καταλαβαίνει και να του κάνει δύσκολη την ζωή.
Αλλά όλα αυτά ήταν φιλολογίες. Στην ιδρωμένη του φούχτα έσφιγγε σφικτά τα κέρματα. Η αμείλικτη μέγαιρα τού είχε πει ότι έπρεπε να πάει στον μπακάλη να αγοράσει ένα μπουκάλι γάλα. Και μετά σχεδόν τον έσπρωξε έξω και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ο θόρυβος του φάνηκε ανυπόφορα τελεσίδικος. Σαν την πόρτα του Παράδεισου που κλείνει πίσω σου. Σκέφτηκε το πρόσωπο της Μητέρας, ενώ τον έσπρωχνε προς τα έξω. Ήταν άτεγκτη. Την μισούσε. Ένοιωσε τα ανυπόφορα δάκρυα, σαν κόμπους, να λύνονται μέσ’ το κεφάλι του, να ξεπροβάλλουν από τα μάτια του και να κυλάνε στα μάγουλά του. Άλλη μια ταπείνωση. Ο θάνατός της ήταν το μόνο πράγμα που θα τον ανακούφιζε πια. Και σκεφτόταν τον εαυτό του με τρυφερότητα και συγκίνηση, επειδή θα τον επέτρεπε τον θάνατό της, αν και αποτελούσε μια τεράστια θυσία από μέρους του. Γιατί ποιος θα τον φρόντιζε από δω και πέρα; Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θα δείλιαζε, θα το αντιμετώπιζε ακόμα κι’ αυτό, αφού δεν φαινόταν να υπάρχει άλλος τρόπος να της βάλει μυαλό. Ο ίδιος είχε ήσυχη την συνείδησή του. Είχε κάνει τα πάντα, χωρίς το παραμικρό αποτέλεσμα. Αυτή τα είχε οδηγήσει μέχρι εκεί τα πράγματα. Δεν ήταν δικό του το λάθος.
Κοίταξε τα σκαλιά που κουλουριάζονταν γύρω απ’ το φρεάτιο του ασανσέρ. Έτρεμε. Ήταν τεράστια. Ούτε γίγαντας δεν θα μπορούσε να τα κατέβει. Και τέλειωναν κάπου εκεί βαθιά, στον από κάτω όροφο μέσα σ’ ένα μυστηριώδες μισοσκόταδο. Χιλιάδες τέρατα του φάνηκε πως κρύβονταν εκεί κάτω και συνωμοτούσαν ψιθυριστά. Γύρισε πίσω. Κοίταξε την εξώπορτα του σπιτιού του. Ήταν από ανοικτόχρωμο ξύλο. Δεξιά ήταν το κουδούνι. Δεν το έφτανε. Αναγκαζόταν να χτυπάει την ίδια την πόρτα κάθε φορά για να του ανοίξουν. Δεν καταλάβαινε γιατί το είχαν βάλει τόσο ψηλά το κουδούνι. Η πόρτα ήταν σκληρή και του πονούσε το χέρι. Άλλη μια ανοησία της, αυτό το πράγμα. Μέγαιρα.
Έσπρωξε το πόδι του και κατέβηκε ένα σκαλί. Φρίκη. Το πόδι του το ένοιωθε μολυβένιο, το κορμί του ολόκληρο πήγε να διαλυθεί, καθώς προσγειώθηκε στο επόμενο σκαλοπάτι. Σαν μαριονέτα ένοιωθε, σαν μαριονέτα που προσπαθούσε να περπατήσει μόνη της. Μαριονέτα από φτηνό ξύλο. Έτοιμος να διαλυθεί ήταν. Πώς θα τα κατέβαινε όλα αυτά τα σκαλοπάτια;
Το σκοτάδι είχε μετακινηθεί. Τώρα ήταν λίγο πιο χαμηλά. Καθώς κατέβαινε, μετατοπιζόταν και ο φωτισμός του διαδρόμου της σκάλας. Τι φρίκη θα του αποκάλυπτε; Τι κτηνωδίες τον περίμεναν; Αλλά δεν είχε νόημα πια. Άρχισε να κατεβαίνει το ένα μετά το άλλο τα σκαλιά, ελπίζοντας ο θάνατος τουλάχιστον να δείξει λίγο οίκτο και να έρθει γρήγορα.
Έστριψε. Η πόρτα του διαμερίσματος του κάτω ορόφου ξεπρόβαλλε απότομα. Χριστέ μου! Τι ήταν αυτό από πίσω της; Βοήθεια! Μια αδύναμη κραυγή πήγε να πεταχτεί απ’ το στήθος του. Έβλεπε τις σκιές της πόρτας να αναπνέουν απαλά, παραμονεύοντάς τον. Οι τρίχες του είχαν όλες ανασηκωθεί. Κάτι κρυβόταν ακριβώς πίσω απ’ την πόρτα. Ήταν έτοιμο να πεταχτεί μπροστά, να τον φάει. Θα τον κατασπάραζε. Και η πλάτη του ήταν τόσο απίστευτα ανυπεράσπιστη. Αλλά μήπως κι’ από μπροστά, που έβλεπε, ήταν καλύτερα;
Δεν άντεξε. Ξεφωνίζοντας, κουτρουβάλησε τις σκάλες προς τα κάτω. Ούτε που έβλεπε πού πήγαινε. Τα σκαλιά και τα πόδια του πετάγονταν προς κάθε κατεύθυνση κι’ αυτός τα ένοιωθε σαν κύματα που πήγαιναν να πνίξουν το δύστυχο το βαρκάκι του. Την δεύτερη πόρτα του ορόφου, ούτε που την είδε. Έφτασε στην στροφή της σκάλας, κατέβηκε μερικά ακόμα σκαλιά και τότε μόνο σταμάτησε. Εκεί τα ένοιωθε λίγο πιο ασφαλή τα πράγματα. Εκεί, ανάμεσα στους ορόφους. Είχε άλλους τέσσερις να κατέβει. Αδύνατον.
Είχε λαχανιάσει. Την καρδιά του την άκουγε να βροντοχτυπάει μέσα στο στήθος του. Το κεφάλι του έκανε έναν περίεργο θόρυβο, σαν κροταλίας που πλησιάζει το θήραμά του. Έσφιξε τα δόντια του. Δεν ενώνονταν μπροστά και αυτό τον έκανε πάντα να απορεί. Ήταν διαφορετικός από τους άλλους, γι’ αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία. Αλλά αυτό ήταν απάντηση σε ποια ερώτηση; Τι ήταν που δικαιολογούσε; Δεν μπορούσε να καταλάβει.
Κάτι του φάνηκε πως άκουσε ψηλά, πίσω του. Βέβαια. Τώρα είχε τέρατα να έρχονται και από πίσω. Αυτά που μόλις είχε προσπεράσει. Τον είχαν κυκλώσει τώρα από μπρος και από πίσω και πλησίαζαν. Τώρα πια ήταν το τέλος. Έκλεισε τα μάτια, ύψωσε το σπαθί του και όρμισε μπροστά.
Όταν έφτασε στο ισόγειο ανέτειλε ο ήλιος. Ήταν τόσο περίεργο. Ο διάδρομος της πολυκατοικίας σαν να φωτίστηκε. Το σκοτάδι χάθηκε και η λογική ήρθε και πήρε την θέση της παράκρουσης. Μπορεί και να ήταν αντίθετα, βέβαια. Μόνο ο θάνατος μπορεί να το αποδείξει αυτό τελεσίδικα, αλλά τότε είναι πια πολύ αργά και τίποτα δεν έχει σημασία. Οπότε γιατί όλη αυτή η αγωνία; Δεν ήξερε να πει. Το μόνο που ήξερε ήταν πως δεν φοβόταν πια. Μέχρι εκεί καταλάβαινε.
Έφτασε στην εξώπορτα. Είδε εκείνη τη χοντρή να πλησιάζει απ’ έξω. Φορούσε πάντα μαύρα. Έμοιαζε με επερχόμενη καταιγίδα, έτσι μαύρη που ήταν και που κουνιόταν πέρα-δώθε απειλητικά. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, αλλά δυσκολεύτηκε. Η χοντρή πρόφτασε και άνοιξε αυτή.
«Τι κάνεις χρυσό μου;»
Ήξερε πως έπρεπε να απαντήσει κάτι, αλλά η γλώσσα του ήταν πολύ μπερδεμένη, δεν έβγαζε ήχους. Τα μάγουλά του άρχισαν αμέσως να κοκκινίζουν. Το έβαλε στα πόδια. Πέρασε ανάμεσα στη χοντρή και την πόρτα, κατέβηκε κουτρουβαλώντας τα τρία μαρμάρινα σκαλιά της εισόδου και βγήκε στο δρόμο. Ελευθερία. Το μπακάλικο ήταν ακριβώς απέναντι. Ήδη έβλεπε μέσα απ’ την θαμπή τζαμαρία τον μπακάλη να ψαχουλεύει κάτι πάνω σ’ ένα ράφι.
Πέρασε τρέχοντας απέναντι. Μετά θυμήθηκε ότι πριν περάσει, έπρεπε να κοιτάξει κι’ απ’ τις δυο πλευρές για αυτοκίνητα – η Μητέρα φώναζε πάρα πολύ γι’ αυτό. Σκέφτηκε μήπως να γυρίσει πάλι πίσω για να κοιτάξει, αλλά μάλλον ήταν αργά πια. Άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού. Ο μπακάλης γύρισε απότομα προς το μέρος του. Η σουβλερή του μύτη τον έκανε να μοιάζει με αρπακτικό πουλί. Ο γλόμπος πάνω, στο ταβάνι διέγραφε ομόκεντρους, κίτρινους κύκλους. Ο σοβάς είχε σκάσει τόπους-τόπους. Δεν υπήρχε κανείς άλλος μέσα στο μαγαζί.
«Τι θέλεις;» ρώτησε ο μπακάλης απότομα.
«Ένα μπουκάλι γάλα», η φωνή του ακούστηκε πολύ αδύνατη.
«Μπλε ή πράσινο;» Δεν του το είχε πει η Μητέρα αυτό! Τώρα; Θυμήθηκε ότι πιο πολύ πράσινο έπαιρναν, αλλά καμιά φορά έπαιρναν και μπλε. Η Μητέρα το έβαζε σε κέικ, όπως εκείνο με την απαλή άσπρη σκόνη από πάνω.
«Μπλε ή πράσινο;» επανέλαβε ο μπακάλης. Στο δεξί του μάγουλο είχε μια μεγάλη κρεατοελιά.
«Πράσινο». Ο μπακάλης άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε ένα μπουκάλι και έκλεισε πάλι προσεκτικά την πόρτα. Μετά πλησίασε αργά το ταμείο.
«Θέλεις τίποτα άλλο;» Δεν απάντησε. Τι είδους ερώτηση ήταν αυτή; Δεν μίλησε. «Ένα και ογδόντα» συνέχισε ο μπακάλης.
Άπλωσε την χούφτα με τα κέρματα και τα άφησε στον πάγκο. Ο μπακάλης τα πήρε ένα-ένα και τα πέταξε στο συρτάρι, που φύλαγε τα χρήματα. Πρέπει να μέτραγε από μέσα του καθώς έριχνε κάθε νόμισμα στο συρτάρι, γιατί κάθε φορά το κεφάλι του πήγαινε πάνω-κάτω και τα χείλια του ανοιγόκλειναν, χωρίς όμως να ακούγεται κανένας ήχος.
«Ένα και εβδομήντα πέντε!» Η σουβλερή μύτη του μπακάλη γύρισε απότομα κατά πάνω του. «Πού είναι τα υπόλοιπα; Αυτά δεν φτάνουν». Έμεινε να τον κοιτάει. «Μου έδωσες ένα και εβδομήντα πέντε. Πού είναι τα άλλα πέντε λεπτά;»
Τότε, απότομα, η ψυχή του έγινε μια πελώρια ατομική βόμβα, που μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου συμπιέστηκε σε απίστευτο σημείο και μετά εξερράγη βίαια. Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα. Γύρισε, και το έβαλε στα πόδια. Άνοιξε με δύναμη την πόρτα, αλλά αυτή βρήκε πάνω στο πόδι του και τράνταξε ολόκληρη. Την ξανατράβηξε βίαια και πετάχτηκε έξω.
«Ει, πού πας;» άκουσε την φωνή του μπακάλη πίσω του.
Έτρεχε με όλη του την δύναμη. Δεν έβλεπε και πάρα πολλά γιατί τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Ένοιωσε ένα δυνατό τράνταγμα. Ένα μεγάλο πουλί τον άρπαξε ψηλά και μετά τον πέταξε πάλι κάτω. Ένας τρομερός θόρυβος, πόνος, και μετά σκοτάδι.
Άνοιξε τα μάτια του. Ένοιωσε την σάρκα της Πόλης στην πλάτη του. Όλα καλά. Χαλάρωσε. Μετά θυμήθηκε, απότομα. Γύρισε να κοιτάξει. Εκεί ήσαν, και οι δυο. Η γριά κοιμόταν. Η νέα ήταν λίγο παράμερα και κάτι έψαχνε μεσ’ την σακούλα της. Ξάπλωσε πάλι. Κοίταξε προς τα πάνω.
Πώς ήταν δυνατόν; Αφού δεν ήταν μέσα σε φωλιά. Τι ήταν αυτό που του είχε συμβεί; Πώς του είχε συμβεί, έτσι γυμνός που ήταν;
Ανασηκώθηκε πάλι. Σύρθηκε μαλακά προς την νέα. Η νέα τον άκουσε αμέσως. Ξαφνιάστηκε. Με κάτι καταγινόταν και μόλις τον άκουσε, τινάχτηκε απότομα και με βιαστικές κινήσεις σκέπασε το σώμα της. Μετά γύρισε και τον κοίταξε.
«Τι θέλεις;»
«Τίποτα… Τι έκανες εκεί;»
«Εγώ, τίποτα. Εσύ τι θέλεις;»
Γύρισε, για να επιστρέψει πίσω. Πάλι τον έδιωχνε. Μα γιατί;
«Τι θέλεις;» άκουσε ξανά την φωνή της.
«… Είδα κάτι, πριν».
«Τι είδες;» η φωνή της ήταν οξεία από την ένταση.
«Δεν ξέρω, δεν είδα τίποτα, πραγματικά. Ήταν σαν… να μην είχα ακόμη γεννηθεί… Πώς γίνεται;»
«Α, όνειρο είδες». Η φωνή της ακούστηκε τώρα καθησυχασμένη, λες και όλα ήταν καλά πια.
«Μα πώς είναι δυνατόν; Έτσι, γυμνός;»
«Ναι, δεν χρειάζεται, στο είχα πει».
«Και…» Η φωνή του έσβησε για κάποιο λόγο. Ένοιωθε τρομερά κουρασμένος. Η νέα τον κοίταξε ανυπόμονα.
«Τι με κοιτάς πάλι; Τι άλλο θέλεις; Αφού σου είπα, όνειρο είδες. Άντε να κοιμηθείς και θα δεις κι’ άλλα». Η φωνή της του ήταν τρομερά ενοχλητική, οξεία σαν από ακούρδιστο βιολί. Στο τέλος μάλιστα γέλασε και λίγο, έτσι χωρίς λόγο. Μάλλον για να καλύψει την αμηχανία της. Γουρούνα!
Σύρθηκε μέχρι εκεί που είχε ξαπλώσει στην αρχή. Του φαινόταν πως το μέρος εκείνο ήταν δικό του. Ήθελε τόσο πολύ κάτι δικό του, κάποιον δικό του. Να μοιραστούν πράγματα, να τον αποδέχεται, να του ανοίξει τα πόδια και να τον βάλει μέσα. Δεν την άντεχε πια αυτή την σουβλερή στρίγγλα. Προσπαθούσε να θυμηθεί τι της είχε βρει στην αρχή. Το πρόσωπό της είχε πατσαβουριάσει τώρα, τα βυζιά της έμοιαζαν με πατημένα αχλάδια. Ό,τι και να της είχε βρει, δεν ήταν πια εκεί.
Ξάπλωσε στην θέση του, ανάσκελα. Αμέσως ένοιωσε λίγο καλύτερα. Ώστε μπορούσε κανείς να ονειρεύεται και χωρίς να είναι μέσα σε φωλιά! Πώς γινόταν; Ποιος το έκανε; Αφού τα όνειρα τα έφτιαχνε η Πόλη. Διερωτήθηκε αν υπήρχε τρόπος να διαλέξει το όνειρο που θα έβλεπε. Με την Πόλη ήταν πολύ απλό, αρκούσε απλώς να επιθυμήσει κάτι και η Πόλη αμέσως τον έκανε να ζήσει κάτι σχετικό. Όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά πάντα σχετικό. Εδώ, μόνος του, πώς μπορούσε να το κάνει;
Έκλεισε τα μάτια. Στο μυαλό του ξεπρόβαλλε μια μπανάνα. Χαμογέλασε. Αλλά γιατί όχι; Ένοιωθε κάποια αμηχανία. Στη φωλιά το πράγμα ήταν αυτόματο. Επιθυμούσες, έβλεπες. Άμεσα. Εδώ, τώρα, που συνειδητά προσπαθούσε να επιθυμήσει κάτι, ένοιωθε αμήχανα. Σαν ποδηλάτης, που ξαφνικά ανακαλύπτει πως δεν μπορεί να κρατήσει την ισορροπία του.
Δεν γινόταν τίποτα. Η μπανάνα τρεμόσβηνε σαν μια αδύναμη φωνή μέσα στο ωρυόμενο πλήθος. Την ξαναζωγράφισε μέσα του ξανά και ξανά, αλλά δεν έβγαινε τίποτα. Για χιλιοστά του δευτερολέπτου την έβλεπε μέσα του καθαρά, αλλά μετά έλειωνε μέσα στην πηχτή σούπα και μάταια πασπάτευε από δω κι’ από κει για να την ξαναβρεί. Τίποτα.
Η καριόλα. Τι ήθελε πια απ’ αυτόν; Γιατί του συμπεριφερόταν τόσο εχθρικά; Ειλικρινά, δεν μπορούσε να καταλάβει. Την σιχαινόταν. Προσπάθησε να δει τα πράγματα από την δική της πλευρά. Αλλά ποια διάολο μπορούσε να είναι η δική της πλευρά; Αφού ήταν μια γαμημένη σκατοπουτάνα. Τι είδους πλευρά μπορούσε να έχει; Καταλάβαινε ότι το να δει τα πράγματα από την δική της πλευρά ήταν τόσο δυνατό, όσο και το να αρχίσει να σκέφτεται στα κινέζικα. Βρίσκονταν εντελώς αλλού. Τους χώριζε άβυσσος. Όταν αυτός έλεγε «καρέκλα», αυτή καταλάβαινε «σκουλήκι», δεν υπήρχε περιθώριο. Και έτσι ήταν με οποιονδήποτε, έβλεπε τώρα. Έφτασε να απορεί πώς ήταν δυνατόν να συνεννοηθείς και για τα πιο στοιχειώδη, να ζητάς «νερό» και, πράγματι, ο άλλος να σου φέρνει ένα ποτήρι. Δεν ήταν καθόλου αυτονόητο τελικά, όποτε συνέβαινε, πρέπει να ήταν θαύμα.
Ναι, μπορεί, αλλά αυτό δεν βοηθούσε σε τίποτα. Το θέμα δεν ήταν γενικό, το θέμα ήταν μαζί της γιατί δεν μπορούσε να συνεννοηθεί. Ειδικά, με αυτήν. Δεν ήξερε να πει. Ένοιωθε πως τόσο ο ίδιος όσο και η νέα ήσαν δυο γονείς που έστελναν τα παιδιά τους να παίξουν στο πάρκο και μετά κάθονταν στην άκρη να τα καμαρώσουν. Τα παιδιά αντάλλασσαν μια-δυο φράσεις, και μετά, ανεξήγητα, το ένα χτύπαγε το άλλο, πάταγαν και τα δυο τα κλάματα και μετά έτρεχαν να χωθούν στην αγκαλιά των γονιών τους. Και οι γονείς χαμογελούσαν βεβιασμένα, προσπαθούσαν ανόρεχτα να συμβιβάσουν τα πράγματα, αλλά γρήγορα εγκατέλειπαν την προσπάθεια και απομακρύνονταν για να γλιτώσουν. Ποιος ξέρει γιατί μάλωναν τα σκασμένα; Ναι, ίσως να ήταν και έτσι, αλλά ήταν και γαμημένη σκατοπουτάνα, αυτό ήταν σίγουρο. Της αλληνής το παιδί φταίει, όχι το δικό μου.
Ένοιωσε ένα χτύπημα και αμέσως οξύ πόνο στο δεξί του πλευρό.
Προσπάθησε να πεταχτεί πάνω με μια κίνηση, αλλά δεν τα κατάφερε. Το αριστερό του πόδι έχασε την επαφή με το έδαφος και γλίστρησε κάτω. Στριφογύρισε βίαια να δει τι τον είχε χτυπήσει. Η γριά στεκόταν από πάνω του και τον παρατηρούσε με μάτια νεκρά. Δεν την άκουσε να πλησιάζει.
«Πάμε» είπε και του γύρισε την πλάτη.
Η νέα μάζευε τα πράγματά της μερικά μέτρα πιο πέρα. Κοίταξε γύρω. Το τοπίο ήταν αναλλοίωτο. Αναρωτήθηκε τι περίμενε να είχε αλλάξει.
Η γριά είχε ήδη αρχίσει να προχωράει. Ανέβηκε και πάλι στην κορυφή του υψώματος, πίσω απ’ το οποίο είχαν κρυφτεί και άρχισε να κατηφορίζει προς τα κάτω. Το κεφάλι της ανεβοκατέβαινε σε κάθε βήμα και το σώμα της όσο πήγαινε και εξαφανιζόταν πίσω απ’ την κορυφή, σε λίγο δεν θα φαινόταν καθόλου πια. Γύρισε να δει τι έκανε η νέα. Στεκόταν και τον κοίταγε σιωπηλά. Έμοιαζε σαν να περίμενε κάτι, αλλά δεν καταλάβαινε τι. Δεν είχε σημασία. Έτρεξε να προλάβει την γριά.
Ήταν καταϊδρωμένος. Πρέπει να περπατούσαν ώρες. Το τοπίο είχε αλλάξει εντελώς. Είχαν διασχίσει σχεδόν τρέχοντας όλη την μακρόστενη πεδιάδα και τώρα έβλεπαν να εκτείνεται μπροστά τους μια εξαιρετικά ιδιόμορφη περιοχή. Δεν είχε όμως καμιά όρεξη να κάτσει να χαζεύει. Του είχε βγει η ψυχή. Εξ’ αιτίας της δουλειάς του, πάντα είχε την εντύπωση πως ήταν σκληρός και μπορούσε εύκολα να τα βγάλει πέρα στις κακουχίες. Τώρα καταλάβαινε πόσο ανόητος ήταν. Πόσο στα δικά του, περιορισμένα, μέτρα τα είχε φέρει όλα τα πράγματα. Τώρα που μπορούσε να συγκρίνει, την έβλεπε καθαρά την διαφορά. Η γριά έμοιαζε εντελώς ανεπηρέαστη από την μακριά πορεία. Λες και είχε μόλις ξεκινήσει. Αλλά αυτό που τον έκανε έξαλλο ήταν ότι ούτε η νέα έμοιαζε υπερβολικά κουρασμένη. Το χρώμα της ήταν κάπως χλωμό και ο ιδρώτας αυλάκωνε το πρόσωπό της, αλλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν γαλήνια. Έδειχνε να μπορεί να υπομείνει οτιδήποτε με αλύγιστη καρτερία. Μακάρι να μπορούσε να τους μοιάσει.
Η γριά σταμάτησε και τους έκανε νόημα να κάνουν διάλειμμα. Χωρίς να το θέλει σωριάστηκε κάτω, με θόρυβο. Μετά από λίγο ανασηκώθηκε και βάλθηκε να τρίβει τα πόδια του να χαλαρώσουν οι μυς. Η γριά και η νέα δεν του έδιναν την παραμικρή σημασία. Η γριά αναμετρούσε το τοπίο με εξαιρετική προσοχή, σαν άλτης που μελετάει πώς να υπερπηδήσει ψηλό εμπόδιο. Η νέα ήταν χαμένη στον κόσμο της.
