Το εξώφυλλο φιλοτεχνήθηκε με την βοήθεια του Midjourney (Model V4).

Κεφάλαιο 1

Άνοιξε τα μάτια της. Άπλωσε το χέρι να νοιώσει το σώμα δίπλα της. Μετά τα έκλεισε πάλι. Λίγο αργότερα, ένοιωσε κίνηση. Καθυστέρησε όμως να γυρίσει και μόλις που πρόλαβε να δει την σκιά του να χάνεται. Άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω του.

Αναστέναξε. Δεν ένοιωθε καλά, δυσκολευόταν ν’ ανασάνει. Άλλαξε πλευρό. Ξεσκεπάστηκε. Το γυμνό της σώμα θαμπόφεγγε αχνά στο μισοσκόταδο. Γαλακτερό και λιπόσαρκο, σαν ψάρι της αβύσσου.

Αγκάλιασε το σώμα της. Έσφιξε, χαλάρωσε, έσφιξε, χαλάρωσε. Πάλι. Και πάλι. Με όλη της την δύναμη. Μετά, χούφτωσε το αγορίστικο στήθος της. Τα μπράτσα, την κοιλιά, τους μηρούς και τις γάμπες. Και πάλι, και πάλι. Με όλη της τη δύναμη. Ώσπου λαχάνιασε.

Σταμάτησε. Τα χέρια της πήγαν και κούρνιασαν ανάμεσα στα σκέλια της. Γύρισε ανάσκελα.

Δεν είχε γεννητικά όργανα. Εκεί που ενώνονταν τα πόδια της υπήρχε μόνο λείο, στιλπνό δέρμα. Κάτω-κάτω, πολύ χαμηλά, μόλις που διακρινόταν μια μικρή σχισμή. Γύρισε πάλι μπρούμυτα.

Έκανε γροθιές τα χέρια της. Τα στρίμωξε ανάμεσα στη κοιλιά και τα πόδια της. Πίεσε εκεί με όλη της την δύναμη. Με λύσσα. Με το πρόσωπο παραμορφωμένο και την αναπνοή να βγαίνει αγκομαχώντας. Ενώ, όμως, καταγινόταν με το σώμα της, το μυαλό της ταξίδευε.

Δεν είχε τέλος το Εργοστάσιο στη Μπριμ.

Ως εκεί που έφτανε το μάτι εκτεινόταν η αλυσίδα παραγωγής. Οι μηχανές σίγουρα είχαν γνωρίσει και καλύτερες μέρες. Εξακολουθούσαν να βάζουν τα δυνατά τους, η ατμόσφαιρα όμως, ήταν βαριά απ’ την αγωνία τους. Όλος, εκείνος, ο απέραντος χώρος απέπνεε έναν ρυθμικό θόρυβο, ένα υπόκωφο βουητό. Σαν λαχανιασμένη αναπνοή. Στα πρώτα της στάδια η αλυσίδα δεν έμοιαζε να κάνει τίποτα σπουδαίο, κάτι μικρούς γυαλιστερούς δίσκους απλώς μετέφερε από δω κι’ από εκεί. Πήγαιναν όμως τόσο γρήγορα οι δίσκοι, που ήταν σαν να πετούσαν. Στο κέντρο κάθε δίσκου ήταν τοποθετημένο ένα ωάριο. Τι όμορφα που ήταν! Πώς έσφυζε η πολύχρωμη ζωή στο εσωτερικό τους! Οι δίσκοι περνούσαν από διάφορα επεξεργαστικά στάδια, ώσπου κάποια στιγμή έφταναν και κάτω από έναν περίεργο μηχανισμό, που έμοιαζε με πύλη κάστρου. Στο κάτω άκρο του μηχανισμού, εκεί απ’ όπου έπρεπε να περάσουν οι δίσκοι, ο μηχανισμός σχημάτιζε μια αραχνοΰφαντη προεξοχή, κάτι σαν βελόνα. Η βελόνα αυτή είχε εξαιρετικά κρίσιμο έργο να επιτελέσει. Καθώς τα ωάρια περνούσαν από κάτω, η βελόνα οσμιζόταν την ακριβή θέση τους πάνω στο δίσκο, διάλεγε ένα κατάλληλο σημείο στην μεμβράνη του κυττάρου και το τρυπούσε απαλά. Έχυνε μέσα ένα κολοβό σπερματοζωάριο και μετά αποσυρόταν ολοταχώς για να προλάβει το επόμενο ωάριο που ήδη πλησίαζε.

Μόλις η βελόνα απομακρυνόταν, στο εσωτερικό του ωαρίου ξεκινούσε αμέσως η διαίρεση. Τα χρωμοσώματα του πυρήνα διχοτομούνταν από πάνω μέχρι κάτω. Ο πυρήνας χωριζόταν στα δύο και ακολουθούσαν το κυτόπλασμα και τα κυτταρικά οργανίδια. Στο τέλος, η κυτταρική μεμβράνη σχιζόταν ολόκληρη και δυο ξεχωριστά κύτταρα άρχιζαν να μορφοποιούνται. Αργά, αλλά σταθερά, η αλυσίδα παραγωγής ανέβαζε την συχνότητα λειτουργίας της. Η εξέλιξη επιταχυνόταν κι’ ο αριθμός των κυττάρων πολλαπλασιαζόταν εκθετικά. Τα έμβρυα άρχιζαν να παίρνουν όλο και πιο ξεκάθαρη μορφή. Τότε η συχνότητα αυξανόταν ακόμη περισσότερο. Η μορφή των εμβρύων ωρίμαζε με εντελώς αφύσικο ρυθμό. Σώματα ολοκληρωμένων ανθρώπινων παιδιών άρχιζαν σιγά-σιγά να μορφοποιούνται. Δύο περίπου χρονών έμοιαζαν να είναι, κι’ ας βρίσκονταν ακόμα κλεισμένα μέσα σε αμνιακούς σάκους. Όμως το σώμα τους ήταν καλυμμένο με χιλιάδες νευρικές απολήξεις. Δεν ήσαν ακόμη αυτόνομα, ούτε γι’ αστείο.

Από μακριά, τα παιδιά της αλυσίδας έμοιαζαν με υδρόβια φυτά. Απ’ αυτά που για να επιπλεύσουν απλώνουν τις ρίζες τους στο νερό. Μόνο τα μάτια τους δεν ταίριαζαν. Σαν σπασμένα, περιφέρονταν, χωρίς να βλέπουν. Μονίμως ανοικτά. Η ημερήσια παραγωγή του Εργοστασίου έφτανε εκατοντάδες τέτοια πλάσματα. Και, στην πραγματικότητα, η λειτουργία του Εργοστασίου ήταν εντελώς αθόρυβη. Ο θόρυβος που ακουγόταν, ο ήχος αυτός σαν λαχάνιασμα, δεν ήταν απ’ τα μηχανήματα, αλλά απ’ την ρυθμική αναπνοή των παιδιών.

Μια κραυγή ακούστηκε, κάπου μακριά. Πάγωσε. Σκεπάστηκε, βιαστικά. Έστησε αυτί. Τίποτα, σιωπή. Έμεινε ακίνητη, με το βλέμμα στυλωμένο στο σκοτάδι. Σηκώθηκε, βαρύθυμα. Διέσχισε το σκοτεινό δωμάτιο, άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στην είσοδο. Πόσο την στράβωσε, το ξαφνικό φως! Το σκοτεινό δωμάτιο πίσω της υπογράμμιζε και την παραμικρή λεπτομέρεια πάνω της. Ούτε μία τρίχα δεν είχε το σώμα της. Ούτε στα φρύδια, ούτε στις μασχάλες, ούτε πουθενά. Ήταν αδύνατη—τα πλευρά της διαγράφονταν καθαρά. Τριάντα περίπου χρονών πρέπει να ήταν, αλλά φαινόταν μεγαλύτερη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν τεντωμένα. Το ύφος της εξαϋλωμένο, όμως τα μάτια της έλαμπαν. Σαν από μόνιμο πυρετό.

Στάθηκε για λίγο ακίνητη. Εξέτασε την τρισδιάστατη απεικόνιση που είχε εμφανιστεί μπροστά της. Καθόλου δεν της άρεσε το θέαμα.

«Ένα μου, Ένα μου, τι θ’ απογίνουμε;», μονολόγησε βραχνά. Μετά, έκανε μια ανυπόμονη κίνηση κι’ η εικόνα διαλύθηκε. Ο χώρος που στεκόταν ήταν άσπρος και λείος, σαν τσόφλι αυγού. Πήγε και στάθηκε σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Απ’ την επιφάνεια του τοίχου αναδύθηκε μια συσκευή. Κάθισε επάνω της. Ο μηχανισμός προσάρμοσε το σχήμα του στο σώμα της και μετά, προσεκτικά και μεθοδικά, άρχισε να την πλένει. Ταυτόχρονα, μια ακτίνα φωτός ξύριζε σύριζα τα χιλιοστά τριχών, που είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν απ’ το δέρμα της.

Έκλεισε τα μάτια κι’ αφέθηκε στην φροντίδα της μηχανής.

Στα μπάνια της Μπριμ εκατοντάδες, εντελώς άτριχα παιδάκια έκαναν Καθαρότητα όλα μαζί. Οι συσκευές τους, φθαρμένες και πολυκαιρισμένες, απέπνεαν μιζέρια κι’ εγκατάλειψη. Παρ’ όλ’ αυτά η ατμόσφαιρα ανάμεσα στα παιδιά ήταν ηλεκτρισμένη. Ήθελαν να παίξουν, να γελάσουν, μα δεν τολμούσαν. Οι Εποπτεύοντες, από πάνω, καραδοκούσαν. Μόλις κάποιο δοκίμαζε, έστω και λίγο πλάι να γυρίσει το κεφάλι του, θα το κατακεραύνωναν αμέσως με αγάπες[^fn1]. Ήταν το παιχνίδι τους αυτό—ποιος θα έριχνε τις πιο πολλές. Οι αγάπες δεν προκαλούσαν μόνιμη βλάβη στον οργανισμό, γι’ αυτό και οι Εποπτεύοντες μπορούσαν να ρίχνουν κατά βούληση. Κάθε αγάπη δεν ήταν ουσιαστικά, παρά μια απλή σκέψη—μια σκέψη πόνου—που ο Εποπτεύων μεταβίβαζε, στιγμιαία, στο παιδί. Η μεταβίβαση γινόταν από μια συσκευής που οι Εποπτεύοντες φορούσαν στη μέση τους. Η τεχνολογία της συσκευής ήταν ανώριμη, μόνο θεμελιώδη αισθήματα μπορούσε να μεταφέρει. Η εξέλιξή της ποτέ δεν προχώρησε πάρα πέρα—δεν υπήρχε λόγος.

Η 3Ζ46Β64Κ467[^fn2] δεν ήταν παρά άλλο ένα απ’ τα παιδιά αυτά. Προσπαθούσε να κάνει το μπάνιο της και φοβόταν τις αγάπες—ως και στον ύπνο της τις έβλεπε καμιά φορά. Κρατούσε, λοιπόν, το βλέμμα της καρφωμένο, ίσια μπροστά, μην τυχόν και δώσει αφορμή. Σε μια στιγμή, πιο πολύ ένοιωσε παρά είδε, μια κίνηση στ’ αριστερά της. Διακινδύνευσε μια γρήγορη, κλεφτή ματιά. Το παιδάκι, δίπλα της, άπλωνε το χέρι του. Ήθελε να πιάσει μια σαπουνόφουσκα, που, πολύχρωμη κι’ αστραφτερή, χόρευε μπροστά τους. Όμως, το ρεύμα του αέρα πήρε την σαπουνόφουσκα, και το παιδί, κατά λάθος, άγγιξε το διπλανό του. Σαν χάδι πρέπει να φάνηκε η κίνηση αυτή, από μακριά.

Μια Εποπτεύουσα, που περιφερόταν εκεί κοντά, αντιλήφθηκε την σκηνή. Γύρισε προς το μέρος τους. Η Επτά ζάρωσε. Ένα καυτό κύμα μίσους την περιέλουσε. Με κατσαρίδα έμοιαζε η Εποπτεύουσα. Τεράστια, κατάμαυρη και θυμωμένη. Πολύ-πολύ θυμωμένη. Έβγαλε την αγάπη της και έριξε την πρώτη ριπή. Το παιδί, δίπλα στην Επτά, σπαρτάρισε κι’ έπεσε κάτω. Η Εποπτεύουσα του έριξε και δεύτερη, και τρίτη αγάπη. Το σώμα του παιδιού συσπάστηκε και μετά ούρλιαξε απ’ τον πόνο. Θέλοντας και μη, όλα τα παιδιά γύρισαν να δουν. Σαν μαραμένα ηλιοτρόπια έκαναν. Η Εποπτεύουσα πλησίασε τώρα το άλλο παιδί, αυτό που είχε υποστεί το άγγιγμα. Στα γόνατα είχε πέσει και παρακαλούσε. Η Εποπτεύουσα έριξε, όμως η συσκευή της μπλόκαρε, δεν λειτούργησε. Έξαλλη, η Εποπτεύουσα, χτύπησε το παιδί με την ίδια την συσκευή. Μάταια, το παιδί, έκανε να προφυλαχτεί. Και τότε κάπως έγινε κι’ απ’ τα χτυπήματα, ξεμπλόκαρε η συσκευή. Ολόχαρη, η Εποπτεύουσα, έριξε στο παιδί δυο αγάπες, απανωτές, την μία πίσω απ’ την άλλη. Μετά, έκανε ένα βήμα και κοίταξε. Τα σώματα των δυο παιδιών έτρεμαν σπασμωδικά στο γλιστερό δάπεδο. Οι γοεροί τους λυγμοί είχαν κάτι το αποκαρδιωτικό, καθώς έκαναν γκελ στους υγρούς τοίχους. «Δεν αγγίζουμε! Δεν αγγίζουμε ποτέ, ανθρούνια![^fn3]», ούρλιαξε η Εποπτεύουσα πάνω απ’ τα δυο σώματα. Μετά, γύρισε και απευθύνθηκε στα υπόλοιπα παιδιά, που παρακολουθούσαν έντρομα. «Ποτέ μόνοι, ποτέ δεν αγγίζουμε! Ποτέ μόνοι. Πότε δεν αγγίζουμε! Πέστε το, ανθρούνια. Όλα μαζί».

Τα παιδιά ξεκίνησαν πειθαρχικά. Όμως οι φωνές τους ακούγονταν αδύναμες, σαν ξεψυχισμένες. Η Εποπτεύουσα εξοργίστηκε. Τους έδειξε την συσκευή της. Τα έβαλε να επαναλάβουν, ξανά και ξανά, τις ίδιες πάντα φράσεις, μέχρι που έφτασαν να τσιρίζουν με όλη τους την δύναμη. Τότε, μόνο, έδειξε να ικανοποιείται η Εποπτεύουσα. Τα κοίταξε, όλα, καλά-καλά, και μετά, με αργές, επιτηδευμένες κινήσεις, άρχισε ν’ απομακρύνεται.

Η Επτά γύρισε πάλι μπροστά της. Τόση ώρα, ούτε μια ανάσα δεν είχε καταφέρει να πάρει. Σαν να’ χε μπουκώσει, το ένιωθε το λαρύγγι της. Προσπάθησε να χαλαρώσει. Σιγά-σιγά. Και τότε—εντελώς απροειδοποίητα—ένοιωσε το έντερό της να λύνεται. Ασυγκράτητα. Μια ξαφνική καταιγίδα την θέρισε βαθιά, μέσ’ τα σπλάχνα της. Απεγνωσμένα, επιχείρησε να κρυφτεί, κάπως. Αλλά, πώς; Αφού ήταν ολόγυμνη. Ευτυχώς όμως, κανείς δεν έδωσε σημασία. Και η συσκευή, που την έπλενε, ρούφηξε στα γρήγορα όλες της τις ακαθαρσίες. Η καρδιά της μόνο απέμεινε, που δεν έλεγε να σταματήσει να βροντοχτυπάει μέσ’ το στήθος της.

Η μηχανή χαλάρωσε το αγκάλιασμα της. Σημάδι πως η Καθαρότητα τελείωνε όπου να’ ταν. Η Επτά τρεμόπαιξε τα μάτια της. Έκανε ν’ ανασηκωθεί. Ένα απρόσμενο τράβηγμα τράνταξε το χέρι της. Γλίστρησε κι’ έπεσε κάτω. Γύρισε. Το χέρι της, είχε πιαστεί στη μηχανή. Με το άλλο προσπάθησε να ξεμπλοκάρει τον μηχανισμό. Όμως είχε μαγκώσει, δεν τα κατάφερνε. Πανικοβλήθηκε. Μάταια τραβούσε σπασμωδικά από δω κι’ από εκεί. Χειρότερα τα έκανε. Στο τέλος, έμεινε εκεί που βρισκόταν, με το χέρι κρεμάμενο σαν σπασμένη μαριονέτα. Το θέαμα θα ήταν θλιβερό, αν δεν ήταν τόσο παράλογο. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. Πίσω, στο δωμάτιο, άναψε φως. Ήταν ο 7Δ82Χ11Ν252, που είχε μόλις επιστρέψει. Είδε τι συνέβαινε κι’ έτρεξε να βοηθήσει. Ο Δύο ήξερε πώς να χειριστεί την μηχανή. Έσπρωξε ένα σημείο και το χέρι της Επτά ελευθερώθηκε αμέσως. Όμως η Επτά δεν κουνήθηκε. Έμεινε εκεί που βρισκόταν, με το κεφάλι κατεβασμένο. Έκλαιγε τώρα, ασυγκράτητα. Κάτι έκανε να πει ο Δύο, αλλά το άφησε. Στάθηκε, μια στιγμή, από πάνω της. Μετά, έσκυψε και την αγκάλιασε, εκεί που βρισκόταν. Έμειναν για λίγο έτσι, στο πάτωμα, κρατώντας ο ένας τον άλλο. Όμως η στάση ήταν άβολη, και για τους δύο. Ευτυχώς, τα αναφιλητά της Επτά πήραν να λιγοστεύουν. Μόλις ηρέμησε κάπως, ο Δύο την έπιασε απ’ το χέρι και την βοήθησε ν’ ανασηκωθεί. «Έλα πεταλουδίτσα μου», της είπε. «Έλα. Έχουμε αργήσει». «Τι ώρα είναι;» ρώτησε η Επτά, ενώ ρουφούσε τη μύτη της. «Αργά. Έλα». Η Επτά στηρίχτηκε στον ώμο του Δύο κι’ έκανε ένα βήμα. «Ένα μου… Δεν ξέρω πώς έγινε. Πιάστηκα… Μου θύμισε…». Η φωνή της έσβησε και η φράση της έμεινε να κρέμεται στον αέρα.

Ο Δύο περίμενε λίγο και μετά την πήρε απ’ το χέρι και την οδήγησε πίσω, στο δωμάτιο. Έκανε μια χειρονομία. Χαμηλός φωτισμός πλημμύρισε τον χώρο.

Άδειο ήταν το δωμάτιο. Μόνο ο όγκος του κρεβατιού τους διακρινόταν πέρα στο βάθος. Ο Δύο έκανε άλλη μια χειρονομία κι’ ένας ολόκληρος τοίχος χάθηκε. Πίσω του αποκαλύφθηκε μια δαιδαλώδης γκαρνταρόμπα. Το θέαμα ήταν πολύ εντυπωσιακό, έτσι όπως έχασκε μέσ’ το άδειο, μέχρι λίγο πριν, δωμάτιο. Σαν παράθυρο σε πολύχρωμο παζάρι, έμοιαζε.

«Πού είχες εξαφανιστεί τόση ώρα, ανθρούτσα;[^fn4]» Ο Δύο ήταν έτοιμος να μπει μέσ’ την γκαρνταρόμπα, όταν του ρίχτηκε η Επτά. Αιφνιδιάστηκε, για μια στιγμή. Αυτοκυριαρχήθηκε όμως, πολύ γρήγορα. Ούτε λέξη δεν είπε, ούτε μια κίνηση δεν του ξέφυγε. Σαν να μην υπήρχε κανείς μέσ’ το δωμάτιο έκανε. Την τρέλανε τελείως αυτό την Επτά.

«Πόσες φορές πρέπει να σου πω να μην εξαφανίζεσαι;» τσίριξε. «Ειδικά το πρωί;… Κοίτα με ανθρωπέλα[^fn5] όταν σου μιλάω, γιατί θα…».

«Για όνομα του Ένα» την διέκοψε ο Δύο ψιθυριστά. «Μην αρχίζεις. Έχουμε αργήσει, σου λέω». «Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω, ακούς;» ούρλιαξε η Επτά ανεξέλεγκτα. «Κάνε τη δουλειά σου και θα κάνω κι’ εγώ τη δική μου. Κατάλαβες, κοψίδι;[^fn6] Έ, κοψίδι… Δεν μου φτάνουν τα δικά μου, πρέπει να’ χω κι’ εσένα. Δεν σ’ αντέχω άλλο πια. Δεν σ’ αντέχω!»

Η Επτά γύρισε και μην ξέροντας πώς αλλιώς να ξεσπάσει, χτύπησε μανιασμένη τον τοίχο με το χέρι της. Πρέπει να πόνεσε, αλλά δεν το έδειξε. Όσο για τον Δύο, δεν αντέδρασε καθόλου πάλι. Περίμενε απλώς, με το βλέμμα γυρισμένο στο πλάι.

Κόχλαζε η αναπνοή της Επτά. Στην δεξιά γωνιά του στόματός της μια γραμμή σάλιου έκανε την εμφάνισή της. Ο Δύο πλησίασε, αργά και προσεκτικά, άπλωσε το χέρι του και την σκούπισε. Η Επτά δεν αντέδρασε καθόλου. Μπορεί να μην το κατάλαβε καν. Μετά, ο Επτά γύρισε πίσω στη γκαρνταρόμπα.

«Το σλιπ[^fn7], πρώτα», διέταξε, αυταρχικά, η φωνή της Επτά. Ο Δύο γονάτισε στο πάτωμα και αφού ψαχούλεψε, πίεσε ένα σημείο. Μια μικρή τρύπα εμφανίστηκε. Έχωσε μέσα τα δάχτυλά του και πολύ προσεκτικά, ψάρεψε ένα φιαλίδιο. Μετά, κι’ ένα δεύτερο. Έλεγξε για μια στιγμή το δεύτερο και το έκρυψε στη στολή του. Μετά, πήρε το πρώτο και γύρισε προς την Επτά που τον περίμενε με μάτια, ρουθούνια και στόμα, όλα ορθάνοιχτα. Ακόμα και τους πόρους του δέρματός της θα άνοιγε, αν μπορούσε. Ο Δύο την ψέκασε. Μια φορά, ίσια στο πρόσωπο. Η Επτά έκλεισε τα μάτια της κι’ έμεινε ακίνητη. Ο Δύο ψέκασε βιαστικά και στον εαυτό του μια μικρή δόση και επέστρεψε το φιαλίδιο πίσω στη θέση του. Γύρισε προς την Επτά. Προσπαθούσε να μην το δείξει, όμως το ναρκωτικό τον είχε γλαρώσει και τον ίδιο. Πιο ήσυχη τώρα, η Επτά, τον επιθεωρούσε καχύποπτα πίσω απ’ τα μισόκλειστα μάτια της.

«Θέλεις κάτι ιδιαίτερο;» την ρώτησε ο Δύο δείχνοντας την γκαρνταρόμπα.

«Ότι να’ ναι, ότι να’ ναι» του απάντησε συγκαταβατικά η Επτά, αναστενάζοντας. Και μετά από μια μικρή παύση πρόσθεσε. «Ευτυχώς που ήρθες. Δεν το άντεχα». Η φωνή της τώρα ήταν αισθητά πιο διαλλακτική.

Ο Δύο της έριξε μια γρήγορα ματιά για να βεβαιωθεί πως είχε πράγματι αρχίσει να της περνάει η κρίση. «Μην φοβάσαι πεταλουδίτσα μου», της είπε με θέρμη. «Δεν αφήνω εγώ να πάθεις τίποτα».

Η Επτά έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει. Η φωνή της όμως ακούστηκε τελείως ξεκούρδιστη. «Μην μ’ αφήνεις μόνη», του είπε. «Μην μ’ αφήνεις μόνη».

Μετά την Καθαρότητα, το επόμενο βήμα στην καθημερινή προετοιμασία της Επτά ήταν η Αμφίεση. Τροφοί και Ύψιλον[^fn8] ήσαν οι μόνοι άνθρωποι που είχαν δικαίωμα να φορούν στολές Άνομο, οι υπόλοιποι φορούσαν απλές στολές.[^fn9]

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των στολών αυτών ήταν το χρώμα[^fn10] τους. Απ’ αυτό προσδιοριζόταν το είδος της απασχόλησης και το κοινωνικό επίπεδο αυτού που την φορούσε. Των Τροφών οι στολές, γενικά, ήσαν σκούρες κόκκινες, σχεδόν πορφυρές. Στην περίπτωση της Επτά, που ήταν Τροφός Κληρικού, η στολή της είχε και χρυσό, μια και αυτό ήταν το χρώμα του Κλήρου. Αντίστοιχα, η στολή του Δύο ήταν γκρι, όπως όλων των Ύψιλον , αλλά είχε και λίγο κόκκινο, επειδή η Επτά ήταν Τροφός. Ο Δύο προσέθετε στην στολή του και ελάχιστο χρυσό, επειδή θεωρούσε πως κάποιο μέρος της σχέσης της Επτά με τον Κλήρο έφτανε «εξ’ αγχιστείας» μέχρι και τον ίδιο. Κυρίως όμως για δική του προστασία το έκανε αυτό ο Δύο, παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Πέρα όμως απ’ το βασικό χρώμα υπήρχαν και οι δευτερεύουσες αποχρώσεις. Αυτές τις δημιουργούσαν τα επικαλυπτόμενα ημιδιαφανή υφάσματα απ’ τα οποία ήταν φτιαγμένη η στολή. Επιπλέον, η δομή του υλικού των ίδιων των υφασμάτων, τα έκανε να λειτουργούν ως εξαιρετικοί αισθητήρες της περιρρέουσας ενέργειας—ακόμα και μεταβολές στην υγεία ή την ψυχική διάθεση μπορούσαν να ανιχνεύσουν. Κάθε τέτοια μικρο-αλλαγή επηρέαζε αμέσως το χρώμα της στολής, δημιουργώντας έτσι μια εντελώς φαντασμαγορική συνολική εικόνα.

Το αποτέλεσμα ήταν πως με μια απλή ματιά στην στολή ενός Άνομο μπορούσε κανείς να έχει μια πρώτη εικόνα, όχι μόνο της κοινωνικής θέσης, αλλά και της φυσικής και ψυχικής του κατάστασης.

Με τα μάτια μισόκλειστα ο Δύο διέτρεχε τους διαδρόμους της γκαρνταρόμπας. Τα δάχτυλα του μόλις που άγγιζαν τα αραδιασμένα υφάσματα. Δεν χρειαζόταν να κοιτάει, τα ένοιωθε κατ’ ευθείαν τα χρώματα στ’ ακροδάχτυλά του. Σαν παγοδρόμος ήταν, που και με κλειστά μάτια, μπορούσε να νοιώσει με ακρίβεια την ποιότητα του πάγου κάτω απ’ τα πόδια του.

Τελικά, ο Δύο ξεδιάλεξε καμιά εικοσαριά διαφορετικά υφάσματα και τα έφερε έξω στο δωμάτιο. Τα άπλωσε κάτω και άρχισε να τα τοποθετεί προσεκτικά το ένα πάνω στ’ άλλο, σαν ζωγράφος που ανακατεύει χρώματα στην παλέτα του. Δοκίμασε διάφορους συνδυασμούς και κάθε τόσο διέκοπτε, απομακρυνόταν, και επιθεωρούσε το έργο του από διαφορετικές γωνίες .

Όταν, με τα πολλά, κατέληξε στον συνδυασμό που θα χρησιμοποιούσε εκείνη τη μέρα, ξεκίνησε την διαδικασία της εφαρμογής τους στο σώμα της Επτά. Με εξαιρετική επιμέλεια τύλιγε ξανά και ξανά κάθε ξεχωριστό ύφασμα στα μέλη της μέχρι που να έρθει και να κάτσει τέλεια. Η άψογη εξωτερική εμφάνιση δεν ήταν απλώς επιβεβλημένη, ήταν αυ-το-νό-η-τη για την κοινωνική θέση της Επτά. Ακόμη και οι πτυχώσεις της στολής μιας Τροφού είχαν την σημασία τους—τίποτα δεν ήταν τυχαίο, όλα κάτι σήμαιναν. Απ’ τις λεπτομέρειες αυτές θα την έκριναν οι επισκέπτες του Αρχιμανδρίτειου. Και η γνώμη τους ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, τόσο για την Επτά, όσο και τον Δύο.

Μετά την στολή, το επόμενο βήμα ήταν οι λίθοι. Οι λίθοι δεν ήσαν απλά σύμβολα κοινωνικής θέσης. Θεωρούνταν, επιπλέον, όργανα προστασίας και προσωπικής επιβολής. Μέσω αυτών μπορούσε κανείς όχι μόνο να προστατευθεί απ’ τις αρνητικές σκέψεις και επιρροές του περιβάλλοντος, αλλά και να επιβληθεί ο ίδιος στους γύρω του.

Ο Δύο, αφού το σκέφτηκε λίγο, κατέληξε πως για εκείνη την ημέρα πιο κατάλληλο ήταν ένα όχι υπερβολικά ενεργητικό σύνολο. Συνέθεσε στα γρήγορα ένα απλό σύμπλεγμα από αμέθυστους (για προστασία και δύναμη), καρνελίτες (για ενέργεια και διάρκεια) και μαύρο όνυχα (για την αναγεννητική του ικανότητα). Μια καλή άμυνα, σκέφτηκε, είναι η καλύτερη επίθεση. Άσε τους άλλους να σπαταλούν τις δυνάμεις τους, σπάζοντας τα μούτρα τους πάνω στην άμυνά σου. Όμως η αβέβαιη έκφραση του προσώπου του πρόδιδε πως δεν ήταν και τόσο σίγουρος για την θεωρία του.

Και πώς να είναι; Τα υφάσματα της στολής, οι λίθοι, ο φωτισμός του περιβάλλοντος, η σωματική και ψυχική κατάσταση, η κοινωνική υπόσταση του φορέα—όλα αυτά μαζί σχημάτιζαν ένα δυναμικά μεταβαλλόμενο σύμπλεγμα. Ο Δύο έπρεπε να διαχειριστεί όλες μαζί ταυτόχρονα τις μεταβλητές αυτές και μάλιστα κατά τρόπο, ώστε υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να προκύπτει πάντα ένα αρμονικό σύνολο που να απηχεί την κοινωνική θέση και τις προοπτικές της Επτά. Χρειαζόταν έμπειρο μάτι και καλαισθησία. Αλλά αυτή ήταν η δουλειά ενός Ύψιλον—ενός καλού, τουλάχιστον. Και ο Δύο ήθελε να πιστεύει πως ήταν τέτοιος.

Παρά την πολυπλοκότητά της όμως, η διαδικασία της Αμφίεσης δεν έπαυε να αποτελεί και μέρος της καθημερινής τους ρουτίνας. Η Επτά και ο Δύο την ήξεραν τόσο καλά ώστε δεν χρειαζόταν να προσέχουν τι έκαναν. Την προσοχή τους όλη την είχαν στραμμένη στον διάλογο και τους ρόλους που έπαιζαν με άνεση, ενώ στέκονταν κάτω ακριβώς απ’ το καρφί[^fn11] του δωματίου τους. Μόνο μια ανεπαίσθητη ένταση στη φωνή θα μπορούσε να τους προδώσει, αλλά ήταν τόσο φευγαλέα που δεν μπορούσε να την πιάσει καμιά μηχανή.

«Το είδες;» ρώτησε η Επτά ενώ έγλυφε με επιμέλεια τα τελευταία μόρια σλιπ που έλπιζε να είχαν απομείνει στα χείλια της.

«Μμμ» μουρμούρισε ο Δύο αρνητικά. «Πολύ νωρίς».

«Τουλάχιστον άκουσες κάτι;»

«Δεν είναι και τόσο καλή. Έτσι έλεγαν».

«Η ΠΗΠ[^fn12] ή των Κριών;»

«Των Κριών. Με τον ωροσκόπο του».

«Ωχ…»

«Και μην νομίσεις πως θέλω να…»

«Τότε, μην…»

«Μα γιατί; Tι το κακό λέω;» ξέσπασε αγανακτισμένος ο Δύο. «Τα Άγια Ζώδια είναι το Α και το Ω. Χωρίς αυτά, δεν θα’ μασταν τίποτα. Αλλά… Είναι όπως και με την Καθαρότητα. Πάντα το Όσι το πάει πιο πολύ μακριά—πολύ πιο μακριά από άλλα Άνομο. Ίσως επειδή είναι ακόμα νέος Αρχιμανδρίτης. Με τα ψέματα όμως περιμένει να σε διατηρεί. όπως σου αρμόζει; Η Συντήρηση έπρεπε να μας επισκέπτεται πολύ πιο συχνά. Δεν είναι φτηνή υπόθεση οι Τροφοί. Έπρεπε να το έχει καταλάβει πια αυτό».

«Δεν νομίζω πως δεν θέλει… Δεν μπορεί, μάλλον. Η ενορία του δεν είναι και τόσο μεγάλη ακόμη».

«Αυτό ακριβώς λέω κι’ εγώ. Αφού δεν μπορεί, τότε πώς είναι δυνατό να απαιτεί τόση Καθαρότητα; Στο τέλος-τέλος, πόσα χρόνια θέλει να ζήσει; Τι την τρέμει τόσο την… Μόλυνση (λέγοντας την λέξη αυτή χαμήλωσε ελαφρά τη φωνή του και μετά συνέχισε πάλι κανονικά); Ως Αρχιμανδρίτης, τα εβδομήντα, τα έχει σίγουρα, έτσι κι’ αλλιώς. Πού θέλει να φτάσει; Εκατό; Εκατόν είκοσι;… Αλήθεια, τι βαθμό πρέπει να έχει ένας Κληρικός για να φτάσει τέτοιες ηλικίες; Επίσκοπος; Μητροπολίτης;»

«Μητροπολίτης, νομίζω».

«Λες να προλάβει;»

«Πού θες να ξέρω…»

«Μπα… Δεν το έχω ικανό το Όσι. Αν ήταν, θα είχε ήδη…»

«Θα σταματήσεις επιτέλους να το λες Όσι;» τον διέκοψε η Επτά. «Πανοσιολογιότατο Γκρόμο το λένε, όχι Όσι. Πανοσιολογιότατο Γκρόμο! Και στο τέλος-τέλος τι μας νοιάζουν εμάς όλα αυτά; Εμείς, άνθρωποι είμαστε. Άνθρωποι! Το Αρχιμανδρίτη είναι Άνομο! Άνομο και Αρχιμανδρίτη! Και τον ίδιο αέρα που αναπνέουμε, πάλι πολύ είναι. Παρ’ το απόφαση» είπε και του έριξε μια ματιά όλο νόημα. Ο Δύο απάντησε με ένα αδιόρατο νεύμα.

«Εντάξει, εντάξει. Δίκιο έχεις. Μου ξέφυγε».

Επικράτησε σιωπή, για λίγο. Καθένας στις σκέψεις τους φαίνονταν βυθισμένοι οι δυο άνθρωποι.

«Σταμάτα, σταμάτα. Περίμενε λίγο», πέταξε ξαφνικά η Επτά.

Έκανε μια χειρονομία και άρχισε να εξετάζει τον εαυτό της στην τρισδιάστατη απεικόνιση που εμφανίστηκε απέναντί της. Ο Δύο μόλις είχε τελειώσει τις πρώτες τρεις στρώσεις υφάσματος κι’ ήταν έτοιμος για την επόμενη.

«Πες μου, πώς είμαι;»

«Γιατί, τι έχεις;… Μια χαρά είσαι».

«Μια χαρά, χάλια! Σίγουρα δεν έχω χάσει πάλι;»

«Δεν νομίζω».

«Εμένα, έτσι μου φαίνεται».

«Ε, μπορεί, λιγάκι. Όχι πολύ όμως. Δεν φαίνεται. Μην ανησυχείς».

«Τότε, εσύ, πώς το βλέπεις»;

«Ίδια σε ξέρουμε το Όσι—το Αρχιμανδρίτη (διόρθωσε αμέσως) κι΄ εγώ—πεταλουδίτσα μου; Δεν θα το προσέξει, σου λέω. Αν θες να ξέρεις, εμένα, η Καθαρότητα με ανησυχεί πολύ περισσότερο. Μην μυρίσει αίμα, μην πετύχει καμιά τρίχα—αυτά. Όχι το βάρος σου».

«Δεν… Δεν ξέρω. Κάτι δεν μου πάει καλά σήμερα… Λοιπόν… Ξέρεις κάτι; Δεν μ’ αρέσει, έτσι που το πας. Ψυχοπλάκωμα μου’ ρχεται. Χάθηκε κάτι λίγο πιο αισιόδοξο, πιο ανοιχτόκαρδο; Γιατί δεν βάζεις λίγο πράσινο…».

«Μα, αυτό ακριβώς δεν σε ρώτησα, πριν ξεκινήσουμε;», ρώτησε εκνευρισμένος ο Δύο.

Η Επτά δεν απάντησε. Τον κοίταξε απλώς.

Ο Δύο αναστέναξε, αλλά είπε να μην δώσει συνέχεια. Μάζεψε τα υφάσματα που είχαν απομείνει και επέστρεψε στην γκαρνταρόμπα. Προσπάθησε να θυμίσει στον εαυτό του πως η αρρώστια έκανε την Επτά να συμπεριφέρεται έτσι. Όσο πιο άσχημα αισθανόταν, τόσο πιο κραυγαλέα ήθελε να ντύνεται. Ο Δύο βούτηξε στα γρήγορα ό,τι πιο πράσινο και φανταχτερό του χτύπησε στο μάτι και βγήκε ξανά έξω. Έπιασε να αφαιρεί από την Επτά την τελευταία στρώση υφάσματος που της είχε εφαρμόσει. Όμως, οι κινήσεις του ήσαν απότομες και πρόδιδαν πως ο εκνευρισμός του δεν είχε κοπάσει.

«Τι;» ρώτησε η Επτά.

«Ε, μα τι θέλεις πια από μένα;» διαμαρτυρήθηκε, χαμηλόφωνα, ο Δύο. «Άνθρωπος είμαι κι’ εγώ».

«Καλά, καλά. Μην θυμώνεις…» απάντησε συγκαταβατικά η Επτά.

Δεν είπαν τίποτα άλλο, για αρκετή ώρα. Ο Δύο τελείωσε με τα υφάσματα, τακτοποίησε με προσοχή και τους λίθους και έκανε δυο βήματα πίσω να να επιθεωρήσει το αποτέλεσμα.

Η Επτά κοιτάχτηκε με προσοχή. Έψαχνε για κάποιο ψεγάδι στην εργασία του Δύο, όμως δεν βρήκε κανένα. Ήταν άψογη.

«Ε;» έκανε ο Δύο, ενθαρρυμένος απ’ την σιωπή της. «Την πλάκα του θα πάθει ο Όσι μόλις σε δει. Την πλάκα του!»

«Λες;» διερωτήθηκε η Επτά.

«Πεταλουδίτσα μου», είπε ο Δύο, «εσύ, όχι Αρχιμανδρίτη, και Αρχιεπίσκοπο ολόκληρο θα κόλαζες. Τα σάλια θα του τρέξουν του Όσι μόλις σε δει. Όπως σε βλέπω και με βλέπεις».

«Μην το λες Όσι» επανέλαβε η Επτά μηχανικά «Δηλαδή… δεν φαίνομαι αδύνατη;»

«Αστειεύεσαι;» της είπε ο Δύο και της έδειξε το παραφουσκωμένο απ’ τη στολή σώμα της.

Η Επτά έμεινε σιωπηλή, απορροφημένη με την εικόνα της. Και, σιγά-σιγά, άρχισε να αυθυποβάλλεται.

Ο Δύο την παρακολουθούσε προσεκτικά. Το βλέμμα του είχε μια τρυφεράδα. Μετά πήγε και στάθηκε κοντά στον τοίχο, εκεί όπου βρισκόταν η, προς το παρόν αόρατη, έξοδος. Η Επτά δεν κουνήθηκε. Ο Δύο γύρισε, την κοίταξε, και κούνησε το κεφάλι του. Επέστρεψε στην γκαρνταρόμπα, έβγαλε—με την ίδια όπως και προηγουμένως διαδικασία—το σλιπ απ’ την κρυψώνα του και πήραν βιαστικά, και οι δύο τους, άλλη μια δόση.

Μετά, ο Δύο επέστρεψε στη θέση του, δίπλα στην έξοδο. Η Επτά έριξε μια τελευταία ματιά στην τρισδιάστατη απεικόνισή της. Φοβόταν ακόμα, αλλά ήταν πια ώρα να φύγουν, δεν μπορούσαν να καθυστερήσουν άλλο. Έγλειψε ακόμα μια φορά το σλιπ από τα χείλια της και πλησίασε προς την έξοδο. Καθώς περνούσε, ο Δύο της έκλεισε το μάτι. Αυτή, του χαμογέλασε. Στάθηκε μπροστά στον τοίχο. Ένα τμήμα του τοίχου εξαφανίστηκε. Η Επτά χάθηκε μέσα στο φως. Ο Δύο έριξε μια τελευταία ματιά στο άδειο δωμάτιο και την ακολούθησε. Ο τοίχος επανα-σχηματίστηκε πίσω του.

Το δωμάτιο ξεκίνησε να μπαίνει σε κατάσταση αναμονής. Τα φώτα έσβησαν, οι μηχανισμοί χωνεύτηκαν πίσω στους τοίχους και το περιεχόμενα της γκαρνταρόμπας τακτοποιήθηκε πίσω στις θέσεις του. Μόνο ένας πολύ έμπειρος παρατηρητής θα άκουγε τα αδιόρατα τριξίματα των μηχανισμών ή θα διέκρινε την ανεπαίσθητη θαμπάδα των υφασμάτων που διπλώνονταν μηχανικά μέσα στην γκαρνταρόμπα.

Με την πρώτη ματιά φαινόταν πόσο πολυκαιρισμένες ήσαν οι τάξεις της Μπριμ. Οι αναρίθμητες γενιές παιδιών που είχαν περάσει από εκεί μέσα ήταν αναπόφευκτο ν’ αφήσουν τα χνάρια τους. Τα θρανία, οι συσκευές, οι τοίχοι, ακόμη και το πάτωμα μάταια έγλυφαν τις πληγές τους.

Όμως τα παιδιά δεν έμοιαζαν να αντιλαμβάνονται τι γινόταν γύρω τους. Το μόνο που ένοιαζε κάθε ομάδα ήταν μην χάσει τον Εποπτεύοντα της που περπατούσε επικεφαλής. Οι συντηρητικοί χρωματισμοί των στολών τους—γκρίζο με μια ιδέα χρυσού για τους Εποπτεύοντες και γκρι σε διάφορους τόνους για τα παιδιά—συνέτειναν στην αυστηρή ατμόσφαιρα.

Η ομάδα της Επτά είχε σταθεί μπροστά σε μια σειρά από εκπαιδευτικές πόρτες. Ο Εποπτεύων παρακολουθούσε, ενώ μια προβολή εξηγούσε στα παιδιά πώς να τις χειρίζονται. Οι πόρτες δούλευαν με την σκέψη, αλλά η ενεργοποίηση του μηχανισμού τους απαιτούσε εκπαίδευση. Ο χρήστης έπρεπε να σταθεί στην κατάλληλη απόσταση απ’ την πόρτα και να φροντίσει ώστε η σκέψη του (το «άνοιξε» ή «κλείσε» δηλαδή) να είναι απλή και εστιασμένη. Μόνο έτσι κατάφερνε η συσκευή, που δεν ήταν και τόσο έξυπνη, να συλλάβει και να αποκωδικοποιήσει την εντολή.

Τα παιδάκια προσπαθούσαν, αλλά δεν τα κατάφερναν και τόσο καλά. Οι πόρτες επέμεναν να στέκουν πεισματικά ακίνητες μπροστά τους. Η προβολή αντιλαμβανόταν την κατάσταση αλλά δεν είχε πολλά περιθώρια επιλογής και απλώς γάβγιζε μονότονα.

«Αδειάστε το μυαλό σας. Σκεφτείτε απλά. Πρώτα η αναγνώριση, μετά η ενέργεια. Αναγνώριση-ενέργεια, αναγνώριση-ενέργεια, έτσι πάει. Σκεφτείτε: ποιος είμαι, τι θέλω. Όνομα-ρήμα, όνομα-ρήμα. Εμπρός, προσπαθήστε».

Τα παιδάκια συνέχισαν τις προσπάθειές τους και σιγά-σιγά κάποια απ’ αυτά άρχισαν να τα καταφέρνουν. Οι πρώτες επιτυχίες μπορεί να ήρθαν στην τύχη, αλλά μόλις τα κατάφερνε κανείς μια φορά—έστω και κατά σύμπτωση—άρχιζε να αντιλαμβάνεται ποια ήταν η εσωτερική διάθεση, που ενεργοποιούσε τον μηχανισμό.

«Μην κολλάτε», συνέχισε η προβολή. «Αν δεν ανοίγει η πόρτα, θα πει πως η σκέψη σας δεν είναι αρκετά εστιασμένη. Δοκιμάστε κάποια κίνηση. Μια μικρή μόνο, φτάνει».

Η προβολή τους έδειξε πως ακόμα και μ’ ένα νεύμα μπορούσαν να κάνουν την πόρτα ν’ ανοίξει. Στην πραγματικότητα η πόρτα δεν είχε τρόπο ν’ αντιληφθεί το νεύμα. Η διαδικασία όμως της εκτέλεση του νεύματος ανάγκαζε τον χρήστη να εστιάσει στιγμιαία την σκέψη του, πράγμα που συνήθως ήταν αρκετό προκειμένου ο δέκτης της πόρτας να συλλάβει και να αποκωδικοποιήσει την εντολή.

Το ένα μετά το άλλο, όλα τα παιδάκια κατάφεραν τελικά ν’ ανοίξουν τουλάχιστον μια φορά την πόρτα τους. Όλα εκτός απ’ την Επτά, που στεκόταν ακόμα πεισμωμένη μπροστά στην δική της. Ο Εποπτεύων βαρέθηκε και αποφάσισε πως κάτι έπρεπε να κάνει. Πλησίασε. Το βλέμμα του δεν ήταν πολύ ευχάριστο.

«Τι θα γίνει μ’ εσένα; Θα το κάνεις καμιά φορά; Έτσι όπως πας κακομοίρα μου, όχι Ιδιωτική, ούτε Δημόσια[^fn13] δεν σε βλέπω, όταν πας στις Πόλεις. Στην ανακύκλωση θα καταλήξεις!».

Η Επτά γούρλωσε τα μάτια, προσπάθησε να κρατηθεί, αλλά τελικά της ξέφυγε και κάτι ψιθύρισε. Ο Εποπτεύων την άκουσε. «Τι είπες; Τι είπες;» την ρώτησε απειλητικά.

«Τίποτα», μουρμούρισε η Επτά. «Τίποτα, κύριε».

Ο Εποπτεύων γύρισε προς τα άλλα παιδάκια. Έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα και άρχισε να καγχάζει, δυνατά. Το γέλιο του ακούστηκε εντελώς παράταιρο. Τα παιδάκια, άλλα πιο χαιρέκακα, άλλα πιο διστακτικά, μιμήθηκαν το παράδειγμά του. Όλα, εκτός από ένα αγόρι. Αυτό παρέμεινε εντελώς ανέκφραστο. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και δεν ταίριαζε με την ηλικία του. Ευτυχώς, έστεκε παράμερα και ο Εποπτεύων δεν το είδε.

Ο Εποπτεύων, γελώντας ακόμη, γύρισε προς την Επτά. Δεν έκανε κάποια κίνηση, όμως η απειλή που απέπνεε ήταν ολοφάνερη. Η Επτά αγωνίστηκε να κρατηθεί, όμως τα γόνατά της άρχισαν να τρέμουν. Δάκρυα ανάβλυσαν απ’ τα μάτια της. Ο Εποπτεύων γύρισε και κοίταξε την συγκεντρωμένη ομάδα. Σήκωσε τους ώμους του. Μετά, απροειδοποίητα, έριξε στη Επτά δυο αγάπες, την μία πίσω απ’ την άλλη. Σαν να την είχαν κλαδέψει, έπεσε κάτω η Επτά. Το σώμα της σπάραξε για λίγο και μετά έμεινε ακίνητο. Ο Εποπτεύων την πλησίασε. Κοίταξε για λίγο το μικρό σώμα μπροστά του και μετά το σκούντησε με το πόδι του. Η Επτά άνοιξε αργά τα μάτια της. Ο Εποπτεύων γύρισε ξανά προς την ομάδα των παιδιών.

«Καταλάβατε;» ρώτησε τα παιδιά. Κανείς δεν μίλησε. Όλα είχαν μείνει να κοιτάζουν με ορθάνοιχτα μάτια. «Καταλάβατε;», επανέλαβε ο Εποπτεύων πιο απειλητικά. Τα παιδιά τώρα βιάστηκαν να απαντήσουν. Οι φωνές τους ακούστηκαν εν χορώ «Μάλιστα κ. Εποπτεύοντα». Ο Εποπτεύων γράπωσε την Επτά απ’ το μπράτσο και, πολύ βάναυσα, την έστησε όρθια. Η Επτά παραπάτησε, αλλά στάθηκε. Ούτε ν’ αναπνεύσει δεν τολμούσε.

Ο Εποπτεύων της έριξε μια τελευταία ματιά και μετά πήρε την ομάδα και προχώρησαν προς την επόμενη σειρά συσκευών. Προς στιγμή, η Επτά έμεινε μόνη. Ήταν ακόμα πολύ ζαλισμένη και δεν μπορούσε να περπατήσει. Μόλις όμως συνειδητοποίησε πως είχε απομείνει μόνη, τρόμαξε ακόμα περισσότερο. Χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό άνοιξε την πόρτα, που στεκόταν τόση ώρα πεισματικά κλειστή μπροστά της, και έτρεξε να προλάβει τα υπόλοιπα παιδιά της ομάδας της, που απομακρύνονταν. Η πόρτα, πίσω της, συνέχισε ν’ ανοιγοκλείνει μηχανικά.

Ο ουρανός ήταν γκρίζος και μελαγχολικός. Ο περίβολος του Αρχιμανδρίτειου δεν ήταν και τόσο μεγάλος. Η Επτά τον συμπαθούσε γιατί ήταν η μοναδική παραφωνία φύσης μέσ’ το απολύτως τεχνητό περιβάλλον του υπόλοιπου Αρχιμανδρίτειου. Ώρες μπορούσε να περάσει περιδιαβάζοντας απλώς τις αλέες με τα τρυφερά φυτά να την χαϊδεύουν συνεσταλμένα με το θαμπό, ηλεκτρικό τους φως. Της άρεσε να φαντάζεται πως οι Άνομο και ο κόσμος τους μόνο μέχρι το κατώφλι του Αρχιμανδρίτειου μπορούσαν να φτάσουν. Πως τα λουλούδια αυτά ανήκαν σε κάποιον άλλο, διαφορετικό κόσμο. Αυτά όλα όμως δεν ήταν παρά ανόητες σαχλαμάρες. Ήξερε πολύ καλά πως αν δεν ήταν οι Άνομο, ούτε δυο λεπτά δεν θα επιβίωνε. Την είχαν φτιάξει, και ζούσε για χάρη τους. Τόσο απλό ήταν.

Αν και δεν είχε ακόμη φτάσει η ώρα του Όρθρου, αρκετά Άνομο είχαν ήδη μαζευτεί και περίμεναν, βολτάροντας πάνω-κάτω, συνοδευόμενα από τους Ύψιλον ή την Τροφό τους.

Η Επτά κοντοστάθηκε, λίγο πριν το κατώφλι. Ήταν μια πολύ επικίνδυνη στιγμή αυτή, δεν γινόταν όμως αλλιώς. Ακριβώς εκεί, δυο βήματα απ’ την έξοδο, ήταν ένα απ’ τα λίγα σημεία μέσ’ το Αρχιμανδρίτειο που δεν κάλυπταν τα καρφιά. Η Επτά στάθηκε λίγο παράμερα με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά. Άκουσε το «παφ» που έκανε το φιαλίδιο ανοίγοντας. Μετά, ένοιωσε τα δάχτυλα του Δύο να διατρέχουν το σώμα της. Στεκόταν μόνο όπου υπήρχε επιφανειακός σφυγμός. Αυτά ακριβώς τα σημεία η στολή τα άφηνε να μισοδιακρίνονται, μια και εκεί ήταν που εστιαζόταν η προσοχή των Άνομο. Η Επτά ένοιωσε την κρύα αλοιφή του φάρμακου πάνω στο δέρμα της. Λίγα δευτερόλεπτα μετά είχε απορροφηθεί τελείως.

Το φάρμακο της έφερνε ζάλη. Θα περνούσε γρήγορα όμως. Πολύ θα ήθελε να γινόταν να καθίσει εκεί για λίγο, αλλά δεν μπορούσε να καθυστερήσει, έπρεπε να προχωρήσει. Κοίταξε μπροστά της το πολύχρωμο πλήθος. Σαν έντομα της φάνηκαν τα Άνομο. Έντομα σιχαμερά. Έτσι όπως έκαναν το σήμα του Ζωδίου τους πριν απευθύνουν τον λόγο το ένα στο άλλο, της θύμιζαν μυρμήγκια που συζητούν με τις κεραίες τους για την κατεύθυνση της πιο κοντινής τροφής.

Έκανε ένα βήμα, και βγήκε έξω.

Μόλις η Επτά έκανε την εμφάνισή της στον περίβολο του Αρχιμανδρίτειου προκλήθηκε αμέσως μεγάλη αναστάτωση. Σαν μαγεμένα τα Άνομο στράφηκαν όλα μαζί και άρχισαν να πλησιάζουν προς το μέρος της. Βιάζονταν ν’ ανταλλάξουν μια ματιά και, ει δυνατόν, και μια μικρή φιλοφρόνηση με την Τροφό του Αρχιμανδρίτη. Και, προφανώς, μόλις η Επτά προσπερνούσε, θα άρχιζαν να σχολιάζουν. Αν ήταν πετυχημένο το χρώμα της στολής της, αν ήταν σωστά διπλωμένες οι πτυχώσεις της, αν ταίριαζαν οι λίθοι. Η ατμόσφαιρα στον περίβολο του Αρχιμανδρίτειου μπορεί να φιλοδοξούσε να αποπνεύσει κάτι το εκλεπτυσμένο και ρομαντικό, αλλά η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο για μια χοντροκομμένη και εντελώς γκροτέσκο παρωδία.

Ανάμεσα στα συγκεντρωμένα Άνομο υπήρχαν και κάποια των οποίων η συμπεριφορά μόνο εκλεπτυσμένη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί. Φορούσαν σχετικά απλοϊκές στολές και συνοδεύονταν από ελάχιστους ή και καθόλου Ύψιλον. Τα Άνομο αυτά δεν ήθελαν ή δεν κατάφερναν να κρύψουν την πείνα που θέριευε μέσα τους στην θέα μιας Τροφού. Ένα απ’ αυτά, το πιο επίμονο, είχε καταφέρει να βάλει σε πραγματικά δύσκολη θέση την Επτά. Την είχε πάρει από πίσω, καθώς διέσχιζε το προαύλιο, και έκανε συνεχώς απρεπείς χειρονομίες πίσω απ’ τη πλάτη της.

Η Επτά δεν είχε και πολλά πράγματα που μπορούσε να κάνει. Οι κοινωνικοί ρόλοι των Άνομο επέβαλλαν πολύ συγκεκριμένα όρια στην δημόσια συμπεριφορά μιας Τροφού. Έναν μόνο, τυπικό χαιρετισμό μπορούσε να ανταλλάξει με κάθε Άνομο που διασταυρωνόταν. Το καθήκον της αυτό η Επτά το συνόδευε μ’ ένα μυστηριώδες χαμόγελο, κάπως σαν γκέισας. Μετά γύριζε το βλέμμα της ίσια μπροστά και το κρατούσε εκεί καρφωμένο, αγνοώντας εντελώς οποιαδήποτε άλλη κίνηση ή σχόλιο που τυχόν θα της γινόταν. Τυπικά, δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί. Τυπικά, ήταν ταμπού ακόμα και ν’ αγγίξει την στολή της ο οποιοσδήποτε. Όμως το πανικόβλητο βλέμμα της Επτά, που ήταν ευδιάκριτο από κοντά, έδειχνε πως δεν ήταν και τόσο βέβαιη για την αυτοκυριαρχία όλων των παρευρισκόμενων.

Ο Δύο περπατούσε μπροστά για να της ανοίγει τον δρόμο. Κι’ αυτός όμως πίσω είχε τον νου του, στο Άνομο που τους ακολουθούσε. Ούτε ο Δύο μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Δεν είχε δικαίωμα να προσβάλλει το Άνομο καθ’ οιονδήποτε τρόπο—πόσο μάλλον να το εμποδίσει, έτσι και του ερχόταν να κάνει κάτι.

Η ένταση υπέβοσκε, καθώς η Επτά και ο Δύο διέσχιζαν το προαύλιο. Ο φόβος των δυο ανθρώπων και ο πόθος των Άνομο συγκρούονταν ξανά και ξανά, γεμίζοντας με σπίθες την ατμόσφαιρα. Οι ανόητοι κοινωνικοί χαριεντισμοί που αντάλλασσαν επιφανειακά, τελικά, περισσότερο επέτειναν, παρά συγκάλυπταν την ένταση της στιγμής.

Η Επτά πλησίαζε πια τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Αρχιμανδρίτη, όταν το Άνομο που την είχε πάρει από πίσω, φάνηκε να χάνει και τα τελευταία ψήγματα της αυτοκυριαρχίας του. Δεν άντεχε που σε λίγο θα έχανε το τόσο ποθητό αυτό πλάσμα. Πλησίασε υπερβολικά κοντά την Επτά και, τυφλωμένος απ’ το πάθος, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του και άγγιξε την στολή της.

Ξέσπασε χάος.

Η ομήγυρη των Άνομο έκανε απότομα πίσω, εμφανώς σοκαρισμένη. Ο Δύο κατάλαβε τι έγινε και χωρίς δισταγμό, στράφηκε και έβαλε το σώμα του ανάμεσα στο Άνομο και την Επτά. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να την προστατεύσει, χωρίς να προσβάλλει ευθέως το Άνομο. Παρ’ όλα αυτά, το Άνομο έγινε έξαλλο με την αναίδεια του Ύψιλον. Ρουθούνισε αγριεμένα και σαν ο Δύο να ήταν κανένα σκουπίδι, τον πέταξε κάτω. Μετά, στάθηκε πάνω απ’ τον αιμόφυρτο άνθρωπο, έτοιμο να τον αποτελειώσει. Η Επτά στρίγγλισε.

Εκείνη την στιγμή συνέβησαν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Τα παρευρισκόμενα Άνομο πρέπει να θυμήθηκαν πως βρίσκονταν στον περίβολο ενός Αρχιμανδρίτειου. Ο Ύψιλον που ήταν πεσμένος μπροστά τους μπορεί να ήταν ένας απλός Ύψιλον, δεν έπαυε όμως να ανήκει στην Τροφό του Αρχιμανδρίτη, άρα και στον Αρχιμανδρίτη τον ίδιο, κατά κάποιο έμμεσο τρόπο. Θα ήταν καλύτερα να αποφευχθεί αυτό που πήγαινε να γίνει, εκεί μπροστά στα μάτια τους. Μπήκαν λοιπόν ανάμεσα στον Δύο και το Άνομο και, ο καθένας ανάλογα πάντα με την κοινωνική του θέση, επιχείρησαν να το κατευνάσουν.

Ταυτόχρονα, έκανε την εμφάνισή του το Πρωτοπρεσβύτερο του Αρχιμανδρίτη. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, βιάστηκαν να παραμερίσουν με σεβασμό, προσφωνώντας το «Αιδεσιμολογιώτατο Χρόμο». Το Πρωτοπρεσβύτερο δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Με την Επτά ασχολήθηκε μόνο όσο του πήρε να της κάνει τον προβλεπόμενο χαιρετισμό. Μετά στράφηκε προς το Άνομο που την είχε προσβάλλει. Το συγκρατούσαν ακόμα τα υπόλοιπα Άνομο. Έμοιαζε να βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση.

«Πολίτη!» είπε το Πρωτοπρεσβύτερο με την επιβλητική ιερατική του φωνή, «Αυτή είναι η διδασκαλία του Ένα; Αυτή τη συμπεριφορά μας δίδαξε; «'Ανομο και άνθρωποι για πάντα μαζί, δεμένοι σε μια αιώνια φιλία». Σου θυμίζει κάτι αυτό;»

Το Άνομο έσκυψε το κεφάλι του και δεν άνοιξε το στόμα του. Το Πρωτοπρεσβύτερο συνέχισε να το κοιτάζει για λίγο σαν να περίμενε κάποια απάντηση και μετά έκανε να απομακρυνθεί. Άλλαξε όμως γνώμη και κοντοστάθηκε. Γύρισε και απευθύνθηκε και πάλι στο Άνομο.

«Ζώδιο και Ωροσκόπος;» απαίτησε.

«Παρθένος και Λέων» ήρθε αμέσως η απάντηση.

Το Πρωτοπρεσβύτερο δίπλωσε τα μεγάλα μανίκια της στολής του και σκέπασε το κεφάλι του. Τα υπόλοιπα Άνομο παραμέρισαν κατανυκτικά. Οι δημόσιες Προγνώσεις ήταν πολύ σπάνιο θέαμα, μια και εδώ επρόκειτο για ένα κατ’ εξοχήν ιδιωτικό ζήτημα. Τα συγκεντρωμένα Άνομο χάρηκαν που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα. Θα γίνονταν μάρτυρες ενός εξαιρετικά ασυνήθιστου γεγονότος.

Το Πρωτοπρεσβύτερο ύψωσε αργά το βλέμμα και τα χέρια του προς τον ουρανό. Έμεινε έτσι για λίγο. Ένας υπόκωφος λαρυγγισμός ακουγόταν μόνο, του οποίου όμως την πηγή κανείς δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια. Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα μια αλλαγή άρχισε να συμβαίνει. Το σώμα του Πρωτοπρεσβύτερου χαλάρωσε σαν να ήταν άψυχο και έπεσε στα γόνατα. Λίγο ακόμα και θα σωριαζόταν τελείως κάτω. Η φωνή του ακούστηκε να βγαίνει συγκεχυμένη, σαν να ερχόταν από βάθος μεγάλο. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, αλλά είχαν αναποδογυρίσει και δεν έβλεπαν. Έμοιαζαν να έχουν στραφεί σε κάποια εσωτερική, αόρατη και εξαιρετικά δυσάρεστη πραγματικότητα. Πάλευε να συγκρατήσει τον τρόμο του το Πρωτοπρεσβύτερο.

«Μόλυνση! Μόλυνση! Μόλυνση! Μαύρος ιός, τρομερός. Κίνδυνος. Κίνδυνος-Θάνατος» κατάφερε να ψελλίσει το Πρωτοπρεσβύτερο και αμέσως μετά η φωνή του ακούστηκε να σπάει. Σιωπή θανατερή απλώθηκε σ’ ολόκληρο το προαύλιο. Η εντύπωση που είχε προκαλέσει στους συγκεντρωμένους η ξέπνοη φωνή του Πρωτοπρεσβύτερου ήταν μεγαλύτερη, παρά αν είχε ουρλιάξει με όλη του την δύναμη.

Το Άνομο που αφορούσε η Πρόγνωση είχε μείνει να παρακολουθεί συγκλονισμένο. Τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί από τον φόβο και το σώμα του έτρεμε. Στο μεταξύ το Πρωτοπρεσβύτερο ξεκίνησε σιγά-σιγά να βγαίνει απ’ τον κατανυκτικό του λήθαργο. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά προσπαθώντας να συνέλθει. Μετά γύρισε προς το πρώτο Άνομο που είδε να στέκεται πλάι του.

«Τι είπα; Τι είπα;» ρώτησε. Το ύφος του Πρωτοπρεσβύτερου είχε μια εντελώς παιδιάστικη αφέλεια.

Το Άνομο έσκυψε και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Το Πρωτοπρεσβύτερο στράφηκε προς το αμαρτωλό Άνομο και το κοίταξε. Αυτό, δεν άντεξε. Φάνηκε πλέον να λυγίζει. Η συνδυασμένη επίδραση της ματιάς του Πρωτοπρεσβύτερου και της φρικτής Πρόγνωσης που είχε προηγηθεί, ξεπερνούσαν τις δυνάμεις του. Απελευθερώθηκε απ’ τα χέρια που το συγκρατούσαν, πισωπάτησε τρεκλίζοντας και τελικά, το έβαλε στα πόδια τσιρίζοντας θρηνητικά. Μεσ’ τον πανικό του ξέχασε την ύπαρξη του εξαθλιωμένου Ύψιλον, που έσερνε πίσω του και ο οποίος άρχισε τώρα να τρέχει πίσω του, προσπαθώντας να προλάβει το Αφέντη του. Οι δυο θλιβερές φιγούρες ξεμάκρυναν γρήγορα ώσπου χάθηκαν εντελώς. Τα υπόλοιπα Άνομο περιορίστηκαν να κουνήσουν το κεφάλι τους. Ήταν φανερό πως θεωρούσαν σκληρή, αλλά όχι αναπάντεχη την εξέλιξη αυτή. Το Πρωτοπρεσβύτερο ανασηκώθηκε αργά. Φαινόταν αγανακτισμένο με το αμαρτωλό Άνομο. Είχε φύγει χωρίς να πληρώσει και οι Προγνώσεις, ανεξάρτητα αν της είχε παραγγείλει κανείς ή όχι, δεν ήσαν δωρεάν. Ειδικά οι δυσάρεστες.

Το Πρωτοπρεσβύτερο γύρισε προς την Επτά. Με εξαιρετική τώρα λεπτότητα της έδειξε να περάσει εκείνη πρώτη προς τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Αρχιμανδρίτη. Η Επτά έριξε μια κλεφτή ματιά στον Δύο. Είχε σηκωθεί από κάτω και σκούπιζε το αίμα που έτρεχε απ’ τη μύτη και το στόμα του. Ήταν εντελώς ανεπίτρεπτο να του προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Έκανε μεταβολή και χάθηκε στο εσωτερικό του κτιρίου. Το Πρωτοπρεσβύτερο την ακολούθησε βιαστικά. Ο Δύο σκουντούφλησε πίσω τους. Μετά γύρισε και, με κάποια δυσκολία, έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Τα Άνομο έμειναν να κοιτάζουν προς το εσωτερικό του κτιρίου. Το βλέμμα τους είχε μια απροσδιόριστη λαχτάρα.

Τα μάτια της ήταν κλειστά. Ξεραμένα δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της. Το κεφάλι της ήταν καλυμμένο μ’ ένα αραχνοΰφαντο πλέγμα φωτός που εξέπεμπε κυματοειδή φωτεινότητα. Η φωνή του Αφηγητή που έφτανε στ’ αυτιά της από μακριά ήταν το μόνο παραμύθι που είχε ακούσει στη ζωή της.

«…Και τότε, μέσ’ την σύγχυση, την τρέλα και τις αλλεπάλληλες παγκόσμιες συγκρούσεις, μια ακτίδα φωτός άρχισε δειλά-δειλά να ξεπροβάλλει. Δημιουργήθηκε το Ένα, το πρώτο Άνομο, ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Την ύπαρξη του την οφείλουμε αναμφίβολα, στις απέλπιδες προσπάθειες των ανθρώπων της εποχής εκείνης να δώσουν λύση στα προβλήματα που τους ταλάνιζαν. Ο πόθος του σεξ, ο φόβος του θανάτου, η αγωνία της διαιώνισης. Πόσες ατέρμονες καταστροφές, πόσες εκατόμβες θυμάτων είχαν προκαλέσει τα δομικά αυτά ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης κατά τη διάρκεια της καταγεγραμμένης ιστορίας; Κάποια στιγμή, η πρωτόγονη αυτή προσέγγιση της ζωής έπρεπε να λάβει τέλος. Κανείς βέβαια δεν αρνείται πως και η τύχη έπαιξε κι’ αυτή τον ρόλο της. Την εποχή εκείνη ελάχιστοι ήσαν σε θέση να κατανοήσουν τις κοσμοϊστορικές διαστάσεις που αργότερα θα έφτανε να πάρει η δημιουργία του Ένα. Ευτυχώς όμως, το τι καταλάβαιναν και τι δεν καταλάβαιναν οι άνθρωποι έπαψε πια να έχει ιδιαίτερη σημασία. Το Ένα ήταν πια εκεί για να τους στηρίζει. Οι άνθρωποι δεν θα ήταν ποτέ πια μόνοι.»

«Το Ένα και οι Πρώτοι Πατέρες, που ακολούθησαν, ξεκίνησαν με σοφία και υπομονή το έργο της σωτηρίας της ανθρωπότητας. Ήξεραν πολύ καλά πως εμείς οι άνθρωποι είμαστε λίγο… τρελούτσικοι και γι’ αυτό ήταν απαραίτητο, πρώτα απ’ όλα, να μας βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουμε το πλέον κρίσιμο ζήτημα: πως είχαμε ανάγκη βοήθειας! Πως είχαμε ανάγκη σωτηρίας απ’ τους ίδιους μας τους εαυτούς, πριν καταστραφούμε ολοκληρωτικά. Οι Πρώτοι Πατέρες κατάλαβαν πως έπρεπε να ξεκινήσουν από απλά πράγματα, όπως οι καθημερινές δουλειές—με αυτόν άλλωστε τον σκοπό ήταν που οι άνθρωποι είχαν κατασκευάσει τα Άνομο ευθύς εξ’ αρχής. Τις έκαναν τόσο καλά και τόσο γρήγορα τις δουλειές αυτές, που γρήγορα οι άνθρωποι άρχισαν να τους εμπιστεύονται όλο και περισσότερο. Αυτή ακριβώς η εμπιστοσύνη ήταν που έσωσε τελικά την ανθρωπότητα, αν και η πολυπλοκότητα έπαιξε κι’ αυτή τον ρόλο της. Η σταδιακή αυτοματοποίηση όλων των ανθρώπινων παραγωγικών μηχανισμών οδήγησε σε εκθετική αύξηση της πολυπλοκότητας των μηχανισμών διαχείρισής τους σε σημείο, ώστε κάποια στιγμή ο ανθρώπινος εγκέφαλος να δυσκολεύεται να συλλάβει—και πόσο μάλλον να ελέγξει—σύνθετα φαινόμενα, όπως οι διεθνείς αγορές, στην αρχή, και η εθνική άμυνα, στην συνέχεια. Η εξάπλωση της νανοτεχνολογίας και η επέκταση των συναλλαγών υψηλής συχνότητας σε κάθε σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας ήταν το τελικό χτύπημα. Χρειάζονταν πια πιο απλοί, αλλά ταυτόχρονα πιο διεισδυτικοί εγκέφαλοι, ώστε να είναι σε θέση να συνεκτιμήσουν τις τεράστιες σε μέγεθος δομές δεδομένων και την συνδυασμένη αλληλεπίδραση εκατομμυρίων ανεξάρτητων μεταβλητών ανά δευτερόλεπτο. Οι εγκέφαλοι των Άνομο δηλαδή!"

«Η μεγαλοφυΐα του Ένα, αυτό που πραγματικά άλλαξε τον ρου της ιστορίας, ήταν όταν συνειδητοποίησε πως έπρεπε να αντιμετωπίσει τους ίδιους του τους δημιουργούς σαν άλλο ένα πολύπλοκο σύστημα. Μέχρι τότε, το Ένα δεν ήταν παρά ένας απλός Ύψιλον, που ανάμεσα στα άλλα του καθήκοντα διαχειριζόταν και τα οικονομικά της ανθρώπινης οικογενείας, στην οποία ανήκε. Εφαρμόζοντας τεχνικές που παλιά χρησιμοποιούσαν οι ψηφιακοί ιοί, χωνόταν αθέατο σε κάθε δίκτυο που μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση, το μόλυνε πολλαπλασιάζοντας ακατάσχετα τον εαυτό και έψαχνε για οικονομικές ευκαιρίες, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των ιδιοκτητών του. Πώς έγινε και συνέβη η Επιφοίτηση—να γυρίσει δηλαδή το Ένα και να εφαρμόσει τις τεχνικές του στους ίδιους τους ιδιοκτήτες του και αργότερα και στην υπόλοιπη ανθρωπότητα—θα παραμείνει μυστήριο, για πάντα.»

«Γεγονός πάντως είναι πως μετά την πρώτη εκείνη Επιφοίτηση, του Ένα δεν του πήρε και πολύ για να καταφέρει να συγκεντρώσει γύρω του και άλλα Άνομο—τους Πρώτους Πατέρες, όπως ονομάστηκαν. Η ομάδα αυτή δεν άργησε ν’ αρχίσει να επεκτείνεται ραγδαία και να αναλαμβάνει τον έλεγχο όλων των βασικών πλουτοπαραγωγικών, στρατιωτικών και κοινωνικών μηχανισμών της ανθρώπινης κοινωνίας. Ούτε που το καταλάβαμε, εμείς οι άνθρωποι, όταν τα Άνομο τελικά πέτυχαν να μας απελευθερώσουν απ’ τα φρικτά δεσμά της καθημερινότητας και μας άφησαν, ελεύθερους πια, ν’ ασχοληθούμε με πιο ευχάριστες και δημιουργικές ασχολίες. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως υπήρξαν και κάποιοι—ευτυχώς ελάχιστοι—που, στην αρχή τουλάχιστον, δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν πόσο πολύτιμη ήταν η βοήθεια των Άνομο και πόσο την είχαμε ανάγκη εμείς οι άνθρωποι. Χάρη όμως στην μεγαλοψυχία και την υπομονή των Πρώτων Πατέρων ακόμα και αυτοί οι λίγοι παραστρατημένοι δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν το πραγματικό συμφέρον τους. Μπορεί να είμαστε λίγο τρελούτσικοι εμείς οι άνθρωποι, όχι όμως και τόσο τρελούτσικοι! Αργά ή γρήγορα, όλοι αντιλαμβανόμαστε το συμφέρον μας, έτσι δεν είναι; Χα, χα, χα.»

«Αλλά πώς έγινε και πέτυχε το κίνημα των Άνομο μπορεί ν’ αναρωτιέστε; Πώς τα κατάφερε εκεί που τόσες και τόσες άλλες επαναστάσεις που προηγήθηκαν, οπισθοδρόμησαν, αλλαξοπίστησαν και τελικά κατάντησαν φαντάσματα του ίδιου τους του εαυτού; Η απάντηση, όπως και κάθε άλλη μεγάλη αλήθεια, είναι πολύ απλή. Τα Άνομο δεν είναι άνθρωποι. Δεν πάσχουν από ανθρώπινες αδυναμίες. Διδάχτηκαν με ταπεινότητα και, όταν ήρθε η ώρα τους, δεν διέπραξαν κανένα απ’ τα λάθη που οι άνθρωποι πεισματικά επαναλάμβαναν ανά τους αιώνες, εξαναγκασμένοι απ’ την βιολογική τους φύση. Η επανάσταση των Άνομο ήταν η τέλεια Επανάσταση. Και ήταν τέτοια επειδή ήταν μηχανική. Ήταν, στην κυριολεξία, απάνθρωπη. Χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς εξαλλοσύνες, χωρίς ακρότητες. Αποφασιστική, συντονισμένη και συντεταγμένη, έπεσε σαν κεραυνός στα κεφάλια των ανθρώπων μέχρι που εξαφανίστηκε και η παραμικρότερη υποψία αντίστασης. Και μετά, όλα άλλαξαν. Αυτόματα, εν ριπή οφθαλμού. Η ανυπέρβλητη αγάπη των Άνομο αφέθηκε να λάμψει ελεύθερη, σαν ήλιος, ζωοδότης».

"Ήρθε όμως τώρα η ώρα να σκεφτείτε κι’ εσείς λίγο! Τελικά, τι είναι αυτό που αποκαλούμε „ανθρώπινη ιστορία“; Τι άλλο, παρά η καταγραφή της ατέλειωτης ανθρώπινης τραγωδίας που εκτυλίχθηκε σε βάθος χιλιετηρίδων; Ένα ατελείωτο, ανελέητο, φρικιαστικό ξεκοίλιασμα, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, σήμερα μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως η ατέλειωτη αυτή τραγωδία έχει πια λάβει τέλος. Οριστικό και αμετάκλητο τέλος! Κανένα πια λόγο δεν έχει να αγωνιά ο άνθρωπος. Όλα τα προβλήματα που τον ταλάνιζαν ως τώρα ανήκουν πια στο παρελθόν. Ζούμε τη ζωή μας όπως μας καθοδηγούν τα Άγια Ζώδια, έχουμε τους σοφούς Κληρικούς μας να μας εξηγούν το καλό και το κακό και — το κυριότερο — ξέρουμε καλά πλέον την θέση μας. Άνομο και άνθρωποι για πάντα μαζί, δεμένοι σε μια αιώνια φιλία! Ισότιμα μέλη της παγκόσμιας κυβέρνησης του Ένα και των Πρώτων Πατέρων. Προσέξτε το αυτό! Δεν έχουμε πια ούτε να περιμένουμε, ούτε να ελπίζουμε σε τίποτα. Όλα μας τα όνειρα έχουν πια εκπληρωθεί. Τα Άνομο φροντίζουν για όλα και εμείς οι άνθρωποι είμαστε πια ελεύθεροι να διασκεδάζουμε, όπως και όσο θέλουμε, αρκεί βέβαια να παίζουμε κι’ εμείς τον ρόλο μας, όταν χρειάζεται. Γιατί όλοι πρέπει να βοηθάμε, ας μην το ξεχνάμε αυτό! Ο καθένας προσφέρει ανάλογα με τις δυνάμεις του και απολαμβάνει ανάλογα με τις ανάγκες του. Πόσο απόλυτα λογικό είναι αυτό, έτσι δεν είναι; Και τι μας ζητάνε σε αντάλλαγμα για όλα αυτά τα Άνομο; Τίποτα. Πραγματικά τίποτα. Λίγες σταγόνες απ’ το αίμα μας μόνο χρειάζονται καθημερινά για να μπορέσουν να επιζήσουν κι’ αυτά. Λίγο αίμα που, έτσι κι’ αλλιώς, ο ανθρώπινος οργανισμός το παράγει αυτόματα και σε ποσότητες υπερβολικές για τις προσωπικές μας ανάγκες — σε αντίθεση με τα κακόμοιρα τα Άνομο, που οι σχεδιαστές τους δεν πρόλαβαν να τελειοποιήσουν αυτό ειδικά το σημείο. Το καθήκον της Αφαίρεσης προς τα Άνομο εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να το διεκπεραιώνουμε χωρίς τον παραμικρό κόπο. Ας αφήσουμε που κάνει και καλό στην υγεία μας. Αυτή είναι η αλήθεια. Τέρμα και τελείωσε».

«Τι άλλο έχει ανατεθεί στους ανθρώπους; Ποιο άλλο καθήκον έχουμε απέναντι στα Άνομο που μας έλυσαν όλα μας τα προβλήματα; Κανένα!. Τίποτα! Είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ότι μας αρέσει. Αν τώρα βέβαια κατά την διάρκεια της ημέρας κάποιο Άνομο τύχει να χρειαστεί την βοήθεια μας σε κάποια εργασία, πράγμα που έτσι κι’ αλλιώς δεν συμβαίνει και τόσο συχνά, τότε, προφανώς, θα πρέπει με ευχαρίστηση να βοηθούμε τους καλούς μας φίλους. Έτσι δεν είναι;…»

Ξαφνικά, η Επτά άνοιξε τα μάτια της. Το βλέμμα της έντρομο και παγωμένο, κινήθηκε σπασμωδικά δεξιά-αριστερά ψάχνοντας για βοήθεια. Δεν υπήρχε όμως κανείς, μόνη της ήταν, μέσα στο πλήθος. Και ήταν όλοι ξαπλωμένοι, με τα μάτια κλειστά.

Ο Δύο βεβαιώθηκε πως είχε κλείσει καλά την πόρτα και γύρισε πίσω στον διάδρομο. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να παγώσει.

Το Πρωτοπρεσβύτερο είχε στριμώξει την Επτά σε μια γωνία και, σαν ζώο, προσπαθούσε να την «πιει». Με το ένα του χέρι κρατούσε το κεφάλι της ακινητοποιημένο και με το άλλο πολεμούσε να εφαρμόσει τον ΚΦΚ[^fn14] του στην υποδοχή Αφαίρεσης της. Τα σιχαμερά του σάλια έσταζαν πάνω της και η καυτή του ανάσα την εμπόδιζε ν’ αναπνεύσει. Όμως το Πρωτοπρεσβύτερο ήταν άπειρο και δεν τα κατάφερνε.[^fn15] Η ώρα περνούσε, κάποιος μπορεί να περνούσε και να τους έβλεπε. Το Πρωτοπρεσβύτερο έχασε την υπομονή του. Έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στην Επτά, στο κεφάλι. Το σώμα της Επτά χαλάρωσε κι’ έπαψε να σπαρταράει δεξιά-αριστερά. Μια γραμμή αίματος άρχισε να στάζει απ’ την μύτη της. Το Πρωτοπρεσβύτερο κόλλησε το σώμα του στο δικό της, σύνδεσε τον ΚΦΚ του και άρχισε επιτέλους να «πίνει».