Αναρωτήθηκε για μια ακόμα φορά ποια σχέση μπορεί να συνέδεε την νέα με την γριά. Τι έψαχναν μέσα στην ερημιά; Γιατί ήσαν μαζί; Τι σχέση είχε κάθε μια τους με την Πόλη; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Σκέφτηκε πως πολλά τέτοια ερωτήματα μπορεί και να μην έχουν συγκεκριμένη απάντηση. Ο ίδιος, ας πούμε, τι έκανε μαζί τους; Ούτε σε αυτό μπορούσε να απαντήσει. Ή μάλλον, ήταν τόσο πολλές οι αιτίες, που σχημάτιζαν ένα κουβάρι μες’ το μυαλό του. Κι’ ήταν αυτό το μπέρδεμα πιο πολύ που τον έκανε να τις ακολουθεί, παρά οι ίδιες οι αιτίες. Αλλά κι’ αυτό επίσης το έβρισκε μπερδεμένο. Όμως ίσως αυτό να ήταν και το θέμα. Γι’ αυτό ήταν που κατέληγε να προσπαθεί τις ακολουθεί χωρίς να σκέφτεται τίποτα.
Ξαφνικά, αντιλήφθηκε πως η γριά είχε πάλι αρχίσει να περπατάει. Εντελώς αθόρυβα και σχεδόν χωρίς να γράφει τίποτα ούτε στο οπτικό του πεδίο. Βιάστηκε να σηκωθεί πάλι πάνω. Τα πόδια του πονούσαν. Η νέα ξεκίνησε κι’ αυτή πίσω του. Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του και τώρα του φάνηκε πως στην πραγματικότητα ίσως και να μην ήταν και σε τόσο καλή κατάσταση. Έκανε βέβαια ακόμα υπομονή, αλλά δεν πρέπει να απείχε πια πολύ από την εξάντληση. Τράβηξε το βλέμμα του. Δεν ήθελε να την βλέπει, καθόλου. Μπορεί τόσες ώρες να περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, αλλά σπάνια γύριζε να την κοιτάξει. Κι’ ούτε μια στιγμή δεν σταμάτησε να την σκέφτεται. Τώρα ήταν ξεθεωμένη και άσχημη, αλλά δεν ήταν αυτό. Ήταν πως προτιμούσε αυτήν της φαντασίας του. Εκείνη αγαπούσε, εκείνη μισούσε, με εκείνη μιλούσε, με εκείνη μάλωνε και με εκείνη τα ξανάβρισκε. Ετούτη εδώ του ήταν ξένη, δεν είχαν τίποτα κοινό μεταξύ τους.
Πρόφτασε την γριά και συγχρόνισε το βήμα του με το δικό της. Η γριά είχε διαλέξει την δύσκολη διαδρομή. Ο δρόμος μπροστά τους σχημάτιζε διχάλα και η γριά προτίμησε να πάρει το ανηφορικό μονοπάτι, που έφτανε μέχρι την κορυφή ενός λόφου και μετά κατηφόριζε να συναντήσει το άλλο μονοπάτι, που είχε μείνει να σέρνεται κάτω χαμηλά. Ανάμεσα στα δυο μονοπάτια σχηματιζόταν μια πελώρια τρύπα, κάτι σαν κρατήρας. Δεν μπορούσε να υποθέσει πώς σχηματίστηκε ή αν χρησίμευε σε κάτι.
Άρχισαν να ανεβαίνουν. Η γριά περπατούσε με βιαστικό βήμα, αλλά συχνά σταματούσε για να εξετάσει με προσοχή το τοπίο γύρω τους. Την έβλεπε να έχει όλες της τις αισθήσεις σε υπερένταση και του έδινε την εντύπωση πως προσπαθούσε όχι μόνο να δει ή να ακούσει κάτι από μακριά, αλλά και να το μυρίσει ή να το νοιώσει στο δέρμα της, αν ήταν δυνατό.
«Τι συμβαίνει; Μας ακολουθεί κανείς;» την ρώτησε.
Η γριά του ένευσε με το χέρι της να σωπάσει, χωρίς να δώσει συγκεκριμένη απάντηση. Την ρώτησε μια-δυο φορές ακόμα, καθώς περπατούσαν και μετά έπαψε. Η νέα απλώς περπατούσε πίσω τους. Έμοιαζε πια να πρέπει να βάλει όλη της την δύναμη για να ακολουθεί και να μην τους γίνεται βάρος. Ο ίδιος, αναπάντεχα, άρχισε να νοιώθει λίγο καλύτερα. Ήταν χάλια, αλλά δεν ήταν και τόσο χάλια.
«Κάτω», ψιθύρισε επιτακτικά η γριά σε μια στιγμή. Ένοιωσε το σιδερένιο της χέρι να τον σπρώχνει προς τα κάτω, βάναυσα. Παρηγορήθηκε βλέποντας πως το ίδιο ακριβώς έκανε και στην νέα. Η νέα δεν ήθελε και πολύ και έπεσε αμέσως κάτω. Έμειναν ακίνητοι. Έκανε να υψώσει λίγο το κεφάλι του για να κοιτάξει γύρω, αλλά η γριά τον εμπόδισε. Περίμεναν. Ούτε άκουγαν, ούτε έβλεπαν τίποτα. Γύρισε να κοιτάξει την γριά. Το πρόσωπό της παρέμεινε ανέκφραστο, αλλά κάπως, του έδωσε να το καταλάβει πως δεν έπρεπε ούτε τα μάτια του να ανοιγοκλείσει. Περίμεναν.
Μετά από λίγο η γριά γύρισε στην νέα.
«Μπορείς να φτάσεις μέχρι εκεί κάτω;» την ρώτησε και έδειξε με το κεφάλι της εκεί που το ανηφορικό μονοπάτι συναντούσε και πάλι το άλλο. Η νέα ένευσε καταφατικά, χωρίς να μιλήσει. «Ωραία, εκεί θα σταματήσουμε» είπε η γριά, σηκώθηκε, και χωρίς καμιά πλέον προφύλαξη, άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω.
Όταν έφτασαν κάτω, η γριά τους έδειξε σιωπηλά ένα σημείο λίγο πιο πέρα από εκεί, που ενώνονταν τα δυο μονοπάτια και μετά κάθισε κάτω και άρχισε να βγάζει τα παπούτσια της.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν παρόμοια με την προηγούμενη φορά. Η νέα έβγαλε από τον σάκο της τα συνηθισμένα τρόφιμα και προσέφερε και στους δυο τους. Έφαγαν όλοι, αλλά χωρίς πολύ όρεξη εξ’ αιτίας της τόσης κούρασης. Μόλις η γριά έφαγε την τελευταία της μπουκιά, ξάπλωσε, γύρισε πλευρό και άρχισε να ροχαλίζει ρυθμικά. Ο ίδιος δεν μπήκε στον κόπο να μετακινηθεί απ’ το σημείο που βρισκόταν, απλώς αφέθηκε να ξαπλώσει ανάσκελα και έκλεισε τα μάτια του.
Ένοιωσε ειλικρινή έκπληξη, μόλις ένοιωσε το σώμα της νέας να τον αγγίζει. Ούτε που του είχε περάσει απ’ το μυαλό. Πήγε να ψιθυρίσει κάτι, χωρίς καλά-καλά να ξέρει τι ήθελε να πει, αλλά η νέα έβαλε τα δάχτυλά της στα χείλια του και τον σταμάτησε. Ήταν τρυφερά. Με το πόδι της καβαλίκεψε γλυκά το δικό του, το χέρι της αγκάλιασε το πέος του. Νιρβάνα. Αλλά τον χάιδεψε ελάχιστα. Μετά ανέβηκε πάνω του και προσπάθησε να το βάλει μέσα της. Δεν έμπαινε γιατί ήταν πολύ στεγνή. Σάλιωσε το δάχτυλό της, ύγρανε την είσοδο του κόλπου της και ξαναπροσπάθησε. Μπήκε.
Όση ώρα η νέα τα έκανε αυτά, ο ίδιος, από κάτω της, παρακολουθούσε λίγο αμήχανα. Του άρεσε, αλλά η αμηχανία ήταν το αίσθημα που κυριαρχούσε. Δεν ήθελε να ήταν αλλού, ένοιωθε πως πραγματικά βρισκόταν αλλού και ότι μάθαινε τις εξελίξεις με τηλεγραφήματα. Τα διπλωμένα χαρτάκια διαδέχονταν το ένα το άλλο.
Το σώμα της νέας κουνιόταν ρυθμικά από πάνω του. Τα μάτια της ήταν κλειστά, κι’ αυτή έμοιαζε να βρίσκεται κάπου αλλού. Η ιδέα αυτή επέτεινε την αμηχανία του. Την πρώτη φορά που του ήρθε να χύσει, δε βρήκε για ποιο λόγο να προσπαθήσει να κρατηθεί. Άφησε τους σπασμούς να διατρέξουν το σώμα του. Ήταν λίγοι και ασθενικοί. Δεν πρέπει να είχε περάσει ούτε ένα λεπτό.
Η νέα δεν δυσανασχέτησε καθόλου. Ξεκαβαλίκεψε αμέσως και τραβήχτηκε παράμερα. Ο ίδιος έμεινε εκεί που ήταν, ανάσκελα. Μετά από λίγο την άκουσε να σηκώνεται πάλι και αυτή την φορά να απομακρύνεται. Δεν ενδιαφέρθηκε να γυρίσει να δει τι έκανε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν τι όνειρα θα έβλεπε αυτή την φορά. Έκλεισε τα μάτια. Του έλειπε η δροσερή αίσθηση της φωλιάς στο δέρμα του και η φωνή της Μητέρας του στ’ αυτιά του.
Ξύπνησε. Για μια στιγμή δυσκολεύτηκε να καταλάβει πού βρισκόταν. Ένα δευτερόλεπτο πριν, θυμόταν ότι βρισκόταν μπροστά σε ένα άσπρο κτίριο, αλλά πάρα πέρα τίποτα. Τώρα ήταν ξύπνιος. Γύρισε. Η γριά κοιμόταν ακόμα, η νέα δεν ήταν εκεί. Ένοιωθε ακόμα κουρασμένος, έγειρε πάλι πίσω. Αισθανόταν πολύ αδικημένος. Γιατί δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα σχετικά με το άσπρο κτίριο; Πώς είχε βρεθεί εκεί; Τι είχε συμβεί; Αλλά το μυαλό του ήταν κενό. Ήταν σαν να είχε πληρώσει εισιτήριο και να μην μπορούσε να θυμηθεί την παράσταση. Αδικία.
Η νέα έλειπε ακόμα. Πόση ώρα είχε περάσει; Πού είχε πάει; Ανασηκώθηκε. Παρά την κούραση που ένοιωθε ακόμα, ήταν περίεργος να δει πού ήταν η νέα και τι έκανε. Σηκώθηκε όρθιος. Μπήκε στον πειρασμό να φωνάξει, αν και ήξερε πως δεν έπρεπε, μόνο και μόνο για να τιμωρήσει την γριά, που δεν του εξηγούσε ποτέ τίποτα. Μετάνιωσε. Έψαξε με τα μάτια μόνο, προσπαθώντας να διακρίνει την νέα. Όμως το τοπίο ήταν εντελώς στατικό, δεν έβλεπε τίποτα να κινείται. Κινούμενος όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, ανηφόρισε το δρόμο για να κοιτάξει από πιο ψηλά.
Την είδε αμέσως. Ήταν κρυμμένη πίσω από ένα ανάχωμα σε μικρή σχετικά απόσταση από εκεί που ακόμα κοιμόταν η γριά. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα. Γύρω της έβλεπε κάτι να κινείται, αλλά από εκεί που στεκόταν δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν. Παραξενεύτηκε.
Άρχισε να κατεβαίνει προς το μέρος της. Δυστυχώς, καθώς την πλησίαζε, το σώμα της νέας καλυπτόταν πίσω απ’ το ανάχωμα, οπότε θα αναγκαζόταν να πλησιάσει πολύ μέχρι να μπορέσει να διακρίνει ακριβώς τι έκανε. Δεν ήταν βέβαιος πως είχε όρεξη. Στο τέλος-τέλος δεν τον αφορούσε, ούτε τον ενδιέφερε αυτή η υπόθεση. Πολύ καλύτερα θα ήταν, σκέφτηκε, να γυρίσει πίσω να προσπαθήσει να δει κάποιο άλλο όνειρο. Ίσως να κατάφερνε να το θυμηθεί αυτή την φορά.
Πλησίασε περισσότερο. Σαν απρόσμενη μουσική νότα, οι τρίχες του σώματός του σηκώθηκαν ξαφνικά όλες όρθιες. Η πλάτη του ολόκληρη ανατρίχιασε. Συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που μύριζε τόση ώρα. Ήταν μια πολύ γνώριμη μυρωδιά, μια μυρωδιά που ο ίδιος ειδικά γνώριζε παρά πολύ καλά. Η κιτρινισμένη σάρκα της Πόλης ολόγυρά του δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αμφιβολίας. Πώς ήταν δυνατόν να μην το έχει προσέξει; Πάγωσε.
Έκανε μεταβολή. Για λίγο έμεινε εκεί ακίνητος να κοιτάει ζεματισμένος το κενό. Τίποτα δεν μπορούσε να σκεφτεί. Και μετά, αποφάσισε. Έφυγε. Επέστρεψε εκεί που ήταν η γριά και ξάπλωσε κάτω. Γύρισε απ’ την άλλη και κουλουριάστηκε, κρύβοντας το κεφάλι του με τα χέρια του. Το σώμα του δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει. «Θεέ μου». Μόνο αυτό έβρισκε να πει. Και το έλεγε και το ξανάλεγε, χωρίς να είναι βέβαιος για το τι εννοεί.
Ώστε αυτό ήταν η νέα, αυτό. Και να πως έμπαιναν τα μωρά στην Πόλη. Τα γεννούσε αυτή και οι όμοιές της κάθε βράδυ. Και να γιατί τον κουβαλούσαν μαζί τους. Για να την γκαστρώνει. Ο ίδιος τα έσπερνε τα παράσιτα στη Πόλη. Και πριν απ’ αυτόν; Πριν, θα ήταν κάποιος άλλος, δεν είχε σημασία ποιος, κάποιος, οποιοσδήποτε.
Το μυαλό του τώρα έτρεχε με αυτοκαταστροφική μανία. Κάθε καινούργια ερώτηση και κάθε φρικτή απάντηση ένοιωθε να τον βυθίζει ακόμα πιο πολύ μέσα σε μια αμείλικτη ρουφήχτρα, απ’ όπου όμως δεν ήθελε να ξεφύγει, γιατί δεν μπορούσε πια να την αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, τέτοια που ήταν.
Και η γριά; Τι ρόλο έπαιζε η γριά σε όλα αυτά; Αφού του είχε πει – θυμόταν πολύ καλά τι του είχε πει. Δεν θυμόταν ακριβώς τα λόγια, αλλά θυμόταν που του είχε πει ότι δεν προκαλούσε η ίδια την ζημιά στην Πόλη και ότι εμφανιζόταν πάντα μετά για να γκρεμίσει όσα δεν χρειάζονταν πια. Και ότι όλα ήσαν μέρος ενός συστήματος, του οποίου την ύπαρξη όχι μόνο γνώριζε η Πόλη, αλλά έφτανε στο σημείο να το συντηρεί για να το εκμεταλλεύεται. Μήπως το είχε δημιουργήσει κιόλας; Ποιος ξέρει. Κάτι τέτοιο δεν του είχε πει; Πώς ταίριαζαν όλα αυτά μεταξύ τους;
Κι’ αν η γριά φρόντιζε κάποιος άλλος να προκαλεί την αρχική ζημιά, ώστε να έρθει αυτή μετά για να γκρεμίσει και μετά οι φύλακες για να την σταματήσουν; Η γριά και η νέα θα ήσαν τότε σαν παράσιτα η μια της άλλης, θα τις συνέδεε ένα είδος συμβιωτικής σχέσης, όπου η μια έτρεφε την άλλη. Η γριά διευκόλυνε την νέα να κάνει το φρικτό έργο της για να έχει η ίδια δουλειά μετά, ενώ η νέα χρησιμοποιούσε την γριά για προστασία από τους φύλακες.
Και αυτός; Αυτός ήταν ο μαλάκας της ιστορίας. Ένα είδος χοντροκομμένου κηφήνα.
Η πίεση έσκαζε κατά κύματα μέσα στα μηλίγγια του. Σηκώθηκε πάνω τυφλωμένος από τη λύσσα. Γύρισε και την είδε να επιστρέφει βιαστικά προς το μέρος τους. Τα πόδια της ήταν μέσα στο αίμα από τις απανωτές γέννες. Την κοίταξε για μια στιγμή, έτσι όπως παραπατούσε, όσο μπορούσε πιο γρήγορα προς το μέρος τους. Με το κεφάλι σκυμμένο κάτω να προσπαθεί να σκουπίσει τα αίματα με το ρούχο της. Αναρωτήθηκε πόσα μωρά να είχε σπείρει αυτή την φορά. Σκέφτηκε πως έπρεπε να τελειώνει γρήγορα μαζί της, γιατί μετά έπρεπε να προλάβει και όλα τα μωρά και να τα σκοτώσει κι’ αυτά.
Η νέα σήκωσε το κεφάλι. Τον είδε. Σταμάτησε. Έμεινε ακίνητη με την άκρη του ρούχου της να κρέμεται αμήχανα στο χέρι της. Τα μαλλιά της έπεφταν αραιά και λιγδιασμένα στους ώμους της. Το κούτελό της ήταν γεμάτο μικρές σταγόνες ιδρώτα.
Την πλησίασε αργά. Η νέα στεκόταν ακίνητη πάντα με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν σήκωνε τα μάτια να την κοιτάξει καθώς πλησίαζε. Όταν έφτασε στα πέντε μέτρα απ’ τη νέα, σταμάτησε. Η νέα παρέμενε ακίνητη. Ούτε να το βάλει στα πόδια θα επιχειρούσε, ούτε να παρακαλέσει για τη ζωή της. Τα χέρια της έτρεμαν από την ένταση, αλλά ακόμα δίσταζε.
Τότε η νέα σήκωσε το κεφάλι. Και της χαμογέλασε. Της χαμογέλασε όπως παλιά, την εποχή του πρώτου τους έρωτα. Τότε που ο κόσμος έμοιαζε νέος. Στα αυτιά της αντηχούσε ένα έντονο βούισμα. Προχώρησε ένα βήμα μπροστά με το αριστερό πόδι και μετά, με το δεξί, στριφογύρισε, και κάνοντας κύκλο με την πατούσα την χτύπησε πίσω, στην ρίζα του κεφαλιού και της τσάκισε τον σβέρκο. Με ηδονική φρίκη ένοιωσε το κόκαλο να σπάει κάτω απ’ την φτέρνα της.
Εστίασε πάλι τα μάτια της. Το σώμα της νέας ήταν τώρα πεσμένο κάτω. Το κεφάλι της, τσακισμένο, ήταν γερμένο σε αφύσικη θέση ως προς το σώμα της. Χωρίς να ξέρει γιατί, γύρισε. Είδε την γριά να έχει σηκωθεί και να την κοιτάζει. Αναρωτήθηκε με ποιόν τρόπο θα την σκότωνε τώρα η γριά. Έσφιξε τα γόνατά της, αν και ήξερε πως θα το έβλεπε η γριά.
Η γριά την κοίταξε. Μετά ανασήκωσε τους ώμους, της γύρισε την πλάτη και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της. Ύστερα μάζεψε και τα πράγματα της νέας μαζί με τα δικά της. Όταν τέλειωσε, σήκωσε το κεφάλι και, λίγο θεατρικά, την ρώτησε.
«Έρχεσαι;»
Η ερώτηση της γριάς ήταν σαν να την ξύπνησε από λήθαργο. Είχε μείνει τόση ώρα αγκυλωμένη να την κοιτάει, ενώ μέσα στο σώμα της ακόμα πηγαινοέρχονταν τα απόνερα από τον φόνο της νέας.
Αιφνιδιάστηκε. Είχε θεωρήσει βέβαιο πως η γριά θα την σκότωνε για να εκδικηθεί για τον θάνατο της νέας. Όμως η γριά είχε απλά-απλά μαζέψει τα πράγματά της και έμοιαζε τώρα έτοιμη να συνεχίσει το ταξίδι τους. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Έκανε ένα αβέβαιο βήμα. Άλλο ένα. Πλησίασε προς την γριά που την παρακολουθούσε. Το ύφος της ήταν εντελώς ανεξιχνίαστο. Δεν αισθανόταν καλά. Το δεξί της γόνατο λύγισε, ξαφνικά. Έπεσε κάτω. Ανασήκωσε αργά το κεφάλι της. Δεν μπορούσε. Έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε. Το στόμα της είχε παραμορφωθεί από το κλάμα, αλλά ανάμεσα στους γοερούς λυγμούς της προσπαθούσε να μιλήσει στη γριά για να της πει λόγια που κι’ η ίδια δεν καταλάβαινε.
«Τι έκανα… Τι έκανα… Την σκότωσα… Τι έκανα… Την… αγαπούσα».
Πέρασε ώρα. Η γριά στεκόταν πάντα ακίνητη, μια κάθετη σκιά μέσα στο θολό οπτικό της πεδίο. Η σκιά μεγάλωσε.
«Έλα, πάμε τώρα» άκουσε τη γριά να της λέει, σχεδόν απαλά, δίπλα στ’ αυτί της.
«Να πάμε πού;» της ούρλιαξε με απόγνωση, «τι νόημα έχει πια; Όλα τέλειωσαν τώρα, δεν το καταλαβαίνεις;»
Η γριά τής έπιασε το πηγούνι με το χέρι και τής σήκωσε το κεφάλι για να την κοιτάξει στα μάτια. Την κοίταξε σιωπηλή.
«Τι;» της φώναξε, μην αντέχοντας την σιωπή, «Τι με κοιτάς;»
«Δεν είμαι βέβαιη αν καταλαβαίνεις τι έκανες» είπε η γριά.
«Λες να μην καταλαβαίνω;» την ρώτησε. «Την σκότωσα, την σκότωσα». Η φωνή της έσπασε με μια απόγνωση, που έκανε ακόμα και την ίδια να απορεί.
«Πράγματι. Αλλά εμείς δεν υπάρχει λόγος να σταματήσουμε… Ξέρει πού να μας βρει».
Ένοιωσε κάτι κρύο να διαπερνά την πλάτη της. Σήκωσε τα μάτια της και την κοίταξε, δεν έβλεπε καλά. Μανιασμένα, έτριψε τα μάτια της να δει καλύτερα. Η γριά την κοιτούσε με ένα μηχανικό χαμόγελο χαραγμένο στα χείλια της.
«Τι εννοείς; … Αφού την σκότωσα. Κι’ εσύ το είπες».
«Είδες τι έκανε εκεί πίσω, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε η γριά
«Ναι».
«Τι έκανε;»
«Γεννούσε μωρά».
«Ναι, αλλά τι μωρά;» επέμεινε η γριά
«Τι μωρά; Τι θέλεις να πεις;»
«Δεν ήταν απλά μωρά. Ήταν κόπιες. Κόπιες της γεννούσε».
«Κόπιες; … Τι πάει να πει αυτό;»
«Κόπιες, αντίγραφά της. Τα μωρά ήταν ίδια με αυτήν»
«Μα τα μωρά δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Άλλα είναι ξανθά, άλλα μελαχρινά…», δεν ολοκλήρωσε την φράση της.
«Στην αρχή…», χαμογέλασε για μια στιγμή η γριά, «Μην ξεχνάς και την δική σου την συμβολή. Ακόμα και διαφορετικό φύλο μπορεί να έχουν. Όμως εσωτερικά, λειτουργικά, ήταν όλα ίδια μ’ αυτήν… Αλλά και εξωτερικά, η διαφορά, τελικά, δεν είναι και τόσο μεγάλη. Έχεις δει μωρά να μεγαλώνουν;»
«Όχι βέβαια». Αφού δουλειά μου είναι να τα σκοτώνω πριν μεγαλώσουν, σκέφτηκε αμήχανα.
«Ε, γι’ αυτό. Θα δεις, αργότερα. Η διαφορά δεν είναι και τόσο μεγάλη… Έλα πάμε τώρα».
Προσπάθησε να σηκωθεί. Ζαλιζόταν. Δεν στεκόταν καλά στα πόδια της. Της ήταν εντελώς αδύνατον να συγκεντρωθεί. Η γριά άρχισε να προχωράει μπροστά της. Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα. Μετά ένα ακόμα.
Σταμάτησε. Γύρισε πίσω το κεφάλι της σαστισμένη. Τα μωρά, είχε ξεχάσει τα μωρά. Έπρεπε να βρει τα μωρά και να τα σκοτώσει. Το θυμήθηκε, κάπως αφηρημένα, αλλά δεν καταλάβαινε πώς έπρεπε να το συνδέσει μ’ αυτά που της είχε πει προηγουμένως η γριά. Αλλά τώρα ήταν πια πολύ αργά, θα είχαν σκορπίσει. Γύρισε πάλι να κοιτάξει την γριά. Τώρα είχε απομακρυνθεί μερικά βήματα. Έκανε άλλο ένα βήμα πίσω της. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι. Η ιδέα της Μητέρας της πέρασε ξαφνικά απ’ το μυαλό της. Της φάνηκε σαν ιστορία που ακούς για χώρα μακρινή, από μεθυσμένο.
Προχωρώντας πέρα από εκεί που το ένα μονοπάτι συναντούσε το άλλο, το τοπίο άλλαζε για μια ακόμα φορά. Ο δρόμος γινόταν τώρα εξαιρετικά δύσβατος και προχωρούσαν πολύ αργά και με κόπο. Η γριά δεν έμοιαζε να ανησυχεί πια και τόσο πολύ μην τυχόν τους ακολουθούσε κανείς και πολύ σπάνια σταματούσε για να εξετάσει το τοπίο. Την προσοχή της όλη την είχε στραμμένη να αποφεύγουν τις κακοτοπιές, αλλά ήταν φανερό πως το μέρος δεν της ήταν και τόσο γνώριμο. Μια-δυο φορές πήρε τόσο λάθος δρόμο, που αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω, γιατί από εκεί που πήγαιναν, δεν έβγαινε πουθενά.
Η ίδια ακολουθούσε μεν την γριά, αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία. Δεν ήταν πως την απασχολούσε κάποια σκέψη, δεν ήταν αυτό που την εμπόδιζε. Ήταν που αισθανόταν μουδιασμένη. Στο μυαλό της ερχόταν ξανά και ξανά η σκηνή του φόνου της νέας και τα λόγια της γριάς. Ήξερε, είπε, πού να τους βρει! Κοίταγε καχύποπτα γύρω της, μην ξέροντας κι’ η ίδια καλά-καλά τι περίμενε να δει. Αλλά, αν και δεν υποκρινόταν, όλα αυτά δεν ένοιωθε να την αγγίζουν ουσιαστικά. Βαθιά μέσα της αισθανόταν πλήρη απάθεια. Δεν την ένοιαζε απολύτως τίποτα. Έβαζε, απλώς, το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και μετέφερε το βάρος της μηχανικά. Προσπαθούσε να πατάει εκεί που πατούσε κι’ η γριά κι’ όταν βαριόταν και έχανε την συγκέντρωσή της, κοίταζε γύρω της και έκανε ανόητες, επιδερμικές σκέψεις. Τι ρούχα θα φορούσε άραγε όταν θα την ξανάβλεπε; Τα μαλλιά της θα είχαν την ίδια απόχρωση; Κι’ απ’ την άλλη πάλι, αναρωτιόταν, τι σκέψη μπορούσε να κάνει που να μην ακουγόταν ανόητη;
Λίγο αργότερα, περνώντας, δίπλα από έναν μεγάλο όγκο, που τους έφραξε προσωρινά τη θέα, την είδε να τρέχει βιαστικά από την άλλη πλευρά για να τους προλάβει. Έτσι, απλά. Της έριξε μια μόνο φευγαλέα ματιά, και μετά συνέχισε να ακολουθεί την γριά. Ήταν αποφασισμένη να δείξει πως βρίσκει φυσική την παρουσία της. Στη πραγματικότητα όμως, δύσκολα άντεχε να την κοιτάξει, τόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά της μέσα στο στήθος της. Απείθαρχο κρέας!
Ναι. Τα μαλλιά της ήταν λίγο πιο σκούρα. Το δέρμα, μια ιδέα πιο γκρίζο. Το πρόσωπο, κάπως σαν τσαλακωμένο. Ήταν πιο μεγάλη σε ηλικία! Ταράχτηκε. Σήκωσε απότομα τα μάτια της και έπιασε την γριά να την κοιτάει διερευνητικά. Η γριά κράτησε ελάχιστα το βλέμμα της και μετά γύρισε πάλι μπροστά. Δεν άντεξε να παραμένει σιωπηλή, επιτάχυνε το βήμα της και βρέθηκε δίπλα της.
«Αυτή εδώ είναι πιο μεγάλη, πιο ηλικιωμένη», της ψιθύρισε. «Πώς είναι δυνατόν;»
«Θα ζήσει λιγότερο, γι’ αυτό. Τυχαίο είναι», της απάντησε αδιάφορα η γριά και συνέχισε να περπατάει.
Έμεινε λίγο πιο πίσω πάλι. Ξαφνικά σκέφτηκε πως και αυτή που είχε σκοτώσει, μπορεί και αυτή να ήταν μην ήταν το πρωτότυπο, μπορεί κι’ αυτή να ήταν κόπια. Άλλη μια κόπια. Περίεργη σκέψη. Την έκανε να νοιώθει δυσάρεστα, σαν να είχε κάτσει σε ζεστή τουαλέτα. Ίσως να ήταν και κόπια από κόπια. Τι ήταν αυτό, εξευτελισμός; Προσπάθησε να υποθέσει τι μπορεί να συνέβαινε μέσα το μυαλό αυτής εδώ της νέας. Θα είχε τις ίδιες αναμνήσεις; Ναι, μάλλον. Αλλά πώς δικαιολογούσε στο μυαλό της ότι, εντελώς κατά σύμπτωση, βρέθηκε εκεί για να τους συναντήσει; Δεν καταλάβαινε πόσο μηχανικά ήταν όλα αυτά, πόσο ψεύτικα; Ήταν δυνατό να είναι τόσο ηλίθια;
«Πώς από δω;» γύρισε και της είπε.
«Εσύ, πώς από δω;» του απάντησε η νέα.
Ναι, πράγματι. Ποιος ήταν η κόπια; Ποιανού ο μίτος έφτανε μέχρι την είσοδο;
Η φωνή της πάντως ήταν ολόιδια. Πασπάτευε τις γνώριμες νότες, ψάχνοντας μηχανικά για κάποια που να της λίγωνε την καρδιά. Δεν έβρισκε καμία. Και δεν ήξερε να πει αν η φωνή της νέας ήταν που έφταιγε ή η δική της η καρδιά. Καρδιά! Ποια καρδιά; Κάποια σύναψη ήταν, που δεν μπορούσε να γεφυρωθεί. Από κάποιο σημείο του εγκεφάλου της τύχαινε να λείπουν ιόντα ασβεστίου εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή. Έλειπαν ιόντα ασβεστίου, και δεν την αναγνώριζε, και δεν την αγαπούσε. Ήταν εντελώς γελοίο. Η γριά είχε απομακρυνθεί μπροστά. Βίασε το βήμα της να την προλάβει.
Η γριά είχε τώρα ανοίξει πολύ το βήμα της και έμοιαζε να μην έχει πια αμφιβολίες για τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν. Προχωρούσε περιμετρικά στην ρίζα ενός μεγάλου όγκου και κάθε τόσο έσκυβε και εξέταζε την πλαγιά, ψάχνοντας για κάτι ορατό μόνο για την ίδια. Ώσπου σε μια στιγμή σταμάτησε απότομα και τεντώνοντας το χέρι της, γύρισε και τους είπε θριαμβευτικά.
«Ορίστε, νάτη».
Κοίταξε να δει τι ήταν αυτό που τους έδειχνε η γριά. Δεν έβλεπε τίποτα. Εκεί που έδειχνε δεν υπήρχε τίποτα, πέρα απ’ το σώμα της Πόλης. Αλλά η γριά επέμενε να δείχνει με το δάχτυλό της και να χαμογελάει θριαμβευτικά. Γύρισε στη νέα. Αυτή δεν μιλούσε. Έσκυψε, κοίταξε προσεκτικά εκεί που έδειχνε η γριά και μετά, σιγά-σιγά χαράχτηκε στα χείλια της ένα χαμόγελο. Μετά γύρισε, κοίταξε την γριά και έμοιαζε σαν να την συγχαίρει.
«Ακολουθήστε με» είπε αποφασιστικά η γριά. Και τότε έκανε κάτι εντελώς αναπάντεχο. Το σώμα της πέρασε μέσα από την φαινομενικά συμπαγή σάρκα της Πόλης και χάθηκε από τα μάτια τους. Κατάπληκτη, γύρισε προς την νέα. Η νέα της έγνεψε να μην χάνει καιρό. Πίσω απ’ την πλάτη της νέας ακούστηκε κάτι. Γύρισαν και οι δυο και είδαν άλλη μια νέα να τρέχει βιαστικά προς το μέρος τους. Ίσα-ίσα που αναγνώρισε τη μορφή της και γύρισε γρήγορα από την άλλη, να μην βλέπει.
Άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε την σάρκα της Πόλης. Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν μέσα στον τοίχο – έμοιαζε σαν αραιό ζελέ. Τα έβγαλε ξανά έξω και τα εξέτασε προσεκτικά. Δεν έβλεπε να συμβαίνει τίποτα. Ούτε ένοιωθε τίποτα περίεργο. Απροειδοποίητα, ένοιωσε πίσω της ένα δυνατό σπρώξιμο. Θα ήταν η νέα, αλλά πιο πολύ την ένοιωσε, παρά την είδε. Έχασε αμέσως την ισορροπία της και παραπάτησε προς τα μπρος. Ένοιωσε ένα χέρι να την αρπάζει από την άλλη και να την τραβάει με δύναμη. Πέρασε.
Θα μπορούσε ν’ αναπνεύσει;
Βρέθηκε στα χέρια της γριάς. Γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Πρόλαβε να δει την πρώτη νέα να ξεπροβάλλει κι’ αυτή μέσα απ’ την σάρκα της Πόλης. Το θέαμα έμοιαζε απίστευτο. Γέννηση εκ του μηδενός. Αμέσως μετά εμφανίστηκε και η δεύτερη νέα. Την είχε ξεχάσει αυτή. Για κάποιο λόγο αυτή της έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση.
«Ελάτε, ελάτε», άκουσε την φωνή της γριάς να τους λέει και ένοιωσε να την τραβάει απ’ το χέρι.
Άρχισαν να κατεβαίνουν ένα περιμετρικό μονοπάτι. Έμοιαζε να βρίσκονται στο εσωτερικό μιας τεράστιας καμινάδας. Μια καμινάδας που όσο κατέβαινε, τόσο πλάταινε. Η εντύπωση αυτή της δημιουργήθηκε, γιατί καθώς προχωρούσαν και κατέβαιναν, έμοιαζαν να διαγράφουν όλο και πιο μεγάλους κύκλους. Τι υπήρχε ενδιάμεσα σ’ αυτήν την καμινάδα, δεν φαινόταν, γιατί η σάρκα της Πόλης γέμιζε όλο τον χώρο. Τα μονοπάτι που περπατούσαν δεν ήταν παρά ένας στενάχωρος διάδρομος, η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, ζεστή και υγρή. Όμως έβλεπαν πού πήγαιναν, επειδή υπήρχε ένα διάχυτο, θαμπό γαλάζιο φως, που επέτρεπε μεν να περπατήσεις, αλλά έδινε στο τοπίο μια περίεργη, εξωπραγματική όψη. Μετά από λίγο κατάλαβε τον λόγο. Δεν υπήρχαν καθόλου σκιές. Το φως ήταν παντού ομοιόμορφο, σαν να ερχόταν από όλο το τοπίο ταυτόχρονα και όχι από κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Οι ανάσες της ήταν μικρές και γρήγορες και δεν την ανακούφιζαν. Προχωρούσαν χωρίς να μιλάνε. Τώρα ήσαν τέσσερις. Το γεγονός αυτό, ένοιωθε, ότι είχε αλλάξει τα πράγματα, κατά κάποιο απροσδιόριστο τρόπο. Το σημείο της κοινής τους ισορροπίας – αν υπήρχε κάτι τέτοιο – είχε τώρα μετατοπιστεί. Περπατούσε, και ένοιωθε σαν πίσω της να έσερνε τώρα ένα απρόσμενο βάρος, μια πιο μακριά ουρά.
Προχώρησαν για αρκετή ώρα. Η γριά σταματούσε πότε-πότε για να μπορέσουν να πάρουν μια ανάσα και να σκουπίσουν τον ιδρώτα τους. Ακουμπούσαν την πλάτη πίσω στον τοίχο, κοιτάζονταν αμήχανα και με ένταση και μετά, ξέπνοες, γύριζαν και κοίταζαν η καθεμία το κενό μπροστά της. Ακόμα κι’ η ξεκούραση τους δύσκολη ήταν.
Σε ένα τέτοιο διάλειμμα ήταν που άρχισε να ακούει τις φωνές. Στην αρχή γελάστηκε, νόμισε πως τις άκουγε μέσα απ’ το κεφάλι της και δεν έδωσε σημασία. Αλλά σε λίγο κατάλαβε πως πραγματικά ακούγονταν φωνές. Κάποιοι πρέπει να μίλαγαν, κάπου εκεί μέσα. Άκουγε πολλές φωνές, μπερδεμένες. Δεν καταλάβαινε αν καυγάδιζαν ή κουβέντιαζαν, πόσοι ήταν ή τι φύλου ήταν. Ένοιωσε ανυπομονησία, αλλά χωρίς να ξέρει γιατί.
Η ματιά της συναντήθηκε με της γριάς. Το βλέμμα της ήταν αδιαπέραστο σαν άσπρο χιόνι. Κάτω όμως απ’ την μονότονη επιφάνειά του, πίστευε πως είχε αρχίσει πια να διακρίνει κάποιες λεπτές αποχρώσεις. Η γριά είχε ακούσει από ώρα τις φωνές και κατευθυνόταν προς αυτές. Εκεί ήταν ο προορισμός τους. Αυτό νόμισε πως διάβασε στο βλέμμα της.
Οι άλλες δυο ήταν αλλού. Τρελές πουτάνες. Τι να διαβάσεις στο βλέμμα τους; Δεν είχαν βλέμμα. Ένα βρομερό μουνί είχαν μόνο, που ξέρναγε πύον, κίτρινο και δηλητηριώδες. Αλλά θα ερχόταν κι’ αυτών η ώρα τους. Ήταν βέβαιη, αν και δεν ήξερε ακριβώς τι εννοούσε.
Τις σιχαινόταν τις γυναίκες. Γελοία, υπανάπτυκτα όντα. Έρμαια της αδυναμίας τους ήσαν – αδυναμίας που την ονόμαζαν «πάθος». Ναι. Σαν άντρας αισθανόταν πολύ καλύτερα. Σαν άντρας ήταν απλώς γελοίος, τίποτα άλλο. Είχε αξιοπρέπεια, είχε ευθύτητα και, σε τελική ανάλυση, είχε αθωότητα.
Αλλά και τι μαλάκας, ε; Απίστευτος μαλάκας.
Και το χειρότερο όλων ήταν πως συνειδητοποιούσε πολύ καλά ότι δεν ήταν κατάλληλη στιγμή να καταγίνεται με τέτοιες σκέψεις. Καθόλου κατάλληλη. Το μυαλό του τώρα έπρεπε να τρέχει σαν νερό. Να μην κολλάει πουθενά, να βρίσκει αμέσως διέξοδο και να συντρίβει κάθε εμπόδιο. Αυτό έπρεπε να κάνει, αυτό. Όχι να κατατρώγεται ξανά και ξανά με τα ίδια και τα ίδια.
Οι φωνές ακούγονταν τώρα αρκετά καθαρά. Λίγο ακόμα και θα μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν.
Αλλά δεν μπορούσε να το αντέξει. Ότι και να έκανε, όπου και να πήγαινε, είχε την εντύπωση πως το μυαλό του επέμενε να επιστρέφει. Σαν γέρος, στα παλιά τα λημέρια. Της απογοήτευσης και του αυτοεξευτελισμού. Γιατί, γιατί, γιατί να μην μπορούν να συνεννοηθούν; Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Δεν μπορούσε να το χωνέψει ο νους του. Ντρεπόταν που ανομολόγητα ονειρευόταν παθιασμένους έρωτες, αυτοθυσίες και αφοσίωση ως πέρα απ’ τα όρια της λογικής. Καταλάβαινε πως μπορεί και να μην ήσαν της μόδας πια όλα αυτά και δεν ήταν καν βέβαιος πως μπορούσε και ο ίδιος να τα προσφέρει. Αλλά να μην μπορούν να πουν ούτε μια κουβέντα; Να περπατάνε έτσι ο ένας δίπλα στον άλλο σαν να ήσαν εντελώς ξένοι; Και όλον αυτό τον καιρό που άλλο δεν είχε απ’ την σκέψη της; Τι ήταν γι’ αυτήν λοιπόν; Τίποτα;
Βέβαια, δεν ήταν πια μόνο μία. Αυτό προτιμούσε να το αγνοεί, επειδή του προκαλούσε τρομερή αμηχανία. Οι επιλογές που είχε τώρα στην διάθεσή του, του φαίνονταν εντελώς παρά φύσει. Η νέα που ήξερε, είχε πεθάνει. Την είχε σκοτώσει. Το πόδι του θυμόταν ακόμα πολύ καθαρά την αίσθηση του σβέρκου της, καθώς έσπαγε από την κλοτσιά του. Του προκαλούσε αφόρητη αηδία. Μετά, πήρε την θέση της η άλλη, η μεγαλύτερη. Θυμόταν, που προσπαθούσε να φανταστεί τι να σκεφτόταν η καινούργια κι’ αν οι σκέψεις της θα ήσαν ίδιες με αυτές της προηγούμενης, της «δικής του». Αργότερα, την ώρα που έμπαιναν μέσα, εμφανίστηκε και η τρίτη. Αυτή ήταν πιο μικρή απ’ όλες, ήταν ακόμα κορίτσι. Της έριχνε τώρα κλεφτές ματιές, καθώς περπατούσαν. Είχε μια άγουρη ομορφιά, που δυστυχώς τον έκανε να την επιθυμεί αχαλίνωτα, σαν γλειφιτζούρι. Αντίθετα, η άλλη, η μεγαλύτερη, είχε ρυτίδες, τα βυζιά της δεν ήταν πια και τόσο στητά, του θύμιζε κάτι σαν γλυκό φθινόπωρο, έναν μελαγχολικό περίπατο, ήταν πιο ώριμη η επιθυμία. Πιο αργή και πιο βαθιά.
Με την μικρή ήταν αλλιώς, ήθελε απλώς να της σκίσει τον κώλο.
Είχαν κάτι κοινό μεταξύ τους αυτές οι δυο ή όχι; Η γριά είχε πει ότι η μεγάλη θα ζούσε λιγότερο. Πόσο λιγότερο; Θα την έβλεπε να γερνάει εκεί, μπροστά στα μάτια του; Μήπως έπρεπε να βιαστεί να προλάβει; Γινόταν να τις βάλει, τώρα στα γρήγορα, και τις δυο μαζί να του πάρουν μια πίπα; Πώς θα ένοιωθε αν οι γλώσσες τους έγλυφαν ταυτόχρονα τον πούτσο του; Αν έχυνε στα μούτρα τους;
Κι’ αυτές τι σκέφτονταν αυτή την στιγμή; Πόσο διαφορετικά να ήταν απ’ αυτά που σκεφτόταν η προηγούμενη; Μάλλον πρέπει να ξεκινούσαν από κοινή βάση και μετά η κάθε μια να κατέληγε αλλού, εξαιτίας των διαφορετικών εμπειριών, αφού ήταν διαφορετικά τα σώματα. Όμως πόσο να είχαν προλάβει να διαφοροποιηθούν; Λίγες ώρες ζωής διαφορά πρέπει να είχαν μόνο, αν τις είχαν κι’ αυτές. Και τον λίγο χρόνο που ήσαν ζωντανές στα ίδια πάνω-κάτω μέρη είχαν ζήσει. Αλλά δεν ήταν ο χρόνος που είχε σημασία. Φανταζόταν πως η πρώτη κιόλας εμπειρία έφτανε για να τον κόψει τον μίτο της Αριάδνης. Αυτόν που μέχρι τότε τις ένωνε με την κοινή τους αφετηρία. Από τότε, κάθε μια τραβούσε τον δικό της ξεχωριστό δρόμο. Αρκούσε ένας μοναδικός συνειρμός για να τις στείλει σε διαφορετική τροχιά. Το σκεφτόταν το πράγμα σαν γεωργός με το αλέτρι του. Μια πέτρα στον δρόμο του αρκούσε για να στείλει το αλέτρι είτε αριστερά είτε δεξιά. Και μετά τα πράγματα εξελίσσονται εντελώς διαφορετικά. Εντελώς.
Τι θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν πέτρα;
Γύρισε απότομα προς την μικρή, της χαμογέλασε, και ψιθύρισε «Τι έγινε; Εντάξει;» Η μικρή τον κοίταξε ερωτηματικά, αλλά δεν απάντησε τίποτα. «Πώς πάει;» επέμεινε. Η μικρή και πάλι δεν απάντησε. Εκνευρίστηκε. Ένοιωσε να κοκκινίζει. Τώρα; Να ξαναπροσπαθούσε;
«Είναι μουγκή».
Ήταν η άλλη, η μεγάλη. Χαμογελούσε, αλλά το χαμόγελό της ήταν ψυχρό και αυτάρεσκο, έτσι όπως πρέπει να χαμογελούσε και στις κουράδες της, όταν τις αποχαιρετούσε στην τρύπα της τουαλέτας.
Παλιογουρούνα. Κι’ αυτή και η άλλη. Άκου λέει «μουγκή». Πώς ήταν δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο μέσα στην Πόλη; Ήταν εντελώς αδύνατο. Αλλά δεν τον ένοιαζε τίποτα. Και δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να υποθέσει το αντίθετο. Γύρισε πάλι μπροστά του και συνέχισε να περπατάει. Σαν να μην έγινε τίποτα.
Οι φωνές τώρα πια ακούγονταν πιο καθαρά. Αφαιρέθηκε να τις αφουγκράζεται. Καθώς περπατούσαν, με το χέρι του άγγιζε απαλά τον τοίχο δίπλα του κι’ η υγρή επιφάνεια τού φαινόταν να έχει συντονιστεί με τις φωνές τους. Τρεμόπαιζε. Οι φωνές ήσαν όλες γυναικείες και ήσαν πολλές. Προσπάθησε να φανταστεί τι μπορεί να συνέβαινε.
Η γριά στάθηκε απότομα. Βρίσκονταν μπροστά σε μια σχισμή που σχηματιζόταν στο τοίχωμα της Πόλης. Δεν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά φαινόταν καθαρά. Η γριά γύρισε και κοίταξε τις άλλες.
«Τώρα;» ρώτησε η γριά.
«Από μέσα πρέπει να μας ανοίξουν» είπε η μεγάλη και έκανε νόημα στην μικρή. Η μικρή πλησίασε την σχισμή, έβαλε το κεφάλι της λίγο μέσα – ίσα-ίσα που χωρούσε – και άρχισε να φωνάζει. Αλλά δεν ήταν κανονική φωνή αυτό που έβγαινε απ’ το λαιμό της, ήταν κάτι παράδοξοι λαρυγγισμοί, που η μικρή κατάφερνε να τους παράγει με μεγάλη ένταση και σε υψηλή συχνότητα. Έμοιαζαν σαν να έβγαιναν από χαλασμένο μεταλλικό μηχάνημα και όχι από λαρύγγι.