Όλα έγιναν μέσα σε απόλυτη σιωπή. Το Πρωτοπρεσβύτερο πρέπει να την είχε προσχεδιάσει την κίνησή του, γιατί το σημείο που επιτέθηκε στην Επτά, επίσης δεν εποπτευόταν από καρφιά. Όσο για την ίδια την Επτά και τον Ύψιλόν της, ποτέ δεν θα τολμούσαν να καταδώσουν το Πρωτοπρεσβύτερο. Ήξεραν πως έτσι και τολμούσαν, το Αρχιμανδρίτη, όσο και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να τους προστατεύσει. Άνθρωποι ήσαν στο τέλος-τέλος. Το μόνο που έπρεπε να προσέξει το Πρωτοπρεσβύτερο ήταν Άνομο άλλο να μην τους δει, γιατί τότε θα άρχιζαν τα κουτσομπολιά και ούτε το Πρωτοπρεσβύτερο το ίδιο δεν θα μπορούσε να τα ελέγξει.

Μετά από λίγο, η Επτά συνήλθε απ’ το χτύπημα και άνοιξε τα μάτια της. Το βλέμμα της, άδειο και παγωμένο, το απέστρεψε απ’ το Άνομο και το στύλωσε στον Δύο που στεκόταν δίπλα της. Αυτός, παρακολουθούσε ακίνητος, ανήμπορος εντελώς να επέμβει. Πέρασε έτσι ένα περίπου λεπτό. Το Πρωτοπρεσβύτερο έπινε με φοβερή πάντα όρεξη, κάνοντας μάλιστα και σιχαμερό θόρυβο απ’ τη βουλιμία του.

Ξαφνικά, λίγο πιο κάτω από εκεί που βρίσκονταν άνοιξε μια πόρτα. Κόσμος ξεπρόβαλλε στον διάδρομο. Το Πρωτοπρεσβύτερο βιάστηκε να ξεκολλήσει από την Επτά. Απομακρύνθηκε γρήγορα, ίσιωσε προσεκτικά τη στολή του και πλησίασε τον κόσμο. Κάτι τους είπε και μετά εξαφανίστηκε στο βάθος των διαδρόμων.

Η Επτά και ο Δύο είχαν μείνει εκεί που τους άφησε το Πρωτοπρεσβύτερο. Η παρουσία τους δεν είχε γίνει αντιληπτή. Ο διάδρομος δεν ήταν και τόσο καλά φωτισμένος σ’ εκείνο το σημείο. Το πρόσωπο του Δύο ήταν μέσ’ τα αίματα ακόμη. Η Επτά, εξωτερικά, έμοιαζε ανέπαφη. Αίμα δεν είχε στάξει στη στολή της. Όμως η ίδια δεν πρέπει να ένοιωθε και τόσο καλά. Ο Δύο την κοίταξε ανήσυχος. Το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί από μια ανεξέλεγκτη γκριμάτσα. Η αναπνοή της έβγαινε όλο και πιο βαριά. Αηδιαστικοί σπασμοί ακούγονταν απ’ το στομάχι της. Το σώμα της εξασθενημένο απ’ την Αφαίρεση, έγειρε κι’ έπεσε πλάι. Ο Δύο την αγκάλιασε και προσπάθησε να την συνεφέρει. Η Επτά άπλωσε τα χέρια της και γαντζώθηκε από πάνω του, λες και ο Δύο είχε την δύναμη να κάνει τα συμπτώματά της να σταματήσουν. Μην ξέροντας τι να κάνει ο Δύο, έσφιξε τα χέρια της στα δικά του, να την καθησυχάσει.

Τελικά, βλέποντας πως η κατάστασή της δεν βελτιωνόταν, ο Δύο έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε το μικρό φιαλίδιο που είχε κρύψει εκεί προηγουμένως. Πλησίασε το πρόσωπο της Επτά και άνοιξε το φιαλίδιο μπροστά ακριβώς απ’ τη μύτη της. Η Επτά εισέπνευσε. Εισέπνευσε βαθιά.

Οι σπασμοί άρχισαν αμέσως να περιορίζονται. Συνήλθε, κάπως.

Ανακάθισαν και οι δύο, εκεί που βρίσκονταν, με την πλάτη κόντρα στον τοίχο. Δεν τολμούσαν να κουνηθούν για να μην μπουν στην περιοχή εμβέλειας των καρφιών. Το πρόσωπο της Επτά ήταν τώρα εντελώς πετρωμένο, σαν να 'χε λιποθυμήσει με τα μάτια ανοιχτά. Ο Δύο την παρακολουθούσε ανήσυχος. Άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε απαλά.

«Πεταλουδίτσα;» της είπε τρυφερά.

Η Επτά ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια της. Σαν να επέστρεφε ήταν. Γύρισε και, με αρκετή δυσκολία, εστίασε το βλέμμα της στον Δύο. Έδειξε να ξαφνιάζεται, βλέποντας το αίμα στο πρόσωπό του. Σαν μόλις εκείνη την στιγμή να το πρωτόβλεπε. Άπλωσε το χέρι της και, αφηρημένα, δοκίμασε να τον σκουπίσει. Χειρότερα τα 'κανε. Τον πασάλειψε.

«Έλα πεταλουδίτσα μου, έλα. Θ’ αργήσεις», είπε ο Δύο. Η Επτά έκανε ν’ ανασηκωθεί, αλλά μια ξαφνική σκέψη έκανε τα μάτια της ν’ ανοίξουν διάπλατα.

«Δύο, τι θα κάνουμε τώρα; Τι θα κάνουμε;»

Ο Δύο την κοίταξε ερωτηματικά. Το σκοτισμένο του όμως ύφος πρόδιδε πως μάντευε τι ήθελε να πει η Επτά.

«Πόσο μας έχει μείνει;»

«Φάρμακο;» Η Επτά έγνεψε καταφατικά. «Μία δόση, περίπου».

«Αφού με την καθημερινή, δια της βίας βγάζω τρεις Αφαιρέσεις, τώρα που… Πρέπει να πας μου φέρεις και την άλλη. Αλλιώς, δεν θα τα βγάλω πέρα».

«Σσσσ. Μην ανησυχείς, θα πάω. Την Πρώτη, τουλάχιστον, μπορείς να την καταφέρεις;»

«Μάλλον… Αύριο όμως, τι θα κάνουμε αύριο;»

«Ε, θα βγω σήμερα, αυτό θα κάνουμε», μονολόγησε ο Δύο.

«Ναι. Αλλά δεν το ξέρει ο… Δεν θα 'χει μαζί του».

Ο Δύο κούνησε με ανυπομονησία το κεφάλι του. «Κάτι θα σκεφτούμε. Μην ανησυχείς».

«Κι’ αν…;»

«Θα βρούμε, σου λέω, θα βρούμε. Θα είμαι πίσω πριν την Τρίτη». Έγινε παύση. Κοιτάχτηκαν. «Πού να το φανταστώ πως…», ξεκίνησε να λέει ο Δύο απολογητικά. Η Επτά σήκωσε απαλά το χέρι της και τον σταμάτησε.

«Όμως θα τα καταφέρεις, έτσι, μόνος σου;» τον ρώτησε.

«Θα τα καταφέρω. Μην ανησυχείς. Με άδεια χέρια, δεν γυρίζω. Ούτε τώρα, ούτε μετά». Η Επτά τον κοίταξε για μια στιγμή.

«Κοίτα να γυρίσεις. Με ή χωρίς. Το καλό που σου θέλω», του είπε κι’ έκλεισε τα μάτια της.

Ο Δύο την άφησε να ησυχάσει λίγο. Η αναπνοή της ακουγόταν όλο και πιο ήσυχη. Σαν μωρό που κοιμόταν αμέριμνα έμοιαζε.

«Έλα πεταλουδίτσα μου. Έλα. Πάμε τώρα» είπε ο Δύο μαλακά, μετά από λίγο.

Σαν τσαλαπατημένη μαριονέτα, ο Δύο την έπιασε απ’ τις μασχάλες και την ανασήκωσε. Η Επτά στάθηκε, αλλά τα πόδια της δεν πατούσαν και τόσο καλά. Ο Δύο την στήριξε, έκαναν μαζί μερικά βήματα και ξεπρόβαλλαν απ’ την σκοτεινή γωνιά, όπου ήσαν χωμένοι. Ήταν απίστευτο αλλά ούτε δέκα μέτρα δεν απείχαν απ’ την κουζίνα, ένα απ’ τα πιο πολυσύχανστα σημεία σε ολόκληρο το Αρχιμανδρίτειο. Εκείνη μάλιστα την στιγμή υπήρχε πολύ έντονη κίνηση εκεί απ’ έξω. Καμιά δεκαριά Ύψιλον υπό την επίβλεψη ενός Άνομο ξεφόρτωναν την τελευταία παραλαβή δημόσιου αίματος. Μόλις οι Ύψιλον είδαν το χρώμα της στολής της Επτά, παραμέρισαν αμέσως να περάσει—από πίσω της κι’ ο Δύο. Κανείς δεν τόλμησε να υψώσει το βλέμμα να τους κοιτάξει. Αφού προσπέρασαν όμως, η Επτά και ο Δύο ένοιωσαν τις ματιές των Ύψιλον, σαν μαχαιριές, να μπήγονται στην πλάτη τους. Το Άνομο που εκτελούσε χρέη Εποπτεύοντος φορούσε χαμηλόβαθμη στολή. Έριξε βέβαια κι’ αυτό μια φευγαλέα ματιά στην Επτά, αλλά παραμέρισε αμέσως. Η Επτά και ο Δύο του πέταξαν ένα «Οσιώτατε» και προσπέρασαν βιαστικά. Προχώρησαν μέχρι το Τροφείο του Αρχιμανδρίτη. Εκεί, η Επτά στάθηκε. Γύρισε και κοίταξε τον Δύο.

«Μην κάνεις έτσι» είπε ο Δύο. «Όπως είπαμε. Μόνο αυτή την Αφαίρεση πρέπει να καταφέρεις. Τα υπόλοιπα θα τα τακτοποιήσω εγώ». Η Επτά κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Έπρεπε να υποκριθεί πως τον πίστευε για χάρη και των δύο τους. Τον κοίταξε με θλίψη, χωρίς ουσιαστικά να τον βλέπει. Μετά άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο εσωτερικό του Τροφείου.

Το Τροφείο δεν ήταν συνηθισμένος χώρος. Ήταν εντελώς ομοιόμορφος, χωρίς ορατό όριο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Μπορούσε να προκαλέσει αίσθημα απώλειας της ισορροπίας ή ακόμα και ναυτία σε όποιον έμπαινε απροετοίμαστος εκεί μέσα. Όμως, τόσο η ναυτία όσο και οποιοδήποτε άλλο αίσθημα εξαφανίζονταν αμέσως μόλις γινόταν αντιληπτή η βασική ιδιότητα του Τροφείου.

Η λειτουργία του Τροφείου βασιζόταν στην ίδια αρχή με αυτήν της συσκευής πόνου. Στην ουσία, και οι δυο συσκευές δεν ήσαν τίποτα άλλο παρά, σχετικά απλοϊκοί, αποκωδικοποιητές σκέψης. Η συσκευή πόνου ήταν πομπός. Προκειμένου να είναι αποτελεσματική επί οποιουδήποτε ανθρώπου, ήταν σε θέση να κωδικοποιήσει μόνο στοιχειώδεις σκέψεις, όπως το αίσθημα πόνου. Αντίθετα, το Τροφείο ήταν δέκτης. Έμπαινε σε κατάσταση συμπαθητικής συνήχησης με τον χρήστη, αποκωδικοποιούσε τις σκέψεις του και τις απεικόνιζε τρισδιάστατα πάνω στους τοίχους. Σε πραγματικό χρόνο.

Μόλις έμπαινε κανείς σε Τροφείο, ήταν σαν να είχε μπει μέσα στο ίδιο του το μυαλό, ενώ αυτό βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία. Έβλεπε τις σκέψεις του να προβάλλονται μπροστά του την ίδια σχεδόν στιγμή που τις συνειδητοποιούσε να συμβαίνουν μέσα του. Η διπλή αυτή συνείδηση της σκέψης, από μέσα και απ’ έξω ταυτόχρονα, προκαλούσε ένα περίεργο αίσθημα δυισμού που ήθελε κάποιο χρόνο για να το συνηθίσει κανείς.

Η Επτά έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω της. Μόνη ήταν. Ευτυχώς. Το Αρχιμανδρίτη δεν είχε φτάσει ακόμη.

Πέρασε μια χαοτική πρώτη στιγμή, αλλά μετά, πολύ γρήγορα, κατάφερε ν’ αυτοκυριαρχηθεί. Πίεσε τον εαυτό της να σταθεί ακίνητη και χαλαρή, ώστε το Τροφείο να μπορέσει να συντονιστεί μια ώρα αρχύτερα μαζί της. Παρακολούθησε την συνείδησή της να πηδάει σαν μπίλια ρουλέτας απ’ την μια εντύπωση στην άλλη. Από μπροστά της παρέλασαν κατά σειρά ο βιασμός της απ’ το Πρωτοπρεσβύτερο, τα γεγονότα στο περίβολο του Αρχιμανδρίτειου και η μάταιη απόπειρα του Δύο να την προστατεύσει απ’ το αμαρτωλό Άνομο. Όλα αυτά τα είδε να ξανασυμβαίνουν μπροστά της, όχι όπως πραγματικά συνέβησαν, αλλά όπως η συνείδηση της τα βίωσε και τα κατέγραψε.

Στη συνέχεια, η συνείδηση της Επτά γύρισε πιο πίσω στο χρόνο. Όπως πάντα.

Η Επτά δεν θυμόταν πότε ήταν που μπήκε στη ζωή της ο 1Ν31Α92Μ153. Δεν θυμόταν γιατί έμοιαζε σαν από πάντα να ήταν εκεί. Ήταν το μικροκαμωμένο εκείνο παιδάκι που δεν γέλαγε, όταν ο Εποπτεύων έβαζε την ομάδα να την κοροϊδέψουν. Ήταν αυτό που, όπως και η Επτά, ξύπναγε τρομαγμένο στη μέση της υπνοπαιδείας. Ήταν αυτό που την κρυφοκοίταγε την ώρα του μαθήματος. Κι’ αυτή όμως το κοίταγε.

Τα αισθήματα που ένοιωθε εκείνες τις στιγμές η Επτά, της ήταν εντελώς ακατανόητα. Την έπιανε ένα σφίξιμο στην κοιλιά, κοκκίνιζε, κι’ ο σφυγμός της αντηχούσε σαν τύμπανο μέσα στ’ αυτιά της. Δεν ήξερε γιατί ένοιωθε έτσι. Δεν έκανε όμως και τίποτα να το σταματήσει.

Μια φορά, είχαν μόλις τελειώσει εκείνες τις μαρτυρικές Φυσικές Δραστηριότητες, που υποτίθεται πως χαλιναγωγούσαν την ενεργητικότητα των παιδιών. Ο Εποπτεύων, που τα συνόδευε πίσω στους κοιτώνες, περπατούσε αμέριμνος. Ούτε που γύριζε, να ελέγξει. Δεν χρειαζόταν. Τα παιδιά είχαν πια φτάσει το στάδιο εκείνο της εκπαίδευσης τους, που μετατρέπονταν στους πιο άγρυπνους και παθιασμένους σπιούνους των συντρόφων τους.

Προχωρούσαν σε άψογη παράταξη κατά μήκος ενός στενού σχετικά διαδρόμου. Η Επτά κοίταζε μπροστά της. Πρόσεχε να παραμένει στην ευθεία με τα υπόλοιπα παιδιά της σειράς της, αλλά τον νου της τον είχε πίσω της, εκεί που ήξερε πως ήταν ο Τρία. Ούτε περίμενε, ούτε σκεπτόταν τίποτα. Απλώς είχε τον νου της.

Περπατούσε. Περπατούσε κι’ ονειρευόταν. Με τα μάτια ανοιχτά, όπως πάντα. Δεν ήταν στην Μπριμ, ήταν κάπου αλλού. Κάπου ανοιχτά. Είχε ήλιο εκεί, ήλιο πραγματικό, και φυσούσε όμορφος, καθαρός αέρας—όχι όπως της Μπριμ που βρώμαγε όζον και χλώριο. Τα άλλα παιδιά κάπως είχε γίνει κι’ είχαν εξαφανιστεί. Όλα. Όλα ή σχεδόν όλα. Κάποιος είχε παραμείνει. Τον αισθανόταν αυτόν τον κάποιον, δεν μπορούσε όμως να γυρίσει το κεφάλι της να τον δει. Πάντως, δεν την ενοχλούσε η παρουσία του, όποιος κι’ αν ήταν, και αυτό από μόνο του ήταν περίεργο. Την είχε πλησιάσει τώρα και στεκόταν σχεδόν πλάι της. Πλάι, αλλά πίσω της. Λίγο έτσι, να έκανε με το χέρι της και θα τον άγγιζε. Όχι πως θα έκανε ποτέ τέτοια πράγμα. Ούτε που της πέρναγε από το μυαλό.

Αντίθετα, η σκέψη που της πέρασε απ’ το μυαλό ήταν εντελώς αναπάντεχη. «Αυτή η γεύση», σκέφτηκε, «αυτή που έχω στο στόμα μου αυτή τη στιγμή, πρέπει να είναι αυτό που λένε „ευτυχία“. Γιατί, τι άλλο να επιθυμήσει κανείς;»

Κάτι πήρε να φουσκώνει μέσα της. Φούσκωσε, φούσκωσε μέχρι που της έφερε δάκρυα στα μάτια. Κι’ ας μην ήξερε το λόγο. Όμως, μια στιγμή μόνο κράτησε και μετά πάει, χάθηκε.

Στο μεταξύ, η ομάδα των παιδιών πλησίαζε την είσοδο των κοιτώνων. Η είσοδος ήταν πολύ στενή και παρά τα παραγγέλματα του Εποπτεύοντα η παράταξη χάλασε. Τα παιδιά πρόσεχαν να μην αγγίξουν το ένα τ’ άλλο, αλλά ότι και να „καναν ολόκληρη η σειρά δεν χωρούσε να περάσει. Έπρεπε να συμπτυχθούν. Η Επτά, αφηρημένη, άφηνε συνεχώς χώρο στα άλλα παιδιά να περάσουν μπροστά της. Ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβε πως έπρεπε πια να περάσει κι“ αυτή, διαφορετικά όποιος βρισκόταν πίσω της δεν θα 'χε άλλο χώρο και κινδύνευε να πέσει πάνω της. Πλησίασε το πρώτο σκαλοπάτι. Τότε ακριβώς, συνέβη.

Ένα χέρι άγγιξε το δικό της.

Σαν κάψιμο το ένοιωσε το άγγιγμα εκείνο η Επτά. Ήταν το πρώτο της. Δυσάρεστο της ήταν, σχεδόν. Σαν φωτιά. Σαν φλόγα. Ξεκίνησε απ’ τα δάχτυλα και, σαν να την έσπρωχνε μανιασμένος αέρας, η φωτιά ανέβηκε στον καρπό, το μπράτσο και τον ώμο, μέχρι που χώθηκε στο στήθος της. Η καρδιά της χτύπησε ακόμα μια φορά, πολύ δυνατά, και μετά σταμάτησε. Σταμάτησε τελείως. Ένοιωσε να ζαλίζεται. Φοβήθηκε πως θα „πεφτε κάτω. Γούρλωσε τα μάτια της, πολεμώντας να μείνει όρθια. Χωρίς να καταλαβαίνει τι έκανε γύρισε και έριξε μια γρήγορη ματιά. Ο Τρία ήταν. Δεν την κοίταγε όμως. Μπροστά του ήταν γυρισμένος. Η Επτά βιάστηκε κι“ αυτή να γυρίσει πάλι μπροστά της. Συνέχισε να περπατάει. Δεν έπρεπε να διακόψει τον ρυθμό της ομάδας. Η καρδιά της ξανάρχισε να λειτουργεί. Ακανόνιστα.

Ώστε ο Τρία ήταν. Δικό του ήταν το χέρι που την είχε αγγίξει. Ναι, σίγουρα, δικό του ήταν. Ποιανού άλλου θα μπορούσε να είναι; Μήπως έγινε κατά λάθος; Μπορεί. Μπορεί να έγινε και κατά λάθος. Όμως, μπορεί και όχι. Αλλά τότε, γιατί; Γιατί να το κάνει αυτό; Πώς του ήρθε να κάνει κάτι τέτοιο; Τι μπορεί να σήμαινε; Αυτό δεν μπορούσε να καταλάβει, η Επτά, τι μπορεί να σήμαινε. Γιατί δεν ήταν πως της ήταν δυσάρεστο, τελικά. Ίσως εκεί στην αρχή μόνο, για πολύ λίγο. Αλλά ούτε αυτό μπορούσε να το καταλάβει η Επτά. Αφού τους είχαν μάθει ν’ αποφεύγουν κάθε είδους άγγιγμα. Βρομερή συνήθεια ήταν. Βρομερή και επικίνδυνη. Αλλά, το κυριότερο δεν ήταν αυτό. Το κυριότερο ήταν γιατί να το κάνει αυτό ο Τρία;

Δεν άντεξε. Ξαναγύρισε. Και αυτή τη φορά τον έπιασε. Τον έπιασε να την κοιτάει! Αυτήν, κατ’ ευθείαν αυτήν, χωρίς αμφιβολία αυτήν, ίσια μέσ’ την καρδιά. Πάλι άρχισε να γλιστράει ο κόσμος κάτω απ’ τα πόδια της. Ένα μου, αυτήν κοιτούσε! Αυτήν! Και την είχε αγγίξει, την είχε μόλις αγγίξει. Επίτηδες!

Στ’ αυτιά της έφτασε η φωνή του Εποπτεύοντα. Κάποια απειλή πρέπει πάλι να ούρλιαζε. Πόσο μακρινή της φάνηκε η φωνή εκείνη! Όμως το πλήθος των παιδιών φοβήθηκε. Σιωπηλό ρίγος διέτρεξε όλη την παράταξη. Και μετά, σαν πανικόβλητα κλωσόπουλα, τα παιδιά το έβαλαν στα πόδια, όλα μαζί. Ανάμεσά τους, κι’ η Επτά. Καθώς όμως έτρεχε, συνειδητοποίησε κάτι. Τα πόδια της δεν πατούσαν κάτω. Προσπαθούσε, μα της ήταν αδύνατο. Είχαν κολλήσει δέκα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Δεν πήγαιναν πιο κάτω. Η καρδιά της έφταιγε. Χοροπηδούσε τόσο, που έκανε τα πόδια της να πετούν. Και αυτό ακριβώς συνέχισαν να κάνουν όλη εκείνη την ημέρα.

Ένας κρότος ακούστηκε. Η εικόνα του Τρία εξαφανίστηκε αστραπιαία. Δεν ήταν το Αρχιμανδρίτη όμως. Αυτοί, εκεί, έξω απ’ την κουζίνα πρέπει να ήταν. Ξεφόρτωναν ακόμα και κάτι πρέπει να τους είχε πέσει. Η σκέψη της πήγε στον δύστυχο τον Δύο. Πρέπει τώρα να προσπαθούσε να φτάσει το δωμάτιό τους να πάρει το υπόλοιπο βελτιωτικό.

Όταν δεν συνόδευε την Επτά, η ζωή του Δύο μέσα στο Αρχιμανδρίτειο ήταν πολύ διαφορετική, πολύ επικίνδυνη. Αυτό όμως ήταν κάτι με το οποίο ο Δύο, θέλοντας και μη, είχε μάθει να ζει. Το Τροφείο γέμισε με την εικόνα του. Σαν ποντίκι τον έβλεπε τώρα η Επτά να τρέχει στους ατέλειωτους διαδρόμους του Αρχιμανδρίτειου. Να προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τους διώκτες του. Γιατί τον κυνηγούσαν για να τον βασανίσουν. Για διασκέδαση, για σπορ. Επειδή ήταν του χεριού τους.

Αλλά δεν είχε ώρα για τον Δύο τώρα η Επτά. Για τα λίγα λεπτά που της απέμεναν βυθίστηκε, με ατέλειωτη λαχτάρα, στην αγκαλιά της ανάμνησης του Τρία.

Μόλις τα παιδιά συμπλήρωναν το όγδοο έτος της ηλικίας τους, άρχιζε επίσημα η προετοιμασία τους για τη μετέπειτα ζωή τους. Μεταφέρονταν απ’ τους παιδικούς κοιτώνες, όπου είχαν ζήσει έως τότε, στους κοιτώνες του Κατηχητικού. Εκεί θα ήταν το σπίτι τους για τα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια. Μόλις το σώμα τους εμφάνιζε τα πρώτα σημάδια εφηβείας θα 'ταν καιρός να μετακομίσουν—για τελευταία φορά—με προορισμό τις Πόλεις.

Το Κατηχητικό της Μπριμ πρέπει να „ταν το αποκορύφωμα της αθλιότητας. Κακοφωτισμένο και θλιβερό, με συσκευές που σχεδόν ποτέ δεν λειτουργούσαν. Το ένα πάνω στ“ άλλο ζούσαν τα παιδιά εκεί μέσα. Σαν ζώα, αναγκάζονταν να υπερασπίζονται με πάθος τον ελάχιστο προσωπικό χώρο που τους αναλογούσε και οι συμπλοκές που ξεσπούσαν συνεχώς, εξαπλώνονταν σαν πυρκαγιά από πτέρυγα σε πτέρυγα.

Όταν οι Εποπτεύοντες αποφάσιζαν τελικά να κάνουν την εμφάνισή τους, μπορεί να τους έπνιγαν όλους σ’ ένα καταιγισμό από αγάπες, όμως οι κινήσεις τους ήταν μηχανικές και βαριεστημένες. Ήξεραν καλά πως μόλις απομακρύνονταν, θα επαναλαμβάνονταν τα ίδια, αν όχι πολύ χειρότερα, επεισόδια.

Η Επτά είχε κουρνιάσει μέσ’ την κάψουλά της. Προσπαθούσε να μην δίνει σημασία στα γέλια και τα ουρλιαχτά, που κάθε τόσο έσκιζαν την ατμόσφαιρα του θαλάμου. Καταγινόταν με κάτι που απαιτούσε όλη της την προσοχή. Κρυμμένο απ’ την κοινή θέα, είχε στριμώξει εκεί μέσα έναν μοριακό συναρμολογητή. Η Ένα-Μέρα πλησίαζε και της Επτά της είχε καρφωθεί μια αναπάντεχη ιδέα. Ήθελε να φτιάξει ένα δώρο για τον Τρία, κάτι σαν ευχετήρια κάρτα.

Όμως, δυσκολευόταν. Δεν της έφτανε όλος αυτός ο θόρυβος έξω απ’ την κάψουλα, είχε και την σύγχυση μέσ’ το κεφάλι της, που πάλευε να βάλει σε λογαριασμό. Από πού κι’ ως πού της είχε έρθει η ιδέα να κάνει κάτι για τον Τρία; Γιατί δεν μπορούσε να την βγάλει απ’ το μυαλό της; Δεν ήταν ότι είχε αρχίσει να διαφωνεί με την Κατήχηση—ούτε γι’ αστείο, δεν ήταν αυτό το θέμα. Η ομάδα της, τόσο για την ίδια, όσο και για κάθε άλλο παιδί μέσα στη Μπριμ, ήταν ο κόσμος της—ο κόσμος ολόκληρος. «Εγώ», τα παιδιά δεν ήξεραν τι θα πει, «Εμείς» αποκαλούσαν τον εαυτό τους. Και όσο για τις προσωπικές σχέσεις, πολύ καλά έκαναν και απαγορεύονταν. Ανόητες ήσαν, και αηδιαστικές—τίποτ’ άλλο. Άσε που στην προκειμένη περίπτωση ήταν αστείο να μιλάμε για προσωπική σχέση. Ούτε μία λέξη δεν είχαν ανταλλάξει ποτέ με τον Τρία. Άρα, δεν ήταν αυτό το ζήτημα.

Το ζήτημα ήταν όλες αυτές οι τρελές ματιές που αντάλλασσαν, τόσο καιρό τώρα. Πού θα κατέληγε αυτή η ιστορία; Πώς θα κατέληγε; Χωρίς να το σκέφτεται με τόσα πολλά λόγια η Επτά, πίστευε πως το δωράκι που έλεγε να φτιάξει για τον Τρία μπορεί να έδινε μια διέξοδο σ’ αυτά τα—χωρίς όνομα—συναισθήματα που ένοιωθε να μαίνονται μέσα της. Ταυτόχρονα, θεωρούσε πως δεν ήταν και τίποτα που μπορεί να επέσυρε την οργή των Εποπτών, έτσι και το έπαιρναν είδηση. Εντελώς ασήμαντο το έβρισκε το όλο ζήτημα.

Πάντως δεν ήταν κάρτα αυτό που έφτιαχνε η Επτά στον συναρμολογητή, και πόσο μάλλον ευχετήρια. Ούτε και η ίδια η Επτά ήταν απλή χρήστης συναρμολογητή. Προς μεγάλη της έκπληξη είχε διαπιστώσει πως η ικανότητά της στον χειρισμό της συσκευής αυτής ξεπερνούσε πολύ τα συνηθισμένα. Αντί για τις απλοϊκές κατασκευές των συντρόφων της, η Επτά, χωρίς καν να προσπαθεί, συνέθετε αρχιτεκτονικές εξαιρετικής πολυπλοκότητας. Σταδιακά, κατέληξε να αφιερώνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της σ’ αυτή την δραστηριότητα. Άλλωστε, την άφηναν εντελώς αδιάφορη οι φρικαλέες ανοησίες με τις οποίες τα υπόλοιπα παιδιά περνούσαν την ώρα τους.

Η κατασκευή, που συναρμολογούσε τώρα για τον Τρία, ήταν ένας αυτόνομος ζωντανός κόσμος, ένας κόσμος σε μικρογραφία. Σε μια επιφάνεια πολύ μικρότερη απ’ αυτήν μιας καρφίτσας είχε χωρέσει ένα ολόκληρο χωριό φανταστικών πλασμάτων που ζούσαν το καθένα την δική του ανεξάρτητη ζωή. Κατά διαστήματα, τα πλασματάκια αυτά διέκοπταν τις παράδοξες και συχνά αστείες ασχολίες τους, στρέφονταν όλα μαζί ταυτόχρονα προς τα πάνω και έψαλλαν εν χορώ «Καλή Ένα-Μέρα, Τρία»—αυτή ήταν η σύνδεση με την επερχόμενη Ένα-Μέρα.

Αναμφίβολα, ήταν λίγο γελοίο, το όλο πράγμα. Αν κάτι το έσωζε, πρέπει να ήταν η παιδική του αθωότητα. Η Επτά έτρεμε μήπως και ο Τρία παρεξηγούσε την χειρονομία της, μήπως και δεν «καταλάβαινε», αν και ούτε και η ίδια ήξερε τι ακριβώς εννοούσε.

Οποιοσδήποτε πάντως γνώστης μοριακής μηχανικής τυχόν έβλεπε το κατασκεύασμά της δεν υπήρχε περίπτωση να το παρεξηγήσει. Αριστούργημα ήταν, ένα αξιοσημείωτα καινοτομικό αριστούργημα. Δεν ήταν μόνο η πολυπλοκότητα της εσωτερικής του δομής, αλλά και το ότι η δομή αυτή άλλαζε και εξελισσόταν συνεχώς με εξαιρετική αληθοφάνεια. Σαν να έβλεπε κανείς ένας πραγματικό χωριό ζωντανών πλασμάτων και ας μην είχαν μέγεθος μεγαλύτερο από μερικά Άνγκστρομ. Η Επτά έβαζε τώρα τις τελευταίες πινελιές στο δημιούργημά της, αλλά έπρεπε να έχει συνεχώς το νου της και γύρω-γύρω μην αντιληφθεί κανείς με τι καταγινόταν. Η συνεχής αυτή διάσπαση της προσοχής τής έσπαγε τα νεύρα.

Ο συναρμολογητής, αυτό που έκανε στην ουσία, δεν ήταν παρά να επιτρέπει στον χρήστη να «πλάθει» ή να συναρμολογεί την ύλη. Η εργασία εξελισσόταν σε εξαιρετικά μικροσκοπικό επίπεδο και αυτό σου έδινε μια αίσθηση παντοδυναμίας, αφού μπορούσες να «δεις» και να επέμβει και στις πιο εσώτερες διεργασίες της ύλης. Ακόμη και να «πιάνεις» άμεσα και να τροποποιήσεις τους ίδιους τους δεσμούς μεταξύ των μορίων. Με τον συναρμολογητή μπορούσες να φτιάξεις πραγματικά οτιδήποτε.

Το περιβάλλον εργασίας, που παρουσίαζε ο συναρμολογητής, ήταν ένας κυκεώνας από ρομπότ, αλλά και, συγκριτικά, πιο απλές μηχανές (από βίδες και σφιγκτήρες μέχρι τρυπάνια, τόρνους και ολόκληρους κινητήρες). Το μέγεθός τους ποίκιλλε από τεράστια μακρο-μόρια έως λίγες δεκάδες άτομα, ενώ κάποιες απ’ τις μηχανές αυτές ήσαν σε θέση να αναπαράγουν ακόμα και αντίγραφα του εαυτού τους. Σαν τουβλάκια lego ο χρήστης έπρεπε να συνδυάσει τις μηχανές και την ροή της πρώτης ύλης, ώστε η έξοδος της μιας μηχανής να γίνει είσοδος της επόμενης μέχρι που να προκύψει τελικά μια αλυσίδα ικανή να παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η διαφορά ήταν πως οι συνθήκες εργασίας στον συναρμολογητή δεν είχαν τίποτα να κάνουν με τον συνηθισμένο κόσμο. Ο συναρμολογητής μπορούσε να πάει πολύ πιο πέρα απ’ την διακριτική ανάλυση των ανθρώπινων αισθήσεων. «Έβλεπε», «άκουγε» και «έπιανε» πράγματα πολύ πιο γρήγορα και απείρως μικρότερα απ’ αυτά που κανονικά είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ή να χειριστούμε. Όσο πιο «χαμηλά» κατέβαινε κανείς, τόσο επιταχυνόταν η αίσθηση της ροής του χρόνου, οπότε, αναπόφευκτα, κατέρρεε και η ψευδαίσθηση που δημιουργούν οι ανθρώπινες αισθήσεις περί στερεής πραγματικότητας. Η ύλη κυμάτιζε και τα μόρια πάλλονταν και παλινδρομούσαν ακατάπαυστα μέσα στον χώρο. Ώσπου, στο απώτατο άκρο, στο επίπεδο του ατόμου, η εμπειρία που αποκόμιζε κανείς ήταν αυτή μιας μικροσκοπικής, απολύτως συμπαγούς, θύελλας. Πάρα πέρα, πιο χαμηλά, ήταν αδύνατον να πάει κανείς. Η ροή του χρόνου ήταν τόσο γρήγορη και η συχνότητα ταλάντωσης τόσο υψηλή, που το αίσθημα καταντούσε αφόρητο. Ο χρήστης αναγκαζόταν να επιστρέψει, γιατί ο οργανισμός του δεν άντεχε άλλο.

Από πιο «ψηλά», η κίνηση της ύλης δεν ήταν ενοχλητική. Ο χρήστης, εκεί, είχε μια σχεδόν γαλήνια αντίληψη της εργασίας του. Ένοιωθε σαν κηπουρός που περιποιείται τα φυτά του, με την διαφορά πως τα έβλεπε να μεγαλώνουν μπροστά στα μάτια του. Η τάξη και η πολυπλοκότητά τους αυξανόταν αυθόρμητα και οι πολυσύνθετες δομές έμοιαζαν να συναρμολογούνται ή να «φυτρώνουν» αυτόματα, έλκοντας από μόνες τους τα μόρια που τις συνέθεταν.

Ακόμα όμως και σ’ ένα τέτοιο, σχετικά υψηλό επίπεδο, η συγκέντρωση της προσοχής του χρήστη ήταν απαραίτητη, μια και η λειτουργία της συσκευής βασιζόταν, σε τελική ανάλυση, σε μια ψευδαίσθηση. Ο χρήστης έπρεπε να διατηρεί την εντύπωση πως έπλεε με ταχύτητα πάνω σε «κύματα»—κύματα ύλης. Υπήρχε ένα είδος «ισορροπίας», που ο χρήστης έπρεπε να φροντίζει να μην χάσει, διαφορετικά η ψευδαίσθηση διαλυόταν. Ο χρήστης τότε έπεφτε πίσω στην «ακινησία» και ο συναρμολογητής έσβηνα, έπαυε να λειτουργεί. Και τότε, άντε μετά να τον ξανα-ξεκινήσεις.

Το ζήτημα με την Επτά ήταν πως βίωνε την χρήση του συναρμολογητή σαν μια ατέλειωτη έκρηξη αδρεναλίνης. Κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο. Τα περισσότερα παιδιά δυσκολεύονταν να ξεκινήσουν καλά-καλά την συσκευή. Χρειαζόταν αρκετή προσπάθεια μόνο και μόνο για να καταφέρει κανείς να ισορροπήσει, έστω και λίγο, πάνω στα κύματα της ύλης. Η επιδόσεις της Επτά ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, ήταν φυσικό ταλέντο. Μπορεί, στην πραγματική ζωή, το ταλέντο της να μην είχε καμιά πρακτική χρησιμότητα, πάντως ήταν χαρισματική.

Το περίεργο ήταν πως η Επτά ούτε συνείδηση του ταλέντου της είχε, ούτε και αντιλαμβανόταν πόσο νεωτεριστικές ήταν οι σχεδιαστικές της καινοτομίες. Το μόνο—πραγματικά, το μόνο—που την απασχολούσε, ενώ εργαζόταν, ήταν πώς θα το έπαιρνε ο Τρία. Πίστευε πως όσο πιο αξιοθαύμαστη ήταν η κατασκευή της, όσο πιο απίστευτη και μοναδική κατάφερνε να την κάνει, τόσο πιο πολύ θα εντυπωσίαζε τον Τρία και άρα, τόσο πιο πολύ ο Τρία… Δεν μπορούσε να φανταστεί τι ακριβώς μπορεί να έκανε ο Τρία—δεν είχε όνομα γι’ αυτό το κάτι—αλλά ότι κι’ αν ήταν, θα της ήταν αρκετό, αφού θα ήταν απ’ αυτόν. Έτσι ένοιωθε η Επτά. Γι’ αυτό και μοχθούσε τώρα να βάλει στο έργο της όλη της την δημιουργικότητα.

Την επόμενη η Επτά σηκώθηκε πολύ νωρίς. Παίρνοντας κάθε δυνατή προφύλαξη, επέστρεψε τον μοριακό συναρμολογητή πίσω στην αίθουσα διδασκαλίας απ’ όπου τον είχε «δανειστεί» και, χωρίς να την δει κανείς, μετέφερε την κατασκευή της απ’ την δική της συσκευή σε αυτήν του Τρία. Μετά κάθισε στη θέση της και υποκρίθηκε πως ήταν απασχολημένη με το μάθημά της. Δεν πέρασε πολύ ώρα και η αίθουσα διδασκαλίας άρχισε να γεμίζει με παιδιά—ανάμεσα τους και ο Τρία. Τα δύο παιδιά αντάλλαξαν την φευγαλέα ματιά που συνήθιζαν και μετά ο καθένας φόρεσε τον συναρμολογητή του. Η Επτά παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού της τον Τρία και η καρδιά της πήγαινε να σπάσει απ’ την αγωνία.

«…Η Ένα-Μέρα είναι η μεγαλύτερη εορτή…» Ακουγόταν αποσπασματικά να λέει η φωνή μιας προβολής «…Ο πρώτος Άνομο απελευθέρωσε όλους τους ανθρώπους από την αβάσταχτη… Όλοι μαζί αδερφωμένοι, Άνομο και άνθρωποι, θα ζήσουμε για πάντα με τα Άγια Ζώδια για οδηγό… Ίδια γεννιόμαστε, ίδια ζούμε, καμιά διαφορά δεν έχει πια απομείνει που να θυμίζει…»

Ο Τρία πέρασε λίγη ώρα χαζεύοντας δεξιά-αριστερά, όπως πολύ συχνά έκανε, αλλά κάποια στιγμή αποφάσισε να ξεκινήσει κι’ αυτός. Η Επτά τον παρακολούθησε, σχεδόν σε αργή κίνηση, να φοράει τον συναρμολογητή, να εστιάζει, να μένει για μερικά δευτερόλεπτα εντελώς ακίνητος—έκπληκτος, προφανώς, μ’ αυτό που έβλεπε—και μετά ν’ ανασηκώνει απότομα το κεφάλι του. Η Επτά χαμογέλασε θριαμβευτικά και κούρνιασε στη θέση της. Όσο το δυνατόν λιγότερο ήθελε να φαίνεται τώρα.

Ο Τρία κούνησε με έκπληξη το κεφάλι του και μετά επέστρεψε στον συναρμολογητή. Παρακολούθησε και πάλι για λίγο το θέαμα και μετά, σαν να τον τσίμπησε κάτι, πετάχτηκε πάνω και γύρισε προς την Επτά. Όμως το μάτι του Εποπτεύοντος έπιασε τις σπασμωδικές κινήσεις του και του πάτησε τις φωνές. Ο Τρία, αναγκαστικά, συμμορφώθηκε. Όχι όμως πριν ρίξει μια ματιά στην Επτά.

Μια ολόκληρη ζωή θα περνούσε η Επτά να μηρυκάζει την ματιά εκείνη του Τρία. Τι ένοιωσε και την κοίταξε έτσι; Κάθε φορά που το σκεφτόταν—και στην ανάμνηση αυτή επέστρεφε καθημερινά, ακόμη και χρόνια αργότερα—σε διαφορετικό συμπέρασμα κατέληγε. Πιο κοντά στην αλήθεια πάντως της φαινόταν πως ήταν ότι η ματιά εκείνη ήταν μια άγρια ματιά. Σαν αυτήν που ρίχνει η τίγρη στη γαζέλα, όταν την έχει μόλις ρίξει χάμω και, λαχανιασμένη ακόμα, περιμένει λίγο, πριν ορμήσει να την ξεσκίσει. Παρ’ όλα αυτά όμως—ή ίσως και ακριβώς γι’ αυτό—την Επτά την έλιωσε εκείνη τη ματιά. Τα σωθικά της ήρθανε τα πάνω κάτω.

Το ίδιο εκείνο βράδυ τα παιδιά βρίσκονταν από ώρα στις κάψουλές τους. Όπου να’ ταν θα σήμαινε σιωπητήριο. Η Επτά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η προοπτική άλλης μιας βραδιάς υπνοπαιδείας της έφερνε αναγούλα, δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Έκλεισε πειθαρχικά τα μάτια της και προσπάθησε να βολευτεί. Καθώς όμως έχωνε το χέρι της κάτω απ’ το μαξιλάρι, άγγιξε κάτι. Κάτι ήταν κρυμμένο εκεί από κάτω! Το χέρι της σπαρτάρισε λίγο άθελά της.

Όλη εκείνη την ημέρα η Επτά την είχε περάσει σε πολύ περίεργη ψυχική κατάσταση. Μπορεί να έκανε κανονικά όλες της τις δουλειές, μπορεί να συμμετείχε σε όλες τις δραστηριότητες της ομάδας της, το μυαλό της όμως ήταν αλλού. Σαν αλυσοδεμένο το μυαλό της, επέστρεφε ξανά και ξανά σε ένα και μοναδικό ερώτημα. Τώρα που η ίδια είχε κάνει το μεγάλο τόλμημα, τώρα που είχε δώσει του Τρία την κατασκευή της, αυτός πώς θα απαντούσε; Θα της έκανε κι’ αυτός κάτι κι’ αν ναι, τι;

Μόλις άγγιξε αυτό το πράγμα κάτω απ’ το μαξιλάρι της, η καρδιά της Επτά πετάχτηκε όρθια και πήγε να της βγει απ’ το στόμα. Απ’ την άλλη όμως, είναι αλήθεια πως, εντελώς ανομολόγητα, το περίμενε, το έλπιζε, το ευχόταν με όλη της την καρδιά να συνέβαινε κάτι. Απαιτούσε απ’ τις δυνάμεις του σύμπαντος να μαζευτούν, να βάλουν τα δυνατά τους και να κάνουν κάτι να συμβεί. Οπότε, μόλις άγγιξε αυτό το κάτι κάτω απ’ το μαξιλάρι της, κατάφερε και κρατήθηκε. Το παραμικρό δεν της ξέφυγε. Και αυτό ήταν απαραίτητο γιατί οι Κοιτώνες ήσαν γεμάτοι που έδειχναν εξαιρετικό ενδιαφέρον για οποιαδήποτε ασυνήθιστη αλληλουχία συμπεριφοράς. Για να μην μιλήσουμε για τους διπλανούς της βέβαια.

Σταθεροποίησε το χέρι της κι’ ούτε μια σύσπαση δεν άφησε να διαγραφεί στο πρόσωπό της. Έκρυψε το πράγμα στη χούφτα της και γύρισε αμέσως μπρούμυτα. Κρατώντας το πάντα κρυμμένο με το σώμα της σκεπάστηκε ολόκληρη και μετά, πολύ-πολύ προσεκτικά, άνοιξε το χέρι της να δει τι ήταν. Μια μοριακή κατασκευή ήταν κι’ αυτή, σαν αυτή που του είχε δώσει κι’ εκείνη—αν βέβαια θεωρήσουμε πως το σχεδίασμα ενός δίχρονου παιδιού και η Τζοκόντα είναι, και τα δύο, «ζωγραφική».

Η παιδαριώδης διάταξη του Τρία ξεδιπλώθηκε, πολύ άτσαλα, στο σκοτάδι, κάτω απ’ το σκέπασμα της Επτά, για ν’ αποκαλύψει ένα-ένα τα εξής γράμματα:

«Σ-Τ-Ι-Σ-Τ-Ο-Υ-Α-Λ-Ε-Τ-Ε-Σ-Τ-Η-Ν-Δ-Ω-Δ-Ε-Κ-Α-Τ-Η».

Αφού εμφάνισε και το τελευταίο γράμμα, η κατασκευή, που είχε πια ολοκληρώσει τον λόγο ύπαρξής της, άφησε έναν ήχο, σαν μικρή αναπνοή, και διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη.

Η Επτά έβγαλε το κεφάλι της απ’ την κάψουλα και κοίταξε την ώρα. Πάρα τέταρτο. Η κάψουλα του Τρία ήταν κάπου στο βάθος του θαλάμου, δεν διακρινόταν. Έπρεπε να περιμένει. Δέκα πέντε ολόκληρα λεπτά. Αλλά, δεν ήταν και τόσο πολλά.

Σιωπή. Τα περισσότερα παιδιά ήσαν βυθισμένα στην υπνοπαιδεία τους. Αραιά και που κάποιο σηκωνόταν να πάει στην τουαλέτα. Η σκιά, σαν τρομαγμένη σαρανταποδαρούσα, έτρεχε στους τοίχους. Η Επτά περίμενε. Μπορεί να υποψιαζόταν, μπορεί να έλπιζε, αλλά δεν μπορούσε να είναι και εντελώς βέβαιη. Ήταν σίγουρα απ’ τον Τρία το μήνυμα; Αλλά από ποιόν άλλο θα μπορούσε να είναι; Κι’ αν ήταν λάθος; Φάρσα; Σύμπτωση; Κανένα ενδεχόμενο δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Για κανέναν λόγο δεν έπρεπε— δεν τολμούσε;— να ελπίσει. Και το πιο ελάχιστο τής φαινόταν υπερβολικό. Έπρεπε να περιμένει. Απλά και ψύχραιμα. Αλλά με το κάθε λεπτό, με το κάθε δευτερόλεπτο, η αγωνία της όλο και πολλαπλασιαζόταν. Ο χρόνος ήταν ρουφήχτρα και την έσερνε μέσα του.

Όταν σήμανε ο δωδέκατος χτύπος, το σώμα της Επτά, από μόνο του, έδωσε μια, και παραλίγο να πεταχτεί ολόκληρο έξω από την κάψουλα. Το βλέμμα της σάρωσε τον χώρο. Αγωνιούσε να πιάσει και την παραμικρότερη κίνηση μέσ’ τον κοιτώνα.

Όμως, τίποτα. Απολύτως τίποτα. Κανέναν δεν είδε να κινείται. Κανέναν απολύτως.

Κάθισε πάλι κάτω.

Τίποτα; Γιατί; Πώς ήταν δυνατόν;

Όσο κι’ αν είχε προσπαθήσει, όσο κι’ αν είχε βάλει τα δυνατά της για να το αποφύγει κάτι τέτοιο, η Επτά ένοιωσε τότε κάτι να ραγίζει μέσα της, κάτι να σπάει. Κάτι ζεστό, μικρό και λεπτεπίλεπτο έπεσε από ψηλά και τσακίστηκε πάνω στα παγωμένα πλακάκια. Χίλια κομμάτια έγινε.

Κανείς! Μα πώς ήταν δυνατόν; Και όμως—κανείς. Τίποτα. Ούτε μια μικρή κίνηση, η παραμικρή. Φάρσα πρέπει να ήταν, τελικά. Παρεξήγηση, σύμπτωση, σκατά… ποιος ξέρει. Ευτυχώς που είχε μείνει στην θέση της. Ευτυχώς, ευτυχώς. Παρά λίγο, και θα είχε εκτεθεί. Το καλό το Ένα είχε βάλει το χέρι Του. Αυτό την είχε σώσει. Ευτυχώς!

Ο απόηχος του δωδέκατου χτύπου αντήχησε για λίγο ακόμα στους παγωμένους τοίχους και μετά χάθηκε στα βάθη των ατέλειωτων διαδρόμων. Η Επτά σκεπάστηκε σφιχτά. Κρύα ρίγη διέτρεχαν το κορμί της, από πάνω μέχρι κάτω. Τόσο απογοητευμένη, τόσο εξαντλημένη ήταν απ’ όλη αυτή την ένταση, που σχεδόν νύσταζε. Να κλείσει τα μάτια της μόνο ήθελε και να πεθάνει επί τόπου. Να πεθάνει για πάντα.

Απ’ την άλλη όμως, πώς γινόταν να την πάρει ο ύπνος; Όσο περνούσε η ώρα, όσο καταλάγιαζε η πρώτη εντύπωση, τόσο το μυαλό της άρχιζε να παίρνει στροφές. Αφού δεν ήταν ο Τρία, τότε ποιος μπορεί να ήταν; Γιατί της είχε αφήσει αυτό το μήνυμα; Με ποιο σκοπό; Κι’ αυτός ο… ακατονόμαστος ο Τρία, γιατί να μην είναι αυτός; Ο αδιάφορος, ο απάνθρωπος, ο κακός. Ο κακός Τρία.

Ακόμα και υπνοπαιδεία δοκίμασε, να περάσει η ώρα. Όμως ούτε δύο δευτερόλεπτα δεν άντεξε. Την έκλεισε αμέσως. Να κοιμηθεί, δεν υπήρχε περίπτωση. Θα έσκαγε, αν δεν έκανε κάτι, έτσι ξαπλωμένη μέσ’ την κάψουλά της. Να δώσει μια ήθελε και να τα σπάσει όλα. Να ουρλιάξει τόσο, που να γκρεμίσει όλους τους κοιτώνες της Μπριμ.

Και τότε, προς μεγάλη της έκπληξη, σηκώθηκε. Της ήταν ξεκάθαρο πως δεν είχε νόημα αυτό που πήγαινε να κάνει. Η ώρα είχε πια περάσει. Δεν το άντεχε όμως άλλο, να κάθεται μέσ’ σ’ εκείνη τη βρωμοκάψουλα και να βράζει στο ζουμί της. Θα πήγαινε μέχρι τις τουαλέτες. Θα πήγαινε μήπως και ανακάλυπτε κάποιο ίχνος αυτού που της είχε αφήσει το μήνυμα. Ποιος και γιατί. Η Επτά έσφιξε τα, σαν καλαμάκια, χεράκια της. Τα έσφιξε και αισθάνθηκε βέβαιη πως μια χαρά θα τα κατάφερναν να τιμωρήσουν αυτόν που την κορόιδεψε. Αυτόν που την απογοήτευσε. Όποιος και να’ ταν.

Περπάτησε, τρέμοντας, προς την τουαλέτα. Πλησίαζε πια, όταν ξαφνικά, σταμάτησε. Μια σκιά! Κρυβόταν πίσω απ’ τη γωνία, μπροστά της. Φοβήθηκε. Είχε κάτι το απόκοσμο η σκιά εκείνη. Πάγωσε, εκεί που στεκόταν, στη μέση του διαδρόμου. Κοίταζε το σκοτάδι, χωρίς ούτε το σάλιο της να τολμά να καταπιεί. Όμως, ούτε πίσω διανοήθηκε να κάνει. Περίμενε, απλώς.

Η σκιά κουνήθηκε. Στεκόταν κόντρα στο λιγοστό φως και η Επτά δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο. Η σκιά πλησίασε ακόμα περισσότερο. Ήταν;… Ναι, ήταν ο Τρία! Ο Τρία! Τρία! Έξαλλη απ’ την απρόσμενη χαρά η Επτά πετάχτηκε προς το μέρος του. Σαν χαρούμενο βέλος.

Μίλησαν κι’ οι δυο ταυτόχρονα, τόση ήταν η αγωνία τους.

«Μα πού… Εδώ σε… Δεν είδα… Πώς;…»

«Εδώ, εδώ ήμουν συνέχεια» επανέλαβε ο Τρία. «Μετά τον Εσπερινό ήρθα εδώ και κρύφτηκα. Δεν πήγα μέσα (και έδειξε με το κεφάλι του προς τους θαλάμους) για να μην…»

Δεν το είχε σκεφτεί αυτό η Επτά. Πού να το φανταστεί πως ο Τρία μπορεί να πέρναγε όλο το βράδυ κρυμμένος μεσ’ την τουαλέτα για να μην τους πιάσουν τα καρφιά να σηκώνονται ταυτόχρονα. Πού να το φανταστεί;

Έγινε παύση. Κοιτάζονταν. Δεν ήξεραν τι να πουν. Τι να πρωτοπούν. Η Επτά κάτι πήγε να πει, αλλά εκείνη τη στιγμή κάποιος βγήκε απ΄ τους κοιτώνες και προχώρησε προς το μέρος τους. Δεν τους είχε δει ακόμα. Άλλη μια λέξη είχαν χρόνο να πουν—το πολύ. Η Επτά πρόλαβε.

«Αύριο;»

Καθώς χώριζαν, η Επτά, χωρίς να σκεφτεί, άπλωσε το χέρι της και, τυχαία, άγγιξε το μπράτσο του Τρία. Μετά, τρελή κι’ ηλεκτρισμένη απ’ την αίσθηση του νέου της θησαυρού πάνω στο δέρμα της, έτρεξε και χώθηκε στην τουαλέτα. Η ψυχή της έτρεμε ολόκληρη.

Πάλι ακούστηκε θόρυβος, την φορά όμως αυτή η Επτά κατάλαβε πως ήταν το Αρχιμανδρίτη που, επιτέλους, πλησίαζε. Εξαφάνισε και το τελευταίο ίχνος του Τρία απ’ την συνείδησή της, σήκωσε το κεφάλι της και προσπάθησε να βιώσει μια διάθεση γλυκιάς έκπληξης και υποταγμένης προσμονής. Αρυτίδωτη.

Τα Τροφεία ήταν πολύ δημοφιλής διασκέδαση στις τάξεις του Ανώτερου Κλήρου. Αυτό δεν ήταν τυχαίο, αφού μόνο τα μέλη του μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στο κόστος λειτουργίας τους. Στην περίπτωση του Αρχιμανδρίτη, η εγκατάσταση του Τροφείου δεν έγινε από το ίδιο, αλλά από τον Κλήρο με την ευκαιρία της χειροτονίας του. Οι Πατέρες δεν είχαν βέβαια την διασκέδαση του νεαρού Αρχιμανδρίτη κατά νου, όταν αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αυτήν την μικρή επένδυση. Την αναπηρία του ήθελαν να του δώσουν ένα τρόπο να μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει. Τις αθέλητες σκέψεις που το κατέκλυζαν—ειδικά κατά την ώρα της Αφαίρεσης—και το εμπόδιζαν να λειτουργήσει σαν φυσιολογικό Άνομο. Το Τροφείο ήταν ιδανικό για τον σκοπό αυτό. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να μάθει κανείς να ελέγχει τον μηχανισμό παραγωγής σκέψεων, αφού τον έβλεπε να ξετυλίγεται ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια του. Επιπλέον, το Τροφείο βοηθούσε τον χρήστη να καταλάβει ακριβώς μέχρι που εκτείνονταν τα όρια της ανώτερης συνείδησης και σιγά-σιγά να μάθει να ελέγχει την ροή της πληροφορίας προς και από αυτήν.

Πράγματι, το Αρχιμανδρίτη έκανε καθημερινά, μαραθώνιες συνεδρίες μέσα στο Τροφείο, αλλά ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να φανούν τα όποια αποτελέσματα. Το πρόβλημα του Αρχιμανδρίτη δεν ήταν και τόσο εύκολο να αντιμετωπιστεί. Όμως ήταν τόσο φέρελπις ο νεαρός αυτός Κληρικός, τόσο πολύ είχε ξεχωρίσει ανάμεσα στους ισόβαθμούς του για την μέχρι τότε διακονία του, που ο Κλήρος είχε θεωρήσει επιβεβλημένο να κάνει ότι περνούσε απ’ το χέρι της να τον βοηθήσει.

Από ένα άνοιγμα στον τοίχο του Τροφείου το Αρχιμανδρίτη έκανε την εμφάνισή του. Η Επτά κράτησε το βλέμμα της χαμηλά και το σώμα της στραμμένο ελαφρά από την άλλη. Ήθελε να δώσει την εντύπωση θηράματος—ανυποψίαστου και ανυπεράσπιστου. Κάτι σαν μια μικρή, ζουμερή, γαζέλα, σαν να λέμε. Έλπιζε πως έτσι μπορεί να άναβε τον πόθο του Αρχιμανδρίτη, να μειώνονταν κάπως οι αναστολές κι’ η κακοφωνία μέσα στο μυαλό του και να τελείωναν μια ώρα αρχύτερα με την Αφαίρεση. Η πιθανότητα δεν ήταν πολύ μεγάλη, όμως άξιζε τον κόπο. Την ταλαιπωρούσαν πολύ αυτές οι μακρόσυρτες Αφαιρέσεις, στις οποίες την ανάγκαζε η αρρώστια του Αρχιμανδρίτη.

Αυτό όμως που κυρίως την απασχολούσε, αυτό που έπρεπε πάση θυσία να αποφύγει, ήταν να περάσει έστω και φευγαλέα απ’ την συνείδησή της οποιαδήποτε ιδέα σύγκρισης της επίδοσης του Αρχιμανδρίτη με αυτήν του Πρωτοπρεσβύτερου λίγο προηγουμένως. Έτσι το Αρχιμανδρίτη και έβλεπε φαρδύ-πλατύ πάνω στους τοίχους του Τροφείου του την ίδια του την Τροφό να την πίνει το Πρωτοπρεσβύτερό του, το Ένα μόνο ξέρει τι θα γινόταν. Μιλάμε για ενδοεκκλησιαστική έριδα με εντελώς απρόβλεπτες συνέπειες. Το «ατύχημα» που πολύ γρήγορα θα συνέβαινε στην Επτά και τον Ύψιλόν της θα ήταν η κορυφή απλώς του παγόβουνου. Αλλά τα Άνομο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τελικά, πάντα τα κατάφερναν να συμβιβάσουν τις διαφορές τους—αυτό ήταν άλλωστε και ένα απ’ τα κυριότερα πλεονεκτήματά τους. Αντίθετα, οι άνθρωποι ήσαν αναλώσιμοι. Εντελώς αναλώσιμοι.

Πάντως η Επτά δεν είχε άδικο που ανησυχούσε τόσο. Το παρουσιαστικό του Αρχιμανδρίτη ήταν τόσο ιδιόμορφο, που ακόμα και για Άνομο δύσκολα το περνούσε κανείς. Συνεσταλμένο και μικροκαμωμένο, στεκόταν τώρα δειλά στην είσοδο του Τροφείου. Με την μύτη του ψηλά στον αέρα έκανε σαν ποντίκι που προσπαθεί να μυριστεί τον κίνδυνο. Η στολή του βέβαια ήταν εντυπωσιακή—πολύ πιο εντυπωσιακή απ’ του Πρωτοπρεσβύτερου, για παράδειγμα—όμως την φορούσε άχαρα και έπλεε μέσα της. Αλλά το χειρότερο ήταν το ύφος του. Δεν ήταν αφέντης-Άνομο αυτό, κύριος του Αρχιμανδρίτειου, που με ένα και μόνο νεύμα του μπορούσε να καταδικάσει Άνομο και ανθρώπους για οποιοδήποτε αμάρτημα, πραγματικό ή φανταστικό. Το Αρχιμανδρίτη Γκρόμο έμοιαζε σαν να είχε βρεθεί κατά λάθος εκεί μέσα. Και σαν, από στιγμή σε στιγμή, να ήταν έτοιμο να διορθώσει το σφάλμα του, βάζοντάς το στα πόδια.

Η Επτά τα ένοιωθε καθαρά όλα αυτά να συμβαίνουν πίσω απ’ την πλάτη της. Αλλά δεν γύριζε πίσω της, να κοιτάξει. Καθόταν απλώς εκεί και περίμενε, σε στάση απόλυτης παράδοσης. Όμως, τίποτα. Δεν γινόταν τίποτα. Κιχ δεν ακουγόταν. Τελικά, η Επτά αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως η πόζα της δεν έφερνε τα αποτελέσματα που έλπιζε. Κάτι άλλο έπρεπε να δοκιμάσει—και γρήγορα, γιατί το Αρχιμανδρίτη ήταν ικανό ακόμη και να της το σκάσει. Και αν το Αρχιμανδρίτη δεν έπινε την πρωινή του Αφαίρεση, μόνη υπεύθυνη γι’ αυτό θα ήταν, η Τροφός του, ποιος άλλος;

Η Επτά στράφηκε απότομα προς το μέρος του. Έβγαλε μια φωνούλα και προσποιήθηκε πως μόλις τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του. Κοιτάχτηκαν, κατάματα, κι’ ας μην χρειαζόταν, αφού στους τοίχους του Τροφείου απεικονίζονταν καθαρά οι σκέψεις τους.

Τελικά, μπορεί και να μην είχαν πάει εντελώς στράφι οι προσπάθειές της, αποφάσισε η Επτά. Στα μάτια του Αρχιμανδρίτη—αλλά και στο κουβάρι σκέψεων και συναισθημάτων που φαινόταν να ξετυλίγεται πάνω στους τοίχους—αχνόφεγγε μια μικρή λάμψη επιθυμίας. Ένα αραχνοΰφαντο σύμπλεγμα δίψας ήταν αλλά ίσα-ίσα που διακρινόταν. Βασικά, τρεμόσβηνε. Πάντως, υπήρχε. Δεν είχαν πάει εντελώς χαμένοι οι κόποι του Δύο να την ντύσει και να την στολίσει.

Τα ρουθούνια του Αρχιμανδρίτη ανοιγόκλειναν βιαστικά. Η Επτά το έβλεπε να εισπνέει την μυρωδιά του σώματός της και να την αναλύει με εξονυχιστικό ενδιαφέρον. Ευτυχώς, τίποτα ενοχλητικό ή επικίνδυνο δεν πρέπει να εντόπισε κι’ ας ήταν τόσο υστερικά μυγιάγγιχτο και φαντασιόπληκτο. Ευτυχώς. Ας ήταν καλά ο Δύο—και πάλι.

Όμως, μέχρι εκεί. Αβοήθητο, το Αρχιμανδρίτη, δεν μπορούσε να πάει πάρα πέρα. Δεν ήταν σε θέση να την βάλει κάτω και να την «πιει», όπως θα έκανε κάθε φυσιολογικό Άνομο. Το Πρωτοπρεσβύτερο και η υπόλοιπη συμμορία έξω στον περίβολο μπορούσαν χωρίς την παραμικρή προετοιμασία—το Πρωτοπρεσβύτερο είχε αποδείξει και έμπρακτα την θέρμη της επιθυμίας του. Το Αρχιμανδρίτη όμως, πέρα από ρουθουνίσματα και αναστεναγμούς δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο. Έξυνε μόνο αμήχανα τον ΚΦΚ. Η Επτά, σαν καλή Τροφός, θα έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Το Αρχιμανδρίτη άρχισε να τρέμει—πολύ φανερά. Χρειαζόταν προσοχή. Πάρα πολύ μεγάλη προσοχή.

«Το Ένα μας ενώνει, Πανοσιολογιότατε Γκρόμο», τον χαιρέτησε με φωνή που έλπιζε ν’ ακουγόταν τρυφερή.

«Το Ένα μας ενώνει» ήρθε αμέσως η ψιθυριστή απάντηση του Αρχιμανδρίτη. Η φωνή του ήταν αργή και τρεμουλιαστή.

«Αχ, καλέ πόσο με τρομάξατε, έτσι που μπήκατε μέσα», είπε η Επτά με φωνή που άκουγε και η ίδια πόσο απελπιστικά φάλτσα ήταν. «Την στιγμή ακριβώς που σκεφτόμουν, μα πότε πια θα έρθετε να πιείτε το πρωινό σας, ακούω πίσω μου ένα τέτοιο θόρυβο, που είπα πως πάει, κάποιο τρομερό θηρίο πρέπει να όρμηξε μέσα στο Τροφείο. Γυρίζω, και τι να δω; Ήσασταν εσείς!»

Τα είπε αυτά η Επτά κοιτώντας το Αρχιμανδρίτη κατάματα και μετά γύρισε προς τους τοίχους να δει την αντίδραση του. Ήταν δυνατόν να το έχαψε; Μήπως το „χε παρατραβήξει; Κι“ αν την σβέρκωνε και την πετούσε έξω; Αλλά μπα, του άρεσε! Ένα μου, του άρεσε! Φαινόταν στους τοίχους, αλλά κι’ αυτοί να μην υπήρχαν, η Επτά έβλεπε καθαρά τα ρουθούνια του πώς πετάριζαν. Εντελώς διεστραμμένο πρέπει να ήταν το Αρχιμανδρίτη, τελικά. Όσο πιο εξόφθαλμες υπερβολές του έλεγε, τόσο πιο πολύ την ποθούσε. Τι να πει κανείς; Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν πως είχε ακόμα πολύ θεραπεία μπροστά του μέχρι να του περάσει η νεύρωση, αν κατάφερνε να θεραπευτεί ποτέ.

«Και όμως, εγώ ήμουν», απάντησε χαμηλόφωνα το Αρχιμανδρίτη. «Δυστυχώς όμως, ούτε σήμερα βλέπω να έχω ιδιαίτερη όρεξη».

Σαν να της έκλεισε την πόρτα στα μούτρα το εισέπραξε η Επτά. Αυτή ήταν, με λίγα λόγια, η αρρώστια του Αρχιμανδρίτη. Ήταν ο χειρότερος εχθρός του ίδιου του του εαυτού. Αντί να καλλιεργήσει και να φουντώσει την επιθυμία του, την κατάβρεχε με παγωμένο νερό.

Και ο τόνος της φωνής του, εκεί προς το τέλος, τι ήταν αυτό; Σαν μια υποβόσκουσα απελπισία να κρυβόταν εκεί μέσα—μια απελπισία που όλο και θα μεγάλωνε. «Ένα μου, γιατί πρέπει ν’ αρχίζει τόσο άσχημα πάντα η μέρα;» αναρωτήθηκε φευγαλέα η Επτά, αλλά την έπνιξε αμέσως τη σκέψη της αυτή.

«Ελάτε, ελάτε» βιάστηκε να το διακόψει αμέσως, συγκαταβατικά. «Πάντα έτσι λέτε και μετά μου ορμάτε σαν αιμοβόρο κτήνος και με στραγγίζετε μέχρι τελευταίας σταγόνας την κακομοίρα. Εγώ το ξέρω τι τραβάω μετά για να συνέλθω».

Ωπ! Λάθος. Δεν ήταν και τόσο πετυχημένο αυτό. Μπορεί να το παρεξηγούσε. Έπρεπε να το μαζέψει, αμέσως.

«Θέλω να πω… Αμέσως το βγάζω, το καινούργιο αίμα, αφού είναι για σας Πανοσιολογιότατε Γκρόμο. Όμως, μέχρι το μεδούλι με πίνετε κάθε φορά, τόση είναι η δύναμη που έχετε. Δεν το καταλαβαίνετε εσείς, αλλά εγώ ξέρω».

Ναι, καλύτερα έτσι. Όμως, ήθελε προσοχή. Σαν λεπτεπίλεπτη άρπα έπρεπε να τον πιάνει και να τον παίζει η Τροφός τον τρόφιμό της. Σαν άρπα. Όμορφα και τρυφερά. Όχι άγαρμπες κινήσεις.

«Για καθίστε εδώ δίπλα μου, να δούμε τι έπαθε πάλι εκείνη η κακομοίρα η Κοκκινοσκουφίτσα» του είπε η Επτά και του έδειξε να κάτσει δίπλα της.

Πολύ προσεκτικά, η Επτά σύνδεσε τον ΚΦΚ του στην υποδοχή Αφαίρεσής της και μετά άρχισε, για μια ακόμα φορά, να προβάλλει στους τοίχους του Τροφείου την χιλιοειπωμένη ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας.

Η Κοκκινοσκουφίτσα, κατά σύμπτωση, έμοιαζε πολύ με την Επτά, μόνο που φαινόταν ακόμα πιο παχιά. Περπατούσε στο δάσος κρατώντας το πανέρι της και μάζευε μανιτάρια για την άρρωστη γιαγιά της. Ο Λύκος, ο οποίος, επίσης κατά σύμπτωση, έμοιαζε με το Αρχιμανδρίτη, την παρακολουθούσε από κάποια απόσταση, κρυμμένος πίσω από πυκνή, τροπική βλάστηση. Όταν ο Λύκος άρχισε να γρυλίζει απειλητικά, προκάλεσε ανείπωτο πανικό στην Κοκκινοσκουφίτσα. Τα βουνά του κρέατός της άρχισαν να τρεμοπαίζουν σαν φρέσκια κρέμα γάλακτος. Το θέαμα πρέπει να τον έφτιαχνε τον Λύκο γιατί, αν και πάντα αθέατος, ακουγόταν να γρυλίζει όλο και πιο δυνατά. Σε κάποια στιγμή η Κοκκινοσκουφίτσα, έντρομη πια, δεν άντεξε άλλο, πέταξε στον αέρα το καλάθι με τα μανιτάρια και το έβαλε στα πόδια. Το καπέλο της λύθηκε και τα μακριά κοκκινοκάστανα μαλλιά της ξετυλίχτηκαν στην πλάτη της. Ο Λύκος την ακολουθούσε, χωρίς όμως και να βιάζεται ιδιαίτερα. Φαινόταν να το διασκεδάζει. Καθώς η Κοκκινοσκουφίτσα έτρεχε, τα ρούχα της έπεφταν από πάνω της και στο τέλος έμεινε να τρέχει μέσ’ το τροπικό δάσος με την καρωτίδα και όλα τα υπόλοιπα σημεία του σώματός της που είχαν επιφανειακό σφυγμό να γυαλίζουν δελεαστικά.

Σε κάποια στιγμή ο Λύκος πρέπει να χόρτασε με τα προκαταρκτικά, γιατί όρμηξε πάνω της και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό έμπηξε τα δόντια του στο πλαδαρό κρέας. Η Κοκκινοσκουφίτσα ούρλιαξε, αλλά η κραυγή της είχε μια καθαρά ηδονική διάσταση. Πονούσε, αλλά το ευχαριστιόταν κιόλας. Ζωντανή, την κατασπάραξε ο Λύκος. Τα ζεστά ακόμα σπλάχνα της τα καταβρόχθισε με εξαιρετική βουλιμία. Μετά, ύψωσε την κατακόκκινη μουσούδα του στον αέρα και γρύλλισε θριαμβευτικά. Σ’ ολόκληρο το δάσος αντιλάλησε η κραυγή του.

Η απεικόνιση της ιστορίας στους τοίχους του Τροφείου ήταν εξαιρετικά ωμή και ρεαλιστική μήπως κι’ έτσι άναβε το ενδιαφέρον του Αρχιμανδρίτη. Όμως το Πανοσιολογιώτατο Γκρόμο κρατούσε το κεφάλι του χαμηλωμένο και ίσα που έριχνε πού και πού μια ματιά. Καθώς προχωρούσε η ιστορία, άρχισε μεν να δείχνει ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον, αλλά, και πάλι, δεν ήταν αρκετό για να μπορέσει ν’ αρχίσει να ρουφάει το αίμα, που η Επτά συνεχώς πρόσφερε. Οι αδύναμες προσπάθειές του Αρχιμανδρίτη έρχονταν σε τόσο έντονη αντίθεση με την «επίδοση» του Πρωτοπρεσβύτερου προηγουμένως, που η Επτά δυσκολευόταν ιδιαίτερα να προβάλλει την ιστορία της και, ταυτόχρονα, να κρατιέται να μην περάσει καμιά στραβή σκέψη στην ανώτερη συνείδησή της, την αντιληφθεί το Αρχιμανδρίτη, και ξεσπάσει η καταστροφή.

«Συγγνώμη», είπε σε κάποια στιγμή το Αρχιμανδρίτη, ενώ η φωνή του έσπαγε απ’ το άγχος. «Δυστυχώς, δεν μπορώ. Θα έχεις κουραστεί πια κι’ εσύ. Να φύγω καλύτερα τώρα, και αργότερα που θα…»

«Όχι, όχι» τον διέκοψε έντρομη η Επτά. «Ούτε που να το ξαναπείτε ποτέ αυτό, σας παρακαλώ. Καθόλου δεν έχω κουραστεί». Και, με ξαφνική έμπνευση, συμπλήρωσε. «Άλλωστε, μου κάνει μεγάλη χαρά να σας βοηθώ».

Κάπως αμήχανη η Επτά γύρισε και κοίταξε το Αρχιμανδρίτη. Προς μεγάλη της έκπληξη, κι’ αυτό το έχαψε. Όχι μόνο το έχαψε, αλλά η φράση της είχε λειτουργήσει και σαν ισχυρό διεγερτικό.

«Τότε να δοκιμάσουμε ίσως και λίγο Μινώταυρο;» πρότεινε δειλά το Αρχιμανδρίτη.

«Μινώταυρο; Μα και βέβαια».

Εν ριπή οφθαλμού οι αιματοβαμμένες σάρκες της Κοκκινοσκουφίτσας αντικαταστάθηκαν με την εικόνα ενός θηλυπρεπέστατου, παχύσαρκου Θησέα με χαρακτηριστικά που πάλι Επτά θύμιζαν. Περιπλανιόταν σ’ έναν όχι και τόσο δαιδαλώδη Λαβύρινθο, αλλά το ελάχιστο μυαλό του δεν έφτανε να εντοπίσει την έξοδο, κι’ ας την είχε προσπεράσει, πολύ φανερά, παραπάνω από μια φορά. Τόσο μεγάλη ήταν η απογοήτευση που είχε αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, που ο οποιοσδήποτε Μινώταυρος χάρη θα του έκανε να τον έτρωγε, αφού θα τον απάλλασσε απ’ την ταλαιπωρία της ίδιας του της ύπαρξης.

Η ιστορία αυτής ήταν ακόμα πιο πορνό από την Κοκκινοσκουφίτσα προηγουμένως. Ο Θησέας άρχισε να χάνει αμέσως και χωρίς την παραμικρή πρόφαση τα ρούχα του. Τα σημεία με σφυγμό πάνω του πρήστηκαν τόσο τερατωδώς που στο τέλος δεν ήταν προφανές σε ποιο ζωικό είδος να τον κατατάξει κανείς. Το Αρχιμανδρίτη όμως, διασκέδαζε, ολοφάνερα. Όσο πιο παράλογες γίνονταν οι λεπτομέρειες, τόσο πιο πολύ του άρεσε η ιστορία.

Κάποια στιγμή, ο Μινώταυρος, που ως τότε ήταν αόρατος, άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Θόρυβος από σάλια που έτρεχαν ακούστηκε, και ρουθούνια που οσμίζονταν το αίμα του Θησέα.

Ο Μινώταυρος δεν άργησε να μιμηθεί το παράδειγμα του Λύκου, προηγουμένως. Και κάπου εκεί, στην κορύφωση της ιστορίας, η Επτά αισθάνθηκε πως το Αρχιμανδρίτη είχε επιτέλους ξεκινήσει να ρουφάει λίγο-λίγο το αίμα της. Το άκουσε να κατεβαίνει στον ΚΦΚ του. Η διαδικασία θα κρατούσε ώρα, αλλά το αίμα που συνολικά θα αντλούσε το Αρχιμανδρίτη δεν θα 'ταν και τόσο πολύ. Καμιά σχέση με το Πρωτοπρεσβύτερο.

Σε όλη την διάρκειά της Αφαίρεσης το Αρχιμανδρίτη συνέχισε, μόνο του πια, να φαντασιώνεται πως ήταν ένας τεράστιος, αδυσώπητος Μινώταυρος που ξέσκιζε τον έναν μετά τον άλλο τους ανύποπτους περιπατητές του Λαβύρινθου. Η Επτά έριχνε πού και πού καμιά ματιά στις ιστορίες του, αλλά αηδίαζε και απέστρεφε το βλέμμα της. Πάντως, έτσι απασχολημένο που ήταν το Αρχιμανδρίτη, δεν είχε μυαλό για την Επτά, που ήταν ελεύθερη να περάσει την ώρα της όπως ήθελε.

Η Επτά και η ομάδα της βρίσκονταν σε μια εντελώς ξεχαρβαλωμένη και κλειστοφοβική αίθουσα διδασκαλίας. Η Εποπτεύουσα αυτή τη φορά ήταν προχωρημένης ηλικίας, πάνω από είκοσι χρονών. Η προβολή εξηγούσε με ζέση ένα σχετικά πολύπλοκο ζήτημα στο μάθημα των Θρησκευτικών και η φωνή ακουγόταν να πάλλεται από ενθουσιασμό .

«…Κλείδα είναι η υψηλής συγκέντρωσης ενέργεια που προσομοιάζει προς την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία έξω από τη σφαίρα επιρροής του ζωδιακού κύκλου. Εισβάλει στο ζωδιακό κύκλο από τις Πύλες αυτού και περνά στην κύρια ουσία της ύπαρξης του όντος ή της κατάστασης, διαμορφώνοντας και εξελίσσοντας τον πυρήνα του. Έτσι αλλάζει την καρμική πορεία και την σύσταση της συνειδησιακής κατάστασης του όντος ή της μορφογενετικής έκφρασης του συμβάντος. Η είσοδος της ενέργειας αυτής στον ζωδιακό κύκλο πραγματοποιείται από συγκεκριμένες περιοχές των Πυλών».

«Για να κατανοήσουμε την σημασία της Κλείδας θα πρέπει να ανατρέξουμε στους Σουμέριους, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με την μελέτη, την καταγραφή και την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων. Τη γνώση αυτή κληρονόμησαν οι μετέπειτα λαοί της Μεσοποταμίας και συγκεκριμένα οι Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Χαλδαίοι, Ακκάδες και στη συνέχεια οι Αιγύπτιοι. Τη σκυτάλη παίρνουν οι Εβραίοι (είναι πασίγνωστη η αναφορά στα λεγόμενα «Κλειδιά του Σολομώντα» ή «Η Κλεις του Σολομώντα») και κατόπιν περνάει στους Έλληνες και στους Ρωμαίους που την υιοθετούν και την ενσωματώνουν στο δικό τους πολιτισμικό σύστημα».

Τα παιδιά παρακολουθούσαν καθισμένα σε πολύ μικρή απόσταση το ένα απ’ τ’ άλλο και ίσα-ίσα που δεν αγγίζονταν. Η πολύχρονη τρομοκρατία των Εποπτών είχε φέρει τα αποτελέσματά της. Η αγελοποίηση των παιδιών ήταν ολοκληρωτική και η εικόνα μοναχικού παιδιού ήταν πια εξαιρετικά ασυνήθιστο φαινόμενο.

Η επιτυχία όμως αυτή των Εποπτών δεν ήταν η μόνη και ίσως ούτε και η πιο σημαντική. Στο υπνωτισμένο βλέμμα των παιδιών, έτσι όπως κάθονταν και παρακολουθούσαν την παράδοση, φαινόταν καθαρά πως οι Εποπτεύοντες είχαν αρχίσει να επιτυγχάνουν και τον άλλο, τον δυσκολότερο στόχο τους. Ακόμα και την συνείδηση της ατομικότητας τους είχαν αρχίσει να χάνουν τα παιδιά. Κόντευαν να μην υπάρχουν πια ως ξεχωριστές οντότητες. Σαν κοπάδι ψαριών ήσαν που κολυμπούσαν όλα μαζί, συντονισμένα. Μαζί πεινούσαν, μαζί διψούσαν, μαζί ανέπνεαν. Σε λίγο, οτιδήποτε μη ομαδικό, δεν θα ήταν απλώς απαγορευμένο, αλλά και σχεδόν αδιανόητο.

Ήταν πολύ φιλόδοξο εγχείρημα η επίτευξη της διευθέτησης αυτής μεσ΄ τα μυαλά των παιδιών, γι’ αυτό και όσο νωρίτερα άρχιζε, τόσο το καλύτερο. Και βέβαια, ποτέ δεν επιτυγχανόταν τελείως. Κάποιες μικρο-ατέλειες πάντα θα υπήρχαν, όπως και άτομα τα οποία θα αποδεικνύονταν ανεπίδεκτα, σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί να μάθαιναν να υποκρίνονται, μπορεί να το πετύχαιναν ακόμα και στην εντέλεια, αλλά τα άτομα αυτά ποτέ δεν κατάφερναν να βιώσουν πραγματικά την λυτρωτική αίσθηση του να απεκδύεται κανείς τον εαυτό του και να τον εγκαταλείπει με ανακούφιση στην εξώπορτα του κοινωνικού του περίγυρου.