Οι γυναικείες φωνές πέρα απ’ τον τοίχο σώπασαν αμέσως μόλις ξεκίνησαν οι λαρυγγισμοί. Η μικρή έκανε μια παύση για να αναπνεύσει και μετά συνέχισε. Την δεύτερη φορά που σταμάτησε για να αναπνεύσει, ακούστηκε από μέσα ένας ελαφρός θόρυβος, σαν σύρσιμο. Η σχισμή του βράχου άρχισε απρόσμενα να μεγαλώνει. Μεγάλωνε σταθερά και αυτό τον έκανε να σκεφτεί πως πρέπει να υπήρχε κάποια μηχανική υποβοήθηση, κάπου κρυμμένη. Σιγά-σιγά άρχισε να διαγράφεται ένας σχετικά μεγάλος εσωτερικός χώρος, χωνευτός μέσα στον τοίχο, σαν ευρύχωρη σπηλιά. Η σπηλιά φωτιζόταν με το ίδιο γαλάζιο φως, που είχαν συναντήσει παντού έως τότε. Μετά φάνηκαν και οι γυναίκες, στην αρχή απλώς λεπτές, ακαθόριστες σιλουέτες, που σιγά-σιγά συμπληρώθηκαν η κάθε μια με τα δικά της, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ήταν σαν κάποιος να τις ζωγράφιζε, εκεί μπροστά στα μάτια τους. Τις κοίταγε χωρίς να είναι καθόλου βέβαιος πως το θέαμα μπροστά του υπήρχε πραγματικά. Η θέα των γυναικών αυτών είχε μια εντελώς απόκοσμη, ονειρική χροιά.
Η σπηλιά ήταν γεμάτη με νέες. Νεαρές, μεγαλύτερες, ξανθιές, μελαχρινές, χοντρές, λεπτές, υπήρχε κάθε δυνατή εκδοχή. Μερικές είχαν πια απομακρυνθεί αισθητά από το πρότυπο, που εκείνος ήξερε. Είχαν φτάσει πια να μοιάζουν με μακρινούς συγγενείς της νέας που είχε κάποτε γνωρίσει – πόσο δυσκολευόταν να την ξαναφέρει στη μνήμη του εκείνη την εποχή. Και τα μάτια τους. Τα μάτια τους ήσαν εντελώς ξένα. Εντελώς. Από άλλο κόσμο.
Απορροφημένος από το θέαμα, μόλις που πρόσεξε τη γριά και τις δυο νέες να δρασκελίζουν την είσοδο και να μπαίνουν μέσα στην σπηλιά. Έμεινε μόνος του πια έξω, αλλά δίσταζε να τις ακολουθήσει. Η θέα των γυναικών, που τον κοίταγαν μέσα απ’ την σπηλιά, δεν του ενέπνεε την παραμικρή εμπιστοσύνη. Τον κοίταγαν όλες, ακίνητες και αμίλητες. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Έμοιαζαν σαν να τον μετράνε από πάνω έως κάτω. Ναι, σίγουρα δεν υπήρχε κανένας λόγος να μπει κι’ αυτός, θα καθόταν εκεί έξω και θα περίμενε να δει τι θα γίνει.
Όμως τότε η γριά ξεχώρισε από το πλήθος, βγήκε μπροστά και του έγνεψε επιτακτικά να μπει μέσα. Σκέφτηκε να μην υπακούσει, αφού είχε μόλις αποφασίσει το αντίθετο. Αλλά λιγοψύχησε. Δεν μπορούσε να αντέξει το βλέμμα της. Κατέβασε τα μάτια και περισσότερο από αμηχανία, μπήκε. Την πίστευε την γριά. Την φοβόταν. Τον έκανε να μην ξέρει πού να κοιτάξει. Άκουσε την τρύπα της σπηλιάς να κλείνει αργά πίσω του με τον ίδιο πάλι συριχτό ήχο.
Η γριά έμοιαζε σαν να περίμενε την πόρτα να κλείσει, γιατί αμέσως μετά γύρισε προς τις υπόλοιπες και τους είπε.
«Αυτό ήταν».
Οι γυναίκες την κοίταξαν σιωπηλές. Αργά και σαν παρά την θέλησή τους μερικές απ’ αυτές τραβήχτηκαν κατά μέρος και ανάμεσά τους σχηματίστηκε ένας λεπτός διάδρομος. Ο διάδρομος κατέληγε σε μια γυναίκα. Μια απ’ αυτές. Ήταν αρκετά νέα, αλλά όχι πάρα πολύ. Λίγα μόνο χρόνια πιο μεγάλη από την πρώτη – εκείνη που αυτός είχε γνωρίσει. Καθόταν αμίλητη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, αλλά τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα, έμοιαζε να βρίσκεται σε σιωπηλή ένταση. Η γριά την πλησίασε και ο ίδιος ακολούθησε πίσω τους, διατηρώντας όμως μια μικρή απόσταση. Προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Πρόσεξε πως η νέα κρατούσε ένα μικρό, καφετί πακέτο στο δεξί της χέρι. Η γριά στάθηκε μπροστά της, αλλά την τελευταία στιγμή γύρισε ελαφρά πλάγια. Από εκεί που είχε ο ίδιος σταματήσει μπορούσε τώρα να βλέπει ταυτόχρονα και το προφίλ της γριάς και την νέα. Τα μάτια της γριάς ήταν καρφωμένα στο πακέτο.
Σιωπηλά, η νέα έτεινε το χέρι με το πακέτο προς την γριά και της το πρόσφερε. Η γριά δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά άπλωσε το χέρι της και το πήρε βιαστικά. Το έχωσε μέσα στα ρούχα της κοντά στο στήθος της και το έσφιξε νευρικά. Το πρόσωπό της είχε μια εντελώς ασυνήθιστη γι’ αυτήν έκφραση. Έμοιαζε κάπως πιο ανθρώπινη τώρα. Μπορεί όμως και να ήταν ιδέα της.
Η γριά, κρατώντας συνέχεια με το ένα της χέρι το πακέτο κάτω απ’ τα ρούχα της, γύρισε προς την έξοδο της σπηλιάς. Έμοιαζε να θέλει να φύγει τώρα. Οι νέες όμως που στέκονταν μπροστά της, παρέμεναν ακίνητες και δεν έδειχναν να σκοπεύουν να την αφήσουν να περάσει.
Κανείς δεν κινήθηκε για λίγο. Υπήρχε μεγάλη ένταση στον αέρα, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο τι συνέβαινε.
Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Κι’ αν ήταν προσποίηση όλα αυτά; Αν η γριά είχε πάλι κάποιο σχέδιο; Αυτό τον έκανε να αναθαρρήσει κάπως. Την κοίταξε. Η γριά περιέφερε το βλέμμα της από την μια νέα στην άλλη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν. Οι νέες εξακολουθούσαν να κοιτούν την γριά αμίλητες. Έμοιαζαν με αρπακτικά όρνεα που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να πέσουν πάνω στο θήραμά τους να το ξεσκίσουν.
Ώσπου, η νέα που είχε δώσει το πακέτο στη γριά, σήκωσε τελικά το χέρι της και έκανε ένα νεύμα προς τις άλλες. Μετά, γύρισε την πλάτη στη γριά και απομακρύνθηκε προς το βάθος της σπηλιάς. Οι νέες άρχισαν, φανερά απρόθυμα, να παραμερίζουν.
Η τρύπα της σπηλιάς άρχισε πάλι να ανοίγει. Από μόνη της. Η γριά πετάχτηκε προς το άνοιγμα, το δρασκέλισε βιαστικά και άρχισε να απομακρύνεται στον σκοτεινό διάδρομο. Οι νέες μπήκαν αμέσως μπροστά και με τα σώματά τους του έκρυψαν την θέα.
«Εειι!»
Η κραυγή του είχε τέτοια απόγνωση. Ακούστηκε σαν θλιβερό κρώξιμο πουλιού, που αγωνιά ξεψυχισμένο για λίγο νερό. Η γριά σταμάτησε και γύρισε. Ίσα που την έβλεπε πάνω απ’ τα κεφάλια των γυναικών μπροστά του. Αισθάνθηκε τα μάτια όλων να καρφώνονται πάνω του. Πόνεσε.
«Κι’ εγώ; Τι θα γίνω εγώ;» της φώναξε.
«Δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου» του απάντησε η γριά.
«Γιατί;»
«Θα δεις» είπε και έδειξε αόριστα προς τις γυναίκες.
«Δεν θέλω. Θέλω να φύγω. Πάρε με μαζί σου. Σε παρακαλώ!» Η γριά τον κοίταξε για μια στιγμή. Μετά γύρισε και άρχισε πάλι να απομακρύνεται.
Έκανε ένα βήμα να την ακολουθήσει. Η πλάτη του ολόκληρη ανατρίχιασε. Κατάλαβε. Δεν έκανε άλλο.
«Περίμενε» της φώναξε πάλι. Το βήμα της γριάς έγινε λίγο πιο αργό, αλλά δεν γύρισε. «Τι έχει μέσα το πακέτο;» Η γριά σταμάτησε. Γύρισε αργά και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν θλιμμένα, το χαμόγελό της σαν μαραμένο. Σήκωσε ανεπαίσθητα το χέρι της σαν σε αδιόρατο χαιρετισμό και μετά χάθηκε αμέσως πίσω από την πρώτη στροφή του διαδρόμου.
«Μην φεύγεις… Σε παρακαλώ», φώναξε πίσω της. Μάταια. Η τρύπα της σπηλιάς άρχισε να μικραίνει πάλι. Ένοιωσε ένα κρύο γλιστερό φίδι να κατεβαίνει αργά την πλάτη του.
Θεέ μου! Τι θα γινόταν τώρα;
Οι γυναίκες καυγάδιζαν. Έντονα. Ήταν χωρισμένες σε τρεις ομάδες και ξεφώνιζαν οι μεν στις δε χωρίς ούτε να μπορούν, αλλά ούτε και να προσπαθούν καν να συγκρατήσουν τα νεύρα τους. Την αιτία του καυγά δεν την καταλάβαινε. Χρησιμοποιούσαν περίεργες λέξεις που του ήσαν άγνωστες, αλλά και κανονικές λέξεις, με διαφορετικό όμως νόημα, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Το πρόβλημά τους, που γι’ αυτές έμοιαζε να είναι τεράστιας σημασίας, ήταν απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει ένα ζήτημα στρατηγικής. Προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν έπρεπε να μείνουν όλες μαζί ενωμένες, να σκορπιστούν τελείως ή να μοιραστούν σε λίγες μικρές ομάδες – τον σχηματισμό δηλαδή με τον οποίο θα είχαν τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Τον στόχο τους όμως δεν τον καταλάβαινε. Τι ήταν αυτό που ήθελαν να κάνουν;
Βαρέθηκε. Καταντούσε μονότονο από κάποια στιγμή και πέρα. Ίσως και να είχε αρχίσει να κουράζεται. Πάντως σε κάποια στιγμή τις άφησε να ουρλιάζουν η μία στην άλλη και άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο που βρίσκονταν. Δεν ήταν πως ήταν πιο ήρεμος τώρα ή πως είχε πάψει να φοβάται, αλλά το σώμα του δεν άντεχε όλη αυτή την ένταση, καθώς μάλιστα δεν οδηγούσε και πουθενά.
Το μέρος που βρισκόταν, αν και στην αρχή το είχε περάσει για σπηλιά, δεν ήταν ακριβώς τέτοια. Ή μάλλον είχε περίεργο σχήμα, για σπηλιά. Αμέσως μετά την είσοδο ήταν ένας μακρύς διάδρομος που προχωρούσε σχεδόν παράλληλα με τον διάδρομο απ’ έξω και αρκετά πάρα πέρα πλάταινε, σχηματίζοντας κάτι σαν μπουκάλι με μακρύ λαιμό και κοντό σώμα. Στην αρχή του είχε φανεί μεγάλος ο χώρος γιατί ο μονότονος γαλάζιος φωτισμός ξεγελούσε το μάτι. Τώρα το έβλεπε καθαρά πως είχε γελαστεί και πως είχε περάσει τους τοίχους για κενό χώρο.
Οι γυναίκες καυγαδίζοντας είχαν τραβηχτεί προς τα μέσα, προς τα εκεί που η σπηλιά πλάταινε. Δεν τον είχαν πιέσει άμεσα να τις ακολουθήσει, αλλά καταλάβαινε απ’ τον τρόπο που τον κοίταζαν πως καλά θα έκανε να μην απομακρύνεται. Δεν καταλάβαινε αν κινδύνευε απ’ αυτές τις ίδιες ή από κάτι άλλο, απ’ το οποίο οι νέες τον προστάτευαν.
Τις κοίταξε. Κάθε μια έμοιαζε διαφορετική. Πώς ήταν δυνατόν το ίδιο περίπου σώμα, τα ίδια σχεδόν χαρακτηριστικά να επιτρέπουν τόσες διαφορετικές ερμηνείες; Στην αρχή του είχαν κάνει εντύπωση οι διαφορές μεταξύ τους. Η μια ήταν πιο παχιά, η άλλη πιο ηλικιωμένη. Σιγά-σιγά όμως άλλαζε γνώμη. Δεν ήταν αυτό το σημαντικό. Τώρα, που μπορούσε να τις κοιτάξει όλες μαζί πιο ήρεμα, έβλεπε πως οι όψεις τους ήσαν ουσιαστικά ομοιογενείς, πως οι διαφορές τους έμοιαζαν να πέφτουν όλες στο ίδιο λογικό καλούπι, λες και κάποιος είχε προσπαθήσει να σχηματίσει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς ενός συγκεκριμένου συνόλου χαρακτηριστικών. Έτσι, μπορεί τώρα, να είχε μπροστά του πολλές διαφορετικές εκδοχές, αλλά αμέσως αναγνώριζε πως όλες προέρχονταν από μια κοινή, αρχική βάση.
Αυτό που του έκανε τώρα μεγαλύτερη εντύπωση ήταν οι διαφορές στον χαρακτήρα τους. Δεν καταλάβαινε ακριβώς τι έλεγαν, αλλά έβλεπε πως κάθε μια είχε εντελώς διαφορετική προσωπικότητα. Άλλη ήταν δειλή και συμμαζεμένη, άλλη επιθετική και κυνική, άλλη ισχυρογνώμων σε χαμηλούς τόνους, άλλη νευρική και αναποφάσιστη, – υπήρχε μεγάλη ποικιλία. Ίσως να μην ήταν και τόσο περίεργο αυτό, αν κανείς τις αντιμετώπιζε ως διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά ακριβώς αυτό ήταν που τον δυσκόλευε ακόμα.
Υπήρχε και κάτι άλλο. Στην αρχή είχε νομίσει πως η νέα εκείνη που είχε δώσει στην γριά το πακέτο, πως ήταν ο αρχηγός τους. Τελικά, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ή μπορεί και να ήταν, αλλά πάντως ήταν σίγουρα πιο πολύπλοκο. Παρά τις καυγάδες και τις φωνές τους, αλλά και τον φόβο που του προκαλούσαν, δεν άργησε να αναγκαστεί να αναγνωρίσει κάτι απρόσμενο. Οι γυναίκες αυτές αντιμετώπιζαν η μια την άλλη με τέλεια, σχεδόν μηχανική, ισότητα. Και η πλέον εριστική ή επιθετική άποψη – και υπήρχαν πολλές τέτοιες – αντιμετωπιζόταν με το ίδιο ενδιαφέρον, όπως και η άποψη που βασιζόταν σε – φαινομενικά, αφού δεν μπορούσε ο ίδιος να τα αξιολογήσει – ψύχραιμα επιχειρήματα. Ήταν πολύ περίεργο. Αναρωτήθηκε αν ήταν ισότητα ή βλακεία αυτό το πράγμα.
Σε κάποια στιγμή ξεχώρισε μέσα στο πλήθος και την μικρή. Εκείνη την νέα, που ήταν μουγκή. Την παρακολούθησε να δει τι έκανε. Πράγματι, δεν μιλούσε. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι’ αυτή συμμετείχε στην συζήτηση. Όταν συμφωνούσε ή διαφωνούσε με κάτι απ’ αυτά που άκουγε, κουνούσε το κεφάλι της ή έκανε κάποια χειρονομία και οι γυναίκες που ήσαν γύρω της έκαναν μια παύση λες και είχε μιλήσει και αυτές άκουγαν όσα έλεγε. Ήταν πραγματικά περίεργο. Δεν το καταλάβαινε πολύ καλά, γιατί ήταν εντελώς ασυνήθιστο. Στην Πόλη ο καθένας είχε εντελώς ξεκάθαρο έργο και δεν χρειαζόταν – και δεν υπήρχε – λόγος για συζητήσεις και ανταλλαγή απόψεων. Για μια στιγμή χρειάστηκε να υπενθυμίσει συνειδητά στον εαυτό του πως εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Πόλη. Τίποτα γύρω του δεν του θύμιζε πια την Πόλη που ήξερε.
Όμως η νέα που είχε δώσει στη γριά το πακέτο έμοιαζε πραγματικά να παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Αυτή ήταν που είχε δώσει το σύνθημα για να ξεκινήσει η συζήτηση και αυτή ήταν που έδειξε σε μια στιγμή πως έπρεπε πια να λήξει. Την εξουσία της όμως αυτή έμοιαζε να την αντλεί από τις άλλες – η απόφαση δεν φαινόταν να προέρχεται από την ίδια, ούτε υπήρχε η αίσθηση ότι επέβαλλε την θέλησή της στις υπόλοιπες. Πώς γινόταν αυτό, δεν ήταν φανερό. Πάντως, σε κάποια στιγμή, και ενώ έως τότε συμμετείχε και αυτή στην συζήτηση ακριβώς όπως και οι υπόλοιπες, ξαφνικά σταμάτησε, και έκανε ένα νεύμα, που ο ίδιος εκείνη την στιγμή δεν κατάλαβε, αλλά που αργότερα έγινε φανερό πως ήταν το σύνθημα για να πάρουν απόφαση. Και πράγματι. Ίσως επειδή όλες οι γνώμες είχαν πλέον ακουστεί ισότιμα ή ίσως επειδή απλώς βαρέθηκαν, οι νέες άλλαξαν αμέσως διάθεση και δεν δυσκολεύτηκαν να καταλήξουν γρήγορα σε συμβιβασμό. Ήταν τόσο άμεσος και προφανής, που τον κατάλαβε ακόμα κι’ ο ίδιος. Δεν θα έμεναν όλες μαζί – ο κίνδυνος είχαν αποφασίσει πως ήταν πολύ μεγάλος. Όμως δεν θα έμενε ούτε και κάθε μια μόνη της, επειδή καμιά δεν είχε από μόνη της αρκετή δύναμη για να υλοποιήσει τον στόχο τους – όποιος κι’ αν ήταν αυτός. Θα χωρίζονταν σε δυο ομάδες. Μόνο δυο, επειδή ο αριθμός αυτός, θεώρησαν, πως αντιπροσώπευε την καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ της ανάγκης να πολλαπλασιάσουν τις πιθανότητές τους, αλλά ταυτόχρονα και να διατηρήσουν αποτελεσματικότητα. «Αποτελεσματικότητα». Αποτελεσματικότητα για ποιο πράγμα; Δυστυχώς, τον λόγο για τον οποίο γίνονταν όλα αυτά, εξακολουθούσε να μην τον καταλαβαίνει. Τίποτα, απ’ τα λίγα που είχε καταλάβει απ’ τα λόγια τους, δεν τον είχε διαφωτίσει.
Μόλις οι νέες πήραν την απόφασή τους, η ατμόσφαιρα άλλαξε πάλι. Σε σημείο που σκέφτηκε πως είχε πια αρχίσει να μετατρέπεται σε κατοικίδιο. Ίσως επειδή δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την ουσία όσων συνέβαιναν, γινόταν όλο και πιο ευαίσθητος στα αισθήματα, που διέκρινε ή νόμιζε πως διέκρινε να περιτυλίγουν τα λόγια και τις πράξεις τους. Και όσο πιο πολύ βυθιζόταν στην θάλασσα των συναισθημάτων τους, τόσο ανησυχούσε ότι μπορεί και να ήταν σε παραλήρημα που βυθιζόταν. Μπορεί όλα αυτά να μην είχαν καμιά επαφή με την πραγματικότητα. «Πραγματικότητα»! Ναι, αυτό ήταν ένα θέμα.
Τώρα του φαίνονταν να είναι περίλυπες. Η απόφασή που μόλις είχαν πάρει έμοιαζε να είναι ένα σημαντικό ορόσημο για αυτές, αλλά στην αρχή δεν έβλεπε γιατί. Σε λίγο κατάλαβε. Ήσαν λυπημένες επειδή θα χώριζαν. Όχι, ήταν περισσότερο, δεν θα χώριζαν απλώς, περίμεναν πως ποτέ δεν επρόκειτο να ξανασυναντηθούν. Έως τότε είχαν ζήσει μαζί όλη τους την ζωή και τους ήταν δύσκολο τώρα που θα χώριζαν για πάντα.
Αλλά δεν ήταν βέβαιος πως καταλάβαινε καλά, γιατί τα λίγα που ήξερε δεν ταίριαζαν καθόλου με αυτά που έμοιαζαν να λένε. Μια απ’ αυτές τις νέες την είχε σκοτώσει με τα χέρια του – αυτό το ήξερε καλά. Την νέα αυτή την είχε δει με τα μάτια του να γεννάει παιδιά – η γριά ήταν που του είχε πει πως τα παιδιά ήταν κόπιες της. Τα παιδιά πρέπει να σκόρπησαν και να ακολούθησαν το καθένα τον δικό του δρόμο. Άρα δεν μπορεί όλες όσες ήσαν μαζεμένες εδώ να είχαν ζήσει πάντα μαζί. Πρέπει να μαζεύτηκαν σιγά-σιγά κατά διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αναρωτήθηκε πότε και με ποιο τρόπο να μαζεύτηκαν. Αν οι υπόλοιπες γυναίκες έκαναν κι’ αυτές παιδιά, αν έξω υπήρχαν κι’ άλλες που δεν είχαν ακόμα καταφέρει να βρουν τον δρόμο μέχρι εδώ, αν υπήρχαν πολλές που ήσαν κατ’ ευθείαν απόγονοι αυτής που είχε γνωρίσει… Ήταν πολλές οι ερωτήσεις, αλλά δεν είχε καμιά απάντηση.
Ξαφνικά σκέφτηκε ότι κάποιες τουλάχιστον απ’ αυτές τις νέες μπορεί και να ήσαν παιδιά του. Κάποιες πρέπει να ήσαν παιδιά του. Η μικρή μουγκή, ας πούμε, ή η άλλη, που είχαν συναντήσει πριν μπουν με την γριά εκεί μέσα. Αλλά μπορεί και οποιαδήποτε άλλη απ’ όλες αυτές εδώ να ήταν παιδί του. Μπορεί να είχαν καταφέρει να φτάσουν στη σπηλιά νωρίτερα από άλλο δρόμο. Έτσι κι’ αλλιώς, για να φτάσουν στην πλήρη τους ανάπτυξη δεν έμοιαζε να χρειαζόταα μεγάλο χρονικό διάστημα. Μπορεί. Αλλά τότε γιατί δεν του έμοιαζαν καθόλου; Ίσως η δική του συμβολή να περιοριζόταν μόνο σε ρόλο καταλύτη. Ίσως. Δεν ήξερε σίγουρα να πει.
Τις κοίταξε. Δεν ένοιωθε κανενός είδους δεσμό μαζί τους, πόσο μάλλον βιολογικό. Έτσι κι’ αλλιώς, τέτοια πράγματα ήταν αδιανόητα στην Πόλη. Αν κάτι ένοιωθε γι’ αυτές τις νέες, τότε αυτό ήταν φόβος. Μόνο φόβος.
Χωρίς καμιά προειδοποίηση, κατέληξε ξαφνικά στο συμπέρασμα πως είχε άδικο προηγουμένως να περιμένει αισθήματα από εκείνη που είχε σκοτώσει – εκείνη που, αφελώς, είχε θεωρήσει σαν το ίδιο πρόσωπο με την νέα που είχε κάποτε γνωρίσει και αγαπήσει. Κάποτε. Ναι, ούτε εκείνη, ούτε οποιαδήποτε άλλη του χρωστούσε τίποτα ή είχε καμιά σχέση μαζί του. Ήσαν όλες ίσες. Ήσαν όλες άλλες, διαφορετικές. Κάποια απ’ αυτές μπορεί και να αισθανόταν κάτι γι’ αυτόν, αλλά αυτή ήταν μια μόνο πιθανότητα ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες και τώρα πια δεν είχε καιρό για όλα αυτά. Πάντως το σημαντικό ήταν ότι δεν είχαν την παραμικρή υποχρέωση απέναντί του. Και το όλο πράγμα του φάνηκε ξαφνικά πως δεν είχε και την παραμικρή σημασία.
Ναι. Στεκόταν μπροστά σε μια γέφυρα συναισθημάτων τσακισμένη από τρομερό σεισμό και θρυμματισμένη σε χιλιάδες μικρά κομμάτια. Κάθε μια απ’ αυτές τις πέτρες τις ήξερε προσωπικά. Ήταν ένα απόγευμα στην παραλία, ένα πρωινό ξύπνημα, ένα τραγούδι που είχαν ακούσει μαζί – όλα αυτά που είχαν ενώσει τον κόσμο του με αυτόν της νέας και είχαν επιτρέψει στον έναν να επισκέπτεται τον άλλο. Και τώρα η γέφυρα αυτή βρισκόταν γκρεμισμένη μπροστά στα πόδια του. Και δεν είχε την παραμικρή σημασία. Ίσως μάλιστα να μην υπήρχε και καθόλου. Ίσως αυτός μόνο να πίστευε στην ύπαρξή της και να είχε τώρα πια ανοίξει επιτέλους τα μάτια και να έβλεπε την πραγματική πραγματικότητα. Ναι. Πιθανότατα. Αμφιταλαντευόταν. Έκλαιγε; Αδιαφορούσε; Ένοιωθε ανακούφιση; Η αβεβαιότητά του αυτή τι μπορεί να σήμαινε; Ότι έψαχνε για την ουσία ή ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί για να βρει;
Αηδίες. Και την γέφυρα μπορείς να την πάρεις και να την βάλεις στον κώλο σου.
Στο μεταξύ οι γυναίκες αποχαιρετούσαν η μια την άλλη. Το πρόβλημα του πώς να χωριστούν στις δυο ομάδες το έλυσαν εύκολα. Όπως προηγουμένως είχαν ανοίξει σιωπηλά ένα διάδρομο για να περάσει η γριά, έτσι και τώρα, εκεί που στέκονταν, σχηματίστηκε σαν από μόνο του ένα διστακτικό κενό μεταξύ τους, και τελικά βρέθηκαν χωρισμένες σε δυο ομάδες με περίπου ίσο αριθμό γυναικών σε κάθε μία. Δεν τις μέτρησε, γιατί μπερδευόταν, έτσι όπως στέκονταν η μια δίπλα στην άλλη, με τα παρόμοια χαρακτηριστικά τους.
Οι αποχαιρετισμοί τελείωσαν. Το στομάχι του σφίχτηκε. Τι θα γινόταν τώρα; Σαν ο φόβος του να τους έδωσε το σύνθημα, οι γυναίκες στράφηκαν όλες μαζί προς το μέρος του. Τον πλησίασαν αργά. Τα μάτια τους γυάλιζαν και τις έκαναν να μοιάζουν με πεινασμένους λύκους. Με λύκους που περιμένουν να τελειώσουν τα ξύλα και να σβήσει η φωτιά. Και στο μεταξύ κάνουν κύκλους μέσα στον μαύρο χιονιά και ουρλιάζουν. Τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν. Σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει κουράγιο. Ήταν ντροπή, όφειλε να παλέψει. Από μια πλευρά, το έβρισκε σχεδόν δίκαιο να πεθάνει από τα χέρια τους. Μέσα στα χρόνια πρέπει να είχε σκοτώσει εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες τέτοια πλάσματα. Ναι, η ζωή ήταν δίκαιη. Αλλά ο πόνος. Τον πόνο ήταν που δεν άντεχε. Η ιδέα του επερχόμενου πόνου του έφερνε φρίκη. Ακόμα κι’ αν θα ήταν στιγμιαίος. Επίσης, του φαινόταν απίστευτο που σε λίγο δεν θα υπήρχε πια. Οι νέες θα πέταγαν το πτώμα του σε μια γωνία και θα έλειωνε εκεί σιγά-σιγά μέχρι να έρθουν οι σκουπιδιάρες να μαζέψουν τα κομμάτια του. Άραγε υπήρχαν εδώ σκουπιδιάρες; Και όλα αυτά που έζησε, όλα αυτά που ονειρεύτηκε ή σκέφτηκε, τι θα γινόταν με όλα αυτά; Του φαινόταν απίστευτο πως ήταν μια μικρή λάμπα, που θα τρεμόσβηνε λίγο και μετά το νήμα της απλώς θα κοβόταν. Ήταν εντελώς γελοίο.
Οι νέες πλησίαζαν. Τα πρόσωπά τους έμοιαζαν να έχουν χωνευτεί το ένα μέσα στο άλλο και να έχουν γίνει ένα. Έσφιξε τις γροθιές του για να παλέψει και να πεθάνει, όπως έπρεπε. Τα πόδια του λύγισαν. Έπεσε στα γόνατα.
«Μη, μη, σας παρακαλώ. Τι σας έκανα; Γιατί;» άρχισε να κλαίει γοερά με βιαστικούς λυγμούς. Η μύτη του γέμισε μύξες και τα μάτια του στούμπωσαν απ’ τα παχιά δάκρυα. Ένοιωσε μια πατούσα να τον σπρώχνει βάναυσα από πίσω. Προσπάθησε να γυρίσει πέφτοντας, να την κοιτάξει κατά πρόσωπο, να παρακαλέσει. Αλλά τα γόνατά του γλίστρησαν και έπεσε ανάσκελα με τα πόδια του διπλωμένα κάτω απ’ το σώμα του. Βάναυσα χέρια ίσιωσαν το σώμα του. Ένοιωσε όλα του τα μέλη να παγιδεύονται από μολυβένια σώματα. Είχαν καθίσει πολλές μαζί πάνω του και δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε χιλιοστό. Ένοιωθε να πνίγεται. Η μύξα του είχε κλείσει τη μύτη και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Κάποια είχε κάτσει ακριβώς πάνω στο στήθος του. Του ερχόταν να σκάσει. Ένοιωσε δυο χέρια στα γεννητικά του όργανα. Σφίχτηκε για τον πόνο. Αλλά άρχισαν να τον μαλάζουν.
Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε. Τα χέρια τον μάλαζαν βιαστικά και απότομα, σαν να ήταν μαστάρι αγελάδας. Για λόγους που δεν καταλάβαινε το σώμα του ανταποκρίθηκε αμέσως. Το πέος του σφίχτηκε και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εκσπερμάτωσε. Αμέσως ένοιωσε ένα στόμα να τον ρουφάει. Τέλειωσε.
Ένοιωσε να απελευθερώνεται. Όλα τα σώματα που τον κρατούσαν κάτω καρφωμένο, τον άφησαν ελεύθερο. Πήρε μερικές αγωνιώδεις ανάσες και μετά, διστακτικά, προσπάθησε να κουνήσει το πονεμένο του κορμί. Φύσηξε την μύξα του, έτριψε τα μάτια του και τα άνοιξε.
Οι γυναίκες είχαν κάνει ουρά. Μια-μια έβγαιναν απ’ την πόρτα της σπηλιάς. Πριν βγουν, σταματούσαν και φιλούσαν την μουγκή. Στο στόμα. Η μουγκή είχε στο στόμα της το σπέρμα του. Κάθε μια, έπαιρνε μια μικρή γεύση και μετά έβγαινε απ’ την σπηλιά. Η μουγκή τις γονιμοποιούσε με το σπέρμα του.
Ήσαν έξω. Τον έσερναν κατά μήκος ενός στενού δρόμου που έμοιαζε να εκτείνεται ατέλειωτα. Παντού γύρω του περπατούσαν φύλακες. Δεν έβλεπε πια την γριά, πρέπει να ήταν κάπου πιο μπροστά. Οι φύλακες δεν μιλούσαν καθόλου μεταξύ τους, μόνο τα βήματά τους άκουγε που αντηχούσαν στην σκληρή επιφάνεια του δρόμου. Από μακριά νόμιζε πως άκουγε να έρχονται κραυγές, αλλά ήταν σίγουρος πως ήταν της φαντασίας του.
Ήταν ακόμα ζαλισμένος. Δίσταζε να πιστέψει αυτό που θυμόταν. Όλα είχαν συμβεί μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό.
Οι νέες είχαν σκοτωθεί όλες! Ή σχεδόν όλες, δεν μπορούσε να είναι βέβαιος. Καθώς φιλούσαν την μουγκή και έβγαιναν από την σπηλιά, έγινε κάτι ακατανόητο. Ένα υπερφυσικό φως έσκασε ξαφνικά πάνω τους και τις θέρισε επί τόπου. Το φως πρέπει να προκαλούσε την ανάπτυξη τρομερής θερμότητας – μέσα σε δευτερόλεπτα έκανε τα σώματά τους πρώτα να βράζουν και μετά να σκάνε στον αέρα, γεμίζοντας τον τόπο με κομμάτια καμένης σάρκας. Όμως λίγα μέτρα πιο πέρα, εκεί που είχε τύχει να στέκεται ο ίδιος, δεν ένοιωθε τίποτα – απολύτως τίποτα. Τις κοίταγε άναυδος να λαμπαδιάζουν ουρλιάζοντας και μετά να διαλύονται. Ήταν σαν ταινία. Το φως ήταν ακίνητο και απόλυτα εστιασμένο. Όσες σκότωσε, σκότωσε, δεν άλλαζε θέση να τις κυνηγήσει. Και μετά έσβησε, έτσι όπως άναψε, εντελώς απροειδοποίητα.
Για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιωπή. Μετά οι αισθήσεις του σαν να άναψαν μια-μια. Πρώτη ήρθε η μυρωδιά. Η καμένη σάρκα. Μετά τα βογκητά. Μετά άρχισε να βλέπει κάποια σώματα να προσπαθούν σπασμωδικά να κινηθούν μέσα στο μισοσκόταδο. Μέχρι εκείνη την στιγμή είχαν γλιτώσει ακόμα αρκετές νέες. Είτε είχαν ήδη προλάβει να βγουν απ’ τη σπηλιά, είτε είχε τύχει να στέκονται έξω απ’ την ακτίνα του φωτός, όπως κι’ αυτός. Ήσαν αρκετές. Οι περισσότερες περιφέρονταν ακόμα σαστισμένες από εδώ κι’ από εκεί προσπαθώντας να καταλάβουν τι τους συνέβη. Μια-δυο είχαν σκύψει πάνω απ’ τα καμένα κορμιά των συντρόφων τους και προσπαθούσαν να κάνουν κάτι, αλλά ήταν πιο πολύ από αμηχανία παρά από πραγματική διάθεση να βοηθήσουν. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν υπήρχε τίποτα να γίνει. Τα καμένα πτώματα θα σπαρταρούσαν λίγο ακόμα και μετά θα πέθαιναν.
Και τότε τους επιτέθηκαν φύλακες! Όρμισαν ουρλιάζοντας μέσα στη σπηλιά και άρχισαν να πετσοκόβουν αλύπητα όποιον έβλεπαν μπροστά τους. Κανείς δεν κατάλαβε πώς κατάφεραν να παραβιάσουν την είσοδο και να μπουν μέσα. Οι νέες δεν είχαν προλάβει ακόμα να συνέλθουν και οι προσπάθειες τους να προβάλλουν αντίσταση ήσαν μεμονωμένες και ασυντόνιστες – οι φύλακες τις παρέσυραν σαν κύμα που πέφτει πάνω σε σπιρτόκουτα. Μπροστά-μπροστά στους φύλακες ήταν η γριά. Την είδε να σκοτώνει με τα χέρια της πολλές νέες. Για τους φύλακες που προχωρούσαν πίσω της δεν έμεναν και πολλά πράγματα να κάνουν – τις περισσότερες φορές απλώς αποτελείωναν τα ήδη τσακισμένα κορμιά.
Γρήγορα όλες οι νέες ήσαν νεκρές ή ετοιμοθάνατες. Οι φύλακες άρχισαν να πηγαίνουν από σώμα σε σώμα και να τις αποτελειώνουν μηχανικά. Αναρωτήθηκε αν είχε προλάβει να ξεφύγει καμία. Μάλλον όχι.
Σε όλη την διάρκεια της επίθεσης των φυλάκων είχε μείνει εντελώς ακίνητος. Δεν ήξερε άλλωστε πού να πάει και τι να κάνει. Δεν ήξερε αν κινδύνευε και από ποιόν. Όταν τέλειωσε η επίθεση, έμεινε μουδιασμένος να προσπαθεί να συνηθίσει την απρόσμενη απελευθέρωσή του. Τον είχε αφήσει άναυδο ο τρόπος με τον οποίο θανατώθηκαν οι νέες, αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε και τόσο, εκείνη την στιγμή τουλάχιστον. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα πολύ καλά. Το μόνο πρόσωπο, που πραγματικά τον ενδιέφερε, σκέφτηκε, ήταν η γριά. Η σκέψη της τον έβγαλε από τον λήθαργο, που είχε πέσει. Αισθάνθηκε πως δεν έβλεπε την ώρα να την πλησιάσει και να της μιλήσει. Αναζήτησε με ανυπομονησία το βλέμμα της. Τώρα πια υπήρχαν τόσα πράγματα που τους ένωναν. Αναρωτήθηκε πώς θα τον αντιμετώπιζε μετά απ’ όσα συνέβησαν. Η αλήθεια ήταν πως ούτε και τώρα καταλαβαίνει ακριβώς τον ρόλο της, αλλά αυτό δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έτσι λειτουργούσε πάντα η Πόλη, είχε πολλαπλά επίπεδα άμυνας, καθένα απ’ τα οποία αγνοούσε τα υπόλοιπα. Προφανώς, η γριά ανήκε σε Ανώτερο Κλιμάκιο. Πολύ ανώτερο. Εκεί όλα είναι τόσο πολύπλοκα, ώστε τίποτα δεν είναι πραγματικά, όπως φαίνεται. Η αλήθεια ήταν πως ούτε είχε ακούσει, ούτε μπορούσε να διανοηθεί τι συνέβαινε εκεί πάνω. Αλλά ήταν φανερό πια πως ανήκαν στο ίδιο στρατόπεδο, αυτό ήταν το σημαντικό, ανήκαν στο ίδιο στρατόπεδο.
Στριμώχτηκε ανάμεσα στους φύλακες, που δεν του έδιναν την παραμικρή σημασία και προσπάθησε να πλησιάσει τη γριά. Δεν ήταν εύκολο. Σε μια στιγμή όμως το πλήθος κινήθηκε ευνοϊκά, δημιουργήθηκε μια τρύπα κι’ αυτός πρόλαβε και χώθηκε ανάμεσα και βρέθηκε ακριβώς πίσω απ’ τη γριά. Πήγε να απλώσει το χέρι του να την αγγίξει φιλικά στην πλάτη, αλλά μετάνιωσε. Φοβήθηκε. Μάλλον θα ήταν καλύτερα να έλεγε κάτι. Όμως η γριά πρέπει να τον κατάλαβε, γιατί πριν προλάβει να βγάλει τον παραμικρό ήχο από το στόμα του, γύρισε απότομα προς το μέρος του, λες και είχε μάτια και στην πλάτη. Τον εντυπωσίασε. Της χαμογέλασε.
Τα μάτια της ήταν παγωμένα.
Γκρεμίστηκε, η καρδιά του γκρεμίστηκε. Νόμιζε – έλπιζε – πως θα τον αντιμετώπιζε σαν ίσος προς ίσο. Πως θα τον χαιρετούσε σαν συμπολεμιστή ή τέλος πάντων σαν συνοδοιπόρο. Όμως αυτή τον κοίταγε με τα παγωμένα μάτια της κόμπρας. Της κόμπρας που επιθεωρεί το θήραμά της. Μετά, η γριά έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι της στους φύλακες και του γύρισε την πλάτη. Αμέσως ένοιωσε ένα βαρύ χέρι να τον σβερκώνει και να τον σπρώχνει έξω απ’ την σπηλιά. Βγήκαν έξω όλοι μαζί και άρχισαν να προχωρούν προς τα κάτω, προς το βάθος. Ένοιωθε γελοίος. Δεν ήταν συμπολεμιστές. Ήταν γελοίος. Και οι νέες είχαν σκοτωθεί όλες τώρα πια.
Ο δρόμος που περπατούσαν ήταν γεμάτος στροφές. Ένοιωθε εντελώς ανίκανη να προβλέψει τι θα γινόταν. Αναλογιζόταν την συμπεριφορά της γριάς απέναντί της, τον αφανισμό όλων των νέων, το ακατανόητο φως και την πορεία τους μέχρι να φτάσουν σε εκείνο το μέρος. Δεν ένοιωθε εντελώς βέβαιη για την μνήμη της. Περπατούσε ανάμεσα στους φύλακες σαν παραζαλισμένο κοτόπουλο, χωρίς να ξέρει τι της γίνεται.
Το μυαλό της δεν είχε σκέψεις. Χαοτικές εικόνες γεννούσε μόνο, εικόνες που δεν ήταν πια καθόλου βέβαιη με τι ακριβώς αντιστοιχούσαν. Ήταν καταστάσεις που της είχαν συμβεί στην πραγματικότητα; Ήταν της φαντασίας της; Τα είχε ονειρευτεί; Τα είχε ζήσει μέσα σε φωλιά; Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Γύρω της το μόνο πρόσωπο που αναγνώριζε ήταν η γριά, αλλά αυτή πια ήταν μόνο μια αγέρωχη σκοτεινή φιγούρα, που περπατούσε κάπου μπροστά. Δεν είχαν καμιά σχέση. Οι σκέψεις και τα κίνητρά της γριάς τής φαίνονταν ακατανόητα και η ίδια εντελώς απροσπέλαστη. Δεν πήγαινε άλλο. Κάτι μέσα της κατέρρευσε.
Έπεσε κάτω, απότομα. Τα πόδια της παρέλυσαν, η καρδιά της μαράθηκε. Ήταν πολύ καλή στιγμή για να πεθάνει και το μυαλό της κλείστηκε στον εαυτό του να περιμένει το τέλος. Πολύ αμυδρά κατέγραψε τα αδιάφορα, σκληρά χέρια, που την άρπαξαν απ’ τις μασχάλες και άρχισαν να την τραβάνε. Τα πόδια της πληγώνονταν, έτσι όπως σέρνονταν κάτω, οι μασχάλες της σκίζονταν από το βάναυσο τράβηγμα, αλλά όλα αυτά δεν έγραφαν ιδιαίτερα μέσα στο μυαλό της. Η προσοχή της ήταν ολόκληρη κλειδωμένη σε ένα σκοτεινό θέατρο. Είχε κολλήσει εκεί πεισματικά, να φωτίζει την μικρή σκηνή, που όμως ήταν άδεια. Δεν συνέβαινε τίποτα. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν βυθισμένος στο μισοσκόταδο – μόνο κάτι τρελές σκιές έβλεπε, που λικνίζονταν βαριεστημένα πάνω στους τοίχους. Αλλά όσο τρομακτικές κι’ αν έμοιαζαν, πάλι δεν έφταναν για να την κάνουν να ενδιαφερθεί. Η ρόδα της προσοχής της δεν γύριζε πια, είχε μαγκώσει.
Η γριά σταμάτησε, ψιθύρισε κάτι στους φύλακες και μετά προχώρησε πάλι μπροστά. Ένοιωσε το σώμα της να αιωρείται ελεύθερα για μια στιγμή και μετά να σκάει πάνω σε κάτι μαλακό. Άρχισε να βυθίζεται. Ήταν φωλιά!
Το σώμα της βυθίστηκε ολόκληρο μέσα στην βλέννα. Ανέπνευσε βαθιά. Οι πόροι του δέρματός της ανατρίχιασαν.
Η φωνή της Μητέρας της έσκασε μέσα στο κεφάλι της σαν πυροβολισμός.
Στέκονταν η μια δίπλα στην άλλη και κοίταζαν αμίλητες το νερό. Τα είδωλά τους διαγράφονταν σαν ξεχαρβαλωμένα σκιάχτρα πάνω στην επιφάνεια του νερού. Πότε-πότε έπεφτε στο νερό κάποια σταγόνα από τους γύρω θάμνους και οι εικόνες τους έλειωναν, αλλά αμέσως μετά βιάζονταν να ξαναπάρουν το σχήμα τους. Η ζωή της, σκέφτηκε, ήταν πολύ παρόμοια. Σήκωνε το κεφάλι, κοίταζε τον μολυβί ουρανό από πάνω και της ερχόταν να βουτήξει ίσια μέσα στην λίμνη, να τελειώνει. Δεν το έκανε μόνο και μόνο επειδή ήξερε πως δεν θα έβγαινε τίποτα έτσι, η Μητέρα θα την προστάτευε και δεν θα πάθαινε τίποτα.
Η συμπεριφορά της Μητέρας της ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Αν είχε επιχειρήσει να την μαλώσει ή να της ρίξει εκείνης άδικο, τότε θα είχε πού να σταθεί, θα ήξερε πώς να φερθεί. Όμως τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει γι’ αυτήν την απόλυτη συντριβή της Μητέρας της. Στεκόταν εκεί, δίπλα της, με σκυμμένο κεφάλι και άλλο δεν έκανε απ’ το να μονολογεί ασυναρτησίες. Απ’ τα λίγα που καταλάβαινε, έβγαζε το συμπέρασμα πως είχε συμβεί (πως η ίδια είχε διαπράξει;) κάτι τρομερό, κάτι τόσο κακό, ώστε έπρεπε να αποφεύγουν ακόμα και να το αναφέρουν. Όμως η Μητέρα έπαιρνε όλο το άδικο πάνω της, δεν την κατηγορούσε για τίποτα. Και, πάνω απ’ όλα, την Μητέρα την καταρράκωνε ότι έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, δεν μπορούσε να την προστατεύσει, δεν μπορούσε να της προσφέρει την παραμικρή βοήθεια.
Έλεγε κι’ άλλα. Πως ήξερε κάτι άλλες μητέρες σε παρόμοια κατάσταση και πως θα προσπαθούσε μέσω αυτών να πιάσει επαφή με κάποιο μέλος των Ανώτερων Κλιμακίων. Καμιά φορά, έλεγε, ακόμα κι’ έτσι, μπορούσες να επηρεάσεις κάπως τα πράγματα. Έτσι έλεγε. Μπορεί πάλι και να το έλεγε, έτσι, απλώς για να έχει κάτι να πει. Πάντως τα πράγματα έμοιαζαν «πολύ σοβαρά». Η ίδια δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι μπορεί να σήμαινε αυτό, αλλά αυτό που της προκαλούσε μεγαλύτερη αμηχανία ήταν πως δεν ένοιωθε καν βέβαιη για το ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Εντάξει, όλα όσα είχαν συμβεί ήσαν απαγορευμένα. Και αναγνώριζε πως δική της δουλειά ήταν να τα εμποδίζει όλα αυτά, όχι να τα υποθάλπει ή έστω να κάθεται και να τα παρακολουθεί αδιάφορα. Όσο για τη Μητέρα , ήταν εκεί για να την στηρίζει να φέρει σε πέρας αυτό της το έργο. Ωραία. Και λοιπόν; Πού είχε φταίξει; Ποια ακριβώς ήταν η ενέργειά για την οποία την κατέκρινε η Πόλη; Δεν είχε φτάσει ακόμα και να σκοτώσει εκείνη που αγαπούσε; Για ποιόν το είχε κάνει αυτό; Δεν το είχε κάνει για την Πόλη; Αυτό λίγο ήταν; Τι άλλο ήθελε η Πόλη; Τι περισσότερο περίμενε απ’ αυτήν; Πώς αλλιώς να δείξει την πίστη της;
Δεν καταλάβαινε τίποτα.
Μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις η Μητέρα τελικά της εξήγησε πως θα γινόταν δίκη και πως τέτοιες δίκες δεν γίνονταν συχνά. Ένδειξη του πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα ήταν ότι όχι μόνο η ίδια – η κατηγορούμενη – δεν είχε δικαίωμα να παρασταθεί στην δίκη της για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, αλλά ούτε καν η Μητέρα δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί και να μιλήσει για λογαριασμό της. Η δίκη θα γινόταν ερήμην και των δυο τους – τόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση. Δεν σήκωνε συζητήσεις και φτηνές δικαιολογίες. Άλλωστε η ενοχή της ήταν βεβαιωμένη και δεν θα αποτελούσε καν αντικείμενο της δίκης. Αυτό που ενδιέφερε τα Ανώτερα Κλιμάκια ήταν άλλο: να διαπιστώσουν αν υπήρχε πρόθεση απιστίας στις πράξεις της. Και για να καταλήξουν σε συμπέρασμα τα Ανώτερα Κλιμάκια θα είχαν πλήρη πρόσβαση σε ολόκληρο το ιστορικό και των δυο τους. Πλήρη πρόσβαση!