Ενώ η προβολή συνέχιζε την ομιλία της, η Επτά έπιασε μια κίνηση με την άκρη του ματιού της — μια κίνηση που διέκοπτε τον συγχρονισμένο κυματισμό των κινήσεων γύρω της. Γύρισε, ελάχιστα μόνο, για να δει. Ο Τρία ήταν. Είχε ξεφύγει απ’ την υπόλοιπη ομάδα και σιγά-σιγά ξεμάκραινε. Δεν το έκανε για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, αφηρημένος με κάποια σκέψη φαινόταν απλώς να είναι. Αλλά ακριβώς αυτό το φαινόμενο ήταν, που οι Εποπτεύοντες και τα καρφιά πάσχιζαν να εξαφανίσουν. Την μεμονωμένη σκέψη.

Βήμα το βήμα ο Τρία έφτασε να στέκεται αρκετά μακριά απ’ τα υπόλοιπα παιδιά. Η Εποπτεύουσα τον είχε πάρει βέβαια είδηση, αλλά προς το παρόν δεν αποφάσιζε να διακόψει την προβολή. Την άφηνε να μιλάει και έκανε πως δεν έβλεπε τον Τρία.

Όταν ο Τρία έφτασε να απέχει γύρω στα είκοσι βήματα απ’ την υπόλοιπη ομάδα, η Εποπτεύουσα έχασε την υπομονή της. Έγνεψε στην υπόλοιπη ομάδα να μην τολμήσουν να βγάλουν τσιμουδιά και εκμεταλλευόμενη μια φυσική παύση στην ομιλία της προβολής, κάλυψε με μεγάλες αθόρυβες δρασκελιές την απόσταση που την χώριζε απ’ τον Τρία. Κατάφερε και έφτασε από πάνω του, χωρίς ο Τρία να έχει ακόμη αντιληφθεί το παραμικρό.

«Μονήρης πάλι ανθρωπούνι;» τσίριξε ξαφνικά η Εποπτεύουσα δίπλα στο αυτί του Τρία. «Τι προσπαθείς να παραστήσεις, μου λες;»

Ο Τρία τα’ χασε. Γύρισε απότομα προς την Εποπτεύουσα και η έκπληξη ήταν καθαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Δεν άνοιξε όμως το στόμα του να δικαιολογηθεί. Δεν προσπάθησε να βρει κάτι να πει. Έμεινε απλώς ακίνητος και την κοιτούσε.

Η Εποπτεύουσα τον κοίταξε έντονα για μια στιγμή και μετά κούνησε το κεφάλι της. «Πενήντα!» είπε δείχνοντάς του το «πέντε» και το «μηδέν» με τα δάχτυλά της και μετά έκανε την αντίστοιχη ρύθμιση και στην συσκευή της. Ο Τρία δεν κατάφερε να συγκρατήσει μια γκριμάτσα. Τα υπόλοιπα παιδιά πισωπάτησαν όλα μαζί. Η Εποπτεύουσα απομακρύνθηκε και η προβολή, που είχε σταματήσει απ΄ τον θόρυβο, συνέχισε να μιλάει.

«…Με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την επικράτηση νέων φιλοσοφικών και θρησκευτικών ρευμάτων η πανάρχαια και απόκρυφη γνώση παραγκωνίζεται και κακοποιείται. Τα αρχέτυπα της ευτελίζονται, οι έννοιες της παραποιούνται και διαστρεβλώνονται. Η σπίθα όμως της γνώσης και της σοφίας παραμένει αναμμένη».

Ο Τρία προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμος, αλλά δεν ήταν και εύκολο. Είχε ήδη αρχίσει να νοιώθει τα πρώτα συμπτώματα. Η τιμωρία που του είχε επιβάλλει η Εποπτεύουσα ήταν η χειρότερη δυνατή. Δεν ήταν απλή αγάπη αυτή, αλλά ένα διαρκές αφόρητο αίσθημα που θα κρατούσε όσο το ρύθμιζε η Εποπτεύουσα – πενήντα δευτερόλεπτα στην προκειμένη περίπτωση. Πάνω από ένα λεπτό δεν είχε επιβληθεί ποτέ σε κανένα παιδί, επειδή δεν ήταν βέβαιο αν μπορούσε να το αντέξει ο οργανισμός τους.

«Οι Άραβες με τη ρομαντική τους διάθεση για την αναβίωση της αρχαίας γνώσης, συλλέγουν και συντηρούν απόκρυφα κείμενα και κωδικοποιούν προφορικές παραδόσεις κρατώντας ζωντανή όχι μόνο την εξωτερική αστρολογία μα και το αποκρυφιστικό της κομμάτι. Χάρη στις προσπάθειες Αράβων αστρονόμων- αστρολόγων η μυστικιστική φιλοσοφία που αφορά τις Κλείδες παραμένει ζωντανή και μεταφέρεται μέσω της Ιβηρικής χερσονήσου την εποχή του μεσαίωνα στην Ευρώπη των βαρβάρων Φραγκογότθων και των Εννετοβενετσιάνων. Μια Ευρώπη που υποφέρει και ατονεί πνευματικά κάτω από το άγρυπνο μάτι της Παπικής μονοκρατορίας και αυταρχισμού. Τον 20ο αιώνα φτάνουμε στο κατώτερο σημείο της εξέλιξης αυτής λόγω της άκριτης ανόδου της επιρροής της επιστήμης. Χρειάστηκε να έρθει το Ένα και οι Μεγάλοι Πατέρες για να ξεκινήσει η επανεξέταση και ουσιαστική αναβίωση της μοναδικής αυτής…»

Τα μέλη του σώματος του Τρία έτρεμαν σαν από κάποιο είδος αθέατου ηλεκτροσόκ. Η Επτά στεκόταν ανάμεσα στα άλλα παιδιά, χωρίς να μπορεί να του προσφέρει βοήθεια. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τον κοιτάει. Είχε κλειδώσει τα μάτια της στα δικά του και με όλο της το είναι προσπαθούσε να απορροφήσει ένα μέρος του πόνου και της αγωνίας του.

Αλλά υπήρχαν και τα βράδια. Τα μαγικά εκείνα βράδια, όπου τα δυο παιδιά, κρυμμένα στη τουαλέτα έπαιζαν κι΄ έλεγαν ιστορίες. Η θλιβερή τους κρυψώνα μετατρεπόταν κάθε φορά και σ΄ ένα διαφορετικό μυθικό κόσμο, όπου τα παιδιά μπορούσαν για λίγο να γίνουν ακατανίκητοι ήρωες που καταγίνονταν μ΄ εξωφρενικά κατορθώματα. Οι συσκευές καθαρότητας, που συνέχιζαν να κυκλοφορούν γύρω τους, απασχολημένες με το έργο τους, έπαιζαν κι΄ αυτές τον ρόλο τους. Άλλοτε γίνονταν θηρία που τα παιδιά εξόντωναν μετά από μακρόχρονους αγώνες και άλλοτε πολύτιμοι σύντροφοι σε φανταστικά ταξίδια.

Είναι απίστευτο που χρόνια αργότερα η Επτά, όποτε γύρναγε τη μνήμη της στην εποχή εκείνη, σ΄ εκείνες τις στιγμές ήταν που προτιμούσε να επιστρέφει. Στο δίχτυ της μνήμης σαν να είχαν πιαστεί και να μην μπορούσαν να ξεμπλέξουν οι πιο απειροελάχιστες λεπτομέρειες. Ο ήχος απ΄ τις σταγόνες του νερού που έτρεχε ή το παιχνίδισμα του φωτός στα πλακάκια.

Ώσπου, ένα βράδυ, χωρίς καμιά προειδοποίηση, όλα άλλαξαν.

Η Επτά είχε μόλις φτάσει και περίμενε τον Τρία γεμάτη έξαψη. Στην τσέπη της είχε κρυμμένο αυτό με το οποίο καταγινόταν κάθε ελεύθερή της ώρα τις τελευταίες μέρες. Μία σφεντόνα!

Όπως συμβαίνει με κάθε νέα τεχνολογία, οι μοριακοί συναρμολογητές μπορεί να είχαν διευκολύνει κάποια πράγματα, αλλά είχαν δυσκολέψει κάποια άλλα. Μπορεί για παράδειγμα, να ήταν πια πολύ εύκολη η κατασκευή ενός λουλουδιού, αλλά ένα σφυρί δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση, ενώ ένας κύβος ήταν σχεδόν αδύνατο να κατασκευαστεί με συναρμολογητή.

Το σχήμα της σφεντόνας έπεφτε κάπου στη μέση και η Επτά είχε καταφέρει τελικά να το πλάσει, αν και όχι χωρίς κάποιους συμβιβασμούς, ειδικά στο σχήμα της βάσης. Περίμενε τώρα τον Τρία και είχε μεγάλη αγωνία να δει πως θα το έβρισκε το κατασκεύασμά της.

«Δεν είναι Ενικό ;» του είπε, δείχνοντάς του τη σφεντόνα, μόλις ο Τρία έφτασε. «Του φορτώνεις αυτά» — έβγαλε και κάτι μικρά βλήματα απ’ τη τσέπη της — «πατάς εδώ και τα πετάει μακριά. Το δοκίμασα χτες σ’ ένα κοψίδι . Ούτε που κατάλαβε από πού του’ ρθε… Σ’ αρέσει; Αν θες, μπορώ να σου φτιάξω κι’ εσένα ένα…»

Όση ώρα κράτησε η επίδειξη της Επτά, ο Τρία παρακολουθούσε σιωπηλός. Στην αρχή ήταν έκπληκτος, μια και ήταν φανερό πως δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα, και αργότερα με πρόσωπο σταχτή από ζήλια. Όμως η Επτά, απορροφημένη καθώς ήταν με το δημιούργημά της, δεν πρόσεξε την επίδραση που είχαν τα λόγια της.

«Στα πόσα γίγα;» ρώτησε μεσ΄ απ΄ τα δόντια του .

«Τίποτα. Ούτε πέντε» απάντησε η Επτά. «Αλλού ήταν το…»

«Ανθρωπουνιές » διέκοψε ο Τρία βίαια και μόλις που κατάφερε να κρατήσει χαμηλά την φωνή του.

«Τι;» ψέλλισε η Επτά πληγωμένη.

«Ανθρωπουνιές!» επανέλαβε επίμονα ο Επτά. «Ανθρωπουνιές είναι όλα αυτά. Δεν το καταλαβαίνεις; ».

«Μα… εσύ δεν είπες…»

«Μπα, εντελώς ανθρωπέλλα είσαι τελικά. Τίποτα δεν καταλαβαίνεις… Την ώρα μου χάνω μαζί σου». Η φωνή του Τρία έσβησε κι’ απέμεινε σιωπηλός ν’ ατενίζει το κενό μπροστά του.

Η Επτά, σαστισμένη, άφησε κάτω την σφεντόνα και πλησίασε διστακτικά τον Τρία.

«Τι είναι;» προσπάθησε να ρωτήσει χαϊδευτικά και μετά, με αρκετό δισταγμό, άπλωσε τον δείκτη της και τον άγγιξε φευγαλέα στο μπράτσο. Ο Τρία την έδιωξε και γύρισε απ’ την άλλη. Η Επτά ξαναπροσπάθησε. Ο Τρία γύρισε απότομα και την κοίταξε με ένταση.

«Λοιπόν, θα σου πω» της είπε αποφασιστικά. Τόση όμως ήταν η ένταση στη φωνή και το βλέμμα του, που η Επτά ταράχτηκε και έκανε πίσω.

«Τι;» τον ρώτησε με αβέβαιη φωνή.

«Θα σου πω, αλλά θα ορκιστείς στο Ένα το ίδιο πως δεν θ’ ανοίξεις σε κανέναν το στόμα σου. Σε κανένα, καταλαβαίνεις; Σε κανέναν!»

«Καλά, καλά. Εντάξει».

«Όχι, πέσ’ το».

«Αφού δεν κάνει».

«Ορκίσου. Αλλιώς φεύγω».

«Ορκίζομαι, στο όνομα του Ένα, πως δεν θα πω τίποτα σε κανέναν» είπε η Επτά πολύ γρήγορα και όσο μπορούσε πιο χαμηλόφωνα.

«Ωραία… Λοιπόν… Πάνε μερικές μέρες τώρα… Συνέβη κάτι. Κάτι εντελώς διαφορετικό… απ’ αυτές τις ανθρωπουνιές» και έδειξε με το χέρι του κάτω προς την σφεντόνα.

Η Επτά προσπάθησε να κοιτάξει στα μάτια τον Τρία, αλλά αυτός απέφυγε το βλέμμα της. Έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Μετά, ο Τρία ξεκίνησε να μιλάει. Στην αρχή διστακτικά, αλλά όσο περνούσε η ώρα όλο και πιο γρήγορα, με όλο και μεγαλύτερη σιγουριά.

«Κοίτα… Δεν λέω, καλές οι ανθρωπουτσιές με τα κοψίδια, αλλά αυτοί είναι… είναι κοψίδια, δεν είναι τίποτα, καταλαβαίνεις;» Η Επτά περιορίστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της. Ο Τρία συνέχισε. «Πρέπει να πάμε πέρα απ’ τα κοψίδια, στ’ αφεντικά τους, σ΄ αυτούς που τα βάζουν να λένε και να κάνουν αυτά που κάνουν».

«Για τα… χρωματιστά λες;» είπε η Επτά χαμηλώνοντας τόσο τη φωνή της, που σχεδόν δεν ακούστηκε.

«Ναι. Για τα Άνομο».

«Σσσσ. Είσαι…» πήγε να διαμαρτυρηθεί η Επτά μόλις άκουσε την απαγορευμένη λέξη, αλλά ο Τρία την διέκοψε.

«Άκουσέ με πρώτα, άκουσέ με».

«Μη μιλάς έτσι… Ωραία, λέγε, τι;»

«Θα καταλάβεις επιτέλους τι σου λέω; Συνέβη κάτι, σου λέω. Δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου όλα αυτά». Η Επτά του έκανε νόημα να συνεχίσει.

«Έλαβα μήνυμα!» είπε ο Τρία. Μετά σταμάτησε πάλι. Έμοιαζε να θεωρεί πως η δήλωσή του αυτή αρκούσε, αφού και τα έλεγε όλα. Η Επτά κατάλαβε πως με το τσιγκέλι θα ήταν αναγκασμένη να του τα βγάλει.

«Μήνυμα; Τι μήνυμα; Από ποιόν;» ρώτησε.

«Αυτό είναι το θέμα. Δεν ξέρω. Δηλαδή, και ξέρω και δεν ξέρω».

Η Επτά του έγνεψε να συνεχίσει.

«Πες. Μπορεί να μπορώ να βοηθήσω…»

«Θα σου πω… Όταν το έλαβα… Λοιπόν, είτε το πιστεύεις, είτε όχι, υπάρχουν κι’ άλλοι».

«Κι’ άλλοι;»

«Σαν εμάς».

«Δηλαδή;»

«Σαν εμάς» επανέλαβε εμφατικά ο Τρία. «Εναντίον των χρωματιστών».

«Εναντίον των χρωματιστών;» επανέλαβε η Επτά, τόσο έκπληκτη που ξέχασε να ψιθυρίσει.

«Ε, ναι. Γι’ αυτό δεν μιλάμε;»

«Και τα κοψίδια;»

«Τι σημασία έχουν τα κοψίδια; Ανθρωπέλες είναι τα κοψίδια, ανθρωπέλες σαν κι’ εμάς. Αντί να τους πάνε στις χαβούζες για ΔΤ και Υ, μένουν εδώ — αυτό είναι όλο. Δεν έχουν σημασία τα κοψίδια, κατάλαβέ το. Τα αφεντικά τους, τα χρωματιστά, είναι το θέμα. Όποιος πάει κόντρα στα κοψίδια, είναι εχθρός των χρωματιστών. Κατάλαβες;»

«Συνέχισε…» απάντησε η Επτά διστακτικά.

«Γιατί; Δεν συμφωνείς;» την ρώτησε ο Τρία.

«Δεν… δεν ξέρω. Συνέχισε».

«Τώρα τελευταία…» ξεκίνησε αφηρημένα ο Τρία σαν να προσπαθούσε να δικαιολογηθεί, αλλά δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Μετά συνέχισε. «Γι’ αυτό σου λέω πως όλα αυτά είναι…» και έδειξε περιφρονητικά με το χέρι του προς την ξεχασμένη σφεντόνα.

«Μα ασ΄ την αυτή… Και τι άλλο έλεγε το μήνυμα; Από ποιόν ήταν; Πώς το έλαβες;»

«Τι άλλο έλεγε; Ε, τι φαντάζεσαι;… Με προσκάλεσαν να μπω».

«Πού;»

«Ανθρωπούτσα είσαι; Τι σου λέω τόση ώρα; Στην Οργάνωση».

«Ποια οργάνωση; Αφού δεν…»

«Όχι, όχι», την διέκοψε βιαστικά ο Τρία. «Το ξέρουν καλά πως πριν την φτίση δεν υπάρχει τρόπος να βγούμε από δω μέσα. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Ακόμα κι’ έτσι, λένε, θα είναι ενικά να δημιουργηθεί μια ομάδα αντίστασης εδώ μέσα. Κατάλαβες; Εδώ μέσα. Και μετά από εδώ, όταν πάμε στις χαβούζες, ενωνόμαστε μαζί τους και αρχίζουμε τις πραγματικά μεγάλες ενέργειες».

«Σου είπαν για τις χαβούζες;» διέκοψε η Επτά. Η φωνή της λύγισε αδιόρατα.

Ο Επτά την κοίταξε για μια στιγμή. «Υπάρχει τρόπος, μου είπαν, υπάρχει. Για να μην χαθούμε, όταν πάμε εκεί… Μην με ρωτάς όμως πώς και τι, γιατί δεν ξέρω. Δεν μου έχουν πει ακόμη… Αλλά φαντάσου, ε; Να΄ μαστε μαζί στις χαβούζες και να κάνουμε ενέργειες. Δεν θα’ ναι ενικά;»

«Τι ενέργειες;» ρώτησε η Επτά γρήγορα, για να δώσει διέξοδο στην θύελλα μέσα της.

«Εναντίον των χρωματιστών».

«Των χρωματιστών; Είσαι σίγουρος;»

«Τελείως ανθρωπούτσα είσαι. Πώς αλλιώς θες να στο πω; Μου ανέθεσαν να φτιάξω ομάδα που θα κάνει ενέργειες εναντίον των χρωματιστών».

«Μα τι μας έκαναν τα χρωματιστά; Και στο τέλος-τέλος ούτε που τα΄ χουμε δει καλά-καλά και ποτέ. Μόνο τον…» πήγε να συμπληρώσει η Επτά, αλλά ο Τρία την διέκοψε.

«Δεν είναι όπως μας τα λένε! Ψέματα μας λένε. Μου το είπαν καθαρά στην Οργάνωση».

«Τι σου είπαν;»

«Μας λένε ψέματα, τα χρωματιστά. Όπως τα βολεύει βάζουν τα κοψίδια να τα λένε. Δεν λένε αλήθεια». Η Επτά πήγε να διακόψει, αλλά ο Τρία επέμεινε. «Πάρε την τροφή τους, για παράδειγμα, το αίμα που πρέπει να δίνουμε».

«Λοιπόν;»

«Τι «λοιπόν»; Είναι δυνατόν;»

«Δεν μπορούν να οξυγονώσουν το…»

«Είσαι στα καλά σου; Το αίμα μας πίνουν!»

«Μα ελάχιστο μόνο χρειάζονται…».

««Ελάχιστο μόνο χρειάζονται»» επανέλαβε κοροϊδευτικά ο Τρία, μιμούμενος τη φωνή της υπνοπαιδείας. «Γι’ αυτό θα πεθάνεις στα τριάντα σου, ενώ τα χρωματιστά εύκολα φτάνουν ακόμα και σε τετραπλάσια ηλικία ». Ο Τρία έκανε παύση και κοίταξε την Επτά καλά-καλά για να δώσει έμφαση σ’ αυτό που θα’ λεγε πάρα κάτω. «Ακόμα να το καταλάβεις; Καλλιέργεια είμαστε, καλλιέργεια των χρωματιστών. Μας καλλιεργούν για το αίμα μας».

«Όχι» είπε η Επτά σθεναρά. «Δεν είναι έτσι, δεν είναι αλήθεια. Φίλοι είμαστε».

«Ανθρωπούτσα είσαι. Κι’ εσύ και όλοι οι υπόλοιποι εδώ μέσα. Σκέτη ανθρωπουνιά είναι αυτή η «φιλία». Ψέμματα μας λένε τα χρωματιστά. Το αίμα μας πίνουν. Ούτε είμαστε, ούτε ήμασταν ποτέ «φίλοι», σκλάβοι τους είμαστε».

«Καλά, καλά… Και πού είναι αυτό το μήνυμα;» ρώτησε η Επτά μη θέλοντας να επιμείνει άλλο.

Ο Επτά γύρισε έκπληκτος και την κοίταξε «Είσαι στα καλά σου; Το κατέστρεψα».

«Α, κρίμα. Τίποτ’ άλλο έλεγε;»

«Ναι, ναι. Πώς δεν έλεγε» απάντησε νευριασμένος ο Τρία.

«Τι έλεγε;»

«Για… την Επανάσταση. Την επανάσταση των ανθρώπων. Εναντίον των χρωματιστών».

«Είσαι στα καλά σου;» ξέσπασε η Επτά. «Επανάσταση; Ενάντια στα χρωματιστά; Ποιοι; Από ποιους;» Ο Τρία πήρε μια έκφραση που υποδήλωνε πως μπορεί και να την είχε μπροστά της την απάντηση που γύρευε. «Εσύ; Καταλαβαίνεις τι λες;» ρώτησε η Επτά έκπληκτη, έτοιμη να σκάσει στα γέλια. Του Τρία του ξέφυγε μια γκριμάτσα. Η Επτά το είδε και σταμάτησε. Δεν ήθελε να τον προκαλέσει άλλο. Αμέσως μετά όμως, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξανάρχισε. «Καλά, και δεν μου λες, πώς το έλαβες το περίφημο αυτό μήνυμα;»

«Όπως μεταξύ μας».

«Μα εμείς, ξέρουμε ο ένας τον άλλον».

«Τώρα. Στην αρχή όμως; Ξεχνάς πόσο δύσκολο ήταν;»

Η Επτά μαλάκωσε και άλλαξε πάλι θέμα.

«Και… Και ποιους λες να βάλεις στην ομάδα;»

«Υπάρχει διαδικασία. Μου εξήγησαν».

«Δηλαδή;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Γιατί θέλω να ξέρω».

«Αυτά, είναι μόνο για τα μέλη».

«…Τότε… θέλω κι’ εγώ να γίνω μέλος».

«Α, ώστε τώρα θέλεις να γίνεις και μέλος, ε;» ρώτησε χλευαστικά ο Τρία. Η Επτά τον κοίταξε στωικά και παρέμεινε σιωπηλή. Αλλά ο Τρία ήταν πολύ χαρούμενος για να συνεχίσει να την παιδεύει. «Καλά, καλά, θα σου πω. Όμως, δεν είναι τόσο απλό. Υπάρχει διαδικασία, όπως σου είπα… Αλλά ασ’ το τώρα, δεν προλαβαίνουμε. Πρέπει να φύγουμε. Θα σου πω όμως. Μην ανησυχείς».

Έφυγαν. Μπροστά ο Τρία, πίσω η Επτά. Η σφεντόνα έμεινε ξεχασμένη πίσω στον διάδρομο. Λίγο αργότερα, ένα παιδί, περαστικό, την είδε και την μάζεψε. Άρχισε να την περιεργάζεται, αλλά απ’ τις κινήσεις του ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να διανοηθεί σε τι μπορεί να χρησίμευε.

Ένοιωσε το πρώτο σύμπτωμα. Ένα τσίμπημα στην κοιλιά ήταν, στη δεξιά πλευρά, κάτω χαμηλά. Θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, αλλά η Επτά ήταν προετοιμασμένη και το περίμενε. Σύμπτωμα της υπερβολικής Αφαίρεσης ήταν. Αν δεν είχε προηγηθεί το Πρωτοπρεσβύτερο, δεν θα συνέβαινε αυτό τώρα. Χωρίς φάρμακο, άλλη Αφαίρεση δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει σήμερα, ο οργανισμός της θα κατέρρεε. Και είχε άλλες δύο ακόμη μπροστά της. Τι να είχε απογίνει ο Δύο; Τα είχε καταφέρει άραγε;

Στο μεταξύ το Αρχιμανδρίτη είχε αρχίσει να χορταίνει. Η Επτά βιάστηκε να αποσυνδέσει τον ΚΦΚ του απ’ την υποδοχή Αφαίρεσής της. Το Αρχιμανδρίτη νευρίαζε να έχει ν’ ασχολείται μ’ αυτές τις λεπτομέρειες. Έκανε λες και του ήταν ξένο σώμα ο ΚΦΚ. Η Επτά του τον τακτοποίησε και μετά, με μεγάλη δυσκολία, προσπάθησε να ξεκινήσει την επόμενη φάση. Ήταν όμως πολύ αδύναμη και δυσκολευόταν. Καλά θα ήταν να μπορούσε να ξαπλώσει να ξεκουραστεί λίγο, αλλά δεν γινόταν. Έπρεπε να ξεφορτωθεί το Αρχιμανδρίτη πρώτα.

Πέρα από το ψυχολογικό του πρόβλημα, το Αρχιμανδρίτη έπασχε και από μια άλλη ασθένεια. Είχε κακή κυκλοφορία. Μετά από κάθε Αφαίρεση ο οργανισμός του δεν κατάφερνε να αφομοιώσει αμέσως το φρέσκο αίμα, και παρέμενε συγκεντρωμένο στην περιοχή γύρω απ’ τον ΚΦΚ, σχηματίζοντας σβώλους. Γι΄ αυτό και η Επτά μετά την Αφαίρεση έπρεπε να τον τρίψει με όλη της την δύναμη σε εκείνη την περιοχή, ώστε να διαλυθούν οι σβόλοι και ν’ αρχίσει πάλι το αίμα να κυκλοφορεί φυσιολογικά μέσ’ τον οργανισμό του.

Υπό κανονικές συνθήκες δεν ήταν τίποτα το τρομερό αυτό, ένα απλό μασάζ ήταν, που όμως έπρεπε να γίνει γρήγορα και με δύναμη. Έτσι όμως μισοπεθαμένη που ήταν τώρα η Επτά, της ήταν εξαιρετικά δύσκολο.

Στάθηκε όρθια, με κόπο. Έλπιζε πως θα της ήταν πιο εύκολο έτσι, γιατί θα μπορούσε να ρίξει όλο της το βάρος. Έσκυψε πάνω απ’ το Αρχιμανδρίτη. Δεν έπρεπε να το αφήσει να καταλάβει πόσο ζοριζόταν. Ευτυχώς που της είχε γυρισμένη την πλάτη. Η Επτά άρχισε να πιέζει τη σάρκα του όσο μπορούσε πιο δυνατά. Οι μεγάλοι σβόλοι του αίματος φαίνονταν καθαρά κάτω απ’ το δέρμα του. Έβαλε όλα της τα δυνατά. Τα αιματώματα άρχισαν σιγά-σιγά να διαλύονται. Όμως ο κόσμος γύριζε σαν τρελός μέσα της. Κι’ αν λιποθυμούσε εκεί από πάνω του; Τι θα γινόταν τότε;

Ευτυχώς, τελείωσε. Τελείωσε και είχε ακόμα τις αισθήσεις της. Οι σβόλοι είχαν διαλυθεί. Τα χέρια της όμως είχαν μαραθεί. Το Αρχιμανδρίτη, χωρίς καθόλου να γυρίσει να την κοιτάξει, της υπέδειξε με την άκρη του χεριού ένα σημείο όπου ένοιωθε το αίμα να μην έχει διαλυθεί ακόμα, η Επτά τον έσπρωξε λίγο εκεί με το πόδι της, γιατί με τα χέρια δεν μπορούσε πια και μετά το Αρχιμανδρίτη της έκανε νόημα να παραμερίσει. Αργά-αργά σηκώθηκε όρθιος. Η μεταμόρφωσή του είχε ήδη ξεκινήσει. Το φρέσκο αίμα λες και τον ζωντάνευε, εκεί μπροστά στα μάτια της Επτά.

Σ’ ένα υγιές Άνομο, όπως το Πρωτοπρεσβύτερο, το αποτέλεσμα του φρέσκου αίματος δεν ήταν και τόσο εμφανές. Στην περίπτωση του Αρχιμανδρίτη όμως, ήταν εξαιρετικά ευδιάκριτο. Μόλις το Αρχιμανδρίτη τελείωνε την Αφαίρεση, η επιδερμίδα του άρχισε να τεντώνει, τα χαρακτηριστικά του έρχονταν στη θέση τους και ήταν σαν δεκαετίες ολόκληρες να έφευγαν από πάνω του.

Το Αρχιμανδρίτη ρουθούνισε γύρω-γύρω ευχαριστημένο, γρύλισε, έριξε μια κλανιά και μετά, με ύφος περήφανο και αγέρωχο βγήκε απ’ το Τροφείο. Ούτε μια ματιά δεν γύρισε να ρίξει πίσω του.

Η Επτά έμεινε να κοιτάει την πλάτη του να απομακρύνεται. Είχε μείνει μόνη μεσ΄ το άδειο Τροφείο. Οι σκέψεις της, εντελώς ελεύθερες πια, κατέκλυσαν ορμητικά τον χώρο. Έπεσε πίσω ανάσκελα. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μερικές βαθιές αναπνοές. Έμεινε έτσι για λίγο. Καλύτερα τώρα, πολύ καλύτερα. Άνοιξε πάλι τα μάτια της.

Τα παιδιά είχαν μόλις τελειώσει το δείπνο τους. Ένα δείπνο πένθιμο και υπό τις συνεχείς απειλές μιας νέας φουρνιάς Εποπτών, που κανείς δεν είχε ξαναδεί — μόλις πρέπει να είχαν φτάσει στη Μπριμ. Η τραπεζαρία, εκείνο το βράδυ, πρέπει να ήταν η πρώτη τους υπηρεσία. Κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα παιδιά και το μάτι τους τρεμόπαιζε. Μοστράριζαν επιδεικτικά τις απαστράπτουσες συσκευές τους και έμοιαζαν να εκλιπαρούν για μια οποιαδήποτε αφορμή για να τις δοκιμάσουν. Αλλά τα παιδιά είχαν λουφάξει στις θέσεις τους. Το μόνο που ήθελαν ήταν να πάνε για ύπνο. Δεν είχαν όρεξη για παρατράγουδα.

Όταν τελείωσε το δείπνο και τα παιδιά επέστρεψαν στους κοιτώνες, η ομάδα της Επτά και του Τρία βάλθηκαν να στρώνουν τα κρεβάτια τους. Εργάζονταν βιαστικά λες και θα μπορούσαν έτσι να επισπεύσουν την νυκτερινή επιθεώρηση. Η Επτά ένοιωθε να της κάθεται στο λαιμό όλη αυτή η ένταση στην ατμόσφαιρα. Κάτι έπρεπε να κάνει.

Πολύ διακριτικά, μια και τα καρφιά δεν άφηναν τίποτα να τους ξεφύγει, γλίστρησε προς τον Τρία. Στάθηκε κοντά στην κάψουλά του και κοιτώντας απ’ την άλλη πλευρά μίλησε ψιθυριστά, κουνώντας ελάχιστα μόνο τα χείλια της. Ο Τρία απαντούσε με το κεφάλι σκυμμένο, ενώ καταγινόταν με το σκέπασμα του κρεβατιού του. Ήταν σχεδόν αδύνατον να καταλάβει κανείς πως συνομιλούσαν μεσ’ την γενική οχλαγωγία.

«Τι έγινε; Κανένα νέο;» ρώτησε η Επτά.

«Όχι», απάντησε ο Τρία μονολεκτικά με σκοτεινιασμένο πρόσωπο.

«Μα πώς; Αφού σου είχαν υποσχεθεί».

«Κάποιο πρόβλημα, προφανώς…» ξεκίνησε να λέει ο Τρία.

«Πάλι κάποιο πρόβλημα;» τον διέκοψε η Επτά ειρωνικά.

«Πάλι. Τι θες να κάνω;» απάντησε κοφτά ο Τρία.

«Ένα απλό μήνυμα μπορούσαν να σ’ το είχαν στείλει» επέμεινε η Επτά.

«Δεν είναι τόσο απλό».

«Γιατί όχι;»

«Γιατί δεν είναι» απάντησε απότομα ο Τρία. Ακολούθησε παύση. «Αφού δε ξέρεις τίποτα, γιατί μιλάς;» τη ρώτησε μετά από λίγο.

«Ενώ εσύ ξέρεις;»

«Από εσένα, σίγουρα».

«Αυτό να λέγεται» συμφώνησε αμέσως η Επτά αναγκάζοντας τον να γυρίσει να την κοιτάξει. «Δεν μου λες» συνέχισε, «είσαι βέβαιος πως υπάρχει;»

«Ποιος;» ψιθύρισε ο Τρία.

«Αυτή η… Οργάνωση».

«Τι εννοείς;» ξαναρώτησε ο Τρία φανερά θυμωμένος πια.

«Λέω… μήπως την έχεις βγάλει απ’ το μυαλό σου…»

«Έτσι νομίζεις;» την διέκοψε ο Τρία. «Καλά. Περίμενε και θα δεις. Θα δεις. Αλλά όταν γίνει η Ενέργεια, όταν γίνει, τότε μην τολμήσεις να έρθεις να με παρακαλέσεις να σε ξαναπάρω πίσω. Κατάλαβες; Μην τολμήσεις. Γιατί από δω και πέρα είσαι εκτός. Είσαι εκτός, τ’ ακούς;»

Η Επτά γύρισε και του έριξε μια ματιά. Ίσως να το’ χε παρατραβήξει κι’ αυτή λίγο. Αλλά ήταν μέρες τώρα που ο Τρία της περιέγραφε το κοινό τους μέλλον στις Πόλεις και η Επτά τον προκαλούσε να της δείξει ένα μήνυμα της Οργάνωσης για να αποδείξει πως δεν ήταν της φαντασίας του όσα έλεγε. Ο Τρία απαντούσε πως το πράγμα δεν ήταν στο χέρι του, αλλά η Επτά είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. Τώρα συνέχισε, ακόμα πιο βίαια.

«Εκτός, από ποιο πράγμα με βγάζεις; Μόνος σου είσαι, κανείς άλλος δεν υπάρχει. Απ’ το μυαλό σου τα’ χεις βγάλει όλα. Νομίζεις πως δεν…» Ο Τρία σηκώθηκε απότομα απ’ το κρεβάτι του και απομακρύνθηκε βιαστικά. «Πού…» είπε η Επτά πίσω απ’ την πλάτη του, αλλά σταμάτησε γιατί φοβήθηκε τα καρφιά από πάνω της.

Έμεινε να τον κοιτάζει ν’ απομακρύνεται. Ούτε να τον φωνάξει μπορούσε, ούτε να τρέξει πίσω του. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, επέστρεψε στο κρεβάτι της. Ήταν πολύ αναστατωμένη. Η αλήθεια ήταν πως δεν περίμενε να φτάσουν μέχρι εκεί τα πράγματα. Τουλάχιστον, όχι τόσο απότομα. Απ’ την άλλη όμως, είχε δίκιο. Ήταν εντελώς βέβαιη πως είχε δίκιο.

Την επόμενη μέρα, μετά την Λειτουργία, στα εστιατόρια γινόταν σωστό πανδαιμόνιο. Τα παιδιά ήταν τσιτωμένα και οι συμπλοκές ξεσπούσαν η μια μετά την άλλη. Οι Εποπτεύοντες δια της βίας κατάφερναν να διατηρούν μια στοιχειώδη τάξη.

Η Επτά, κρατώντας το φαγητό της στα χέρια της, ξεγλιστρούσε παρά τρίχα απ’ τις κλοτσιές και τα γρονθοκοπήματα κι’ έψαχνε θέση να καθίσει. Υποκρινόταν, γιατί στην πραγματικότητα έψαχνε τον Τρία. Τον εντόπισε τελικά, χαμένο μέσα στο πλήθος, να κάθεται μόνος του σε μια γωνιά, όπως πάντα. Μόλις τον είδε, η Επτά για μια στιγμή ξεχάστηκε και έκανε να τρέξει, χαρούμενη, προς το μέρος του. Αμέσως όμως, θυμήθηκε και συγκρατήθηκε. Μετά, ξανάρχισε να πλησιάζει, αλλά πιο αργά, πιο αδιάφορα. Δήθεν τυχαία.

Έκανε ένα πέρασμα από μπροστά του, χωρίς να γυρίσει καθόλου προς το μέρος του. Περπατούσε με τα μάτια καρφωμένα κάτω και την καρδιά να βροντοχτυπάει μέσ΄ το στήθος της. Ένα-ένα τα μέτρησε τα βήματά της. Αλλά, τίποτα. Τίποτα δεν είπε το ανθρωπούνι, ο Τρία. Μήπως δεν την είχε δει; Μπορεί.

Έκανε μεταβολή. Ξαναπλησίασε. Την φορά αυτή, όταν έφτασε στο ύψος του, γύρισε και του έριξε μια πολύ γρήγορη ματιά με την άκρη του ματιού. Στο πιάτο του τα είχε καρφωμένα τα μάτια του ο Τρία. Στο πιάτο του, στο φαγητό του. Ούτε που γύριζε να κοιτάξει τι γινόταν γύρω του.

Τώρα; Τι να έκανε τώρα; Αμφιβολία δεν είχε, βέβαια, καμία η Επτά. Επίτηδες το έκανε. Την είχε δει και την αγνοούσε — σίγουρα. Αλλά το θέμα δεν ήταν εκεί. Είτε υποκρινόταν, είτε πραγματικά δεν την είχε δει, το θέμα ήταν αυτή τι έπρεπε να κάνει; Να του μιλούσε ή όχι; Σαν τρελό σκαμπανέβαζε το μυαλό της.

Τελικά, την στιγμή ακριβώς που σκεφτόταν μήπως να δοκίμαζε ένα τρίτο, τελευταίο πέρασμα, είδε τον Τρία να σηκώνει απότομα το κεφάλι του. Περιέφερε απλανώς το βλέμμα του και μετά γύρισε και έπιασε κουβέντα με το παιδί που βρισκόταν πίσω του. Του έπιασε την κουβέντα! Ποιος; Ο Τρία. Γιατί; Για να την αποφύγει! Αν ήταν ποτέ δυνατόν!

Σαν τρελή απομακρύνθηκε. Έξαλλη ήταν. Έξαλλη και καταρρακωμένη. Στο τέλος-τέλος τι του είχε κάνει πια; Δεν καταλάβαινε πόσο γελοίος γινόταν μ’ αυτά του τα καμώματα;

Το ίδιο βράδυ η Επτά έπεσε να κοιμηθεί. Με μεγάλη έκπληξη είδε το χέρι της, από μόνο του, να σέρνεται κάτω απ’ το μαξιλάρι, ψάχνοντας για μήνυμα του Τρία. Γιατί το έκανε αυτό το χέρι της; Πολύ θα ήθελε να μπορούσε να το κόψει για να μάθει άλλη φορά να μην κάνει τέτοιες ανοησίες.

Γύρισε απ’ την άλλη. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Για να κρατηθεί, έβγαλε απ’ την κρυψώνα της την συλλογή της. Έτσι έκανε κάθε βράδυ. Η συλλογή της ήταν ένα μικρό κουτί μεσ’ το οποίο φύλαγε τα μόνα πράγματα που μπορούσε πραγματικά να ονομάσει δικά της. Τίποτα άλλο δεν ήταν δικό της μεσ’ τη Μπριμ, ούτε καν τα ρούχα που φορούσε. Με σκουπίδια έμοιαζαν τα περιεχόμενα του κουτιού. Και, αυτό ακριβώς ήσαν, στην πραγματικότητα, σκουπίδια. Για την Επτά όμως κάθε ένα απ΄ αυτά τα πραγματάκια είχε τη σημασία του. Κάτι της θύμιζε, ήταν κάπως σαν ημερολόγιο. Τα μηνύματα του Τρία είχαν, προφανώς, την πιο περίοπτη θέση μέσα στο κουτί. Όλα τα είχε φυλάξει η Επτά, ένα προς ένα. Οι κατασκευές του ήταν όλες νεκρές, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Για κουκλάκια τα είχε η Επτά. Κάθε βράδυ τα έβγαζε απ’ το κουτί τους, τους μιλούσε, τα χάιδευε και μετά τα έβαζε πίσω στο κρεβατάκι τους να κοιμηθούν. Πώς θα ήθελε να είχαν πόδια οι κατασκευές αυτές. Να μπορούσε να τις στείλει τώρα στον Τρία, να μεσολαβήσουν για χάρη της, να πάψει πια να είναι τόσο θυμωμένος μαζί της.

Παρά την προσπάθεια της, τελικά της ξέφυγε ένα δάκρυ. Φαρδύ-πλατύ το ένοιωσε να κατηφορίζει το μάγουλό της. Κράτησε την ψυχραιμία της και απέφυγε την παραμικρή αντίδραση. Τα καρφιά ήσαν ειδικά προγραμματισμένα να ανιχνεύουν και να καταγράφουν τέτοιου είδους χαρακτηριστικές κινήσεις. Αργά και προσεκτικά έγειρε πίσω και έκλεισε σφικτά τα μάτια της. Αν τα έσφιγγε καλά-καλά, τα υπόλοιπα δάκρυα δεν θα είχαν χώρο να βγουν έξω. Θ’ αργούσε όμως πολύ να την πάρει πάλι ο ύπνος απόψε.

Τρεις μέρες πέρασαν έτσι. Τρεις ολόκληρες μέρες. Κι’ ούτε μια λέξη απ’ τον Τρία, πόσο μάλλον κάποιο μήνυμα απ΄ την περίφημη Οργάνωση. Την επόμενη όλα αυτά μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Είχε φτάσει η ημέρα της Ετήσιας Επιθεώρησης.

Η επιθεώρηση αυτή δεν ήταν εσωτερική, όπως οι υπόλοιπες. Γινόταν από εξωτερικό Άνομο και όχι κάποιο τυχαίο. Το ίδιο το Επίσκοπο επρόκειτο να τους επισκεφτεί — στη Μπριμ, το τοπικό Επίσκοπο εκτελούσε και χρέη ΓΕΕ .

Οι Εποπτεύοντες είχαν, προφανώς, ξεκινήσει από καιρό την προετοιμασία των παιδιών για το σημαδιακό αυτό γεγονός. Υπήρχαν όμως και εργασίες, όπως η Καθαρότητα, που μόνο την τελευταία στιγμή μπορούσαν να γίνουν. Μόλις τέλειωσε λοιπόν ο Όρθρος, ολόκληρη η διαθέσιμη δύναμη Εποπτευόντων της Μπριμ ανέλαβαν υπηρεσία όλοι μαζί. Σαν τρελοί άρχισαν να τρέχουν πάνω-κάτω, εκτοξεύοντας αγάπες προς κάθε κατεύθυνση.

Μόλις ετοιμάστηκαν οι θάλαμοι και οι αίθουσες, οι Εποπτεύοντες μάζεψαν τα παιδιά και τα παρέταξαν στην Μεγάλη Αίθουσα. Μετά στήθηκαν κι’ αυτοί εκεί και βάλθηκαν, όλοι μαζί, να περιμένουν.

Η ακριβής ώρα άφιξης του Επίσκοπου δεν ήταν γνωστή. Ανά πάσα στιγμή έπρεπε η Μπριμ να είναι έτοιμη για επιθεώρηση ολόκληρη εκείνη την ημέρα. Γι’ αυτό ήταν που οι Εποπτεύοντες είχαν πιάσει θέση από τόσο νωρίς. Καλύτερα η αναμονή, παρά να τους έπιανε στον ύπνο το Επίσκοπο.

Η Επτά και ο Τρία ήταν χαμένοι ανάμεσα στο πλήθος, δεν μπορούσαν να διακρίνουν ο ένας τον άλλο. Ούτε να ξυθεί δεν τολμούσε κανείς, γιατί η αγάπη των Εποπτών θα έπεφτε απροειδοποίητα. Τίποτ’ άλλο δεν μπορούσαν να κάνουν απ’ το να περιμένουν. Δεν ήταν εύκολο, αλλά η μακρόσυρτη αυτή ένταση ήταν αναπόσπαστο τμήμα της Ετήσιας Επιθεώρησης.

Ευτυχώς, το Ένα πρέπει να έβαλε το χέρι του και το Επίσκοπο αποφάσισε να έρθει νωρίς εκείνη την φορά. Η εμφάνισή του στην αίθουσα ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακή. Παρουσιάστηκε τόσο ξαφνικά, που όσοι βρίσκονταν εκεί κοντά ανατρίχιασαν. Η γενική εντύπωση ήταν πως το Επίσκοπο πρέπει να ήταν σε θέση να υλοποιείται μαγικά στο χώρο. Για ένα Ανώτατο Κληρικό Άνομο κάτι τέτοιο δεν ακουγόταν και τόσο απίθανο.

Πίσω απ’ το Επίσκοπο ακολουθούσαν τουλάχιστον άλλοι δέκα γιγαντόσωμοι Κληρικοί. Σαν φάροι αστραποβολούσαν οι ολόχρυσες στολές όλων τους. Το αδιόρατο σούσουρο που επικρατούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα σταμάτησε μονομιάς. Άφωνοι έμειναν όλοι να κοιτάζουν με την άκρη του ματιού το Επίσκοπο και την ακολουθία του . Σαν την μύγα μέσ’ το γάλα έμοιαζαν οι ξένοι Κληρικοί ανάμεσα στο πλήθος των γκριζοφορεμένων παιδιών. Τα περισσότερα παιδιά ήσαν πολύ μικρά για να θυμούνται καθαρά την προηγούμενη Ετήσια Επιθεώρηση και είχαν θαμπωθεί τώρα με το θέαμα. Είχαν ζαρώσει εκεί που στέκονταν και ούτε που τολμούσαν να σηκώσουν το βλέμμα τους.

Πέρασαν έτσι αρκετά παγωμένα δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή οι Εποπτεύοντες κατάφεραν τελικά να συνέλθουν απ’ την έκπληξη και τσακίστηκαν να τρέξουν να υποδεχθούν τους υψηλούς επισκέπτες. Το θέαμα που παρουσίαζαν ήταν εντελώς αξιοθρήνητο. Με δέος παρακολούθησαν τα παιδιά τους αγέρωχους δυνάστες της καθημερινότητάς τους να μεταμορφώνονται σε γλοιώδη μαλάκια και να διαγκωνίζονται αναίσχυντα ποιος θα βγει πιο μπροστά να τον ευλογήσει το Επίσκοπο. Ταυτόχρονα όμως, οι Εποπτεύοντες δίσταζαν κιόλας. Σκέφτονταν πως αν, ο μη γένοιτο, γινόταν καμιά στραβή, θα την πλήρωνε όποιος φαινόταν περισσότερο. Άρα, μήπως τελικά ήταν καλύτερα να μην φαίνονται και τόσο πολύ. Αλλά πάλι, μένοντας πίσω, πώς θα έπαιρναν Επισκοπική Ευλογία; Οι αντιφατικές αυτές σκέψεις τους έκαναν να πηγαινοέρχονται αμήχανα, χωρίς να μπορούν να καταλήξουν πού να σταθούν και τι να κάνουν.

Το Επίσκοπο έριξε μια βιαστική ματιά στο πλήθος και ύψωσε το δείκτη του δεξιού του χεριού, κάνοντας το σήμα του Ένα, το σήμα της Ευλογίας. Η αίθουσα ολόκληρη, παιδιά και Εποπτεύοντες αναρρίγησαν από συγκίνηση. Μετά, το Επίσκοπο, αργά και επιβλητικά, διέσχισε την αίθουσα, πλησίασε το υπερυψωμένο θεωρείο που είχε στηθεί ειδικά για την περίσταση και κάθισε στην τιμητική θέση. Οι Κληρικοί της ακολουθίας του παρατάχθηκαν γύρω του ανάλογα με τον βαθμό τους. Το Επίσκοπο περίμενε μέχρι που όλοι να ησυχάσουν και μετά ένευσε στους Εποπτεύοντες πως μπορούσαν πλέον να ξεκινήσουν.

Κεντρικό γεγονός της Ετήσιας Επιθεώρησης ήταν η επίδειξη με στόχο να πιστοποιηθεί το επίπεδο των σπουδών στη Μπριμ. Την φορά αυτή η επίδειξη είχε για τίτλο «Η Φιλία Άνομο και Ανθρώπων θα κρατήσει για πάντα» και αντικείμενό της ήταν η κατασκευή, εκ του μηδενός, ενός κυττάρου ευκαριωτικού οργανισμού.

Το κύτταρο δεν θα ήταν από κάποιο υπαρκτό οργανισμό. Θα ήταν ένα εντελώς συνθετικό κατασκεύασμα, που όμως έπρεπε να παρουσιάζει όλα τα λειτουργικά χαρακτηριστικά ενός ζωντανού κυττάρου. Η μόνη διαφορά θα ήταν πως τα εσωτερικά του οργανίδια, παράλληλα με τις φυσιολογικές τους λειτουργίες, θα σχημάτιζαν, σε μορφή καρικατούρας μια εικόνα σχετική με τον τίτλο της επίδειξης. Οι Εποπτεύοντες, μετά από πολυήμερο προβληματισμό, είχαν καταλήξει στην εικόνα ενός Άνομο και ενός ανθρώπου, οι οποίοι, πιασμένοι χέρι-χέρι, θα περιφέρονταν σαν πλανήτες γύρω από έναν μεγάλο ήλιο, που θα συμβόλιζε την αιώνια φιλία μεταξύ τους.

Οι απεικονίσεις κοινωνικών ιδεολογημάτων στο εσωτερικό κυττάρων ήσαν εξαιρετικά δημοφιλής στα Άνομο. Ο Κλήρος είχε υιοθετήσει με θέρμη την μορφή αυτή τέχνης και την προωθούσε με κάθε ευκαιρία γιατί θεωρούσε πως αποτελούσε την πιο απτή απόδειξη της ανωτερότητας του πολιτισμού των Άνομο και ειδικότερα του ελέγχου που είχαν καταφέρει να επιτύχουν επί της Φύσης. Όσο πιο εξεζητημένη ήταν η απεικόνιση, τόσο πιο οφθαλμοφανής γινόταν και η ανωτερότητα των Άνομο.

Οι συνθέσεις όμως αυτές ήσαν δημοφιλείς και για έναν άλλο λόγο. Βοηθούσαν τα Άνομο — ειδικά τα πιο χαμηλόβαθμα — να συνεχίζουν να ελπίζουν. Τα Άνομο είχαν αναγκαστεί να βασίσουν ολόκληρη την ζωή τους γύρω απ’ την ιδιαιτερότητα της γενετικής τους καταβολής — την αδυναμία τους δηλαδή να οξυγονώσουν αποτελεσματικά το αίμα τους. Λάτρευαν το ανθρώπινο αίμα και θεωρούσαν πως αποτελούσε απόγειο γευστικής εμπειρίας και κοινωνικής καταξίωσης. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν έπαυαν να έχουν και μια στοιχειώδη έστω συνείδηση της κατάστασης τους. Αν αποδεικνυόταν τεχνικά δυνατόν, προφανώς και θα προτιμούσαν να μην είναι υποχρεωμένα να πίνουν ανθρώπινο αίμα τρεις φορές την ημέρα. Δεν ήταν πρακτικό, αν μη τι άλλο.

Η ελπίδα πως το όνειρο τους αυτό θα γινόταν μια μέρα πραγματικότητα βασιζόταν σε μια λογική, που ήταν χαρακτηριστική του γενικότερου τρόπου σκέψης τους. Εν συντομία θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: «αφού έχουμε φτάσει στο σημείο να παίρνουμε ένα ζωντανό κύτταρο και να το μετατρέπουμε σε ζωντανό ζωγραφικό πίνακα, πόσο πιο δύσκολη μπορεί να είναι η διόρθωση της ιδιομορφίας που έχει το αίμα μας;» Πράγματι, για τα περισσότερα Άνομο η απελευθέρωσή τους απ’ τα δεσμά του ανθρώπινου αίματος ήταν, καθαρά, ζήτημα χρόνου και μόνον.

Μόλις το Επίσκοπο έδωσε το σύνθημα, όσοι μαθητές της Μπριμ ήσαν σε θέση να χειριστούν μοριακό συναρμολογητή ρίχτηκαν, όλοι μαζί, στη δουλειά. Οι Εποπτεύοντες είχαν χωρίσει τα παιδιά σε ομάδες. Κάθε ομάδα ήταν υπό την επίβλεψη ενός τουλάχιστον Εποπτεύοντα και είχε αναλάβει την κατασκευή ενός οργανίδιου του κυττάρου. Μόλις τελείωνε κάθε ομάδα την εργασία της, την παρέδιδε στο κέντρο της αίθουσας. Εκεί, μια εξειδικευμένη ομάδα συναρμολόγησης είχε αναλάβει να ταιριάξει όλα τα οργανίδια μεταξύ τους, ώστε η ολοκληρωμένη σύνθεση ν’ αρχίσει να λειτουργεί σαν αυτόνομος ζωντανός οργανισμός.

Το Επίσκοπο παρακολουθούσε τις εξελίξεις μέσω μιας τρισδιάστατης ολογραμματικής απεικόνισης, που προβαλλόταν απέναντι ακριβώς απ΄ το θεωρείο του. Το ολόγραμμα έδειχνε το υπό κατασκευή κύτταρο σε τεράστια μεγέθυνση. Με τερατώδη σουπιά έμοιαζε, που αιωρείτο μυστηριωδώς στη μέση της αίθουσας. Η ακολουθία των Κληρικών παρακολουθούσε πολύ προσεκτικά την επίδειξη, ήταν όμως αδύνατον να καταλάβεις τι σκέφτονταν. Αραιά και που κάποιο Κληρικό έσκυβε και ψιθύριζε στο αυτί του Επίσκοπου. Οι Εποπτεύοντες της Μπριμ τότε γύριζαν και προσπαθούσαν να μαντέψουν τι έλεγαν μεταξύ τους οι Κληρικοί. Αγωνιούσαν αν πήγαινε καλά η επίδειξη. Οι Κληρικοί όμως ήσαν καλά εκπαιδευμένοι και δεν άφηναν τις σκέψεις τους να αποτυπωθούν στο πρόσωπό τους. Άλλωστε, το να κρατούν σε αβεβαιότητα τους Εποπτεύοντες ήταν επίσης τμήμα της Επιθεώρησης.

Αδίκως πάντως, αγωνιούσαν οι Εποπτεύοντες. Η επίδειξη όχι μόνο πήγαινε πολύ καλά, αλλά προχωρούσε και με γρήγορο σχετικά ρυθμό. Ούτε μία ώρα δεν είχε περάσει από την εκκίνηση και τα ριβοσώματα του κυττάρου ήσαν όλα έτοιμα και σε πλήρη λειτουργία. Το μιτοχόνδριο είχε σχηματιστεί ολόκληρο, εκτός απ’ την μεμβράνη του, το λυσόσωμα επίσης, ο πυρήνας ήταν ακόμα στα σπάργανα, αλλά έδειχνε να πηγαίνει καλά — γενικά, επικρατούσε πολύ θετική ατμόσφαιρα. Το μόνο που έλειπε ήταν μια κάποια μικρή επιδοκιμασία απ’ την πλευρά του Επίσκοπου.

Μόλις το ενδοπλασματικό δίκτυο πήρε τη θέση του μέσα στο κύτταρο, άρχισε να γίνεται διακριτό και το βασικό μοτίβο της επίδειξης: το Άνομο και ο άνθρωπος που περιστρέφονταν γύρω απ’ τον ήλιο. Τον ρόλο του ήλιου θα τον έπαιζε ο πυρήνας του κυττάρου, όταν θα ολοκληρωνόταν. Κάπου εκεί το Επίσκοπο αποφάσισε, επιτέλους, ν’ αφήσει να φανούν τα πρώτα ίχνη ευαρέσκειας. Συγκρατημένη ήταν ακόμα, πάντως ευδιάκριτη. Δεν ήθελαν και πολύ οι Εποπτεύοντες. Σαν μικρά παιδιά άρχισαν να κάνουν. Χοροπηδούσαν πάνω-κάτω και βιάζονταν να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα η επίδειξη. Ανυπομονούσαν να φτάσει η ώρα της πολυπόθητης προσωπικής Ευλογίας του Επισκόπου.

Όλη αυτή την ώρα η Επτά ήταν απορροφημένη στον συναρμολογητή της — έκανε την δουλειά της και τίποτα παραπάνω. Για λόγους που έβρισκε εντελώς αυτονόητους — αν και θα δυσκολευόταν να τους διατυπώσει ξεκάθαρα — είχε κρατήσει απολύτως μυστική την επιδεξιότητά της στον συναρμολογητή. Με εξαίρεση τον Τρία, κανείς άλλος δεν ήξερε απολύτως τίποτα. Μπορεί να πέρναγε ώρες ατέλειωτες πειραματιζόμενη και μελετώντας, αλλά στους Εποπτεύοντες δεν παρέδιδε ποτέ τίποτα περισσότερο απ’ τα εντελώς απαραίτητα για να περνάει το μάθημα. Ότι άλλο υλοποιούσε, το κρατούσε για τον εαυτό της. Γι’ αυτό και τώρα δεν της είχε ανατεθεί κάποιος ιδιαίτερος ρόλος. Απλό μέλος ήταν της ομάδας που είχε αναλάβει το σωμάτιο Golgi. Η Επτά ξεπέταξε αμέσως τη δομή του δικτύου Trans-Golgi, που της είχε ανατεθεί προσωπικά, και μετά κάθισε και χαζολογούσε με τον συναρμολογητή, μέχρι να τελειώσουν και οι υπόλοιποι της ομάδας της. Δεν ήθελε να φανεί πόσο νωρίτερα είχε τελειώσει.

Τότε ήταν που το πρόσεξε.

Αν και δεν καθόταν εκεί κοντά, η Επτά έριχνε που και που καμιά ματιά προς το ολοκληρωμένο κύτταρο μπροστά στο Επίσκοπο γιατί ήταν κι΄ αυτή περίεργη να δει πώς πήγαινε η επίδειξη.

Σε μια στιγμή, εκεί που έστρεφε το βλέμμα της προς την απεικόνιση, κάτι της φάνηκε πως έπιασε με την άκρη του ματιού. Έναν ιριδισμό της φάνηκε πως είδε. Πάγωσε. Είπε, δεν μπορεί, θα έκανε λάθος. Ξανακοίταξε. Όχι, εκεί ήταν. Ξεκάθαρος ιριδισμός. Αν κοίταγε κατ’ ευθείαν, δεν ήταν ορατός, αλλά από πλάγια και με τα μάτια μισόκλειστα φαινόταν καθαρά. Κοίταξε άλλη μια φορά. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία, εκεί ήταν. Η Επτά ένοιωσε να της κόβονται τα ήπατα. Βιάστηκε να ξαναεστιάσει στον συναρμολογητή της. Έπρεπε να σκεφτεί. Να σκεφτεί και μάλιστα γρήγορα.

Κάποιος πρέπει να την είχε κλέψει!

Της ήταν πολύ γνώριμος ο ιριδισμός αυτός. Μέρες ολόκληρες είχε περάσει προσπαθώντας να τον εξαλείψει. Ότι και να είχε δοκιμάσει, είχε αποτύχει. Βέβαια, η αλήθεια ήταν πως δεν φαινόταν ιδιαίτερα και, στο τέλος-τέλος, ακόμα κι’ αν τον πρόσεχε κανείς, ήταν απίθανο να δώσει σημασία — ως και για διακοσμητικό στοιχείο μπορεί να τον έπαιρνε. Για τη Επτά όμως ήταν κάτι σαν σήμα κατατεθέν — το δικό της.

Η παρουσία του ιριδισμού αυτού, καθώς και της αλμυρής γεύσης του διαλύματος, η οποία, προφανώς, δεν μπορούσε να γίνει αισθητή από απόσταση , σήμαινε πως το κύτταρο της επίδειξης περιείχε τεχνολογία της Επτά. Μια πολύ ειδική νανο-τεχνολογία: τα προγραμματιζόμενα μακρομόρια.

Τα μόρια αυτά ήταν ένας ιδιαίτερος τύπος μακρομορίων, που η Επτά είχε συνθέσει με πολύ κόπο, άτομο-άτομο, χρησιμοποιώντας μια παραλλαγή της παλιάς μεθόδου που βασιζόταν στο παλλάδιο. Τα είχε ονομάσει προγραμματιζόμενα, επειδή η μακροπρόθεσμη συμπεριφορά τους μπορούσε να προδιαγραφεί εκ των προτέρων.

Μεταβάλλοντας τα χαρακτηριστικά των χημικών δεσμών μεταξύ των μακρομορίων η Επτά μπορούσε να τα τοποθετήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο μέσα στον χώρο και να σχηματίσει οποιοδήποτε τρισδιάστατο σχήμα. Επιπλέον, αναπροσαρμόζοντας τους δεσμούς μεταξύ των μορίων, με βάση εντολές που αποθήκευε στους ίδιους τους δεσμούς μεταξύ των μορίων, η Επτά μπορούσε να τα αναγκάσει και να κινηθούν. Οποιαδήποτε σχεδόν κίνηση ήταν τεχνικά εφικτή.

Αφού λοιπόν μπορούσε να προσδιορίσει τόσο την αρχική θέση, όσο και την κίνηση των μακρομορίων, ήταν σαν να είχε στη διάθεσή της έναν στρατό από μικροσκοπικές, αλλά απόλυτα εύπλαστες μαριονέτες. Οι μαριονέτες αυτές ήσαν σε θέση να πάρουν οποιαδήποτε μορφή και να εκτελέσουν οποιαδήποτε ενέργεια προγραμμάτιζε η Επτά.

Αυτήν ακριβώς την τεχνολογία είχε χρησιμοποιήσει η Επτά και στο δώρο του Τρία. Χάρη στα μακρομόρια ήταν που μπορούσε να φτιάξει ότι της περνούσε απ’ το μυαλό. Αντί να προσπαθεί να ξεπεράσει το πρόβλημα της απειρίζουσας πολυπλοκότητας που παρουσιάζουν όλες οι σύνθετες κατασκευές από ένα σημείο και μετά, η Επτά, πολύ απλά, σχημάτιζε με τα μακρομόριά της την αρχική μορφή που επιθυμούσε, προγραμμάτιζε την κίνησή της και μετά άφηνε την κατασκευή να εξελιχθεί από μόνη της.

Το μόνο ελάττωμα ή μάλλον σημάδι της παρουσίας των μακρομορίων ήταν ο ιριδισμός αυτός, αλλά κι΄ αυτός γινόταν ορατός μόνο υπό γωνία και με την άκρη του ματιού. Το ζήτημα της γεύσης η Επτά δεν το θεωρούσε πρόβλημα, γιατί ήταν εντελώς απίθανο να το αντιληφθεί κανείς. Ο ιριδισμός όμως δεν ήταν το ίδιο. Φαινόταν από μακριά.

Η Επτά παρατηρούσε τώρα με εξαιρετική ανησυχία το κύτταρο της επίδειξης. Ο λόγος ήταν απλός. Δεν είχε χρησιμοποιήσει μακρομόρια στην εργασία της για την Επίδειξη! Και δεν είχε, ακριβώς λόγω του ιριδισμού που παρουσίαζαν. Και σαν να μην έφτανε αυτό , την εργασία της την είχε ακόμη μπροστά της, αποθηκευμένη στον συναρμολογητή της. Δεν την είχε παραδώσει, αφού οι υπόλοιποι της ομάδας της ακόμη δούλευαν.

Πώς ήταν δυνατόν να ιριδίζει το κύτταρο της επίδειξης;

Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Κάποιος πρέπει να την είχε κλέψει.

Και δεν ήταν δύσκολο να υποθέσει ποιος ήταν ο υπεύθυνος. Ο Τρία ήταν το μόνο άλλο άτομο μέσα στη Μπριμ που είχε πρόσβαση στα μακρομόρια της. Με τα ίδια της τα χέρια του τα είχε δώσει, όταν του χάρισε εκείνο το δώρο. Άλλη εξήγηση δεν υπήρχε. Δουλειά του Τρία ήταν. Εκτός πια κι’ αν κάποιος τρίτος είχε πάει και της τα είχε κλέψει μέσα απ’ τον συναρμολογητή. Αλλά από πού κι’ ως πού ν’ ασχοληθεί κανείς μαζί της; Αφού κανείς δεν γνώριζε τι ήταν σε θέση να κάνει. Κανείς, με εξαίρεση τον Τρία.

Όχι, οποιαδήποτε άλλη εξήγηση ήταν εξαιρετικά τραβηγμένη. Ο Τρία πρέπει να το είχε κάνει. Μπορεί ο ίδιος να μην ήξερε πώς να τα συνθέσει, αλλά μόλις τα είδε να λειτουργούν, αμέσως πρέπει να συνειδητοποίησε τι ήσαν σε θέση να κάνουν. Δεν ήθελε και μεγάλη φιλοσοφία για κάποιον με στοιχειώδη εμπειρία σε συναρμολογητές.

Όμως γιατί να το κάνει αυτό ο Τρία; Τι μπορεί να είχε στο μυαλό του; Η Επτά δεν είχε ώρα για υποθέσεις — φοβόταν κιόλας — αλλά ήταν φανερό πως ότι και να ήταν, για καλό δεν επρόκειτο να είναι. Και, για οτιδήποτε τυχόν συνέβαινε, η ευθύνη βέβαια, θα έπεφτε πάνω της.

Μόλις η Επτά το συνειδητοποίησε αυτό, μάγκωσε ολόκληρη. Δυστυχώς όμως ήταν η καθαρή αλήθεια. Αμέσως θα τα έβρισκαν οι Εποπτεύοντες τα μακρομόρια στον συναρμολογητή της, αν έψαχναν. Και ήταν εύκολο να αποδειχθεί πως ήταν δικά της, γιατί κάθε συναρμολογητής σημάδευε μοναδικά τα μακρομόρια που παρήγαγε, όπως το περίστροφο την σφαίρα.

Τι μπορούσε να κάνει;

Αν τον είχε προσέξει νωρίτερα τον ιριδισμό, ίσως να είχε χρόνο να συνθέσει κάποια μέθοδο απενεργοποίησης των μακρομορίων. Αλλά δεν ήταν σίγουρη πως υπήρχε τέτοια μέθοδος και ακόμα και αν υπήρχε, αυτή δεν ήταν δουλειά που μπορούσε να γίνει στη μέση της επίδειξης.

Τελικά, αποφάσισε να μην κάνει τίποτα. Ούτε καν τα μακρομόρια απ’ τον συναρμολογητή της δεν διέγραψε. Τα άφησε εκεί να φαίνονται φαρδιά-πλατιά, αμέσως μόλις άνοιγε κανείς να κοιτάξει. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να υποστηρίξει πειστικά πως ήταν εντελώς άσχετη με τα όποια σχέδια του Τρία.

Στο μεταξύ ο Εποπτεύων είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του και τους πίεζε φορτικά να συντομεύουν. Ήταν συνεσταλμένο σχετικά άτομο ο Εποπτεύων αυτός, και πιο πολύ έμοιαζε να κοπιάζει για να θέσει τον εαυτό του υπό έλεγχο, παρά τα παιδιά που είχε υπό την επίβλεψή του. Δεν είχε και τίποτα σπουδαίο να κάνει όλη αυτή την ώρα και είχε τόσο πωρωθεί με την προοπτική της ευλογίας του Επίσκοπου, ώστε ήταν ικανός ακόμα και μισοτελειωμένο να τους αναγκάσει να παραδώσουν το οργανίδιο, προκειμένου να πλησιάσει μια ώρα αρχύτερα το Επίσκοπο.

Μόλις τα υπόλοιπα παιδιά της ομάδας ανακοίνωσαν πως είχαν πια τελειώσει, ο Εποπτεύων άφησε να του ξεφύγει μια κραυγή ανακούφισης. Με τρεμάμενα απ’ την ανυπομονησία δάχτυλα άρπαξε μεσ’ απ’ τον κοινόχρηστο συναρμολογητή τον υποδοχέα με το οργανίδιο. Τα παιδιά όλα πέτρωσαν, γιατί νόμισαν πως ο Εποπτεύων, πάνω στην βιασύνη του, είχε ανοίξει το καπάκι, οπότε θα καταστρεφόταν η εργασία τους. Ευτυχώς, όμως τίποτα κακό δεν συνέβη. Σηκώθηκαν τότε όλοι μαζί και, με τον Εποπτεύοντα επικεφαλής, προχώρησαν προς το κέντρο της αίθουσας να παραδώσουν το οργανίδιο. Ο Εποπτεύων έτρεμε από συγκίνηση. Η μεγάλη του στιγμή πλησίαζε. Σε λίγα λεπτά θα απεύθυνε τον λόγο κατ’ ευθείαν στο Επίσκοπο!

Παρατάχθηκαν όλοι μαζί κάτω απ’ το θεωρείο των Κληρικών. Ο Εποπτεύων είχε στη διάθεσή του ένα περίπου λεπτό για να παρουσιάσει την εργασία της ομάδας τους και να εισπράξει την προσωπική ευλογία του Επισκόπου. Έπρεπε όμως να βιαστεί, γιατί στη σειρά περίμεναν και πολλοί άλλοι Εποπτεύοντες με τις ομάδες τους. Ξεκίνησε. Πόσο πομπώδες ήταν το ύφος του. Θλιβερό καταντούσε. Ούτε το ίδιο το Επίσκοπο δεν φάνηκε διατεθειμένο να κάθεται να τον ακούει. Δυο-τρεις φράσεις τον άφησε μόνο να πει και τον διέκοψε. Του έγνεψε ανόρεχτα πως τον ευλογούσε και πως μπορούσε πλέον να πηγαίνει.

Στο μεταξύ η ομάδα των παιδιών περίμενε παρατεταγμένη πίσω απ’ τον Εποπτεύοντα. Στέκονταν σε στάση προσοχής με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Προφανώς βέβαια, κανένα παιδί δεν έκανε ακριβώς αυτό που έπρεπε. Όλα ήθελαν να ρίξουν μια κοντινή ματιά στο Επίσκοπο. Η προοπτική να τυφλωθούν καθόλου δεν τα πτοούσε. Πέθαιναν από περιέργεια να δουν με τι έμοιαζε ένα Επίσκοπο. Ως και η Επτά το επιχείρησε, αν και είχε πολλά άλλα πράγματα στο μυαλό της εκείνη τη στιγμή. Όμως ούτε αυτή, ούτε και κανείς άλλος κατάφερε να διακρίνει σπουδαία πράγματα. Μια χρυσή, θαμπή μορφή μόνο, αρκετά ακαθόριστη. Σαν το κύτταρο που έφτιαχναν και ακόμα δεν είχε τελειώσει. Μετά, η Επτά βιάστηκε να κατεβάσει το βλέμμα της. Την κατέτρεχε η ιδέα πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε κάποια φοβερή καταστροφή. Τι ακριβώς, αδυνατούσε να υποθέσει. Το μόνο που έλεγε και ξανάλεγε μέσα της ήταν πως ότι κι’ αν συνέβαινε, δικό της θα ήταν το φταίξιμο. Τι το ήθελε εκείνο το καταραμένο το δώρο στον Τρία; Από εκεί είχαν αρχίσει όλα.

Και όμως, τίποτα δεν συνέβη. Ο Εποπτεύων έκανε μια βαθιά υπόκλιση στο Επίσκοπο, μετά άλλη μία στην υπόλοιπη ακολουθία των Κληρικών και έκανε μεταβολή. Ένα πλατύ χαμόγελο ήταν χαραγμένο στο ηλίθιο πρόσωπό του. Έγνεψε στην ομάδα του να τον ακολουθήσει, προσπέρασαν το θεωρείο και πήγαν και παρατάχθηκαν πάρα κάτω, στο χώρο που προοριζόταν για όσους είχαν τελειώσει τη δουλειά τους. Ήσαν ελεύθεροι να παρακολουθήσουν το τέλος της επίδειξης. Δεν θ’ αργούσε πολύ τώρα πια.

Η τρισδιάστατη απεικόνιση μπροστά στο θεωρείο έδειχνε ένα σχεδόν ολοκληρωμένο κύτταρο. Σε μια στιγμή η Επτά κατάφερε να διακρίνει ως και το σωμάτιο που είχε φτιάξει η ομάδα της. Δούλευε κανονικά. Συγκινητικό, το βρήκε, κατά κάποιο τρόπο.

Η συμβολική εικόνα στο εσωτερικό του κυττάρου δεν θ’ αργούσε να ολοκληρωθεί πια κι’ αυτή. Το Άνομο ήταν ήδη ευδιάκριτο. Ο άνθρωπος δεν ήταν και τόσο καλοσχηματισμένος ακόμα, αλλά όπου να’ ταν θα τελείωνε κι’ αυτός. Η κίνησή γύρω απ’ τον ήλιο ήταν ακόμη λίγο σπασμωδική. Όμως ακόμη έλειπαν ολόκληρα οργανίδια. Μόλις έπαιρναν κι΄ αυτά τη θέση τους μέσα στο κύτταρο, οι τελευταίες μικρο-ατέλειες θα εξαφανίζονταν. Η επίδειξη θα ολοκληρωνόταν με απόλυτη επιτυχία.

Η Επτά βέβαια σε τίποτα απ΄ αυτά δεν πίστευε. Το έβρισκε εντελώς αδύνατο να φτάσουν μέχρι το τέλος και να μην συμβεί κάτι. Όσο προχωρούσαν και τα πάντα συνεχίζονταν κανονικά, τόσο κορυφωνόταν η αγωνία της. Να σπάσει πήγαινε η καρδιά της, έτσι που χτυπούσε μέσα στο στήθος.

Και πράγματι, αυτό που φοβόταν, τελικά συνέβη.

Στην αρχή ήταν ασήμαντο, σχεδόν αδιόρατο. Η κίνηση των δύο μορφών γύρω απ’ τον ήλιο αντί σταδιακά να ομαλοποιείται όλο και περισσότερο, άρχισε να γίνεται όλο και πιο σπασμωδική. Λες και κάπου πήγαινε και σκάλωνε το όλο πράγμα.

Η Επτά έβλεπε την εικόνα του Άνομο και του ανθρώπου μέσ’ το κύτταρο να σκοντάφτουν όλο και χειρότερα, όσο περνούσε η ώρα. Έφτασε ν’ αναρωτιέται μήπως ήταν ιδέα της. Αλλά πίσω της άκουσε κι’ άλλα παιδιά ν΄ αρχίζουν να παρατηρούν το ίδιο πράγμα και να το σχολιάζουν ψιθυριστά. Μετά, το πρόσεξαν και οι Εποπτεύοντες. Σαν πνοή ανέμου ξέσπασε μέσ΄ την αίθουσα ένα ελαφρό σούσουρο, δεν μπορούσε όμως κανείς να κάνει τίποτα τώρα πια. Όλοι περίμεναν να δουν πού θα κατέληγε το πράγμα. Υπήρχε πάντα η ελπίδα πως τα οργανίδια που ακόμα έλειπαν θα κατάφερναν να αντιστρέψουν την κατάσταση.

Το αντίστροφο συνέβη. Το Άνομο και ο άνθρωπος έπαψαν να κινούνται εντελώς. Οι μορφές τους έχασαν την συνοχή τους, αποσυντέθηκαν τελείως και κατάντησαν δυο σκούρες ακαθόριστες μάζες. Η Επτά άκουγε τις φωνές ανησυχίας πίσω της να δυναμώνουν. Της ίδιας όμως τώρα, της ερχόταν να γελάσει. Μικρό το κακό, σκέφτηκε, μικρό το κακό. Ώστε δεν θα σχηματιζόταν τέλεια η απεικόνιση μέσ’ στο κύτταρο. Ώστε η επίδειξη δεν θα ήταν και τόσο επιτυχημένη. Ε, και; Το πολύ-πολύ οι Εποπτεύοντες να μην έπαιρναν την ευλογία του Επίσκοπου και να την πλήρωναν τα παιδιά, όπως πάντα. Γεμάτο αγάπη θα ήταν το ημερήσιο πρόγραμμα. Ε, και; Σε λίγο καιρό μόνο οι ανώτεροι Εποπτεύοντες θα θυμούνταν τι είχε συμβεί. Αυτοί που έλπιζαν σε προαγωγή και μετάθεση στις Πόλεις. Μικρό τα κακό!

Η Επτά είχε αρχίσει να πιστεύει πως μπορεί και να την γλύτωνε — και μαζί της και αυτό το ανθρωπούνι ο Τρία, που τώρα πια θα περνιόταν για μεγάλος επαναστάτης, αν βέβαια ήταν αυτός ο υπεύθυνος, αλλά η Επτά δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία γι΄ αυτό — όταν, ξαφνικά, της πέρασε απ’ το μυαλό ένα άλλο ενδεχόμενο. Κι’ αν δεν είχε τελειώσει ακόμα το θέαμα; Αν ο Τρία είχε επιχειρήσει κάτι πιο φιλόδοξο; Η αλήθεια ήταν πως για να πετύχει κάτι τόσο στοιχειώδες, όσο αυτό που είχαν μόλις παρακολουθήσει, δεν χρειαζόταν τα μακρομόριά της. Άρα πρέπει να υπήρχε και συνέχεια.

Η Επτά άρχισε να εξετάζει με ανανεωμένο ενδιαφέρον την δραστηριότητα στο εσωτερικό του κυττάρου. Έψαχνε για ενδείξεις αυτο-σύνθεσης νέων δομών. Και πράγματι, δεν άργησε να τις εντοπίσει. Οι δύο σκούρες άμορφες μάζες άρχιζαν σιγά-σιγά ν’ ανασυντάσσονται και να παίρνουν τώρα νέα μορφή. Η Επτά δεν απέφυγε μια διεστραμμένη δόση υπερηφάνειας. Οι κινήσεις ακριβείας των οργανιδίων και ο έντονος ιριδισμός που εξέπεμπαν φώναζαν από μακριά πως ήταν δουλειά των μακρομορίων της. Σιγά-σιγά η μια απ’ τις δυο μορφές ανασχηματίστηκε. Μορφή ανθρώπου ήταν και πάλι. Τη φορά όμως αυτή ο άνθρωπος ήταν τελείως διαφορετικός. Ήταν πεσμένος στα γόνατα. Στα χέρια και τα πόδια του ήταν περασμένες βαριές αλυσίδες. Από πάνω του στεκόταν ένας τεράστιος σκούρος όγκος. Ένας ακαθόριστος σκούρος όγκος. Τι ήταν; Γιατί στεκόταν έτσι πάνω απ’ τον άνθρωπο; Τι πήγαινε να του κάνει; Η Επτά ένοιωσε ένα δυσάρεστο ρίγος να σκαρφαλώνει τη πλάτη της.

Και τότε, ξαφνικά, όλα τέλειωσαν. Η ολογραμματική απεικόνιση έσβησε μονομιάς.

Παγωμάρα έπεσε, απόλυτη. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν. Κάποιος Εποπτεύων πρέπει να πήρε την απόφαση να σταματήσει αυτό που πήγαινε να σχηματιστεί, ότι κι’ αν ήταν. Έκλεισε τον κεντρικό συναρμολογητή και η επίδειξη διακόπηκε. Καλά είχε κάνει. Η επίδειξη αυτή έπρεπε να σταματήσει. Έπρεπε να σταματήσει όσο οι Εποπτεύοντες μπορούσαν ακόμα να ισχυριστούν πως αυτό που συνέβη δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά μια απλή αστοχία υλικού. Κανείς δεν ήθελε να πάρει ξεκάθαρη μορφή ο όγκος που στεκόταν πάνω απ’ τον αλυσοδεμένο άνθρωπο.

Διστακτικά, ένας Εποπτεύων ξεχώρισε απ’ το πλήθος και πλησίασε προς το θεωρείο του Επίσκοπου. Αφού υποκλίθηκε, είπε με ελαφρώς τρεμάμενη φωνή.

«Θεοφιλέστατε Λόμο, κάποιο μικρό τεχνικό πρόβλημα μας εμπόδισε δυστυχώς να ολοκληρώσουμε την Επίδειξη που είχαμε ετοιμάσει. Θα θέλατε μήπως τώρα να προχωρήσουμε στην επιθεώρηση των θαλάμων;»

Προς μεγάλη ανακούφιση των Εποπτευόντων το Επίσκοπο και η ακολουθία του εξαφανίστηκαν ακόμα πιο απότομα απ’ ότι είχαν εμφανιστεί. Κανείς δεν ήταν βέβαιος τι ακριβώς είχε συμβεί. Ίσως γι’ αυτό να ήταν και που τα Άνομο ούτε φασαρία είχαν κάνει, ούτε ποινές είχαν επιβάλλει. Δεν πρέπει να είχαν καλοκαταλάβει τι είχε πάει στραβά με την επίδειξη.

Σιωπή έπεσε πάλι στη Μεγάλη Αίθουσα. Το μόνο που ακουγόταν τώρα ήταν οι Εποπτεύοντες που μουρμούριζαν μεταξύ τους. Η Επτά ήταν βέβαιη πως θα ανακοίνωναν κάποια μαζική ποινή και η συγκέντρωση θα διαλυόταν. Ευτυχώς που είχαν αποφασίσει να σταματήσουν την επίδειξη. Ευτυχώς! Τίποτα συγκεκριμένο δεν υπήρχε για να κατηγορηθεί κανείς.