Τα έλεγε όλα αυτά η Μητέρα και κλαψούριζε, χαμηλόφωνα. Μόνο που την άκουγε, γινόταν αμέσως έξαλλη – χωρίς να το θέλει. Έπρεπε να της δίνει και κουράγιο τώρα, από πάνω. Μα υπήρχε θεός;
Πάντως το πιο ξεκάθαρο αίσθημα που έβρισκε κοιτάζοντας μέσα της ήταν κάτι σαν απορία, σαν μια εκτός τόπου και χρόνου ιλαρότητα. Ήθελε να γελάσει δυνατά και να πει «Καλά, και τι έγινε;» Να της πουν ποια, τέλος πάντων, θα ήταν η τιμωρία της, να πάει να την κάνει, και να τελειώνουν. Να τελειώνουν. Δεν καταλάβαινε καθόλου όλη αυτή την κατήφεια στο πρόσωπο της Μητέρας της. Της έδινε ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες για την περίφημη δίκη, αλλά δεν της έλεγε τι ακριβώς σήμαιναν όλα αυτά ή τι μπορούσε να περιμένει. Προφανώς, ούτε η ίδια ήξερε. Και έμενε, μόνη της, να αναρωτιέται. Ως πού μπορούσαν να φτάσουν τα πράγματα; Τι μπορούσαν να της κάνουν; Τίποτα απ’ όσα έβαζε με το μυαλό της δεν δικαιολογούσε όλη αυτήν την φασαρία.
Το αστείο ήταν, κατάλαβε, πως ανάμεσα στ’ άλλα, η Μητέρα πραγματικά ανησυχούσε και για τον εαυτό της. Βέβαια, όποτε το ανέφερε, φρόντιζε αμέσως να το υποτιμήσει, λέγοντας κάτι σαν «αλλά τα δικά μου δεν έχουν καμιά σημασία …», ήταν όμως φανερό πως την απασχολούσε. Από την άλλη όμως η ζωή της Μητέρας της άρχιζε και τελείωνε με την δική της – δεν είχε αυτόνομη ύπαρξη. Οπότε η ανησυχία της Μητέρας της για την προσωπική της τύχη ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας ακόμα, έμμεσος, τρόπος ανησυχίας για την ίδια. Αλλά, και πάλι, δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαιναν όλα αυτά. Τι διακυβευόταν; Ειδικά η Μητέρα δεν έβλεπε τι φοβόταν και από τι μπορούσε, αυτή ειδικά, να κινδυνεύει. Στο τέλος-τέλος, μια προσομοίωση ήταν, δεν είχε καν βιολογική υπόσταση.
Αλλά πάλι, ούτε αυτή η διαπίστωση δεν ήταν βέβαιη αν είχε ουσιαστικό νόημα. Αφού όλα προσομοιώνονται, όλα. Η ίδια, που είχε βιολογική υπόσταση, σε τι διέφερε από την Μητέρα , τελικά; Η αλληλεπίδραση κάποιων μορίων ήταν που έδινε πρόσκαιρη ζωή στην ίδια, ενώ κάποιων άλλων μορίων στην Μητέρα . Σίγουρα, τα μόρια αυτά δεν ήταν τα ίδια. Η ζωή της Μητέρας της και της ίδιας δεν είχαν την ίδια χημική βάση. Αλλά, τελικά, για τι πράγμα μιλάμε; Αν για βάση θα έχεις ή όχι τον άνθρακα; Αυτό είναι όλο; Είναι αυτό αρκετό για να τα διαφοροποιήσει όλα; Για να τα δικαιολογήσει όλα; Όχι, δεν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, ήταν εντελώς αδύνατον, δεν μπορούσε να είναι δυνατό. Ήταν ίσες. Ίσες. Και η διαφορετική τους υπόστασή, ούτε μείωνε, ούτε άλλαζε σε τίποτα τα πράγματα. Δεν είχε καμιά σημασία. Μαζί θα την υπέφεραν την τιμωρία, όποια κι’ αν ήταν.
Αλλά γιατί; Γιατί; Η ίδια δεν καταλάβαινε τίποτα και η Μητέρα μόνο άχρηστες λεπτομέρειες είχε να της προσφέρει. Ούτε αυτή καταλάβαινε, ουσιαστικά, τίποτα. Αν τουλάχιστον δεν επέμενε να παριστάνει πως τα ήξερε όλα – ήταν τόσο εκνευριστικό.
Κάθε τόσο η Μητέρα ξέκοβε, έστρεφε την προσοχή της στην Πόλη και βυθιζόταν σε πλήρη σιωπή. Μετά, σαν να επέστρεφε ξανά στην επιφάνεια, και άρχιζε, γεμάτη έξαψη, να της μεταφέρει τα φρέσκα νέα. Ήταν από την δίκη, που βρισκόταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη. Αυτό που έγινε γρήγορα φανερό, ήταν πως η Μητέρα δεν είχε ουσιαστική πρόσβαση, δεν είχε ιδέα τι πραγματικά γινόταν. Η εικόνα που είχε στο μυαλό της ήταν της Μητέρας της να στριμώχνεται σ’ ένα προθάλαμο μαζί με πολύ άλλο κόσμο και να προσπαθεί να μαντέψει τι συνέβαινε πίσω από μια βαριά, δρύινη πόρτα. Τίποτα δεν ακουγόταν, κανείς δεν μπαινόβγαινε. Κι’ αυτοί που στέκονταν απ’ έξω, για να περάσουν την ώρα τους, κατασκεύαζαν φανταστικές θεωρίες και τις σερβίριζαν ο ένας στον άλλο με ύφος περισπούδαστο. Η Μητέρα τους άκουγε όλους αυτούς προσεκτικά, κοίταζε τα πρόσωπά τους με αγωνία, αλλά δεν ήξερε ποιόν να πιστέψει. Όσο πιο κυνικό ύφος είχαν, όσο πιο ασήμαντες λεπτομέρειες της αράδιαζαν, τόσο πιο αξιόπιστοι της φαίνονταν – ήταν ένα είδος μαζοχισμού. Τέτοια ήταν τα νέα που της μετέφερε.
Κι’ αυτή την άκουγε. Την άκουγε και απορούσε με τη ζωή. Πώς ήταν δυνατό να έρχονται τόσο απάνω-κάτω τα πράγματα; Να την βλέπει έτσι την Μητέρα να βολοδέρνει πίσω από κλειστές πόρτες, μετανάστης μέσα στην ίδια της την Πόλη. Πόσος χρόνος είχε περάσει από τότε που μιλούσε και συμπεριφερόταν σαν πραγματική αυθεντία; Σαν η μοναδική αυθεντία. Τι είχε αλλάξει και τα είχε τώρα η Μητέρα τόσο ολοκληρωτικά χαμένα;
Ώσπου τέλειωσε. Η Μητέρα άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε. Στο μάγουλό της κύλησε ένα περίεργο δάκρυ. Η φωνή της ήταν επίπεδη. Της είπε πως η δίκη τέλειωσε. Τα Ανώτερα Κλιμάκια είχαν εξετάσει πλήρως το ιστορικό τους και δεν είχαν εντοπίσει κακή πίστη στις πράξεις της.
Δεν ανέπνευσε.
Η Μητέρα συνέχισε. Τα Ανώτερα Κλιμάκια όμως έκριναν πως είχε συμπεριφερθεί με ανάρμοστη ανευθυνότητα και πως αποτελούσε κίνδυνο για την Πόλη. Για τον λόγο αυτό τα Ανώτερα Κλιμάκια θα ζητούσαν τον εξοστρακισμό της.
Κοίταξε την Μητέρα ερωτηματικά. Η Μητέρα σκούπισε μηχανικά το δάκρυ από το μάγουλό της.
«Τι είναι αυτό; Τι σημαίνει;»
«Θα σε διώξουν. Εμένα θα με διαγράψουν».
«Τι;»
«Θα είναι σαν να μην υπήρξαμε».
«Μα τι λες;»
Η Μητέρα πήγε να απαντήσει κάτι, αλλά έπεσε και πάλι σε σιωπή. Μετά γύρισε.
«Η απόφαση βγήκε, η εισήγηση έγινε δεκτή. Η απόφαση είναι άμεσα εκτελεστή».
«Ποιος…»
Η Μητέρα σήκωσε το βλέμμα της. Όμως έσβησε. Στην μέση της κίνησης χάθηκε. Όλα χάθηκαν. Η ίδια βρέθηκε απότομα να στέκεται μισοκαθισμένη μέσα στη φωλιά. Ήταν τόσο απότομη η αλλαγή, που ανακατεύτηκε. Πικρή αναγούλα ανέβηκε στο στόμα της. Την έφτυσε. Η βλέννα σκέπαζε το σώμα της σαν βαρύ παχύρρευστο σιρόπι και της δυσκόλευε τις κινήσεις.
Είχε μείνει εκεί να κάθεται. Σκεφτόταν, αφηρημένα, πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ πια την Μητέρα. Προσπάθησε να το συνειδητοποιήσει αυτό. Πως τώρα ήταν η ώρα να κλάψει γι’ αυτήν. Πως δεν της άξιζε της Μητέρας να τελειώσει έτσι, σαν μηχανή. Αλλά η σκέψη δεν κατάφερνε να στεριώσει μέσα στο μυαλό της. Γινόταν εκεί μέσα ένα τρομερό κομφούζιο από εικόνες ετερόκλητες, που όλες μαζί πολεμούσαν η μια την άλλη και στριφογύριζαν σαν τρελές. Η ίδια, την Μητέρα ήθελε να σκεφτεί, να της μιλήσει, να την αποχαιρετήσει. Αλλά το πρόσωπό της γινόταν κομμάτια και χανόταν μέσα στην φρικτή αταξία.
Η βλέννα δεν έλεγε να φύγει από πάνω της. Κανονικά, μέσα σε ένα-δυο λεπτά θα έπρεπε να είχε εξατμιστεί από το δέρμα της. Αλλά τώρα στεκόταν πάνω της, βαριά και κολλώδης σαν ζουμί από πολτοποιημένες αράχνες. Τα ίδια και η φωλιά. Έμοιαζε να πέθανε κι’ αυτό μαζί με την Μητέρα . Δεν δούλευε. Αντί να την σπρώξει μαλακά προς τα έξω, την άφηνε να στέκεται μισή μέσα, μισή έξω. Έσπρωξε τα χείλια του με το πόδι της. Τα ένοιωσε παγωμένα. Έμεινε εκεί που βρισκόταν. Δεν είχε πουθενά να πάει και τίποτα να κάνει. Όταν θα πέθαινε, κανείς δεν θα νοιαζόταν. Όπως και με την Μητέρα .
Ακούστηκαν βήματα, από μακριά. Δεν την ενδιέφερε. Τα βήματα πλησίασαν και σταμάτησαν λίγο πιο πέρα. Σήκωσε το κεφάλι. Η βλέννα είχε αρχίσει να ξεραίνεται πάνω της, δεν μπορούσε να κουνηθεί σχεδόν καθόλου πια. Ήταν η γριά. Καλοβαλμένη, όπως όταν την είχε συναντήσει για πρώτη φορά. Χωρίς να το θέλει πρόσεξε πως το μακιγιάζ της ήταν και πάλι παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Μια αφηρημένη γριά, που έχει αρχίσει να χάνει την αίσθηση του μέτρου. Αλλά τα μάτια της ήταν πάντα προσεκτικά ουδέτερα.
«Είσαι έτοιμη;» ρώτησε η γριά.
Δεν ρώτησε. Δεν αντιστάθηκε. Τίποτα δεν είχε πια σημασία. Υπάκουα, προσπάθησε να σηκωθεί – χωρίς μεγάλη θέρμη η αλήθεια ήταν – αλλά είδε πως δεν μπορούσε. Είχε κολλήσει μέσα στη παγωμένη φωλιά. Η γριά κατάλαβε την δυσκολία της – ίσως να της είχε ξανατύχει, ίσως να της συνέβαινε συνέχεια – και πλησίασε να την βοηθήσει. Την έπιασε από τους ώμους και την τράβηξε. Αργά, πολύ αργά, άρχισε να ξεκολλάει. Η βλέννα σαν μαστίχα, τραβιόταν, τραβιόταν και τελικά έσπαγε και ξεκολλούσε. Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε, αν η γριά είχε καθυστερήσει λίγο ακόμα. Θα έμενε εκεί κολλημένη για πάντα, σαν άγαλμα; Να, ωραίος θάνατος, σκέφτηκε. Παραλίγο και θα γινόταν μνημείο.
Άρχισαν να περπατάνε σιγά-σιγά. Η βλέννα δεν έφευγε από πάνω της, αλλά με τις κινήσεις που έκανε με την βοήθεια της γριάς, η βλέννα έμοιαζε να ανακτά την πλαστική υφή της και δεν την εμπόδιζε πια τόσο πολύ. Σε λίγο η γριά την άφησε να περπατήσει μόνη της και προχώρησε μπροστά. Δεν ρώτησε πού πάνε. Της αρκούσε να περπατάει. Της άρεσε να περπατάει πίσω απ’ την γριά. Οι σκέψεις της τής φαίνονταν κάπως μακρινές και όχι ιδιαίτερα αληθοφανείς.
«Τι απέγινε η Μητέρα μου;» ρώτησε τη γριά. Η γριά γύρισε και της έριξε μια διερευνητική ματιά.
«Γιατί με ρωτάς πράγματα που ξέρεις;» την ρώτησε απότομα. Μετά, σαν να μετάνιωσε, και συμπλήρωσε λίγο πιο μαλακά «Δεν υπάρχει πια».
Έπεσε σιωπή. Τόσο απλά, το είπε! Τόσο απλά! Δεν έβρισκε πώς να συνεχίσει.
«Και οι νέες; Γλίτωσε καμία;»
«Δεν νομίζω. Αλλά, όπως θα θυμάσαι, ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος».
«Όπως θα θυμάσαι», επανέλαβε ειρωνικά τη φράση της γριάς. «Δηλαδή η Πόλη θυμάται ότι κάποτε κάναμε την ίδια δουλειά εσύ κι’ εγώ;»
«Δεν έχεις ιδέα τη δουλειά κάνω εγώ», απάντησε απότομα η γριά. Η φωνή της ήταν σιγανή, αλλά γεμάτη ένταση. Έκανε μια παύση και μετά συνέχισε. «Αλλά και την ίδια δουλειά να κάναμε, και πάλι, δεν θα ήταν αυτό το θέμα, και το ξέρεις».
«Όχι, δεν το ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα. Ποιο είναι το θέμα;» Ακόμα και η ίδια αιφνιδιάστηκε από το πάθος στη φωνή της.
Ωστόσο ο τόνος στη φωνή της γριάς παρέμεινε ατάραχος «Την ξέρεις την απάντηση».
Ένοιωσε την αγανάκτηση να βράζει μέσα της. Αλλά δεν θα έβγαζε τίποτα έτσι. Έβαλε όλη της την δύναμη για να κρατηθεί να μην ουρλιάξει, να μην επιχειρήσει να την χτυπήσει, να ελέγξει το πάθος μέσα της «Όχι, στ’ αλήθεια δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα» της είπε.
Η γριά την κοίταξε σταθερά στα μάτια. «Ξέρεις. Ξέρεις πολύ καλά. Η σύγχυση, που επικαλείσαι είναι φτηνή δικαιολογία. Μπορεί να παριστάνεις την αθώα, ίσως ακόμα και πραγματικά να πιστεύεις πως είσαι αθώα, αλλά αθώα δεν είσαι».
Έμεινε αμίλητη. Δεν έβγαινε τίποτα έτσι. Έπρεπε να δοκιμάσει κάπως αλλιώς.
«Τι θα γίνει τώρα; Τι πρόκειται να μου κάνεις;» ρώτησε τη γριά.
«Γιατί, έχει σημασία;»
«Όχι ιδιαίτερα» της απάντησε με κυνισμό που δεν ήταν βέβαιη αν πραγματικά ένοιωθε.
«Ε, βλέπεις λοιπόν… Άντε, προχώρα». Η γριά προχώρησε πάλι μπροστά. Αναρωτήθηκε γιατί την ακολουθούσε. Γιατί δεν έπεφτε στη μέση του διαδρόμου, να τελειώνουν εκεί που βρίσκονταν. Αλλά ήθελε να ζήσει. Έλπιζε πως κάτι θα γινόταν. Δεν ήξερε τι μπορεί να της επιφύλασσε η τύχη και ήθελε να ρίξει ακόμα μια ζαριά, αν ήταν δυνατόν.
Η πλάτη της γριάς προχωρούσε σταθερά μπροστά της. Σε μια στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα, η γριά άρχισε πάλι να μιλάει. Η φωνή της ήταν τόσο σιγανή, που σχεδόν δεν ακουγόταν.
«Στο Καθαρτήριο πάμε. Πρώτα Καθαρτήριο, μετά Έξοδος, αυτός είναι ο κανόνας» της είπε.
«Τι εννοείς;»
«Έτσι γίνεται», συμπλήρωσε. «Σε τέτοιες περιπτώσεις».
«Σε τι περιπτώσεις;»
«Εξοστρακισμού». Η γριά γύρισε και την κοίταξε κατάματα. Μετά ξαναγύρισε πάλι μπροστά της. Έκανε μερικά βήματα και ξανάρχισε να μιλάει. Ο τόνος της φωνής της ακουγόταν τώρα βίαιος, σαν να είχε χάσει την υπομονή της για κάποιο λόγο.
«Αν δεν ξέρεις γιατί βρέθηκες εδώ, τότε μην περιμένεις πως εγώ θα σου εξηγήσω. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ εγώ να σου πω. Εγώ απλώς σε συνοδεύω. Μόνο εσύ μπορείς να απαντήσεις στις ερωτήσεις σου. Κανείς άλλος δεν μπορεί να σε βοηθήσει». Και μετά έμεινε σιωπηλή.
Μαλακισμένη. Όλο μαλακίες. Όλο μαλακίες.
Πέρασε ώρα. Περπατούσαν γρήγορα, χωρίς να πιέζονται. Το τοπίο άλλαζε, αλλά δεν το πρόσεχε. Ένοιωθε να γλιστράει. Γλιστρούσε προς το να προσπαθήσει να καταλάβει. Παρά την θέλησή της. Να καταλάβει γιατί είχε βρεθεί σε αυτή τη θέση. Αλλά οι σκέψεις της ήσαν μπερδεμένες. Πάλι. Οι εικόνες έμπαιναν κι’ έβγαιναν απ’ το μυαλό της με υπερβολική ταχύτητα, σαν υπερταχείες που δεν σταματούν σε τόσο μικρό σταθμό. Έμπαιναν απρόσκλητες κι’ έφευγαν πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι της έδειχναν. Έπρεπε να τις κάνει να πηγαίνουν πιο σιγά για να προλάβει να τις κοιτάξει, αλλά δεν ήξερε τον τρόπο.
Σκεφτόταν αυτή την λέξη. Εξοστρακισμός. Νόμιζε πως καταλάβαινε τι σημαίνει, αλλά δεν ήταν και εντελώς βέβαιος. Κάτι κακό, προφανώς. Αλλά δεν ήξερε σίγουρα. Αυτό ήταν το πρόβλημά του. Αυτό ήταν το πρόβλημά του και με τα υπόλοιπα. Ήθελε να τα σκεφτεί και να τα καταλάβει, αλλά δεν ήξερε πώς να το κάνει. Η αδυναμία του τού ήταν πια ολοφάνερη. Δεν είχε τις απαραίτητες γνώσεις για να σκεφτεί τέτοια πράγματα. Έπρεπε να σκεφτεί πώς είχε φτάσει να σκέφτεται έτσι. Πώς συνέβαινε και κάποια πράγματα τα θεωρούσε σημαντικά, ενώ άλλα όχι. Πώς είχε φτάσει να είναι αυτός που ήταν. Ο εαυτός του τού φαινόταν φευγαλέος και, ουσιαστικά, ακατανόητος. Είχε μεν μια γενική ιδέα για το νόημα του, αλλά στις λεπτομέρειες το έχανε εντελώς. Εντελώς. Όπως και με την λέξη «εξοστρακισμός» περίπου.
Όπως και με εκείνο το φως. Τι ήταν εκείνο το φως; Εκείνο που είχε κάψει τις νέες. Και εδώ του έλειπαν οι γνώσεις. Διαφορετικές γνώσεις τώρα, αλλά πάλι γνώσεις. Έπρεπε να είχε δείξει περισσότερο ενδιαφέρον, όταν είχε την ευκαιρία. Τώρα ήταν αργά. Δεν ήξερε καν ποιοι ήταν οι τομείς γνώσης που αγνοούσε. Τι βλάκας.
Και τώρα πια ήταν αμετάκλητα καταδικασμένος στην βλακεία. Δεν είχε πια την Μητέρα για να του τα εξηγήσει όλα αυτά. Αυτή που με τόση ευκολία κατηγορούσε και απόπαιρνε, όσο την είχε. Περπατούσε και πηχτά δάκρυα γλιστρούσαν στα μάγουλά του. Όλη του την προσοχή την ξόδευε να μην κάνει θόρυβο και τον ακούσει η γριά που περπατούσε μπροστά του. Μητέρα!
Αλλά ταυτόχρονα δεν ξεχνούσε πως η Μητέρα ήταν όργανο της Πόλης. Πως τον είχε ξεγελάσει αναρίθμητες φορές και πως ποτέ δεν του έλεγε την αλήθεια, αλλά μόνο όσα η Πόλη έκρινε πως έπρεπε να ακούσει. Η Μητέρα ήταν όργανο της Πόλης. Και για ασήμαντη αφορμή η ίδια η Πόλη την δίκασε, την καταδίκασε και την εκτέλεσε αδίστακτα μέσα σε λίγα λεπτά. Η Μητέρα ήταν ηλίθια και απόδειξη ήταν ο τρόπος που τέλειωσε. Η ζωή της πήγε στράφι. Ο μόνος αξιολύπητος σε όλη αυτή την ιστορία ήταν ο ίδιος. Σε αυτόν και μόνο άξιζαν τα δάκρυα. Τι θα γινόταν τώρα;
Μα ήταν σε θέση να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ τον εαυτό του; Μπορούσε να καταλάβει κάτι ή κάποιον πέρα απ’ τον ίδιο; Τελικά, καταλάβαινε πως μάλλον όχι. Αλλά πάλι, ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Να καταλάβει κάτι έξω απ’ αυτόν; Πραγματικά δυνατό, όχι υποκρισίες. Πώς ήταν δυνατό να ξεπεράσει κανείς τον εαυτό του; Ακόμα κι’ η αυτοθυσία, μια μορφή εγωπάθειας δεν είναι; Δεν ήξερε αν είχε δίκιο.