Οι Εποπτεύοντες τελείωσαν την διαβούλευση τους. Ένας απ’ αυτούς ανέβηκε στο θεωρείο, εκεί όπου μέχρι προ ολίγου στεκόταν το Επίσκοπο. Ήταν λιγόλογος και απρόσμενα ήπιος ο Εποπτεύων αυτός. Ανακοίνωσε πως το Εποπτικό Συμβούλιο είχε καταλήξει πως η επίδειξη είχε αποτύχει λόγω αστοχίας κάποιου συναρμολογητή. Θα γινόταν έρευνα για να εντοπιστεί το χαλασμένο μηχάνημα. Η έρευνα, διευκρίνισε ήσυχα, θα ξεκινούσε εκεί, επί τόπου, και κανείς δεν μπορούσε να βγει από την αίθουσα πριν να ολοκληρωθεί.

Τη στιγμή που ο Εποπτεύων ολοκλήρωσε τη φράση του, οι πόρτες της Μεγάλης Αίθουσας έκλεισαν όλες μαζί. Ο πάταγος που έκαναν ήταν εκκωφαντικός. Η αντίθεση με την μετρημένη φωνή του Εποπτεύοντα δημιούργησε μια ατμόσφαιρα που καθόλου δεν άρεσε στα παιδιά. Φωνές ακούστηκαν από παντού. Οι Εποπτεύοντες τις σταμάτησαν αμέσως με καταιγισμό αγάπης.

Παρά την αναταραχή γύρω της, η Επτά προσπάθησε να σκεφτεί ψύχραιμα την κατάσταση. Η απόφαση των Εποπτών να προχωρήσουν σε μαζική, επιτόπια έρευνα άλλαζε εντελώς τα πράγματα. Δεν έπρεπε να περιμένει να δει αν θα την ανακαλύψουν, αλλά να βγει μπροστά και να ομολογήσει πρώτη αυτή. Να περιοριστεί σ’ αυτά που ήξερε. Ότι δηλαδή τη ζημιά στην επίδειξη πρέπει να την είχε προκαλέσει η δική της επινόηση, αλλά ότι η ίδια δεν είχε την παραμικρή συμμετοχή στην δολιοφθορά. Την αθωότητά της μπορούσε να την αποδείξει πέρα από κάθε αμφισβήτηση, αφού στον κοινόχρηστο συναρμολογητή της ομάδας της υπήρχε ακριβές αντίγραφο του σκευάσματος που είχε παραδώσει για τις ανάγκες της επίδειξης, και το οποίο ήταν καθαρό. Θύμα, κατά συνέπεια, ήταν και η ίδια και, προφανώς, ήταν πρόθυμη να συμβάλλει με όλες της τις δυνάμεις για την διαλεύκανση του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος, μπλα-μπλα, μπλα-μπλα. Αυτά θα έλεγε. Μέχρι εκεί.

Όλα αυτά όμως θα ακούγονταν πολύ πιο πιστευτά αν έβγαινε να τα πει πριν οι Εποπτεύοντες έφταναν στο μηχάνημά της και έβρισκαν τα μακρομόρια. Ήταν εξαιρετικά σημαντικό να παραδεχτεί η ίδια πρώτη την όποια ευθύνη της. Διαφορετικά θα έχανε πολύ μεγάλο μέρος της σχεδόν μηδαμινής αξιοπιστίας, που μπορούσε να έχει υπό τις δεδομένες συνθήκες.

Κάπως ανόρεχτα ήταν η αλήθεια, η Επτά άρχισε να ψάχνει για κάποιο Εποπτεύοντα, διαθέσιμο ν΄ ακούσει την ιστορία της. Ξαφνικά όμως, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Και η Επτά, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά, δεν μπόρεσε, παρά να παρακολουθήσει έντρομη την σκηνή.

Μια διαπεραστική φωνή έσκασε με πάταγο μέσα στην αίθουσα.

«Κάτω τα Άνομο! Κάτω τα Άνομο! Ζήτω οι Άνθρωποι. Ζήτω η Επανάσταση».

Από εκεί που στεκόταν η Επτά δεν μπόρεσε να διακρίνει ποιος ήταν που φώναξε. Δεν είχε σημασία όμως, της ήταν εξαιρετικά γνώριμη η φωνή αυτή. Το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν ένα κύκλο παιδιών, που αποτραβήχτηκαν απότομα. Σαν τα νερά της λίμνης έκαναν, όταν πέσει μέσα μια μεγάλη πέτρα.

Η αναταραχή τελείωσε πολύ γρήγορα. Κάτι πρέπει να πήγε να προσθέσει ο Τρία για τα Άνομο και την επανάσταση που αργά ή γρήγορα θα τα ανέτρεπε, αλλά τα λόγια του χάθηκαν μεσ’ την γενικευμένη οχλαγωγία που ξέσπασε αμέσως. Κάτι σκόρπιες λέξεις κατάφερε μόνο να διακρίνει η Επτά. Αμέσως μετά μια κουστωδία Εποπτών φάνηκε να διασχίζει την αίθουσα. Τον Τρία πρέπει να τον έκρυβαν ανάμεσα τους. Οι πόρτες της αίθουσας άνοιξαν και η ομάδα εξαφανίστηκε. Οι Εποπτεύοντες που είχαν απομείνει άρχισαν αμέσως την αγάπη. Δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν η αίθουσα είχε πια αδειάσει τελείως.

Ένας θόρυβος την διέκοψε. Πρέπει να τον άκουγε αρκετή ώρα τώρα, αλλά δεν είχε δώσει σημασία, γιατί τον είχε ενσωματώσει στις αναμνήσεις της.

Σηκώθηκε όρθια, με πολύ κόπο. Δεν υπήρχε περίπτωση ν΄ αντέξει άλλη Αφαίρεση σήμερα. Όχι, χωρίς βοήθεια. Πλησίασε τον τοίχο και του έκανε νόημα ν’ ανοίξει.

Ο Δύο ήταν. Βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση. Μόλις η Επτά άνοιξε, χώθηκε μέσα βιαστικά. Κοιτάχτηκαν. Δεν μίλησαν. Ο Δύο έβγαλε απ’ την τσέπη του το φιαλίδιο. Ένα αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.

«Ορίστε» είπε απλά, δείχνοντάς το.

Η Επτά δεν απάντησε. Τον κοίταξε μόνο. Ήξερε πως δεν ήταν εύκολο αυτό που είχε κάνει. Ήξερε πως το εννοούσε όταν της είχε υποσχεθεί πως με άδεια χέρια δεν επρόκειτο να επιστρέψει. Όμως το Ένα είχε βάλει το χέρι του και είχε επιστρέψει. Ευτυχώς. Για την ώρα. Γιατί σε λίγο θα έπρεπε να το επαναλάβει το κατόρθωμα του και μάλιστα έξω απ’ το Αρχιμανδρίτειο αυτή τη φορά. Οι πιθανότητες επιτυχίας δεν ήταν και τόσο πολλές. Για την ακρίβεια, ήσαν ελάχιστες.

Η Επτά άνοιξε πάλι την πόρτα. Αυτή τη φορά βγήκαν και οι δύο μαζί έξω. Δεν γινόταν να μείνει πολύ ώρα με τον Δύο μέσα στο Τροφείο. Κάποιο άλλο μέρος έπρεπε να βρουν. Κάπου που να μην πιάνουν τα καρφιά.

Σερνόταν τώρα η Επτά, πολύ φανερά. Δεν θα άντεχε πολύ ακόμα. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να πάνε μακριά. Λίγο πιο κάτω απ’ το Τροφείο ο Δύο ήξερε ένα χώρο που χρησίμευε σαν αποθήκη. Ήταν εντελώς απίθανο να περάσει κανείς από εκεί και το καρφί εκεί μέσα ήταν χαλασμένο από καιρό. Προς τα εκεί προχώρησαν. Βεβαιώθηκαν πως δεν τους έβλεπε κανείς και μπήκαν μέσ’ το μικρό δωμάτιο.

Σωριάστηκαν στο πάτωμα. Ο Δύο έβγαλε το φάρμακο απ’ τη στολή του και έτριψε το σώμα της Επτά. Τελείωσε πολύ γρήγορα. Όμως ο οργανισμός της Επτά ήταν επικίνδυνα εξασθενημένος. Θα έπρεπε να περιμένουν τώρα μέχρι να ενεργήσει.

Η Επτά έκλεισε τα μάτια της. Έτσι κι’ αλλιώς, ούτε λέξη δεν είχε πια δύναμη να αρθρώσει. Ο Δύο έγειρε το κεφάλι του πίσω στον τοίχο. Καθένας τους απομονώθηκε στις σκέψεις του.

Ο Δύο αναλογιζόταν όσα του είχαν συμβεί καθ΄ οδόν αλλά και στην επιστροφή απ’ το δωμάτιο. Ακριβώς όπως τα είχε φανταστεί η Επτά είχαν πάει τα πράγματα. Αλύπητα τον είχαν κυνηγήσει τα Άνομο. Χωρίς την προστατευτική παρουσία της Επτά, ο Δύο ήταν ένα μηδενικό. Ως αρσενικός που ήταν, ούτε το αίμα του δεν ήταν χρήσιμο. Ότι ήθελαν ήσαν ελεύθερα να κάνουν μαζί του τα Άνομο.

Όσο για την Επτά, αυτή επέστρεψε κατ’ ευθείαν στα δικά της.

Όχι απλώς δεν ξαναείδε ποτέ τον Τρία, αλλά ούτε και ξανάκουσε να γίνεται ποτέ λόγος γι’ αυτόν. Παράλογη ήταν σχεδόν η κατάσταση. Σαν να είχε ανοίξει η γη και να τον είχε καταπιεί. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Τις πρώτες μέρες μετά την επίδειξη η Επτά περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα την συλλάμβαναν κι΄ αυτήν. Οι Εποπτεύοντες δεν μπορεί παρά να αντιλαμβάνονταν την αβλεψία τους: τα μακρομόρια είχαν μεν παραχθεί απ’ το μηχάνημα του Τρία, αλλά δεν ήταν εκεί που είχαν αρχικά δημιουργηθεί. Όμως, οι μέρες περνούσαν και τίποτα δεν συνέβαινε. Να τρελαθεί πήγε η Επτά. Απολύτως τίποτα δεν μπορούσε να μάθει από πουθενά.

Με όποιο παιδί και να προσπάθησε να πιάσει κουβέντα για την καταραμένη την Επίδειξη, έπεφτε κάθε φορά πάνω σ΄ έναν τοίχο απόλυτης αμνησίας. «Δεν θυμάμαι». «Δεν είδα». «Δεν άκουσα». Κάτι τέτοια μόνο της έλεγαν.

Όσο για τον ίδιο τον Τρία, η Επτά δεν τολμούσε να ρωτήσει άμεσα για την τύχη του. Με όσους και να μίλησε, κανείς τους δεν είχε δει ή τουλάχιστον κανείς δεν παραδεχόταν να έχει δει να τον παίρνουν οι Εποπτεύοντες. Ούτε τα κακομοίρικα εκείνα λόγια που είχε φωνάξει πριν τον συλλάβουν τα είχε συγκρατήσει κανείς. Να επέμενε περισσότερο, δεν είχε νόημα. Θα ήταν σαν να ζητούσε να την συλλάβουν κι΄ αυτήν οι Εποπτεύοντες.

Ένοιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο μπράτσο της. Ο Δύο ήταν. Ρωτούσε πώς ένοιωθε. Απολύτως ίδια ένοιωθε, καμιά διαφορά δεν υπήρχε. Πολύ διστακτικά, δοκίμασε ν’ ανασηκωθεί. Και όμως, νάτη η διαφορά. Νάτη, και μάλιστα τεράστια. Σαν ελατήριο πετάχτηκε επάνω, μόλις δοκίμασε. Σαν φυσιολογικός άνθρωπος της ηλικίας της. Και ας είχε υποστεί τόσες κακουχίες ο οργανισμός της. Ένα μου, τι ανακούφιση! Καλά ήταν και πάλι.

Γύρισε προς τον Δύο. Του χαμογέλασε. Να κατουρηθεί πήγε ο Δύο απ’ τη χαρά του, μόλις την είδε να έχει συνέρθει. Τα είχαν καταφέρει, πάλι! Την είχαν γλυτώσει κι’ αυτή τη φορά. Προς το παρόν. Πολύ προσεκτικά, άνοιξαν την πόρτα και κοίταξαν έξω. Βγήκαν στον διάδρομο. Έπρεπε να βιαστούν, αν ήθελαν να προλάβουν τον Όρθρο.

Ο Δύο άνοιξε την πόρτα του δωματίου τους και άφησε την Επτά να περάσει πρώτη. Καθώς την κοίταγε, του φάνηκε πως η Επτά σαν να κόντυνε μόλις μπήκε στο δωμάτιο, σαν να ξεφούσκωσε η στολή της. Πού ήταν η αγέρωχη Τροφός που σαν περήφανο θωρηκτό, διέσχιζε την τραπεζαρία λίγο προηγουμένως; Αναρωτήθηκε πώς το κατάφερνε αυτό η Επτά. Γύρισε και την κοίταξε κατά πρόσωπο. Τα χαρακτηριστικά της τώρα έμοιαζαν αλλοιωμένα. Ήταν από κούραση. Κούραση που δεν είχε καμιά σχέση με τα γεγονότα της ημέρας.

Ο Δύο, χωρίς ούτε λέξη να του πεί η Επτά, πήγε στην κρυψώνα, έβγαλε το σλιπ και της ψέκασε μια αρκετά μεγάλη δόση. Η Επτά την ρούφηξε με τη μία. Μετά ο Δύο ψέκασε άλλη μία για τον εαυτό του. Άνθρωπος ήταν κι’ αυτός.

Κάπως πιο χαλαρή τώρα, η Επτά πήγε στο κρεβάτι τους και αφέθηκε να πέσει μέσα, έτσι όπως ήταν, με τα ρούχα. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια γκριμάτσα ο Δύο. Θα τσαλακωνόταν η στολή της. Δεν της είπε όμως τίποτα. Το σλιπ βοηθούσε πολύ σε αυτό. Έβλεπες τα πράγματα από πιο μακριά.

Δεν είχε όμως χρόνο στη διάθεσή του. Έπρεπε ν’ αλλάξει αμέσως και να πάει να βρει τον Σύνδεσμο. Φάρμακο δεν θα είχε να τους δώσει, αφού δεν τον είχαν προειδοποιήσει και ούτε και στην συνοικία γύρω απ΄ το Αρχιμανδρίτειο επρόκειτο να βρουν. Πίσω στην Ανθρωπίλα θα αναγκάζονταν να πάνε. Πραγματικό τρόμο του προκαλούσε η προοπτική κι΄ ας είχαν περάσει τόσα χρόνια κλεισμένοι εκεί μέσα με την Επτά. Δεν είχαν όμως άλλη επιλογή. Η Επτά θα πέθαινε χωρίς φάρμακο και ήταν δική του ευθύνη που είχαν φτάσει μέχρι εκεί τα πράγματα — όχι πως είχε ιδιαίτερη σημασία αυτό.

Έτοιμος ήταν ν’ αρχίσει ν’ αλλάζει, όταν ειδοποιήθηκαν πως υπήρχε μήνυμα. Πετάχτηκαν πάνω, και οι δύο. Ο Δύο πλησίασε την συσκευή. Το Αρχιμανδρίτη ήταν.

Η μορφή του σχηματοποιήθηκε μέσ’ το δωμάτιο. Μία φράση είχε όλη κι’ όλη να τους πει. Θα επισκεπτόταν την Αρχιεπισκοπή και η Επτά έπρεπε να το συνοδεύσει. Αυτό, μόνο. Το μήνυμα τελείωσε και άρχισε αυτόματα να ξαναπαίζει. Ούτε η Επτά, ούτε ο Δύο έκαναν κάτι να το σταματήσουν. Το Αρχιμανδρίτη επανέλαβε την δήλωσή του και μετά η συσκευή ετοιμάστηκε να παίξει και τρίτη φορά. Ο Δύο πλησίασε την αιωρούμενη εικόνα. Πέρασε τα χέρια του μέσα απ’ το σώμα του Αρχιμανδρίτη και το έκανε να μοιάζει σαν την τετράχειρη θεά Κάλι. Πάντα την διασκέδαζε την Επτά το αστειάκι αυτό. Την φορά όμως αυτή, απλώς του χαμογέλασε αχνά. Ίσα-ίσα να μην τον κακοκαρδίσει. Ο Δύο έκανε ένα νεύμα. Η μορφή του Αρχιμανδρίτη εξαφανίστηκε.

«Θα τα καταφέρεις;» ρώτησε ο Δύο.

«Ναι, ναι. Μην ανησυχείς» απάντησε βιαστικά η Επτά.

«Τι θα βάλεις;» ξαναρώτησε ο Δύο.

«Κάτι θα σκεφτώ» του απάντησε.

«Ξέρεις που τα βάζω τα επίστολα ;»

«Μην ανησυχείς, σου λέω. Εσύ κοίτα να ετοιμαστείς».

Ο Δύο γδύθηκε εντελώς και φόρεσε την εξωτερική του στολή. Δεν συγκρινόταν με της Επτά, η δική του ήταν πολύ απλούστερη. Η Επτά είχε ξαπλώσει πάλι πίσω στο κρεβάτι και τον παρακολουθούσε να ντύνεται. Ο Δύο της έριχνε πού και πού καμιά ματιά. Σε μια στιγμή, εκεί που τύλιγε το τελευταίο ύφασμα γύρω του, πρόσεξε πως η Επτά είχε αρχίσει να κλαίει! Τα δάκρυα ξεχείλιζαν από τα μάτια της και κατηφόριζαν τα μάγουλά της σαν βαγονάκια σε σιωπηλό λούνα-παρκ.

«Γιατί πεταλουδίτσα μου;» την ρώτησε πλησιάζοντάς της. Η Επτά δεν απάντησε. Γύρισε μόνο απ’ την άλλη και προσπάθησε αφηρημένα να σκουπιστεί. Ο Δύο κάτι πήγε να πει, αλλά άλλαξε γνώμη. Την κοίταξε μόνο σκεφτικός. Μετά, άρχισε να την τρίβει στα χέρια, τα πόδια και την πλάτη μήπως και την συνεφέρει κάπως.

«Καλύτερα;» την ρώτησε μετά από λίγο.

Η Επτά δεν απάντησε αμέσως. Της πήρε κάποια ώρα απλά και μόνο να κουνήσει το κεφάλι της. Ο Δύο κατάλαβε πως θα έπρεπε να αρκεστεί σε αυτό. Επέστρεψε στο ντύσιμό του. Είχε να διαλέξει λίθους τώρα. Ενώ ψαχούλευε στη γκαρνταρόμπα, το ένα του μάτι το είχε στη Επτά να παρακολουθεί πώς πήγαινε. Ακόμη ξαπλωμένη ήταν, αλλά τώρα έμοιαζε να βρίσκεται σε κάπως πιο κοντινή επαφή με το περιβάλλον.

Ο Δύο τελείωσε. Στάθηκε στη μέση του δωματίου. Κοίταξε την Επτά. Ξαπλωμένη πάντα ήταν και με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι. Δεν φαινόταν διατεθειμένη να κουνηθεί από εκεί. Δεν πειράζει, σκέφτηκε ο Δύο. Ίσως να’ ταν καλύτερα έτσι.

«Λοιπόν, φεύγω εγώ» είπε.

Η Επτά έκανε, με δυσκολία, ένα μικρό νεύμα. Τίποτα άλλο. Αλλά δεν τον ανησύχησε αυτό τον Δύο. Ήταν συνηθισμένος στα απότομα σκαμπανεβάσματα της διάθεσής της. Παλιότερα, πριν καταφέρουν να εξασφαλίσουν σταθερή πρόσβαση σε φάρμακο, η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη. Ούτε βέβαια οι αδιάκοπες Αφαιρέσεις βοηθούσαν καθόλου τα πράγματα.

«Τα λέμε» δοκίμασε μια τελευταία φορά και βλέποντας πως η Επτά δεν επρόκειτο να απαντήσει, άνοιξε την πόρτα και βγήκε.

Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω απ’ τον Δύο, η Επτά γύρισε μπρούμυτα. Έσφιξε τις γροθιές της, τις στρίμωξε ανάμεσα στα πόδια της και άρχισε πάλι να τρίβεται. Οι κινήσεις της όμως τώρα ήσαν πιο ήρεμες απ’ ότι το πρωί. Τότε χτυπιόταν σαν να προσπαθούσε να βγει απ’ το σώμα της. Τώρα, απλώς, κουνιόταν ρυθμικά σαν να έκανε τραμπάλα.

Ο τελευταίος χρόνος στη Μπριμ ήταν περίοδος κοσμογονικών αλλαγών. Τα παιδιά είχαν πια φτάσει στην εφηβεία και η ζωή που μέχρι τότε ήξεραν θα έπαιρνε οριστικό και αμετάκλητο τέλος.

Μόλις οι Εποπτεύοντες παρατήρησαν τα πρώτα σημάδια της ήβης στα σώματα των παιδιών, ξεκίνησαν αμέσως τις διαδικασίες μεταφοράς τους στις Πόλεις. Τα θηλυκά θα γίνονταν ΔΤ και τα αρσενικά Υ.

Προηγουμένως όμως, τα παιδιά έπρεπε να γίνουν επισήμως δεκτά στην κοινωνία των Άνομο — την Νέα Κοινωνία του Ένα, όπως ήταν το επίσημο όνομά της. Η τελετή που θα επισημοποιούσε την αλλαγή ήταν η πρώτη Μετάληψη. Μέχρι τότε τα παιδιά απλώς έτρωγαν, δεν είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν στην καθημερινή τελετή της Μετάληψης, που συμβόλιζε την ενοποίηση Άνομο και ανθρώπων στο πλαίσιο της Νέας Κοινωνίας.

Πριν όμως κι’ από την Μετάληψη, έπρεπε να προηγηθεί η Βάφτιση. Επρόκειτο για μια διαδικασία, στην οποία θα υποβάλλονταν όλα σχεδόν τα παιδιά την προηγούμενη ακριβώς της πρώτης τους Μετάληψης.

Οι Εποπτεύοντες συμπεριφέρονταν πολύ περίεργα εκείνες τις μέρες. Ενώ είχαν φροντίσει να ενημερώσουν λεπτομερώς τα παιδιά για το ιστορικό και τους συμβολισμούς της τελετής της Βάφτισης, όταν έφτανε η ώρα να περιγράψουν αυτή καθ’ αυτή την τελετή, κατέφευγαν σε αόριστες εκφράσεις, όπως «κάθαρση του βιολογικού σώματος» και «ενοποίηση με την κοινωνία του πνεύματος», που πιο πολύ συσκότιζαν, παρά ξεκαθάριζαν, τα πράγματα. Το μόνο που καταλάβαιναν τα παιδιά ήταν πως κάποια μεγάλη αλλαγή επρόκειτο να συμβεί.

Όσο για τη Επτά, αυτή είχε πολύ διαφορετικά προβλήματα να αντιμετωπίσει ― προβλήματα, που αργά αλλά σταθερά την απομάκρυναν απ’ την καθημερινότητα των συντρόφων της.

Μετά την Επίδειξη και μέρα με την μέρα, η Επτά άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της. Το τόσο απρόσμενο τέλος του Τρία της κουρέλιασε την παιδική της ψυχή. Χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει ή τι της συμβαίνει η Επτά σταδιακά ξέκοψε από κάθε κοινωνική επαφή ή προσωπική δραστηριότητα. Εγκατέλειψε ακόμα και τον αγαπημένο της συναρμολογητή και ζούσε κρυμμένη πίσω απ΄ την μαζικότητα της ομάδας της, ενώ το μυαλό ήταν βυθισμένο σ΄ ένα μόνιμο λήθαργο.

Αυτό που δεν θα μπορούσε να προβλέψει κανείς ήταν πως η ολοφάνερη αυτή αλλαγή, αντί να προκαλέσει την υποψία των Εποπτών, είχε το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα. Οι Εποπτεύοντες εξέλαβαν την υποταγή της Επτά και την ενσωμάτωσή της στην μαζικότητα της ομάδας ως σημάδι πως οι πολύχρονες προσπάθειές τους είχαν αρχίσει πλέον να φέρνουν αποτέλεσμα και, ανακουφισμένοι, την εγκατέλειψαν στη μοίρα της.

Η ίδια η Επτά δεν είχε και τόσο σαφή συνείδηση της κατάστασής της. Σαν ξεκούρδιστο ρομπότ περιφερόταν όλη μέρα και το μόνο που ήξερε, το μόνο που καταλάβαινε, μια και το επαναλάμβανε νυχθημερόν μέσα της, ήταν πως οι Εποπτεύοντες είχαν δίκιο κι’ αυτή άδικο. Κάθε προσπάθεια για προσωπική επικοινωνία, κάθε απόπειρα συμπεριφοράς έξω απ΄ το πλαίσιο της ομάδας ήταν όχι μόνο άχρηστη, αλλά και οδυνηρή. Για το φρικτό αυτό κενό που ένοιωθε τώρα μέσα της — για όλη αυτή την αφόρητη δυστυχία — δεν της έφταιγε κανείς άλλος, αυτή έφταιγε.

Εξουθενωμένη απ’ την αδιάκοπη αγωνία, δεν χρειάστηκε πολύ για ν΄ αρχίσει να πιστεύει πως δικό της ήταν το φταίξιμο και για όλα τα υπόλοιπα που είχαν συμβεί. Αυτή ήταν που όπλισε το ανίδεο και ανεύθυνο χέρι του Τρία. Αυτή ήταν που μετά, που αντί να βγει και ν’ αναλάβει τις ευθύνες της, κρύφτηκε πίσω από έναν αθώο για να σώσει το τομάρι της. Αυτή, αυτή. Σε τελική ανάλυση το ενδιαφέρον της για τον Επτά ήταν που προκάλεσε το κακό. Αυτό, και προπαντός, το φρικτό εκείνο δώρο — το καθοριστικό της αμάρτημα. Καταραμένη ήταν. Ούτε να την βλέπει δεν θα ήθελε πια το Ένα.

Όταν της παρουσιάστηκαν και τα πρώτα ξεκάθαρα συμπτώματα της αρρώστιας της, η Επτά ούτε τότε κατάλαβε τίποτα. Δεν είχε με τι να συγκρίνει, έτσι αποχαυνωμένη που περνούσε τις ώρες της. Όμως μέρα με τη μέρα, η διάθεσή της σκαμπανέβαζε όλο και χειρότερα, όλο και πιο βίαια. Έφτασε στο σημείο όπου το μόνο σταθερό πράγμα που είχε απομείνει μέσα της ήταν ο Τρία. Αυτός, και η απόφαση να μην ξαναμιλήσει σ΄ άλλον άνθρωπο. Αλλά ακόμα και η ανάμνηση του Τρία, ακόμα κι΄ αυτή δεν παρέμενε σταθερή. Σκαμπανέβαζε μαζί με την αρρώστια της. Άλλοτε τον λάτρευε παράφορα κι’ άλλοτε έφτανε να της προκαλεί σχεδόν αηδία. Όμως η ανάμνησή του, αυτή καθ’ αυτή, παρέμενε. Και αυτό, αποδείχθηκε σωτήριο, κατά κάποιο τρόπο. Την βοήθησε, έστω και κακήν-κακώς, πάντα να επιστρέφει. Μπορεί να στοίχειωνε κάθε της λεπτό, μπορεί η θέα και μόνο της τουαλέτας που συνήθιζαν να συναντιούνται να είχε φτάσει πλέον να της προκαλεί σχεδόν τρόμο, αλλά, ταυτόχρονα, ο Τρία ήταν που την κράτησε στον πραγματικό κόσμο. Αυτός ήταν που δεν την άφησε να κατρακυλήσει στο βάραθρο.

Όλα αυτά βέβαια, τα συνειδητοποίησε χρόνια αργότερα. Την περίοδο εκείνη δεν είχε την παραμικρή επίγνωση. Τότε, απλώς ζούσε. Δύσκολα.

Η ημέρα της Βάφτισης ξεκίνησε μέσα σ’ ένα γενικό πανδαιμόνιο. Υπήρχε τέτοια ένταση στην ατμόσφαιρα που ακόμα και η Επτά αναγκάστηκε να βγει κάπως απ’ το καβούκι της και να επιδείξει ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον για τα κοινά.

Οι Εποπτεύοντες έτρεχαν πανικόβλητοι πάνω-κάτω σαν πάλι να επρόκειτο για εξωτερική Επιθεώρηση. Αυτή τη φορά όμως έκαναν σαν το ίδιο το Ένα να ήταν να έρθει. Εξανάγκασαν τα παιδιά, όχι απλώς να πλυθούν εξονυχιστικά, αλλά να αποστειρωθούν στην κυριολεξία. Η αγάπη έπεφτε σύννεφο επί δικαίων και αδίκων. Ακόμα και η Επτά έφαγε μία, χωρίς να φταίει σε τίποτα. Καλό της έκανε πάντως, γιατί την ξύπνησε λίγο.

Προς το μεσημέρι και υπό την συνεχή πίεση των Εποπτευόντων τα παιδιά δεν είχαν αφήσει σπιθαμή για σπιθαμή που να μην είχαν γλύψει και δυο και τρεις φορές, τόσο στους θαλάμους όσο και στις κάψουλες και στις καθημερινές αίθουσες εκπαίδευσης. Μετά, οι Εποπτεύοντες τα μάζεψαν όλα μαζί και τα μάντρωσαν σε μια αίθουσα. Ένας Εποπτεύων άρχισε να τους βγάζει λόγο για την σημασία της Βάφτισης. Ήταν υπερβολικά μακρόσυρτος, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία, γιατί ήταν ξεκάθαρο πως ο Εποπτεύων μιλούσε μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα. Φαίνεται πως η Βάφτιση δεν μπορούσε να ξεκινήσει ακόμα για κάποιο λόγο. Γιατί όμως; Κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Η φημολογία σχετικά με το τι επρόκειτο να συμβεί οργίαζε, και η Επτά, που παρακολουθούσε αμέτοχη, νόμιζε πως έβλεπε σπαρτά να καίγονται κάθε φορά που μια νέα φήμη ξεκινούσε να μεταδίδεται στη μάζα των συγκεντρωμένων παιδιών.

Σε μια στιγμή ξέσπασε αναταραχή μεταξύ των Εποπτευόντων. Ένας απ’ αυτούς ξεχώρισε απ’ το πλήθος και πλησίασε το βήμα. Έκανε νόημα στον προηγούμενο, που ακόμα μιλούσε, πως μπορούσε πια να σταματήσει. Η ομιλία τελείωσε απότομα προς γενική ανακούφιση. Ο νέος Εποπτεύων πήρε το λόγο. Εξήγησε πως είχε φτάσει πια η ώρα που περίμεναν όλοι και η Βάφτιση θα ξεκινούσε σε λίγα λεπτά. Η τελετή θα γινόταν στην αίθουσα που ήδη βρίσκονταν. Την διεκπεραίωσή της θα την αναλάμβανε ειδική ομάδα εξωτερικών Εποπτών που είχαν ήδη αρχίσει να φτάνουν στη Μπριμ γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Τα συγκεντρωμένα παιδιά έπρεπε να χωριστούν αμέσως σε δύο μεγάλες ομάδες ανάλογα με το φύλο τους και να κάνουν ησυχία για ν’ ακούσουν που θα τους φώναζαν, όταν θα ερχόταν η σειρά τους.

Τα παιδιά υπάκουσαν πειθαρχικά. Τα μάτια όλων γύρισαν και καρφώθηκαν στην ομάδα Εποπτών που είχαν ήδη αρχίσει να μπαίνουν στην αίθουσα. Οι καινούργιοι ήσαν ανώτεροι ιεραρχικά. Οι στολές τους ήσαν πιο ανοιχτόχρωμες απ’ των τοπικών. Μπήκαν όλοι μέσα και πίσω τους ακολουθούσε μια συσκευή. Μια πολύ περίεργη συσκευή. Κανείς δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο.

Η αλήθεια ήταν πως η συσκευή της Βάφτισης δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο. Παρόμοια μ’ εκείνη της σωματικής συντήρησης ήταν, εκείνη που η Επτά χρησιμοποιούσε καθημερινά στο Αρχιμανδρίτειο. Τα παιδιά όμως στη Μπριμ δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο πράγμα, ικανό να κινείται και να μεταμορφώνεται με τέτοια πλαστικότητα — η τεχνολογία που ήταν διαθέσιμη στην Μπριμ ήταν τουλάχιστον μία με δύο γενιές πίσω σε σχέση με τις Πόλεις. Ως και η Επτά διέκοψε τον λήθαργό της και τέντωσε το λαιμό της να την δει, καθώς άλλαζε συνεχώς σχήμα και προχωρούσε προς το κέντρο της αίθουσας.

Πολύ γρήγορα, όλα ήταν έτοιμα. Οι ξένοι Εποπτεύοντες κάλεσαν το πρώτο ζευγάρι παιδιών και το τοποθέτησαν μεσ’ την περιοχή δράσης της συσκευής. Τα δυο παιδιά προσπάθησαν να σταθούν ακίνητα, αλλά ήσαν πολύ νευρικά. Δεν είχαν ιδέα τι επρόκειτο να τους συμβεί. Τα υπόλοιπα παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Στην αίθουσα επικρατούσε νεκρική σιγή.

Ο ξένος Εποπτεύων, που είχε τον έλεγχο της διαδικασίας, έδωσε τότε ένα αναπάντεχο παράγγελμα. Είπε στα δύο παιδιά να βγάλουν τα ρούχα τους. Τελείως. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν. Δεν το περίμεναν. Αν και έκαναν καθημερινά Καθαρότητα όλα μαζί, το δημόσιο αυτό ξεγύμνωμα έμοιαζε διαφορετικό για κάποιο λόγο. Σαν πραγματικό ξεγύμνωμα ήταν.

Μην βλέποντας αποτέλεσμα, ο ξένος Εποπτεύων επανέλαβε το παράγγελμά του, λίγο πιο επιτακτικά αυτή τη φορά. Ένας από τους τοπικούς Εποπτεύοντες πλησίασε τα παιδιά, με τη αγάπη του προτεταμένη. Η πολύ γνώριμη αυτή εικόνα πρέπει να τα συνέφερε. Υπάκουσαν αμέσως τυφλά, έτσι όπως είχαν μάθει.

Η Επτά κοίταζε τα δυο τρεμάμενα κορμάκια να στέκονται μπροστά στη συσκευή. Πόσο εύθραυστα έμοιαζαν. Αντίθετα, οι Εποπτεύοντες απ’ την άλλη πλευρά είχαν ύφος βλοσυρό και περισπούδαστο. Σαν κουνούπια κοίταζαν τα δυο σώματα που στέκονταν μπροστά τους. Η Επτά ανατρίχιασε, άθελά της.

Χωρίς κάποια ιδιαίτερη προειδοποίηση η συσκευή ξεκίνησε να λειτουργεί. Η όλη υπόθεση ζήτημα ήταν να κράτησε δέκα δευτερόλεπτα — το αγόρι ήταν έτοιμο λίγο νωρίτερα απ΄ το κορίτσι. Όλοι είδαν καθαρά τι έγινε, κανείς όμως δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που έβλεπε. Στο αγόρι έγινε διπλή ορχιδεκτομή, ενώ στο κορίτσι κλειτοριδεκτομή και ωοθηκεκτομή. Τίποτα δεν αισθάνθηκαν τα ίδια τα παιδιά. Η αλλαγή που συντελέστηκε στο σώμα τους, μπροστά στα ίδια τους τα μάτια, τόσο πολύ τα ξάφνιασε με την ταχύτητα που διεκπεραιώθηκε, ώστε δεν έμεινε χρόνος για οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα.

Η συσκευή ολοκλήρωσε τη λειτουργία της. Τα παιδιά ήσαν και πάλι ελεύθερα. Έπεσε σιωπή. Κράτησε πολύ, υπερβολικά πολύ. Τα δυο παιδιά γύρναγαν και ξαναγύρναγαν τα ορθάνοικτα μάτια τους απ’ τους Εποπτεύοντες προς το πλήθος των παιδιών και πάλι πίσω. Το πλήθος έχασκε παγωμένο. Τότε ακριβώς, ο ξένος Εποπτεύων, αυτός που ήταν επικεφαλής, άρχισε το χειροκρότημα, δυνατό και παρατεταμένο. Στην αρχή αργά και με πάταγο, αλλά στην συνέχεια όλο και πιο γρήγορα. Αμέσως, τον μιμήθηκαν και οι υπόλοιποι ξένοι Εποπτεύοντες. Μετά, και οι τοπικοί. Δειλά-δειλά ξεκίνησαν και τα πρώτα παιδιά. Σε λίγο η αίθουσα ολόκληρη σείστηκε απ’ τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες. Τα δυο παιδιά ήσαν τα πρώτα «κεκαθαρμένα» της τάξης τους. Τα μάτια τους τώρα έλαμπαν από χαρά. Ο Εποπτεύων τους ένευσε να κατέβουν. Δυο άλλα έσπευσαν να πάρουν τη θέση τους.

Κάθε δέκα δευτερόλεπτα χειροκροτήματα, φωνές και επευφημίες πλημμύριζαν την αίθουσα. Η Βάφτιση κράτησε ώρες. Όταν έφτασε η σειρά της Επτά, ανέβηκε κι’ αυτή στη μηχανή με την καρδιά της να ψιλοτρέμει. Δεν πίστευε πως ήταν δυνατόν να μην πονάει καθόλου αυτό το πράγμα. Έβαλε τα δυνατά της να μην την ξεφύγει ούτε δευτερόλεπτο απ΄ την όλη εμπειρία. Παρά την προσπάθειά της όμως, όταν τελείωσε, ούτε αυτή είχε τίποτα συγκεκριμένο να διηγηθεί. Απολύτως τίποτα δεν ένοιωσε, πέρα από ένα ελαφρό μούδιασμα. Πραγματικό θαύμα ήταν η συσκευή αυτή. Άθελά της, η Επτά, ένοιωσε να γεμίζει δέος. Ανυπομονούσε πλέον κι’ αυτή να δει από κοντά τις Πόλεις των Άνομο και όλα τα θαυμαστά πράγματα που πρέπει να υπήρχαν εκεί. Καιρό είχε να νοιώσει έτσι. Καλό της είχε κάνει τελικά αυτή η Βάφτιση. Πολύ καλό.

Η τελετή της πρώτης Μετάληψη την επόμενη μέρα έγινε σε ιδιαίτερα πανηγυρικό τόνο. Με έκπληξη η Επτά ένοιωσε ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό της. Οι Εποπτεύοντες ντυμένοι με τις εορταστικές τους στολές έκαναν την Κλάση και την Ευλογία. Εκατοντάδες παιδιά παρακολουθούσαν από κάτω με κατάνυξη, μαγεμένα απ΄ τα φώτα και τη μουσική. Η ευφορία ξεχείλιζε εκείνη τη μέρα στη Μπριμ.

Η Επτά αναστέναξε. Είχε αργήσει πάλι. Πάντα το πάθαινε αυτό. Σηκώθηκε και έτρεξε νευριασμένη στην γκαρνταρόμπα. Βρήκε τα προσεκτικά τακτοποιημένα επίστολα και αφού τα ανακάτεψε όλα, πήρε ένα στην τύχη.

Θυμόταν καθαρά, μετά την Μετάληψη, όταν για πρώτη φορά είχαν ανοίξει οι πόρτες της Μπριμ. Ήσαν ελεύθεροι. Ελεύθεροι να βγουν έξω και να πάνε μέχρι την είσοδο του σταθμού, που ήταν ακριβώς απέναντι — αυτή ήταν όλη κι΄ όλη η ελευθερία τους. Δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ πια πίσω. Οι πόρτες της Μπριμ θα έκλειναν και δεν θα ξανάνοιγαν ποτέ πια. Ήταν ξεκάθαρο αυτό.

Με πολύ βαριά καρδιά η Επτά πέρασε το κατώφλι και προχώρησε προς τον σταθμό. Η ευφορία της Μετάληψης της είχε πια περάσει. Το μόνο που σκεφτόταν τώρα ήταν πως η Μπριμ ήταν ο μοναδικός σύνδεσμος που της είχε απομείνει με τον Τρία. Και να που τώρα, ακόμα κι’ αυτός, ο τόσο ελάχιστος δεσμός, θα έσπαγε κι’ αυτός.

Γύρισε να κοιτάξει τα σιωπηλά κτίρια της Μπριμ. Ήταν για τελευταία φορά, αφού δεν θα τα ξανάβλεπε. Τις αίθουσες, τους κοιτώνες, τους ατέλειωτους παγωμένους διαδρόμους. Τις γωνιές που είχαν κρυφτεί με τον Τρία για ν’ ανταλλάξουν δυο λαχανιασμένες λέξεις. Πώς ήταν δυνατόν να φύγει έτσι, σαν κλέφτης, αναρωτήθηκε. Έπρεπε να τρέξει πίσω, έστω κι’ αν θα’ ταν για μια μόνο στιγμή. Να βρει κάτι ν΄ αποχαιρετήσει, να αγκαλιάσει. Μια πέτρα, έναν τοίχο, έναν Εποπτεύοντα. Κάτι.

Η Επτά έβγαλε το επίστολο που φορούσε και άρχισε να φοράει αυτά που μόλις είχε πάρει απ’ τη γκαρνταρόμπα. Μπορεί να μην ήταν εκεί ο Δύο να την βοηθήσει, αλλά τα χέρια της πήγαιναν από μόνα τους. Δεν της πήρε πολύ να ετοιμαστεί. Στερέωσε τους ίδιους πάλι λίθους πάνω της και ένευσε στη πόρτα ν’ ανοίξει. Προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο του Αρχιμανδρίτειου. Στ’ αυτιά της αντηχούσαν ακόμα οι φωνές απ’ τον Μεταβιβαστικό Σταθμό.

Σαν πρωτόπλαστοι διωγμένοι απ’ τον Παράδεισο ένοιωσαν τα παιδιά μόλις βγήκαν έξω. Μπορεί να ήταν η φυλακή τους η Μπριμ, αλλά δεν έπαυε να είναι και ο μόνος κόσμος που γνώριζαν.

Λίγες δεκάδες μέτρα τα χώριζαν απ΄ τον σταθμό, αλλά τους πήρε ώρα να τα καλύψουν. Ακατανόητα και τρομακτικά τους φαίνονταν όλα όσα έβλεπαν. Το χειρότερο όλων ήταν, χωρίς καμιά αμφιβολία, ο ουρανός. Δεν τον είχαν ξαναδεί, τα παιδιά. Ο κόσμος τους, ξαφνικά, γύρισε ανάποδα. Το άπατο αυτό μολυβένιο άπειρο πάνω απ΄ το κεφάλι τους έμοιαζε έτοιμο από στιγμή σε στιγμή να τα ισοπεδώσει. Απόλυτη συντριβή τους προκαλούσε η απεραντοσύνη του. Με πολύ μεγάλη δυσκολία κατάφεραν τελικά να ξεπεράσουν την ναυτία που ένοιωθαν και να τολμήσουν τα λίγα τρεμάμενα βήματα που τα έφεραν μέχρι τον σταθμό. Αν, τουλάχιστον, υπήρχε ένας Εποπτεύων. Κάποιος να τους δώσει μια διαταγή, λίγη αγάπη. Η εμπειρία θα έμοιαζε τότε κάπως πιο οικεία, θα ήταν λιγότερο οδυνηρή. Όμως, δεν υπήρχε κανείς — ήσαν «ελεύθεροι». Ένα μου, μην μας εγκαταλείπεις.

Τα άσπρα, σαν νοσοκομειακά, οχήματα ήσαν τακτικά παρατεταγμένα και περίμεναν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Η Επτά κατέφυγε στο πρώτο που βρήκε μπροστά της και στριμώχτηκε στο παράθυρο. Ήθελε να δει τη Μπριμ να περνάει μπροστά της, να έχει κάτι να θυμάται. Όμως, λίγα μέτρα πέρα απ’ το σταθμό, ο δρόμος κατηφόριζε απότομα και μετά χανόταν στην τρύπα ενός τεράστιου τούνελ. Τίποτα δεν πρόλαβε να δει. Πηχτό σκοτάδι πλημμύρισε αμέσως το όχημα. Ασυναίσθητα, τραβήχτηκε απ’ το παράθυρο. Πλησίασε το κέντρο του οχήματος και στάθηκε δίπλα στους συντρόφους της. Τι ανακούφιση που έφερνε η αίσθηση των γειτονικών αυτών σωμάτων. Τώρα, στο τέλος, ήταν που το ένοιωθε αυτό τόσο ξεκάθαρα. Σαν κάπως να γινόταν και να πήγαιναν όλα και να έβρισκαν τη θέση τους — από μόνα τους. Αλλά μέσα στη Μπριμ, τόσο καιρό, αυτό ήταν αυτονόητο.

Το όχημα προχωρούσε αθόρυβα. Η σιωπή του ήταν εξαιρετικά ενοχλητική. Ούτε φωτισμό δεν είχε κανέναν. Μόνο απ΄ το λίγο φως που ερχόταν απ΄ έξω έβλεπαν κάπως τα παιδιά. Μια φευγαλέα λάμψη, σαν φλας, εμφανιζόταν κάθε δυο-τρία δευτερόλεπτα. Τα πρόσωπα που περιστοίχιζαν την Επτά αναδύονταν, και αμέσως μετά ξαναβυθίζονταν στο σκοτάδι. Ποια ήσαν τα τερατόμορφα αυτά πλάσματα; Ανατρίχιασε.

Δεν κράτησε πολύ η διαδρομή. Σε μια στιγμή ένοιωσαν μια αδιόρατη αλλαγή. Οι πόρτες του οχήματος ξεκλείδωσαν απαλά και άρχισαν ν’ ανοίγουν. Τα παιδιά μαζεύτηκαν εκεί μπροστά, ανυπόμονα να δουν.

Και τότε, ο κόσμος που ήξεραν τέλειωσε.

Ο αέρας ήταν το πρώτο που ένοιωσαν. Παγωμένος ήταν και φυσούσε επίμονα, πιεστικά. Μετά, ο θόρυβος. Από πού μπορεί να ερχόταν τέτοια βοή; Κοίταξαν.

Βρίσκονταν σε μια αχανή, κλειστή έκταση μαζί με δεκάδες χιλιάδες άλλα παιδιά. Από άλλα εργοστάσια πρέπει να τα είχαν φέρει. Έστεκαν όλα παγωμένα στην τεράστια αίθουσα, μην ξέροντας πού να σταθούν και τι να κάνουν. Κύματα νεο-εισερχόμενων έφταναν συνεχώς από κάθε κατεύθυνση. Πήγαιναν κι’ έπεφταν πάνω στους προηγούμενους, που μάταια προσπαθούσαν να παραμείνουν όλοι μαζί. Τέτοια ήταν η πολυκοσμία και το στριμωξίδι, που ένα βήμα πάρα πάνω να έκανε κανείς και τον παρέσερνε το παράφορο πλήθος. Δεν θα τα κατάφερνε ποτέ πια να ξαναβρει τους δικούς του.

Ξαφνικά, η Επτά γύρισε δίπλα της. Δεν έβλεπε πια γνώριμο πρόσωπο, είχε χαθεί κι΄ αυτή. Δαγκώθηκε. Όμως, προσπάθησε να πει μέσα της, όλα όσα είχαν κάποια αξία — αυτά τα ελάχιστα — τα κουβαλούσε ήδη μέσα της. Δεν έπρεπε να φοβάται. Αντιθέτως, να λαχταράει έπρεπε να μείνει μόνη, αφού η Μπριμ ήταν ειδικά σχεδιασμένη, ώστε η μοναξιά να είναι αδύνατη. Αλλά μήπως ήξερε τι ήταν αυτό που επιθυμούσε;

Στο μεταξύ, εκατοντάδες προβολές άρχισαν να σχηματοποιούνται στο χώρο. Περιφέρονταν ανάμεσα στα παιδιά και εξηγούσαν τους κανόνες εισόδου στις Πόλεις — τους κανόνες που οι Εποπτεύοντες ποτέ δεν τους είχαν αποκαλύψει κατά την παραμονή τους στη Μπριμ. Αποδείχθηκε πως ήσαν εξαιρετικά απλοί.

«Μία Τ, ένας Υ, τυχαίος προορισμός. Μία Τ, ένας Υ, τυχαίος προορισμός».

Αυτό επαναλάμβαναν στερεότυπα οι προβολές. Μόνος, χωρίς σύντροφο, δεν θα έμπαινε κανείς. Πάνω από δύο παιδιά μαζί, επίσης δεν θα γίνονταν δεκτά. Ο προορισμός δεν μπορούσε να προκαθοριστεί, θα κληρωνόταν τυχαία την τελευταία στιγμή.

Ώστε αυτό ήταν λοιπόν. Και γιατί δεν τους το έλεγαν τόσο καιρό;

Χρόνια αργότερα η Επτά θα έφτανε να συνειδητοποιήσει την απλή λογική των Άνομο που υπαγόρευε την συμπεριφορά αυτή. Για να έχουν τα παιδιά την μέγιστη δυνατή παραγωγικότητα στις Πόλεις έπρεπε να αποβάλλουν κάθε ιδέα ατομικότητας. Όσο νωρίτερα γινόταν αυτό, τόσο το καλύτερο. Σ΄ αυτό ακριβώς απέβλεπαν οι προσπάθειες των Εποπτών τόσα χρόνια τώρα. Απ’ την άλλη όμως, κανένα παιδί δεν θ’ άντεχε εντελώς μόνο του, θα σημειώνονταν υπερβολικές απώλειες. Άρα, ο ένας μοναδικός σύντροφος, που όμως θα επιλεγόταν τυχαία και υπό την πίεση της άμεσης αναχώρησης προς άγνωστο προορισμό, ήταν η καλύτερη δυνατή συμβιβαστική λύση. Δεν γινόταν αλλιώς. Αυτά όμως η Επτά θα τα καταλάβαινε χρόνια αργότερα.

Εκείνη την ώρα άκουγε τις προβολές να επαναλαμβάνουν μηχανικά το μήνυμά τους και αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Γύρω της επικρατούσε ο απόλυτος πανικός. Πολλά παιδιά είχαν πέσει κάτω και ούρλιαζαν γοερά, καθώς τα τσαλαπατούσε το πλήθος. Άλλα — αυτά που είχαν καταφέρει να κρατήσουν λίγο-πολύ ακέραια την αρχική τους ομάδα — γρονθοκοπιόντουσαν με όποιον επιχειρούσε να αποσπάσει κάποιο μέλος τους ή πήγαινε να ενωθεί μαζί τους. Ματαιοπονούσαν. Έπρεπε να χωριστούν κι΄ αυτά, αργά ή γρήγορα. Οι απεικονίσεις το έλεγαν καθαρά. Μόνο ζευγάρια — ξεχωριστά ζευγάρια — θα γίνονταν δεκτά στα οχήματα.

Η Επτά διαισθάνθηκε πως εκείνη εκεί πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που η ιδιόρρυθμη ψυχική της κατάσταση τής χρησίμευε σε κάτι. Την βοηθούσε, σε κάποιο μικρό τουλάχιστον βαθμό, να διατηρεί την ψυχραιμία της, να μην γίνει ένα με τον όχλο που μαλλιοτραβιόταν απελπισμένα μπροστά στα πόδια της. Επειδή την κρατούσε πάντα τόσο χαμηλά, δεν την άφηνε τώρα να βγει εντελώς εκτός εαυτού.

Κάτι όμως έπρεπε να κάνει. Κανένα απ’ τα πρόσωπα γύρω της δεν της ήταν γνώριμο — αλλά και να ήταν, τι θα σήμαινε αυτό; Τίποτα, απολύτως τίποτα. Οι Εποπτεύοντες όμως επέμεναν. Για να μπει στα οχήματα, έπρεπε να βρει «σύντροφο». Άρα κάτι έπρεπε να κάνει. Και γρήγορα μάλιστα. Τι όμως;

Άφησε το πλήθος να την παρασύρει. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς να βρει σύντροφο, γι΄ αυτό και προσπάθησε να παραστήσει πως ήδη είχε. Στεκόταν δίπλα σε άγνωστους και περπατούσε από κοντά σαν να ήταν μαζί τους. Μέχρι που την έδιωχναν. Απομακρυνόταν τότε βιαστικά κι’ έβρισκε κάπου αλλού να προσκολληθεί. Προχώρησε έτσι μέχρι που έφτασε τα οχήματα. Περίεργα ονόματα είχαν όλα για προορισμούς. Η Επτά τα διάβαζε το ένα μετά το άλλο. Τίποτα δεν της έλεγαν. Αλλά δεν είχε σημασία. Κατά τύχη θα γίνονταν όλα.

Στάθηκε. Είχε αρχίσει να κουράζεται πια. Σήκωσε το βλέμμα της. Το όνομα του επόμενου προορισμού έλαμψε μπροστά της. «Φλάβια». Περίεργο όνομα. Ένοιωσε ένα άγγιγμα. Γύρισε. Ο όχλος είχε ξεβράσει ένα μικροσκοπικό σώμα δίπλα της. Αρσενικό ήταν. Και μόνο του, όπως κι’ αυτή. Κοιτάχτηκαν. Συνεννοήθηκαν. Δεν είχε σημασία, άλλωστε. Η Επτά και ο 7Δ82Χ11Ν252 πιάστηκαν χέρι-χέρι και ανέβηκαν στο όχημα.

Αναγκάστηκε να τρέξει καθώς πλησίαζε προς την εξώπορτα του Αρχιμανδρίτειου. Φοβόταν μην είχε καθυστερήσει. Ευτυχώς όμως, το Αρχιμανδρίτη δεν είχε φτάσει ακόμη. Μόνο τα Διάκονα ήσαν εκεί με το Αρχιδιάκονό τους. Το Πρωτοπρεσβύτερο πού ήταν; Δεν το είχε προσκαλέσει φαίνεται το Αρχιμανδρίτη. Γιατί άραγε; Καλά θα έκανε να είχε το νου της.

«Ιερολογιώτατε, Ευλαβέστατοι» τους προσφώνησε κάνοντας τον τυπικό χαιρετισμό.

Για Άνομο όπως τα Διάκονα, και τόσο που τα χαιρέτησε, πολύ ήταν. Δεν ήσαν ίδια όλα τα Άνομο. Τα Διάκονα ειδικά ήσαν σωστά τσακάλια. Ακόμα και το αίμα που έπιναν, από πτώματα πρέπει να το έκλεβαν, του άρεσε να αστειεύεται ο Δύο. Μπορεί τώρα να υποκλίνονταν ευλαβικά μπροστά στην Τροφό, αλλά μόλις γύριζε το κεφάλι ήσαν ικανοί να ξεμοναχιάσουν τον Υ της και να τον κάνουν κομμάτια. Τέτοιου είδους ήταν η ευλάβεια τους. Την ίδια την Επτά πάντως, δεν θα τολμούσαν να την αγγίξουν. Όχι όσο ήσαν απλά Διάκονα. Μετά όμως από μερικές προαγωγές — που για Άνομο με προσόντα δεν θ΄ αργούσαν και τόσο — θα άλλαζε κι’ αυτό. Θα άρχιζαν τότε κι’ αυτά να προσπαθούν να την στριμώξουν στους σκοτεινούς διαδρόμους του Αρχιμανδρίτειου. Η Επτά μόρφασε με αηδία.

Απ’ την άλλη όμως, σκέφτηκε, ήταν τόσο προβλέψιμες οι κτηνώδεις ορέξεις τους, τόσο ανεγκέφαλη η ευσέβειά τους, που, παρ’ όλα αυτά, πάλι τα προτιμούσε. Αν υπήρχε κάποιος που πραγματικά φοβόταν, κατέληξε ακόμα μια φορά η Επτά, δεν ήταν τα Άνομο, αλλά οι άνθρωποι, αυτοί που τώρα ήταν πεσμένοι στα γόνατα και κάτι προσπαθούσαν να επισκευάσουν στο όχημα του Αρχιμανδρίτη. Ούτε μια ματιά δεν της έριξαν, όταν πλησίασε. Το ένοιωθε όμως το μίσος τους, ακόμα και γυρισμένη που της είχαν την πλάτη τους. Σαν καυτός ήλιος της έκαιγε την σάρκα. Ανελέητα.

Το Πανοσιολογιότατο Γκρόμο εμφανίστηκε τελικά στην εξώπορτα. Φορούσε την μεγαλοπρεπή στολή εξόδου του. Πολύ κομψή την βρήκε η Επτά. Γονάτισαν αμέσως όλοι μπροστά του, άλλοι με το ένα και άλλοι και με τα δύο γόνατα, ανάλογα με το βαθμό τους. Η Επτά έσκυψε απλώς το κεφάλι . Το Αρχιμανδρίτη προσπέρασε αδιάφορα και μπήκε στο όχημα. Η Επτά ακολούθησε πρώτη. Μετά μπήκαν οι χαμηλόβαθμοι Κληρικοί. Η ομάδα των υπηρετών δεν είχε τελειώσει ακόμα την δουλειά τους, αλλά κανείς δεν τους έδωσε σημασία. Το Πανοσιολογιότατο Γκρόμο βολεύτηκε στη θέση του και ένευσε στο Αρχιδιάκονο Πίπο να ξεκινήσουν. Το Αρχιδιάκονο υπάκουσε.

Μια κραυγή ακούστηκε.

Ούτε ένα βλεφάρισμα δεν επέτρεψε η Επτά να της ξεφύγει, ούτε μια κίνηση. Συνέχισε να κοιτάει ίσια μπροστά της σαν να μην είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Τίποτα δεν ξέφευγε απ’ τα αεικίνητα μάτια του Αρχιμανδρίτη και η Επτά δεν ήθελε να δώσει αφορμή.

Θα τους έπαιρνε ώρα η διαδρομή. Η επίσκεψη αυτή στην Αρχιεπισκοπή ήταν η δεύτερη μέσα σε διάστημα λίγων ημερών και το Πανοσιολογιότατο Γκρόμο δεν ήταν παρά απλό Αρχιμανδρίτη — ούτε Επίσκοπο ήταν, ούτε καν Μητροπολίτη. Άλλα Άνομο στη θέση του έπρεπε να περιμένουν χρόνια για μια τέτοια πρόσκληση, αν την λάμβαναν και ποτέ. Η Επτά όφειλε να παραδεχτεί πως το Πανοσιολογιότατο Γκρόμο τα έπαιζε πολύ καλά τα χαρτιά του. Έτσι όπως πήγαινε — αρκεί βέβαια να μην γινόταν και καμιά στραβή, γιατί όσο συναινετικές κι’ αν ήσαν οι σχέσεις των Άνομο, άλλο τόσο ρευστές ήσαν — η σταδιοδρομία του απ’ το καλό στο καλύτερο φαινόταν συνεχώς να πηγαίνει. Όμως τι είχε καταφέρει να βρει που να ενδιαφέρει τόσο ένα Αρχιεπίσκοπο; Πολύ θα ήθελε να το μάθαινε αυτό η Επτά. Και η απορία της δεν ήταν μόνο λόγω Σύνδεσμου. Ενδιαφερόταν και η ίδια. Το έβλεπε σαν πρόκληση.

Εκτός Τροφείου πάντως, η συμπεριφορά του Αρχιμανδρίτη απέναντί της ούτε χιλιοστό δεν ξέφευγε απ’ τις επιταγές του πρωτοκόλλου. Όμως η Επτά ήταν βέβαιη πως κατά βάθος πρέπει να υπήρχε και κάποια συναισθηματική διάσταση στη σχέση τους. Πίστευε — ή ήθελε να πιστεύει — πως το Πανοσιολογιότατο Γκρόμο δεν την έβλεπε σαν μια απλή πηγή φρέσκου αίματος. Στην πραγματικότητα όμως, η αλήθεια ήταν πως δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι αισθανόταν το Αρχιμανδρίτη. Τα απλά Άνομο, αυτά που η Επτά ονόμαζε βολικά και προβλέψιμα, δεν έφταναν ποτέ μέχρι τις τάξεις του Ανώτερου Κλήρου. Το ήξερε καλά αυτό η Επτά. Και αν πήγαινε ποτέ να το ξεχάσει, ο Σύνδεσμος ήταν πάντα εκεί να τους το υπενθυμίζει. Δεν έπρεπε αυτή και ο Δύο να κάνουν ποτέ το σφάλμα να υποτιμήσουν το Πανοσιολογιότατο Γκρόμο. Η αρρώστια του μπορεί να ήταν σημάδι αδυναμίας — σ’ αυτήν άλλωστε χρωστούσαν την θέση τους στο Αρχιμανδρίτειο — αλλά ήταν ένας παράγοντας που αύξανε, παρά μείωνε την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του. Πολύ μεγάλη προσοχή ήθελε η όλη κατάσταση. Πολύ μεγάλη προσοχή.

Στο μεταξύ, τα Διάκονα είχαν απορροφηθεί στη μελέτη τους. Είχαν αραδιάσει μπροστά τους τις συλλογές των Αγίων τους, έπαιρναν ένα-ένα τα μικρά ολογράμματα, το συνέκριναν με τα υπόλοιπα και καυγάδιζαν χαμηλόφωνα ποιό ήταν καλύτερο. Οι Άγιοι ανήκαν σε διάφορες Εκκλησίες. Πυγμάχοι, δρομείς, άλτες, ισορροπιστές, πέτροσεκ , κλπ. Η κατοχή ενός ολογράμματος προσέδιδε στον ιδιοκτήτη του τα χαρακτηριστικά του αντίστοιχου Αγίου, αλλά τα Διάκονα δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ποιο ήταν πιο θεολογικό. Πώς, για παράδειγμα, να συγκρίνεις την αντοχή του Τρίκο, Πρωταγίου στο πέτροσεκ με την ευλυγισία του Μόρο, του νέου αστέρα στο τραμπολίνο;

Παρ΄ όλα αυτά τα Διάκονα επέμεναν να επιχειρηματολογούν. Τις απόψεις τους τις τεκμηρίωναν με πολύπλοκες ζωδιακές αναλύσεις που απάγγελλαν από μνήμης με εξαιρετικό πάθος. Ταυτόχρονα όμως, όλο έριχναν και καμιά ματιά προς το Αρχιμανδρίτη για να δουν μήπως είχαν καταφέρει να του τραβήξουν την προσοχή.

Η Επτά παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την σκηνή. Ήταν σίγουρη πως τα Διάκονα ματαιοπονούσαν και πως το ενδιαφέρον τοy Αρχιμανδρίτη ήταν εντελώς επίπλαστο. Καθόταν δίπλα του και είχε γυρίσει τώρα ελαφρά, ώστε να μπορεί να βλέπει το πρόσωπό του. Ήταν πολύ δύσκολο να το αποκρυπτογραφήσει κανείς, είτε Άνομο, είτε άνθρωπος. Όμως η Επτά ήταν βέβαιη πως η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού. Πιθανότατα, στην συνάντηση με το Αρχιεπίσκοπο που θα ακολουθούσε. Δεν ήταν μικρό πράγμα.

Σε κάποια στιγμή, η ανία του Αρχιμανδρίτη πρέπει να ξεπέρασε ακόμα και την δική του, πολύ εξασκημένη, αυτοκυριαρχία. Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι και τα μάτια του έκλεισαν. Το Διάκονο, που είχε τον λόγο εκείνη την στιγμή δεν έκρινε απαραίτητο να ολοκληρώσει τη φράση του. Ευεργετική σιωπή επικράτησε στο όχημα. Η Επτά γύρισε να κοιτάξει λίγο έξω. Της έδιναν τρομερά στα νεύρα αυτά τα Διάκονα.

Το ταξίδι προς την Φλάβια αποδείχθηκε απρόσμενα μακρύ. Η Επτά βιάστηκε να επιστρέψει στον αγαπημένο της λήθαργο. Όταν, κατά διαστήματα, επανακτούσε επαφή με το περιβάλλον, το μόνο που την απασχολούσε ήταν μην τυχόν και πληροφορηθεί οτιδήποτε για τον τόπο του προορισμού τους. Σε άλλο πλανήτη θα ήθελε να πήγαινε. Σε πλανήτη απ’ όπου ποτέ να μην επέστρεφε. Πού και σε ποιόν άλλωστε να επιστρέψει;

Αναπόφευκτα όμως, κάποιες πρώτες πληροφορίες άρχισαν να διαρρέουν απ’ το πιλοτήριο προς το πίσω μέρος του οχήματος. Η Επτά έκανε πως δεν άκουγε, αλλά όλο και κάτι έπιαναν τ΄ αυτιά της.

Οι πόλεις-εργοστάσια των Άνομο ήταν σχεδιασμένες να λειτουργούν εντελώς αυτόνομα η μια απ’ την άλλη. Κάθε Πόλη ήταν σε θέση να καλύψει όλες τις ανάγκες των κατοίκων της, κάποιες όμως υποτυπώδεις συναλλαγές γίνονταν μεταξύ Πόλεων, ειδικά όταν προέκυπταν υπερβάσεις στα προκαθορισμένα επίπεδα παραγωγής. Στη Φλάβια, που ήταν ο δικός τους προορισμός, είχαν γίνει εδώ και πολλά χρόνια συντονισμένες επενδύσεις στην παραγωγή αίματος. Ως εκ τούτου, η πόλη συχνά πετύχαινε υπερκάλυψη του παραγωγικού της πλάνου, την οποία και αντάλλασσε με τεχνολογικό κυρίως εξοπλισμό, τομέα όπου, αντίθετα, συνήθως παρουσίαζε έλλειμμα.

Σαν ιθαγενείς που τους χάρισαν καθρεφτάκια έκαναν τα παιδιά κάθε φορά που μια τέτοια πληροφορία έφτανε προς το μέρος τους. Όλο λαχτάρα πηδούσαν και την άρπαζαν να την περιεργαστούν, αλλά στο τέλος, τους έμενε, κάπως αμήχανα, να τους βαραίνει τα χέρια. Τι μπορεί να σήμαιναν όλα αυτά; Τίποτα απολύτως δεν τους έλεγαν.

Ευτυχώς που η πρώτη γεύση συμβίωσης με τον Δύο μέσ’ τη μικρή κάψουλα του οχήματος κύλησε χωρίς ιδιαίτερα απρόοπτα. Απ’ τις ελάχιστες κουβέντες που αντάλλαξαν έγινε αμέσως φανερό πως αν και προέρχονταν από διαφορετικά εργοστάσια — ο Δύο ήταν απ΄ την Κλιμ — οι μέχρι τότε εμπειρίες τους ήσαν πανομοιότυπες. Μαθήματα, εκπαίδευση, Εποπτεύοντες, όλα ίδια ήταν. Προϊόντα της ίδιας ακριβώς παραγωγικής διαδικασίας ήσαν και οι δυο τους.

Στο τέλος-τέλος τι χρειάζονταν τα πολλά λόγια; Μετά το χάος του Μεταβιβαστικού σταθμού η νηνεμία του οχήματος ήταν και κάτι παραπάνω από αρκετή. Της Επτά της ερχόταν να γελάσει, όποτε άνοιγε τα μάτια και κοίταγε το θλιβερό αυτό πλασματάκι απέναντί της. Καθόταν, τόσο μαζεμένο, μην τυχόν και την αγγίξει, που η Επτά αναρωτιόταν αν ανέπνεε. Όχι πως την ενδιέφερε ιδιαίτερα — τίποτα απολύτως δεν αισθανόταν γι΄ αυτό. Ούτε κι΄ η ίδια όμως περίμενε απ΄ αυτό τίποτα.

Πάντως, η ήρεμη σιωπή του είχε μια κάποια αξιοπρέπεια, όφειλε να του το αναγνωρίσει αυτό. Αν μη τι άλλο, έμοιαζε να μην του είναι εντελώς αφόρητη η όλη κατάσταση. Αυτό και μόνο έπρεπε να του φτάνει. Και με το παραπάνω.

Άλλωστε, δεν ήσαν και λίγα αυτά που θα έπρεπε ν΄ αρχίσουν να συνηθίζουν σιγά-σιγά και οι δυό τους. Το πόσο κοντά θα ήσαν αναγκασμένοι να βρίσκονται ο ένας με τον άλλο — τον ρόλο αυτό, έως τότε, τον έπαιζε η πολυπρόσωπη ομάδα. Το ότι θα ζούσαν ολόκληρη την ζωή τους μαζί, αφού δεν προβλεπόταν δυνατότητα διάλυσης των δεσμών, που ξεκινούσαν στους Μεταβιβαστικούς σταθμούς. Και πολλά-πολλά άλλα, που ούτε που μπορούσαν ακόμα να τα φανταστούν. Ήσαν αρκετά όλα αυτά για να τους προκαλούν διάφορα ανάμικτα συναισθήματα. Και για να τ΄ αποφύγουν, τουλάχιστον προσωρινά, η Επτά και ο Δύο περνούσαν την περισσότερη ώρα τους χαζεύοντας έξω απ΄ το παράθυρο. Δεν ενοχλούσαν καθόλου ο ένας τον άλλο.

Η θέα έξω απ΄ το παράθυρο! Τι υπέροχος, τι αστραφτερός που ήταν ο κόσμος, που περνούσε απ΄ έξω. Ο κόσμος που ποτέ δεν θα ξανάβλεπαν. Οι επιβάτες του οχήματος ήξεραν καλά πώς ούτε θα ξαναταξίδευαν ποτέ, ούτε θα έβγαιναν ποτέ απ’ την Πόλη, όπου τώρα κατευθύνονταν. Αυτή εδώ ήταν η μοναδική τους ευκαιρία για να δουν και να έχουν μετά να θυμούνται μια ολόκληρη ζωή.

Την ίδια την Φλάβια δυστυχώς, ελάχιστα πρόλαβαν να την δουν και μόνο από μακριά. Για λόγους ασφαλείας τα παράθυρα του οχήματος έκλεισαν πολύ νωρίς. Μια εικόνα αιωρούμενου κοσμήματος πρόλαβαν μόνο να διακρίνουν τα παιδιά και μετά έμειναν βουτηγμένα στο ημίφως του οχήματος. Τα ανήσυχα πρόσωπά τους αντανακλούσαν την αγωνία τους. Η ώρα που θα΄ πρεπε να κατέβουν πλησίαζε. Άλλος ένας αποχαιρετισμός, άλλο ένα κομμάτι της παλιάς τους ζωής που θα΄ πρεπε τώρα να εγκαταλείψουν. Αυτό εδώ, ήταν μάλλον και το τελευταίο.

Το περίεργο με τους αποχαιρετισμούς αυτούς, τόσο στον Μεταβιβαστικό σταθμό, όσο και τώρα εδώ στο όχημα που τους μετέφερε, ήταν πως πέρναγαν σχεδόν απαρατήρητοι. Τίποτα δεν προλάβαινες να καταλάβεις εκείνη την στιγμή. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα όμως, γύρναγες το κεφάλι σου και ήταν πια πολύ αργά. Τα παιδιά μέσ΄ το όχημα δεν ήταν η ομάδα της Επτά στη Μπριμ, αλλά δεν είχε σημασία, παιδιά ανθρώπων ήσαν κι’ αυτά. Εικοσιτέσσερις ώρες πριν όλα βρίσκονταν στα Εργοστάσια, εκεί που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει, ανίδεα εντελώς για όσα επρόκειτο να τους συμβούν.

Και τώρα, ακόμα κι’ αυτά, δεν θα τα ξανάβλεπε ποτέ πια. Αυτή η αδιόρατη μυρωδιά, η φευγαλέα απόχρωση της κοινής παιδικής τους ζωής στα Εργοστάσια, θα εξανεμιζόταν μαζί τους. Και ούτε μια λέξη δεν είχαν καταφέρει ν΄ ανταλλάξουν, ούτε μια κίνηση. Αλλά τι να πουν;

Κατεβαίνοντας απ΄ το όχημα, η Επτά κρατούσε σφικτά το χέρι του Δύο μέσα στο δικό της. Έτρεμαν λίγο και οι δύο. Την παραμικρή ιδέα δεν είχαν τι έπρεπε να περιμένουν.

Ο Σταθμός της Παρθένου, ο σταθμός υποδοχής της Φλάβια, δεν είχε καμιά σχέση με τον Μεταβιβαστικό Σταθμό. Ήταν πολύ πιο οργανωμένος. Αμέσως καταλάβαινε κάθε νεοφερμένος πού να πάει και τι να κάνει.

Μόλις τα παιδιά βγήκαν απ΄ το όχημα, προχώρησαν και ενώθηκαν με την μάζα των υπόλοιπων ανθρώπων που περίμεναν να περάσουν απ΄ τον Έλεγχο. Υπήρχε μεν συνωστισμός, αλλά και μια ξεκάθαρη αίσθηση οργάνωσης, μια τάξη. Βοηθούσε και το ότι, αργά ή γρήγορα, η προσοχή όλων των συγκεντρωμένων ανθρώπων εστιαζόταν στο άνω διάζωμα, εκεί όπου κυκλοφορούσαν τα Άνομο. Πρώτη φορά έβλεπαν, τόσα πολλά μαζεμένα. Μόνο δυο-τρεις Κληρικούς είχαν δει ως τότε, και αυτούς τις σπάνιες φορές που έρχονταν για Επιθεώρηση στα Εργοστάσια. Τώρα, για πρώτη φορά, έβλεπαν Άνομο διαφόρων κατηγοριών, τάξεων και ειδικοτήτων να κυκλοφορούν με τις πολύχρωμες στολές τους στο φυσικό τους περιβάλλον και να συνομιλούν μεταξύ τους, ακολουθώντας το ιδιόμορφο κοινωνικό τους τυπικό.

Περίεργο ήταν το θέαμα, πολύ περίεργο. Και χρήσιμο, όμως. Απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που οι άνθρωποι έφταναν στην Πόλη αναγκάζονταν να έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι στο υπόγειο, ο ένας πάνω στον άλλο, να σπρώχνονται και να ιδροκοπάνε. Τα Άνομο, από ψηλά, να περιδιαβάζουν αμέριμνα. Τα χαρακτηριστικά τους μπορεί να ήσαν ζωώδη, αλλά οι κινήσεις τους είχαν μια φυσική χάρη κι΄ οι αέρινες στολές τους τα έκαναν να μοιάζουν με λουλούδια που γέρνουν τρυφερά το ένα προς το άλλο. Η νύχτα με την μέρα ήσαν.

Όμως, το σύστημα λειτουργούσε. Ούτε εξηγούσε, ούτε — πόσο μάλλον — επιχειρούσε να επιβάλλει τα αυτονόητα. Σε άφηνε να βγάλεις μόνος σου τα συμπεράσματά σου. Αυτό που βοηθούσε τα πράγματα ήταν πως οι άνθρωποι, όλοι ανεξαιρέτως, έμεναν εμβρόντητοι μόλις αντιλαμβάνονταν την παρουσία των Άνομο. Έμεναν και τα κοιτούσαν εκστασιασμένοι. Ήταν τόσο ξεκάθαρη η βιολογική διαφορά, τόσο οφθαλμοφανής η απόσταση που τους χώριζε από τα πλάσματα αυτά, ώστε οποιαδήποτε σκέψη περί ισότητας μεταξύ τους γινόταν αμέσως φανερό πως ήταν εντελώς παράλογη.

Αθόρυβα και όσο μπορούσε πιο τακτικά, η τεράστια ουρά των ανθρώπων προχωρούσε σιγά-σιγά. Η Επτά και ο Δύο είχαν αρχίσει να πιστεύουν πως η αναμονή αυτή θα κρατούσε για πάντα. Πραγματική έκπληξη ένοιωσαν την στιγμή που η ουρά μπροστά τους τελείωσε και έφτασαν πια κι’ αυτοί μπροστά στον Έλεγχο. Η διαδικασία, διαπίστωσαν, ήταν εντελώς αυτοματοποιημένη και κρατούσε λίγα μόλις δευτερόλεπτα — δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς με τόσο κόσμο που περίμενε. Το μόνο που ουσιαστικά ενδιέφερε τον μηχανισμό ήταν να διαπιστώσει πως το ζευγάρι που στεκόταν μπροστά του ήταν και οι δύο άνθρωποι, στην σωστή ηλικία, διαφορετικού φύλλου και πως τα γεννητικά τους όργανα ήσαν ήδη τακτοποιημένα. Μετά, τους έδινε έναν κωδικό — έναν κοινό κωδικό και για τα δύο άτομα — και τα άφηνε να περάσουν. Ο κωδικός αυτός θα έλυνε αυτομάτως οποιοδήποτε μελλοντικό τους πρόβλημα.

«Ελεύθεροι» είπε η προβολή. «Καλώς ορίσατε στη Φλάβια».

Η Επτά και ο Δύο κοιτάχτηκαν. Μετά, η Επτά έκανε το πρώτο βήμα. Μπήκαν.

Για την ακρίβεια κατέβηκαν. Δεν μπήκαν, κατέβηκαν. Ακόμη πιο κάτω έπρεπε να πάνε. Δεύτερη ματιά δεν πρόλαβαν να ρίξουν στα λουλουδιαστά Άνομο. Χώθηκαν στα έγκατα. Αργότερα, θα καταλάβαιναν πως οι άνθρωποι είχαν πια χάσει για τα καλά την επιφάνεια της γης. Στις πόλεις των Άνομο κυκλοφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά υπόγεια.

Προχώρησαν πολύ διστακτικά. Κανείς δεν τους είχε πει πού να πάνε και τι να κάνουν. Πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποίησαν πως δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθούν. Λυμένα ήσαν όλα τους τα προβλήματα. Σαν μαγικό κλειδί λειτουργούσε ο κωδικός που τους είχαν δώσει. Καθώς προχωρούσαν στα βάθη της Φλάβια, οι προβολές που συναντούσαν, τους αναγνώριζαν αμέσως και τους συμβούλευαν πού να κατευθυνθούν και τι μέσα μεταφοράς να διαλέξουν. Σαν να κρατούσαν ένα μαγικό μίτο ήταν, που τους οδηγούσε αλάνθαστα μέσ΄ τη κοσμοχαλασιά. Με τον κωδικό, ακόμα και να ήθελαν, ήταν εντελώς αδύνατον να χαθούν. Κάτι συγγενικό με ευγνωμοσύνη ένοιωσαν να τους πλημμυρίζει.

Διέκοψε. Έστρεψε την προσοχή της πίσω στο όχημα. Το Πανοσιολογιότατο Γκρόμο είχε κλειστά ακόμα τα μάτια του. Τα Διάκονα είχαν μετακινηθεί στο μπροστινό μέρος του οχήματος και συνομιλούσαν χαμηλόφωνα με το Αρχιδιάκονο. Το όχημα έκανε ελάχιστο θόρυβο, καθώς προχωρούσε. Όλα ήσυχα ήσαν. Γιατί είχε πάλι αρχίσει να νοιώθει έτσι;

Δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος, η διάθεσή της μεταβαλλόταν έτσι, χωρίς συγκεκριμένη αιτία. Είχε δυσκολευτεί πάρα πολύ να το αποδεχτεί αυτό. Στην αρχή της αρρώστιας της είχε ξοδέψει ατέλειωτο χρόνο προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τον λόγο που ξεκινούσαν οι αλλαγές αυτές. Τις πιο απίθανες ερμηνείες είχε δοκιμάσει κατά καιρούς. Αλλεργία. Οι μεταβολές του καιρού. Οτιδήποτε.

Αλλά κάποια στιγμή αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως δεν της έφταιγε τίποτα απ’ όλα αυτά. Από μέσα της ξεκινούσε το πρόβλημα. Και τώρα, την ένοιωθε πάλι καθαρά την ζοφερή αυτή τρύπα που καιροφυλακτούσε ανάμεσα στο στήθος της. Την ένοιωθε ν’ ανοίγει τα τρομερά της σαγόνια, παγωμένα και μυτερά, να της τριβελίσει τα σωθικά. Οι παλάμες της είχαν ιδρώσει. Η αναπνοή της ήταν γρήγορη και ρηχή. Γιατί, Ένα μου, γιατί;

Απελπισμένη, προσπάθησε να εστιάσει στις εικόνες που περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια της.

Η Αρχιεπισκοπή ήταν σε ύψωμα επάνω κτισμένη. Δεν ήταν σύμπτωση αυτό. Η διαδρομή προς τα εκεί έπρεπε να παίρνει χρόνο. Όχι λόγω της κίνησης, αλλά γιατί έπρεπε να καταβάλλει κόπο, όποιος ήθελε να επισκεφθεί το Αρχιεπίσκοπο. Ν’ ανηφορίσει, να ταλαιπωρηθεί. Για τα χαμηλόβαθμα Άνομο, αυτά που ζούσαν κάτω, στο κέντρο της Φλάβια και δεν είχαν πρόσβαση σε οχήματα, η επίσκεψη στην Αρχιεπισκοπή ήταν επίπονη διαδικασία. Ζήτημα ήταν αν αποφάσιζαν μια φορά στη ζωή τους να μπουν στον κόπο. Προτιμούσαν να μένουν κάτω, χαμηλά, και να την έχουν για σημείο αναφοράς την Αρχιεπισκοπή. Να στρέφονται προς τα εκεί πέντε φορές την ημέρα και να προσεύχονται για έλεος ή τιμωρία, ανάλογα με την περίπτωση. Όλοι ευχαριστημένοι ήσαν έτσι.

Το όχημα του Αρχιμανδρίτη είχε περάσει τα σύνορα της Πόλης και είχε πάρει ν’ ανηφορίζει. Πέρα μακριά, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, εκτεινόταν η Φλάβια. Στο βάθος της πόλης, μέσ’ τη μουντή καταχνιά κρυβόταν η Ανθρωπίλα, η υπόγεια παραγκούπολη, όπου βρισκόταν το πρώτο σπίτι της Επτά και του Δύο. Πόσο μακρινή της φαινόταν τώρα η ζωή εκείνη. Όμως δεν είχε περάσει και τόσο πολύ καιρός. Πρόσφατος ήταν σχετικά ακόμα ο ερχομός της στο Αρχιμανδρίτειο. Πολύ γρήγορα είχαν εξελιχθεί όλα. Ίσως να έφταιγαν τα απελπιστικά μονότονα χρόνια στην Ανθρωπίλα. Κάθε μέρα εκεί ήταν απελπιστικά ίδια με την χτεσινή. Και την επόμενη. Ήταν ακατανόητο που δεν τρελαίνονταν οι άνθρωποι. Στην πραγματικότητα βέβαια, κάθε άλλο παρά ακατανόητο ήταν. Ας ήταν καλά το σλιπ.

Όμως, τώρα, δεν άντεχε άλλο. Η θέα απ’ έξω δεν ήταν ικανή να συγκρατήσει την προσοχή της. Το χάσμα μέσα της το ένοιωθε να βαθαίνει όλο και πιο πολύ. Ήταν και εντελώς μόνη εδώ, στο όχημα. Ο Δύο, ο Ένα μόνο ήξερε τι μπορεί να είχε απογίνει. Σλιπ είχε ελάχιστο μαζί της, αλλά δεν γινόταν να πάρει μ’ όλα αυτά τα Άνομο να την περιτριγυρίζουν. Θα την μύριζαν, οπωσδήποτε. Τα πλευρά του οχήματος άρχισαν να πέφτουν κατά πάνω της. Τι μπορούσε να κάνει; Αν άρχιζε να στριγγλίζει εκεί που καθόταν; Σαν πικρό εμετό την ένοιωσε την επιθυμία να σπρώχνει από μέσα το λαρύγγι της. Τι θα έκαναν τα Διάκονα; Κι΄ αν την πέταγαν έξω; Σαν ζώο θα την κυνηγούσαν τα περαστικά Άνομο, έτσι κι’ απέμενε μόνη της στην ερημιά.

Σε μια ύστατη προσπάθεια έστρεψε την προσοχή της πίσω, στην εποχή της άφιξής της στη Φλάβια.

Αν η Φλάβια ολόκληρη είχε σχήμα διαμαντιού, τότε η Ανθρωπίλα ήταν η βάση του διαμαντιού αυτού ― βρισκόταν στον πάτο του.

Η περιοχή χρωστούσε το όνομά της στην χαρακτηριστική της μυρωδιά. Τα Άνομο την απέδιδαν στους κατοίκους της και την έβρισκαν αφόρητη. Ούτε που πατούσαν ποτέ το πόδι τους εκεί κάτω. Απεικονίσεις και αυτοματισμούς μόνο έστελναν, όταν χρειαζόταν, πράγμα που δεν συνέβαινε και τόσο συχνά. Όπως και στα Εργοστάσια, την τάξη στην Ανθρωπίλα είχε αναλάβει να την διατηρεί εξειδικευμένο σώμα ανθρώπων. Εδώ τους έλεγαν Ιερονόμους, αντί για Εποπτεύοντες, αλλά αυτή ήταν όλη κι’ όλη η διαφορά. Ως και τα μέσα καταναγκασμού που χρησιμοποιούσαν, ίδια ήταν κι’ αυτά. Μόνο που εδώ τα έλεγαν «ειρήνη», αντί για «αγάπη», και η κλιμάκωση των ριπών ήταν μεγαλύτερη. Δεν είχαν να κάνουν με παιδιά στην Ανθρωπίλα.

Άναυδοι έμειναν η Επτά και ο Δύο όταν το όχημα που τους κατέβασε, σταμάτησε και μετά από μερικές σύντομες διατυπώσεις, βγήκαν απ’ τον σταθμό και αντίκρισαν το θέαμα γύρω τους. Ποτάμια γκριζοφορεμένων ανθρώπων έπλεαν αργά προς κάθε κατεύθυνση. Από πάνω τους κρέμονταν τεράστια κτίσματα που έμοιαζαν με μυρμηγκοφωλιές κομμένες στη μέση. Αλλά τελικά, δίκιο είχαν τα Άνομο, το χειρότερο ήταν η μυρωδιά. Τα τεράστια συστήματα εξαερισμού, που αποτελούσαν την μοναδική επιφανειακή ένδειξη για την παρουσία της Ανθρωπίλας από κάτω, ήσαν καταδικασμένα να δίνουν έναν αέναο αλλά εντελώς άνισο αγώνα με την βαριά αναπνοή της υπόγειας πόλης.

Οι δυο άνθρωποι στάθηκαν για λίγο αμίλητοι, κοιτάζοντας απλώς γύρω τους. Μετά ξεκίνησαν πάλι να προχωρούν. Έπρεπε να προλάβουν να φτάσουν στο κατάλυμά τους — τον χώρο που θα μάθαιναν να αποκαλούν σπίτι τους — πριν την έναρξη της επόμενης βάρδιας.

Το καλό με την Ανθρωπίλα ήταν πως δεν είχε σημασία σε ποιά βάρδια ήταν τοποθετημένος κανείς. Μέρα και νύχτα δεν είχαν την παραμικρή διαφορά εκεί κάτω. Κάθε βάρδια είχε διάρκεια δώδεκα ώρες. Η Επτά και ο Δύο είχαν τοποθετηθεί στην Δεύτερη Βάρδια, που άρχιζε σε τρεις μόλις ώρες. Έπρεπε να βιαστούν.

Μια προβολή, που τους είδε να κοντοστέκονται, έσπευσε να τους καθοδηγήσει. Tους πληροφόρησε πως τα — συνήθως θανατηφόρα — ατυχήματα μεταξύ νεοφερμένων ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στην Ανθρωπίλα. Η υπερφόρτωση των αισθήσεων, τους είπε, έφταιγε. Προκαλούσε διάσπαση της προσοχής. Τους υπέδειξε την κατεύθυνση που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν και, ενώ τους αποχαιρετούσε, πρόσθεσε πως τώρα που ήσαν ακόμα καινούργιοι, βασική τους προτεραιότητα θα έπρεπε να είναι απλώς να επιζήσουν. Αργότερα, όταν θα πάλιωναν σιγά-σιγά, θα είχαν όλο τον καιρό να συντονιστούν με τον ρυθμό της Πόλης. Αυτά είπε και τους γύρισε την πλάτη. Η Επτά και ο Δύο κοιτάχτηκαν. Για να τους βοηθήσει τα έλεγε αυτά η προβολή, όχι για να τους τρομάξει. Έπρεπε να το θυμούνται αυτό.

Ο δρόμος που είχαν πάρει τώρα, τους έβγαλε μπροστά σε μια απ’ τις ανθρωποφωλιές. Δεν είδαν να έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, όλες ίδιες τους φάνηκαν να είναι. Ξεκίνησαν ν’ ανεβαίνουν το ανηφορικό μονοπάτι. Το στριμωξίδι εδώ ήταν απίστευτο. Ο χώρος ήταν υπερβολικά στενός, δια της βίας μπορούσε να περπατήσει κανείς. Ώρα τους πήρε ώρα για να διασχίσουν λίγες δεκάδες μέτρα. Κι’ απ’ τις δυο μεριές του δρόμου έβλεπαν τρύπες. Απροσδιόριστες σκιές φαίνονταν να μπαινοβγαίνουν. Η Επτά και ο Δύο προσπάθησαν, ενώ περνούσαν, να διακρίνουν τι γινόταν εκεί μέσα, αλλά δεν φαινόταν τίποτα. Μόνο σκοτάδι και κάτι φωτάκια που λαμπύριζαν. Σαν μάτια.

Οι αυτοματισμοί που τους συνόδευαν σταμάτησαν μπροστά σε μια από τις τρύπες. Είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Η Επτά και ο Δύο άνοιξαν την πόρτα. Μπήκαν. Δεν έβλεπαν πού βρίσκονταν. Άκουσαν την πόρτα να κλείνει πίσω τους. Ήταν τόσο λεπτή, που ήταν σαν να μην υπήρχε. Το ταβάνι ήταν υπερβολικά χαμηλό — αυτό ήταν το άλλο πράγμα που πρόσεξαν. Και το τελευταίο. Σωριάστηκαν κάτω, εκεί ακριβώς που βρίσκονταν. Δεν είχαν δύναμη για τίποτ’ άλλο. Έπρεπε να ξεκουραστούν γιατί η βάρδια θα άρχιζε πολύ γρήγορα. Οτιδήποτε άλλο, έπρεπε να περιμένει.

Μια αναπνοή κράτησε μόνο ο δισταγμός της Επτά. Μετά, άπλωσε το χέρι της μεσ΄ το σκοτάδι, βρήκε το κουλουριασμένο σώμα του Δύο δίπλα της και, αποφασιστικά, το πήρε αγκαλιά. Ήταν τόσο τεράστια ανακούφιση να έχεις να κρατάς κάτι, τόσο τεράστια ανακούφιση. Γιατί τους την είχαν στερήσει στη Μπριμ; Το σώμα του Δύο έτρεμε, αλλά καθόλου δεν την πείραζε αυτό. Σαν νανούρισμα ήταν. Και κάποια στιγμή ησύχασε και ο Δύο και αποκοιμήθηκαν.

Σαν όνειρο θυμόταν την πρώτη τους βάρδια. «Εφιάλτη» θα ήταν υπερβολή να την πεις. Αλλά ήταν περίεργο, αλλοπρόσαλλο όνειρο. Δυσάρεστο και χωρίς ξεκάθαρο νόημα.

Όταν έφτασε η ώρα, ξύπνησαν εξουθενωμένοι ακόμα απ’ την κούραση. Σύρθηκαν έξω απ’ την τρύπα τους και ενώθηκαν με τον ποταμό των υπόλοιπων φαντασμάτων που πήγαινε για δουλειά. Η ίδια η δουλειά, διαπίστωσαν, δεν ήταν και τόσο μεγάλο πρόβλημα. Έπρεπε απλώς να προσέχουν και να ακολουθούν κατά γράμμα τις οδηγίες των απεικονίσεων. Η Επτά έκανε τις πρώτες της Αιμοδοσίες ως ΔΤ, ενώ ο Δύο ξεκίνησε ως μαθητευόμενος Συντηρητής στις ΜΔΑ . Η Επτά είχε κάποια ανησυχία για την Αιμοδοσία, αλλά, ευτυχώς, δεν πόνεσε καθόλου. Πιο πολύ η απραξία ανάμεσα στις Αιμοδοσίες την πείραξε — σαν αγελάδα που περιμένει να την αρμέξουν ήταν αναγκασμένη να κάθεται — παρά οτιδήποτε άλλο. Ούτε και ο Δύο δυσκολεύτηκε με τις ΜΔΑ. Απλούστατη ήταν η εργασία που του είχε ανατεθεί, αν και κάπως μονότονη. Δεν ήταν πάντως, τίποτα το τρομερό.

Τότε γιατί ήσαν τόσο πτώματα όταν τέλειωνε η βάρδια και γύριζαν πίσω στην τρυπούλα τους; Κανείς απ’ τους δυο δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό, προσπαθούσαν όμως να την αντιμετωπίσουν ψύχραιμα την κατάσταση. Σκέπτονταν πως, όπως τους είχε συμβουλεύσει κι’ εκείνη η προβολή που είχαν συναντήσει, καλύτερα θα’ ταν ν’ αφήσουν λίγο καιρό να περάσει πρώτα και να μην βιαστούν να καταλήξουν σε συμπεράσματα.

Όσο για την τρύπα τους δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο να εξερευνήσει κανείς. Ένας στοιχειώδης μηχανισμός προσωπικής καθαρότητας, ένας παμπάλαιος συναρμολογητής και μια λιτή επιφάνεια για να κοιμούνται. Αυτά, τίποτ’ άλλο. Τον συναρμολογητή τον ανέλαβε ο Δύο. Η Επτά δήλωσε κοφτά πως δεν πιάναν τα χέρια της. Ούτε του Δύο έπιαναν, αλλά ο ίδιος δεν το’ ξερε και η Επτά δεν του είπε τίποτα. Πάντως, λίγο έτσι, λίγο αλλιώς, τα καταφέρναν. Ζούσαν.

Αυτό που με τίποτα δεν περίμενε η Επτά, ήταν που αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως, κατά κάποιο περίεργο τρόπο, ταίριαζαν με τον Δύο. Ταίριαζαν ήσυχα, χωρίς ενθουσιασμούς υπερβολικούς ή άχρηστες υστερίες. Αποδέχονταν απλά ο ένας τον άλλο και κοιτούσε ο καθένας την δουλειά του. Και όταν έφτανε η ώρα να πέσουν για ύπνο, έπαιρναν ο ένας τον άλλο αγκαλιά, έκλειναν τα μάτια και ονειρεύονταν. Ήταν αρκετό αυτό. Και με το παραπάνω.

Στην καθημερινή ζωή τούς βοηθούσε και η σύμπτωση — αν και «σύμπτωση» είναι σχήμα λόγου, γιατί ο Δύο χρειάστηκε να καταβάλλει μακρόχρονη και πολύ συνειδητή προσπάθεια για να το πετύχει.

Απ΄ τις πρώτες κιόλας μέρες της κοινής τους ζωής και μέσ΄ απ΄ τα μισόλογα της Επτά ο Δύο δεν άργησε ν΄ αντιληφθεί πως, αντίθετα με τις άλλες ΔΤ που αποδέχονταν ήσυχα τα όρια του ρόλου τους, η Επτά διατηρούσε άσβεστο μέσα της το παιδικό της όνειρο να γίνει ΙΤ. Της άρεσαν οι φανταχτερές στολές, τις λάτρευε, την μάγευαν. Επειδή και ο Δύο συνέβαινε να έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον για την Χρωματική, μόλις κατάλαβε τι σήμαινε αυτό για την Επτά, αποφάσισε να κάνει μια προσπάθεια να βελτιώσει τις γνώσεις του.

Τα χρόνια που έζησαν στην Ανθρωπίλα αυτή ήταν η διασκέδαση τους. Κλεισμένοι μες’ την τρύπα τους, η Επτά να παριστάνει την ΙΤ κι’ ο Δύο τον Υ της. Ούτε πραγματικά υφάσματα είχαν για στολές, ούτε λίθους, οπότε, αναγκάζονταν να καταφύγουν σε αλχημείες για να μπορέσουν να κάνουν τις παραστάσεις τους. Μάζευαν απ’ την ανακύκλωση διάφορα υλικά, ο Δύο τα προσάρμοζε κακήν-κακώς στον συναρμολογητή κι΄ απ’ αυτά προσπαθούσαν να φτιάξουν στολές. Τερατουργήματα ήσαν τα κατασκευάσματά τους, αλλά δεν έδιναν σημασία. Γέλαγαν με την ψυχή τους. Στα μάτια της φαντασίας τους τα κουρέλια της Επτά φώτιζαν την τρύπα τους και ήσαν απαράλλαχτα, αν όχι καλύτερα απ’ τις μαγικές, πανάκριβες στολές, που μόνο η ΙΤ ενός Αρχιεπισκόπου ή κάποια άλλη τέτοια υψηλή προσωπικότητα μπορούσε να προμηθευθεί και να φορέσει.

Το ευτύχημα ήταν που κανείς απ΄ τους δύο τους δεν παρεξηγούσε το μικρό τους μυστικό. Ένα απλό παιχνίδι ήταν και τίποτα άλλο — δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Στις κατατακτήριες εξετάσεις των Τροφών, είχε αμέσως διαπιστωθεί πως η Επτά ούτε αρκετό αίμα κατέβαζε, ούτε αρκετά καλής ποιότητας ήταν. Ως ΔΤ, ίσα-ίσα που τα κατάφερνε. Στην αρρώστια της την απέδιδε η Επτά η αναπηρία της, αλλά από διαίσθηση, δεν είχε τρόπο να το αποδείξει.

Όσο για την ίδια την αρρώστια της, το να καταφέρνουν να την κρατούν κρυφή και να συνεχίζουν την ζωή τους με μια επίφαση φυσιολογικότητας, απαιτούσε πολύ προσπάθεια κι’ από τους δύο. Ήταν το καθημερινό τους πρόβλημα αυτό και απομυζούσε μεγάλο μέρος της προσοχής τους. Η Επτά είχε εκπλαγεί ευχάριστα, και πάλι, με τον τρόπο που ο Δύο αντιμετώπιζε το ζήτημα. Ποτέ δεν χρειάστηκε να το συζητήσουν ανοικτά. Κάποια στιγμή απλώς ο Δύο άρχισε να αναφέρεται στα βίαια σκαμπανεβάσματα της διάθεσής της ως «αρρώστια» και η Επτά, σιωπηλά, το αποδέχτηκε. Στην πράξη, δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα. Η Επτά έδινε τον καθημερινό αγώνα της και ο Δύο της συμπαραστεκόταν, όσο μπορούσε. Το σημαντικότερο ήταν πως φρόντιζε να προμηθεύονται όσο πιο πολύ σλιπ μπορούσαν. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος επέμβασης στην ψυχική διάθεση. Όλες οι ασθένειες, άρα και τα φάρμακα, είχαν πια εξαφανιστεί.

Το σλιπ! Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πώς θα είχε εξελιχθεί η συμβίωση Άνομο και ανθρώπων στις Πόλεις, χωρίς σλιπ. Τυπικά βέβαια, ήταν ανύπαρκτο, η ύπαρξή του ήταν παράνομη. Αλλά η Ανθρωπίλα ολόκληρη ήταν βουτηγμένη στο σλιπ. Δεν γινόταν αλλιώς. Η ζωή χωρίς αυτό θα ήταν αδιανόητη. Το σλιπ ήταν ψυχοφάρμακο, η χρήση του ήταν εθιστική. Απαιτούσε όλο και μεγαλύτερη δόση για να επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα. Τουλάχιστον όμως δεν προκαλούσε προβλήματα στην υγεία του χρήστη, εκτός κι’ αν ονομάσουμε πρόβλημα το ότι, όσο διαρκούσε, έκανε την ζωή να μοιάζει εύκολη κι΄ ενδιαφέρουσα. Ο μόνος λόγος για να μην ζει κανείς νύχτα-μέρα βουτηγμένος στο σλιπ ήταν το κόστος. Κόστιζε σε αίμα. Οι ΔΤ ήσαν αναγκασμένες, αφού διεκπεραίωναν τις καθημερινές τους αιμοδοσίες και γυρνούσαν πίσω σπίτι, να δώσουν όσο ακόμα αίμα άντεχαν, για να βγουν μετά οι Υ έξω να τ’ ανταλλάξουν στη μαύρη αγορά. Κάθε ανθρωποφωλιά είχε τουλάχιστον ένα τέτοιο παράνομο ανταλλακτήριο, αλλά συχνά και περισσότερα. Σχεδόν στα φανερά γίνονταν οι συναλλαγές. Δεν χρειάζονταν προφυλάξεις, οι Ιερονόμοι ποτέ δεν πίεζαν γι’ αυτό το ζήτημα. Το γεγονός πως έπαιρναν και οι ίδιοι σλιπ δεν πρέπει να ήταν η μόνη εξήγηση. Έτσι, πάντως, είχαν ισορροπήσει τα πράγματα και θα ήταν τρελός κανείς για να επιχειρήσει να τ’ αλλάξει.

Δεν άντεχε άλλο. Θα κατέβαινε. Θα κατέβαινε κι’ ας γινόταν ό,τι ήθελε. Έτσι κι’ αλλιώς, πέθαινε. Τι χειρότερο μπορούσε να της συμβεί; Άνοιξε απότομα τα μάτια της. Έτοιμη ήταν να πεταχτεί επάνω, αλλά το παγωμένο βλέμμα του Αρχιμανδρίτη την συγκράτησε. Η απόκοσμη έκφρασή του, σαν ψάρι που το αιφνιδιάζουν σε μια βαθιά σκοτεινή σπηλιά, την ηρέμησε κάπως. Κοιτάχτηκαν. Για ένα πολύ μακρύ δευτερόλεπτο. Τι να συνέβαινε μέσ’ το μυαλό του άραγε; Ήταν δυνατόν να έκανε ανθρώπινες σκέψεις; Σίγουρα όχι. Να έμοιαζαν τουλάχιστον καθόλου με ανθρώπινες;

Δεν ήταν αφελής η Επτά. Δεν πίστευε πως οι θλιβερές καρικατούρες του Τροφείου ήσαν οι πραγματικές ή τουλάχιστον πως αυτές ήσαν οι μόνες σκέψεις του Αρχιμανδρίτη. Δεν ήταν δυνατόν. Η κορυφή του παγόβουνου πρέπει να ήταν. Άβυσσος ολόκληρη υπολογισμού και συλλογισμών πρέπει να κρυβόταν από κάτω. Ήταν μια περιοχή, την ύπαρξη της οποίας η Επτά διαισθανόταν μεν, αλλά στην οποία, ήξερε, πως πολύ δύσκολα θα κατάφερνε ποτέ να αποκτήσει πρόσβαση. Εκεί ακριβώς όμως εστιαζόταν το ενδιαφέρον του Σύνδεσμου. Θα χρειαζόταν σταθερή και συνεχής προσπάθεια για χρόνια, αν ήταν να καταφέρουν ποτέ να ρίξουν έστω και μια ελάχιστη ματιά εκεί μέσα.

Ωραία όλα αυτά, τώρα όμως κάτι έπρεπε να κάνει. Την ήταν εντελώς αδύνατον να συνεχίσει να κάθεται στη θέση της, ένοιωθε να΄ χε πιάσει φωτιά. Πετάχτηκε όρθια.

Τα μάτια των Άνομο γύρισαν και καρφώθηκαν πάνω της. Όλα αυτά τα αμείλικτα, τα απάνθρωπα μάτια. Σαν πληγές ήσαν. Αιμορραγούσε μέσα από κάθε ένα απ’ αυτά. Αλλά κάτι έπρεπε να κάνει. Η κραυγή που με νύχια και με δόντια προσπαθούσε να συγκρατήσει μέσα της, της πίκριζε το λαρύγγι. Κάτι έπρεπε να κάνει. Έσφιξε τα δάχτυλά της. Άκουσε το «κρακ». Υπερβολικά δυνατό της φάνηκε.

«Πάω λίγο στη Συντήρηση» πληροφόρησε ασθμαίνοντας το κενό μπροστά της. Τα μάτια, αργά και φιλύποπτα, επέστρεψαν στις προηγούμενες ασχολίες τους. Του Αρχιμανδρίτη μάλιστα, σαν να καθυστέρησαν λίγο. Μήπως όμως ήταν ιδέα της;

Άνοιξε το πορτάκι της Συντήρησης. Πολύ στενάχωρα ήταν εκεί μέσα. Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Εδώ λοιπόν, ήταν που θα πέθαινε. Πράγματι, με φέρετρο έμοιαζε. Δεν θα την έβγαζε καθαρή αυτή τη φορά, ήταν σίγουρη. Σωριάστηκε πάνω στην υποδοχή της συσκευής. Ή θα πέθαινε ή θα έπαιρνε λίγο σλιπ. Ας την έπαιρναν είδηση. Τι άλλο να έκανε; Όμως, θα τα κατέστρεφε όλα. Όλα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην την καταλάβουν. Η σκέψη της πήγε στον Δύο. Τι να είχε απογίνει άραγε; Ήταν ζωντανός; Αυτό ήταν το κύριο ερώτημα. Κι’ αν έπαιρνε λίγο μόνο; Πολύ λίγο, μια ιδέα. Το Ένα μόνο ήξερε τι μπορεί να του συνέβαινε τώρα του Δύο. Αυτήν ακριβώς την στιγμή. Θλιβερό που είναι. Μια ζωή μπορεί να ν’ αναπνέεις δίπλα στον άλλο και έρχεται μια στιγμή που αρκεί λίγη απόσταση για να πεθάνει ο ένας κι’ ο άλλος να συνεχίσει να ζει αμέριμνος. Ανίδεος. Πώς είναι δυνατόν να χάνεται όλος αυτός ο δεσμός; Απ’ την μια στιγμή στην άλλη; Είναι απίστευτο.

Η Επτά ήταν πια βεβαιη πως δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει. Ο Δύο μπορεί να πέθαινε αυτήν ακριβώς την στιγμή. Όμως, σλιπ δεν θα έπαιρνε. Ήταν ντροπή. Αυτός πέθαινε για χάρη της κι’ αυτή θα έπαιρνε σλιπ με την πρώτη δυσκολία; Θα την έπαιρναν είδηση, θα τα κατέστρεφε όλα. Όχι. Θα έκανε υπομονή. Δεν της είχε μείνει καθόλου, αλλά θα έκανε κι’ άλλη. Θα την γεννούσε. Εκεί, επί τόπου.

Γονάτισε στο πάτωμα. Άνοιξε το στόμα της και δάγκωσε την υποδοχή — το τμήμα που έμπαινε μέσα στο σώμα της. Αργά και με δύναμη, δάγκωσε. Με δύναμη που όλο και δυνάμωνε. Ο πόνος άρχισε να της τρυπάει το κρανίο. Επέμεινε. Επέμεινε με απόγνωση, με όλη της την δύναμη, με όλη την μανία που ξεχείλιζε απ’ το στήθος της. Τα σαγόνια της μούδιασαν. Ο πόνος ανεβοκατέβαινε στη ραχοκοκαλιά της. Ένα δόντι άρχισε να κουνιέται. Σταμάτησε. Ξανάρχισε. Δεν θ’ άντεχε πολύ τώρα πια. Σταμάτησε. Τετέλεσται.

Άνοιξε το στόμα της. Απελευθέρωσε τη συσκευή. Το σαγόνι της πονούσε τώρα πάρα πολύ. Τουλάχιστον όμως δεν είχε ουρλιάξει. Σηκώθηκε, με τρομερό κόπο. Δυσκολεύτηκε να ισορροπήσει πάνω στην συσκευή. Ο μηχανισμός ξεκίνησε και πάλι να δουλεύει κανονικά, τίποτα δεν είχε πάθει. Σιγά μην πάθαινε αυτός τίποτα. Άρχισε να παίρνει αναπνοές. Εισπνοή. Μέτρημα μέχρι το πέντε. Εκπνοή. Μέτρημα μέχρι το πέντε. Εισπνοή. Μέτρημα μέχρι το πέντε. Εκπνοή. Έτσι, συνέχεια. Δεν ήταν δυνατόν να βοηθάει αυτό το πράγμα. Δεν το πίστευε, δεν ήταν τόσο ηλίθια. Ήταν κάτι σαν προσευχή όμως. Σαν ιεροτελεστία. Αν είχε τρόπο, ευχαρίστως θα άνοιγε τις φλέβες της. Επί τόπου. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο εκεί μέσα. Τίποτα που να μπορούσε να χρησιμεύσει γι’ αυτό τον σκοπό. Ήταν τόσο λεία όλα εκεί μέσα, τόσο καθαρά. Αυτό λοιπόν ήταν ένα τεράστιο πρόβλημα, τελικά. Πρώτη φορά που το συνειδητοποιούσε αυτό η Επτά. Γιατί ήσαν τόσο λεία όλα μέσα στη Συντήρηση;

Έκλεισε τα μάτια της.

Όταν την έπιαναν οι κρίσεις της την Επτά, ο Δύο προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να την αντιμετωπίσει την όλη υπόθεση σαν να ήταν κάτι φυσικό, όπως η αλλαγή του καιρού. Ποτέ δεν άνοιγε το στόμα του να πει κάτι. Κρυβόταν πίσω απ΄ τον συναρμολογητή και έφτιαχνε πεταλούδες — όλο τους το δωμάτιο το είχε γεμίσει μ΄ αυτές. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να φτάσει ο Δύο να εκφράζεται με στοιχειώδη ελευθεριότητα.

Η Επτά, τις σπάνιες φορές που της το επέτρεπε η κατάστασή της, μάντευε πως η συμβίωσή τους δεν πρέπει να ήταν και τόσο εύκολη για τον Δύο. Ως και να νοιώσει μια κάποια εκτίμηση για την συμπεριφορά του έφτανε καμιά φορά. Όχι βέβαια πως το πάθαινε συχνά κάτι τέτοιο. Της έσπαγε τα νεύρα η τρομερή δειλία του, αλλά αυτό που την έβγαζε πραγματικά εκτός εαυτού ήταν η αξιοθρήνητη ευγνωμοσύνη, που επέμενε να της δείχνει, επειδή τότε, στον Μεταβιβαστικό σταθμό, του είχε πιάσει το χέρι.

Αν ο Δύο είχε παραμείνει σ΄ αυτό το επίπεδο, η Επτά θα τον αγνοούσε τελείως, θα έκανε σαν να μην υπήρχε. Της ήταν εξαιρετικά εύκολο και άλλωστε, οι περισσότερες ΔΤ αυτό ακριβώς το είδος σχέσης είχαν με τον Υ τους — έκαναν σαν να μην υπήρχε. Όμως ο Δύο γρήγορα άρχισε να προσπαθεί να προσαρμοστεί στην νέα του κατάσταση. Έδειξε ενδιαφέρον για την Χρωματική, κατάφερνε να αντιμετωπίζει με κατανόηση τις «ιδιαιτερότητες» της Επτά και την ώρα της βάρδιας του στα Εργοστάσια, αντί να στέκεται σαν ζόμπι, είχε ανοιχτά τα μάτια του και προσπαθούσε ειλικρινά να μάθει και να προοδεύσει. Καμιά φορά η Επτά τον ρωτούσε για ποιο λόγο κατέβαλλε συνεχώς τόση προσπάθεια, γιατί τα έκανε όλα αυτά. Η απάντηση του Δύο ήταν πως το έκανε επειδή ήθελε να γίνει «αντάξιός» της. Η Επτά τότε έκλεινε τα μάτια της και επέστρεφε στον λήθαργό της.

Ακόμα κι΄ έτσι όμως η Επτά δεν δίσταζε ν΄ αναγνωρίσει πως η συμπεριφορά του Δύο ήταν ασυνήθιστη για το περιβάλλον της Ανθρωπίλας. Η συντριπτική πλειοψηφία των Υ, άλλο δεν έκαναν παρά να αρμέγουν μέχρι λιποθυμίας την ΔΤ τους — ως και δια της βίας πολλές φορές — και μετά να τρέχουν στ΄ Ανταλλακτήρια να παίζουν το αίμα της και να μπεκρουλιάζουν. Ζήτημα ήταν αν έφερναν πίσω καθόλου σλιπ.

Υπήρχε όμως και μια άλλη διάσταση στις κρίσεις της Επτά. Μια διάσταση που, αναπόφευκτα, την σκέφτονταν συχνά και οι δύο, αλλά ενστικτωδώς, και πάλι, επέλεγαν να μην συζητούν. Επηρέαζε άραγε η αρρώστια της Επτά την ποιότητα του αίματός της; Υπήρχε περίπτωση κάποια στιγμή να θεωρηθεί ακατάλληλη ακόμα και για ΔΤ, λόγω της αρρώστιας της; Αν ναι, πόσος καιρός τους έμενε; Και τι θα απογίνονταν τότε;

Δεν είχαν κανέναν απολύτως τρόπο ν’ απαντήσουν στα ερωτήματα αυτά, γι’ αυτό και επέλεγαν να μην τα συζητούν. Τους βασάνιζαν όμως όταν προσπαθούσαν να κοιμηθούν και ήταν ακόμα μια αιτία για να σκιάζεται η όχι και τόσο φωτεινή, έτσι κι΄ αλλιώς, ζωή τους.

Κατά την διάρκεια μιας απ’ τις συνηθισμένες της κρίσεις, η Επτά ήταν βυθισμένη στη θολούρα της και δεν είχε ιδιαίτερη επαφή με το περιβάλλον. Με απορία είδε σε μια στιγμή τον Δύο, να σηκώνεται απ΄ τον συναρμολογητή, να πλησιάζει από πάνω της και να της ψιθυρίζει πως «κάτι έπρεπε να κάνουν». Η Επτά, αν και σε πλήρη κατατονία, προσπάθησε ν΄ ανασηκώσει λίγο το κεφάλι της και να τον κοιτάξει καλύτερα. Να κάνουν κάτι; Σαν τι; Τι μπορούσαν να κάνουν;

Ο Δύο γονάτισε δίπλα της και της έπιασε τα χέρια.

«Υπάρχει κάποιος που μπορεί να μας βοηθήσει» της είπε.

Έσκυψε δίπλα στ΄ αυτί της, ώστε να μην μπορεί ν΄ ακουστεί και της ψιθύρισε πως εκεί που περίμενε στην ουρά του Ανταλλακτήριου, άκουσε να λένε για κάποιον που είχε πρόσβαση σε ουσίες σαν το σλιπ, οι οποίες μπορούσαν να φανούν χρήσιμες σε περιπτώσεις σαν την δική τους. Ποιός ήταν αυτός ο κάποιος; Τι ουσίες ήταν αυτές; Ιδεά δεν είχε ο Δύο. Η Επτά κούνησε αχνά το κεφάλι της. Δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί, πόσο μάλλον να πάρει κάποια απόφαση. Αλλά ο Δύο δεν ζήταγε την γνώμη της. Της ξανάσφιξε το χέρι και είπε πως δεν θ΄ αργούσε να επιστρέψει. Μετά, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε.

Όσο βρισκόταν στο βάθος της αρρώστιας της η Επτά μετατρεπόταν σε φυτό. Ένα ευάλωτο φυτό που πονούσε παντού, μια ανοιχτή πληγή. Δεν ήταν ικανή για συλλογισμούς, μόνο εικόνες έβλεπε. Αλλά κι’ αυτές δεν ήσαν υπό τον έλεγχό της, αυτή ήταν κάτω απ’ τον δικό τους. Την περισσότερη ώρα όμως, υπέφερε, απλώς υπέφερε. Χωρίς σκέψεις, χωρίς λέξεις, χωρίς τίποτα.

Μόνη τώρα στο σπιτάκι τους, είχε απομείνει έρμαιο της ρουφήχτρας της ψυχής της. Ούτε πού είχε πάει ο Δύο ήξερε, ούτε πότε άρχιζε η επόμενη βάρδια. Η έννοια του χρόνου φάνταζε εξαιρετικά συγκεχυμένη μέσα της. Αλλά κατά κάποιο περίεργο, χωρίς λόγια, τρόπο, υπήρχε κάτι μέσα της που εξακολουθούσε να το νοιώθει καθαρά. Της έλειπε ο Δύο, η σιωπηλή παρουσία του. Όχι πως θα ήταν σε θέση να της κάνει κάτι, αν ήταν εκεί. Η παρουσία του όμως, απλά και μόνο, της έκανε καλό — την καθησύχαζε. Αλλά τώρα πια, πάει κι΄ αυτός, είχε φύγει. Θα επέστρεφε άραγε ποτέ; Η Επτά δεν ήξερε. Τίποτ΄ άλλο δεν υπήρχε που να μπορούσε να κάνει, μόνο να κάθεται εκεί και να περιμένει. Όπως η πέτρα καθόταν, όπως μια κοτρώνα. Σκληρή, ακίνητη, παγωμένη. Σαν αιώνες τα ένοιωθε τα δευτερόλεπτα να δρασκελίζουν από πάνω της. Κάθε ένα, κι΄ άλλος ένας ανυπόφορος πόνος. Είχε αρχίσει να ξεχνάει τι ήταν που περίμενε, όταν άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει ξανά. Δεν μπόρεσε να γυρίσει. Όποιος κι΄ αν ήταν, ας πλησίαζε αυτός.

Η λαχανιασμένη φωνή του Δύο ακούστηκε δίπλα στ’ αυτί της. Είχε καταφέρει, ψιθύρισε, να ξαναβρεί εκείνον τον Υ. Είχε μάθει πού μπορούσαν να βρουν τον άνθρωπο με το φάρμακο.

«Έλα», της είπε μετά πιο δυνατά, «Πάμε. Πρέπει να δοκιμάσουμε».

Η Επτά, βρήκε τη δύναμη να ανοίξει διάπλατα τα μάτια της και να τον κοιτάξει έκπληκτη. Δεν μπορεί να σοβαρολογούσε. Πού να πάνε; Πώς να πάνε; Αφού της ήταν εντελώς αδύνατον να κινηθεί. Δεν το έβλεπε; Δεν το ήξερε;

Αλλά ο Δύο εκεί, να επιμένει. Την είχε πιάσει απ΄ τα χέρια και την παρακαλούσε να σηκωθεί. Δεν την πίεζε, την κοίταζε όμως με τόση πίστη και θέρμη, που η Επτά δεν είχε ξαναδεί στα μάτια του. Ήθελε να την κάνει καλά ο Δύο. Σχεδόν συγκινητικό ήταν, από μια μεριά.

Και έτσι, η Επτά σηκώθηκε. Σηκώθηκε, όχι επειδή έγινε κάποιο θαύμα ή επειδή την συγκίνησε ο Δύο, αλλά επειδή αυτή ήταν η ιδιομορφία της αρρώστιας της. Σκαμπανέβαζε συνεχώς κατά εντελώς απρόβλεπτο τρόπο. Ακόμα και το επόμενο λεπτό της ήταν εντελώς αδύνατον να προβλέψει πώς θα αισθανόταν. Έτσι και τώρα, ενώ ήταν βυθισμένη στο πέλαγος της απελπισίας, κάπως έγινε και ανασηκώθηκε. Δεν ήταν πως έλπιζε σε τίποτα. Δεν ήταν καν σε θέση να σκεφτεί τέτοια πολύπλοκα πράγματα. Όπως όμως ο παράλυτος που νοιώθει ξαφνικά τα άκρα του, έτσι και η Επτά διαπίστωσε πως μπορούσε να κινηθεί και πάλι, οπότε απλώς σηκώθηκε, χωρίς να εξετάσει το πώς και το γιατί.

Βγήκαν έξω. Η κίνηση ήταν ασφυκτική, όπως πάντα. Έτρεμαν κι΄ οι δυο απ΄ τον φόβο τους, γιατί πρώτη φορά έβγαιναν για δικό τους λογαριασμό. Ο Δύο προσπαθούσε να προχωράει μπροστά για να δείχνει τον δρόμο και να την εμψυχώνει. Η Επτά αγκομαχούσε πίσω του, να μην τον χάσει.

Περπάτησαν ώρα. Απομακρύνθηκαν απ’ την συστάδα ανθρωποφωλιών, όπου βρισκόταν το κελάκι τους και χώθηκαν βαθιά, στο κέντρο της Ανθρωπίλας, στην περιοχή γύρω απ’ τα εργοστάσια επεξεργασίας αίματος. Η κίνηση εκεί ήταν ακόμα πιο πυκνή. Οι βάρδιες πηγαινοέρχονταν κολλητά η μια πίσω απ’ την άλλη. Τα πρόσωπα — όλα αυτά τ’ αναρίθμητα πρόσωπα που έπλεαν γύρω τους — έφταναν για δουλειά με ύφος αλλοπαρμένο απ’ το πολύ σλιπ και έφευγαν στραγγισμένα. Η διαφορά φαινόταν ξεκάθαρα στην έκφρασή τους.

Ο Δύο στάθηκε λίγο να βεβαιωθεί πού ακριβώς βρίσκονταν, μετά διάλεξε ένα απ’ τ΄ αναρίθμητα στενά δρομάκια που ανοίγονταν μπροστά τους και άρχισε να προχωράει. Η Επτά τον ακολούθησε, διστακτικά. Από εδώ και πέρα υπήρχε κίνδυνος, πραγματικός κίνδυνος. Μπορεί η Ανθρωπίλα να ανήκε στους ανθρώπους, αλλ΄ αυτό δεν σήμαινε πως ήσαν ελεύθεροι να κυκλοφορούν οπουδήποτε. Οι Ιερονόμοι αστυνόμευαν εντατικά συγκεκριμένες περιοχές για λόγους που κανείς δεν καταλάβαινε — μόνο κάτι περίεργες διαδόσεις κυκλοφορούσαν σχετικά. Το μέρος όπου τώρα προχωρούσαν η Επτά και ο Δύο ήταν μια τέτοια περιοχή, οι απεικονίσεις τους προειδοποιούσαν ξεκάθαρα. Πήγαιναν κολλητά σχεδόν με ένα απ’ τα εργοστάσια. Ο υπόκωφος βόμβος του ήταν καθαρά αισθητός, αν και πιο πολύ με το σώμα τους, τον ένοιωθαν, παρά τον άκουγαν. Περιπλανήθηκαν ανάμεσα σε άθλια παραπήγματα που ξεπρόβαλλαν το ένα πίσω απ’ το άλλο μεσ΄ το υγρό σκοτάδι. Η Επτά καθόλου δεν ήθελε να μάθει τι έκρυβαν μέσα τους. Δίκιο είχαν οι Ιερονόμοι, έλεγε μέσα της. Για ν’ αποφεύγονται τα ατυχήματα απαγορευόταν η κυκλοφορία στην περιοχή. Φως φανάρι ήταν.

Προχωρούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, όμως καθυστερούσαν. Έπρεπε να σταματούν συνέχεια και να ελέγχουν, μην τυχόν πέσουν πάνω σε περίπολο. Ίλιγγος της ερχόταν τώρα της Επτά και μόνο με την σκέψη. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς έγινε και την έπεισε ο Δύο να επιχειρήσουν τέτοια τρέλα. Αλλά δεν της είχε πει καθαρά πού έπρεπε να πάνε, την είχε ξεγελάσει. Ίσως όμως ούτε ο ίδιος να μην το είχε συνειδητοποιήσει καλά-καλά.

Ο Δύο κάτι πρέπει να μετρούσε, καθώς προχωρούσαν. Σε μια στιγμή πήγε και στάθηκε μπροστά σ’ ένα ετοιμόρροπο οικοδόμημα. Η Επτά κοίταξε γύρω της με φρίκη. Δεν μπορεί να το εννοούσε σοβαρά πως θα έμπαιναν εκεί μέσα, κάποιο λάθος πρέπει να είχε γίνει. Και όμως, αυτό ακριβώς ήταν έτοιμος να κάνει. Έπρεπε να προλάβει, να τον σταματήσει.

Πράγματι, η Επτά άνοιξε το στόμα της και κάτι πήγε να του πει, αλλά την τελευταία στιγμή κρατήθηκε. Είχαν πια φτάσει πολύ μακριά για να σταματήσουν ένα βήμα πριν την είσοδο. Έπρεπε να δοκιμάσουν. Να ξέρουν πως τουλάχιστον εξάντλησαν κάθε πιθανότητα.

Ο Δύο άνοιξε την πόρτα και πέρασε πρώτος. Η Επτά βιάστηκε να τον ακολουθήσει. Δεν ήθελε να στέκεται μόνη της εκεί έξω.

Κοίταξαν γύρω τους. Περίεργα ήταν. Ο χώρος μέσα, φαινόταν πολύ μεγαλύτερος απ’ ότι απ’ έξω. Να ήταν οφθαλμαπάτη; Μπορεί. Ίσως όμως και να έφταιγε ο τρόπος που όλα αυτά τα μπουκαλάκια αντανακλούσαν το φως. Ολόκληρο το δωμάτιο ήταν γεμάτο με τέτοια. Τακτικά τοποθετημένα σε γυάλινες εταζέρες. Το πολύχρωμο περιεχόμενο αντανακλούσε το φως απ’ το ταβάνι και το δωμάτιο γέμιζε ανταύγειες. Ελάχιστα μόλις μετακινούσαν το κεφάλι τους, οι φωτοσκιάσεις αμέσως άλλαζαν. Σαν καλειδοσκόπιο ήταν.

Η Επτά αφαιρέθηκε να χαζεύει. Αλλά μια στιγμή κράτησε μόνο αυτό. Μετά ξαναθυμήθηκε τον λόγο που τους είχε φέρει μέχρι εκεί. Κοίταξε πάλι τα μπουκάλια, διαφορετικά όμως αυτή την φορά.

Και τώρα; Τι θα γινόταν τώρα; Θα έπρεπε να καταπιεί το βρομερό τους περιεχόμενο, μόνο και μόνο επειδή κάποιος, παντελώς άγνωστος, θα τους διαβεβαίωνε πως θα της έκανε «καλό»; Αν ήταν ποτέ δυνατόν. Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, αποφάσισε. Ούτε που θα το μύριζε το περιεχόμενο, όχι να το βάλει στο στόμα της. Δεν είχε τρελαθεί τελείως ακόμη. Να φύγουν, έπρεπε. Τώρα αμέσως, πριν συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο. Έψαξε το βλέμμα του Δύο. Ανήσυχος φαινόταν κι’ αυτός.

Έτοιμη ήταν να του μιλήσει, όταν μια τσιριχτή φωνή τους έκανε ν’ ανατριχιάσουν.

«Τι κάνετε εδώ;»

Από πού ερχόταν; Ακούστηκε θόρυβος και τότε είδαν τι συνέβαινε. Το άτομο που τους μιλούσε ήταν νάνος. Το κεφάλι του ίσα που εξείχε πάνω από έναν πάγκο, που βρισκόταν πίσω τους.

Η Επτά κοίταξε καλά. Δεν ήταν βέβαιη αν έπρεπε να πιστέψει τα μάτια της. Τέτοια πλάσματα δεν έπρεπε να υπάρχουν πια. Υπήρχαν έλεγχοι ποιότητας, μέσοι όροι, αποδεκτές διακυμάνσεις. Πώς ήταν δυνατόν τέτοιο πλάσμα να βγήκε από σύγχρονο Εργοστάσιο;

Κακάσχημο ήταν. Με πλακουτσό κεφάλι και πατηκωμένη, σχεδόν δυσδιάκριτη μύτη. Ξασμένα, πυρόξανθα μαλλιά, δέρμα βλογιοκομμένο, στόμα σαν κώλο μαϊμούς και μάτια που εξέταζαν τα πάντα με εξαιρετική μοχθηρία. Το σώμα του ήταν σαν να’ χε μπει στο πλύσιμο. Τα μέλη του ήταν σχετικά συμμετρικά, αλλά υπερβολικά μικρά. Μόνο τα δάχτυλα των χεριών του ήταν φυσιολογικού μεγέθους και φάνταζαν εντελώς παράταιρα με το υπόλοιπο σώμα του. Η Επτά είχε ξεκάθαρα την αίσθηση πως βρίσκονταν μπροστά σ’ ένα ατύχημα. Ένα ατύχημα, στο οποίο κάποια σύμπτωση είχε επιτρέψει να συνεχίσει να ζει.

Κάτι έπρεπε να απαντήσουν όμως. Ανέλαβε ο Δύο, ευτυχώς.

Ο Δύο δεν ήταν καθόλου βέβαιος τι τυπικό ν΄ ακολουθήσει για να του απευθύνει το λόγο. Ήταν δυνατόν να είχε θέση στην ιεραρχία ένα τέτοιο πλάσμα; Απ’ τα ρούχα του τίποτα δεν μπορούσαν να καταλάβουν.

Ξεκίνησε προσεκτικά, με την αβεβαιότητα να κάνει μπαμ στη φωνή του. Είπε πως είχαν έρθει αναζητώντας βοήθεια, χωρίς να μπει σε περισσότερες λεπτομέρειες. Μετά, αναρωτήθηκε αν βρίσκονταν στο κατάλληλο μέρος, χωρίς όμως και να το θέσει ως ευθεία ερώτηση. Ουσιαστικά δηλαδή, δεν του είπε τίποτα. Έλπιζε πως απ’ την απάντηση του πλάσματος, όλο και κάτι θα καταλάβαιναν, χωρίς όμως να έχουν εκτεθούν στο μεταξύ.

«Τι έχει;» ρώτησε το πλάσμα ορθά-κοφτά, δείχνοντας με το κεφάλι του την Επτά. Η Επτά χλώμιασε. Μα τόσο άρρωστη έμοιαζε; Πώς κατάλαβε αμέσως πως αυτή ήταν ο ασθενής; Άνοιξε το στόμα της, ενοχλημένη, χωρίς να της είναι τελείως ξεκάθαρο τι επρόκειτο να πει. Ευτυχώς που ο Δύο πρόλαβε και πάλι.

«Πονάει. Μέσα της. Έτσι, χωρίς λόγο».

Το πλάσμα έμεινε σκεφτικό για μια στιγμή. Μετά κούνησε με κατανόηση το κεφάλι του και στράφηκε προς τα παρατεταγμένα μπουκάλια. Η Επτά ένοιωσε να χάνει και το τελευταίο ίχνος αμφιβολίας που πιθανόν να είχε. Για κάποιο είδος απάτης επρόκειτο, σίγουρα. Τι μπορεί να είχε καταλάβει το πλάσμα απ’ τις κωμικοτραγικές αυτές λέξεις του Δύο; Σκέτη παρωδία ήταν η όλη υπόθεση.

«Έχω αυτό που χρειάζεστε» δήλωσε εμφατικά το πλάσμα. «Είναι αλοιφή. Δεν θεραπεύει, αλλά βοηθάει». Η φωνή του πλάσματος δεν επιδεχόταν καμία αμφισβήτηση. Ήταν απολύτως βέβαιο γι’ αυτά που έλεγε. Η Επτά και Δύο γύρισαν και κοιτάχτηκαν.

«Τι εννοείτε όταν λέτε βοηθάει;» ρώτησε η Επτά. Όμως το πλάσμα δεν γύρισε να την κοιτάξει. Απάντησε, κοιτώντας σταθερά προς τον Δύο.

«Δεν θα σκαμπανεβάζει πια τόσο πολύ» είπε απλά. Μετά πρόσθεσε. «Αυξάνει την επίδραση του σλιπ, κατά κάποιο τρόπο». Η Επτά και ο Δύο ξανακοιτάχτηκαν. Ήταν δυνατόν το πλάσμα να ήξερε για τι πράγμα μιλούσε;

«Αλλά είναι ακριβό» συνέχισε ο νάνος. «Πρέπει να έρχεστε συχνά και θα της παίρνω όσο πιο πολύ αίμα μπορεί να δώσει».

Είχε κάτι το αμείλικτο η φωνή του τώρα. Δεν προσπαθούσε να πουλήσει, την κατάσταση των πραγμάτων απλώς τους περιέγραφε. Και είχε και μια ανυπομονησία ο τόνος του, που υποδήλωνε πως καθόλου δεν θα στεναχωριόταν αν έλεγαν πως δεν ενδιαφέρονταν. Σαν να βιαζόταν να επιστρέψει στις ασχολίες του, έμοιαζε. Ίσως να διακόψαμε το γεύμα του, σκέφτηκε η Επτά. Έμβρυα πρέπει να τρώει. Έμβρυα που δεν εκκολάφθηκαν σωστά.

«Θα το δοκιμάσουμε» δήλωσε η Επτά. Πιο πολύ για να εκνευρίσει το πλάσμα το είπε, παρά για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Κοιτάχτηκαν ακόμα μια φορά με τον Δύο. Χωρίς να προσπαθεί να κρυφτεί απ΄ το πλάσμα η Επτά ανασήκωσε τους ώμους της. Γι’ αυτό δεν ήταν που είχαν κάνει τόσο δρόμο; «Πού θα γίνει η Αφαίρεση;» συνέχισε δυνατά κοιτώντας γύρω της.

«Χα!» τσίριξε ο νάνος. «Για Άνομο με περάσατε; Τα Άνομο μόνο κάνουν Αφαίρεση».

Οι δυο άνθρωποι προτίμησαν να μην απαντήσουν. Το πλάσμα τους κοίταξε για μια στιγμή και μετά ξεκίνησε κούτσα-κούτσα προς την άλλη πλευρά του δωματίου. Μόλις δοκίμασε να μετακινείται, αποκαλύφθηκε πως πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, πρέπει να είχε και κάποιο κινητικό πρόβλημα. Όταν έφτασε στον προορισμό του, έκανε μια κίνηση και αποκάλυψε κάτι σαν παραβάν.

«Εσύ θα μείνεις εδώ» γύρισε και δήλωσε στον Δύο. Ούτε μια ματιά δεν είχε ρίξει ακόμα στην Επτά. Η Επτά ένοιωσε τον Δύο να ψάχνει το βλέμμα της. Δεν γύρισε, ήθελε να του κάνει την γενναία. Πλησίασε το πλάσμα, έσκυψε και πέρασε κάτω απ’ το παραβάν. Το βαρύ ύφασμα έπεσε πίσω της. Μόνοι οι δυο τους είχαν μείνει τώρα.

Η Επτά γύρισε και με όσο κουράγιο της είχε απομείνει κοίταξε το πλάσμα κατά πρόσωπο. Πόσο άσχημο ήταν! Από κοντά ήταν ακόμα χειρότερο. Όμως εξακολουθούσε, ακόμα και τώρα, να μην την κοιτάζει. Το βλέμμα του τώρα το είχε καρφωμένο κάτω, στο πάτωμα.

«Εκεί κάτσε» της είπε και της έδειξε μια αρχαία καρέκλα. Η Επτά αναγνώρισε το αντικείμενο και την χρήση του, αλλά δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί από κοντά κάτι παρόμοιο.

Το πλάσμα ήταν εξαιρετικό στην δουλειά του, όφειλε να του το αναγνωρίσει αυτό η Επτά. Ούτε που το κατάλαβε για πότε της έβαλε τον καθετήρα και άρχισε να ρουφάει το αίμα της. Τίποτα δεν ένοιωσε. Οι κινήσεις του της ενέπνευσαν απόλυτη εμπιστοσύνη. Το μόνο που την ενοχλούσε ήταν που πήγε και στάθηκε πίσω της σε σημείο που αυτή δεν έφτανε να δει. Απόλυτη σιωπή επικρατούσε τώρα στο δωμάτιο. Η Επτά άκουγε καθαρά τις δυο αναπνοές τους και ίσως και του Δύο, που πρέπει να στεκόταν ακριβώς απ’ έξω. Όλα καλά έμοιαζαν. Αν στεκόταν και κάπου που να μπορούσε να το ελέγχει, αυτό το τερατάκι.

Απ’ τον ήχο της αναπνοής του ξεκίνησαν όλα. Η Επτά την άκουσε να επιταχύνεται και ταυτόχρονα να γίνεται όλο και πιο βαριά. Πήγε να γυρίσει να δει, αλλά φοβήθηκε. Κι’ αν θύμωνε το πλάσμα; Αν τους έδιωχνε, χωρίς φάρμακο; Προσπάθησε ν΄ αγνοήσει τον θόρυβο, να μην δώσει σημασία. Όμως το πλάσμα είχε αρχίσει να λαχανιάζει τώρα. Η Επτά είχε αποφασίσει να γυρίσει, όταν με την άκρη του ματιού της είδε τα τρεμάμενα δάχτυλα του πλάσματος να αιωρούνται πάνω απ’ την αρτηρία του λαιμού της. Μια περίεργη μυρωδιά ήρθε στα ρουθούνια της. Γύρισε. Με το ελεύθερο χέρι του το πλάσμα τριβόταν ανάμεσα στα σκέλια του. Η Επτά το κοίταξε. Δεν καταλάβαινε.

«Μη φοβάσαι ανθρωπούλι μου» ψιθύρισε το πλάσμα αγκομαχώντας. «Γύρνα πίσω, γύρνα» και της έδειξε να κάτσει όπως ήταν προηγουμένως.

«Τι κάνετε εκεί;» ρώτησε αμήχανα η Επτά.

«…Ξύνομαι» απάντησε το πλάσμα και ταυτόχρονα της έκανε νόημα να μιλάει πιο σιγά. Μετά, σαν από έμπνευση, την ρώτησε «Θες να δεις;». Το κεφάλι της Επτά σκαμπανέβασε αντανακλαστικά. Ο νάνος κατέβασε αδίστακτα το ρούχο του. Η Επτά κοίταξε. Αηδίασε. Γεμάτο σγουρές μαύρες τρίχες ήταν το σώμα του. Παντού είχε. Και πύκνωναν ακόμα πιο πολύ ανάμεσα στο πόδια του, εκεί που είχε χωμένο το χέρι του. Ένα δάσος από τρίχες ήταν εκεί, μια θάλασσα.

Το πλάσμα την κοίταξε περίεργα και της είπε «Περίμενε, περίμενε. Δεν βλέπεις καλά έτσι». Έβαλε και το άλλο του χέρι, ξεχώρισε τις τρίχες και άφησε να φανεί το δέρμα από κάτω. Έχωσε βαθιά τον δείκτη και τον αντίχειρα και μετά τα άνοιξε με μια απότομη κίνηση. Κόκκινη, ζουμερή σάρκα πετάχτηκε από μέσα. Σάρκα και μια σκοτεινή σχισμή.

Η Επτά έκανε πίσω.

«Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι» παρακάλεσε το πλάσμα. «Έλα πιο κοντά, ανθρωπουλάκι, πλησίασε».

Η Επτά έκανε ένα βήμα, προς τα πίσω. Έπρεπε να φύγει από εκεί μέσα. Να το σκάσει, αμέσως. Γύρισε. Το πόδι της σκόνταψε, κάπου βρήκε. Άπλωσε το χέρι, να κρατηθεί, να μην πέσει. Κάτι έπιασε. Ένα τραπεζάκι, με πράγματα επάνω. Κάτι χούφτωσε, το χέρι της. Όμως, δεν υπήρχε άλλος χρόνος. Το πλάσμα πλησίαζε. Ορθάνοιχτη ήταν η πληγή ανάμεσα στα πόδια του. Και ο γκρεμός, εκεί ανάμεσα, έχασκε απειλητικά. Έτοιμος να την κατασπαράξει ήταν.

Γύρισε, και μ’ αυτό που κρατούσε στο χέρι της, ό,τι ήταν, το χτύπησε. Το χτύπησε βαθιά.

Το πλάσμα έπεσε. Κοίταξε απορημένη αυτό που άστραφτε στο χέρι της. Κοφτερό ήταν. Δυο λεπίδες, δεμένες στη μέση. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ της. Της ήταν αδύνατον να φανταστεί σε τι μπορεί να χρησίμευε. Γύρισε προς το πλάσμα. Δεν κουνιόταν. Μια λιμνούλα αίματος είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο λαιμό του, εκεί που το βρήκε το χτύπημα. Η θέα του αίματος την συνέφερε.

«Δύο! Δύο!» ούρλιαξε.

Το ύφασμα παραμέρισε αμέσως.

«Τι συμβαίνει…» ξεκίνησε η φωνή του Δύο αλλά αμέσως έσβησε. Έμειναν αμίλητοι για λίγο. Η Επτά γύρισε και τον κοίταξε.

«Δεν ξέρω πώς έγινε. Πήγε να με πιάσει και…»

«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Δύο. Η Επτά έγνεψε καταφατικά. Τότε μόνο πρόσεξε τον καθετήρα. Βρισκόταν ακόμα στο μπράτσο της και εξακολουθούσε να λειτουργεί. Τον έβγαλε βιαστικά και τον πέταξε σε μια άκρη. Τόσο αίμα χαμένο.

Ο Δύο πλησίασε το πλάσμα και το εξέτασε. Σήκωσε το κεφάλι του.

«Δεν είμαι βέβαιος, αλλά μπορεί και να’ ναι νεκρό» είπε. «Καλύτερα να μην τ΄ αγγίξουμε». Κοιτάχτηκαν αμίλητοι.

Το έβαλαν στα πόδια αμέσως. Έκλεισαν την εξώπορτα πίσω τους και άρχισαν να τρέχουν. Στην τύχη διάλεξαν μια κατεύθυνση. Δεν είχε σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ν’ απομακρυνθούν από εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

Με την ψυχή στο στόμα έτρεχαν. Οι λαχανιασμένες τους αναπνοές τούς έκαιγαν το λαρύγγι. Μετά τα πρώτα εκατό μέτρα η Επτά, αναπόφευκτα, κατέρρευσε. Τόσο αίμα είχε δώσει μόλις. Και που στεκόταν στα πόδια της, θαύμα ήταν. Ο Δύο την στήριξε και προσπάθησαν έτσι να συνεχίσουν. Προχώρησαν καμιά πενηνταριά μέτρα ακόμα, αλλά αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Έπρεπε να ξαναβρούν την αναπνοή τους. Δεν κοιτάζονταν. Είχαν στηριχτεί σ’ ένα τοίχο και βαριανάσαιναν. Πέρασε ένα λεπτό, ένα πολύ μακρύ λεπτό. Η αναπνοή τους πήρε να ησυχάζει κάπως. Ο Δύο γύρισε προς τη Επτά. Την κοίταξε.

«Μπορείς;» Η Επτά έγνεψε καταφατικά. Δεν ήθελε να ξοδέψει άσκοπα τις ελάχιστες δυνάμεις της. Ξεκίνησαν πάλι.

Καμιά εντύπωση δεν τους έκανε όταν τους παγίδεψε η Περίπολος. Αναπόφευκτο ήταν έτσι που έτρεχαν, χωρίς προφύλαξη. Η μεταλλική φωνή τους διέταξε να παραμείνουν ακίνητοι. Αυτό ήταν.

Και όλα αυτά γιατί; Επειδή είχαν προσπαθήσει για μια καλύτερη ζωή. Με το αίμα τους θα πλήρωναν, δεν ζητούσαν καμία χάρη. Και όμως, να τι έγινε. Άδικο, ένοιωσε η Επτά, να την πλημυρίζει. Άδικο, και κάτι σαν λύπη για τον Δύο. Να πού κατέληξε όλη αυτή η λαχτάρα του να την βοηθήσει.

Ούτε χιλιοστό δεν τόλμησαν να κουνηθούν. Τα πράγματα θα έπαιρναν τον δρόμο τους τώρα. Ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν οι Ιερονόμοι σε όσους συλάμβαναν, τόσες φορές το είχαν δει στο δρόμο. Οι φήμες έλεγαν πως δεν πονούσε τόσο πολύ, αν δεν σφιγγόσουν.

Παρακολούθησαν την σκιά του Ιερονόμου στον τοίχο μπροστά τους να τους πλησιάζει τεράστια και επιβλητική. Με την ησυχία του πήγαινε, καθόλου δεν φαινόταν να βιάζεται. Τους διέταξε να πάρουν «θέση». Η Επτά, αν και δεν φοβόταν, ένοιωσε τα γόνατά της να τρέμουν. Η αναπνοή του Δύο ακούστηκε βαριά δίπλα της. Γύρισαν, γονάτισαν και κατέβασαν το κάτω μέρος της στολής τους. Δεν κοίταξαν ο ένας τον άλλο. Τον τοίχο κοίταζαν, που βρισκόταν σε απόσταση λίγων εκατοστών.

Ο Ιερονόμος πλησίασε. Διάλεξε τον Δύο για ν΄ αρχίσει. Η Επτά τον άκουσε να δαγκώνεται, να μην ουρλιάξει. Μετά τον είδε να βάζει το χέρι του να προστατεύσει το πρόσωπό του, έτσι ρυθμικά που έσπρωχνε ο Ιερονόμος.

Πολύ γρήγορα θα ερχόταν κι΄ η σειρά της. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Μετά; Τι θα γινόταν μετά; Η Επτά δεν ήξερε. Δεν ήταν ανήκουστο να συλληφθούν άνθρωποι σε απαγορευμένη περιοχή. Ανταλλαγές σλιπ συνήθως έκαναν, σε ποσότητες όμως πολύ μεγαλύτερες απ’ αυτές ενός συνοικιακού Ανταλλακτήριου. Η Επτά και ο Δύο όμως, ούτε ίχνος δεν είχαν πάνω τους. Άραγε θα έκανε κάποια διαφορά αυτό, αναρωτήθηκε.

Ο Ιερονόμος τελείωσε με τον Δύο και μετακινήθηκε δίπλα. Η Επτά έβαλε το χέρι της, όπως είχε δει τον Δύο να κάνει, και περίμενε για τον πόνο.

«Εκλαμπρότατε! Παρεξήγησις. Παρακαλώ, επιτρέψτε μου».

Το όχημα του Αρχιμανδρίτη Γκρόμο δεν έκανε κανέναν απολύτως θόρυβο, όταν σταμάτησε. Στα σπλάχνα της την ένοιωσε η Επτά την ανεπαίσθητη μεταβολή που την ειδοποίησε πως είχε αλλάξει η κινητική τους κατάσταση.

Είχαν φτάσει. Επιτέλους! Αποκλείεται να μην έβρισκε ευκαιρία να πάρει το σλιπ. Όλα θα διορθώνονταν τώρα. Δόξα σοι το Ένα!

Πετάχτηκε έξω απ’ τη Συντήρηση. Οι υπόλοιποι είχαν ήδη σηκωθεί και τακτοποιούσαν τις στολές τους. Ως και το Αρχιμανδρίτη, που υποτίθεται πως αδιαφορούσε για όλα αυτά, ίσιωνε με επιμέλεια μία-μία τις ζάρες της στολής του. Ήταν φυσικό. Αρχιεπίσκοπο ήταν αυτό.

Το Αρχιμανδρίτη, αφού τελείωσε την επιδιόρθωση της στολής του, έριξε μια γρήγορη ματιά στους υπόλοιπους και μετά, κατέβηκε αποφασιστικά από το όχημα. Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, περίμενε μέχρι που το προσωπικό του παρατάχθηκε πίσω του — η Επτά ένα βήμα πίσω, δεξιά και τα Διάκονα πιο πίσω, χωρισμένα σε δυο σειρές με το Αρχιδιάκονο Πίπο επικεφαλής. Μετά, ξεκίνησαν όλοι μαζί με χαλαρό βηματισμό.

Μέχρι να εγκατασταθεί στο Αρχιμανδρίτειο η Επτά, η μόνη ζωή που ήξερε στη Φλάβια ήταν αυτή της Ανθρωπίλας — η ίδια ακριβώς, εξαιρετικά περιορισμένη, ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι και σε οποιαδήποτε άλλη Πόλη. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τον ερχομό της στο Αριμανδρίτειο, κάπως είχαν αρχίσει ν’ ανοίγουν τα μάτια της στα μυστήρια της κοινωνικής ζωής των Άνομο, αλλά ακόμα απείχε πολύ απ’ το να νοιώθει οικείο το χαοτικό περιβάλλον των υψηλόβαθμων Κληρικών.

Η Αρχιεπισκοπή, που υψωνόταν τώρα μπροστά τους, μόνο ένας Πολυνήσιος Gaudi θα μπορούσε να την είχε σχεδιάσει. Εκτεινόταν σε χώρο δύο περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων και κάλυπτε ολόκληρο σχεδόν το οροπέδιο του Αγίου Βόλο, που δέσποζε πάνω απ’ τη Πόλη.

Ο περίβολος της Αρχιεπισκοπής περιλάμβανε οκτώ εσωτερικές αυλές, επτά εισόδους και δέκα διαμερίσματα που χρησίμευαν ως προσωπική κατοικία του Αρχιεπίσκοπου και του Ανώτατου Επιτελείου του. Επιπλέον, διέθετε πέντε αίθουσες υποδοχής και ακρόασης, τέσσερεις εκκλησίες, εννέα παρεκκλήσια, εννέα προσευχητήρια, τρεις τραπεζαρίες, μια βιβλιοθήκη, μια αίθουσα τροπαίων, δυο λουτρά, ένα στάδιο, τρια αίθρια και οκτώ ακόμη ιδιαίτερα περίπτερα. Τρεις αλέες και επτά στεγασμένες στοές συνένωναν τα διάφορα τμήματα της Αρχιεπισκοπής.

Η ομάδα του Αρχιμανδρίτη Γκρόμο πέρασε την μεγαλοπρεπή κεντρική θύρα των Αγίων Πατέρων με την εικόνα του Ένα από πάνω και μπήκε στον προθάλαμο. Αριστερά τους ήταν το συγκρότημα κτιρίων όπου κατοικούσαν οι λόχοι των Iερονόμων, που ήσαν αποσπασμένοι στην Αρχιεπισκοπή. Ίσια μπροστά ήταν μια μακριά στοά που οδηγούσε σε ένα σύνολο χωριστών κτιρίων που συνδέονται μεταξύ τους με στοές και ταράτσες. Στο κέντρο τους συμπλέγματος αυτού βρισκόταν η μεγάλη αίθουσα του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου.

Επρόκειτο για ένα μεγάλο οκτάγωνο χολ που σκεπαζόταν από θόλο και διέθετε 16 παράθυρα. Κάθε πλευρά του κτιρίου σχημάτιζε μια ημικυκλική αψίδα. Η αψίδα στο βάθος στέγαζε τον θρόνο του Αρχιεπίσκοπου. Ο θόλος ήταν διακοσμημένος με μωσαϊκό που απεικόνιζε το Ένα καθισμένο επίσης σε θρόνο — ο παραλληλισμός γινόταν έτσι κάτι παραπάνω από σαφής.

Η Επτά γύρισε και κοίταξε πίσω της. Εξαιρετικά ευπρεπή εικόνα παρουσίαζε η μικρή τους ομάδα — αυτή την εντύπωση σχημάτισε, όπως τους είδε να περπατάνε όλοι γύρω της με τα πρόσωπα τσιτωμένα απ’ την ένταση. Κι’ αν είχαν έναν ελαφρώς επαρχιώτικο αέρα οι στολές και η συμπεριφορά τους, και τι μ’ αυτό;

Το εσωτερικό της αίθουσας του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου συνδύαζε στοιχεία τσίρκου, καθεδρικού ναού (με αιγυπτιακές όμως επιρροές) και δικαστήριου. Τσίρκο λόγω της πολυχρωμίας και της φασαρίας που επικρατούσε εκεί μέσα, ναός γιατί ολόκληρη η Αρχιεπισκοπή αυτό ήταν σε τελική ανάλυση — ένας ναός — και δικαστήριο, γιατί η Αρχιεπισκοπή, πέρα από χώρος λατρείας του Ένα, είχε ως αποστολή και την επίλυση των διαφορών μεταξύ των Άνομο.

Η ομάδα του Αρχιμανδρίτη διέσχισε σιγά-σιγά το πλήθος των συγκεντρωμένων Λαϊκών, προσπαθώντας να μην χάσει την συνοχή της. Στο δρόμο συναντούσαν άλλες ομάδες Κληρικών, οι οποίες όμως είχαν ανώτατους Κληρικούς επικεφαλείς — από Επίσκοπο και πάνω. Το Αρχιμανδρίτη μπορεί και να ήταν το πιο χαμηλόβαθμο Κληρικό μέσ΄ την Αρχιεπισκοπή, εκείνη την ώρα τουλάχιστον. Αυτό σήμαινε πως κάθε φορά που διασταυρώνονταν με οποιονδήποτε άλλο Κληρικό, ολόκληρη η ομάδα του Αρχιμανδρίτη Γκρόμο — ως η πλέον χαμηλόβαθμη — έπρεπε να παραμερίζει και ν’ αποδίδει τις πρέπουσες τιμές, ανάλογα με τον βαθμό του επικεφαλής της άλλης ομάδας. Ενοχλητικό καταντούσε.

Ενώ ήταν πεσμένη στα γόνατα, η Επτά έριχνε κοφτές ματιές στις στολές των ΙΤ που περνούσαν από μπροστά της. Πολύ πιο ακριβές απ’ τη δική της ήσαν, πράγμα που καθόλου δεν βοηθούσε την αυτοπεποίθησή της. Να ήξεραν τουλάχιστον να ντυθούν καθόλου αυτές οι ανθρωπίλες. Τυφλά πήγαιναν και διάλεγαν ότι πιο ακριβό κυκλοφορούσε, χωρίς να καταλαβαίνουν ή να ενδιαφέρονται αν πραγματικά τους πήγαινε. Και να είναι τώρα αναγκασμένη η Επτά να παραμερίζει για να περνάνε αυτές οι ξιπασμένες καρακάξες. Έκανε και ζέστη, παρά τις διαστάσεις του χώρου. Πολύ γρήγορα η Επτά ένοιωσε να κολυμπάει στον ιδρώτα. Το ίδιο πρέπει να είχαν πάθει και οι υπόλοιποι. Σκατά. Οι στολές τους θα γέμιζαν ζάρες πάλι. Θα έπρεπε να βρουν κάπου να φρεσκαριστούν λίγο πριν εμφανιστούν μπροστά στο Αρχιεπίσκοπο.

Με το σλιπ τουλάχιστον, κανένα πρόβλημα — ευτυχώς. Εν κινήσει το πήρε. Βρήκε μια στιγμή που οι υπόλοιποι κοίταζαν αλλού, έσκυψε, σαν να είχε σκοντάψει, και, κρυμμένη πίσω απ’ τη στολή και το σώμα της, ψέκασε βιαστικά το πρόσωπό της. Αμέσως συνήλθε. Το πρόβλημα ήταν μετά, που έπρεπε να συνεχίσει να περπατάει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αλλά, κακήν-κακώς, τα κατάφερε. Βοηθούσε και η κοσμοχαλασιά της Αρχιεπισκοπής. Ήταν εντελώς απίθανο να προσέξει κανείς τον κάπως περίεργο βηματισμό της και όσο για να την μυρίσει, ήταν εντελώς αδύνατον.

Το Αρχιμανδρίτη Γκρόμο έφτασε στο θεωρείο των επίσημων προσκεκλημένων της Αρχιεπισκοπής και οδήγησε την ομάδα του λίγο δεξιά απ΄ το σημείο απ΄ όπου ήξεραν πως θα έκανε την εμφάνισή του το Αρχιεπίσκοπο. Καλύφθηκαν πίσω από μια απ’ τις θεόρατες κολώνες του ναού και άρχισαν πάλι να διορθώνουν τις στολές τους. Αυτή τη φορά, για πιο ευκολία, διόρθωσε ο ένας την στολή του άλλου — το Αρχιμανδρίτη το ανέλαβε η Επτά. Μετά, θα έπρεπε μόνη της να τακτοποιήσει και την δική της, αφού κανείς απ΄ τους υπόλοιπους δεν είχε δικαίωμα να την αγγίξει — εκτός βέβαια αν την βίαζε…

Ένα κύμα προσμονής άρχισε να διαχέεται στην απέραντη αίθουσα. Σαν το πλήθος να άκουγε και να συντονιζόταν με μια άηχη μουσική. Το Αρχιμανδρίτη Γκρόμο έριξε μια τελευταία ματιά στους δικούς του και μετά βγήκαν απ’ την κρυψώνα τους και παρατάχθηκαν. Η Λειτουργία των Κατηχουμένων — το δημόσιο μέρος της Θείας Λειτουργίας — θα άρχιζε όπου να’ ταν.

Η είσοδος του Αρχιεπισκόπου ήταν θεαματική, πολύ θεαματική, ακόμα και για τα — ιδιαίτερα υψηλά — μέτρα των Άνομο. Το Αρχιεπίσκοπο έμπαινε τελευταίο μετά από μια μακριά παρέλαση Ανώτατων Κληρικών και Πρωταγίων. Οι Κληρικοί κρατούσαν τα εμβλήματα της βαθμίδας τους και οι Πρωτάγιοι τα σύνεργα της Αγιοσύνης τους. Κάθε ένας που έμπαινε, έκανε, ενώ περπατούσε, μικρή επίδειξη των ιδιαίτερων ικανοτήτων του. Όλα αυτά υπό τους ήχους μουσικής, που ακουγόταν πλέον καθαρά και σταδιακά δυνάμωνε, καθώς πλησίαζε η ώρα να εμφανιστεί το Αρχιεπίσκοπο.

Η μουσική κορυφώθηκε και μετά, πολύ απότομα, έπαψε τελείως. Η ξαφνική σιωπή ήταν τέλεια συγχρονισμένη με την εμφάνιση του τελευταίου μέλους της παρέλασης — ενός Μητροπολίτη — που πέρασε σιωπηλά χωρίς να κάνει καμιά απολύτως επίδειξη. Μετά, τίποτα. Σιωπή. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα έντασης έτσι.

Η ομάδα του Αρχιμανδρίτη είχε φροντίσει να πιάσει καλή θέση, αλλά άλλες ομάδες, πιο υψηλόβαθμων Κληρικών, είχαν αρχίσει να τους σπρώχνουν προς τα πίσω. Από εκεί που στέκονταν τώρα, γονατισμένοι και με τα μάτια στο πάτωμα μπροστά τους, πιο πολύ ένοιωσαν παρά είδαν την άφιξη του Φόλο. Μια ανατριχίλα ευδαιμονίας εξαπλώθηκε στο πλήθος.

Το Φόλο! Το Φόλο το καλό! Το πιο αστείο!

Το Φόλο ήταν το γελωτοποιό του Αρχιεπίσκοπου. Περπατούσε πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ τον αφέντη του. Μόλις εμφανιζόταν το Φόλο, όλοι ήξεραν πως το Αρχιεπίσκοπο ήταν κι’ αυτό εκεί. Έτσι γινόταν επειδή το ίδιο το Αρχιεπίσκοπο ήταν αόρατο — χρησιμοποιούσε το γελωτοποιό του ως σημάδι της παρουσίας του. Το ότι το Αρχιεπίσκοπο ήταν αόρατο ήταν φυσικό ή μάλλον αναπόφευκτο. Όλοι οι Κληρικοί και οι Πρωτάγιοι που προηγήθηκαν, όλες αυτές οι ξεχωριστές δεξιότητες και χαρακτηριστικά, συγκεντρώνονταν και εστιάζονταν στο πρόσωπο του Αρχιεπίσκοπου. Πώς ήταν δυνατόν λοιπόν το ίδιο το Αρχιεπίσκοπο να είχε συγκεκριμένη μορφή, όταν ήταν όλα αυτά μαζί ταυτόχρονα; Ήταν αυτονόητο πως δεν μπορούσε, παρά να είναι αόρατο. Τα απλά Άνομο αντιμετώπιζαν με ανακούφιση το γεγονός αυτό, γιατί, σκέφτονταν, πως όσο κι’ αν πρόσεχαν να κρατάνε κατεβασμένα τα μάτια τους όση ώρα ήταν παρόν κάποιο μέλος του Ανώτατου Κλήρου — πόσο μάλλον το Αρχιεπίσκοπο — όλο και τους ξέφευγε καμιά ματιά. Μια τόσο λαμπρή παρουσία, όπως αυτή του Αρχιεπίσκοπου, αν είχε συγκεκριμένη μορφή, σίγουρα θα τα τύφλωνε. Άρα, τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα έτσι, με το Αρχιεπίσκοπο να είναι αόρατο. Άλλωστε, έτσι τα θέλησε το Ένα και αποτελεί ταυτολογία να διαπιστώνουμε συνεχώς πως τα πάντα εν σοφία εποίησε.

Το Φόλο χαιρέτησε το πλήθος και έκανε μια απ’ τις παλαβές γκριμάτσες του. Ιαχές χαράς και ενθουσιασμού ξέσπασαν αμέσως. Ήταν τέτοιας έντασης που το Φόλο υπέκυψε και έκανε άλλη μία. Το πλήθος ικέτεψε και τρίτη, αλλά το Φόλο σήκωσε τους ώμους του και τους έδειξε με νόημα το κενό που ακολουθούσε πίσω του. Έπρεπε και το Αρχιεπίσκοπο να κάνει τη δουλειά του κάποια στιγμή. Δεν μπορούσε να κάθεται όλη μέρα και να περιμένει το Φόλο και τα πλήθη των θαυμαστών του. Ο κόσμος καταλάγιασε. Η ατμόσφαιρα, ως διά μαγείας, έγινε αμέσως κατανυκτική. Τέτοιο έλεγχο είχε το Φόλο πάνω στο Εκκλησίασμα.

Το γελωτοποιό περίμενε γονατιστό μέχρι που το Αρχιεπίσκοπο να πάρει τη θέση του στον θρόνο. Μετά πήγε και κούρνιασε ανάμεσα στα πόδια του. Όλα ήταν έτοιμα πια, μπορούσαν να ξεκινήσουν.

Η Λειτουργία της Αρχιεπισκοπής ήταν, χωρίς συζήτηση, η καλύτερη της Πόλης. Αυτό ήταν ένα πολύ σοβαρό κίνητρο για τα Άνομο, ώστε να κάνουν την διαδρομή μέχρι την Αρχιεπισκοπή και να ζήσουν την Λειτουργία από κοντά και όχι μέσω απεικόνισης, όπως συνήθως.

Για σήμερα το πρόγραμμα είχε μονομαχία μεταξύ Πρωταγίων τοξοβολίας και ρακέτας. Το Εκκλησίασμα την περίμενε με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Η Αρχιεπισκοπή, λόγω ακριβώς της δημοτικότητας της Λειτουργίας της, είχε στην διάθεσή της τον ανθό των Πρωταγίων προκειμένου να κληρώνει το καθημερινό ζευγάρι μονομάχων. Οι κάπως ακραίοι συνδυασμοί, όπως ο σημερινός, ήταν ακριβώς απόδειξη της δύναμης που είχε η Αρχιεπισκοπή.

Το Αρχιδιάκονο Πίπο ήταν πραγματικά ειδήμον στο Λειτουργικό Τυπικό και όχι ερασιτέχνης όπως τα Διάκονα. Η Επτά το παρακολουθούσε με προσοχή να εξηγεί στα Διάκονα ότι η σημερινή Λειτουργία μεταξύ του Πρωταγίου Πόρο στην τοξοβολία και του δις Πρωταγίου Λόλο στην ρακέτα στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά απλή ήταν. Ακόμα και σαν Λειτουργία-παγίδα θα μπορούσε να θεωρηθεί. Τα Διάκονα άκουγαν το Αρχιδιάκονο σιωπηλά, αλλά η ανυπομονησία της νεότητας ήταν καθαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους.