Η πλάτη της γριάς περπατούσε μπροστά του. Στην απελπισία του σκέφτηκε μήπως να ρωτούσε την γριά. Αλλά ήταν γελοίο. Η σκέψη και μόνο ήταν γελοία. Η γριά ήταν μια απλή μηχανή, μια μηχανή που σκοτώνει. Και μάλιστα μια μηχανή της Πόλης, σαν την Μητέρα . Τίποτα καινούργιο, τίποτα χρήσιμο δεν μπορούσε να μάθει απ’ αυτήν. Μέσα στην Πόλη δεν υπήρχε τίποτα που να μην ήταν της Πόλης. Από μια μεριά είχε δίκιο η γριά όταν έλεγε πως κανείς δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Μόνη της έπρεπε να ψάξει και να βρει μια απάντηση. Αλλά ποια ήταν η ερώτηση; Συνέχεια ξεχνούσε. Αναρωτήθηκε αν η ίδια, από μόνη της, μπορούσε να σκεφτεί κάτι νέο. Αλλά, κακά τα ψέματα, και η ίδια, όργανο της Πόλης ήταν. Ό,τι είχε πει προηγουμένως για την Μητέρα και την γριά, ίσχυε και για την ίδια. Κι’ αυτή, η ίδια, άλλο δεν έκανε – δεν μπορούσε να κάνει – απ’ το να αναμασάει τις σκέψεις της Πόλης. Ήταν, και η ίδια, οι σκέψεις της Πόλης, προσωποποιημένες, από μια μεριά. Άρα πώς μπορούσε να τα ξεπεράσει όλα αυτά; Πώς μπορούσε να φτάσει σε κάτι άλλο; Κάτι που να μην είναι απλός συνδυασμός των προηγούμενων; Πώς μπορούσε να υπερβεί τον εαυτό του, δηλαδή την Πόλη;
Η ανάμνησή της ήρθε τότε να διαγράψει μια ακόμα τροχιά μέσα του. Σαν διάττοντας αστέρας, που αυλακώνει τον ουρανό αυγουστιάτικης νύχτας ή, μάλλον, σαν κουράδα που σκάει φαρδιά-πλατιά μέσα στην τρύπα της τουαλέτας. Άντε γαμήσου! Ήταν αποφασισμένος να μην υποκύψει, να μην υποκλιθεί μπροστά σε φαντάσματα.
Αλλά πώς αλλιώς να ξεπεράσει τον εαυτό του; Μόνο αντικαθιστώντας τον με κάποιον άλλον. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Και ποιος άλλος υπήρχε στη ζωή ή την σκέψη του πέρα απ’ αυτήν; Αλλά ποιαν ακριβώς εννοούσε; Αυτό ήταν το πρόβλημα, δεν ήταν βέβαιος. Εννοούσε το φάντασμα, που στοίχειωνε τους διαδρόμους του μυαλού του ή κάποιο πραγματικό άτομο, έξω απ’ αυτόν; Αλλά όποια κι’ αν ήταν, πάλι αμφέβαλλε. Το όλο πράγμα του φαινόταν πολύ ύποπτο. Όλο αυτό το κλάμα, όλη αυτή η κουβέντα περί έρωτος, κουβέντα για τον εαυτό δεν ήταν τελικά; Είχε πραγματικά την παραμικρή αξία;
Ναι, μπορεί. Μπορεί και όχι. Ταυτόχρονα με αυτά κάποιος τρίτος του έτρωγε το συκώτι. Η φωνή της σκέψης του ακουγόταν ρηχή και ξύλινη, αλλά αυτό δεν έφτανε για να την κάνει να πάψει. Επέμενε πως αν αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει λίγα, κατά τα φαινόμενα, λεπτά πριν και την δική του εκτέλεση, τότε το όλο πράγμα ήταν πολύ θλιβερό. Ήταν τόσο θλιβερό, που καταντούσε γελοίο. Ακόμα και σε μια τέτοια στιγμή, και πάλι τα ίδια, αιώνια αναμασήματα.
«Μάλλον θα πρέπει να σε προειδοποιήσω για κάτι», ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της γριάς, όπως περπατούσαν.
Τρόμαξε. Είχε χαθεί μέσα στις αδέξιες αυτές σκέψεις και τρόμαξε που άκουσε ξένη φωνή. Αλλά ανακουφίστηκε κιόλας. Τον έπνιγε το αδιέξοδο και γύρισε προς την γριά ελπίζοντας σε λύτρωση. Μια οποιαδήποτε λύτρωση.
«Πρέπει να ξέρεις ότι στο Καθαρτήριο θα χωρίσουν για πάντα οι δρόμοι μας. Εκεί ο καθένας μπαίνει μόνος του. Και βγαίνοντας, δεν θα είσαι πια ο ίδιος».
«Δηλαδή;»
«Δεν ξέρω… Ειλικρινά, δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει εκεί μέσα. Πάντως όσοι μπαίνουν, δεν επιστρέφουν στην Πόλη». Το τελευταίο το είπε με σιγανή φωνή σαν να μην ήθελε να ακουστεί πάρα πέρα.
«Γιατί με διώχνει η Πόλη;»
«Την ξέρεις την απάντηση». Γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια της γριάς ήταν τώρα σαν κουρασμένα, σαν να είχαν χάσει την λάμψη τους. «… Την ξέρεις ή πρέπει να την βρεις. Εγώ δεν έχω τίποτα να σου πω». Σώπασε. Ξαφνικά συνέχισε. «Ίσως στο Καθαρτήριο να είναι που θα την βρεις την απάντηση. Ποιος ξέρει; Ίσως να είναι γι’ αυτό, που σας στέλνει εκεί η Πόλη». Το τελευταίο το είπε σαν από ξαφνική έμπνευση και η φωνή της ακουγόταν σαν να απορούσε και η ίδια με αυτά που έλεγε.
«Πόσους έχει στείλει εκεί η Πόλη;»
«Μερικούς…»
«Δηλαδή πόσους;»
«Όχι πολλούς».
«Εσύ πόσους έχεις πάει;»
«Είναι η πρώτη μου φορά».
«Και μετά;»
«Μετά, τι;»
«Μετά το Καθαρτήριο. Τι είναι αυτή η Έξοδος, που είπες;»
«Δεν ξέρω. Σαν λέξεις τα ξέρω μόνο. Δεν ξέρω τι είναι ή τι συμβαίνει σε αυτά τα μέρη».
«Θα… πεθάνω;»
«Δεν νομίζω… Υπάρχουν και απλούστεροι τρόποι για κάτι τέτοιο, δεν νομίζεις;» Γύρισαν, κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Μετά γύρισαν και πάλι μπροστά τους. Ήταν λίγο, αλλά αυτή ήταν μάλλον όλη κι’ όλη η αναγνώριση που επρόκειτο να λάβει απ’ την Πόλη για το ότι πέρασε τη ζωή της σκοτώνοντας για λογαριασμό της.
«Πώς νοιώθεις γι’ αυτό που κάνεις;» ρώτησε την γριά. «Για το ότι πρέπει να σκοτώνεις».
«Γιατί ρωτάς;»
«Εγώ, ποτέ δεν το χώνεψα, πραγματικά. Ώρες-ώρες μ’ έπιανε βέβαια κάτι σαν τρέλα και τότε το έκανα… Τι λέω τώρα; Το έχω κάνει πολλές, πάρα πολλές φορές. Έχω σκοτώσει πολύ. Κυρίως παιδιά, δεν ξέρω γιατί. Συνήθως τέτοια μου τύχαιναν, σπάνια οτιδήποτε άλλο. Αλλά κάθε φορά μου ήταν δύσκολο. Ίσως γιατί δεν είμαι καλή, ίσως αυτό να φταίει… Τι λες;»
«Δεν νομίζω… Ούτε εμένα μ’ αρέσει» απάντησε η γριά.
«Δεν σου αρέσει;» επανέλαβε και η φωνή της ακούστηκε τσιριχτή από την έκπληξη. Η γριά ένευσε αρνητικά με το κεφάλι. «Δεν σου φαίνεται καθόλου» συνέχισε.
Η γριά χαμογέλασε ψυχρά. «Μπορείς να κάνεις κάτι καλά, αλλά να μην σ’ αρέσει».
«Και πού έμαθες; Πώς έμαθες να το κάνεις τόσο καλά;» ρώτησε τη γριά.
«Δεν είναι τίποτα». Η φωνή της γριάς δεν είχε ίχνος ψεύτικης μετριοφροσύνης. «Έρχεται με την ηλικία, συνήθως. Αν βέβαια επιζήσεις έως τότε».
«Πόσων χρονών είσαι;»
Η γριά γύρισε και την κοίταξε. «Καλύτερα να βιαστούμε. Δεν είναι μακριά πια».
Αυτό ήταν, τέλειωσε. Τώρα θα ερχόταν το τέλος.
Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, γεμάτος αναχώματα και σαθρά υλικά. Η σάρκα της Πόλης σε εκείνο το μέρος ήταν καφέ, αλλά τόσο σκούρα που πλησίαζε το μοβ. Η επιφάνεια που πατούσαν ήταν τόπους-τόπους υγρή από μια υγρασία παγερή, που την ένοιωθαν να τους πιρουνιάζει τις πατούσες, ενώ αλλού ήταν ξερή και εύθραυστη σαν χαρτοπετσέτα.
Αν και έκαναν συνέχεια γύρους για να αποφύγουν τα μέρη, που η γριά θεωρούσε σκόπιμο να μην πλησιάσουν, ήταν φανερό πως γενικά ανέβαιναν. Τον προορισμό τους ήταν δύσκολο να τον μαντέψει, γιατί στο τοπίο γύρω τους δεν φαινόταν κάποιο σημείο που να ξεχωρίζει με οποιονδήποτε τρόπο.
Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και πνιγηρή. Η ανάσα τους ήταν κοντή και βιαστική και ο ιδρώτας ανάβλυζε κατά κύματα από το πρόσωπό τους.
Η γριά έκανε σήμα να σταματήσουν για να πάρουν μια ανάσα. Ακόμα και η δική της αναπνοή ακουγόταν να βγαίνει σφυριχτή από το στήθος της. Η γριά έκατσε κατ’ ευθείαν κάτω κι’ άρχισε να τρίβει τα πόδια της. Η ίδια περιορίστηκε να κοιτάει ήσυχα γύρω-γύρω. Ένοιωθε πιο ήσυχη τώρα μέσα της, πιο γαλήνια. Τις απαντήσεις που έψαχνε μπορεί να μην τις είχε βρει, ίσως να μην καταλάβαινε καν τις ερωτήσεις πολύ καλά, αλλά τώρα έβρισκε να της φτάνουν πιο απλά πράγματα. Κοίταζε την Πόλη, άκουγε τους ήχους της και μύριζε τις μυρωδιές της. Άπλωνε τα χέρια της και ακουμπούσε την σάρκα της που βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Τι άλλο να επιθυμήσει κανείς; Δεν είχαν τίποτα το σπουδαίο βέβαια όλα αυτά, αλλά και τι να επιθυμήσει κανείς; Όλα ήταν εφήμερα και επιφανειακά και δεν απαντούσαν στις αγωνίες της. Την σκέψη της δεν της εμπιστευόταν γιατί πάντα δίκιο της φαινόταν πως είχε και αυτό καταντούσε ύποπτο. Το να κάθεται απλά εκεί και να παρατηρεί σαν τρίτος τις αισθήσεις της, ήταν το μόνο που της έδινε ικανοποίηση και σταθερότητα. Μπορεί να μην είχε καταφέρει τα μεγάλα και τα σπουδαία που ονειρευόταν, αλλά ήταν εκεί και αυτό της έφτανε. Γιατί αυτή; Ποιο ήταν το νόημα; Ποιος ξέρει; Μπορεί και να μην υπήρχε κανείς να θέσει αυτές τις ερωτήσεις. Μπορεί και άδικα να βασανιζόταν τόσο καιρό χτυπώντας πόρτες κωφών.
«Πηγαίνουμε εκεί, πίσω απ’ το ύψωμα στα δεξιά μας» είπε ήσυχα η γριά.
Η πληροφορία δεν της προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Ήταν βέβαιη πια ότι θα πέθαινε και αν και ήταν έτοιμη να κάνει οτιδήποτε για να το αποφύγει, ένοιωθε ταυτόχρονα και την ανάγκη να κρατήσει χαμηλά τους τόνους. Όπως συνήθως, το μυαλό της ήταν διχασμένο. Αναρωτιόταν, αν έτσι συγκέντρωνε τις δυνάμεις της για αυτό που θα ακολουθούσε ή αν αντίθετα τις έχανε και αυτό που ονόμαζε αυτοέλεγχος, δεν ήταν παρά αδυναμία συγκέντρωσης.
Αλλά δεν πείραζε και τόσο πολύ. Αυτό ήταν το θέμα, δεν την πείραζε. Την αποδεχόταν τώρα λίγο καλύτερα την αμφιβολία σαν συνοδοιπόρο. Συνοδοιπόρο, που επέβαλλε η ανάγκη ίσως, αλλά πάντως όχι σαν αντίπαλο. Και αν αυτές τις κατακτήσεις θα τις εύρισκε ευτελείς κάποιος τρίτος, της ίδιας της ήταν αδιάφορο. Γι’ αυτό ήταν σίγουρη.
Ο ζεστός αέρας τις ανακάτευε τα μαλλιά, έμπαινε μεσ’ τα ρουθούνια και τ’ αυτιά της και τυλιγόταν γύρω απ’ το λαιμό της σαν κασκόλ. Σηκώθηκε όρθια με μια αργή, σταθερή κίνηση.
«Πάμε;»
Η γριά την κοίταξε έκπληκτη για μια στιγμή και μετά βιάστηκε να σηκωθεί κι’ αυτή. Μάζεψε τα πράγματά της και ύστερα γύρισε και την κοίταξε κατάματα.
«Πάμε». Δεν μπορούσε να ονομάσει το αίσθημα που της μετέδωσαν τα μάτια της γριάς, αλλά ήταν η πρώτη φορά που δεν ένιωσε μειωμένη ή υπολειπόμενη. Έτσι της φάνηκε τουλάχιστον.
Η γριά σταμάτησε χωρίς προειδοποίηση, έτσι όπως περπατούσαν, πάνω στο ύψωμα. Άπλωσε το χέρι της και έδειξε ένα σημείο ανάμεσα στα πόδια τους.
«Το βλέπεις αυτό;»
«Ποιο;» Δεν φαινόταν απολύτως τίποτα.
«Κοίτα καλύτερα». Ο τόνος της γριάς είχε πάρει μια σχεδόν παιδιάστικη ανυπομονησία.
Έσκυψε να δει. Από κοντά, η σάρκα της Πόλης παλλόταν ακατάπαυστα. Σε κάθε της σημείο ανοιγόταν ένας ολόκληρος κόσμος λεπτομέρειας. Καθώς η κλίμακα μίκραινε, οι ίδιες δομές εμφανίζονταν ξανά και ξανά σε διαφορετικούς όμως συνέχεια συνδυασμούς και παραλλαγές, συνθέτοντας μια εικόνα σαν μέσα από καλειδοσκόπιο. Λίγο να άπλωνες το χέρι σου και, υπνωτισμένος, ένιωθες πως οι Σειρήνες θα σε παρέσερναν σε μια άπατη θάλασσα.
«Για τι ψάχνω;», ρώτησε τη γριά χωρίς να πάρει τα μάτια της από το σώμα της Πόλης.
«Θα δεις».
Ένοιωσε ένα βίαιο σπρώξιμο. Ανήμπορη να πιαστεί από πουθενά, έχασε την ισορροπία της και βυθίστηκε με το κεφάλι μέσα στην σάρκα της Πόλης. Δεν είχε καλά-καλά βγει απ’ την άλλη, όταν κατάλαβε τι θα συνέβαινε, αλλά ήταν πια πολύ αργά. Προσπάθησε να γυρίσει, όμως ήταν αδύνατον, είχε πια περάσει. Βγήκε απ’ την άλλη και ανασηκώθηκε. Περίμενε. Ναι, η γριά δεν θα περνούσε. Είχαν χωρίσει.
Άπλωσε το χέρι της και αδύναμα, έσπρωξε τη σάρκα της Πόλης. Ήξερε πολύ καλά πως ήταν μάταιο, ήταν διαβατή από την μια μόνο πλευρά.
Θύμωσε.
Θα ήθελε να την είχε αποχαιρετήσει την γριά. Θα ήθελε να της είχε πει κάτι. Κάτι, οτιδήποτε. Ας την είχε τουλάχιστον κοιτάξει για τελευταία φορά. Οτιδήποτε, όχι έτσι. Αλλά, έτσι διάλεξε, η γριά. Ένοιωσε ένα κρύο ρίγος να ανεβαίνει στην πλάτη της. Τελικά, δεν την αγαπούσε η γριά, δεν της ήταν τίποτα. Ήταν ξεκάθαρο. Αλλά και η ίδια, μπορεί να την πονούσε ο χωρισμός με την γριά, όμως η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να την υποφέρει την γριά. Ήταν απάνθρωπη.
Τώρα πια ήταν εντελώς μόνη.
Η βενζίνη του πανικού άρπαξε αμέσως φωτιά μέσα στα σπλάχνα της. Οι φλόγες πλημμύρισαν τις φλέβες της, τσιτσιρίζοντας σαν θυμωμένα φίδια. Σε λίγο θα ήταν αργά. Θα λαμπάδιαζε ολόκληρη και τότε θα ήταν χαμένη, τελείως χαμένη. Έπρεπε να την σβήσει αυτή την φωτιά, έπρεπε να την σταματήσει. Πίεσε τον εαυτό της να κάνει κάτι, να κοιτάξει γύρω. Τίποτα δεν την ενδιέφερε, ούτε πού βρισκόταν ήθελε να ξέρει, ούτε τι συνέβαινε. Δεν την ενδιέφερε τίποτα. Αλλά έπρεπε να κάνει κάτι, οτιδήποτε.
Γουρλώνοντας τα μάτια κοίταξε γύρω. Δεν έβλεπε τίποτα. Τα πάντα ήσαν βυθισμένα στο σκοτάδι. Δεν το περίμενε. Για κάποιο λόγο είχε νομίσει πως κι’ εδώ θα έβρισκε το γαλάζιο φως, που είχε δει προηγουμένως. Νόμιζε πως παντού θα ήταν έτσι η Πόλη. Νόμιζε πως ήταν ομοιόμορφη και προβλέψιμη. Νόμιζε πως ήταν όλο σπηλιές με γκόμενες να της γλύφουν τον πούτσο.
Ήταν κωμικοτραγικό. Όπου και να πήγαινε, έπεφτε σε τοίχο.
Έμεινε ακίνητη. Το μόνο που άκουγε ήταν η αναπνοή της. Σφυριχτή, σαν να ανέπνεε μέσα από κλειδαρότρυπα. Πέρασε ώρα, ιδέα δεν είχε πόση. Όμως σιγά-σιγά άρχισε να ησυχάζει λίγο, η αναπνοή της έγινε πιο ρυθμική. Το σκοτάδι δεν την ενοχλούσε πια και τόσο πολύ. Είχε αρχίσει να της φαίνεται σχεδόν προστατευτικό. Την άφηνε να φαντάζεται πως δεν είχε σώμα, πως είχε γίνει αέρας. Και πως μαζί με το σώμα της είχαν χαθεί και όλα τα πτώματα που έσερνε πίσω της. Αναθάρρησε.
Αλλά δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού βρισκόταν.
«Είναι κανείς εδώ;»
Άκουσε την αμήχανη φωνή της να κάνει αντίλαλο από δεξιά. Σαν να ήταν σε μια γαλαρία, που άρχιζε εκεί που στεκόταν και εκτεινόταν προς τα δεξιά.
Προσεκτικά, και με τα χέρια τεντωμένα ίσια μπροστά, γύρισε προς τα εκεί και άρχισε να περπατάει με μικρά-μικρά βήματα. Το ένα της χέρι το κρατούσε στο ύψος των ματιών, γιατί φοβόταν για το πρόσωπό της, ενώ το άλλο το είχε πιο χαμηλά, στην κοιλιά, για να προφυλάξει το σώμα της. Δεν τολμούσε να φανταστεί από τι προσπαθούσε να προφυλαχτεί ή αν υπήρχε τέτοια ανάγκη.
Τα πόδια της τα έσερνε αργά, ψαχουλευτά, μην τυχόν και έχαναν την επαφή με το έδαφος. Το κέντρο βάρους της προσπαθούσε να το κρατάει όσο πιο πίσω μπορούσε. Δεν ήθελε πολύ για να αρχίσει να βλέπει γκρεμούς να χάσκουν μετά από το κάθε της βήμα, αλλά αγωνιζόταν με όλες της τις δυνάμεις να τους διώξει μακριά. Αν τους άφηνε να πατήσουν πόδι, τότε δεν θα μπορούσε πια να προχωρήσει ούτε βήμα. Θα έπεφτε κάτω, εκεί που βρισκόταν, και θα κουλουριαζόταν να περιμένει το τέλος. Και δεν το ήθελε. Όχι έτσι.
Προσπάθησε καλύτερα να σκεφτεί κάποιον που θα μπορούσε να δει μέσα στο σκοτάδι και θα την έβλεπε να περπατάει με αυτό τον γελοίο τρόπο. Σκέφτηκε πως θα γέλαγε. Ναι, έτσι ήταν καλύτερα.
Περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο, πολύ αργά, για ώρα. Έκανε κρύο, αλλά όχι πολύ. Αργές σταγόνες ιδρώτα σχηματίζονταν στο μέτωπό της και μετά κατρακυλούσαν μέσα στα μάτια της. Σταματούσε κάθε τόσο και τα έτριβε να καθαρίσουν. Σε κάποια τέτοια στιγμή της φάνηκε ότι άρχισε να βλέπει. Τα χέρια της νόμιζε πως άρχισε να διακρίνει, κίτρινα και χολερικά να εκτείνονται μπροστά της σαν σπασμένες γέφυρες μέσα σε πυκνή ομίχλη. Τα έβλεπε ή φανταζόταν ότι τα έβλεπε. Αλλά ήταν το ίδιο.
Και ένοιωθε άβολα. Να περπατάει τώρα μέσα στο βουνό, στις πλαγιές του οποίου είχε προηγουμένως περπατήσει με την γριά. Το έβρισκε κάπως αφύσικο. Πάντως εμπόδιο δεν έβρισκε μπροστά της. Το έδαφος ήταν ίσιο και ομαλό και προχωρούσε άνετα, χωρίς να αισθάνεται να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει καθόλου. Άρχισε να νοιώθει μεγαλύτερη βεβαιότητα. Αυτό ήταν επικίνδυνο. Πιέστηκε να πηγαίνει πιο σιγά, αλλά της ήταν δύσκολο.
Θυμήθηκε την προηγούμενη φορά που η γριά την είχε βάλει μέσα στην Πόλη, τότε που ήταν μαζί τους και οι δυο νέες. Της φάνηκε σαν από τότε να είχαν περάσει χρόνια ολόκληρα. Σαν να την χώριζε μια απύθμενη άβυσσος συναισθημάτων. Όμως ήταν σκούρα γκρι-μπλε και παγωμένη – καθόλου δεν την ενδιέφερε. Δεν βρήκε κανέναν λόγο να βουτήξει εκεί μέσα.
Άραγε τι να είχαν απογίνει οι νέες, να γλύτωσε καμία; Η Μητέρα ; Η καημένη. Και η γριά; Τι είχε μέσα το πακέτο που της είχαν δώσει οι νέες; Ποτέ δεν θα μάθαινε. Την φαντάστηκε εκεί, έξω, να περπατάει με το σταθερό της βήμα προς … Προς τι; Τι ήταν που έκανε η γριά; Τι ρόλο έπαιζε μέσα στην Πόλη; Ακόμα και τώρα δεν ήταν βέβαιος πως ήξερε να πει, μέσα του είχε μόνο συγκεχυμένα αισθήματα. Αλλά η γριά την όριζε την ζωή της, αυτό ήταν σίγουρο.
Όμως πάνω απ’ όλα η ανάμνηση της Μητέρας του ήταν που τον πλήγωνε περισσότερο. Τώρα ένοιωθε και μια υποχρέωση παραπάνω απέναντί της. Την ένοιωθε σαν να ήταν τραυματισμένη και να την μετέφερε στη πλάτη του. Η Μητέρα θα ζούσε, όσο θα ζούσε και ο ίδιος για να την θυμάται. Δεν υπήρχε καμιά, μα καμιά άλλη απόδειξη ότι είχε υπάρξει. Μόνο η ανάμνηση της μέσα στο μυαλό του. Αλλά κάπως έτσι δεν ήταν πια και με την νέα;
Τι ήταν η ιστορία τους; Δυο κωμικοτραγικές σαπουνόφουσκες που για μερικά, μικρά δευτερόλεπτα συναντήθηκαν και χόρεψαν η μια γύρω απ’ την άλλη, μαγεμένες από τα φαντασμαγορικά τους χρώματα. Μετά, ένα απλό θρόισμα, και όλη η μαγεία χάθηκε, χωρίς ούτε ένα ίχνος της να μείνει πίσω για να θυμίζει το πέρασμα τους. Αλλά, αφού έτσι ήταν τα πράγματα, τι άλλο μπορούσαν να κάνουν απ’ το να μαγεύονται με τα χρώματά τους για όσα ακόμα δευτερόλεπτα τους απομένουν;
«Ναι, ωραία. Αλλά δεν μας είπες τίποτα καινούργιο». Πράγματι. Για μια ακόμα φορά αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατόν να πει κανείς κάτι πραγματικά καινούργιο. Να πάρει τις λέξεις της Πόλης και να πει κάτι που δεν είχε ποτέ πριν ξανακουστεί. Και τώρα πια την έβλεπε καθαρά την απάντηση. Δεν θυμόταν αν το είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα, αλλά τώρα πάντως το έβλεπε καθαρά. Το ότι έθετε και μόνο το ερώτημα, πρόδιδε την αδυναμία του. Όσοι είναι ικανοί για τέτοια πράγματα, δεν κάθονται να τα συζητάνε, είναι απασχολημένοι με το να τα κάνουν. Μπορούσε λοιπόν πια να πάψει να αναρωτιέται.