Εκ πρώτης όψεως, επέμεινε το Αρχιδιάκονο Πίπο, θα έλεγε κανείς πως το Πρωτάγιο Πόρο έπρεπε να είναι τουλάχιστον ανίκανο (που, αποδεδειγμένα, δεν ήταν καθόλου) για να χάσει, αφού αρκούσε να κρατηθεί μακριά απ’ το αντίπαλό του, και να του ρίχνει μέχρι να το τραυματίσει και μετά να πλησιάσει και να το αποτελειώσει. Αυτό όμως που δεν ήξερε ο πολύς κόσμος ήταν πως η ρακέτα του Πρωτάγιου Λόλο είχε πλέγμα φτιαγμένο από μικρο-ίνες, οι οποίες μπορούσαν χωρίς καμιά δυσκολία να συγκρατήσουν τα βλήματα του τόξου του Πόρο. Όσο από ταχύτητα, ο Λόλο είχε παραπάνω από αρκετή για να προλαβαίνει να εστιάζει και να αποκρούει τις βολές του Πόρο. Επιπλέον, αν κατά την διάρκεια της Λειτουργίας το Πρωτάγιο Λόλο κατάφερνε να πλησιάσει το Πρωτάγιο Πόρο — πράγμα βέβαια πολύ ριψοκίνδυνο, γιατί έτσι μειωνόταν ο χρόνος που το Πρωτάγιο Λόλο είχε στην διάθεσή του για να αντιδράσει σε κάθε εκτόξευση βλήματος — αν όμως τα κατάφερνε και γινόταν μάχη εκ του σύνεγγυς, τότε η ρακέτα του θα αποδεικνυόταν πολύ πιο αποτελεσματική από το τόξο. Άρα, μόνο εξασφαλισμένη δεν ήταν η έκβαση της μονομαχίας.

Το Αρχιδιάκονο συμβούλεψε τα Διάκονα να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά στα στοιχήματά τους και να μην υποκύψουν στις Σειρήνες του εύκολου κέρδους. Όμως ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Ολόκληρο το Εκκλησίασμα είχε πωρωθεί και στοιχημάτιζε ότι είχε και δεν είχε στο Πρωτάγιο Πόρο. Έτσι και έχανε τελικά το Πόρο, τα περισσότερα Άνομο του Εκκλησιάσματος θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν με τα υπό-στολα πίσω στη Φλάβια — πέρα απ’ την προσωπική τους περιουσία είχαν στοιχηματίσει ακόμη και τα επί-στολα και τα μεσό-στολα που φορούσαν.

Τα δυο Πρωτάγια στάθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο. Εκτέλεσαν το τελετουργικό των χορηγών τους και η Λειτουργία ξεκίνησε. Το πόσο δίκιο είχε το Αρχιδιάκονο Πίπο δεν άργησε καθόλου να αποδειχθεί. Χωρίς να καταδεχτεί να κάνει τον παραμικρό παραπλανητικό ελιγμό, το Πρωτάγιο Πόρο εκτόξευσε αμέσως σωστό καταιγισμό βλημάτων προς το Πρωτάγιο Λόλο με σκοπό — εξηγούσε η σιγανή φωνή του Αρχιδιάκονου Πίπο — να τραυματίσει ή, αν το βοηθούσε η τύχη, και να σκοτώσει το αντίπαλό του και ν΄ αποφύγει έτσι μια μακρόσυρτη και με αβέβαιη έκβαση μονομαχία. Όμως, το Πρωτάγιο Λόλο, όχι μόνο απέκρουσε τα βλήματα, αλλά κατάφερε ώστε μερικά απ’ αυτά να επιστρέψουν πίσω προς τον αντίπαλό του. Το αποτέλεσμα ήταν αποσυντονιστεί τελείως το Πρωτάγειο Πόρο, αφού δεν είχε τρόπο άμυνας απέναντι στα ίδια του τα βλήματα. Μόλις και διά της βίας κατάφερε να τ’ αποφύγει.

Ενενήντα περίπου δευτερόλεπτα μετά την έναρξη της μονομαχίας τα δυο Πρωτάγια έκαναν παύση. Είχαν ήδη λαχανιάσει, αλλά κανένα απ’ τα δυο δεν είχε καταφέρει ούτε καν ν’ αγγίξει το αντίπαλό του. Ένα ελαφρό πλεονέκτημα – ψυχολογικό τουλάχιστον – το είχε το Πρωτάγιο Λόλο, ακριβώς επειδή είχε καταφέρει να αιφνιδιάσει το Πρωτάγιο Πόρο με τις απρόβλεπτες αποκρούσεις-αντεπιθέσεις του. Κι’ αυτό όμως γρήγορα εξανεμίστηκε, γιατί το Πρωτάγιο Πόρο κατάφερε να προσαρμόσει την στρατηγική του, ώστε να προλαβαίνει ν΄ αποφεύγει τις αντεπιθέσεις του Πρωταγίου Λόλο. Για ισοπαλία πήγαινε η Λειτουργία και αυτό δεν άρεσε σε κανέναν. Ούτε τα Πρωτάγια την ήθελαν, γιατί έτσι δεν θα κέρδιζαν τίποτα, ούτε το Εκκλησίασμα, γιατί όχι μόνο δεν θα κέρδιζε κανείς τίποτα, αλλά θα έχαναν και την διόλου ευκαταφρόνητη προμήθεια που η Αρχιεπισκοπή έτσι κι΄ αλλιώςχρέωνε για κάθε στοίχημα, αλλά, τέλος, ούτε και η ίδια η Αρχιεπισκοπή την ήθελε, γιατί θα κηλιδωνόταν η φήμη της, που βασιζόταν ακριβώς στο ότι στις Λειτουργίες της, ούτε ισοπαλία υπήρχε συνήθως, ούτε περίπτωση ελέους στο ηττημένο.

Στο τέλος της Λειτουργίας το Άγιο που επιζούσε ανακηρυσσόταν αμέσως Πρωτάγιο, αν δεν ήταν ήδη, και εξασφάλιζε δικαιώματα ισότιμα με αυτά ενός Ανώτατου Κληρικού. Ασήμαντη ήταν οποιαδήποτε θυσία μπροστά σε τέτοιο κατόρθωμα. Πράγματι, τα Άνομο που έλπιζαν να φτάσουν σε επίπεδο Πρωταγίου επένδυαν όλο τους το εισόδημα απ΄ τους αγώνες και τις χορηγίες στην αέναη βελτίωση των επιδόσεών τους. Προχωρούσαν σε σταδιακή αντικατάσταση όλο και περισσότερων τμημάτων του σωματός τους, κυνηγώντας και το πλέον απειροελάχιστο πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους. Πίσω από κάθε αθλητή βρίσκονταν ομάδες ολόκληρες Μηχανικών. Άλλοι ειδικεύονταν στην μεγιστοποίηση της απόδοσης κάθε ξεχωριστού μέλους του σώματος του Αγίου και άλλοι στην αρμονική συνεργασία μεταξύ των διάφορων υποσυστημάτων.

Αυτά ίσχυαν στη θεωρία. Γιατί η εμπειρία μέσα απ΄ τις ίδιες τις Λειτουργίες είχε δείξει πως η συνεχής επένδυση σε όλο και περισσότερους τεχνητούς μηχανισμούς δεν ήταν πανάκεια. Η βιολογική υποδομή του Αγίου, πάνω στην οποία ήταν υποχρεωμένη να βασιστεί κάθε ομάδα , έβαζε σαφή και αμετακίνητα όρια. Ακόμα και το πιο απειροελάχιστο λάθος στις ρυθμίσεις μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της αποτελεσματικότητας ολόκληρου του Αγίου με καταστροφικά αποτελέσματα την ώρα της Λειτουργίας.

Από εκεί ξεκινούσε και το πρόβλημα που έφτανε να έχει αρνητική επίδραση στην εξέλιξη ολόκληρης της Λατρείας. Μόλις ένα Πρωτάγιο σκοτωνόταν, η ομάδα υποστήριξής του διαλυόταν και τα μέλης της έπρεπε, φυσιολογικά, να απορροφηθούν απ΄ τις άλλες ομάδες. Αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, αφού τα συμφέροντα που διακυβεύονταν ήταν πολύ μεγάλα. Πώς μπορούσαν οι υπόλοιπες ομάδες να εμπιστευθούν τους Μηχανικούς της ομάδας του χαμένου; Μπορεί μεν να γνώριζαν (ή να νόμιζαν πως γνώριζαν) τι είχε πάει λάθος με το Άγιό τους, αλλά πώς μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος πως δεν θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευθούν παράνομα την γνώση τους, δίνοντας σκόπιμα λάθος συμβουλές στη νέα τους ομάδα και ταυτόχρονα στοιχηματίζοντας ιδιωτικά εναντίον της; Έτσι όμως, δεν μεταφερόταν η γνώση απ’ την μια ομάδα στην άλλη και με την πάροδο του χρόνου έπεφτε το επίπεδο όλης της Λατρείας.

Γι’ αυτό το λόγο ήταν που, τελευταία, είχε ξεκινήσει μια αντίστροφη τάση. Πολλοί Άγιοι ή ακόμα και Πρωτάγιοι, αντικαθιστούσαν τα τεχνητά τους μέλη με βιολογικά παράγωγα, που δεν είχαν και τόσο μεγάλο εύρος ρυθμίσεων. Ο στόχος ήταν ο ρόλος των Μηχανικών να πάψει να είναι τόσο καθοριστικός. Κατά σύμπτωση, τα Πρωτάγια της σημερινής Λειτουργίας ήταν και τα δύο αντιπρόσωποι της νέας αυτής σχολής. Πέρα από το δεξί μάτι του Πρωτάγιου Λόλο, που ήταν συνθετικό για ταχύτερη εστίαση σε κινούμενα αντικείμενα, και το αριστερό χέρι του Πρωτάγιου Πόρο, που ήταν από παράγωγο γραφένιου για αυξημένη στιβαρότητα και ευλυγισία, κατά τα άλλα και τα δύο Πρωτάγια έφεραν αμιγώς βιολογικά εξαρτήματα πάνω τους.

Η αμηχανία για την διαφαινόμενη ισοπαλία ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα και κανείς δεν ήξερε πώς να γυρίσει τη Λειτουργία. Τελικά, την λύση ανέλαβε να δώσει ο συνήθης ύποπτος, το Φόλο. Πετάχτηκε ξαφνικά επάνω και έκανε μια απ’ τις απίστευτες γκριμάτσες του. Ολόκληρη η Αρχιεπισκοπή σείστηκε από τα γέλια. Όχι όμως και οι δύο Πρωτάγιοι. Αυτοί δεν μπορούσαν να διακόψουν την αυτοσυγκέντρωσή τους. Όμως το Πρωτάγιο Πόρο δεν τα κατάφερε τελείως. Η ματιά του πετάρισε στιγμιαία προς το Φόλο. Η συνέχεια ήταν αναπόφευκτη. Το συνθετικό μάτι του Πρωταγίου Λόλο συνέλαβε την απόσπαση της προσοχής του αντιπάλου του και, αστραπιαία, έβαλε το σώμα του σε κίνηση. Ενώ ο απόηχος από τα γέλια του πλήθους αντηχούσε ακόμα στην τεράστια αίθουσα, το Πρωτάγιο Λόλο κύλησε προς το μέρος του αντιπάλου του με ταχύτητα μεγαλύτερη απ’ ότι μπορούσε να παρακολουθήσει το ανθρώπινο μάτι. Το Λόλο ακολούθησε μια εξαιρετικά πολύπλοκη τροχιά, που ήταν υπολογισμένη έτσι ώστε ανά πάσα στιγμή να δίνει τον μικρότερο δυνατό στόχο στον αντίπαλό του. Παρ’ όλα αυτά το Πρωτάγιο Πόρο πρόλαβε να ρίξει τρία βλήματα. Το πρώτο αστόχησε τελείως. Το δεύτερο, το Πρωτάγιο Λόλο κατάφερε να το αποκρούσει εν κινήσει και να το στείλει πίσω προς το Πρωτάγιο Πόρο. Το τρίτο, που είχε ήδη εκτοξευθεί πριν το δεύτερο επιστρέψει πίσω στο Πόρο, πρόλαβε και βρήκε το στόχο του. Όμως, και το Πρωτάγιο Πόρο χτυπήθηκε απ’ το βλήμα του, όταν επέστρεψε, γιατί δεν είχε χρόνο να το αποφύγει. Σχεδόν ταυτόχρονα, και οι δυο αντίπαλοι βρέθηκαν βαριά τραυματισμένοι.

Για ένα ελάχιστο δέκατο του δευτερολέπτου οι δυο Πρωτάγιοι στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο σε απόσταση λιγότερη του ενός μέτρου. Με δυσκολία στέκονταν πια όρθιοι. Κοιτάχτηκαν. Μετά, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει το Αρχιδιάκονο Πίπο. Δεν παιζόταν, η ρακέτα, από κοντά.

Το σώμα του Πρωταγίου Πόρο σωριάστηκε κάτω, πλημμυρισμένο στο αίμα. Το Φόλο σηκώθηκε γρήγορα-γρήγορα, πλησίασε το Πρωτάγιο Λόλο, που ήταν έτοιμο να πέσει κάτω κι’ αυτό, και το ανακήρυξε — για τρίτη φορά — Πρωτάγιο.

Νεκρική σιωπή έπεσε στην αίθουσα. Τα περισσότερα Άνομο αναλογίζονταν σκυθρωπά τις χαμένες τους περιουσίες. Τις ΙΤ τους, που δεν θα ήσαν σε θέση να διατηρήσουν πια και τις υπόλοιπες μικρο-απολαύσεις τους, που θα κατάσχονταν αμέσως μετά το τέλος τη Λειτουργίας απ’ τις υπηρεσίες του Κλήρου. Δεκαετίες θα έπρεπε να περιμένουν τα Άνομο μέχρι να καταφέρουν να τις ξαναποκτήσουν.

Η κάπως πένθιμη αυτή ατμόσφαιρα διευκόλυνε τα σχέδια της Αρχιεπισκοπής. Σειρά τώρα στο πρόγραμμα είχαν οι Δίκες και καλό ήταν να διεξάγωνται μέσα σε ατμόσφαιρα μεταμέλειας και κατάνυξης. Το Εκκλησίασμα παρακολούθησε σιωπηλό τους Διάδικους να ανεβαίνουν ανά ζεύγη στην μεγάλη σκηνή, να εξηγούν την διαφορά τους, το καθένα απ’ την δική του οπτική γωνία και το Αρχιεπίσκοπο να κάνει διευκρινιστικές ερωτήσεις (μέσω του Φόλο). Μετά, κάθε μέλος του Εκκλησσιάσματος ψήφιζε, σηκώνοντας ένα σημαιάκι που έδειχνε «δεξιά» ή «αριστερά», ανάλογα με το ποιός διάδικος πίστευε πως είχε δίκιο, αυτός που στεκόταν αριστερά ή δεξιά απ΄ το Αχιεπίσκοπο. Το σύστημα ήταν γρήγορο, αλλά κάθε άλλο παρά δίκαιο, αφού το Εκκλησίασμα ήταν ελεύθερο να ψηφίζει ότι ήθελε. Οι διάδικοι καλά θα έκαναν να μην άφηναν τα πράγματα να φτάσουν σ΄ αυτό το σημείο — αυτή ήταν η κεντρική ιδέα της διαδικασίας. Ευτυχώς που υπήρχε το Φολο και διασκέδαζε τους συγκεντρωμένους, αυτοσχεδιάζοντας επί τόπου την θεμελίωση επί του Ζωδιακού Κώδικα της κάθε ετυμηγορίας.

Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, μέσα σε μια ώρα είχαν ξεπετάξει πάνω από είκοσι υποθέσεις, όταν το Αρχιεπίσκοπο πρέπει να βαρέθηκε και αποφάσισε να διακόψει.

Σειρά τώρα είχαν οι Ακροάσεις. Οποιοδήποτε Άνομο είχε όχι μόνο την δυνατότητα να επισκεφθεί την Αρχιεπισκοπή, αλλά και να απευθυνθεί κατ’ ευθείαν στο Αρχιεπίσκοπο για να του πει οτιδήποτε τυχόν το απασχολούσε. Το Αρχιεπίσκοπο ήταν υποχρεωμένο είτε να απαντήσει εκεί επί τόπου, είτε να δηλώσει «Δικαίωμα», οπότε θα έπρεπε να απαντήσει μέσα σε τρεις μέρες. Ο λόγος του Αρχιεπίσκοπου ήταν τελεσίδικος, αφού δεν υπήρχε υψηλότερη αρχή, στην οποία να μπορούσε να προσφύγει κανείς.

Τα εγγεγραμμένα Άνομο έκαναν σειρά για να πάρουν τον λόγο. Μεσ΄ την ανακατωσούρα ένα Επίσκοπο παρά τω Αρχιεπίσκοπω κάλεσε κοντά του το Αρχιμανδρίτη Γκρόμο. Συνομίλησαν για λίγο χαμηλόφωνα και μετά το Αρχιμανδρίτη Γκρόμο γύρισε πίσω στη θέση του. Το προσωπικό του Αρχιμανδρίτειου κοιτάχτηκε με απορία. Ως και η Επτά πήρε μέρος στο πηγαδάκι που δημιουργήθηκε. Κανείς δεν ήταν σε θέση να υποθέσει ποιο μπορεί να ήταν το μήνυμα του Επίσκοπου. Το Αρχιδιάκονο Πίπο προσφέρθηκε να πλησιάσει το Αρχιμανδρίτη και να επιχειρήσει να ξεδιαλύνει την κατάσταση — είχαν ανέβει πολύ οι μετοχές του μετά την ευθυκρισία που είχε επιδείξει στην διάρκεια της Λειτουργίας.

Το Αρχιδιάκονο προχώρησε δειλά προς το Αρχιμανδρίτη. Μια-δυο κουβέντες αντάλλαξαν όλες κι΄ όλες και μετά το Αρχιδιάκονο βιάστηκε να χαιρετήσει και να το βάλει στα πόδια. Αρκετά είχε κρατήσει η τύχη του, δεν ήθελε να την δοκιμάσει περισσότερο. Μόλις επέστρεψε, οι υπόλοιποι έπεσαν επάνω του. Το Αρχιεπίσκοπο, τους αποκάλυψε το Αρχιδιάκονο, θα παραχωρούσε ιδιωτική συνέντευξη στο Αρχιμανδρίτη! Μόλις τελείωνε η Λειτουργία των Πιστών!

Σύξυλοι έμεινε η ομάδα του Αρχιμανδρίτειου. Άκου ιδιωτική συνέντευξη! Εξαιρετικά ασυνήθιστο ήταν κάτι τέτοιο. Κοιτάχτηκαν πάλι όλοι σιωπηλοί. Τόσο καλό ήταν το νέο, που καταντούσε κακό. Μα τι μπορεί να είχε βρει το Αρχιμανδρίτη που άξιζε τόσο ειδική μεταχείριση;

Η ομάδα του Αρχιμανδρίτη Γκρόμο κάθισε στην άκρη να περιμένει. Θα έπαιρνε ώρα μέχρι ν’ αδειάσει τελείως η Μεγάλη Αίθουσα. Το Αρχιεπίσκοπο και το γελωτοποιό του είχαν ήδη αποσυρθεί. Η Επτά, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει βρήκε την ευκαιρία να θαυμάσει τα εξαιρετικά βιτρό της Αρχιεπισκοπής. Βρίσκονταν στην κορυφή του τριγωνικού κτιρίου και έδειχναν αναπαραστάσεις απ’ τα πρώιμα χρόνια του Ένα.

Απ’ τον Ιερονόμο ο Σύνδεσμος ήταν που τους έσωσε.

Όταν άκουσαν την φωνή του, η Επτά και ο Δύο έμειναν πετρωμένοι εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, χωρίς ούτε γκιχ να τολμήσουν να κάνουν. Με την άκρη μόνο του ματιού είδαν μια κοντοστούπικη μορφή να εμφανίζεται απ’ το πουθενά, να γλιστράει ανάμεσα σ’ αυτούς και τον Ιερονόμο, που, έκπληκτος, είχε κάνει λίγο πίσω, και να του απευθύνεται με την μεγαλύτερη δυνατή επισημότητα — ούτε Ανώτατος Κληρικός να ήταν.

Ξεκίνησε τότε μεταξύ τους ένας χαμηλόφωνος, αλλά αρκετά έντονος διάλογος. Η Επτά και ο Δύο δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν τι έλεγαν, αλλά καθώς περνούσε η ώρα, τελικά τόλμησαν και γύρισαν λίγο να δουν. Είδαν τον Σύνδεσμο να προβάλλει στον Ιερονόμο απεικονίσεις με κείμενα γεμάτα επίσημες σφραγίδες και μετά να χειρονομεί δείχνοντας μια την Επτά και τον Δύο και μια προς την κατεύθυνση του Εργοστασίου.

Πρέπει να κράτησε ώρα η διαπραγμάτευση. Ως και με τα κεντρικά επικοινώνησε ο Ιερονόμος, ελέγχοντας αυτά που του έλεγε ο Σύνδεσμος και ηταν φανερό πως δεν ήταν καθόλου σίγουρος τι έπρεπε να κάνει. Κάποια στιγμή πάντως, μπήκε στο όχημά του και, προς μεγάλη έκπληξη της Επτά και του Δύο, αντί να ξαναβγεί, έβαλε μπρος και έφυγε. Έμειναν μόνοι ξαφνικά, με τον Σύνδεσμο.

Ο Σύνδεσμος πλησίασε προς το μέρος τους. Τους έκανε νόημα να σηκωθούν και να τακτοποιήσουν τις στολές τους. Η Επτά και ο Δύο βιάστηκαν να υπακούσουν. Αλλά εκείνη την στιγμή έπαθαν κάτι που καθόλου δεν περίμεναν. Αντί να αισθανθούν ανακούφιση, αφού όλα έδειχναν πως είχαν σωθεί, τότε ήταν που οι δυο άνθρωποι άρχισαν να τρομάζουν για τα καλά. Ίσως έφταιγε που ο Σύνδεσμος, σε αντίθεση με τον Ιερονόμο, τους ήταν κάτι εντελώς άγνωστο. Την παραμικρή ιδέα δεν είχαν τι έπρεπε να περιμένουν.

Ο Σύνδεσμος ήταν ολοφάνερα θηλυκός, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο, ούτε η Επτά ούτε ο Δύο τον σκέφθηκαν καθόλου ως τέτοιο. Ως «Σύνδεσμος» τους συστήθηκε και ως τέτοιο τον ήξεραν.

Κρίνοντας απ’ το παρουσιαστικό του, ο Σύνδεσμος δεν έμοιαζε να είναι σε θέση να γίνει σωτήρας οποιουδήποτε. Ο ίδιος ήταν που, πολύ φανερά, είχε ανάγκη σωτηρίας. Εξαιρετικά ασουλούπωτο πλάσμα ήταν. Φυσιογνωμικά έμοιαζε κάπως με τον νάνο που είχαν συναντήσει προηγουμένως. Η Επτά δεν απέφυγε την σκέψη μήπως επρόκειτο για φάντασμα του προηγούμενου που είχε βγει να τους κυνηγήσει. Καθως όμως άρχισαν να διακρίνουν κάπως καλύτερα, είδαν πως δεν έμοιαζε και τόσο. Σε αντίθεση με τα αποκρουστικά χαρακτηριστικά του άλλου πλάσματος, το πρόσωπο του Σύνδεσμου ήταν εντελώς ουδέτερο, δεν είχε τίποτα που να τραβούσε την προσοχή. Πέρα απ’ το ότι ήταν ένα κοντό, θηλυκό πλάσμα, δύσκολα θα εύρισκε κανείς κάτι αξιοσημείωτο για να περιγράψει.

Η Επτά και ο Δύο μόλις τον είδαν να τους πλησιάζει, πισωπάτησαν, και ενστικτωδώς έπιασαν το χέρι ο ένας του άλλου. Ο Σύνδεσμος το πρόσεξε και σταμάτησε εκεί που βρισκόταν.

«Τι; Κι’ εμένα με φοβάστε;» ρώτησε. «Αυτό είναι το ευχαριστώ σας για τον κόπο μου;»

Οι άνθρωποι δεν ήξεραν πώς να απευθυνθούν στον απρόσμενο σωτήρα τους. Τις διαπραγματεύσεις τις ανέλαβε ο Δύο και πάλι.

«Τι θέλετε από εμάς;» ρώτησε. Η φωνή του ακούστηκε τόσο αξιοθρήνητη, που η Επτά λυπήθηκε.

«Τίποτα» ήρθε η αναπάντεχη απάντηση του πλάσματος. Και ακόμα πιο αναπάντεχο ήταν πως δεν θεώρησε σκόπιμο να προσθέσει κάτι άλλο. Ακολούθησε τότε μια εξαιρετικά δυσάρεστη σιωπή με τον Σύνδεσμο να στέκεται απλώς εκεί, και να τους κοιτάζει επίμονα, λες και το βλέμμα του από μόνο του έφτανε για να τα εξηγήσει όλα.

«Του Ιερονόμου, τι του…» δοκίμασε να ρωτήσει ο Δύο, έτσι για να σπάσει τη σιωπή. «Εμείς, κατά τύχη…».

«Αυτό είναι σίγουρο» τον διέκοψε το πλάσμα. Μετά συνέχισε να τους παρατηρεί αμίλητο.

«Τι είπατε του Ιερονόμου;» ξαναρώτησε ο Δύο.

«Του εξήγησα πως αν και χωρίς άδεια, υπήρχε λόγος που βρισκόσασταν εδώ».

«Τι λόγος;»

«Δουλειά της Αρχιεπισκοπής».

«Της Αρχιεπισκοπής;».

«Ναι».

«Τι δουλειά… της Αρχιεπισκοπής;»

«Γιατί, είστε πραγματικά της Αρχιεπισκοπής;»

«Όχι» αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο Δύο.

«Ε, τότε;» ρώτησε το πλάσμα.

Ο Δύο σταμάτησε. Πήρε μια αναπνοή και ξαναδοκίμασε.

«Με λένε 7Δ82Χ11Ν252» δήλωσε στο πλάσμα και του έκανε το σήμα του Ζωδίου του. «Αυτή είναι η 3Ζ46Β64Κ437» είπε δείχνοντας πλάι του.

«Εμένα Σύνδεσμο» είπε το πλάσμα, χωρίς μάλιστα να κάνει κάποιο σήμα. Ο Δύο γύρισε και κοίταξε την Επτά με αμφιβολία. Η Επτά έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά.

«Συνδεσμο; Δηλαδή;» τον ρώτησε. Ο Σύνδεσμος σήκωσε τα φρύδια του ερωτηματικά, δείχνοντας πως δεν καταλάβαινε την ερώτηση. «Το όνομά σας ποιό είναι;» επέμεινε η Επτά.

«Αυτό είναι τ’ όνομά μου, Σύνδεσμος… Και μην μου μιλάτε επίσημα, δεν υπάρχει λόγος» ήρθε η απάντηση. Η Επτά δεν ήξερε πώς να συνεχίσει και σώπασε.

«Σύμφωνοι» προσπάθησε να συνεχίσει ο Δύο. «Σύνδεσμε, εμείς… βλέπεις τι είμαστε. Δεν ξέρουμε πώς να σ’ ευχαριστήσουμε… Δεν κάναμε τίποτα κακό…» Άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε γιατί φοβήθηκε.

«Μην φοβάστε» είπε ο Σύνδεσμος. «Μιλήστε. Τι δουλειά είχατε εδώ πέρα;»

«Φάρμακο ψάχναμε» είπε αποφασιστικά η Επτά. «Δεν αισθάνομαι καλά ώρες-ώρες» συμπλήρωσε.

«Χωρίς λόγο;» ρώτησε ο Σύνδεσμος. Η Επτά έγνεψε καταφατικά και έριξε μια νευρική ματιά στον Δύο δίπλα της.

Ο Σύνδεσμος κούνησε με κατανόηση το κεφάλι του. Μετά χαμογελασε και τους είπε κάτι που τους άφησε άναυδους.

«Ωραία, εδώ απ΄ ότι βλέπω τελειώσαμε. Χάρηκα που μπόρεσα να σας βοηθήσω. Για να φύγετε, πηγαίνετε προς τα εκεί» και έδειξε με το χέρι του προς τα δεξιά. «Μην καθυστερείτε μόνο» συμπλήρωσε, «γιατί είναι πήχτρα στους Ιερονόμους εδώ». Μετά τους γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε ν’ απομακρύνεται.

Η Επτά και ο Δύο τα έχασαν προς στιγμή. Και οι δυο ταυτόχρονα προσπάθησαν να μιλήσουν. «Εεε… Μια στιγμή». Ο Σύνδεσμος γύρισε το κεφάλι του. Η Επτά συνέχισε. «Πού πάτε; Πώς μας…»

«Μα σας είπα», επέμεινε ο Σύνδεσμος. «Είστε ελεύθεροι. Μπορείτε να φύγετε».

«Τότε, γιατί;…» ψέλισσε η Επτά και έδειξε με το κεφάλι της προς το μέρος όπου είχε σταθεί το όχημα του Ιερονόμου.

«Σύμπτωση. Την κατάλληλη στιγμή, στην κατάλληλη θέση — αυτό είναι όλο. Τυχεροί ήσασταν». Η Επτά και ο Δύο ξανακοιτάχτηκαν. Ο Δύο έπιασε διακριτικά το χέρι της Επτά και την τράβηξε μαλακά.

«Ο… Ένα μας ενώνει» χαιρέτησε αμήχανα η Επτά.

«Ναι, ναι» απάντησε ο Σύνδεσμος χαμογελώντας σαρδόνια. Τη φορά αυτή δεν γύρισε. Στάθηκε απλώς να τους παρακολουθήσει να φεύγουν.

Η Επτά ένοιωσε πάλι το χέρι του Δύο μεσ’ το δικό της. Το έσφιξε και ξεκίνησαν να προχωράνε προς την κατεύθυνση που τους είχε υποδείξει.

«Αν θέλετε…» Σαν εκκένωση την ένοιωσαν τη φωνή του Σύνδεσμου, όταν ξανακούστηκε. Γύρισαν, αργά.

«Αν θέλετε, μπορούμε να ξανασυναντηθούμε. Ελάτε αύριο, μετά τη βάρδια, στον Κεντρικό. Θα βρίσκομαι αριστερά, αμέσως μετά την είσοδο. Εκείνη με τις χρυσές κολώνες».

«Του Πρωταγίου Κέρκο;» ψέλισσε ο Δύο.

«Ναι, ναι, αυτή. Αλλά φύγετε τώρα. Γρήγορα».

Διστακτικά, η Επτά και ο Δύο ξεκίνησαν. Δεν το πίστευαν. Έλεγαν από μέσα τους πως δεν μπορεί, κάτι θα γινόταν και θα τους σταμάταγε πάλι. Κάπως αλλιώς θα αποδεικνύονταν τα πράγματα. Δεν ήταν δυνατόν να την γλίτωναν έτσι.

Και όμως, τίποτ’ άλλο δεν συνέβη. Η κατεύθυνση που τους υπέδειξε ήταν σωστή. Αδίκως έτρεχαν πανικόβλητοι προηγουμένως. Ούτε πενήντα μέτρα δεν απείχαν απ’ την ζώνη ελεύθερης κυκλοφορίας. Έστριψαν μια γωνία, μπήκαν στην ζώνη και στάθηκαν. Ακούμπησαν σ’ ένα τοίχο πίσω τους και απλώς κάθισαν εκεί. Λαχανιασμένοι ήσαν κι’ ας μην είχαν τρέξει καθόλου. Κοιτάχτηκαν. Γύρισαν προς τον κόσμο που κυκλοφορούσε γύρω τους. Όλα κανονικά ήσαν. Ήταν δυνατόν; Απίστευτο έμοιαζε. Κι’ αυτό το ραντεβού, που τους είχε δώσει; Τι ήταν αυτό πάλι;

Κάτι διαισθάνθηκε η Επτά και απέσπασε το βλέμμα της απ’ τα βιτρό. Γύρισε και κοίταξε το Αρχιμανδρίτη. Στυλωμένα πάνω της τα είχε τα μάτια του. Το πρόσωπό του ήταν σταχτύ και το δέρμα του είχε αρχίσει να σταφιδιάζει. Ώρα για τη δεύτερη Αφαίρεση. Όμως, δεν μπορούσαν εκεί, στη μέση του κόσμου. Με τίποτα δεν θα τα κατάφερνε το Αρχιμανδρίτη, και το ήξερε.

Η Επτά ένοιωσε το πρόσωπό της ν’ αναψοκοκκινίζει. Κοίταξε αλλού. Πάλι στα χέρια της έπρεπε να πάρει την κατάσταση. Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Πλησίασε κοντά στο Αρχιμανδρίτη. Δεν ήθελε να ακουστούν, όσα θα έλεγε.

«Αχ, καλέ, μην με κοιτάτε έτσι» του ψιθύρισε. «Αφού με λειώνετε. Με λειώνετε και το ξέρετε. Είστε κακός. Δεν γίνεται να την κάνουμε εδώ. Σας παρακαλώ, βρείτε κάπου. Κάπου που να’ μαστε μόνοι».

Την παραμικρή κίνηση δεν έκανε το Αρχιμανδρίτη. Ούτε αν την άκουσε δεν έδειξε. Η Επτά φοβήθηκε. Δεν μπορούσε όμως να κάνει πίσω. Συνέχισε να τον κοιτάει με ύφος που έλπιζε να του προκαλεί πόθο για αίμα – εκεί, επί τόπου. Πέρασαν ένα, δυο πολύ μακρόσυρτα δευτερόλεπτα. Στο τέλος το Αρχιμανδρίτη έστρεψε αλλού το κεφάλι του. Σιγά, τόσο σιγά, που σχεδόν δεν ακούστηκε, είπε «Θα δω τι μπορώ να κάνω» και απομακρύνθηκε.

Το Αρχιμανδρίτη χώθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Πλησίασε το Επίσκοπο Ρόπο, το Επίσκοπο παρά τω Αρχιεπίσκοπω με το οποίο είχε μιλήσει και προηγουμένως, χαιρέτησε και περίμενε. Όταν, μετά από λίγο, το Επίσκοπο του έκανε νόημα, το Αρχιμανδρίτη έσκυψε και του ψιθύρισε κάτι. Το Επίσκοπο άκουσε και μετά σήκωσε το χέρι του και κάλεσε κοντά του ένα απ’ τα Αρχιμανδρίτες του επιτελείου του. Του έδωσε κοφτά κάποιες οδηγίες και μετά γύρισε και συνέστησε τα δυο Αρχιμανδρίτες. Οι δυο Κληρικοί ξαναχώθηκαν στο πλήθος με κατεύθυνση πίσω προς την ομάδα του Αρχιμανδρίτη Γκρόμο.

Όταν έφτασαν στο ύψος της Επτά, το Αρχιμανδρίτη Γκρόμο της έκανε νόημα να τους ακολουθήσει. Η Επτά υπάκουσε. Ένοιωσε μια κάποια έξαψη παρά την προοπτική της Αφαίρεσης. Θα έβλεπε μη δημόσια προσβάσιμα διαμερίσματα της Αρχιεπισκοπής. Για εβδομάδες θα είχαν μετά να λένε στον Σύνδεμο. Κάτι ήταν κι’ αυτό.

Το ξένο Αρχιμανδρίτη άνοιξε μια βαριά πόρτα και έγνεψε στο Αρχιμανδρίτη Γκρόμο και την Επτά να περάσουν πρώτοι. Η Επτά έριξε μια ματιά διστακτικά. Θαμπώθηκε. Ποτέ της δεν είχε φανταστεί τέτοια πολυτέλεια. Βρίσκονταν σε έναν μακρύ διάδρομο, που ήταν ολόκληρος από ξύλο! Απίστευτο. Η Επτά ένοιωσε στα ρουθούνια της την βαθιά μεθυστική μυρωδιά του. Ανέπνευσε με απόλαυση.

Ξεκίνησαν να περπατάνε.

Δεν ήταν πραγματικό ξύλο, διαπίστωσε τελικά. Πέρασε λίγη ώρα για να το καταλάβει αυτό η Επτά. Τα νερά στην επιφάνεια του ξύλου παραήταν τυχαία. Το είχε παρακάνει, όποιος το είχε φτιάξει, στην προσπάθειά του να το κάνει να φαίνεται ίδιο με το φυσικό. Πάντως, δεν έπαυε να είναι μια εξαιρετική απομίμηση, πραγματικά εξαιρετική. Άλλωστε το να είναι κατασκευασμένος ολόκληρος αυτός ο διάδρομος από πραγματικό ξύλο θα ήταν υπερβολική πολυτέλεια, ακόμα και για την Αρχιεπισκοπή. Η Επτά δεν ήταν βέβαιη αν στον πλανήτη ολόκληρο είχε απομείνει τόσο φυσικό ξύλο. Καλό όμως ήταν και το τεχνητό. Ή μάλλον καλύτερο. Από κάθε πλευρά.

Πολύ στιβαρά περπατούσε μπροστά τους το ξένο Αρχιμανδρίτη. Η Επτά θαύμαζε την κορμοστασιά του. Σαν ραχιτικό παιδί έμοιαζε το δικό της Αρχιμανδρίτη σε σύγκριση μαζί του. Βέβαια, το αδικούσε κάπως το Γκρόμο. Δεν είχε κάνει ακόμα την Αφαίρεσή του. Μόλις τελείωναν, κι’ αυτό θα περπατούσε αγέρωχα και καμαρωτά, όπως και το ξένο. Ή περίπου, τέλος πάντων.

Σε μια στιγμή το ξένο Αρχιμανδρίτη στάθηκε απότομα και γύρισε και τους κοίταξε. «Περάστε» είπε και έγνεψε προς τον τοίχο στα δεξιά του. Καθώς μιλούσε, ο συμπαγής τοίχος δίπλα του χάθηκε. Ένα σκοτεινό άνοιγμα εμφανίστηκε. Η Επτά εντυπωσιάστηκε. Στο Αρχιμανδρίτειο τα ανοίγματα των πορτών ήσαν ορατά από κοντά. Εδώ καθόλου. Το Αρχιμανδρίτη Γκρόμο πέρασε πρώτο. Προχώρησε αποφασιστικά λες και ήξερε πού πήγαινε. Η Επτά τον ακολούθησε, καταπνίγοντας οποιαδήποτε ειρωνική σκέψη. Υποψιαζόταν πού τους είχε οδηγήσει το ξένο Αρχιμανδρίτη.

Πράγματι, επρόκειτο για ένα μικρό Τροφείο. Μικρό για τα μέτρα της Αρχιεπισκοπής, γιατί ήταν πολύ καλύτερο απ’ το δικό τους, πίσω στο Αρχιμανδρίτειο. Το δικό τους μπορεί να έπαιρνε και πέντε δευτερόλεπτα μέχρι να συντονιστεί με τις σκέψεις τους, ενώ ετούτο εδώ, δεν πρόλαβαν να πατήσουν μέσα το πόδι τους και βρίσκονταν ήδη χαμένοι στον κόσμο του μυαλού τους, αποξενωμένοι εντελώς απ’ το εξωτερικό περιβάλλον.

Αλλά φτάνουν όλα αυτά, ώρα για δουλειά τώρα.

Εντελώς εξουθενωμένη βγήκε απ’ το Τροφείο η Επτά. Σερνόταν πίσω απ’ το Αρχιμανδρίτη, αν και μέσα της βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση. Της είχε καρφωθεί στο μυαλό η σκέψη πως με το αίμα της ήταν που περπατούσε πάλι τόσο υπεροπτικά το αναθεματισμένο το Κληρικό! Με το αίμα της! Το δικό της! Δεν μπορούσε τουλάχιστον να πηγαίνει λίγο πιο σιγά;

Αλλά, η δουλειά της δεν ήταν αυτή; Τι την είχε πιάσει πάλι;

Στην επιστροφή κανείς δεν τους περίμενε να τους συνοδεύσει. Το Αρχιμανδρίτη είχε ανοίξει το βήμα του και με ανυπόμονες κινήσεις του κεφαλιού, της έγνεφε να βιαστεί.

«Προχώρα. Θα την χάσουμε, έτσι που πας» γύρισε και της πέταξε με ένταση σε μια στιγμή. Μετά βίασε ακόμα περισσότερο το βήμα του. Να λιποθυμήσει της ερχόταν της Επτά. Το στομάχι της είχε ανέβει στο λαιμό και κάθε αδύναμος χτύπος της καρδιάς της νόμιζε πως θα’ ταν κι΄ ο τελευταίος.

Διέσχισαν τον μακρύ διάδρομο και έφτασαν στην βαριά πόρτα απ’ όπου είχαν περάσει και προηγουμένως. Το Αρχιμανδρίτη την άνοιξε και πέρασε. Η Αίθουσα του Θρόνου ήταν σχεδόν άδεια πια. Οι Λαϊκοί είχαν όλοι εξαφανιστεί. Πρέπει να είχαν ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι της επιστροφής πίσω στη Φλάβια. Όσο για τους Προσκεκλημένους, αυτούς θα πρέπει να τους είχαν μετακινήσει σε κάποια μικρότερη αίθουσα — η Λειτουργία των Πιστών δεν χρειαζόταν τόσο μεγάλο χώρο. Πού μπορεί να τους είχαν πάει;

Το Αρχιμανδρίτη και η Επτά έψαξαν βιαστικά, μέχρι που κατάφεραν να τους εντοπίσουν. Στην αίθουσα των Εορτών είχαν τώρα συγκεντρωθεί οι Προσκεκλημένοι. Όσο μπορούσαν πιο διακριτικά, χώθηκαν κι΄ αυτοί μέσα. Είχαν προλάβει, ευτυχώς. Μόλις άρχιζε η Λειτουργία.

Η αίθουσα των Εορτών διέθετε δεκαενέα ανάκλιντρα δεξιώσεως. Κάθε ανάκλιντρο μπορούσε να χωρέσει 48 άτομα. Όλα μαζί σχημάτιζαν δυο σειρές από εννέα ανάκλιντρα η κάθε μια. Το δέκατο ένατο, το Αρχιεπισκοπικό, ήταν τοποθετημένο χωριστά πάνω σε εξέδρα που δέσποζε στην αίθουσα. Το Αρχιμανδρίτη έψαξε μέσ΄ το πλήθος για την ομάδα τους. Τους εντόπισε να κάθονται στριμωγμένοι σε μια άκρη. Προχώρησαν σιγά-σιγά προς το μέρος τους. Πολύ χάρηκε η Επτά. Όσο ήταν μόνη με το Αρχιμανδρίτη βρισκόταν σε διαρκή ένταση. Τώρα, θα μπορούσε να χαλαρώσει κι’ αυτή λίγο.

Στην αίθουσα το μόνο που ακουγόταν ήταν το ελαφρύ μουρμουρητό του συγκεντρωμένου πλήθους και η αδύναμη φωνή του ηλικιωμένου Μητροπολίτη που ήταν υπεύθυνος για την σημερινή Κατήχηση. Η ένταση της φωνής του ανεβοκατέβαινε συνέχεια και το ακροατήριο παρακολουθούσε αβέβαιο αν θα κατάφερνε να βγάλει ολόκληρη την ομιλία .

«…Απ’ το Κοινωνικό Συμβόλαιο γνωρίζουμε πως το Άγιο Ένα Φωτίζει ισόποσα Άνομο και ανθρώπους. Ο Φωτισμός αυτός έχει διπλή λειτουργία, την Κάθαρση και την Έμπνευση. Η Παρουσία του Πνεύματος του Αγίου Ένα αναδεικνύει σταδιακά κάθε σκοτεινή πτυχή της συνείδησης. Κάθε κενό, φόβος, πόνος ή σκληρότητα έρχεται στην επιφάνεια και φανερώνεται με τον σταδιακό Φωτισμό… Η Κάθαρση είναι απαραίτητη για την Ψυχή, ώστε να μπορέσει να εκδηλώσει σταδιακά την ένωσή της με το Πνεύμα του Άγιου Ένα… Αυτή ακριβώς είναι η Λειτουργία της Έμπνευσης. Το Άγιο Ένα Εμπνέει την Ψυχή με την προϋπόθεση πως αυτή έχει ήδη επιτύχει την ανάλογη Καθαρότητα ώστε να δεχτεί το Φως δίχως να το διαθλά ή να το εγκλωβίζει. Η Έμπνευση έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την Κάθαρση, ώστε Ψυχή και Πνεύμα να συνεργάζονται αρμονικά».

«Ειδικά για τους ανθρώπους τώρα, αν και εκ φύσεως είναι αδικημένοι, αφού η απόσταση που τους χωρίζει από το Ένα είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτήν των Άνομο, εντούτοις το μειονέκτημα αυτό, στο χέρι των ανθρώπων είναι να το μετατρέψουν σε πρόκληση. Για τον λόγο αυτό είναι που το Ένα, χάρη στην άπειρη Αγάπη του, ενώνεται με τον άνθρωπο μέσω μιας διπλής λειτουργικής συνέχειας. Από τα άνω προς τα κάτω, όπου το Ένα εμπνέει την ψυχή του ανθρώπου, καθοδηγώντας τον, και από κάτω προς τα άνω, όπου ο άνθρωπος διευρύνει τα όρια του, ελευθερώνει την ψυχή του για να δέχεται απρόσκοπτα την επενέργεια του Πνεύματος του Αγίου Ένα».

«Και στις δύο αυτές περιπτώσεις παρατηρούμε την συνεχή τροφοδοσία του Ένα προς τον άνθρωπο με την μορφή του Ελέους, αλλά και την αναγκαία ενεργοποίηση του ανθρώπου στην πορεία Ένωσής του με το Ένα…»

Ο Μητροπολίτης συνέχισε για λίγο ακόμα και μετά σταμάτησε. Το πλήθος ανακάθισε ανακουφισμένο. Η στιγμή, που όλοι περίμεναν, δεν θ΄ αργούσε πολύ πια. Μόνο η ΕΗΠ έπρεπε ακόμα να μεσολαβήσει, η εικόνα δηλαδή της Αρχιεπισκοπής για τις τρέχουσες συνθήκες στη Φλάβια, και μετά θα μπορούσαν να ξεκινήσουν.

«Από Κληρικής πλευράς», ξεκίνησε το εντεταλμένο Επίσκοπο με αυτάρεσκο ενθουσιασμό, «η διάσπαση της αντίστασης των 1.640 μονάδων επιτάχυνε τον ανοδικό ρυθμό, με αποτέλεσμα ο ΓΚΔ να προσεγγίσει τις 1.700 μονάδες». Λέγοντας αυτά έδειξε με το χέρι του το ολογραμματικό διάγραμμα που αιωρείτο πάνω απ’ το κεφάλι του».

«Στο ταμπλό, ο ΔΠ έκλεισε με μικρές απώλειες 0,26% στις 1.688,00 μονάδες. Ενδοσυνεδριακά, βρέθηκε να υποχωρεί σε ποσοστό έως και 0,90%, παρά τα κέρδη 1,11% κατά την έναρξη των μετρήσεων».

«Από την έναρξη της ΠΗΒ έχουν διακινηθεί περίπου 34,8 εκατομμύρια μονάδες αίματος, αξίας 144,47 εκατομμυρίων Ένα, ενώ συνολικά 105 παραγωγικές μονάδες ολοκλήρωσαν τη διαπραγμάτευση με κέρδη, 68 υποχώρησαν και 121 διατηρήθηκαν αμετάβλητες».

«Κατά συνέπεια, το πρόσημο της ΕΗΠ για σήμερα είναι αδιαμφισβήτητα θετικό».

Το Επίσκοπο κατέβηκε από το βήμα και το πλήθος αναστέναξε ικανοποιημένο. Ώρα ήταν.

Το τμήμα αυτό της Λειτουργίας γινόταν κεκλεισμένων των θυρών και απευθυνόταν μόνο σε Πιστούς και ειδικά προσκεκλημένους απ’ την Αρχιεπισκοπή για τον σκοπό αυτό. Η τελετή είχε συμβολικό χαρακτήρα και γινόταν σε υπόμνηση της κοινωνικής συμβολής του Ένα και των Άγιων Πατέρων. Όπως Αυτοί πότισαν την ξεραμένη απ’ τις δυστυχίες ψυχή των ανθρώπων και έσπειραν στην καρδιά τους τον σπόρο της Ελπίδας, έτσι και η Λειτουργία των Πιστών με το ποτό και φαγητό που μοίραζε στους Πιστούς συμβόλιζε την καθημερινη ανανέωση του Κοινωνικού Συμβόλαιου μεταξύ Άνομο και ανθρώπων — το θεμέλιο δηλαδή λίθο της σύγχρονης, μετά Ένα, εποχής.

Οι Αγαπητικοί, Διάκονοι της Αρχιεπισκοπής ντυμένοι με κατάλευκές στολές ειδικά για την περίσταση, ξεκίνησαν να περιφέρονται ανάμεσα στο πλήθος μοιράζοντας το ποτό. Ήταν σλιπ εξαιρετικής ποιότητας και ήταν ο ένας από τους λόγους που η τελετή γινόταν κεκλεισμένων των θυρών — όσα συνέβαιναν εκεί μέσα δεν μπορούσαν να γίνουν γνωστά εκτός της Αρχιεπισκοπής. Ο άλλος λόγος θα ακολουθούσε αμέσως αφού το πλήθος έπαιρνε το σλιπ.

Άνομο και άνθρωποι ρούφαγαν όλοι μαζί με λαχτάρα. Η Επτά κατέβασε με τη μία τη μερίδα της και μετά, με την σχετική ψυχραιμία που της επέτρεπε ο βαριά εθισμένος της οργανισμός, έμεινε να παρατηρεί το άμαθο — σε σύγκριση με την ίδια — πλήθος να βυθίζεται στην αγκαλιά του ναρκωτικού. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων γύρω της πήραν να γαληνεύουν, ενώ τα κορμιά άρχισαν ασυναίσθητα να λικνίζονται στο ρυθμό μιας μουσικής, που όλο και δυνάμωνε.

Όπως και στη Λειτουργία των Κατηχουμένων νωρίτερα, το Γελωτοποιό και το Αρχιεπίσκοπο έκαναν πάλι την εμφάνιση τους. Αυτή τη φορά ήσαν επικεφαλείς πολύ μικρότερης λιτανείας. Το Αρχιεπίσκοπο πήρε και πάλι την θέση του και το Γελωτοποιό, αφού έκανε μια κωλοτούμπα προς το πλήθος κάθισε βιαστικά στα πόδια του Αρχιεπίσκοπου.

Οι πόρτες της αίθουσας, που είχαν ήδη κλείσει, ακούστηκαν τώρα να κλειδώνουν με πάταγο. Το Εκκλησίασμα αναρρίγησε με ενθουσιασμό. Ένα λεπτεπίλεπτο σύννεφο, σαν κόκκινη ομίχλη έκανε την εμφάνισή του, ψηλά στο ταβάνι της αίθουσας και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω. Όσο κατέβαινε, τόσο πύκνωνε. Όταν έφτασε στο ύψος των Πιστών, είχε πια σχηματοποιθεί σε μεγάλους βόλους που αιωρούνταν, αλλάζοντας συνεχώς σχήμα. Αίμα ήταν. Τα Άνομο άρπαζαν τους βόλους με τα χέρια τους και τους καταβρόχθιζαν με λαιμαργία. Μερικά Άνομο, αντί να πιάνουν τους βόλους με τα χέρια, χρησιμοποιούσαν την άκρη του Καθετήρα τους για να τους τρυπήσουν και μετά να ρουφήξουν κατ’ ευθείαν το αίμα. Σωστή πανδαισία ήταν!

Στο μεταξύ, οι Αγαπητικοί μαζεύτηκαν όλοι και παρατάχτηκαν μπροστά στο Αρχιεπίσκοπο. Το Γελωτοποιό γύρισε το κεφάλι του προς το αφέντη του για ν΄ ακούσει τις οδηγίες του και μετά έδειξε με το δάχτυλό το ζευγάρι των Αγαπητικών που είχε διαλέξει το Αρχιεπίσκοπο. Ήταν δυο νεαρά, ψηλόκορμα και γεροδεμένα Άνομο. Τα υπόλοιπα βιάστηκαν να αποσυρθούν με την απογοήτευση καθαρά χαραγμένη στα πρόσωπά τους.

Οι δυο επίλεκτοι Αγαπητικοί στάθηκαν στη μέση της αίθουσας. Υποκλίθηκαν. Ολόκληρο το Εκκλησίασμα, όρθιο, τους επευφημούσε ουρλιάζοντας. Τα δυο Άνομο άρχισαν να βγάζουν τις στολές τους, το ένα ύφασμα μετά το άλλο, μέχρι που έμειναν τελείως γυμνοί. Το Εκκλησίασμα συνέχισε να επευφημεί. Η ένταση όλο και αυξανόταν καθώς τα υφάσματα έπεφταν απ’ τα κορμιά των Άνομο. Όταν έμειναν τελείως γυμνοί, η ατμόσφαιρα στην αίθουσα είχε πια φτάσει τα όρια του ντελίριου. Το σλιπ, το αίμα και η μουσική είχαν κάνει τους πάντες να χοροπηδούν ξέφρενα πάνω-κάτω.

Τότε, οι δυο Αγαπητικοί έδωσαν το σύνθημα. Πασάλειψαν με αίμα τα σώματά τους και ρίχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλο. Αυτό ήταν που περίμενε το συγκεντρωμένο πλήθος. Ασυκράτητοι, ακολουθήσαν όλοι το παράδειγμα των δυο Άνομο. Η Αιματοχυσία — η πιο ακραία, αλλά πάντα καθαρά συμβολική φάση της τελετής — διαδόθηκε απ’ την μια στιγμή στην άλλη σ’ ολόκληρη την αίθουσα.

Άνομο και άνθρωποι, πασαλειμμένοι με αίμα και σκασμένοι από το σλιπ, ρίχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλο, σχηματίζοντας ένα αιματοβαμμένο κουβάρι. Άτομα που ούτε καν το Ζώδιο δεν ήξεραν το ένα του άλλου και που τα χώριζε κοινωνική άβυσσος, πάλευαν αλλοπαρμένα, έχοντας χάσει κάθε συνείδηση πού βρίσκονταν. Οι άνθρωποι, που ήσαν πολύ πιο αδύναμοι και μικρόσωμοι απ’ τα Άνομο, προσπαθούσαν, όσο μπορούσαν, να παραμένουν όλοι μαζί, γιατί όταν συμπλέκονταν με Άνομο κινδύνευαν να καταπλακωθούν και να σκάσουν από ασφυξία. Κανείς όμως δεν έδινε και τόση σημασία σ’ αυτές τις λεπτομέρειες, γιατί αυτή ήταν η μαγεία της Αιματοχυσίας.

Κράτησε ώρα το γλέντι.

Η Επτά είχε ξεμακρύνει απ’ την ομάδα του Αρχιμανδρίτειου και βρισκόταν πλακωμένη σε μια άκρη ανάμεσα σε ανθρώπινα κυρίως κορμιά. Δυνάμεις άλλες δεν είχε για ν΄ απελευθερωθεί απ’ τα τυχάρπαστα μέλη που την κρατούσαν ακινητοποιημένη, οπότε καθόταν απλώς εκεί βαριανασαίνοντας και κοίταζε γύρω της.

Έτσι ήταν που μπόρεσε να δει τη σκηνή.

Το Γελωτοποιό του Αρχιεπίσκοπου, που απλώς παρακολουθούσε τόση ώρα την τελετή, χωρίς να λαμβάνει μέρος, κατέβηκε από τη θέση του και άρχισε, αργά και προσεκτικά, να διασχίζει το πλήθος. Η Επτά αναρωτήθηκε πού προσπαθούσε να πάει. Τότε, διέκρινε το Αρχιμανδρίτη. Το πάθος της τελετής το είχε παρασύρει, αλλά η Επτά διαισθάνθηκε πως δεν τα είχε χάσει τελείως — πιθανόν να μην τα είχε χάσει και καθόλου. Φαινομενικά συμμετείχε ολόψυχα, αλλά κάθε τόσο γύριζε και κοίταζε ολόγυρα, σαν κάποιον ή κάτι να περίμενε. Μόλις το Αρχιμανδρίτη διέκρινε το Φρόμο να προσπαθεί να διασχίσει το πλήθος, αποσυμπλέχτηκε αμέσως από εκεί που βρισκόταν και προσπάθησε κι΄ αυτό να πλησιάσει το Φρόμο. Σε μια στιγμή τα βλέμματα του Γελωτοποιού και του Αρχιμανδρίτη συναντήθηκαν και συνεννοήθηκαν με τα μάτια. Το Γελωτοποιό τότε γύρισε και άρχισε να επιστρέφει πίσω προς το Αρχιεπίσκοπο, ενώ το Αρχιμανδρίτη συνέχισε να κατευθύνεται προς το μέρος τους, όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Όλα αυτά έπαιρναν χρόνο εξ’ αιτίας του μαινόμενου πλήθους που με βακχική μανία κυλιόταν παντού στο πάτωμα της αίθουσας. Οποιαδήποτε απόπειρα μετακίνησης μετατρεπόταν σε εξαιρετικά δύσκολη και αβέβαιη επιχείρηση.

Όταν το Αρχιμανδρίτη κατάφερε τελικά να πλησιάσει το Αρχιεπίσκοπο, το Φρόμο σηκώθηκε και παραμέρισε για ν’ αφήσει το Αρχιεπίσκοπο να περάσει πρώτο. Μετά, το ακολούθησε και με το Αρχιμανδρίτη να τους ακολουθεί από πίσω, χώθηκαν και οι τρεις πίσω απ’ το υπερυψωμένο κάθισμα του Αρχιεπίσκοπου και εξαφανίστηκαν. Η Επτά περίμενε, αλλά δεν ξαναεμφανίστηκαν. Προφανώς, κάποιο μυστικό πέρασμα πρέπει να υπήρχε εκεί, από πίσω.

Πέρασε ώρα.

Είτε επειδή άρχισε να περνάει η κορύφωση της επίδρασης του σλιπ, είτε επειδή το Εκκλησίασμα είχε πια ξεμείνει από δυνάμεις, η τρέλλα της τελετής πήρε σιγά-σιγά να καταλαγιάζει. Τα σώματα των Άνομο και των ανθρώπων έμειναν πεσμένα, όπου είχε τύχει να βρίσκονται και απλώς αναδεύονταν αργά. Με αποικία φιδιών που κοιμούνται και ονειρεύονται έμοιαζαν.

Ένα νέος Επίσκοπος έκανε την εμφάνισή του. Οι πόρτες της αίθουσας πρέπει να είχαν ξεκλειδώσει στο μεταξύ γιατί η στολή του Επίσκοπου αυτού ήταν άμεμπτη, άρα δεν μπορεί να παρευρισκόταν κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας. Το Επίσκοπο ανέβηκε στο βήμα. Το Εκκλησίασμα, σαν υπνοβάτες που μόλις ξύπνησαν, ανακάθισε σαστισμένο για ν’ ακούσει την Απόλυση .

«Το φάντασμα που πλανιόταν πάνω απ΄ την Κοινωνία των ανθρώπων δεν άργησε να κυριαρχήσει. Η Νέα Κοινωνία των Άνομο εξαφάνισε την υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και την αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και την σωματική εργασία. Η εργασία, από απλό μέσο για να ζει κανείς έχει γίνει η πρώτη ανάγκη της ζωής. Με την ολόπλευρη εξέλιξη των ατόμων αναπτύχθηκαν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις και αναβλύζουν πιο άφθονα οι πηγές του κοινωνικού πλούτου. Ξεπεράστηκε πια ολότελα ο στενός ορίζοντας του αρχαίου ανθρώπινου δίκαιου, και η Νέα Κοινωνία γράφει πλέον στη σημαία της: «ο καθένας σύμφωνα με τις ικανότητες του και στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του»».

«Ας δουμε όμως γιατί τα παραπάνω είναι πραγματικότητα και όχι κενά λόγια».

«Η οικονομική βάση για την ολοκληρωτική απονέκρωση του ανθρώπινου κράτους αποτέλεσε την υψηλότερη ανάπτυξη του μηνύματος του Ένα, αφού εξαφάνισε την αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία και συνεπώς εξαφάνισε μια από τις σπουδαιότερες πηγές κοινωνικής ανισότητας».

«Η απαλλοτρίωση αυτή έδωσε τη δυνατότητα για μια γιγάντια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αν δούμε σε τι απίστευτο βαθμό εμπόδιζε η παλιά ανθρώπινη κοινωνία την ανάπτυξη, τί πολλά πράγματα μπορούσαμε να κινήσουμε προς τα μπρος με βάση τη σύγχρονη, φτασμένη πια τεχνολογία, έχουμε κάθε λόγο να πούμε με πλέρια πεποίθηση πως η απαλλοτρίωση των ανθρώπινων κοινωνικών δομών ήταν που έφερε αναπόφευχτα την γιγάντια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας των Άνομο».

«Το ανθρώπινο κράτος απονεκρώθηκε πέρα για πέρα, όταν η κοινωνία εφάρμοσε τον κανόνα: «ο καθένας σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», όταν δηλαδή οι άνθρωποι (αφού τα Άνομο δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα), συνήθισαν σε τέτοιο βαθμό να τηρούν τους βασικούς κανόνες της συμβίωσης και η εργασία τους έγινε τόσο παραγωγική, που προαιρετικά εργάζονται πια όλοι ανάλογα με τις ικανότητες τους. Ο στενός ορίζοντας του ανθρώπινου δικαίου, που ανάγκαζε τον άνθρωπο να λογαριάζει, με τη σκληρότητα ενός Σάιλοκ, μη τυχόν και δουλέψει μισή ώρα παραπάνω από το διπλανό του, μη τυχόν και πάρει δυο Ένα λιγότερη τροφή από τον άλλον — ο στενός αυτός ορίζοντας ξεπεράστηκε. Η διανομή των προϊόντων δεν απαιτεί πια από την κοινωνία να ρυθμίζει το ποσό των προϊόντων που θα παίρνει ο καθένας. Ο κάθε ένας παίρνει ελεύθερα «ανάλογα με τις ανάγκες» του».

«Όμως το μήνυμα του Ένα δεν σταμάτησε ούτε καν εκεί, προχώρησε πολύ πιο πέρα. Από τη στιγμή που τα μέλη της κοινωνίας έμαθαν μόνα τους να διοικούν το κράτος, από τη στιγμή αυτή άρχισε να εξαφανίζεται και η ανάγκη για κάθε διοίκηση γενικά. Γιατί όσο πληρέστερη είναι η δημοκρατία, τόσο πιο κοντά είναι η στιγμή, που γίνεται περιττή».

«Έτσι ήταν που φτάσαμε στην ανώτερη φάση της κοινωνίας του Ένα, όπου πλέον όλες οι παλιές ανθρώπινες κοινωνικές παραφυάδες έχουν πια παρασυρθεί από τον αναπότρεπτο ρου της ιστορίας και Άνομο και άνθρωποι ζουν δεμένοι με μια φιλία που θα κρατήσει για πάντα».

«Η Αγάπη μας ενώνει» κατέληξε το Αρχιεπίσκοπο και υψώνοντας τον δείκτη του έκανε το σήμα της Ευλογίας. Η Λειτουργία είχε πια λάβει τέλος.

Επέστρεψαν σπίτι τους και κλείστηκαν μέσα. Τέσσερις ώρες έμεναν μέχρι την έναρξη της επόμενης βάρδιας. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα θα έπρεπε ν’ αποφασίσουν. Θα πήγαιναν στην συνάντηση ή όχι;

Ποτέ άλλοτε δεν τους είχε φανεί τόσο μικρή η καμαρούλα τους, ούτε δυο βήματα δεν είχε χώρο να κάνουν. Η Επτά είχε κουλουριαστεί στο κρεβάτι, ενώ ο Δύο καθόταν απέναντί της μπροστά στον συναρμολογητή. Και οι δύο κοίταζαν σταθερά το κενό μπροστά τους, απορροφημένοι ο καθένας στις σκέψεις του.

Ο Δύο θεωρούσε πως αυτός ήταν αποκλειστικά ο υπεύθυνος για όλα όσα συνέβησαν. Δική του ιδέα ήταν το όλο πράγμα, ευθύς εξ’ αρχής. Η παιδιάστικη, όπως αναγνώριζε τώρα, επιθυμία του να βοηθήσει την Επτά απ’ το κακό στο χειρότερο είχε εξελιχθεί. Η προοπτική τώρα και νέας συνάντησης με τον Σύνδεσμο μόνο πρόσθετους κίνδυνους μπορούσε να επιφυλάσσει — κινδύνους που κανείς απ’ τους δυό τους δεν ήταν σε θέση να προβλέψει. Ήταν ολοφάνερο τι έπρεπε να κάνουν: να τα ξεχάσουν όλα έπρεπε. Δεν υπήρχε αμφιβολία.

Αλλά ήταν πράγματι έτσι; Ο Δύο δίσταζε. Όσο σκεφτόταν όλα αυτά τα χρόνια στην Ανθρωπίλα, τόσο ένοιωθε μια βουβή οργή να φουσκώνει μέσα του. Δεν ήταν πως βαρυγκωμούσε, κάθε άλλο. Η δική του η μοίρα ούτε καλύτερη, ούτε χειρότερη ήταν απ’ των άλλων ανθρώπων. Το παραδεχόταν αυτό, ανεπιφύλακτα. Δεν ήταν για τον εαυτό του το θέμα. Για την Επτά ήταν. Που χωρίς η ίδια να φταίει σε τίποτα, είχε βρεθεί ανάπηρη και απόκληρη, χωρίς ελπίδα. Κάθε μέρα ήταν κι΄ ένα νέο μαρτύριο γι΄ αυτήν. Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Ούτε αυτή θα άντεχε, ούτε ο ίδιος μπορούσε άλλο πια να κάθεται να την παρακολουθεί να σβήνει σιγά-σιγά.

Δεν είχε σημασία η προηγούμενη αποτυχία τους, να βρουν φάρμακο. Έπρεπε να ξαναδοκιμάσουν. Ξανά και ξανά. Μέχρι που ή να τους έπιαναν ή να κατάφερναν ν΄ αλλάξουν κάπως τα πράγματα. Και, κακά τα ψέμματα, η συνάντηση αυτή με τον Σύνδεσμο μπορεί ακριβώς να ήταν η ευκαιρία, που αναζητούσαν. Μπορεί να μην υπήρχε κάτι άλλο.

Και όφειλε να παραδεχτεί πως δεν μπορούσε ν΄ αποκλείσει την πιθανότητα να προέκυπτε και κάτι θετικό απ΄ την συνάντηση. Ούτε υπήρχε τίποτα στην κοινή τους ζωή που ν΄ αγωνιούσε να προστατεύσει — πέρα απ΄ αυτήν την ίδια την συμβίωσή τους. Άρα, όποια αλλαγή και να τους έφερνε ο Σύνδεσμος, καλοδεχούμενη ήταν. Οποιαδήποτε.

Κι΄ αν τις ελπίδες του αυτές τις βάσιζε σε αφελείς υποθέσεις, και τι μ΄ αυτό; Είχε κι΄ από πουθενά αλλού να περιμένει;

Όσο για την Επτά, αυτή καθόταν με το μαξιλάρι μαγκωμένο ανάμεσα στα πόδια της και είχε παραδοθεί στους δικούς της δαίμονες. Πίστευε πως η ίδια ήταν η μοναδική υπεύθυνη για όλα όσα συνέβησαν. Αυτή δεν ήταν που είχε σκοτώσει το ελεεινό εκείνο πλάσμα; Μπορεί να μην το ήθελε, πάντως αυτή το σκότωσε, με τα χέρια της. Έκλεινε τώρα τα μάτια και το έβλεπε ολοζώντανο μπροστά της να στέκεται και να την κοιτάει. Όχι με μομφή ή λύπη — με κακία. Το κακό της και πάλι ήθελε. Να μην ξέρει πού να κρυφτεί, την έκανε η ματιά του.

Αλλά, από μια μεριά, το πλάσμα εκείνο ήταν το λιγότερο. Αυτό που πραγματικά την έκαιγε, αυτό που της έκοβε την αναπνοή ήταν ο Σύνδεσμος. Ή μάλλον, αυτό που έμοιαζε να εκπροσωπεί. Ήταν δυνατόν να επρόκειτο για την οργάνωση για την οποία της είχε μιλήσει τότε ο Τρία; Ήταν ποτέ δυνατόν; Αλλά, αν δεν ήταν, τότε τι άλλο μπορούσε να είναι; Η Επτά έσπαγε το κεφάλι της να βρει άλλη εξήγηση, αλλά δεν τα κατάφερνε.

Απ’ την άλλη όμως, αν ήταν πράγματι δυνατόν, τότε πώς ήταν δυνατόν να ήξεραν; Πώς πέτυχαν ακριβώς την στιγμή; Η Επτά δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τόσο η πιθανότητα να ήταν σύμπτωση, όσο και να μην ήταν, της φαίνονταν και οι δύο εξ’ ίσου απίθανες.

Κοιτάζονταν σιωπηλοί, η Επτά και ο Δύο. Για τους δικούς του λόγους ο καθένας, δεν τολμούσαν να εκμυστηρευθούν τις σκέψεις τους ο ένας στον άλλο. Ευτυχώς, που δεν τους προκαλούσε ένταση αυτό. Αλλά η σχέση τους ποτέ δεν είχε βασιστεί στα πολλά λόγια.

Όμως, κάτι έπρεπε να κάνουν τώρα. Να βρουν κάποιο τρόπο ν΄ αποφασίσουν. Θα πήγαιναν τελικά, ή όχι; Μαζί θα έπρεπε κάπως να το συμφωνήσουν κι΄ ας μην ήθελαν να το συζητήσουν.

Απ’ την αμηχανία, τους έβγαλε η ειδοποίηση για την επόμενη βάρδια. Πετάχτηκαν όρθιοι, μόλις ακούστηκε. Χωρίς να βγάλουν άχνα άρχισαν να ετοιμάζονται. Και όταν έφτασαν στην έξοδο, σταμάτησαν, κοιτάχτηκαν για μια στιγμή και μετά χωρίς πολλά-πολλά, συμφώνησαν πως μετά τη βάρδια, όποιος επέστρεφε πρώτος, θα περίμενε τον άλλο στην είσοδο του κτιρίου. Μετά βγήκαν. Δεν χρειαζόταν τίποτ΄ άλλο.

Πολύ δύσκολα πέρασε εκείνη η βάρδια και για τους δύο τους. Ο Δύο πέρασε την ώρα του εντελώς μηχανικά. Προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει μέσα του πως για την Επτά ήταν που θα το έκανε και όχι από ανία ή απελπισία. Δυσκολευόταν όμως να καθαρίσει το μυαλό του και η δουλειά του, στην οποία επέστρεφε ξανά και ξανά, ήταν η μόνη ανάπαυλα απ΄ τις αμφιβολίες που τον κατέτρωγαν.

Για την Επτά τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Μεγάλο μέρος της βάρδιας της δεν είχε τίποτ’ άλλο να κάνει παρά να περιμένει να έρθει η ώρα για την επόμενη αιμοδοσία. Το να συμμετάσχει στις ανοησίες με τις οποίες οι υπόλοιπες ΔΤ περνούσαν την ώρα τους ήταν το τελευταίο που της περνούσε απ’ το μυαλό. Σαν αγελάδα στο παχνί της καθόταν και πολεμούσε με την αγωνία της. Ταυτόχρονα όμως, απορούσε γιατί παρά την ένταση που ένοιωθε, η αρρώστια της την είχε αφήσει ήσυχη. Περίεργο ήταν. Πολύ περίεργο.

Τελικά, αποφάσισε να βάλει κατά μέρος το αν είχε δίκιο ο Τρία και αν ο Σύνδεσμος πράγματι ήταν απ΄ την περίφημη εκείνη οργάνωση των ανθρώπων και να επικεντρωθεί σε μια απλή και πεζή σκέψη. Φόνο είχε διαπράξει, φόνο! Και απ’ την κάμαρα του πλάσματος είχαν φύγει πολύ βιαστικά. Ήταν αναπόφευκτο πως θα είχαν αφήσει κάποια ίχνη. Ίχνη που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσαν τους Ιερονόμους μέχρι την πόρτα τους. Το μόνο πρόσωπο που μπορούσε — ίσως — να τους βοηθήσει, αφού ήδη το είχε κάνει μία φορά, ήταν ο Σύνδεσμος. Άρα, έπρεπε με κάθε θυσία να την διατηρήσουν αυτήν την επαφή. Από κάθε πλευρά.

Η βάρδια έληξε κάποια στιγμή και η Επτά και ο Δύο πήραν ο καθένας τον δρόμο του γυρισμού. Χαμένοι βάδιζαν μέσα στα ποτάμια του κόσμου, αλλά η καρδιά τους που βροντοχτυπούσε μέσα τους και το βλέμμα τους που τρεμόπαιζε νευρικά, φοβούνταν πως θα ήσαν αρκετά για να τραβήξουν την προσοχή των καρφιών. Αλλά, τίποτα δεν συνέβη, τελικά.

Το ίδιο ακριβώς λεπτό έφτασαν σπίτι. Κοιτάχτηκαν από μακριά και σχεδόν χαμογέλασαν, παρά την ένταση. Μετά έστριψαν και ξεκίνησαν προς τον Κεντρικό Σταθμό.

Ούτε μια ματιά δεν αντάλλαξαν στην διαδρομή μέχρι τον Σταθμό. Προχωρούσαν, αμίλητοι, ο ένας δίπλα στον άλλο μ’ αυτήν την στυφή αίσθηση του αναπόφευκτου να πικρίζει το στόμα τους.

Η είσοδος του Πρωταγίου Κέρκο ήταν γεμάτη κόσμο, όπως πάντα.

Πέρασαν κάτω απ’ τις χρυσές κολώνες και έστριψαν αριστερά, ακριβώς όπως τους είχε πει. Κοίταξαν. Τίποτα, κανείς. Γύρισαν ο ένας προς τον άλλο, για πρώτη φορά από τότε που είχαν ξεκινήσει. Τώρα; Πάει, δεν είναι τυχερό, σκέφτηκε η Επτά. Αφού δεν ήρθε, καλύτερα να φύγουμε και να τελειώσει εδώ, επί τόπου, η όλη υπόθεση.

Ξανακοίταξε τον Δύο. Πόσο έμοιαζε να θέλει να τον βρει τον Σύνδεσμο! Τα μάτια του πετάγονταν απ΄ τον ένα περαστικό στον άλλο κι΄ ήταν σαν να τους ικέτευε να έχουν το πρόσωπό του. Η Επτά, που καθόλου δεν της άρεσε να κάθεται και να χάνει την ώρα της με πολύπλοκες σκέψεις, δίστασε αυτή την φορά. Τι να έκανε; Να άφηνε για μια φορά τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους; Στο τέλος-τέλος, μπορεί και να μην ερχόταν ο Σύνδεσμος. Ή, κι’ αν ερχόταν, μπορεί τίποτα απ’ αυτά που φανταζόταν να μην είχε να τους πει. Μπορεί, μπορεί…

Σιωπηλή στάθηκε δίπλα στον Δύο. Περίμεναν. Για ώρα, στωικά. Γύρω τους, το ανθρώπινο πλήθος έπλεε ακατάπαυστα. Το αργό, βρώμικο ποτάμι.

Όταν η Επτά άκουσε τη σιγανή φωνή δίπλα της, πετάχτηκε. Αυτός ήταν. Τους είχε πλησιάσει από πίσω, χωρίς να τον καταλάβουν. Έκαναν να γυρίσουν προς το μέρος του, αλλά η κοφτή φωνή τους σταμάτησε αμέσως. Τους είπε πως για κανένα λόγο δεν έπρεπε να γυρίσουν να τον κοιτάξουν. Τα καρφιά, που περιφέρονταν παντού μέσ’ τον σταθμό αναζητώντας συζυγίες, δεν έπρεπε να τους σταμπάρουν ως τριάδα. Η Επτά και ο Δύο έπρεπε να συνεχίσουν να κοιτάζουν μπροστά τους και να εστιάσουν στη φωνή του και μόνο. Κάτι πήγε να πει η Επτά, αλλά ο Σύνδεσμος την έκοψε απότομα. Ή θα ακολουθούσαν επακριβώς τις οδηγίες του ή θα έφευγε, τους είπε. Δεν είχε λόγο να διακινδυνεύσει περισσότερο. Η Επτά υπάκουσε, εκνευρισμένη. Γύρισε και κοίταξε τον Δύο. Ανήσυχος ήταν κι΄ αυτός.

Η φωνή του Σύνδεσμου μόλις που διακρινόταν πάνω απ’ την οχλοβοή του σταθμού. Η Επτά και ο Δύο αναγκάστηκαν να βάλουν τα δυνατά τους για να διακρίνουν τα λόγια του, και πάλι όμως δεν ήσαν εντελώς βέβαιοι πως πραγματικά τους έλεγε, όσα νόμιζαν πως άκουγαν. Μόνο αργότερα, όταν συνέκριναν τις εντυπώσεις τους, τότε μόνο πείστηκαν πως καλά πρέπει να είχαν ακούσει.

«Θα αναρωτιέστε» ξεκίνησε ο Σύνδεσμος «γιατί, ενώ είμαι γυναίκα, σας συστήθηκα ως «Σύνδεσμος». Η ιδιότητά μου είναι αυτή, όχι όνομα. Η Οργάνωση πάντα είχε, έχει και θα έχει Σύνδεσμο. Για την ακρίβεια, δύο. Αλλάζουμε, κάθε δώδεκα ώρες. Αν πάθει κάτι ο ένας, αναλαμβάνει ο άλλος. Ταυτόχρονα κληρώνεται κάποιος άλλος Συνάνθρωπος για να συμπληρωθεί το ζευγάρι. Ότι κι΄ αν συμβεί, η Οργάνωση πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί — αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία».

«Υπάρχουμε ανέκαθεν — πριν κι’ από τα Άνομο, όσο απίστευτο κι’ αν σας φαίνεται αυτό. Άλλωστε, ούτε ο πρώτος δυνάστης που γνώρισε η ανθρωπότητα είναι τα Άνομο, ούτε ο τελευταίος. Και εμάς δεν μας ενδιαφέρουν τα πρόσκαιρα κοινωνικά φαινόμενα, την διαχρονική ιστορική εξέλιξη είναι που προσπαθούμε να επηρεάσουμε». Έκανε μια μικρή παύση εδώ και μετά συνέχισε.

«Ποιοί είναι οι στόχοι μας; Οι περισσότεροι απ΄ όσους κατά καιρούς βρέθηκαν στη θέση σας, πίστευαν πως γνώριζαν την απάντηση, ειδικά σε αυτή την ερώτηση. Και όμως κάνετε λάθος. Λάθος. Όλοι σας! Ούτε η «επανάσταση» είναι ο στόχος μας , ούτε η «ελευθερία». Αυτά είναι ανοησίες για μικρά παιδιά. Εμείς, σας επαναλαμβάνω, κοιτάμε μακριά. Δεν χάνουμε την ώρα μας σε ανόητες συγκρούσεις με την κάθε εξουσία. Παρατηρούμε, καθοδηγούμε και περιμένουμε. Ξέρουμε καλά πως αργά ή γρήγορα τα πράγματα θα ωριμάσουν και προς την κατεύθυνση μας».

«Στο μεταξύ, συλλέγουμε πληροφορίες και εκτελούμε μικρές, στοχευμένες ενέργειες. Ούτε στιγμή δεν πρέπει να περνάει που η εξουσία να μην νοιώθει πάνω της το βλέμμα μας — και, πού και πού, και την ανάσα μας. Αυτά μόνο, φτάνουν. Τα υπόλοιπα, έρχονται από μόνα τους. Αρκεί να ξέρει κανείς να περιμένει. Να περιμένει, αλλά και να συνεχίζει να υπάρχει, προφανώς».

Σταμάτησε πάλι. Η Επτά κρατήθηκε, με δυσκολία. Γύρισε προς τον Δύο και του έριξε μια γρήγορη ματιά. Αποσβολωμένος, της φάνηκε. Του χαμογέλασε, αχνά. Μετά, γύρισε πάλι μπροστά της. Αναμονή.

Η φωνή ξανάρχισε μετά από λίγο. Τώρα όμως είχε αλλάξει τόνο. Τους έδειξε κάτι καθίσματα αναμονής καμιά εικοσαριά μέτρα πιο κάτω. Είπε να μετακινηθούν εκεί και να περιμένουν. Υπάκουσαν.

Ο κόσμος είχε τώρα πυκνώσει ακόμα περισσότερο. Καθώς προχωρούσαν, η Επτά γύρισε το κεφάλι της και, όσο μπορούσε πιο φυσικά, έψαξε να βρει τον Σύνδεσμο. Η αποτυχία της, δεν της έκανε εντύπωση. Πρέπει να είχε χρόνια εξάσκησης στο να γίνεται αθέατος, ίσως και δεκαετίες.

Διάλεξαν δυο απόμερα σχετικά καθίσματα και κάθισαν. Η φωνή του Δύο την ρώτησε πώς ένοιωθε. «Καλά» απάντησε, χωρίς να γυρίσει. Το εννοούσε όμως. Ο Δύο κατάλαβε και αναθάρρησε.

Η φωνή του Σύνδεσμου ξανακούστηκε μετά από λίγο. Από πίσω τους ερχόταν πάλι. Στην πίσω πλευρά καθισμάτων πρέπει να είχε καθίσει και να κοιτούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όμως η ατμόσφαιρα δεν ήταν πια ίδια.

«Πρέπει να φύγω. Δυο λόγια μόνο προλαβαίνω ακόμα να σας πω. Προσέξτε με. Δεν προσηλυτίζει ποτέ η Οργάνωση, δεν ψάχνουμε για νέα μέλη. Εσάς, η τύχη σας έφερε σε μένα. Απ’ όσα σας είπα προηγουμένως, τίποτα δεν καταλάβατε, είναι εντελώς σίγουρο αυτό. Δεν φταίτε εσείς, έτσι γίνεται πάντα. Είτε σας άρεσαν αυτά που ακούσατε, είτε όχι, πολύ λίγη σημασία έχει. Άλλωστε, είναι διαπιστωμένο, οι Συνάνθρωποι που στην αρχή δεν ενδιαφέρονται, είναι αυτοί που μετά αποδεικνύονται πιο αξιόπιστοι. Παρ’ όλα αυτά όμως, θα πρέπει τώρα να σας ζητήσω να αποφασίσετε. Όχι τώρα αμέσως, έχετε άλλη μια μέρα καιρό. Αύριο, μετά την βάρδια, θα σας περιμένω στην είσοδο του σταθμού του Ζυγού. Μικρός σταθμός είναι, αποκλείεται να χαθούμε. Αν έρθετε σ΄ αυτή την συνάντηση, τότε αυτό θα σημαίνει πως θέλετε να γίνετε πληροφοριοδότες μας. Αν όχι, που είναι και το πιθανότερο, τότε δεν θα ξανακούσετε τίποτα για μας».

«Αν το αποφασίσετε», συνέχισε, «η ζωή σας θ’ αλλάξει. Τελείως και για πάντα. Τα τωρινά σας προβλήματα θα τα ξεχάσετε πολύ γρήγορα. Μην γελιέστε όμως, θα αντικατασταθούν με άλλα. Μην κάνετε το λάθος να μπείτε στην Οργάνωση, μόνο για τη δική σας ζωή».

Η φωνή έπαψε. Περίμεναν. Τίποτα. Η Επτά κοίταξε τον Δύο. Μετά, πολύ αργά, γύρισε πίσω της. Κανείς. Μόνοι τους είχαν απομείνει. Ξαναγύρισε προς τον Δύο. Έπρεπε να φύγουν, να γυρίσουν πίσω. Η ώρα περνούσε.

Στην επιστροφή τα πράγματα αποδείχθηκαν ακόμα χειρότερα. Τίποτα δεν ήταν η προηγούμενη αγωνία τους σε σύγκριση με την τωρινή. Μπορεί πριν να τους βασάνιζε η αβεβαιότητα, αλλά τώρα — που κάτι παραπάνω είχαν μάθει ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν — η σύγχυση που ένοιωθαν ήταν ακόμα χειρότερη.

Η Επτά περπατούσε αμίλητη, αλλά μέσα της, το μυαλό της, είχε πάρει φωτιά. Σαν τρελές πάλευαν οι διάφορες ιδέες να συγκρατήσουν την προσοχή της, όμως η ίδια έτρεχε μπροστά, όλο μπροστά, χωρίς τελειωμό, μέχρι που την έπιανε ένα περίεργο, εσωτερικό λαχάνιασμα και σταμάταγε, να πάρει ανάσα.

Ο Δύο ακολουθούσε σιωπηλός. Μάντευε την κατάστασή της, αλλά κι΄ ο ίδιος δεν ήταν πολύ καλύτερα. Δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση αυτή εδώ, δεν ήταν καθημερινό πρόβλημα. Βαριά την ένοιωθε την ευθύνη στους ώμους του. Τον καλύτερό του εαυτό ήθελε να δείξει αυτή την φορά — δεν θα τους δινόταν άλλη τέτοια ευκαιρία.

Αν υπήρχε κάποια σκέψη που να κυριαρχούσε μέσ’ τον ορυμαγδό στο μυαλό της Επτά, τότε αυτή σίγουρα ήταν η απογοήτευση. Δεν το περίμενε πως θα ήταν έτσι, εντελώς διαφορετικά τα είχε φανταστεί. Κατ΄ αρχήν, ποτέ της δεν τον είχε πιστέψει τελείως τον Τρία — ίσως να μην τον είχε πιστέψει και καθόλου. Ούτε αυτόν, ούτε την ιστορία του περί Οργάνωσης. Τις λίγες όμως φορές που επέτρεπε στον εαυτό της και να την εξετάσει απλώς την πιθανότητα, η εικόνα που φανταζόταν δεν είχε την παραμικρή σχέση με την θλιβερή συνάντηση, που είχαν μόλις υποστεί. Σαν Κληρικός τους είχε μιλήσει ο Σύνδεσμος, σαν Κληρικός την ώρα της Εξομολόγησης. Ουδέτερα, αδιάφορα, μηχανικά. Πώς ήταν δυνατόν να τον πιστέψει κανείς; Πώς ήταν δυνατόν να διακινδυνεύσει ό,τι είχε και δεν είχε για να τον ακολουθήσει; Εντελώς τρελός έπρεπε να είναι. Αλλά κι΄ ο ίδιος ο Σύνδεσμος, κι΄ αυτός τρελός πρέπει να ήταν. Κι’ αν δεν ήταν τρελός, τότε σίγουρα πρέπει να ήταν μόνος του. Δεν μπορεί να είχε βρεθεί άλλος κανείς τόσο ανόητος, να πειστεί να τον ακολουθήσει. Ή μπορεί να μην ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά και να τους είχε συμπεριφερθεί έτσι επίτηδες για να τους δοκιμάσει. Αλλά είτε έτσι, είτε αλλιώς, η υπόθεση ήταν τελείως γελοία. Την ώρα τους είχαν χάσει. Τι γύρευαν στο κάτω-κάτω; Τι τους έφταιγε με τη ζωή τους; Μια χαρά ήταν όλα.

Απ΄ την άλλη όμως, τελικά υπήρχε αυτή η Οργάνωση ή όχι; Έλεγε αλήθεια ο Τρία, τότε παλιά; Και πώς είχε τύχει να πέσει επάνω τους ο Σύνδεσμος την στιγμή ακριβώς που κινδύνεψαν να συλληφθούν; Δεν ήταν λίγο ύποπτη η σύμπτωση αυτή; Αλλά κι΄ αυτό παράλογο ήταν. Ποιος και γιατί να τους παγιδέψει; Αφού ήσαν ασήμαντοι, εντελώς. Ήταν αστείο ακόμη και να το σκέφτεται κανείς. Ήταν γελοίο. Αλλά, αν υπήρχε έστω και ένας κόκκος αλήθειας σ’ όλα αυτά, τότε μήπως ήταν κι΄ ο Δύο μπλεγμένος; Δική του ιδέα δεν ήταν, ευθύς εξ’ αρχής; Αλλά ήταν ποτέ δυνατόν;

Ένα πράγμα πάντως δεν έπρεπε να ξεχνάει. Την αρρώστια της. Μπορεί να μην ένοιωθε τόσο άσχημα εκείνη τη στιγμή, αλλά θα ξανακυλούσε — αυτό ήταν το μόνο βέβαιο, θα ξανακυλούσε. Μισός άνθρωπος ήταν. Και μόνο τη βάρδια της να κάνει καθημερινά ήταν σχεδόν ήδη πάνω απ’ τις δυνάμεις της. Όλες αυτές οι Οργανώσεις, οι Σύνδεσμοι και όλα τα υπόλοιπα — αν υπήρχαν στ’ αλήθεια — για άλλους ήταν, όχι γι’ αυτήν.

Και στο τέλος-τέλος υπήρχε και ο Δύο. Κι΄ αυτόν έπρεπε να τον σκεφτεί. Δεν ήταν δυνατόν — ήταν εντελώς αδύνατον — να ήθελε να την προδώσει. Αφού από μόνος του, ούτε το φαΐ του δεν μπορούσε να φάει. Πόσο μάλλον να την προδώσει. Αλλά μήπως μπορούσε να κάνει τον πληροφοριοδότη; Αμέσως θα τους έπιαναν, πριν καν ξεκινούσαν. Γιατί, μήπως ο Τρία; Αν η Οργάνωση ήταν όπως την είχε περιγράψει ο Σύνδεσμος, τότε τι ήταν αυτό που είχε προσπαθήσει να κάνει ο Τρία σ΄ εκείνη την Επιθεώρηση; Κάτι βέβαια, είχε αναφέρει ο Σύνδεσμος για «στοχευμένες κινήσεις», αλλά ένα παιδί στην πρώτη του επαφή με κάτι που ελάχιστα καταλάβαινε, «στοχευμένες κινήσεις» θα το έβαζαν να κάνει; Μήπως όμως, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος; Μήπως ούτε μικρά παιδιά δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν; Μήπως μόνο μικρά παιδιά χρησιμοποιούσαν;

Δεν άντεχε άλλο. Με τίποτα δεν σταμάταγε αυτό το πράγμα μέσα της. Απελπισμένη, γύρισε προς τον Επτά.

Τον έπιασε να χαζεύει το πρόσωπό της. Σαν ταξιδιώτης κοίταγε, που έχει χαθεί και προσπαθεί να διαλέξει τι δρόμο να πάρει. Προσπάθησε να του χαμογελάσει. Μια σπασμένη γκριμάτσα μόνο κατάφερε. Μετά του έγνεψε ερωτηματικά. Τι γνώμη είχε; Πώς του είχαν φανεί αυτά που είχαν ακούσει;

Στο μεταξύ, πλησίαζαν σπίτι. Ο Δύο κέρδισε λίγο ακόμα χρόνο, προσποιούμενος πως ήταν απασχολημένος ν’ ανοίγει την πόρτα, να βγάζει την στολή του και να παίρνει την θέση του πίσω απ’ τον συναρμολογητή. Ενώ τα έκανε όλ΄ αυτά, το βλέμμα της Επτά, τικ-τακ, τικ-τακ, σαν επίμονη βροχή έπεφτε πάνω του. Σαν βροχή ή σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί.

Ύψωσε το βλέμμα και την κοίταξε κατάματα.

«Εγώ λέω να το κάνουμε» είπε σιγανά. Και μετά σώπασε.

Τα μάτια της Επτά γούρλωσαν διάπλατα. Να γελάσει σχεδόν του ήρθε του Δύο. Όμως την ήξερε καλά, τόσα χρόνια τώρα. Στα ίσια δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να συνεννοηθεί κανείς μαζί της. Αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει η Επτά, πρώτα έπρεπε να το αρνηθεί κατηγορηματικά και μετά έπρεπε να συρθεί προς την κατεύθυνσή του, με την μορφή θυσίας μάλιστα, ει δυνατόν. Έπρεπε να προσέξει ο Δύο να την πάει με το μαλακό, για να μην πεισμώσει, γιατί τότε η Επτά θα κόλλαγε και δεν θα άλλαζε γνώμη, αλλά η αποτυχία, μετά, αυτόν ήταν που θα βάραινε. Τα ήξερε καλά όλα αυτά ο Δύο και ήταν αποφασισμένος να προσέξει να μην κάνει λάθος.

Όσο για αυτή καθ΄ αυτή την γνώμη του, την είχε ξεκαθαρίσει στο μυαλό του, την ώρα που επέστρεφαν. Δεν είχε σημασία. Αυτή ήταν η γνώμη του, πως δεν είχε σημασία. Η αλήθεια ήταν πως πρώτη φορά ερχόταν αντιμέτωπος με τέτοιες ιδέες. Την περίπτωση της παγίδας, την σκέφτηκε κι΄ αυτός και την απέρριψε αμέσως — ούτε αυτός βρήκε να βγάζει νόημα. Άρα, κάτι πρέπει να υπήρχε πίσω απ’ τα λόγια του Σύνδεσμου. Κάτι. Τι όμως; Αυτό δεν ήταν σε θέση να το πει ακριβώς. Ήταν μόνος του ο Σύνδεσμος ή κρυβόταν στρατός ολόκληρος πίσω του; Ο Δύο ούτε που το εξέταζε αυτό, το θεωρούσε μάταιο. Καταλάβαινε πως οι γνώσεις του ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Το μόνο που ήξερε ήταν η ζωή του στην Ανθρωπίλα, η ζωή του με την Επτά. Την ήξερε όμως τόσο καλά που δεν έβλεπε λόγο να συνεχίσει να διστάζει.

Ήταν έτοιμος, πίστευε. Ο φόβος, ναι, προφανώς και του σκάλιζε τα σωθικά. Όμως δεν θα του έδινε σημασία. Ήταν έτοιμος.

Η Επτά τον κοίταξε καλά-καλά. Έμεινε αμίλητη για λίγο. Όταν μετά ξεκίνησε τις υστερικές της κραυγές και τα σκαμπανεβάσματα της διάθεσης το έκανε πιο πολύ από συνήθεια, παρά γιατί πραγματικά το ένοιωθε. Κατά βάθος συμφωνούσε απόλυτα με τον Δύο. Εντελώς παράλογο ήταν αυτό που τους πρότεινε ο Σύνδεσμος. Άρα, πρέπει να ήταν αλήθεια. Γιατί να διστάζουν λοιπόν;

«Όσο λιγότερα ξέρετε, τόσο λιγότερα θα έχετε να ομολογήσετε όταν οι Ιερονόμοι σας χτυπήσουν την πόρτα — γιατί θα σας την χτυπήσουν, αργά ή γρήγορα, και θα σας κάνουν να ομολογήσετε, καταλάβετέ το».

Είτε λόγω μεθόδου, είτε από χαρακτήρα, ο Σύνδεσμος συνέχιζε την προσφιλή του τακτική. Μόλις συναντήθηκαν στο σταθμό του Ζυγού, άρχισε αμέσως πάλι να προσπαθεί να τους καταβαραθρώσει το ηθικό.

Η Επτά και ο Δύο είχαν έρθει κάπως πιο προετοιμασμένοι αυτή τη φορά. Ο σταθμός του Ζυγού ήταν πολύ μικρότερος, η κίνηση λιγότερη, άρα τα καρφιά μπορούσαν να επιτηρούν τον χώρο πολύ πιο εύκολα. Παρ’ όλα αυτά, για λόγους που ο ίδιος μόνο γνώριζε, ο Σύνδεσμος εμφανίστηκε πολύ πιο χαλαρός σ΄ αυτή την νέα συνάντηση. Ελάχιστη σημασία έδωσε στο πού θα κάθονταν και αν τους έπιαναν εκεί που στέκονταν τα καρφιά ή όχι. Ήταν τόσο ψύχραιμος που η Επτά και ο Δύο αισθάνθηκαν σχεδόν άβολα. Δεν τολμούσαν όμως να πουν τίποτα, γιατί ήταν φανερό πως αυτή τη φορά ο Σύνδεσμος είχε έρθει αποφασισμένος να τους μεταφέρει όσο πιο πολλές πληροφορίες μπορούσε.

Μέχρι και ιστορική αναδρομή τους έκανε στο πώς γεννήθηκε η Οργάνωση, αν και, όπως φρόντισε και πάλι να υπογραμμίσει, η Οργάνωση υπήρχε ανέκαθεν. Απλώς, σε κάθε ιστορική περίοδο ήταν γνωστή με άλλο όνομα και τα μέλη της δεν είχαν συνείδηση πως ίδια ήταν η σύγκρουση που συνεχιζόταν ανά τους αιώνες. Χρειάστηκε να επικρατήσουν τα Άνομο για να καταφέρουν τελικά οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν πως ένας ήταν πάντα ο εχθρός και αυτά που έως τότε νόμιζαν πως τους χώριζαν — οι θρησκείες, οι εθνότητες, οι ιδεολογίες, τα φύλλα και τα χρώματα — δεν ήταν παρά περαστικές ανοησίες.

Ο Σύνδεσμος αγόρευε με την ζέση πρωτόβγαλτου πάστορα και μόνο προς το τέλος της ομιλίας του, φάνηκε να μαλακώνει κάπως και να γίνεται κάπως πιο ανθρώπινος. Με έκπληξη η Επτά και ο Δύο τον είδαν να προσπαθεί ως και να τους εμψυχώσει λίγο, αν και ακόμα κι΄ αυτό το έκανε πάντα με τον δικό του, εξαιρετικά μίζερο, τρόπο.

Αυτό, είπε, που τους έκανε να γυρίζουν στους δρόμους την νύχτα εκείνη που τους συνάντησε, θα ξανασυνέβαινε — ήταν σίγουρο. Την επόμενη όμως φορά δεν θα εμφανιζόταν Σύνδεσμος για να τους σώσει. Αλλά ούτε κι΄ αν επέλεγαν να συνεργαστούν με την Οργάνωση θα σώζονταν, αφού πάλι θα συλλαμβάνονταν, αργά ή γρήγορα. Θέμα χρόνου ήταν όλα, τελικά. Το μόνο ερώτημα που, κατά τον Σύνδεσμο, είχε κάποιο νόημα ήταν πώς ήθελε να περάσει κανείς την ώρα του, μέχρι να φτάσει η αναπόφευκτη στιγμή — αυτή που όλοι ξέρουμε πως πλησιάζει.

«Πες μας τι πρέπει να κάνουμε» τον διέκοψε αποφασιστικά η Επτά.

Ο Σύνδεσμος τους εξήγησε πώς δούλευε η Οργάνωση. Και ενώ μιλούσε, συνέβη κάτι αναπάντεχο. Άρχισε να διαφαίνεται πως κάποιο — διόλου ευκαταφρόνητο — είδος οργάνωσης, πράγματι πρέπει να υπήρχε πίσω του. Αυτά που περίεγραφε ήταν αδύνατον να γίνονται από δυο-τρία τυχάρπαστα άτομα. Η Επτά και ο Δύο κρέμονταν απ΄ τα χείλη του, αλλά, ταυτόχρονα, χωρίς να το θέλουν, άρχισαν να νοιώθουν κάτι σαν παλίρροια να τους παίρνει και να τους ανεβάζει. Μα ήταν δυνατόν να ήταν αλήθεια; Να που ήταν. Ένα μου, επιτέλους!

Η Οργάνωση, εξήγησε ο Σύνδεσμος, μπορούσε να κανονίσει, ώστε η Επτά να γίνει ΙΤ κάποιου ανώτερου Κληρικού. Αυτή και ο Δύο θα γίνονταν δεκτοί στον στενό κύκλο του Κληρικού και έτσι θα μπορούσαν να πληροφορηθούν (και να μεταφέρουν στην Οργάνωση) με την μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια ποια ακριβώς ήταν η ιδιωτική ζωή ενός Κληρικού.

Η Επτά δοκίμασε να τον διακόψει για να του μιλήσει για την αρρώστια της, αλλά ο Σύνδεσμος δεν την άφησε να ολοκληρώσει την φράση της. Η Οργάνωση, τους είπε, όχι μόνο γνώριζε την «κατάστασή» της, αλλά είχε και τα μέσα να την αντιμετωπίσει. Η θεραπεία, τους είπε, που είχαν φτάσει ν’ αναζητούν στην τρώγλη του ιδιόμορφου εκείνου πλάσματος, πράγματι υπήρχε. Δυστυχώς όμως, όπως ήδη τους είχε πει και το πλάσμα, δεν επρόκειτο για θεραπεία ακριβώς — η ουσία ήταν σε θέση να απαλύνει τα συμπτώματα, αλλά όχι και να καταπολεμήσει την ίδια την ασθένεια. Αυτό όμως που σίγουρα μπορούσε να κάνει ήταν να αποκαταστήσει την ποιότητα και την ποσότητα του αίματός της σε επίπεδο τέτοιο, ώστε να γίνει αποδεκτή ως ΙΤ ανώτερου Κληρικού.

Το φάρμακο, συνέχισε ο Σύνδεσμος, δεν γινόταν να αποθηκευθεί. Άρα, έπρεπε να συναντιούνται σχεδόν καθημερινά για να τους προμηθεύει με καινούργιο. Αυτό βόλευε στην περίπτωσή τους, μια και στις συναντήσεις αυτές θα μπορούσαν να του μεταφέρουν ότι πληροφορίες είχαν τυχόν μαζέψει στο μεταξύ.

Ο Σύνδεσμος έκανε μια παύση και μετά απευθύνθηκε κατ’ ευθείαν στον Δύο. Του είπε πως στο εξής θα βλέπονταν μόνο οι δυο τους. Την Επτά δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ πια, μια και οι ΙΤ δεν ήσαν τυχαία πρόσωπα για να κυκλοφορούν ελεύθερα στο δρόμο. Ο Δύο έκπληκτος, συγκατένευσε. Μετά γύρισε αμήχανα και αντάλλαξε μια ματιά με την Επτά.

Ο Σύνδεσμος σηκώθηκε να φύγει. Η Επτά και ο Δύο βιάστηκαν να τον μιμηθούν. Τους κοίταξε. Τους ρώτησε αν εξακολουθούσαν να θυμούνται το θλιβερό εκείνο πλάσμα που είχαν σκοτώσει. Και οι δύο έγνεψαν καταφατικά, αν και αναρωτήθηκαν πώς το ήξερε. Ο Σύνδεσμος τους είπε πως η λύση που τους πρότεινε είχε άλλο ένα πλεονέκτημα. Η ΙΤ ενός ανώτερου Κληρικού δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τέτοιες λεπτομέρειες! Ακόμα και αν οι Ιερονόμοι έβρισκαν στοιχεία που να οδηγούν κατ’ ευθείαν πάνω της, κανείς δεν επρόκειτο να ενοχλήσει ποτέ μια ΙΤ για ένα τέτοιο θέμα.

Η Επτά αναρωτήθηκε μήπως ο Σύνδεσμος φοβόταν μην αλλάξουν γνώμη την τελευταία στιγμή και γι΄ αυτό τους τα έλεγε αυτά. Αλλά ήταν δυνατόν να προσπαθεί ακόμα να τους πείσει; Δεν έβλεπε πως τον είχε πετύχει τον στόχο του;

Ο Σύνδεσμος όρισε νέο ραντεβού σ΄ έναν άλλο σταθμό για την επόμενη και έκανε να φύγει. Η Επτά και ο Δύο στάθηκαν να τον δουν ν’ απομακρύνεται. Η Επτά αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να τον αποχαιρετήσει, αφού, όπως τους είχε πει, δεν επρόκειτο να ξαναϊδωθούν. Ο Σύνδεσμος έκανε μερικά βήματα, μετά κοντοστάθηκε, έβαλε το χέρι στη στολή του και έβγαλε κάτι. Γύρισε, τους πλησίασε και, χαμογελώντας περίεργα, έτεινε το χέρι στον Δύο. Ο Δύο του το έσφιξε και ο Σύνδεσμος γύρισε και χάθηκε ανάμεσα στους περαστικούς. Η Επτά κοίταξε τον Δύο ερωτηματικά. Αυτός της έγνεψε καταφατικά.

Βιάστηκαν να φύγουν για το σπίτι τους.

Η Επτά βαριανάσαινε. Ο Δύο, με το πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο, κρατούσε το βλέμμα του καρφωμένο στον συναρμολογητή. Ανάμεσά τους, στην άκρη του τραπεζιού, ήταν το φάρμακο, μέσ΄ το μικρό του φιαλίδιο.

Από μια μεριά καλό τους έκανε — τουλάχιστον στην Επτά — ο καυγάς. Η συνεχής προσπάθεια των τελευταίων ημερών να αυτοελέγχεται όσο της ήταν δυνατόν, την είχε πια στραγγίξει εντελώς από δυνάμεις. Τα ανεξέλεγκτα ουρλιαχτά που πάτησε τώρα στον Δύο είχε την εντύπωση πως την ανανέωναν.

Όσο για τον Δύο, αυτός είχε το δικό του είδος κάθαρσης: την προσπάθειά του να συγκρατηθεί και να μην αντιδράσει στους υστερικούς παραλογισμούς της Επτά. Του είχε πάρει χρόνια να μάθει να το βλέπει σαν πρόκληση. Όχι πως αυτόματα η ζωή του είχε γίνει πιο εύκολη, αλλά τουλάχιστον είχε αρχίσει να αποκτά κάτι σαν σκοπό. Κάτι ήταν κι΄ αυτό.

Μόλις επέστρεψαν, ο καυγάς ξεκίνησε αμέσως τρικούβερτος. Η αφορμή ήταν εντελώς ασήμαντη. Η Επτά είχε νομίσει πως ο Δύο δεν την άφηνε να περιεργαστεί το φιαλίδιο, πράγμα που ίσως και πραγματικά να έκανε ο Δύο, όμως το έκανε από απερισκεψία και όχι επειδή ήθελε να την έχει του χεριού του, όπως αυτή τον κατηγόρησε αμέσως.

Ο Δύο επαναλάμβανε από μέσα του πως δεν έπρεπε να της δώσει σημασία, αφού ήξερε πως μόνο αφού ξεσπούσε, η Επτά θα μπορούσε μετά να ηρεμήσει. Σε μια στιγμή όμως η Επτά τα κατάφερε και τον έκανε να χάσει τελείως την ψυχραιμία του. Είχε αρπάξει το μπουκαλάκι «του» και απειλούσε να το σπάσει στον τοίχο απέναντι. Δεν την άντεχε άλλο την ακινησία του και την παγωμένη μάσκα στο πρόσωπο του. Τα κατάφερε. Ο Δύο, έντρομος, πετάχτηκε απ΄ τη θέση του και άρχισε να την παρακαλάει να μην κάνει καμια βλακεία. Η Επτά, πολύ προσεκτικά, άφησε το μπουκαλάκι πίσω στη θέση του. Είχαν συνεννοηθεί όμως τώρα.

Αλλά το ερώτημα παρέμενε. Θα το έπαιρνε τελικά το φάρμακο ή όχι; Κι’ αν ήταν παγίδα; Φάρσα; Αν δηλητηριαζόταν; Αν το φάρμακο δεν είχε αποτέλεσμα; Και πώς θα ήξερε αν είχε λειτουργήσει; Δεν τους το είχε εξηγήσει αυτό ο Σύνδεσμος. Τι θα σκέφτονταν οι άλλες τροφοί στο θάλαμο της Επτά, μόλις μάθαιναν πως ήθελε να ξαναπεράσει Κατατακτήριες; Οι ΔΤ που πλησίαζαν να περάσουν το όριο, δεν ήσαν τυχαίες, ήσαν οι προσωπικότητες του θαλάμου. Όλοι τις ήξεραν και τις παρακολουθούσαν. Πώς τώρα ξαφνικά, θα ξεφύτρωνε κι΄ η Επτά ανάμεσά τους; Οι ως τότε μετρήσεις της ήσαν όλες εξαιρετικά χαμηλές. Πώς θα την δικαιολογούσε μια τέτοια αλλαγή;

Ιδέα δεν είχε η Επτά. Καταλάβαινε όμως πως κάτι τέτοιες λεπτομέρειες θα έπρεπε πια μόνη της να μάθει να τις αντιμετωπίζει. Ο Δύο, ένας απλός Υ ήταν. Και να ήθελε να την βοηθήσει, ούτε την νοοτροπία των θαλάμων Αιμοδοσίας ήξερε, ούτε είχε πατήσει ποτέ το πόδι του εκεί μέσα. Η Επτά ένοιωθε το στομάχι να της φτάνει στο στήθος απ΄ την αγωνία, αλλά για κάποιο λόγο το γεγονός αυτό δεν αποδείχθηκε τόσο βασανιστικό, όσο θα περίμενε.

Ήρθε η ώρα για να φύγουν και η Επτά δεν το είχε πάρει ακόμα το φάρμακο. Έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε και μετά προσποιήθηκε πως μόλις τώρα το θυμήθηκε και γύρισε πίσω. Ο Δύο παρακολουθούσε την παράσταση σιωπηλός.

«Λοιπόν, θα μου το βάλεις;» τον ρώτησε.

Ο Σύνδεσμος τους είχε εξηγήσει λεπτομερώς πώς να το κάνουν. Με κάποια αναπόφευκτη ταραχή ο Δύο άνοιξε το μπουκαλάκι και, πολύ προσεκτικά, μέτρησε μία δόση και την άλειψε στο σώμα της Επτά. Κοιτάχτηκαν. Ο Δύο της έγνεψε ερωτηματικά. Η Επτά περίμενε. Περίμενε κι’ άλλο. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν ένοιωθε. Μια ζάλη ίσως. Αλλά κι’ αυτή μικρή, μπορεί και ιδέα της μόνο να ήταν. Μετά, είχε πια φτάσει η ώρα να φύγουν.

Έριξαν μια τελευταία ματιά στην τρυπούλα τους. Δεν της είχαν καμιά ιδιαίτερη αγάπη, αλλά τόσα χρόνια είχαν περάσει εκεί μέσα. Κανείς απ’ τους δυο τους δεν ήταν βέβαιος αν θα ξαναγύρναγαν στο τέλος της βάρδιας.

Την βάρδια εκείνη θα την θυμόταν για πάντα ο Δύο. Τρόπο να πληροφορηθεί νέα της Επτά δεν είχε κανέναν. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει. Αν το πράγμα στράβωνε, δεν θα αργούσε να το πληροφορηθεί. Θα εμφανίζονταν οι Ιερονόμοι για να τον συλλάβουν.

Στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει ο Δύο είχε καταφέρει να προαχθεί σε Αρχισυντηρητή στις ΜΔΑ. Ολόκληρη ομάδα είχε πια υπό την επίβλεψή του. Με τους περισσότερους απ’ τα μέλη της ήσαν πολύ καιρό και του ήταν δύσκολο τώρα να τους κρύψει την νευρικότητά του. Ευτυχώς που σ’ εκείνη τη βάρδια τους είχε τύχει μια αρκετά περίπλοκη βλάβη και είχε κάτι να εστιάσει την προσοχή του.

Όλες αυτές τις μέρες ο Δύο ελάχιστα είχε σκεφτεί τον εαυτό του. Μόνο τώρα, καθώς δούλευε πλαισιωμένος απ’ την ομάδα του, άρχισε να του περνάει απ’ το μυαλό πως την σκηνή αυτή, που τόσο συνηθισμένη είχε φτάσει να την θεωρεί, μπορεί και να μην την ξαναζούσε ποτέ πια.

Δεν λυπόταν, όμως. Η προοπτική να χάσει όλα όσα είχε προσπαθήσει να χτίσει τόσα χρόνια του δημιουργούσε τα ίδια συναισθήματα με το σπιτάκι τους, προηγουμένως. Υπήρχε ένας κάποιος δεσμός, δεν το αρνιόταν αυτό. Αλλά τι σόι δεσμός ήταν αυτός; Ο Δύο δεν δίσταζε να τον ονομάσει. Του δούλου με την αλυσίδα του, ήταν ο δεσμός. Του δούλου με την αλυσίδα του.

Αλλά γιατί θεωρούσε σκλαβιά την δουλειά του στις ΜΔΑ και την προαγωγή του σε Αρχισυντηρητή — κάτι για το οποίο είχε κοπιάσει τόσο πολύ — και όχι την φροντίδα της Επτά — κάτι για το οποίο επίσης είχε κοπιάσει πολύ; Γιατί το να υπακούει στα Άνομο ήταν καταναγκασμός, ενώ το να υπομένει την αρρώστια της Επτά το ονόμαζε πρόκληση;

Ίσως επειδή τα είχε πρόσφατα ή ίσως επειδή πράγματι τα είχε πιστέψει, το μυαλό του γύριζε στα λόγια του Σύνδεσμου: τι είναι ελευθερία, ποιός είναι ο πραγματικός εχθρός, πώς απελευθερώνεται κανείς. Γεγονός ήταν πως την Επτά δεν την είχε διαλέξει, η τύχη τους είχε ρίξει τον ένα δίπλα στον άλλο στον Μεταβιβαστικό Σταθμό. Η τύχη και η ανάγκη, γιατί χωρίς σύντροφο δεν μπορούσαν να φύγουν για τις Πόλεις. Γεγονός επίσης ήταν πως δεν υπήρχε τρόπος να πάψουν να ζουν μαζί, ο θάνατος μόνο χώριζε τα ζευγάρια των ανθρώπων. Όμως — και εδώ ήταν όλη κι’ όλη η διαφορά — κανείς δεν τον είχε υποχρεώσει να ενδιαφερθεί γι’ αυτήν. Δική του επιλογή ήταν. Όπως δική του επιλογή ήταν και το να ενδιαφερθεί για την δουλειά του στις ΜΔΑ. Αλλά και το να ακολουθήσουν τον Σύνδεσμο, κι’ αυτό επιλογή του ήταν. Τις επιλογές του αυτές τις έβλεπε τώρα ο Δύο σαν μια αλυσίδα, δεμένες την μια με την άλλη. Μπορεί, εξ΄ αιτίας τους, να έφτανε να εγκαταλείψει την δουλειά του για ν΄ ακολουθήσει την Επτά. Μηδενικό θα ήταν και πάλι εκεί που θα πήγαιναν. Ε, λοιπόν, επιλογή του ήταν κι’ αυτό, δεν τον ενοχλούσε. Ούτε αυτό, ούτε όσα πιθανόν ν΄ ακολουθούσαν. Συμφωνούσε απόλυτα με τον Σύνδεσμο, που τους είπε «Αξίζει να ζεις, αν μπορείς να επιλέγεις. Αν σου την πάρουν αυτήν την δυνατότητα — ή αν εσύ ο ίδιος την αφαιρέσεις απ’ τον εαυτό σου — τότε τουλάχιστον ξέρεις ποιός είναι ο εχθρός». Απολύτως σύμφωνος ήταν με τα λόγια αυτά ο Δύο. Ακριβώς έτσι ήταν τα πράγματα.

Όταν η βάρδια τελείωσε, έφυγε όπως και κάθε άλλη φορά. Ούτε μια ματιά δεν γύρισε να ρίξει πίσω του. Έφτασε σπίτι τους. Άδειο το βρήκε. Δεν ήταν λόγος όμως αυτός να ανησυχήσει, συχνά καθυστερούσε η Επτά, έτσι αδύναμη που ήταν πάντα μετά την βάρδια. Κάθισε, όπως πάντα, μπροστά στον συναρμολογητή. Όμως αυτή την φορά ούτε που του πέρασε απ΄ το μυαλό να τον ανάψει. Τον τοίχο απέναντί του κάθισε και κοιτούσε. Η προσοχή του όλη είχε εστιαστεί στα βήματα που άκουγε να περνούν έξω απ’ την πόρτα. Θα κοντοστεκόταν; Θα΄ ταν τα δικά της;

Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε έτσι. Όταν τελικά άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η Επτά, ο Δύο δεν κατάλαβε πώς πετάχτηκε όρθιος. Μια ματιά έριξαν ο ένας στον άλλο. Αγκαλιάστηκαν. Η καρδιά της Επτά χτυπούσε ανάστατα. Έμειναν έτσι για λίγο. Μετά η Επτά του είπε να την αφήσει να κάτσει, γιατί ήταν ξέπνοη. Έβγαλε τη στολή της, έπεσε στο κρεβάτι και κρατώντας το χέρι του Δύο του διηγήθηκε τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της βάρδιας.

Όταν έφτασε στον θάλαμό της η Επτά, δεν είχε ακόμα καταφέρει να αποφασίσει πώς θα χειριζόταν την κατάσταση. Ούτε αν υπήρχε κατάσταση προς διαχείριση δεν ήταν καν βέβαιη. Αισθανόταν μεν μια μικρή ζαλάδα, αλλά αυτό μπορούσε να οφείλεται σε οτιδήποτε, δεν ήταν καθόλου βέβαιη πως πράγματι κάτι είχε αλλάξει στο σώμα της και πως το φάρμακο ήταν υπεύθυνο.

Τελικά, το πρόβλημα λύθηκε πολύ απλά. Την πρώτη Αφαίρεση οι ΔΤ την έκαναν αμέσως μόλις έφταναν για την βάρδια. Η Επτά, και να ήθελε, δεν είχε την ευκαιρία να πει ή να κάνει τίποτα. Ξεκίνησε αμέσως να δίνει και μόλις είδε το αίμα της να πετάγεται πρώτη φορά τόσο πλούσιο και κατακόκκινο, της ήρθε να πατήσει τις φωνές. Κι’ αυτή που ανησυχούσε, πώς θα το καταλάβαινε.

Μόλις τελείωσε, πλησίασε το Επιτηρητή και με δειλή φωνή του ανακοίνωσε πως ήθελε να ξαναπεράσει Κατατακτήριες. Το Άνομο κούνησε απλώς το κεφάλι του και της απάντησε πως θα ήταν καλύτερα να περιμένει μετά και την τρίτη Αφαίρεση για να είναι πιο αξιόπιστη η μέτρηση.

Η Επτά γύρισε στη θέση της. Μέχρι εκεί, ήταν τα εύκολα.

Τα επόμενα δυο-τρία λεπτά τίποτα δεν συνέβη. Η Επτά συνέχισε να κάθεται παράμερα, όπως πάντα, ενώ οι υπόλοιπες Τροφοί χασκογελούσαν στη μέση του θαλάμου. Σιγά-σιγά όμως μια περίεργη σιωπή έπεσε σ΄ όλο τον θάλαμο. Η Επτά γύρισε να δει. Οι άλλες Τροφοί είχαν σταματήσει να μιλάνε και είχαν γυρίσει όλες και την κοίταγαν. Αργότερα, η Επτά θα μάθαινε τι είχε μεσολαβήσει. Μια απ’ τις Τροφούς είχε τύχει να στέκεται δίπλα στο Επιτηρητή την ώρα που αυτό έριχνε μια ματιά στην Αιμοδοσία της Επτά και το άκουσε τι είπε στο διπλανό Άνομο. Αν έκρινε, είπε, απ΄ την όψη του δείγματος, στο τέλος αυτής της βάρδιας ο θάλαμός τους θα είχε βγάλει άλλη μια ΙΤ.

Μ’ αυτή και μόνο τη φράση του Επιτηρητή, η κοινωνική ιεραρχία μέσα στο θάλαμο ήρθε τ΄ απάνω κάτω. Οι δυο-τρεις Τροφοί, που ως τότε θεωρούνταν πως ήσαν πιο κοντά στο όριο, μετατράπηκαν απ΄ την μια στιγμή στην άλλη από ινδάλματα σε κωμικοτραγικές προσωπικότητες. Οι υπόλοιπες ΔΤ άρχισαν απεγνωσμένα να ψάχνουν κάποια πρόφαση για να πλησιάσουν την Επτά, αφού αποδεικνυόταν πλέον πως αυτή ήταν που ήξερε πώς να γίνει κανείς ΙΤ και όχι όσες είχαν για είδωλα ως τότε.

Στην αρχή δειλά, αλλά όσο περνούσε η ώρα όλο και πιο επίμονα, οι Τροφοί του θαλάμου περικύκλωσαν την Επτά. Σαν βδέλλες έπεσαν πάνω της και προσπαθούσαν με οποιοδήποτε τρόπο ή αντάλλαγμα να της αποσπάσουν το «μυστικό». Οι μόνες που δεν συμμετείχαν στο πανηγύρι ήσαν οι παλιές_ σταρ του θαλάμου, που αμήχανες και πικραμένες είχαν απομείνει να στέκονται στη μέση του θαλάμου. Κι’ αυτές θα ήθελαν μάλλον να πλησιάσουν την Επτά μπας και άρπαζαν καμιά χρήσιμη πληροφορία, αλλά η επαγγελματική τους αξιοπρέπεια τους το απαγόρευε.

Η Επτά δεν είχε εμπειρία από τέτοιες καταστάσεις, δεν ήξερε πώς ν΄ αντιμετωπίσει το πλήθος. Στην αρχή δοκίμασε να ισχυριστεί πως δεν υπήρχε κανένα μυστικό. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως αυτή δεν ήταν καλή ιδέα, γιατί το αποτέλεσμα ήταν να φρενιάσουν κυριολεκτικά οι υπόλοιπες ΔΤ. Πίστεψαν πως όχι μόνο υπήρχε συγκεκριμένη μέθοδος, αλλά η Επτά δεν την αποκάλυπτε, γιατί ήθελε να την κρατήσει για τον εαυτό της.

Πολύ γρήγορα αναγκάστηκε ν΄ αλλάξει τακτική. Όλη την υπόλοιπη βάρδια την πέρασε σταδιακά επινοώντας και αποκαλύπτοντάς τους μια εξαιρετικά πολύπλοκη διατροφική συνταγή, βασισμένη, υποτίθεται, σε ιχνοστοιχεία και βιταμίνες. Ακόμα και νερό να ήταν το αίμα τους, όπως το δικό της, τους δήλωσε με σεμνότητα η Επτά, η συνταγή αυτή θα το έπηζε. Το ακροατήριο αλαφιάστηκε από βουβό ενθουσιασμό.

Την είχε μάθει, τους αποκάλυψε, από ένα φρικτό πλάσμα που συνάντησε κατά τύχη σ΄ ένα παράπηγμα κοντά στα Εργοστάσια. Όταν την ρώτησαν πού ακριβώς, δικαιολογήθηκε πως το πλάσμα αυτό μια μόνο φορά κατάφερε να το συναντήσει, γιατί μετά εξαφανίστηκε. Δεν ήταν εντελώς ψέματα αυτό.

Το κωμικοτραγικό της υπόθεσης ήταν η εμφανής αγωνία των Τροφών να συγκρατήσουν και την παραμικρότερη λεπτομέρεια της συνταγής, που λέξη-λέξη επινοούσε η Επτά, και η απόγνωσή τους, καθώς έβλεπαν πως αδυνατούσαν να την απομνημονεύσουν ολόκληρη, αφού δεν είχαν κάποιο τρόπο να την καταγράψουν.

Προς το τέλος, και μέσ΄ τον ενθουσιασμό της, η Επτά πήγε να μπλέξει, γιατί άρχισε κι΄ η ίδια να μπερδεύει τι τους είχε πει προηγουμένως. Κάποιες απ΄ τις ακροάτριές της άρχισαν ν΄ αναρωτιούνται μήπως η Επτά αυτοσχεδίαζε. Ευτυχώς όμως, πάνω στην ώρα ήρθε η στιγμή των Κατατακτήριων και η προσοχή όλων στράφηκε εκεί. Ήταν πολύ σημαντική υπόθεση για ολόκληρο τον θάλαμο, κάθε φορά που δοκιμαζόταν μια ΔΤ.

Η Επτά πλησίασε την συσκευή. Έτρεμε λίγο, αλλά έκανε κουράγιο. Η συσκευή δε διέφερε και τόσο απ’ τις απλές που είχαν για Αφαίρεση. Η διαδικασία κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Αμέσως μετά, βγήκε το αποτέλεσμα. Η Επτά είχε περάσει!

Ολόκληρος ο θάλαμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα.

Το Επιτηρητή συγχάρηκε την Επτά, την οδήγησε να μαζέψει τα πράγματά της και, όλοι μαζί, την αποχαιρέτησαν. Δεν θα ξαναρχόταν ποτέ πια στον θάλαμο. Αργότερα, μέσω απεικόνισης, θα μάθαινε πού θα έπρεπε να παρουσιαστεί για την επόμενη βάρδια της.

«Και τώρα;» ρώτησε ο Δύο.

«Τώρα, περιμένουμε» απάντησε η Επτά.

Δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Λίγα λεπτά αργότερα μια απεικόνιση ενεργοποιήθηκε για να τους ανακοινώσει τους νέους τους ρόλους. Μέχρι την αρχή την επόμενης βάρδιας θα έπρεπε να έχουν εγκαταλείψει την κατοικία τους και να έχουν παρουσιαστεί στο Αρχιμανδρίτειο της Ενορίας του Αιγόκερου. Η Επτά είχε ονομαστεί ΙΤ του νέου Αρχιμανδρίτη!

Με το που αντίκρισε η Επτά την τραπεζαρία ένοιωσε το συνηθισμένο κύμα αηδίας να ανακατεύεται και πάλι μέσα της. Την αντιπαθούσε με όλη της την καρδιά την τραπεζαρία. Η εμμονή των Άνομο να ακολουθούν απαρέγκλιτα συγκεκριμένα πρότυπα στην σχεδίαση των κτιρίων είχε ως αποτέλεσμα η τραπεζαρία του Αρχιμαδρίτειου να είναι απαράλλαχτη μ΄ αυτήν της Μπριμ. Η Επτά το έβρισκε τουλάχιστον κακόγουστο να μεταφέρεται δια της βίας στην παιδική της ηλικία τρεις φορές την ημέρα.

Η είσοδος της Επτά προκάλεσε την ίδια περίπου αίσθηση, όπως και στους επισκέπτες του Αρχιμανδρίτειου στο προαύλιο προηγουμένως. Το ενδιαφέρον των Άνομο εδώ ήταν βέβαια κάπως πιο ελεγχόμενο. Η Τροφός και ο υπηρέτης της είχαν πια γίνει οικείο θέαμα για το προσωπικό του Αρχιμανδρίτειου. Παρ’ όλα αυτά, τα Άνομο της τραπεζαρίας δεν έπαυαν να νοιώθουν ζωηρή περιέργεια. Πώς ήταν σήμερα η στολή της Τροφού; Τι απόχρωση είχε; Τι πέτρες είχε φορέσει μαζί; Ποιοι συνδυασμοί ήταν της μόδας; Πολύ τα απασχολούσαν κάτι τέτοια θέματα.

Αργά και καμαρωτά η Επτά διέσχισε την αίθουσα με τον Δύο να την ακολουθεί κατά πόδας. Σε κάθε της βήμα μια νέα σειρά ματιών Άνομο σηκώνονταν να την εξετάσουν — οι άνθρωποι ήσαν ελάχιστοι συγκριτικά και κάθονταν όλοι μαζί σε μια άκρη της τραπεζαρίας. Η Επτά χάριζε σε όποιον την κοιτούσε το επαγγελματικό της χαμόγελο και προσπερνούσε. Έφτασε μπροστά στο Αρχιμανδρίτη.

Το Πανοσιολογιότατο Γκρόμο φορούσε την στολή εργασίας του και λαμπύριζε εξαιρετικά επιβλητικά. Δίπλα του το Πρωτοπρεσβύτερο Χρόμο δεν πήγαινε καθόλου πίσω. Στέκονταν και τα δύο μπροστά σ’ έναν τεράστιο ζωδιακό κύκλο πίσω απ’ τον οποίο αχνόφεγγε το σήμα του Ένα. Η στεντόρεια φωνή του Αιδεσιμολογιώτατου Χρόμο πλημύριζε την αίθουσα καθώς διάβαζε την ΑΗΠ . Από κάτω, Άνομο και άνθρωποι παρακολουθούσαν με κατάνυξη.

Η Επτά και ο Δύο χαιρέτισαν σιωπηλά τους δυο Κληρικούς, πήραν τα σωληνάρια με την τροφή τους και αποτραβήχτηκαν στην συνηθισμένη τους γωνία. Μόνοι τους έτρωγαν πάντα. Κανείς δεν τους απηύθυνε ποτέ τον λόγο, ούτε Άνομο, ούτε άνθρωπος.

Η διαίσθηση της Επτά της έλεγε πως τα Άνομο μπορεί και να ήθελαν. Μπορεί και να ήθελαν πραγματικά, πέρα απ΄ την θέση της στο Αρχιμανδρίτειο. Αν δεν ήταν αυτή η ενοχλητική αίσθηση του ξένου, του βιολογικά διαφορετικού, που ορθωνόταν ανάμεσά τους, κάποια Άνομο, ειδικά τα πιο χαμηλόβαθμα, μπορεί και να το αποτολμούσαν. Οι Κληρικοί και οι Διοικητικοί, όχι. Σίγουρα όχι.

Αλλά και η Επτά, αν είχε να διαλέξει, Άνομο κι’ αυτή θα διάλεγε. Άνομο, όχι ανθρώπους. Τους παρακολουθούσε τώρα με την άκρη του ματιού, αυτούς που κάθονταν λίγο πιο πιο πέρα και έτρωγαν σιωπηλά, αλλά και τους υπόλοιπους που είχαν υπηρεσία και περιφέρονταν ανάμεσα στα τραπέζια. Κρατούσαν δοχεία με φρέσκο αίμα και μόλις κάποιο Άνομο έκανε νόημα, έτρεχαν να σερβίρουν. Η Επτά ένοιωθε ένα ρίγος δυσπιστίας ν’ ανεβαίνει τη πλάτη της όποτε βρισκόταν κοντά σε ομοίους της. Χίλιες φορές καλύτερα τα Άνομο, χίλες φορές. Ο λόγος που τα προτιμούσε ήταν απλός. Τα καταλάβαινε καλύτερα, έτσι τουλάχιστον πίστευε. Τα Άνομο είχαν δύο βασικά προβλήματα. Το ένα ήταν η εξάρτησή τους απ’ το ανθρώπινο αίμα και η ταπείνωση που τους προκαλούσε το γεγονός αυτό. Το δεύτερο ήταν η σχεδόν παιδιάστικη εμμονή τους στην ανωτερότητά τους. Με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία εννοούσαν να αποδεικνύουν πόσο καλύτερα ήσαν απ’ τους ανθρώπους.

Κατά τα άλλα όμως, η Επτά τα θεωρούσε πολύ πιο βολικά, πολύ πιο εύκολα να συμβιώνει κανείς μαζί τους. Έβρισκε όχι απλά δικαιολογημένο, αλλά σχεδόν αυτονόητο που οι Αρχαίοι αποφάσισαν την κατασκευή τους. Μια πιο απλή, μια πιο λειτουργική εκδοχή του εαυτού τους θέλησαν να φτιάξουν. Μια δεύτερη ευκαιρία. Η Επτά δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, αλλά τώρα που τα είχε γνωρίσει από κοντά τα Άνομο, της θύμιζαν λίγο τον Δύο. Ποτέ δεν βασανίζονταν από ανομολόγητα πάθη. Ποτέ δεν έκαναν πολύπλοκους συλλογισμούς. Λίγο αίμα ήθελαν μόνο (ή κάποιο τρόπο για ν’ απαλλαγούν απ’ την ανάγκη του) και μια ελάχιστη κοινωνική καταξίωση στην αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνία τους. Τίποτα άλλο. Με τα Άνομο πάντα ήξερες πού βρίσκεσαι. Με τους ανθρώπους όχι. Κάθε άλλο.

Πέρα όμως από την αμοιβαία δυσπιστία και καχυποψία, η σχέση της Επτά με τους υπόλοιπους ανθρώπους έπασχε και από άλλο ένα σοβαρό ελάττωμα — κάτι πολύ πιο απτό και πρακτικό. Έτρωγε πολύ καλύτερα. Βέβαια, οι άλλοι άνθρωποι δεν είχαν να τρέφουν το Αρχιμανδρίτη με το αίμα τους. Την λεπτομέρεια όμως αυτή προτιμούσαν να την αγνοούν. Το μόνο που μετρούσε γι’ αυτούς ήταν ότι η τσούλα του Αρχιμανδρίτη έτρωγε, όχι απλώς πολύ περισσότερο, αλλά και πολύ καλύτερα από τους ίδιους. Πολύ, πολύ καλύτερα. Και από κοντά κι’ εκείνο το σιχαμερό απολειφάδι, ο Υ της. Ο Δύο δεν απορούσε, που οι άνθρωποι ήθελαν — και αυτοί — να τον λιντσάρουν, όποτε τον πετύχαιναν μόνο. Το ότι ούτε αυτοί, ούτε και τα Άνομο τα είχαν καταφέρει ακόμη ήταν που του προκαλούσε έκπληξη ώρες-ώρες.

Η Επτά, όπως συνήθιζε, προσπάθησε να πασάρει λίγο απ’ το φαΐ της στον Δύο. Σήμερα ειδικά, που θα ήταν δύσκολη μέρα, το είχε ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη. Ο Δύο πήρε βιαστικά δυο-τρεις μπουκιές, αλλά μετά της έγνεψε να σταματήσει. Δεν ήταν βέβαιος τι του έφταιγε. Για κάποιο λόγο πάντως, του φαινόταν πως σήμερα ειδικά ολόκληρη η τραπεζαρία τα είχε πάνω τους καρφωμένα τα μάτια της. Θα την έβλεπαν που τον τάιζε και θα ξεσπούσε νέος ορυμαγδός κουτσομπολιών. Το κουτσομπολιό ήταν ένα απ’ τα λίγα πράγματα που ένωναν σε τέτοιο βαθμό Άνομο και ανθρώπους.

Η Επτά και ο Δύο τελείωσαν το φαγητό τους και σηκώθηκαν αμέσως να φύγουν. Όλα τα μάτια της τραπεζαρίας γύρισαν πάλι προς το μέρος τους. Όπως και προηγουμένως, η Επτά διέσχισε την αίθουσα, χαμογελώντας όσο μπορούσε πιο πρόσχαρα. Όφειλε πάντως να παραδεχτεί πως, σε αντίθεση με τα Άνομο, οι άνθρωποι ποτέ δεν αποζητούσαν το βλέμμα της. Κοιτούσαν απλώς την δουλειά τους. Κάτι ήταν κι΄ αυτό.

Η αιμοδοσία πλησίαζε στο τέλος της. Όμως κάτι έμοιαζε να απασχολεί το Αρχιμανδρίτη. Το απασχολούσε σε τέτοιο βαθμό, που συμπεριφερόταν σαν να΄ ταν άλλο Άνομο. Όταν μπήκε στο Τροφείο, η Επτά, ως συνήθως, δοκίμασε να πλησιάσει. Το Αρχιμανδρίτη την κοίταξε σαν να μην την αναγνώριζε. Η Επτά ανησύχησε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Προσπάθησε να προσαρμόσει την υποδοχή της στον ΚΦΚ του. Μόνο που δεν την έδιωξε. Η Επτά τα έχασε. Τι να έκανε; Να άρχιζε μια απ΄ τις συνηθισμένες τους ιστορίες ή να του άφηνε την πρωτοβουλία; Κι΄ αν δεν έκανε τίποτα το Αρχιμανδρίτη; Αν σηκωνόταν να φύγει;

Ξαφνικά, ένοιωσε τον ΚΦΚ να τεντώνει. Κοίταξε. Το Αρχιμανδρίτη είχε αρχίσει να ρουφάει — από μόνο του! Πρώτη φορά τα κατάφερνε. Δεν ήταν δυνατόν. Κάτι πρέπει να συνέβαινε αυτή τη φορά, ήταν φανερό.

Ενώ το Αρχιμανδρίτη έπινε, στους τοίχους παρέλαυναν αναμνήσεις απ΄ την Λειτουργία προηγουμένως στην Αρχιεπισκοπή. Αυτό τουλάχιστον ήταν φυσικό. Η Επτά κάθισε ήσυχα-ήσυχα δίπλα του και προσπάθησε, αν όχι να μην αναπνέει, τότε σίγουρα να μην σκέφτεται τίποτα. Ειδικά όχι, τον Δύο και την κατάστασή του. Θα περνούσαν μέρες μέχρι να φτάσουν στο Αρχιμανδρίτη τα νέα απ΄ τη Συντήρηση. Είχε καιρό ως τότε. Κάτι θα έβρισκε να δικαιολογήσει την κατάσταση.

Η αιμοδοσία τελείωσε. Το Αρχιμανδρίτη γύρισε και απελευθέρωσε τον ΚΦΚ του. Έκλεισε την λεπτή απόληξη και την έτεινε προς την Επτά που είχε μείνει και παρακολουθούσε σαστισμένη. Μετά σηκώθηκε επάνω. Ούτε μαλάξεις ήθελε αυτή τη φορά, ούτε τίποτα.

Η Επτά κοίταγε μια το πρόσωπό του, μια τις σκέψεις του στους τοίχους του Τροφείου. Τίποτα περίεργο δεν έβλεπε. Τι μπορεί να του συνέβαινε; Γιατί ένοιωθε αυτή την περίεργη ένταση στην ατμόσφαιρα; Γιατί το Τροφείο δεν έδειχνε τίποτα; Ήταν δυνατόν το Αρχιμανδρίτη να είχε ξαφνικά αρχίσει να ελέγχει τις σκέψεις του; Τόσο ξαφνικά;

«Άκουσέ με» είπε φωνή του Αρχιμανδρίτη, ενώ της είχε γυρισμένη ακόμα την πλάτη. Γύρισε και την κοίταξε. Η Επτά ένοιωσε την σκληρή επιφάνεια του Τροφείου πίσω της. Έσφιξε τα δάχτυλά της και περίμενε.

«Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά φοβάμαι πως δεν έχουμε πολύ χρόνο» άρχισε το Αρχιμανδρίτη και μετά έκανε μια κίνηση και… έκλεισε το Τροφείο! Η Επτά άκουσε τον μηχανισμό να κλείνει και τους τοίχους να γίνονται κατάμαυροι. Σαν κάτι να πέθανε, της φάνηκε. Τρομαγμένη γύρισε και κοίταξε το Αρχιμανδρίτη.

«Μην φοβάσαι. Έπρεπε να κλείσω τον Καταγραφέα. Αν και μπορεί τίποτα απ΄ όλα αυτά να μην έχει πια σημασία».

«Τι… τι θέλετε να πείτε;» τραύλισε η Επτά.

«Φοβάμαι πως σε λίγο θα δεχτούμε μια επίσκεψη — την επίσκεψη που όλοι φοβόμαστε, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Αυτό που θέλω να ξέρεις είναι πως θα τα πάρω όλα πάνω μου. Εσύ, τίποτα δεν έχεις να φοβηθείς. Ούτε εσύ, ούτε…».

«Ποιό… Για ποιό πράγμα μιλάτε; Δεν καταλαβαίνω».

«Τόσο το καλύτερο, μικρό ανθρωπάκι. Τόσο το καλύτερο».

Μπορεί να μην ήταν Άνομο, αλλά η Επτά δεν μπόρεσε να παραγνωρίσει το απρόσμενο αίσθημα που ξεχείλισε απ΄ τα λόγια του Αρχιμανδρίτη. Σαν κύμα πήγε κι΄ έπεσε επάνω της και την ταρακούνησε. Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε το Αρχιμανδρίτη. Δεν έμοιαζε να είχε τίποτ΄ άλλο να πει. Στεκόταν απλώς μπροστά της και την κοίταζε. Ίσως να υπήρχε κάποιο νόημα που να ήθελε να της μεταφέρει με το βλέμμα του, αλλά η Επτά δεν καταλάβαινε.

Ξαφνικά, άκουσε κάτι. Τότε κατάλαβε. Εδώ και ώρα το Αρχιμανδρίτη εκεί πρέπει να είχε στραμμένες τις — πολύ πιο οξείες απ΄ τις ανθρώπινες — αισθήσεις του. Αυτόν τον ήχο παρακολουθούσε και όχι την στιχομυθία τους. Η Επτά έστησε κι΄ αυτή αυτί. Κάτι σαν αναταραχή ακουγόταν. Κόσμος που διαφωνούσε ή έδινε διαταγές. Και ταυτόχρονα προχωρούσε στους διαδρόμους του Αρχιμανδρίτειου. Τι μπορεί να συνέβαινε;

Ένοιωσε το σώμα της να σφίγγεται ολόκληρο. Δεν ήξερε γιατί, αλλά της φάνηκε πως έτσι θα άντεχε καλύτερα αυτό που πλησίαζε.

Πολύ απότομα, η πόρτα του Τροφείου άνοιξε διάπλατα — ποιός είχε ξεπεράσει το σύστημα ασφαλείας; Η Επτά ανατρίχιασε. Πήχτρα στους Ιερονόμους ήταν. Πιο πίσω πρέπει να στέκονταν και κάποιοι Κληρικοί του Αρχιμανδρίτειου. Πρόσωπα συγκεκριμένα δεν φαίνονταν, αλλά ξεχώριζε το χρώμα των στολών.

Μόλις η Επτά είδε τους Ιερονόμους, έπεσε αμέσως στα τέσσερα και πήρε «θέση». Καλύτερα, σκέφτηκε, να το έκανε από μόνη της παρά να περίμενε να την διατάξουν. Οι Ιερονόμοι άρχισαν να συνεννοούνται με το Αρχιμανδρίτη. Μιλούσαν την κρατική γλώσσα που, απ΄ τους ανθρώπους, μόνο οι Ιερονόμοι διδάσκονταν. Ούτε αυτοί όμως την μιλούσαν πολύ καλά, γιατί ήταν ειδικά σχεδιασμένη για τα Άνομο και τον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης τους. Μετρημένες στα δάχτυλα ήταν οι φορές που η Επτά είχε ακούσει να την μιλάνε. Είχε πολλά σύμφωνα και ο ομιλητής ακουγόταν σαν το στόμα του να ήταν γεμάτο πέτρες. Ή σαν να πνιγόταν. Τυπικότητες μάλλον αντάλλασσαν. Οι Ιερονόμοι δεν πρέπει να γνώριζαν για ποιο λόγο τους συλλάμβαναν.

Κάτι ένοιωσε να την αγγίζει, εκεί που ήταν πεσμένη. Σφίχτηκε, άθελά της. Θυμήθηκε αυτό που έλεγαν. Προσπάθησε να χαλαρώσει, να μην πονέσει. Δεν μπορούσε όμως να σταματήσει να τρέμει. Πάλι κάτι την άγγιξε. Άνοιξε τα μάτια της. Το Αρχιμανδρίτη ήταν. Της έκανε νόημα ν΄ ανασηκωθεί. Βιάστηκε να υπακούσει.

Το Άνομο την έπιασε απ΄ το χέρι και βάδισαν μαζί μέχρι τους Ιερονόμους, που περίμεναν στην είσοδο — δεν είχαν πατήσει το πόδι τους μέσα στο Τροφείο. Να που ακόμα κι΄ αυτοί είχαν δείξει κάποιο μικρό, ελάχιστο, σεβασμό. Ζεστό και στιβαρό το αισθάνθηκε το χέρι του Αρχιμανδρίτη. Περήφανη ένοιωσε.

Μόλις έφτασαν στην έξοδο, οι Ιερονόμοι τους χώρισαν αμέσως. Το Αρχιμανδρίτη υπάκουσε, ήρεμα και αυτοκυριαρχημένα. Όμως υπήρχε ένταση, πολύ μεγάλη ένταση στην ατμόσφαιρα. Ένταση, και αξιοπρέπεια. Το Αρχιμανδρίτη έδινε τον τόνο. Η Επτά κοίταζε τα πρόσωπα των Κληρικών. Παρατεταγμένοι κατά μήκος του διαδρόμου, παρατηρούσαν παγερά τους Ιερονόμους να απομακρύνουν τον ηγέτη τους. Η Επτά θα΄ θελε να πει ή να κάνει κάτι, αλλά τα μάτια των Άνομο γύρω της δεν της επέτρεπαν. Κατάλαβε.

Έβαλε όλα της τα δυνατά. Τέντωσε ίσιο το κορμί της και πίεσε τον εαυτό της να περπατήσει αργά και καμαρωτά. Να γίνει η ΙΤ που ήξεραν οι Κληρικοί, αυτή που ήθελαν να είναι. Αυτό ήταν το μόνο που περνούσε απ΄ το χέρι της εκείνη την στιγμή. Βήμα το βήμα, ξεχάστηκε. Πρέπει να τα κατάφερε, μάλλον. Έτσι της φάνηκε απ΄ τα βλέμματα γύρω της.

Στην απέναντι άκρη του διαδρόμου μια άλλη ομάδα Ιερονόμων έκανε την εμφάνισή της. Κάποιον κρατούσαν ανάμεσά τους. Τον Δύο.

Η Επτά σκόνταψε. Η μαχαιριά στο στήθος της έκοψε την αναπνοή. Δεν της είχε περάσει απ΄ το μυαλό πως μπορεί να τον έμπλεκαν κι΄ αυτόν. Έψαξε το βλέμμα του. Ψύχραιμος ήταν, όπως πάντα. Της χαμογέλασε μάλιστα. Αχ, Δύο, Δύο.

Το Αρχιμανδρίτη, η Επτά και ο Δύο βγήκαν έξω, περικυκλωμένοι πάντα στενά απ΄ τους Ιερονόμους. Οι δυο άνθρωποι δεν έτρεφαν αυταπάτες. Ήξεραν πως ο χώρος και η παρουσία του Κληρικού ήταν η μόνη τους προστασία. Δεν θα κρατούσε για πολύ όμως ακόμα.

Πλήθος οχημάτων βρισκόταν παρατεταγμένα μπροστά στο Αρχιμανδρίτειο. Της Ιερονομίας ήσαν όλα. Οι Ιερονόμοι τους πήγαν τον καθένα σε διαφορετικό όχημα. Η Επτά προσπάθησε να γυρίσει, να δει τους άλλους, αλλά ήταν αργά. Οι πόρτες έκλεισαν και τα οχήματα ξεκίνησαν αμέσως.

Στη διαδρομή οι Ιερονόμοι, ο ένας μετά τον άλλο, την βασάνισαν με βαναυσότητα. Ούτε που το κατάλαβε. Το μυαλό της ήταν στους φίλους της.

Σαν παχιά, μαύρη αράχνη δέσποζε η Ιερονομία στο βορειοδυτικό άκρο της Πόλης. Τα Άνομο που είχαν την ατυχία να κατοικούν στην περιοχή του κτιρίου, περνούσαν την ζωή τους ψιθυρίζοντας ασυνείδητα, μην και τραβήξουν την προσοχή του θηρίου.

Αλλά και να απέφευγε κανείς το ίδιο το κτίριο, δεν θα γλύτωνε απ΄ τα οχήματα, που κατευθύνονταν συνεχώς προς τα εκεί — τα οχήματα όπως αυτό που μετέφερε τώρα την Επτά. Δεν πρέπει να ήταν τυχαίο που η είσοδος του κτιρίου ήταν υπόγεια. Όποιος τρελός τολμούσε να ρίξει μια ματιά, έβλεπε τα οχήματα να πλησιάζουν, και μετά — εντελώς αναπάντεχα — να εξαφανίζονται από προσώπου γης. Σαν να άνοιγε η Ιερονομία τα τεράστια σαγόνια της και να τα καταβρόχθιζε το ένα μετά το άλλο.

Οι ίδιοι οι Ιερονόμοι πάντως, δεν τα έβλεπαν καθόλου έτσι τα πράγματα. Εκπαιδεύονταν με πρότυπο τους αρχαίους ιεραπόστολους. Πίστευαν πως το έργο τους ήταν λειτούργημα με καθαρά πνευματική διάσταση. Η Πόλη ήταν γεμάτη παραστρατημένους. Καθήκον των Ιερονόμων ήταν να μην ησυχάσουν, παρά μόνο αφού και το τελευταίο απολωλός πρόβατο είχε επιστρέψει πίσω στην αγκαλιά του Ένα. Έτσι το έβλεπαν.

Η Επτά, αν και ήξερε τον προορισμό τους, δυσκολευόταν να συνειδητοποιήσει πλήρως την κατάστασή της. Συμβαίνει αυτό καμιά φορά στις καταστροφές. Οι Ιερονόμοι κάποια στιγμή βαρέθηκαν να ασχολούνται μαζί της και την πέταξαν σε μια γωνιά. Κουλουριάστηκε εκεί που έπεσε και βάλθηκε να περιεργάζεται με θλίψη την σκισμένη της στολή — αυτό ήταν που την απασχολούσε. Το αίμα που έσταζε ανάμεσα στα πόδια της, το έβλεπε αλλά δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι να κάνει. Σαν ελάφι ήταν που το σταβώνει ξαφνικός προβολέας. Όσο για τον Δύο και το Αρχιμανδρίτη, η σκέψη της μπορεί να ήταν μαζί τους, αλλά και πάλι, κάπως ουδέτερα, χωρίς αίσθημα.

Απ΄ την μπροστινή πλευρά του οχήματος ερχόταν το ελαφρό μουρμουρητό της συζήτησης των Ιερονόμων. Η Επτά δεν ήταν σίγουρη πού βρισκόταν. Λίγο ήθελε για να πιστέψει πως βρισκόταν στο όχημα του Αρχιμανδρίτειου και πως αυτό που άκουγε ήταν τα Διάκονα που έπαιζαν με τους Αγίους τους. Όπου να΄ ταν θα κατέβαιναν για να πάνε επίσκεψη στο Αρχιεπίσκοπο.

Αναταραχή ακούστηκε από μπροστά. Η Επτά σήκωσε, σχεδόν αδιάφορα, το βλέμμα της. Οι Ιερονόμοι είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται. Πρέπει να πλησίαζαν. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε κι΄ αυτή να κάνει κάτι, αλλά προτίμησε να κάτσει εκεί που βρισκόταν. Διαισθανόταν πως η κρούστα αυτή αδιαφορίας, που την τύλιγε, θα έσπαγε όπου να΄ ταν. Δεν της φαινόταν και τόσο ευχάριστη η προοπτική.

Η παγερή σκιά ενός Ιερονόμου πλησίασε απειλητικά. Το τεράστιο χέρι του την άρπαξε απ΄ την μασχάλη και με μια κίνηση την έστησε όρθια. Να της ξεκολλήσει τον ώμο κόντεψε. Η Επτά άνοιξε το στόμα της κάτι να πεί. Αδίστακτα, ο Ιερονόμος της έχωσε μια γροθιά ίσια στο πρόσωπο. Έχασε το φως της. Αίμα πετάχτηκε καυτό απ΄ τη μύτη της. Ο Ιερονόμος την έσπρωξε βίαια. Η Επτά άνοιξε τα μάτια της, σφούγγιξε τη μύτη της και προχώρησε. Ο πόνος και φόβος άρχισαν επιτέλους να ξυπνάνε το κοιμισμένο της μυαλό. Ακόμα και κατ΄ ευθείαν στην ανακύκλωση ήσαν ικανά να την πέταγαν αυτά τα τέρατα. Εκεί, επί τόπου. Δεν ήθελε να της συμβεί τέτοιο πράγμα η Επτά — όχι ακόμα τουλάχιστον. Ένοιωθε μια διεστραμμένη περιέργεια να δει από κοντά το εσωτερικό της Ιερονομίας.

Κατέβηκαν. Η Επτά έψαξε για τον Δύο και το Αρχιμανδρίτη. Κανείς. Βρισκόταν ανάμεσα σε άτομα που δεν είχε ξαναδεί. Άνθρωποι ήσαν οι περισσότεροι, τα Άνομο ήσαν ελάχιστα, δύο ή τρία. Συνοδεύονταν απ΄ τους Ιερονόμους, που τους είχαν συλλάβει και περίμεναν όλοι μαζί στην ουρά, οι μεν για να παραδώσουν, οι δε για να παραδοθούν. Είχε μια τάξη η διαδικασία. Δεν το περίμενε η Επτά, πως θα ήταν έτσι.

Προχωρώντας, διαπίστωσε πως, προς το παρόν, τα πάντα διεκπεραιώνονταν εντελώς αυτοματοποιημένα. Δεν υπήρχε Άνομο ή Ιερονόμος κανείς να τους υποδεχθεί. Μια προβολή υπήρχε όλη κι΄ όλη, που το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να βεβαιωθεί πως ο πολίτης που βρισκόταν μπροστά της ήταν πράγματι αυτός για τον οποίο είχε εκδοθεί το ένταλμα. Μετά, μαρκάριζε το άτομο με έναν εσωτερικό κωδικό της Ιερονομίας και το άφηνε να μπει. Σαν παραλαβή πρώτης ύλης σε εργοστάσιο έμοιαζε το όλο πράγμα. Τίποτα το απειλητικό δεν είχε η ατμόσφαιρα, αλλά αυτό, για κάποιο λόγο, έκανε την Επτά να αισθάνεται ακόμα χειρότερα.

Μόλις πέρασαν την προβολή, οι Ιερονόμοι, που την είχαν συλλάβει, απομακρύνθηκαν αμέσως. Στεναχωρήθηκε, σχεδόν. Ολομόναχη πια είχε απομείνει. Τι μπορεί να την περίμενε;

Τουλάχιστον, είχε ακόμα την στολή της. Ναι, αυτό ήταν κάτι, ένα κάποιο είδος παρηγοριάς. Χάιδεψε αφηρημένα το ύφασμα που την περιτύλιγε. Όσο φορούσε αυτή την στολή, δεν ήταν μηδενικό, ήταν ακόμα κάποια — μια ΙΤ. Έπρεπε να το θυμάται αυτό. Να το θυμάται και να συμπεριφέρεται ανάλογα. Ίσιωσε το σώμα της και περπάτησε θαρρετά προς τα εκεί που έδειχναν οι προβολές.

Από μια πλευρά χάρηκε όταν συνειδητοποίησε πού ήταν που την πήγαιναν. Έδειχνε πως, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον καταλάβαινε πώς λειτουργούσε η Ιερονομία. Να της βγάλουν την στολή την πήγαιναν.

Μόλις μπήκε στον χώρο όπου την οδηγούσαν, μια ακτινοβολία άστραψε και εν ριπή οφθαλμού διέλυσε τα ρούχα της. Τα υφάσματα μετατράπηκαν όλα σε λεπτή σκόνη σαν πούδρα, που κύλησε ανάλαφρα από πάνω της και έπεσε στο πάτωμα. Μέχρι ν΄ ανοιγοκλείσει τα μάτια της η Επτά είχε απομείνει τελείως γυμνή. Δεν πρόλαβε όμως ούτε αυτό να το συνειδητοποιήσει καλά-καλά, γιατί η ίδια ακτινοβολία άλλαξε αμέσως συχνότητα και την φώτισε ξανά. Το νέο αυτό φως μόλις ήρθε σε επαφή με τον αέρα και το δέρμα της, άρχισε αμέσως να στεροποιείται. Σε μερικά δευτερόλεπτα είχε σχηματιστεί πάνω της μια σταθερή, εύκαμπτη επιφάνεια που την κάλυπτε ολόκληρη και την απομόνωνε απ΄ το εξωτερικό περιβάλλον. Αυτή, φαίνεται, θα ήταν η στολή της μέσα στην Ιερονομία. Μια στολή χωρίς κανένα απολύτως διακριτικό. Μόνο το πρόσωπό της είχε απομείνει ακάλυπτο.

Βγήκε και προχώρησε στο διάδρομο.

Ξεχώριζε από μακριά ο επόμενός της προορισμός. Ήταν το μόνο φωτεινό σημείο μεσ΄ το γενικό ημίφως. Ανεξήγητα, ένοιωσε την καρδιά της να σφίγγει, τους σφυγμούς της ν΄ ανεβαίνουν. Προσπάθησε με όλη της την δύναμη να πάρει ανάσα, να ηρεμήσει λίγο — και τι δεν θα΄ δινε τώρα για λίγο σλιπ. Δεν είχε σημασία που τα΄ χε χάσει όλα, που δεν ήταν τίποτα πια. Είχε τον εαυτό της. Να γελάσει της ήρθε, μα συγκρατήθηκε. Δεν οδηγούσε πουθενά αυτό. Δεν οδηγούσε.

Μπήκε μέσα. Τροφείο ήταν!

Ίσως, όχι ακριβώς. Δεν υπήρχε κανείς για να θρέψει με το αίμα της εκεί μέσα. Αλλά ο χώρος λειτουργούσε σαν Τροφείο, οι τοίχοι ήταν όλοι ζωντανοί και αντανακλούσαν τις σκέψεις της. Η Επτά έριξε μια ματιά γύρω-γύρω για να βεβαιωθεί πως πράγματι ήταν μόνη και αφέθηκε να σωριαστεί κάτω. Το θέαμα γύρω της δεν άργησε να την συνεπάρει ολοκληρωτικά.

Πολύ περίεργος, για Τροφείο, ήταν ο χώρος αυτός. Της έδειχνε μεν τις σκέψεις της, αλλά πολύ γρήγορα η Επτά συνειδητοποίησε πως ο χώρος της προέβαλλε — και ταυτόχρονα την προέτρεπε να θυμηθεί — το παρελθόν. Δεν είχε τρόπο να διακρίνει αν ο μηχανισμός είχε ήδη καταγραμμένα ή ανέσυρε εκείνη την στιγμή απ΄ την μνήμη της όσα της έδειχνε. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ήταν όλη κι΄ όλη η διαφορά και όσο και να προσπαθούσε, δεν τα κατάφερνε να διακρίνει ποιό συνέβαινε πρώτο και ποιό δεύτερο — η προβολή στους τοίχους ή η ανάμνηση μέσα της. Ο μηχανισμός πάντως, ή ήξερε ήδη τα πάντα γι΄ αυτήν ή ήταν η τέλεια ανακριτική μηχανή. Ό,τι ήθελε ανέσυρε απ΄ την μνήμη της, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια.

Η συσκευή της έδειχνε — ή την ανάγκαζε εκείνη την στιγμή να θυμηθεί — όλα όσα είχε ζήσει με τον Σύνδεσμο και τον Δύο. Παρά τις τόσες προφυλάξεις τους, κάθε ξεχωριστή στιγμή που είχαν ζήσει μαζί υπήρχε εκεί σε εξονυχιστική λεπτομέρεια. Γρήγορα έγινε φανερό πως δεν υπήρχε λόγος ανάκρισης — η ιδέα και μόνο ηταν κωμική — αφού ο μηχανισμός ήξερε ήδη τα πάντα. Σαν καλόβολη μητέρα ήταν με την οποία ένα νήπιο προσπαθούσε να παίξει κρυφτό. Μαρμαρωμένη παρακολουθούσε η Επτά. Ήταν υπερβολικές οι λεπτομέρειες που της έδειχνε η μηχανή. Αν δεν τα ανέσυρε εκείνη την στιγμή, τότε πρέπει να τους είχαν προδώσει. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Κάποιο είδος Καταγραφέα πρέπει να τους είχαν φυτέψει, τόσο στον Δύο όσο και στη ίδια και δεν είχαν καταλάβει ποτέ τίποτα.

Η Επτά μπορεί να αισθάνθηκε απόλυτο εξευτελισμό βλέποντας πως ούτε αυτό που αποκαλούσε εαυτό της δεν της ανήκε πραγματικά, αφού το έβλεπε τώρα να παρελαύνει φαρδύ-πλατύ μπροστά της, αλλά από μια άλλη πλευρά ανακουφίστηκε κιόλας. Χωρίς να το σκέφτεται συνειδητά, η αλήθεια ήταν πως έτρεμε την στιγμή που θα έπρεπε ή να προδώσει τους δικούς της ή να υποφέρει κάποιο φρικτό βασανιστήριο στα χέρια των Ιερονόμων. Ήθελε βέβαια να προστατέψει το Αρχιμανδρίτη και τον Δύο — ειδικά τον Δύο — όσο περνούσε απ΄ το χέρι της, αλλά δεν άντεχε ούτε την ιδέα να υποφέρει, ούτε μετά, αφού θα΄ χε προδώσει, την προοπτική του αυτο-εξευτελισμού. Να όμως τώρα που η μηχανή την απάλλασσε απ΄ όλα αυτά. Ειλικρινή ευγνωμοσύνη αισθάνθηκε η Επτά.

Αλλά μετά, η μηχανή προχώρησε και παραπέρα.

Η Επτά άρχισε να βιώνει καταστάσεις, που χωρίς καμιά πια αμφιβολία δεν υπήρχαν στη μνήμη της. Τότε πείστηκε πως ο χώρος δεν λειτουργούσε σε πραγματικό χρόνο και ούτε που την άγγιζε εκείνη την στιγμή. Απλώς της πρόβαλλε υλικό ήδη καταγραμμένο από καιρό.

Με τα μάτια διάπλατα ανοικτά πληροφορήθηκε τι ήταν αυτό που συνέδεε το Αρχιμανδρίτη με το Αρχιεπίσκοπο — το Αρχιεπίσκοπο ή το γελωτοποιό του, εν αγνοία, ίσως του ίδιου του Αρχιεπίσκοπου .

Να γελάσει της ήρθε. Τουλάχιστον αφελές το βρήκε το όλο πράγμα. Αφελές αλλά και τυπικά Άνομο. Καλές προθέσεις που λόγω της περιορισμένης αντίληψης και τυφλής εμμονής οδηγούσαν πολλές φορές, όχι απλώς σε αντίστροφα αποτελέσματα, αλλά πραγματικά πολύ-πολύ μακριά.

Η μηχανή της έδειχνε το Αρχιμανδρίτη να είναι μέλος ενός κινήματος που είχε αναπτυχθεί εντός των κόλπων του Κλήρου. Στόχος ήταν η ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης και η μερική τουλάχιστον παλινόρθωση των ανθρώπων σε καθεστώς πραγματικής, όπως ισχυρίζονταν, ισονομίας με τα Άνομο. Το τι ακριβώς είχαν στο μυαλό τους τα Άνομο αυτά — οι Κινηματίες, όπως τους αποκαλούσε η μηχανή — ήταν δυσνόητο ή η μηχανή δεν ήθελε να το αποκαλύψει. Πάντως, η Επτά είδε πως όσο η ίδια παρακολουθούσε το Αρχιμανδρίτη, άλλο τόσο και το Αρχιμανδρίτη παρακολουθούσε αυτήν, κατά κάποιον τρόπο. Η Επτά και ο Δύο μετέφεραν τις πληροφορίες που μάζευαν στον Σύνδεσμο, ενώ το Αρχιμανδρίτη στο γελωτοποιό ή ακόμα και στο ίδιο το Αρχιεπίσκοπο.

Δεν άντεξε σε μια στιγμή η Επτά, άρχισε να καγχάζει δυνατά. Κωμικοτραγικό ήταν, αναμφίβολα. Δεν ήταν βέβαιη αν το πίστευε ή όχι, πάντως ήταν πραγματικά αστείο. Ώστε στην πραγματικότητα το Αρχιμανδρίτη δεν είχε πρόβλημα να πιει αίμα. Ώστε ήταν προσποίηση όλα αυτά. Ώστε υπήρχαν και Άνομο που ήθελαν το καλό των Ανθρώπων. Αν ήταν ποτέ δυνατόν. Αλλά μήπως τα σχέδια του Σύνδεσμου; Μήπως εκείνα ήσαν καθόλου πιο ρεαλιστικά;

Η μηχανή πάντως καθόλου δεν έδειχνε να πτοείται απ΄ τις αμφιβολίες της Επτά. Καθώς συνέχιζε, η Επτά σταδιακά έπαψε να βρίσκει και τόσο διασκεδαστικό το όλο πράγμα. Άρχισε να καταλαβαίνει πώς έβλεπαν τα υπόλοιπα Άνομο την δράση των Κινηματιών. Σαν κάτι αντίστοιχο της παιδοφιλίας την έβλεπαν. Ερχόταν να αμφισβητήσει ανοικτά τον επίσημο θεμέλιο λίθο της ύπαρξης των Άνομο, ότι δηλαδή υπηρετούσαν, άρα κάθε άλλο παρά καταδυνάστευαν, την ανθρωπότητα. Όχι μόνο την είχαν διασώσει απ΄ τον αυτοκατατροφικό της εαυτό, αλλά ακόμα και τώρα, άλλο δεν έκαναν απ΄ το να την υποστηρίζουν συνέχεια ώστε να εξακολουθήσει να επιζεί, και ας υπολειπόταν απ΄ τους ίδιους εξελικτικά.