Και γιατί αυτός δεν μπορούσε; Έφταιγαν τα γονίδιά του; Σίγουρα. Έφταιγαν οι περιστάσεις; Ασφαλώς, και αυτές. Και ο ίδιος δεν έφταιγε; Μα αυτός ο ίδιος ήταν και τα γονίδιά και οι περιστάσεις που έζησε. Μπορούσε να κάνει τίποτα για να τα αλλάξει όλα αυτά; Μπορούσε, και το έκανε ήδη. Ανέπνεε. Ζούσε. Είχε το επόμενο δευτερόλεπτο για να ελπίζει.
Και η θέληση; Η ελευθερία της βούλησης, τι ρόλο έπαιζαν; Ήταν προδιαγεγραμμένα όλα αυτά ή τα διάλεγε; Αυτές ήταν σωστές απαντήσεις σε λάθος ερωτήσεις. Ήταν λέξεις τοτέμ, που απλώς έδειχναν την περιορισμένη του κατανόηση της πραγματικότητας. Σαν το μικρόβιο που περπατάει πάνω σε ένα κύκλο και τον παίρνει για πεδιάδα.
Μάλιστα. Κάτι άλλο; Όχι, αυτά. Είχε απαντήσεις για όλα. Αισθανόταν καλά που είχε απαντήσεις. Κι’ ακόμα πιο πολύ επειδή θυμόταν να τις αντιμετωπίζει και με μια σχετική θυμηδία, μια συστολή. Μπορεί να ήταν ανόητες, μπορεί να ήταν αφελείς, αλλά ότι κι’ αν ήταν, ήταν οι απαντήσεις του. Ένοιωθε καλύτερα μαζί τους, παρά με την απουσία τους.
Τέλεια.
Κι’ αν όλα αυτά είχαν μια φανατική απόχρωση, και τι πείραζε; Ίσως όμως να μην ήταν απλή απόχρωση, ίσως να ήταν εντελώς, απόλυτα γελοία – γελοία μέχρι θλίψης. Ίσως να βρομούσαν απόγνωση. Αλλά, έτσι δεν είναι με όλες τις απαντήσεις; – οι ερωτήσεις μοιάζουν πάντα τόσο πολύ καλύτερες. Και έτσι μπορεί να αγωνιούσε για απαντήσεις, αλλά μόλις νόμιζε πως έβρισκε μία, έπρεπε αμέσως να την πετάει μακριά αηδιασμένος. Κάπως σαν Μίδας.
Ακόμα όμως κι’ αν … Ξαφνικά σταμάτησε. Αισθάνθηκε πως κάτι θα συνέβαινε. Πάγωσε ολόκληρος. Πανικόβλητος, πισωπάτησε, αλλά δεν είχε πού να στηριχτεί. Δεν ήξερε προς τα πού να κοιτάξει και από τι να προφυλαχτεί. Πίεσε τα χέρια του να σταθούν σε κάποια παρωδία αμυντικής στάσης, αλλά δεν στέκονταν, έτρεμαν. Χωρίς να το θέλει, τα γόνατά του λύγισαν. Έπεσε κάτω. Κουλουριάστηκε σαν έμβρυο και έκρυψε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Ταυτόχρονα αναρωτιόταν τι τον έπιασε, αλλά το αίσθημα ήταν πολύ καθαρό, δεν του άφηνε καμιά αμφιβολία.
Έμεινε έτσι για λίγο. Τίποτα. Όμως δεν ησύχαζε, κάθε άλλο. Αισθανόταν το σώμα του αφόρητα εκτεθειμένο. Ένοιωθε ότι το επόμενο δευτερόλεπτο θα τον βίαζαν μέσα από κάθε πόρο του δέρματός του. Κι’ αν ήταν να κάνει κάτι για να γλυτώσει, έπρεπε να το κάνει τώρα.
Άρχισε να τρέχει. Σηκώθηκε πάνω και άρχισε να τρέχει. Άπλωσε τα χέρια μπροστά και άρχισε να τρέχει με μεγάλους, αδέξιους δρασκελισμούς. Έτρεχε κι’ απ’ τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα από την ένταση, καθώς μάταια προσπαθούσε να τρυπήσει το σκοτάδι μπροστά του και να διακρίνει την απειλή που παραμόνευε.
Λαχάνιασε. Συνέχισε να τρέχει. Δεν μπορούσε άλλο. Έκοψε ταχύτητα, αλλά προσπάθησε να μην σταματήσει να τρέχει. Τα χέρια του πονούσαν αφόρητα, έτσι όπως τα κρατούσε απλωμένα μπροστά του. Μετά μαράθηκαν κι’ έπεσαν μόνα τους. Δεν μπορούσε πια να τρέξει. Άρχισε τώρα να σέρνεται, ενώ απ’ το λαρύγγι του οι αναπνοές του έβγαιναν σαν γαυγίσματα. Σκόνταψε. Έπεσε κάτω με τα τέσσερα. Ανασηκώθηκε. Ξανάπεσε. Γύρισε στο πλάι. Σκούπισε με το μπράτσο του τον ιδρώτα απ’ τα μάτια του. Η καρδιά του έκανε σαν τρελή και το στομάχι του ήταν βαρύ σαν τσιμεντόπλακα.
«Τι έχεις;» άκουσε κάτι να τον ακουμπάει στο μπράτσο.
Ούρλιαξε και τινάχτηκε όσο μπορούσε πιο μακριά.
«Μα τι έχεις;» Ήταν γυναικεία φωνή. Ακουγόταν νεανική.
«Μην πλησιάζεις!» φώναξε.
«Ησύχασε, τι έπαθες; Δεν σε πλησιάζω, άκου την φωνή μου».
«Ποια είσαι; Δεν σε βλέπω. Πού είσαι;»
«Ησύχασε, ησύχασε. Είσαι στο Καθαρτήριο. Δεν με βλέπεις, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό, κανείς δεν βλέπει στο Καθαρτήριο».
«Γιατί; Γιατί δεν βλέπω; Εσύ με βλέπεις;» την ρώτησε.
«Ησύχασε, μη φοβάσαι, όλα είναι καλά, ησύχασε. Έλα, κάτσε λίγο, άκου την φωνή μου, δεν θα σε πλησιάσω, θα μείνω εδώ κι’ εσύ θα ακούς συνέχεια τη φωνή μου, θα ξέρεις που είμαι, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς, όλα είναι καλά, θα δεις».
Την πίστευε. Έκλαιγε, έτρεμε, αλλά την πίστευε. Δεν ήξερε γιατί. Ξανακάθισε αργά κάτω. Αγκάλιασε τα γόνατά του με τα χέρια του, γιατί έτσι αισθανόταν πιο προστατευμένος.
«Μην με πλησιάσεις» της φώναξε.
«Όχι, όχι, Μην φοβάσαι».
«Γιατί δεν μπορώ να δω τίποτα;»
«Κανείς δεν βλέπει μέσα στο Καθαρτήριο».
«Γιατί;»
«Είναι καλύτερα έτσι».
«Τι θέλεις να πεις;»
«Μην βιάζεσαι, μην βιάζεσαι, θα δεις αργότερα … Αισθάνεσαι λίγο καλύτερα τώρα;»
Αισθάνθηκε πολύ καλύτερα αμέσως μόλις η φωνή είπε την λέξη «αργότερα». Ώστε θα υπήρχε αργότερα. Άρα δεν ήταν ένα φρικτό τέρας, που είχε έρθει να τον κατασπαράξει. Τότε τι ήταν;
«Ποια είσαι;»
Η φωνή γέλασε. «Μα δεν με θυμάσαι;»
«Σε ξέρω;»
«Ναι, με ξέρεις».
Αλήθεια ήταν. Δεν την θυμόταν καθόλου, αλλά ήξερε πως την ήξερε. Η φωνή της τού ήταν γνωστή. Τού ήταν οικεία. Όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα.
«Πού σε ξέρω;»
«Πρέπει να θυμηθείς».
«Ναι, αλλά από πού σε ξέρω; Πού γνωριστήκαμε; Πώς να σε γνωρίσω όταν ακούω μόνο μια φωνή;»
«Την φωνή μου θα θυμηθείς πρώτη».
Πράγματι, του ήταν πολύ οικεία αυτή η φωνή. Δεν ήταν ωραία, ερεθιστική, μουσική ή οτιδήποτε άλλο. Ήταν μια συνηθισμένη, γυναικεία φωνή. Αλλά του ήταν πολύ οικεία. Οικεία, αλλά από κάπου, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Σίγουρα ήταν απ’ το παρελθόν. Αλλά φοβόταν πως μπορεί να την είχε συναντήσει και πολύ πρόσφατα και απλώς δεν μπορούσε να την θυμηθεί εκείνη την στιγμή.
«Δεν σε θυμάμαι» της είπε τελικά.
«Αλήθεια; Δεν σου λέει τίποτα η φωνή μου;»
«Μου λέει. Αλλά δεν μπορώ να σε θυμηθώ. Ποια είσαι;»
«Για να δούμε … Μήπως έτσι με θυμηθείς» και άρχισε να τραγουδάει. Ήταν ένα νανούρισμα. Ήταν η νταντά του!
Με την νταντά του πέρασε όλο τον καιρό από την σύλληψή του και μέχρι που το σώμα του να φτάσει να μπορεί να περπατήσει. Όταν ήταν πια σε θέση να σηκωθεί και να βγει από την νταντά του, τον ανέλαβε η Μητέρα. Και οι δυο μπορεί, ουσιαστικά, να μην ήταν παρά προσομοιώσεις, αλλά για την ανάπτυξη του βρέφους είχε μεγάλη σημασία η μετάβαση από την μία στην άλλη. Ήταν ένα ορόσημο.
Πράγματι, δεν θυμόταν την μορφή της νταντάς του. Δεν ήταν καν βέβαιος ότι είχε. Θυμόταν όμως πολύ καλά την φωνή της. Θυμόταν την φωνή της, το φαΐ και το σεξ. Αυτές τις ατέλειωτες σάρκινες επιφάνειες, αυτή την θαλπωρή, αυτά τα γαργαλήματα, τα γέλια, τα χάδια και τα χορταστικά, γεμάτα σάλια φιλιά. Τι γλύκα! Και η φωνή της νταντάς του να τού τραγουδάει για να κοιμηθεί, να τού τραγουδάει για να ξυπνήσει και να τού τραγουδάει ενώ έπαιζε και έτρωγε από το ατέλειωτο, ζεστό σώμα της. Δεν υπήρχε χρόνος τότε. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτήν.
Βούρκωσε.
«Νταντά» ψέλλισε τελικά. Η φωνή του ακούστηκε σπασμένη.
«Α, με θυμήθηκες». Η φωνή της είχε τόση χαρά. Σαν να φοβόταν πως μπορεί και να την ξεχνούσε. Αν ήταν ποτέ δυνατόν! «Τι κάνεις κοριτσάκι μου;»
«Καλά νταντά μου, εσύ;» Αισθανόταν εντελώς γελοία, αλλά και τι να έλεγε; «Αισθάνομαι λίγο περίεργα, γιατί δεν έχουμε μιλήσει ποτέ, σωστά;»
«Δίκιο έχεις. Μόνο εγώ σου μιλούσα, γιατί εσύ ήσουν πολύ μικρή τότε. Θυμάσαι τι σου έλεγα;»
«Όχι νταντά μου, τι;»
«Δεν θυμάσαι για το γενναίο ελεφαντάκι που έσωσε το μαγικό βασίλειο και το ποντικάκι που δεν έτρωγε όλο του το φαΐ;»
«Όχι νταντά μου, δεν τα θυμάμαι. Μου τα έλεγες πριν κοιμηθώ;»
«Κι’ αυτά και άλλα πολλά. Και σου έλεγα ότι θα μεγαλώσεις και θα γίνεις ένα μεγάλο παλικάρι και θα κάνεις σπουδαία πράγματα για την Πόλη. Κι’ εσύ με άκουγες, γούρλωνες τις ματάρες σου τις όμορφες και μου έσφιγγες το δάχτυλο με τα χεράκια σου. Δεν θυμάσαι;»
«Όχι καλή μου νταντά, όχι. Αλλά θυμάμαι την φωνή σου».
«Πώς τα πέρασες αγοράκι μου; Πώς ήταν η ζωή σου;»
Τρόμαξε. «Γιατί, νταντά μου, θα τελειώσει τώρα;»
«Όχι καλέ μου, ησύχασε, τίποτα δεν τέλειωσε. Απλώς ρωτάω πώς τα πέρασες».
«Μπερδεμένος είμαι, νταντά μου. Πολύ μπερδεμένος».
«Και, δεν βλέπεις άκρη;»
«Δεν ξέρω νταντά μου, δεν ξέρω. Πού να ξέρω;»
«Δίκιο έχεις, μην στεναχωριέσαι».
«Ναι, νταντά, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω. Πάω από δω, πάω από εκεί, προσπαθώ, προσπαθώ, αλλά δεν βγαίνει τίποτα. Όλα είναι περίεργα, γκρίζα και μπερδεμένα. Και όταν καμιά φορά μου πάνε όλα καλά, όταν νομίσω πως κάτι κατάλαβα, πως κάτι αξίζει, τότε, αμέσως, κάτι γίνεται και όλα γκρεμίζονται και τότε πρέπει να αρχίσω πάλι απ’ την αρχή. Γιατί νταντά μου γίνεται αυτό;»
Σιωπή.
«Νταντά; Νταντά πού είσαι;… Νταντά;»
Άπλωσε με αγωνία το χέρι και ψηλάφησε το σκοτάδι γύρω του. Τώρα δεν έβλεπε ούτε το χέρι του.
«Νταντά!.. Νταντά!.. Νταντά, που είσαι γαμώτο σου;»
Σιωπή.
Έμεινε εκεί να κοιτάει το μαύρο κενό. Η νταντά του! Πώς συνέβη αυτό; Ήταν δυνατόν να ήταν πραγματικά εκεί η νταντά του; Μήπως ήταν παραλήρημα; Και γιατί εξαφανίστηκε; Μήπως ήταν εκεί ακόμα, αλλά δεν του μιλούσε; Τι μπορούσε να κάνει; Μήπως του είχε θυμώσει με κάτι; Γιατί δεν μιλούσε; Πώς είχε βρεθεί εκεί; Και αν ήταν της φαντασίας του, πώς του είχε έρθει; Ποτέ δεν την είχε σκεφτεί την νταντά του, ποτέ. Γιατί δεν την είχε σκεφτεί ποτέ; Αφού ήταν τόσο σημαντική γι’ αυτόν. Και γιατί την είχε σκεφτεί εκείνη την στιγμή; Η ανάμνησή της και μόνο ήταν σαν να είχε ανοίξει μια πόρτα μέσα του. Μια πόρτα απ’ όπου ξεχυνόταν τώρα κάτι, το οποίο δεν μπορούσε να ονομάσει, αλλά το ένοιωθε τώρα να ρέει σε μεγάλη ποσότητα. Δεν ήξερε να πει αν ήταν καλή ή κακή η ροή αυτή, αλλά την ένοιωθε να τον παίρνει μαζί της και να τον πηγαίνει σαν χάρτινη βαρκούλα σε μεγάλο ποταμό.
Δεν είχε συγκεκριμένες αναμνήσεις από τη νταντά του. Δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα. Αλλά δεν τον ενοχλούσε αυτό, το έβρισκε φυσικό. Η μύτη δεν μπορεί να μυρίσει την μυρωδιά της, το μάτι δεν μπορεί να δει στο εσωτερικό του. Έτσι κι’ αυτός δεν μπορούσε να θυμηθεί την νταντά του. Ήταν φυσικό. Θυμόταν όμως πολύ καλά την φωνή της, αυτήν ναι, την θυμόταν. Είχε μείνει μέσα στην μνήμη του σαν μια μελωδία που πιπιλούσε ξανά και ξανά, χωρίς να ξέρει πού την βρήκε ή ποιος του την έδωσε.
Πώς βρέθηκε εδώ; Γιατί έφυγε; Κι’ αυτός τώρα τι θα έκανε;
«Νταντά!..Νταντά!»
Δεν περίμενε απάντηση. Αλλά ήθελε να την φωνάξει μια τελευταία φορά. Έτσι όπως κάνεις έναν τελευταίο γύρο, ψάχνοντας για τον φίλο που χάθηκε στην θάλασσα, χωρίς να ελπίζεις πια, αλλά επειδή πρέπει να τον κάνεις αυτόν τον τελευταίο γύρο. Έτσι ήθελε να είχε κάνει και με την Μητέρα και με την γριά, αλλά δεν μπόρεσε.
Η σιωπή τον έκανε να νοιώθει κρύο. Σηκώθηκε κι’ άρχισε πάλι να περπατάει. Όχι γιατί είχε κάπου να πάει, αλλά περισσότερο για να ζεσταθεί. Τα χέρια του κρέμονταν τώρα στα πλάγια παραιτημένα. Το μόνο που έκανε ακόμα ήταν να περπατάει με μικρά βήματα, αλλά κι’ αυτό το έκανε για να μην πέσει πουθενά και χτυπήσει και όχι για να σωθεί. Άλλωστε δεν είχε πια από τι να γλυτώσει.
Νύσταζε. Μπορούσε να ξαπλώσει και να κοιμηθεί εκεί που βρισκόταν; Μήπως ήταν επικίνδυνο; Θα έβλεπε όνειρα; Κάθισε κάτω. Θα έδινε οτιδήποτε να είχε έναν τοίχο να ακουμπήσει. Προσπαθούσε να μαντέψει πού βρισκόταν, αλλά δεν μπορούσε. Φανταζόταν διαρκώς πως βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο χείλος ενός γκρεμού και πως στην επόμενη κίνηση θα έβρισκε κενό και θα κατρακυλούσε σε μια απύθμενη άβυσσο.
Φαντάστηκε την νέα να ακούει την κραυγή του, καθώς θα έπεφτε. Και ό ίδιος, πώς θα ένοιωθε πέφτοντας; Πώς θα ένοιωθε αυτή ακούγοντάς τον; Άραγε είχε γλυτώσει καμία νέα; Τον ενοχλούσε η ιδέα ότι πουθενά μέσα στην Πόλη δεν είχε μείνει ούτε μια νέα. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα δισεκατομμύρια υπάρξεων, γιατί να μην έχει επιζήσει ούτε μια;
Αλλά δεν τον ένοιαζε. Ουσιαστικά, δεν την θυμόταν πια. Και το γεγονός πως δεν την θυμόταν δεν δημιουργούσε κανένα συναίσθημα μέσα του. Καλό ήταν αυτό ή κακό; Δεν ήξερε. Του είχε ξανασυμβεί ή ήταν καινούργιο; Δεν θυμόταν. Θα ήθελε πλέον να πάψει να σκέφτεται. Άκουγε τις σκέψεις του και του φαίνονταν σαν κολλημένο γραμμόφωνο, που παίζει ξανά και ξανά την ίδια στροφή. Λαχταρούσε να βρεθεί πια ένα χέρι να του δώσει μια σφαλιάρα να σκάσει. Κατάντια; Ούτε γι’ αυτό δεν ήταν βέβαιος.
Ξάπλωσε ανάσκελα. Τελικά ο γκρεμός ίσως και να ήταν προτιμότερος σε σύγκριση με μια απέραντη πεδιάδα. Σκέφτηκε τον εαυτό του να βρίσκεται ξαπλωμένος στη μέση μιας απέραντης πεδιάδας. Το γεγονός πως ήταν σίγουρα στο εσωτερικό της Πόλης, δεν τον εμπόδιζε να καταγίνεται με τέτοιες σκέψεις. Θα ήθελε να αισθάνεται εκτεθειμένος, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος στη μέση της πεδιάδας, αλλά αυτό που κυρίως φοβόταν ήταν μήπως και τώρα πια, πραγματικά, δεν είχε απομείνει τίποτα απ’ το οποίο να κινδυνεύει. Μήπως και δεν υπήρχε πια κανείς να ασχοληθεί μαζί του. Κανένα στόχαστρο να τον έχει στο κέντρο του και κανένα μυαλό να τον σημαδεύει. Ίσως αυτό να ήταν το χειρότερο.
Της ήρθε να κλάσει. Ήταν μια μικρή, πικρή κλανιά. Σαν ήχος μακρινής καμπάνας ακούστηκε μέσα στην μύτη της. Ήρθε από μακριά, αργά και μεγαλόπρεπα. Κορυφώθηκε με ένταση και μετά απομακρύνθηκε ανάλαφρα αφήνοντας στο νερό φευγαλέους ιριδισμούς. Πάει.
Τελικά είχε μείνει μόνη, πρόσωπο με πρόσωπο, με αυτό που σε όλη της την ζωή είχε προσπαθήσει να αποφύγει.
Άπλωσε τα χέρια της και έψαξε το κορμί της. Διέτρεξε τα μαλλιά και το μέτωπο, κατέβηκε γύρω απ’ τη μύτη, σταμάτησε λίγο στο στόμα, γλίστρησε μέχρι τον λαιμό, σκαρφάλωσε στο στήθος, αγκάλιασε τα δυο της στήθη και μάλαξε τις ρόγες της, μέτρησε τα πλευρά της, έσφιξε τους μυς μπροστά από το στομάχι της, πίεσε το εσωτερικό της κοιλιάς της, από τη μια το συκώτι, από την άλλη το πάγκρεας, μετά κατέβηκε πιο χαμηλά στα έντερα ανάμεσα στα κόκαλα της λεκάνης, έφτασε τις τρίχες του εφήβαιου, προχώρησε στο πέος της και το έσφιξε δυνατά, μετά κατέβηκε στα αρχίδια της και ακόμα πιο κάτω μέχρι την τρύπα του κώλου της. Σκέφτηκε να γυρίσει απ’ την άλλη για να αρχίσει να ανεβαίνει από την μέση, στα νεφρά, τις ωμοπλάτες, να φτάσει τους ώμους και τον σβέρκο ή ίσως να έσκυβε προς τα κάτω για να κατέβει μέχρι τα πόδια, να βρει τα γόνατα, τα καλάμια και τους αστραγάλους της, να μετρήσει τα κόκαλα και τα δάχτυλα των ποδιών και εκεί να τελειώσει, να μην μείνει τίποτα άλλο. Αλλά ήταν και τα χέρια. Από τους ώμους έπρεπε να κατέβει στα μπράτσα, στους αγκώνες και τους καρπούς, να φτάσει τις παλάμες και τα δάχτυλα και τότε, ναι, τότε θα είχε πραγματικά τελειώσει.
Σταύρωσε ήρεμα τα χέρια πάνω στο στήθος της. Το μυαλό της παρακολουθούσε αμέριμνο τους πνεύμονές της να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν. Δεν ήταν αμέριμνο το μυαλό της, θυμόταν. Αλλά όλα αυτά ήταν πίσω απ’ τη σκηνή, εκεί που δεν υπήρχε φως να τα φωτίσει. Αυτός, τώρα, στεκόταν μπροστά στο φως, μόνος και έτοιμος – το δυνατό φως τον στράβωνε λίγο μόνο και είχε τα μάτια μισόκλειστα.
Το σώμα της Πόλης άνοιξε και ένοιωσε να βουλιάζει μέσα της.
Γλιστρούσε. Η σάρκα της Πόλης τον έσφιγγε με ρυθμικούς σπασμούς. Δεν καταλάβαινε αν προσπαθούσε να διευκολύνει ή να εμποδίσει την πτώση του. Αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια. Το φως ήταν τώρα πολύ δυνατό.