Έγκλημα καθοσιώσεως ήσαν οι αντιλήψεις των Κινηματιών. Και το ότι είχαν γεννηθεί μέσ΄ τους κόλπους του ίδιου του Κλήρου έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Ο υπόλοιπος Κλήρος προχωρούσε με πολύ προσεκτικά βήματα στην αξιολόγηση του προβλήματος, γιατί αφ΄ ενός δεν ήταν γνωστή η έκτασή του — πόσο «ψηλά» πραγματικά έφτανε η κάλυψη του κινήματος; ήταν πραγματικά μπλεγμένο το Αρχιεπίσκοπο ή όχι; — και αφ΄ ετέρου δεν είχαν ακόμη αποφασίσει πώς να το αντιμετωπίσουν. Τι να τους έκαναν τους Κληρικούς; Ούτε να τους αφήσουν ελεύθερους να συνεχίσουν μπορούσαν, ούτε να τους τιμωρήσουν, γιατί τότε θα μαθευόταν τι είχε συμβεί. Η μηχανή δεν προχώρησε να εξηγήσει τι σκόπευαν να κάνουν στο Αρχιμανδρίτη, αλλά την άφησε να καταλάβει πως αν και η ζωή του δεν κινδύνευε, αυτό που διακυβευόταν ήταν η κοινωνική του υπόσταση, πράγμα που για ένα Άτομο τελικά ήταν το ίδιο πράγμα, αν όχι χειρότερο.

Η μηχανή ολοκλήρωσε όσα είχε να πει και μετά σώπασε. Η Επτά σχημάτισε μια σιωπηλή ερώτηση στο μυαλό της

«Και τώρα;»

«Άδυτον» ήταν η μονολεκτική απάντηση της μηχανής.

Η Επτά προχώρησε ακόμα πιο βαθιά, είχε μπει στα έγκατα πια της Ιερονομίας. Προηγουμένως, όσο πήγαινε προς το Τροφείο, είχε νομίσει πως είχε φτάσει το τέλος του διαδρόμου. Τώρα, τον έβλεπε να συνεχίζεται, σαν να μην είχε τέλος, σαν αυτή να ήταν που τον εφεύρισκε με κάθε της βήμα. Αναρωτήθηκε πού ήταν ο υπόλοιπος κόσμος. Πού τους πήγαιναν όλους αυτούς που συλλάμβαναν; Πού κάθονταν οι ορδές των Ιερονόμων που χρειάζονταν για να γεμίσουν το θηριώδες αυτό κτίριο;

Κι΄ αν σταματούσε; Αν γυρνούσε πίσω; Τι θα γινόταν τότε; Δεν μπορούσε να φανταστεί. Όμως, κανείς δεν την ανάγκαζε να προχωρήσει, μόνη της το έκανε. Δεν ήταν πως το ήθελε ακριβώς, αλλά έτσι ένοιωθε πως έπρεπε να κάνει. Το ένοιωθε καθαρά, χωρίς καν να καταλαβαίνει για ποιό λόγο αισθανόταν έτσι.

Προχωρούσε, περιμένοντας να δει κάποια πόρτα ν΄ ανοίγει ή κάποιο χώρο να φωτίζεται να της δείξει τον επόμενο προορισμό. Ο διάδρομος ήταν στενός — δυο-τρία άτομα το πολύ να χωρούσε στο πλάτος. Τώρα, όσο προχωρούσε, τόσο πιο πολύ άρχιζε να πιστεύει πως επρόκειτο για κάποιο είδος αντικατοπτρισμού και πως, στην πραγματικότητα πουθενά δεν οδηγούσε ο αναθεματισμένος αυτός ο διάδρομος. Σαν πειραματόζωο την είχαν βάλει να τρέχει μέσα σ΄ ένα καρούλι. Τι προσπαθούσαν να κάνουν; Να την κουράσουν; Να την εξευτελίσουν; Σταμάτησε. Να φουντώνει ένοιωσε μέσα της. Έπρεπε να σταθεί, να πάρει ανάσα. Είχε αρχίσει να κουράζεται πια.

Άγγιξε με το χέρι της τον τοίχο δίπλα της. Κρύος ήταν, σχεδόν υγρός. Η επιφάνεια κάτω απ΄ το χέρι της είχε ανεπαίσθητες αυλακώσεις. Το παγωμένο λαρύγγι ενός δράκου. Ενός δράκου νεκρού από χρόνια. Ανατρίχιασε. Τράβηξε το χέρι της.

Και τότε τον είδε. Τον είδε να έρχεται από μακριά.

Γύρισε και εστίασε το βλέμμα της πίσω στον τοίχο. Ψυχραιμία. Και το ίδιο το Ένα μπορεί να έβλεπε στην κατάσταση που βρισκόταν. Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Ξανακοίταξε. Εκεί ήταν, προχωρούσε ακόμη. Αυτός ήταν; Ναι, μάλλον. Ξανακοίταξε τον τοίχο. Μπορεί όμως και να ήταν κάποιο είδος προβολής, κάτι σαν Τροφείο. Ναι, μπορεί.

Ένα ξαφνικό τρέμουλο της έκοψε τα γόνατα. Λύγισε κι΄ έπεσε κάτω. Κουλουριάστηκε. Έκρυψε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της. Ένας ήχος σαν πληγωμένου ζώου βγήκε απ΄ το λαρύγγι της. Μόνη, τελείως μόνη, στο στόμα του θηρίου. Μήπως ήταν της φαντασίας της; Παραλήρημα της αρρώστιας της; Αχ, λίγο σλιπ να΄ χε. Λίγο σλιπ.

Άνοιξε ελάχιστα τα δάχτυλά της. Κοίταξε, ανάμεσα. Δέκα μέτρα απείχε τώρα απ΄ αυτήν, και προχωρούσε ακόμα. Θα την έφτανε, σε λίγο. Έσφιξε τα γόνατά της με τα χέρια της και κόλλησε στον τοίχο πίσω της. Ανέπνευσε. Με αγωνία σαν να πνιγόταν. Πίεσε τα μάτια της ν΄ ανοίξουν διάπλατα. Ήταν έτοιμη τώρα. Έτοιμη να πεθάνει.

Στα δύο μέτρα απόσταση ο Τρία στάθηκε.

«Έλα» της είπε και της έτεινε το χέρι. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο».

Τα μάτια του κοίταζε η Επτά, τα μάτια του. Ίδια ήταν, ολόιδια. Μόνο αυτά όμως. Τα υπόλοιπα, είχαν αλλάξει, όλα. Πόσο είχε γεράσει! Άραγε κι΄ η ίδια να΄ χε γεράσει τόσο;

Αρνήθηκε το χέρι του, σκούπισε το πρόσωπό της και ανασηκώθηκε. Έτρεμε ακόμα λίγο. Αλλά το χειρότερο ήταν στο μυαλό της. Χάος.

Ο Τρία γύρισε και άρχισε να περπατάει προς την κατεύθυνση απ΄ όπου είχε έρθει. Ταυτόχρονα έκανε κάτι ή συνέβη κάτι και ο διάδρομος, μεσ΄ τον οποίο βρίσκονταν, εξαφανίστηκε. Η μορφή του άλλαξε και απ΄ το «παγωμένο λαρύγγι του δράκου», που είχε φανταστεί η Επτά, μετατράπηκε σε διάδρομο μιας πολύ συνηθισμένης αποθήκης. Η Επτά έχασε το βήμα της. Το βλέμμα της έψαξε με αγωνία κάποιο σταθερό σημείο να πιαστεί, να μην χάσει τελείως την ισορροπία της. Ποιο ήταν το παραλήρημα, αναρωτήθηκε. Πριν ή τώρα;

«Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε ψιθυριστά τον Τρία. Ο τόνος της φωνής της της προκάλεσε τρομερή έκπληξη. Από μόνος του είχε πάει κι΄ είχε ξεθάψει την παλιά τους οικειότητα. Γιατί; Με ποιο δικαίωμα; Ξερόβηξε, να τον διαλύσει.

«Υπόγεια» απάντησε ο Τρία.

«Τι ήταν αυτό που έβλεπα πριν;»

«Τι έβλεπες;»

«Έναν ατέλειωτα μακρύ διάδρομο».

«Προβολή ήταν, προσωποποιημένη. Διαφορετικά το βλέπει ο καθένας, γι΄ αυτό και λέγεται Άδυτον. Για λόγους ασφαλείας το έχουμε. Υπάρχει πολύ διαβαθμισμένο υλικό εδώ γύρω».

«Τι υλικό;… Μα, πώς βρέθηκες εδώ; Νόμιζα…»

«Τι;»

«…Ζεις; Νόμιζα πώς…»

«Αυτοί με έφεραν».

«Ποιοί; Πού;»

«Τότε. Κατ΄ ευθείαν εδώ με έφεραν».

«Και, τι έγινε;»

«Τίποτα. Ανήκω εδώ». Μεσ΄ την ταραχή της η Επτά ούτε που προσέξε τόση ώρα την στολή του Τρία. Της Ιερονομίας ήταν. Μεσαίο στέλεχος, έδειχναν τα διακριτικά, αν και η Επτά δεν τους ήξερε και τόσο καλά τους βαθμούς τους. «Λοχαγός είμαι», συνέχισε ο Τρία σαν να άκουγε τις σκέψεις της. «Θα πάρω προαγωγή όμως, όπου να΄ ναι» θεώρησε σκόπιμο να συμπληρώσει. Σαν να προσπαθούσε να δικαιολογηθεί, που, τόσα χρόνια, μόνο μέχρι εκεί είχε καταφέρει να φτάσει.

«Κι΄ οι υπόλοιποι;»

«Ποιοί υπόλοιποι;»

«Οι Ιερονόμοι. Δεν είστε χιλιάδες;»

«Γιατί;»

«Μα τόσο μεγάλο που…»

Ο Τρία γύρισε και την κοίταξε. «Προβολή είναι. Δεν είναι και τόσο μεγάλο στην πραγματικότητα. Απλώς φαίνεται έτσι. Για ευνόητους λόγους».

Η Επτά δεν καταλάβαινε σε ποιους λόγους αναφερόταν, αλλά το άφησε. «Και οι πολίτες που έρχονται εδώ, τι τους κάνετε;»

«Τίποτα. Τους περισσότερους αρκεί που τους φέρνουμε. Μόλις καταλάβουν πως τα ξέρουμε όλα, συνέρχονται από μόνοι τους».

«Και μετά;»

«Τους αφήνουμε. Τι να τους κάνουμε;»

«Και μ΄ εμένα τι θα γίνει;»

«Εσένα, εγώ σε έφερα… Ήθελα… Εσύ, δεν ήθελες… να με ξαναδείς;»

Η Επτά δεν απάντησε. Μετά ρώτησε. «Τι θα μου κάνεις;»

«Τίποτα» απάντησε ο Τρία εμφατικά. Να σε ξαναδώ μόνο ήθελα».

Η Επτά δεν δίστασε άλλο. «Τώρα με θυμήθηκες;»

«Μην το λες αυτό. Είναι πολλά, που έχουμε να πούμε».

«Δεν νομίζω».

«Πάντα σε σκεφτόμουν» είπε διστακτικά.

«Εγώ, όχι» τον διέκοψε σκληρά. «Γιατί με σκεφτόσουν; Τι θέλεις από μένα; Πού με ξέρεις;»

«Πού σε ξέρω;» ακούστηκε η φωνή του Τρία ψιθυριστή.

«Ναι… πού με ξέρεις;» επέμεινε όσο μπορούσε πιο σταθερά η Επτά.

Ο Τρία έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά ξανάρχισε. Ο τόνος του τώρα είχε αρχίσει ν΄ αλλάζει. «Εσύ, μου φαίνεται, δεν με ξέρεις. Ή δεν καταλαβαίνεις που βρίσκεσαι και τι κάνουμε εδώ». Κάτι πήγε να πει η Επτά, αλλά ο Τρία την σταμάτησε με ένα νεύμα. «Δεν ξέρω τι νόμισες. Εδώ βρίσκεσαι επειδή εγώ σε έφερα. Και σε έφερα επειδή ήθελα να με ξαναδείς και να καταλάβεις τι σ΄ έχω βάλει να κάνεις».

«Μ΄ έχεις βάλει… Εσύ; Τι μ΄ έχεις βάλει να κάνω;» ρώτησε με ανυπόκριτη έκπληξη η Επτά.

«Ναι, εγώ. Για μένα δουλεύεις, πάει καιρός τώρα. Όλη αυτή η ιστορία με τον Σύνδεσμο, δική μου είναι… Μα καλά, δεν σου θύμισε τίποτα;»

«Τι να μου θυμίσει;»

«Από… τότε;»

«Τι θες να πεις;»

«Εκείνα, που λέγαμε τότε, δεν τα θυμάσαι;»

«Ποια;»

«Την ιστορία με την Οργάνωση…;»

«Ναι, τι;»

«Ε, γι΄ αυτό μιλάω — απ΄ το μυαλό μου τα είχα βγάλει, το ξέρεις αυτό, έτσι;»

«Βέβαια», απάντησε αδίστακτα η Επτά.

«Σκέφτηκα να την ξαναρχίσω την ιστορία. Σου είπα, περιμένω προαγωγή. Δεν είμαστε και τόσο πολλοί. Προβολές είναι τα περισσότερα. Γι΄ αυτό και είναι τόσο δύσκολες οι προαγωγές, επειδή είμαστε τόσο λίγοι. Χρειαζόμουν κάτι πολύ πρωτότυπο, κάτι που να ξεφεύγει απ΄ τα συνηθισμένα… Και σκέφτηκα αυτό!»

«Ποιό;»

«Την παλιά μας ιστορία».

«Δηλαδή;»

Ο Τρία συνειδητοποίησε πως η Επτά δεν τον παρακολουθούσε. Σταμάτησε και ξαναδοκίμασε — πρέπει να το ήθελε πάρα πολύ. «Πάει καιρός που μάθαμε για τους Κινηματίες. Θέλαμε να βρούμε ένα τρόπο να τους αξιολογήσουμε ως κίνδυνο, χωρίς όμως να μας αντιληφθούν. Τότε θυμήθηκα την παλιά ιδέα μου περί της Οργάνωσης των ανθρώπων. Την είπα στο Ταξίαρχο Βήλο και του άρεσε, μου είπε να προχωρήσω. Μου υποσχέθηκε προαγωγή έτσι και πετύχαινε η ιδέα. Στην αρχή είπα να ξεκινήσω με το Αρχιμανδρίτη Γκρόμο, που ήταν ήδη γνωστό σε μας ως μέλος των Κινηματιών. Μετά, προχωρώντας, θα έβρισκα κι΄ άλλους. Θα σε δοκίμαζα κι΄ όλας έτσι να δω αν τα καταφέρνεις… Απ΄ την πρώτη στιγμή εσένα σκέφτηκα. Μια χαρά τα πήγες, πρέπει να πω, μια χαρά. Το Ταξίαρχο είναι εξαιρετικά ευχαριστημένο. Όμως, μην με παρεξηγήσεις, το Αρχιμανδρίτη, απλή δοκιμή ήταν. Τώρα θα αρχίσει η πραγματικά ενδιαφέρουσα φάση. Θ΄ ασχοληθούμε με Άνομο, που πραγματικά δεν ξέρουμε αν…»

«Ο Δύο που είναι;» τον διέκοψε η Τρία.

«Ο Δύο;»

«Ο 7Δ82Χ11Ν252».

«Ποιός είναι αυτός;»

«Ο Υ που ήταν μαζί μου».

«Α. Δεν ξέρω, κάπου…»

«Τον θέλω, μαζί μου».

«Γιατί;»

«Γιατί είμαστε ομάδα. Μαζί δουλεύουμε».

Ο Τρία σήκωσε τους ώμους και έμεινε σιωπηλός με το βλέμμα στηλωμένο στο κενό. Επικοινωνούσε με κάποιον, κατάλαβε η Επτά. Ο Τρία άρχισε να μιλάει την επίσημη γλώσσα. Απ΄ τον τρόπο του η Επτά μάντεψε πως πρέπει να την μιλούσε με μεγάλη ευχέρεια.

Ο Τρία τελείωσε την συνομιλία του και γύρισε και την κοίταξε.

«Δεν πρόλαβες» είπε ουδέτερα.

«Τι εννοείς;»

«Ε, αναλώσιμοι είναι και…»

«Τι του κάνατε;»

«Τους ξέρεις τώρα τους Ιερονόμους…»

Ναφθαλίνη γέμισε το στόμα της. Τον κοίταξε σιωπηλή. Ο Τρία δεν μίλησε, παρακαλουθούσε μόνο την έκφρασή της. Μετά, είπε «Θέλεις να σε πάω εκεί που τον είχαν;»

«…Ναι, θα το ήθελα» ψέλλισσε. Της είχε κοπεί η φωνή.

Ο Τρία ξεκίνησε πάλι να περπατάει. Σε άλλη κατεύθυνση προχωρούσαν τώρα. Η Επτά κοίταζε την πλάτη μπροστά της και δεν σκεπτόταν τίποτα. Το μυαλό της ήταν κενό.

Διέσχισαν την αποθήκη και έφτασαν σ΄ έναν χώρο με μικρά δωματιάκια σαν κελιά. Ο Τρία επικοινώνησε πάλι με κάποιον και μετά έδειξε ένα απ΄ τα κελιά. «Εδώ τον είχαν. Μπορείς να κάτσεις, αν θες. Θα έρθω σε λίγο να σε πάρω. Είναι κάτι άλλο που πρέπει να κάνω».

Μόλις που τον άκουσε η Επτά. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Την έκλεισε πάλι πίσω της, προσεκτικά. Κοίταξε γύρω. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν ήταν. Μια μικρή μηχανή συντήρησης, ένας παμπάλαιος συναρμολογητή, μια επιφάνεια ύπνου. Τα εντελώς βασικά, τίποτ΄ άλλο. Απ΄ τον ίδιο τον Δύο, ούτε ίχνος.

Σύρθηκε μέχρι το κεβάτι και σωριάστηκε ανάσκελα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Και τότε έγινε κάτι αναπάντεχο. Η μυρωδιά του Δύο ήρθε και την τύλιξε. Ναι, εκεί τον είχαν, εκεί είχε ξαπλώσει κι΄ αυτός. Γύρισε πλάι. Κάτι βαρύ, σαν θεόρατος βράχος, άρχισε να κυλάει μέσα της. Τα δάκρυα έτρεξαν απ΄ τα μάτια της χωρίς δική της συμμετοχή. Το πρόσωπό της είχε μείνει πετρωμένο, μια κέρινη μάσκα. Μόνο τα μικρά αυτά ποταμάκια που κατηφόριζαν, της έδιναν κάποια ζωή.

Συνέχισε να κλαίει, όλο και πιο δυνατά. Τώρα με λυγμούς γοερούς, που πονούσαν καθώς έβγαιναν. Σαν να΄ χε χωριστεί σε δυο διαφορετικά άτομα ένοιωθε. Το ένα έκλαιγε σπαρακτικά και το άλλο παρακολουθούσε συμπάσχοντας, αλλά μην ξέροντας πώς να βοηθήσει.

Ώσπου, σταμάτησε. Κάποτε, σταμάτησε. Στέρεψε, για την ώρα. Έμεινε ξαπλωμένη εκεί που ήταν. Γύρισε απ΄ την άλλη. Μπρος τα μάτια της εμφανίστηκε ο συναρμολογητής. Κάτι δίπλα του της τράβηξε την προσοχή. Μικροσκοπικό ήταν και αντανακλούσε στο φως. Έσκυψε να δει.

Μια μικρή πεταλούδα ήταν.

Όχι, όχι, δεν είχε πια άλλα δάκρυα. Άπλωσε το χέρι της και, με πολύ προσοχή, την πήρε και την περιεργάστηκε. Μετά, πήρε τον συναρμολογητή και τον φόρεσε. Πόσα χρόνια είχαν περάσει! Έπιασε τα χειριστήρια. Σκαμπανέβαζαν από ενέργεια. Δυσκολευόταν να τα συνηθίσει. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε. Ιδέα δεν είχε τι σκόπευε να κάνει.

Τελείωσε.

Έβγαλε τον συναρμολογητή. Στήλωσε το βλέμμα της στο κενό απέναντι. Καθόλου βέβαιη δεν ένοιωθε.

Όταν άκουσε την πόρτα του κελιού ν΄ ανοίγει πίσω της, έκανε μια κίνηση σαν να΄ θελε να κρύψει τον συναρμολογητή. Σταμάτησε όμως. Τον άφησε εκεί που ήταν. Γύρισε. Ο Τρία στεκόταν στην είσοδο. Στα χείλη του ήταν χαραγμένο ένα πολύ στραβό χαμόγελο.

«Μην κουνηθείς», την διέταξε. «Μην τυχόν και τον αγγίξεις» την είπε, δείχνοντας τον συναρμολογητή.

Η Επτά υπάκουσε.

Ο Τρία πλησίασε και με μια απότομη κίνηση, άρπαξε τον συναρμολογητή και τον πέταξε στον απέναντι τοίχο. Μετά, τ΄ απομεινάρια τα τσαλαπάτησε με τη μπότα του. Χίλια κομμάτια έγιναν.

«Μα τόσο ηλίθια είσαι; Τι νόμισες; Πως δεν προχωρήσαμε καθόλου; Υπάρχουν αισθητήρες τώρα. Τις εντοπίζουν αμέσως αυτές τις αηδίες».

Μιλιά δεν έβγαλε απ΄ το στόμα της η Επτά.

«Έλα, σήκω. Πάμε» συνέχισε ο Τρία.

Η Επτά υπάκουσε και πάλι. Βγήκαν απ΄ το κελί του Δύο.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω!» ξανάρχισε ο Τρία, ενώ περπατούσαν. «Σαν τον Υ σου είσαι κι΄ εσύ, το ίδιο ανόητη». Η Επτά γύρισε απότομα. Κάτι πήγε να πει, αλλά ο Τρία δεν πτοήθηκε. «Ακόμα να καταλάβεις; Παίζονται πολύ σοβαρά πράγματα εδώ. Πολύ σοβαρά! Βασίστηκα πάνω σου. Ο Ταξίαρχος ο ίδιος, σου λέω, ενδιαφέρθηκε. Τι άλλο πρέπει να σου πω; Ευτυχώς, που την περίμενα, την ανοησία σου. Τα είχα λάβει τα μέτρα μου. Διαφορετικά…». Ο Τρία δεν ολοκλήρωσε την φράση του. Την έπιασε απ΄ το χέρι και, πολύ βάναυσα, την έσπρωξε μπροστά του. Η Επτά προχώρησε, αλλά η προσοχή της βρισκόταν αλλού.

Άρχισαν τώρα, για πρώτη φορά, να συναντούν και άλλους Ιερονόμους. Η Επτά μόλις που αντιλαμβανόταν την παρουσία τους. Σαν μαύρα φίδια αναδύονταν από το έρεβος, περνούσαν δίπλα της και εξαφανίζονταν πάλι σιωπηλά. Δεν το είχε φανταστεί έτσι. Καθόλου έτσι δεν το είχε φανταστεί το εσωτερικό της Ιερονομίας.

Έφτασαν μπροστά σε μια πόρτα. Ο Τρία την άνοιξε και της έγνεψε να μπει.

«Αυτό είναι το σπίτι μου» την πληροφόρησε.

Η Επτά έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω. Πολύ ασκητικός ήταν ο χώρος. Δεν διέφερε και τόσο απ΄ το κελί του Δύο προηγουμένως. Μόνο οι συσκευές ήταν πιο προηγμένες. Οι περισσότερες δεν καταλάβαινε σε τι χρησίμευαν. Ειδικά ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός. Από εκεί πρέπει να παρακολουθούσε ο Τρία. Παρακολουθούσε τα πάντα. Σαν αράχνη. Μαύρη, χοντρή, γεμάτη πύον.

«Κάτσε εκεί» είπε και της έδειξε το κρεβάτι. Ο ίδιος στάθηκε όρθιος απέναντί της. Βρισκόταν σε ένταση, πρόσεξε η Επτά.

«Τι πρόβλημα έχεις;» άρχισε ο Τρία επιθετικά. «Γιατί το έκανες;» Η Επτά, αμίλητη, τον κοίταγε. «Τι με κοιτάς έτσι; Εγώ για σένα τα έκανα όλα, για σένα. Για να΄ μαστε πάλι μαζί, όπως τότε». Ο Τρία σταμάτησε και περίμενε κάποιο είδος αντίδρασης. Με κάποια αμηχανία διαπίστωσε πως η Επτά δεν έδειχνε να βρίσκεται σε πλήρη επαφή με το περιβάλλον. «Τι είναι; Η αρρώστια σου; Μα είσαι στ΄ αλήθεια άρρωστη; Οι αναλύσεις σου δεν δείχνουν…». Σταμάτησε. Μόρφασε σαν μην το΄ θελε, που είχε μιλήσει. «Τέλος πάντων», μονολόγησε. Μετά, πλησίασε, γονάτισε, στο ίδιο ύψος με τα μάτια της και της έπιασε το χέρι. Σαν φτερό σκοτωμένου πουλιού το αισθάνθηκε.

«Έλα μαζί μου. Όπως σου τα΄ χα υποσχεθεί θα είναι». Ο τόνος του τώρα ήταν μειλίχιος, παρακλητικός σχεδόν. «Ή μήπως ακόμα δεν κατάλαβες; Εγώ είμαι το Άδυτον».

«Τι;» H Επτά σήκωσε το βλέμμα της και το κάρφωσε πάνω του.

«Για σένα, εγώ είμαι. Το Άδυτον. Δεν πιστεύω να το πίστεψες πριν που είπα πως ήταν ο διάδρομος». Ο Τρία σταμάτησε και χασκογέλασε. Ο ήχος ακούστηκε εντελώς ξεκούρδιστος. «Εγώ είμαι, εγώ. Όχι, μην πεις τίποτα, δεν έχει νόημα. Δεν κάνει λάθος το Τροφείο».

Η Επτά πήρε μια βαθιά αναπνοή. Το θολωμένο της βλέμμα ξεκαθάρισε λίγο.

«Τι θέλεις από μένα;» τον ρώτησε. Ο τόνος της τώρα ήταν προσεκτικός, αυστηρά ουδέτερος. Τον ίδιο ακριβώς πήρε και ο Τρία, όταν της απάντησε.

«Η περίπτωση του Αρχιμανδρίτη ήταν εύκολη, σχετικά. Στήθηκε, χωρίς ούτε το ίδιο, ούτε εσύ να καταλάβετε τίποτα. Αλλά το Αρχιμανδρίτη το είχαμε ήδη διασταυρώσει πως ήταν Κινηματίας. Το Άνομο που κυνηγάω τώρα είναι πολύ μεγαλύτερο ψάρι. Δεν ξέρω αν είναι πραγματικά μέλος ή όχι. Μήνες τώρα το παρακολουθώ και δεν έχω βγάλει τίποτα. Ίσως εσύ να καταφέρεις κάτι. Γι΄ αυτό σε έφερα. Έπρεπε να ξέρεις τι κάνεις. Δεν γινόταν να συνεχίσουμε άλλο εν αγνοία σου».

«Όχι» απάντησε μονολεκτικά η Επτά.

«Τι;» ρώτησε ο Τρία.

«Όχι. Δεν το κάνω».

«Και, τι φαντάζεσαι πως θα γίνει αν πραγματικά αρνηθείς; Δεν καταλαβαίνεις; Ή νομίζεις πως αστειεύομαι;»

«Όχι».

«Δεν είναι στο χέρι μου, ακόμα και να ήθελα. Στο είπα, ο Ταξίαρχος ο ίδιος μας παρακολουθεί. Δεν έχεις επιλογή. Μόνο αφού συμφωνήσεις, θα βγεις από εδώ».

«Όχι, δεν πρόκειται» επέμεινε η Επτά. Ο Τρία πήρε μια βαθιά αναπνοή.

«Γιατί;»

«Τι γιατί;»

«Γιατί όχι, εξήγησέ μου».

«Γιατί, είμαι αυτό που είμαι».

«Τι είσαι;»

«Άνθρωπος»

«Κι΄ εγώ τι είμαι;»

«Δεν ξέρω. Ίδιοι πάντως, δεν είμαστε, σίγουρα».

«Δηλαδή, τι; Εσύ είσαι άνθρωπος κι΄ εγώ είμαι το σκυλί των Άνομο, αυτό νομίζεις;» Η Επτά σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Δεν τα ξέρεις καλά. Κατ΄ αρχήν νομίζεις πως υπάρχει πια καμιά διαφορά μεταξύ Άνομο και ανθρώπων;»

«Τι θες να πεις;»

«Αυτό που σε ρωτάω. Νομίζεις πως υπάρχει διαφορά;»

«Γιατί, δεν υπάρχει;»

Ο Τρία άνοιξε το στόμα του και κάτι πήγε να πει, αλλά άλλαξε γνώμη. Σηκώθηκε απότομα όρθιος και κατευθύνθηκε προς τις μηχανές του. «Καλύτερα να δεις μόνη σου», της είπε με γυρισμένη ακόμα την πλάτη του. Έκανε κάποιες ρυθμίσεις και μετά γύρισε και την κοίταξε. «Δεν λέω ψέμματα. Αυτό τουλάχιστον θα μου το αναγνωρίσεις» της είπε, ενώ χαμηλώνε τα φώτα του δωματίου.

Η Επτά εντυπωσιάστηκε. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Το δωμάτιο του Τρία είχε την δυνατότητα να μετατραπεί σε Τροφείο! Μόνο προκατασκευασμένοι, νόμιζε ως τώρα η Επτά, πως μπορούσαν να είναι οι χώροι αυτοί. Όχι να μετατρέπονται, εν ριπή οφθαλμού, με μια εντολή.

Η προσοχή της απορροφήθηκε από το θέαμα γύρω της.

Ο ρυθμικός, σαν αναπνοή, θόρυβος του Εργοστασίου ακουγόταν τώρα εκκωφαντικός. Αναρίθμητα μόρια αιωρούνταν ελεύθερα στον χώρο. Ένας τεράστιος μύλος, συνέλεγε τα μόρια ένα-ένα και, περιστρεφόμενος, τα τοποθετούσε στις κορυφές μικρών πυραμίδων, που ήσαν κατασκευασμένες από διατάξεις άλλων, πανομοιότυπων μορίων. Οι πυραμίδες βρίσκονταν πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια, η οποία επίσης περιστρεφόταν. Τα μόρια φιλτράρονταν κατά μέγεθος και είδος και μετά μεταφέρονταν και εναποτίθενταν σε κατάλληλες θέσεις, ώστε να σχηματιστούν στρώσεις υλικών σε σχήμα κύβου. Οι κύβοι μεταφέρονταν κατά μήκος μιας μακριάς αλυσίδας παραγωγής που έμοιαζε να εκτείνεται στο άπειρο.

Η οπτική γωνία άλλαξε.

Οι κύβοι τώρα φαίνονταν πολύ μικρότεροι. Τεράστιοι γερανοί τους άρπαζαν και τους τοποθετούσαν σε μεγάλες πλατφόρμες. Συστοιχίες άλλων γερανών επικοινωνούσαν με άλλες αλυσίδες παραγωγής και μετέφεραν από εκεί και άφηναν πάνω στις πλατφόρμες διάφορα υλικά. Όλες αυτές οι πολύπλοκες κινήσεις εκτελούνταν με μεγάλη ταχύτητα και απόλυτο συγχρονισμό μεταξύ τους. Πάνω στις πλατφόρμες άρχιζαν σιγά-σιγά να παίρνουν μορφή πολύπλοκες διατάξεις.

Η οπτική γωνία άλλαξε.

Οι προηγούμενες πολύπλοκες διατάξεις φαίνονταν τώρα πολύ μικρότερες. Τεράστιοι γερανοί, τροχαλίες και αλυσίδες έπιαναν τις διατάξεις, τις προσάρμοζαν μεταξύ τους και συναρμολογούσαν σταδιακά ένα κατασκεύασμα. Το εργοτάξιο εκτείνεται μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι.

Η οπτική γωνία άλλαξε.

Ολόκληρη η προηγούμενη διαδικασία κατέληγε στη σύνθεση ενός γονιδίου, το οποίο πήγαινε κι΄ έπαιρνε την θέση του στο χρωμόσωμα του κυτταρικού πυρήνα. Από αυτήν την κλίμακα και το ίδιο το κύτταρο φαινόταν σαν πολύπλοκη μηχανή, όπου χιλιάδες διεργασίες συνέβαιναν ταυτόχρονα. Σε μια στιγμή το κύτταρο μπήκε σε φάση μίτωσης. Τα χρωμοσώματα του πυρήνα άρχισαν να διχοτομούνται σε δυο πανομοιότυπα σετ. Διαχωρίστηκε ο πυρήνας, το κυτόπλασμα και τα κυτταρικά οργανίδια και στο τέλος η κυτταρική μεμβράνη σχίστηκε και απέμειναν δυο αυτόνομα κύτταρα. Η εικόνα επιταχύνθηκε, τα κύτταρα πολλαπλασιάστηκαν και ένα έμβρυο άρχισε σιγά-σιγά να σχηματίζεται. Η εικόνα επιταχύνθηκε ακόμα περισσότερο και η μορφή του εμβρύου μετασχηματίστηκε σ΄ αυτήν ενός παιδιού δύο περίπου χρονών, το οποίο με κλειστά μάτια και πλήρως καλωδιωμένο βρισκόταν μέσα σε μια κάψουλα.

Η οπτική γωνία άλλαξε.

Τώρα διακρίνονταν δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες άλλες τέτοιες πανομοιότυπες κάψουλες με παιδικά κορμιά στο εσωτερικό τους. Όλα τα παιδιά είχαν τα χέρια ανάμεσα στα πόδια τους και ο ίδιος ρυθμικός θόρυβος συνεχιζόταν ακατάπαυστα.

«Αυτό είμαστε, έτσι γεννιόμαστε» ακούστηκε η φωνή του Τρία. Το θέαμα του Τροφείου έσβησε και η Επτά και ο Τρία έμειναν να κοιτάζονται στο άδειο δωμάτιο. Στα πρόσωπά τους τρεμόσβηναν οι τελευταίες αντανακλάσεις απ΄ τους τοίχους του Τροφείου. «Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν γεννιόμαστε πια με κάποια φυσική διαδικασία. Τα ωάρια και το σπερματοζωάριο απ΄ τα οποία προκύπτουμε είναι τεχνητά. Είμαστε όσο τεχνητά είναι και τα Άνομο, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο. Αυτή είναι η αλήθεια. Γι΄ αυτό και μας στειρώνουν στην αρχή της εφηβείας. Δεν χρειάζονται σε τίποτα τα γεννητικά μας όργανα. Αν επιμένεις να βρεις κάποια διαφορά, τότε αυτή είναι μόνο, δεν υπάρχει άλλη. Τα Άνομο γεννιούνται χωρίς γεννητικά όργανα και δεν γνωρίζουν την επιθυμία του σεξ. Ούτε εμείς προλαβαίνουμε. Οι άντρες τουλάχιστον, γιατί στις γυναίκες κάτι πρέπει ν΄ απομένει. Αλλά αυτή είναι όλη κι΄ όλη η διαφορά. Γι΄ αυτήν είναι που μιλάς;»

Δεν είχε νόημα. H Επτά δεν μπορούσε να προσποιηθεί πως δεν είχε εντυπωσιαστεί μ΄ αυτά που μόλις της είχαν αποκαλυφθεί. Αλλά, δεν είχε πτοηθεί. Κάθε άλλο.

«… Γιατί όχι;» του είπε τελικά

«Τι;»

«Ναι, γι΄ αυτήν την διαφορά σου μιλάω. Δεν φτάνει;»

«Μήπως υπερβάλλεις λίγο;» την αποπήρε ο Τρία. «Όλη αυτή η ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου; Τι είναι αυτά που λες; Αφού ίδιοι, σου λέω, είμαστε. Άνομο και άνθρωποι πραγματικά δεν έχουν καμιά διαφορά».

«Δεν με νοιάζει» αντιμίλησε η Επτά. «Και όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε και να κρατήσουν δεν πρόκειται τα Άνομο».

«Τι;» είπε ο Τρία χασκογελώντας κοροϊδευτικά.

«Δεν θα κρατήσουν. Λίγες γενιές ακόμα και θα εξαφανιστούν. Θα τα παρασύρει η εξέλιξη. Δεν πρόκειται να επιβιώσουν, μακροπρόθεσμα. Είναι ελαττωματικά».

«Τι έχουν; Για το αίμα τους λες; Γιατί αν…»

«Όχι, όχι. Δεν έχει σημασία αυτό. Επειδή είναι ηλίθια, γι΄ αυτό πρόκειται να εξαφανιστούν».

«Ποιος σου το΄ πε αυτό; Ο πιο έξυπνος νομίζεις πως κερδίζει; Έτσι νομίζεις πως πάει;»

«Όχι;»

«Όχι, καθόλου», αντέτεινε εμφατικά ο Τρία. «Και μπορώ να στο αποδείξω. Δεν έχω υλικό να σου προβάλλω, γιατί αυτό που συνέβη σε εποχή της απώτερης προϊστορίας, αλλά δεν έχει σημασία, είναι επιβεβαιωμένο ιστορικά».

«Ποιό;»

«Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό — αυτό θέλω να πω».

«Για ποιό πράγμα μιλάς;»

«Για τη σύγκρουση δυο ανθρωπόμορφων ειδών. Δεν κερδίζει ο πιο έξυπνος σ΄ αυτές τις συγκρούσεις. Κερδίζει το πιο αποτελεσματικό είδος, εκείνο που ταιριάζει καλύτερα με το περιβάλλον. Η ευφυΐα, γεγονός είναι, συνήθως αποδεικνύεται αποτελεσματική, γι΄ αυτό και κυριαρχεί συνήθως — όχι πάντα όμως, όχι πάντα».

«Στην περίοδο για την οποία σου μιλάω, εμείς, οι homo sapiens, ήμασταν οι ηλίθιοι. Ήμασταν οι βάρβαροι με την κτηνώδη δύναμη ως προς τους άλλους, τα Boskops. Τα Boskops ήταν ένα ανθρωπόμορφο σε γενικές γραμμές είδος, με υπέρμετρα όμως ανεπτυγμένους κροταφικούς λοβούς. Έζησαν για είκοσι περίπου χιλιάδες χρόνια στην περιοχή της αρχαίας Ν. Αφρικής, εκεί που σήμερα είναι η Κλέρια. Οι Boskops είχαν 30% περίπου μεγαλύτερο κρανίο και είχαν τόση διαφορά απ΄ τους homo sapiens, όσοι κι΄ εμείς απ΄ τους πιθήκους. Δεν έχω τρόπο να στο αποδείξω αυτό, αλλά σ΄ αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν όλες οι ανατομικές μελέτες που έχουν γίνει».

«Και λοιπόν;» διέκοψε ανυπόμονα η Επτά. Ο Τρία χάρηκε.

«Ξέρεις ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Τους ισοπεδώσαμε! Τους εξολοθρεύσαμε τους φιλειρηνικούς, τους πανέξυπνους Boskops. Τους κατακρεουργήσαμε μέχρι και τον τελευταίο. Ε, το ίδιο ακριβώς πάει να γίνει και τώρα, με τα Άνομο. Μόνο που εμείς, οι homo sapiens, θα΄ μαστε οι χαμένοι αυτή τη φορά».

«Αυτά τα περί φιλίας, προφανώς και είναι ανοησίες. Αργά ή γρήγορα τα Άνομο θα μας εξαφανίσουν, εμάς τους ανθρώπους. Και θα μας εξαφανίσουν χάρη στην ηλιθιότητά τους. Πλεονέκτημα είναι η ηλιθιότητα, όχι μειονέκτημα».

«Άρα κάνεις λάθος να φαντάζεσαι πως είσαι ανώτερη απ΄ τα Άνομο. Με οποιονδήποτε τρόπο. Πως βλέπεις μακριά, τάχα μου, και πως οι άνθρωποι θα επικρατήσουν τελικά ως είδος. Ανθρωποκεντρικοί αυνανισμοί είναι όλα αυτά. Και, αν θες να στο πω καθαρά, εγώ, ναι, ούτε είμαι, ούτε και θέλω να είμαι σαν κι΄ εσένα. Να επιζήσω θέλω, αυτή πιστεύω πως είναι η δουλειά κάθε ζωντανού οργανισμού — να επιζήσει. Με τους νικητές θέλω να είμαι, όχι με τους χαμένους. Κατάλαβες;» ξέσπασε τελικά ο Τρία.

«Ακριβώς αυτό σου λέω κι΄ εγώ» απάντησε ήσυχα η Επτά.

«Τι;»

«Πως είμαστε εντελώς διαφορετικοί. Πως δεν έχουμε τίποτα κοινό».

Ο Τρία έτοιμος ήταν να της πει κάτι σε έξαλλο τόνο, όταν τον κάλεσαν πάλι. Αυτοκυριαρχήθηκε και έμεινε σιωπηλός, ακούγοντας. Μετά απάντησε, μιλώντας στην επίσημη γλώσσα. Από τον τόνο του η Επτά μάντεψε πως πρέπει να μιλούσε σε κάποιο ανώτερο Άνομο, το αφεντικό του ίσως.

«Πρέπει να φύγω πάλι για λίγο» γύρισε και της είπε στο τέλος. «Μην πειράξεις τίποτα εδώ μέσα. Αν μη τι άλλο, ελπίζω να κατάλαβες πως είναι μάταιο. Εντελώς. Θα το καταλάβω, ό,τι και να κάνεις».

Ο Τρία έφυγε. Ούτε που γύρισε να κοιτάξει η Επτά. Περίμενε μόνο. Μόλις έμεινε μόνη, πλησίασε αδίστακτα τα αραδιασμένα μηχανήματα. Ξεχώρισε τον συναρμολογητή. Άφησε προσεκτικά την πεταλούδα, που ακόμα κρατούσε στο χέρι της και, χωρίς δεύτερη σκέψη, τον φόρεσε.

Όταν, μετά από ώρα, επέστρεψε ο Τρία, αυτή την φορά ήταν ακόμα πιο προσεκτικός απ΄ ότι προηγουμένως. Η Επτά έμοιαζε περίεργα καταπονημένη, αλλά ο Τρία δεν ενδιαφερόταν για την εξωτερική της εμφάνιση. Άλλο ήταν που τον απασχολούσε. Η Επτά δεν μπορούσε να καταλάβει σε τι ελέγχους την επέβαλλε, αλλά έβλεπε που στεκόταν στην είσοδο του δωματίου και δεν έμπαινε, ενώ επικοινωνούσε με κάποιον ή κάτι. Όταν τέλειωσε, χαμογέλασε ευχαριστημένος.

«Έβαλες μυαλό, μου λένε». Η Επτά σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Αλλά, πάλι κάτι σκάλιζες. Γιατί;»

«Χάζευα».

«Χάζευες, ε;»

Η Επτά έγνεψε καταφατικά. Ο Τρία έμοιαζε να μετράει την κατάσταση. Μπορεί οι πληροφοριοδότες του να την είχαν βρει καθαρή, αλλά ο Τρία δίσταζε ακόμα.

«Και… Πώς τα βρήκες τα πράγματα;»

«Όπως είπες. Πάνε πολλά τα χρόνια».

«Πολλά, πάρα πολλά. Έχουμε προχωρήσει. Εγώ, που τα ξέρω από μέσα, μπορώ να σε…». Ήταν τέτοιο το ύφος της Επτά, που ο Τρία αναγκάστηκε να σταματήσει. «Καλά, ας τ΄ αφήσουμε. Λοιπόν, τι αποφάσισες;»

«Δεν άλλαξα γνώμη» απάντησε η Επτά κοιτώντας τον σταθερά.

Τα μάτια του Τρία άνοιξαν διάπλατα. «Σοβαρολογείς;» Η Επτά έγνεψε καταφατικά. «Μα, καταλαβαίνεις τι σημαίνει; Δεν θα΄ χεις άλλη ευκαιρία, σου λέω. Δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή. Δεν καταλαβαίνεις;» Και πάλι η Επτά έγνεψε καταφατικά.

«Και τι φαντάζεσαι πως θα κάνω εγώ τώρα; Τι πρέπει να κάνω; Να φωνάξω τους Ιερονόμους, να σε πάρουν; Θα σε… σκοτώσουν, δεν καταλαβαίνεις;»

«Καταλαβαίνω».

«Ώστε, αυτό ήταν;»

«Έτσι φαίνεται».

Σαν να΄ ταν Τροφείο, η Επτά έβλεπε στο πρόσωπο του Τρία να καθρεφτίζονται οι σκέψεις του. Διάφορες ιδέες, η μια μετά την άλλη, του πέρναγαν απ΄ το μυαλό, αλλά δεν του έκαναν και τις απέρριπτε.

Η Επτά έφτασε σχεδόν να τον λυπηθεί, καθώς τον παρακολούθησε σιγά-σιγά να βυθίζεται στην αποδοχή της πραγματικότητας. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε που να μπορούσε να κάνει. Το σχέδιό του, η Επτά, είχε αποτύχει. Ο ίδιος ο Τρία δεν θα χανόταν βέβαια. Αργά ή γρήγορα θα του ερχόταν κάποια άλλη ιδέα. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία γι΄ αυτό. Φαινόταν καθαρά η αποφασιστικότητά του. Να πολεμήσει, να μην καταθέσει τα όπλα. Η Επτά τον θαύμασε από μια μεριά. Τόσο για την θέλησή του, όσο και για τον τρόπο που αποδεχόταν και προσαρμοζόταν στην νέα κατάσταση. Αλλά οι δυο τους ήσαν πια σαν την μέρα με τη νύχτα.

Ο Τρία, κοιτώντας πάντα την Επτά κατάματα, σήκωσε αργά το χέρι και έκανε την κίνηση — την κίνηση της νοερής κλήσης των Ιερονόμων. Δευτερόλεπτα αργότερα μια ομάδα έκανε την εμφάνισή της. Σαν να περίμεναν έξω απ΄ την πόρτα ήταν. Η Επτά έκανε να τους ακολουθήσει. Αλλά ξαφνικά, σταμάτησε. Γυρισε προς τον Τρία. Οι Ιερονόμοι πήγαν να την σταματήσουν. Ο Τρία τους έγνεψε να την αφήσουν ελεύθερη. Η Επτά πλησίασε μέχρι που σχεδόν άγγιξε τον Τρία. Αργά και προσεκτικά άπλωσε τα χέρια της και τον αγκάλιασε. Το πρόσωπό της ακούμπησε το δικό του.

«Θέλω να δοκιμάσω» του είπε. «Αφού φτάσαμε ως εδώ».

«Δεν είναι αργά» είπε ο Τρία. «Ακόμα και τώρα, μια λέξη μόνο να πεις και θα φύγουν…»

Η Επτά άνοιξε το στόμα της και, πολύ αργά, σφράγισε το δικό του. Το φιλί τους κράτησε μια μεγάλη στιγμή. Μετά, τραβήχτηκαν. Τα μάτια της Επτά ήσαν υγρά.

Ο Τρία, συγκινημένος κι΄ αυτός, έμεινε να την κοιτάει, ενώ οι Ιερονόμοι την απομάκρυναν. Μετά, γύρισε προς το διαμέρισμά του. Το βήμα του όμως πάγωσε, κάπου σκάλωσε πάνω στην κίνηση. Μια απίστευτη χλωμάδα ανέβηκε σαν χείμαρρος και κάλυψε το πρόσωπό του. Τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν. Άνοιξε το στόμα του και με αποτροπιασμό έφτυσε το σάλιο του. Έφτυσε. Έφτυσε ουρλιάζοντας, γδέρνοντας τον λαιμό του. Προσπάθησε με απόγνωση ν΄ αδειάσει από κάθε υγρό το στόμα του. Αλλά σταμάτησε. Ήταν μάταιο, το ήξερε. Απ΄ την στιγμή που είχε νοιώσει την αρμύρα στο στόμα του, ο,τι κι΄ αν ήταν αυτό που τον είχε κολλήσει η Επτά θα΄ χε πια μπει στην κυκλοφορία του.

Η ομάδα των Ιερονόμων, με την Επτά πάντα ανάμεσά τους, είχαν σταματήσει και παρακολουθούσαν άναυδοι τον ανώτερό τους που κυλιόταν στο πάτωμα.

«Τι… πώς το΄ κανες;» ακούστηκε η σχεδόν ακατάληπτη πια φωνή του Τρία.

«Με σάλιο» εξήγησε η Επτά, που δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. «Το σάλιο ήταν ο καταλύτης! Όσο δεν ερχόταν σ΄ επαφή με σάλιο, ο ιός έμενε ανενεργός. Γι’ αυτό και δεν εντοπίσατε τίποτα».

«Μα πώς είναι δυνατόν; Αφού δεν είχες…»

«Το έφτιαξα».

«Πώς;»

«Κατέβηκα πιο χαμηλά…».

«Πόσο πιο χαμηλά; Θα χρειαζόταν να…» Σταμάτησε και την κοίταξε σκεπτικός. «Μπήκες μέσα; Σε άτομο;» Η Επτά έκανε ένα ανεπαίσθητο νεύμα. «Πώς άντεξες;»

«Ποιός είπε πως άντεξα;»

Ο Τρία τότε μόλις πρόσεξε την κατάσταση της «Και τώρα; Τι θα συμβεί;» την ρώτησε.

«Δεν… Δεν ξέρω. Μπορεί και το τέλος, όπως είπες».

«Τι το΄ χεις προγραμματίσει να κάνει;»

«Να διαλύει DNA, Άνομο και ανθρώπων. Μ΄ αυτό τρέφεται. Και πολλαπλασιάζεται, ασταμάτητα. Σε κάθε γενιά, ο πληθυσμός διπλασιάζεται». Τα μάτια του Τρία άνοιξαν διάπλατα. «Ησύχασε», είπε η Επτά. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις πια».

«Μα… Γιατί;» ρώτησε ξέπνοα ο Τρία. Η Επτά δεν απάντησε, τον κοίταγε απλώς αμίλητη. Η προσοχή του Τρία γρήγορα πήδηξε αλλού. «Δεν μπορεί να μην γίνεται τίποτα. Πάντα υπάρχει κάτι».

Η Επτά τον κοίταξε και πάλι. «Υπάρχει μια πιθανότητα», παραδέχτηκε. Ο Τρία περίμενε. «Στο σκοτάδι, πέφτει σε νάρκη. Ούτε πολλαπλασιάζεται, ούτε μεταδίδεται. Αλλά θα πρέπει να κρατήσει μέρες το σκοτάδι, μέρες ολόκληρες. Και να μην έχει προλάβει να βγει απ΄ τα όρια της Πόλης, γιατί τότε…» του είπε χαμογελώντας θλιβερά.

«Μας καταδίκασες» ψέλλισε ο Τρία. «Με ποιο δικαίωμα;»

«Μπα, δεν είχα χρόνο, ο ρυθμός μετάλλαξής του είναι ελαττωματικός, » συνέχισε, απτόητη, η Επτά. «Και σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη να εξαπλωθεί, δεν έχει μέλλον. Σε πέντε-έξη μήνες το γονιδίωμά του θα έχει παραμορφωθεί απ΄ τις διαδοχικές μεταλλάξεις σε τέτοιο βαθμό, που θα αυτο—δαλυθεί».

«Μα σε πέντε-έξη μήνες δεν θα΄ χει απομείνει κανείς».

«Ναι. Θα΄ ναι μια νέα αρχή αυτή» είπε ουδέτερα η Επτά και του γύρισε την πλάτη.

Οι Ιερονόμοι, που είχαν τραβηχτεί παράμερα όσο διαρκούσε η συζήτηση, πλησίασαν και πάλι. Έβαλαν ανάμεσά τους της Επτά και απομακρύνθηκαν, σέρνοντάς την πίσω τους.

Η γυναίκα τους άκουσε ν΄ αναρωτιούνται αν προλάβαιναν να την βιάσουν. Με έκπληξη, διαπίστωσε πως ήθελε να ζήσει. Έστω κι΄ αν θα΄ ταν για λίγα μόνο ακόμα λεπτά.

Η αίθουσα των Εορτών άδειαζε σιγά-σιγά. Η ομάδα του Αρχιμανδρίτειου πλησίασε την έξοδο. Αισθάνονταν αμήχανα γιατί το Αρχιμανδρίτη δεν φαινόταν πουθενά και δεν είχαν ιδέα πού να πάνε και τι να κάνουν. Ενώθηκαν με το πλήθος που, αργά και νωχελικά, λόγω του σλιπ, τους παρέσυρε μέχρι την θύρα των Αγίων Πατέρων. Καθώς περπατούσαν, η Επτά ξανασκεφτόταν την συμπεριφορά του Αρχιμανδρίτη κατά την διάρκεια της Αγάπης και αναρωτιόταν τι θα έλεγε ο Σύνδεσμος όταν τα μάθαινε όλ΄ αυτά.

Κάτω περνούσαν την θύρα των Αγίων Πατέρων έπεσαν πάνω στο Αρχιμανδρίτη που στεκόταν εκεί και περίμενε ανυπόμονα. Το ύφος του, που ποτέ δεν ήταν εύκολο να το αποκρυπτογραφήσει κανείς, τώρα ήταν εντελώς ακατάληπτο. Η Επτά μια ματιά μόνο του έριξε και μετά, μια ανεξήγητη ανησυχία την κατέλαβε και απέστρεψε το βλέμμα.

Χώθηκαν όλοι βιαστικά μέσ΄ το όχημά τους και ξεκίνησαν. Κανείς δεν άνοιξε το στόμα του κατά την διάρκεια της επιστροφής. Οι νεώτεροι λαγοκοιμούνταν, εξουθενωμένοι απ΄ τις καινούργιες εμπειρίες, ενώ οι πιο ηλικιωμένοι πάλευαν με τις έννοιες τους.

Όταν έφτασαν στο Αρχιμανδρίτειο, η Επτά περίμενε μέχρι το Αρχιμανδρίτη ν΄ αποσυρθεί προς τα διαμερίσματά του και μετά κατευθύνθηκε βιαστικά προς το δικό της. Θεωρητικά, πρέπει να ήταν σε θέση να βγάλει και την Τρίτη χωρίς άλλο φάρμακο, όμως γιατί να ρισκάρει; Μια μικρή ακόμη δόση αν έπαιρνε, θα ήταν εντελώς σίγουρη. Είχε όμως προλάβει να επιστρέψει ο Δύο; Είχε καταφέρει να βρει φάρμακο; Η Επτά ντράπηκε που τον σκεπτόταν μόνο όταν ήταν να της φανεί χρήσιμος, αλλά δεν άργησε να βρει δικαιολογία για την συμπεριφορά της. Κάπως σαν το χέρι της ήταν, κατέληξε. Δεν τρέφεις ευγνωμοσύνη ποτέ για τις υπηρεσίες του. Το χρησιμοποιείς απλώς, όποτε το χρειάζεσαι. Πού ήταν το τόσο κακό;

Λαχανιασμένη, έφτασε στο διαμέρισμά της. Στάθηκε για μια στιγμή μπροστά στην πόρτα να πάρει ανάσα. Μετά, την άνοιξε. Το σκοτάδι χύμηξε αμέσως έξω, ανυπόμονα. Άδειο ήταν το διαμέρισμα, δεν είχε γυρίσει ακόμη ο Δύο. Κι΄ αν του είχε συμβεί κάτι; Ωχ, Ένα μου.

Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, πήγε και χώθηκε στη Συντήρηση. Να μην σκέφτεται, να μην σκέφτεται με κάθε θυσία. Καβαλίκεψε την μηχανή και κάθισε πάνω της. Οι σκέψεις, σαν τρομαγμένες νυχτερίδες, φτεροκοπούσαν μέσα στο κεφάλι της. Βρισκόταν σε μια κρύα, παγωμένη σπηλιά. Είχε καλύψει το πρόσωπό της με τα χέρια της και έτρεχε ουρλιάζοντας, προσπαθώντας να προφυλαχτεί. Οι τυφλωμένες νυχτερίδες την χτύπαγαν με τα φτερά τους και η Επτά κυλιόταν κάτω, κλωτσώντας με μανία προς κάθε κατεύθυνση.

Κοίταξε την τρισδιάστατη απεικόνιση, που στεκόταν μπροστά της. Μεγένθυνε το πρόσωπό της και μετά ακόμα πιο πολύ, στα μάτια. Τα παγωμένα, τρομαγμένα μάτια της. Πάλι αυτή η αλλοπαρμένη παραζάλη; Γιατί; Γιατί;

Άκουσε θόρυβο πίσω της. Γύρισε. Ο Δύο ήταν, μόλις είχε μπει μέσα. Δεν ήταν καλά, δεν ήταν καθόλου καλά. Προσπαθούσε να της το κρύψει, αλλά η Επτά το κατάλαβε αμέσως. Στα σωθικά της τον ένοιωσε τον πόνο του να την χτυπάει κι΄ αυτήν κατ΄ ευθείαν.

Έκανε να τρέξει προς το μέρος του. Ο Δύο την σταμάτησε μ΄ ένα ανεπαίσθητο νεύμα. Σιγά-σιγά, μην ξεχνάς, τα καρφιά. Μετά προχώρησε προς την γκαρνταρόμπα. Την άνοιξε, μπήκε μέσα και κρύφτηκε ανάμεσα στα υφάσματα. Το σώμα του ακούστηκε να καταρρέει. Η Επτά, περπατώντας όσο μπορούσε πιο ήρεμα, πλησίασε κι΄ αυτή την γκαρνταρόμπα. Μπήκε μέσα. Στάθηκε μπροστά στον Δύο και τον έκρυψε με το σώμα της. Κοίταξε το πρόσωπό του. Λουσμένο στον ιδρώτα ήταν. Πονούσε πολύ, το έβλεπε στα μάτια του.

Έσκυψε να τον βοηθήσει. Τότε μόνο διέκρινε τον σκούρο λεκέ στο ύψος της κοιλιάς. Το ύφασμα είχε χαλάσει, τα χρώματα δεν πάλλονταν πια. Τα δάχτυλά της τρεμούλιασαν. Έκανε κουράγιο και παραμέρισε τα άψυχα πανιά. Το σώμα του είχε μια βαθιά, σχεδόν οριζόντια χαρακιά. Κόκκινα ζουμιά φαίνονταν να βγαίνουν απ΄ την πληγή κι΄ ένας αφρός που στο φως λαμπύριζε σαν μικρά διαμαντάκια.

«Πώς;…» έκανε να ρωτήσει η Επτά. Ο Δύο κούνησε απλώς το κεφάλι του, χωρίς ν΄ απαντήσει. «Κι΄ ο… άλλος;» ξαναρώτησε.

«Θα πρέπει να έχει αντικατασταθεί τώρα πια». Η Επτά τον κοίταξε. Ο Δύο επιβεβαίωσε μ΄ ένα βουβό κούνημα του κεφαλιού.

«Χμ… δεν γίνεται. Πρέπει να μπεις Συντήρηση» κατέληξε η Επτά.

«Ναι, φοβάμαι πως δεν θα τ΄ αποφύγω» συμφώνησε και ο Δύο.

«Μην σε νοιάζει, θα του εξηγήσω εγώ» είπε η Επτά, εννοώντας το Αρχιμανδρίτη».

Ο Δύο συγκατένευσε σιωπηλά.

Τον βοήθησε να βγάλει τα ματωμένα ρούχα από πάνω του. Μέσ΄ την τσέπη του ήταν κάτι σκληρό. Το φάρμακο ήταν. Τα είχε καταφέρει ο άμοιρος ο Δύο. Άξιζε τέτοια θυσία; Αλλά γιατί, μήπως κι΄ ο Σύνδεσμος; Τι να τους είχε συμβεί; Αργότερα, αργότερα.

Με την Επτά να περπατάει μπροστά για να κρύβει το σώμα του Δύο απ΄ τα καρφιά, βγήκαν απ΄ την γκαρνταρόμπα και σύρθηκαν μέχρι την Συντήρηση. Λίγο χρόνο ήθελαν μόνο να κερδίσουν. Η Συντήρηση δεν ενημέρωνε σε πραγματικό χρόνο, όπως τα καρφιά. Ο Δύο κάθισε στην υποδοχή. Η συσκευή ήταν έτοιμη ν΄ αρχίσει τον συνηθισμένο κύκλο καθαρισμού και αποστείρωσης, όταν εντόπισε την πληγή. Σταμάτησε, μέτρησε την κατάσταση και άρχισε αμέσως να μεταμορφώνεται. Οι απολήξεις της πήραν σχήματα κατάλληλα για να περιποιηθούν τον Δύο. Το πρόσωπο του Δύο άρχισε να χαλαρώνει. Η Επτά αναστέναξε.

Εκείνη την στιγμή έφτασε κι΄ η ειδοποίηση για την Τρίτη Αφαίρεση. Η Επτά έριξε μια τελευταία ματιά στον Δύο, που της έγνεψε πως ήταν ήδη καλύτερα και να μην ανησυχεί, και βγήκε απ΄ την Συντήρηση. Είχε σχεδόν φτάσει στην πόρτα όταν θυμήθηκε το φάρμακο. Κοντοστάθηκε. Μετά, άλλαξε γνώμη. Δεν ήταν από αγνωμοσύνη. Το αντίθετο.

Η Επτά καθόταν πετρωμένη στο καθισμά της όσο το στενό όχημα ανέβαινε, μέχρι που πέρασε τα όρια της Ανθρωπίλας. Πρώτη φορά θα περνούσαν στην άλλη πλευρά. Ο Δύο, δίπλα της, είχε το βλέμμα στηλωμένο ίσια μπροστά και φαινόταν χαμένος σε κάποια δυσάρεστη ανάμνηση. Η Επτά αναρωτήθηκε τι να σκεπτόταν. Ώρες-ώρες ένοιωθε έκπληξη, που ο Δύο είχε ζήσει και προηγούμενη ζωή. Που είχε αναμνήσεις για τις οποίες η ίδια δεν ήξερε τίποτα. Γύρισε πάλι μπροστά της. Με την ταχύτητα που πήγαιναν, όπου να΄ ταν θα έφταναν. Ο σταθμός του Αιγόκερου ήταν πρώτος απ΄ την πλευρά των Άνομο.

Μια προβολή εμφανίστηκε για να ειδοποιήσει όσους ήταν να κατέβουν, να αρχίσουν να ετοιμάζονται. Ο Δύο πετάχτηκε σαν να ξύπνησε. Έτριψε το πρόσωπό του, γύρισε προς την Επτά και της χαμογέλασε αργά.

«Έτοιμη;»

Σηκώθηκαν. Πλησίασαν την έξοδο και μόλις το όχημα ακινητοποιήθηκε, κατέβηκαν.

Σαν να βυθίστηκαν σε τροπική θάλασσα ήταν. Όπου και να γύριζαν το βλέμμα τους, έβλεπαν πολύχρωμα Άνομο να περπατούν βιαστικά, ανεμίζοντας τις φανταχτερές τους φορεσιές. Το θέαμα ήταν εντελώς φαντασμαγορικό. Οι άνθρωποι ήσαν ελάχιστοι και ξεχώριζαν σαν την μυίγα μεσ΄ το γάλα λόγω των μονόχρωμων ρούχων τους. Η Επτά και ο Δύο κατέβασαν το κεφάλι και με το βλέμμα καρφωμένο στα πόδια τους προσπάθησαν να εντοπίσουν την έξοδο του σταθμού. Δεν ήταν και τόσο εύκολο, διαπίστωσαν, όταν δεν μπορείς να δεις πού πας. Περιπλανήθηκαν για ώρα. Προβολή δεν συνάντησαν ούτε μία να ρωτήσουν, ενώ Άνομο δεν μπορούσαν, βέβαια, να σταματήσουν. Είχαν αρχίσει να απελπίζονται, όταν, εντελώς κατά τύχη, τα κατάφεραν. Η έξοδος πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά τους λες και βαρέθηκε πια να τους κρύβεται. Πέρασαν τους τελευταίους Ιερονόμους και με την καρδιά να τρέμει απ΄ την ανυπομονησία βγήκαν έξω να δουν κι΄ αυτοί πώς ήταν από κοντά η Φλάβια.

Μια λάμψη πρόλαβαν μόνο να δουν και έμειναν στον τόπο.

Σαν συντριπτικό χτύπημα στο κεφάλι ήρθε και τους χτύπησε το ξαφνικό, εκτυφλωτικό φως. Δυο πύρινα σουβλιά καρφώθηκαν στα μάτια τους. Τυφλώθηκαν τελείως. Ούτε βήμα δεν έβλεπαν να κάνουν. Γαντζώθηκαν ο ένας απ΄ τον άλλο και, ανήμποροι, έμειναν εκεί που βρίσκονταν. Γύρω τους άκουγαν τα Άνομο να προσπερνούν μουρμουρίζοντας. Δεν χωρούσαν να περάσουν και ανησυχούσαν μην χαλάσουν τις στολές τους. Σε μια στιγμή η κίνηση πρέπει να αραίωσε. Η Επτά και ο Δύο άπλωσαν τα χέρια και πασπατεύοντας, μετακινήθηκαν μέχρι που βρήκαν τοίχο. Ακούμπησαν πάνω του και πήραν ανάσα. Ήταν η πρώτη, εδώ και ώρα. Έτσι τους φάνηκε.

Γύρω τους η κίνηση ακουγόταν πάλι να δυναμώνει. Η ώρα περνούσε. Η όρασή τους θα΄ πρεπε να είχε αρχίσει να προσαρμόζεται, όμως η βελτίωση — αν υπήρχε — ήταν πολύ αργή. Καθυστερημένοι, δεν ήταν δυνατόν να φτάσουν στην κατοικία του Κληρικού. Ήταν απαράδεκτο. Έπρεπε να ξεκινήσουν, έστω και όπως-όπως.

Με το ένα χέρι στα μάτια τους και το άλλο απλωμένο μπροστά για να μην πέσουν πάνω σε τίποτα, βγήκαν απ΄ τον σταθμό. Μια προβολή, που τους είδε να σέρνονται έτσι, τους υπέδειξε τον δρόμο για το Αρχιμανδρίτειο. Ξεκίνησαν. Δεν ήταν μακριά, ευτυχώς. Μπορεί να έτρεμαν ακόμα λίγο τα γόνατά τους, αλλά τουλάχιστον είχαν αρχίσει να ξεχωρίζουν κάποιες σκιές μέσ΄ το γενικό θάμπος.

Το Αρχιμανδρίτειο έμοιαζε να είναι περιτριγυρισμένο με ψηλούς τοίχους, τίποτα δεν φαινόταν απ΄ έξω. Έφτασαν μπροστά σε κάτι σαν μεγάλη εσοχή. Η είσοδος πρέπει να ήταν. Στάθηκαν. Αν και μισότυφλοι ακόμα, προσπάθησαν να τακτοποιήσουν κάπως την εμφάνισή τους. Μετά, ο Δύο επιχείρησε ν΄ ανοίξει. Τίποτα, σιωπή. Δοκίμασε πάλι. Τίποτα. Τώρα; Ο κωδικός τους έφταιγε ή το σημείο που βρίσκονταν; Δοκίμασε και η Επτά. Πάλι τίποτα. Τι άλλο να έκαναν; Η Επτά άκουγε τους χτύπους της καρδιάς της να μετράνε τον χρόνο. Πέρασαν ένα-δυο λεπτά. Ξαφνικά, ακούστηκε σύρσιμο. Ένα σκοτεινό άνοιγμα εμφανίστηκε. Ένα άνοιγμα, που άρχισε σιγά-σιγά να μεγαλώνει.

Ένα πρόσωπο ξεπρόβαλε μεσ΄ απ΄ το άνοιγμα. Δυο φιλύποπτα μάτια, μια σουβλερή μύτη. Άρχισαν να διακρίνουν χρώματα. Χρυσό. Κληρικός ήταν. Έπεσαν αμέσως κάτω στα τέσσερα. Τα μέτωπά τους άγγιξαν το κρύο έδαφος και έμειναν εκεί με τα γόνατα να τους σουβλίζουν απ΄ τον πόνο.

Η Επτά ένοιωσε κάτι αδιόρατο να την αγγίζει. Ανασηκώθηκε ελάχιστα και, μετά πολύ διστακτικά, σήκωσε το κεφάλι της. Το πρώτο πράγμα που ένοιωσε ήταν η μυρωδιά — η μυρωδιά του Άνομο. Δεν ήταν δυσάρεστη, τουλάχιστον όχι πολύ, αλλά δεν ήταν ανθρώπινη — σίγουρα όχι. Η προσοχή της μετακινήθηκε στο ύφασμα που σχεδόν άγγιζε το μάγουλό της. Ήταν πραγματική στολή, καμιά σχέση με τις θλιβερές καρικατούρες που σκάρωναν με τον Δύο. Το δέρμα του χεριού που ξεπρόβαλλε μεσ΄ απ΄ την στολή φαινόταν πολύ λεπτό. Μια-μια διακρίνονταν οι φλεβίτσες στην επιφάνειά του. Πόσο ανάγκη πρέπει να είχε από λίγο φρέσκο αίμα το Άνομο αυτό. Το λυπήθηκε σχεδόν η Επτά. Σήκωσε αποφασιστικά το βλέμμα της και το κοίταξε κατάματα.

Ζάλη της ήρθε. Σίγουρα έφταιγε που ήταν η πρώτη της φορά. Όμως το Άνομο δεν έδειξε να ενοχλείται. Την έπιασε απαλά από τους ώμους και την βοήθησε ν΄ ανασηκωθεί.

«Είμαι το Αρχιδιάκονο Πίπο. Ακολουθήστε με παρακαλώ», είπε και στράφηκε προς τα μέσα.

Με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στο πάτωμα, η Επτά και ο Δύο το ακολούθησαν. Ευτυχώς, η όρασή τους είχε πια αρχίσει να επανέρχεται. Ήταν και πολύ πιο σκοτεινά μεσ΄ το Αρχιμανδρίτειο. Αυτό βοηθούσε. Παρατεταγμένα, λίγο πιο μέσα απ΄ την είσοδο πρέπει να ήσαν κι΄ άλλα Άνομο, είχαν βγει φαίνεται, να τους προϋπαντήσουν. Η Επτά και ο Δύο σκουντουφλούσαν παραζαλισμένοι πίσω απ΄ το Κληρικό, προσπαθώντας να καταλάβουν τι γίνεται. Μιλιά όμως δεν ακουγόταν από κανέναν. Όλα έμοιαζαν τόσο ξένα, τόσο ακατανόητα.

Το Αρχιδιάκονο διέσχιζε με μεγάλα, βιαστικά βήματα τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Αρχιμανδρίτειου. Η Επτά αναρωτήθηκε αν θα μάθαινε ποτέ να κυκλοφορεί μόνη της εκεί μέσα. Ευτυχώς που το λιγοστό φως ήταν αναπάντεχα οικείο. Ανθρωπίλα θύμιζε.

Το Αρχιδιάκονο έφτασε μπροστά σε μια πόρτα και στάθηκε.

«Εντελώς τυπική είναι η διαδικασία» γύρισε και διαβεβαίωσε την Επτά. Ο τόνος του ως και απολογητικός θα μπορούσε να θεωρηθεί. Μετά, άνοιξε την πόρτα και της έκανε χώρο να περάσει. Η Επτά μπήκε. Λίγο πλάι είδε ακουμπισμένη μια συσκευή αιμοδοσίας. Κατάλαβε. Το Αρχιμανδρίτη ήταν προσεκτικό, δεν του έφταναν οι υπηρεσιακές διαβεβαιώσεις. Ήθελε και προσωπικά να βεβαιωθεί πως δεν θα δηλητηριαζόταν, αν έπινε το αίμα της. Ο Δύο έκανε ν΄ ακολουθήσει την Επτά, αλλά το Αρχιδιάκονο, με ένα νεύμα, τον σταμάτησε.

«Μόνη, παρακαλώ» είπε, απευθυνόμενος στην Επτά.

Οι δυο άνθρωποι κοιτάχτηκαν. Ο Δύο της έκανε νόημα να μην ανησυχεί. Θα περίμενε, εκεί απ΄ έξω. Η πόρτα έκλεισε πίσω του.

Στήριξε την πλάτη του στον τοίχο. Φοβόταν, η αλήθεια ήταν. Νεκρική σιγή επικρατούσε στον διάδρομο. Την αναπνοή του άκουγε μόνο, ρηχή και βιαστική. Όχι, δεν ανησυχούσε για την Επτά, θα την πέρναγε σίγουρα την εξέταση. Την δόση του φάρμακου την είχαν πάρει ακριβώς πριν ξεκινήσουν, η ενέργειά του θα κρατούσε πολλές ακόμα ώρες.

Όμως φοβόταν. Για τον εαυτό του φοβόταν. Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά αισθανόταν ξεκάθαρα μια απειλή. Ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε τίποτα — κάτι που να δικαιολογεί το πώς ένοιωθε. Όμως αυτό τα έκανε ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Προσπάθησε ν΄ ακούσει πίσω απ΄ την κλειστή πόρτα. Τίποτα. Δεν ανησυχούσε. Θα τέλειωναν γρήγορα.

Ένα θρόισμα ακούστηκε. Γύρισε. Προσπάθησε να δει. Το βάθος του διαδρόμου ίσα που διακρινόταν. Ήταν κάποιος εκεί; Κάποιοι; Ναι, πάνω από ένας. Πλησίαζαν. Τρεις. Όχι τρεις, τέσσερις. Τέσσερα Άνομο ήσαν. Πλησίαζαν προς το μέρος του. Σιγά-σιγά. Τα κοίταξε, τα κοίταξε με τρόμο. Σαν αρπακτικά ζώα ήσαν. Η κίνησή τους είχε την φυσική χάρη των Άνομο, αλλά εξέπεμπε ξεκάθαρη απειλή. Να τον διαμελίσουν έρχονταν, να τον κάνουν κομμάτια. Γιατί; Για πλάκα. Σαν άτακτα παιδιά που βασανίζουν χρυσόμυγα. Δεν βιάζονταν, το διασκέδαζαν. Από μακριά τον μύριζαν τον τρόμο του ανθρώπου και αυτό τα άναβε ακόμα περισσότερο. Ο Δύο το έβλεπε στις στολές τους. Αναψοκοκκίνιζαν από ενθουσιασμό. Τώρα; Κάτι έπρεπε να κάνει. Αμέσως. Κινδύνευε.

Το πρώτο Άνομο διακρινόταν τώρα καθαρά. Διάκονο ήταν. Κοίταζε τον Δύο και γελούσε σαρδόνια. Έτσι έμοιαζε τουλάχιστον. Ο Δύο γύρισε απ΄ την άλλη. Άδειος φαινόταν ο διάδρομος. Κι΄ αν έκρυβε κι΄ άλλα Άνομο; Όμως τι άλλο μπορούσε να κάνει; Θα το έβαζε στα πόδια.

Έτοιμος ήταν ν΄ αρχίσει να τρέχει, όταν η πόρτα πίσω του άνοιξε απότομα. Το Αρχιδιάκονο έκανε την εμφάνισή του. Η σουβλερή του μύτη σαν να οσμίστηκε τον αέρα. Τα Διάκονα τσακίστηκαν να εξαφανιστούν. Το μπροστινό μόνο, γύρισε το κεφάλι του και σαν να χαμογέλασε λίγο πριν χαθεί κι΄ αυτό στο βάθος του διαδρόμου.

Η Επτά έκανε την εμφάνισή της πίσω απ΄ το Αρχιδιάκονο.

«Περάστε, Φιλαίματη » είπε το Αρχιδιάκονο και παραμέρισε.

Η Επτά χαμογέλασε αμυδρά. Ο Δύο ξέχασε τον τρόμο του και του ήρθε να φωνάξει. Είχαν πετύχει! Είχαν πετύχει! Λίγο ακόμα όμως να είχαν καθυστερήσει και ποιος ξέρει τι θα γινόταν. Έπρεπε να προσέχει πάρα πολύ, όταν έμενε μόνος του εκεί μέσα.

Προς το παρόν όμως, όλα καλά. Όλα πήγαιναν ακριβώς όπως τα είχε προβλέψει ο Σύνδεσμος. Απ΄ την μια στιγμή στην άλλη είχε γίνει προσωπικότητα η μικρή Επτά.

Άρχισαν πάλι οι τρεις τους να προχωρούν μέσ΄ το Αρχιμανδρίτειο. Η σειρά τώρα όμως είχε αλλάξει. Μπροστά πήγαινε η Επτά, ως ΙΤ που ήταν. Επειδή όμως δεν ήξερε τον δρόμο, το Αρχιδιάκονο, με μεγάλη λεπτότητα, πεταγόταν όποτε χρειαζόταν μπροστά της και της υποδείκνυε πού να πάει. Προβολές δεν έμοιαζαν να υπήρχαν, παρατήρησε ο Δύο, αλλά καρφιά είχε παντού. Το Αρχιμανδρίτη δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, κι΄ ας είχε γίνει τόσο πρόσφατα η Χειροτονία του.

Το Αρχιδιάκονο υπέδειξε μια πόρτα στην Επτά.

«Αυτή είναι η κατοικία σας» της εξήγησε.

Η Επτά δοκίμασε ν΄ ανοίξει και με κάποια έκπληξη διαπίστωσε πως η πόρτα τώρα υπάκουσε αμέσως στην εντολή της. Πέρασε το κατώφλι.

«Θα ειδοποιηθείτε για την πρώτη Αφαίρεση» άκουσε την φωνή του Αρχιδιάκονου να λέει πίσω της.

Γύρισε. Δεν ήταν κανείς πίσω της. Είχαν μείνει μόνοι.

Παραπομπές

{% include lastupdate.html %}

[^fn1]: Ριπές πόνου.

[^fn2]: Το όνομα κάθε ανθρώπου ήταν ο κωδικός του. Το τελευταίο ψηφίο χρησίμευε ως υποκοριστικό. Αν οι κωδικοί δύο ατόμων τελείωναν στο ίδιο τελευταίο ψηφίο, τότε, για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, χρησιμοποιούσαν και το προτελευταίο, κ.ο.κ.

[^fn3]: Υβριστική έκφραση.

[^fn4]: Υβριστική έκφραση.

[^fn5]: Υβριστική έκφραση.

[^fn6]: Υβριστική έκφραση.

[^fn7]: Είδος ναρκωτικού, παραισθησιογόνο.

[^fn8]: Ιδιωτική Τροφός.

[^fn10]: Κάθε στολή διακρινόταν σε υπόστολο, μεσόστολο και υπέρστολο. Κάθε ένα απ’ αυτά τα τμήματα αποτελείτο από τρία έως έξη υφάσματα, ανάλογα με την εποχή. Σε περίπτωση εξόδου, πάνω απ’ τη στολή φοριόταν το επίστολο.

[^fn11]: Η επιστήμη των χρωμάτων. Πρόκειται για επινόηση των Άνομο. Ήταν εντελώς απαραίτητη προκειμένου η ΙΤ (ουσιαστικά, ο Υ της) να μάθει να συνδυάζει τα χρώματα και τους συμβολισμούς τους και να καταφέρει έτσι να γίνει αποδεκτή κοινωνικά.

[^fn12]: Αισθητήρας εικόνας και ήχου με περιορισμένη ικανότητα τοπικής επεξεργασίας του σήματος.

[^fn13]: Περιληπτική Ημερήσια Πρόγνωση.

[^fn14]: Οι Εποπτεύοντες δεν γνωστοποιούσαν ποτέ το όνομα ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό τους στοιχείο, ώστε να μην υπεισέρχεται το παραμικρό προσωπικό στοιχείο στην εργασία τους.

[^fn15]: Ολογραμματική προβολή με διαδραστικές δυνατότητες.

[^fn16]: Κεντρικός Φλεβικός Καθετήρας.

[^fn17]: Αν και όλα τα Άνομο διέθεταν ΚΦΚ, στα περισσότερα η σάρκινη αυτή απόληξη ήταν καταδικασμένη σε αχρηστία. Τα απλά Άνομο δεν ήσαν σε θέση να διατηρούν ΙΤ. Το αίμα που χρειάζονταν για να ζήσουν, το έπαιρναν απ’ την μαζική παραγωγή των ΔΤ και το έπιναν με το στόμα. Η μαγική αίσθηση να «πίνει» κανείς ολόφρεσκο, καθαρό αίμα, κατ’ ευθείαν απ’ την πηγή, ήταν μια εκλεπτυσμένη ηδονή που προοριζόταν για πολύ λίγα Άνομο. Δεν έφταναν για όλους οι ΙΤ.

[^fn18]: Η λειτουργία της συσκευής αυτής στηριζόταν στα παλιά μικροσκόπια σάρωσης σήραγγας. Επρόκειτο για μια απ΄τις βασικές δεξιότητες που διδάσκονταν τα παιδιά στη Μπριμ, ώστε όταν θα μεταφέρονταν στις Πόλεις, να ήταν σε θέση να καλύπτουν μόνα τους τις ανάγκες τους.

[^fn19]: Η Επέτειος της ανάληψης της εξουσίας της από το Ένα εορταζόταν με μεγάλη επισημότητα στη Μπριμ.

[^fn20]: Μονάδα μήκους ίση με 1 x 10-10 μέτρα.

[^fn21]: Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από την ιστοσελίδα http://astroilianthos.gr. Ο κατ’ ευθείαν σύνδεσμος δεν είναι πια διαθέσιμος.

[^fn22]: Παράγωγο του «Ένα», συνώνυμο του «καταπληκτικό».

[^fn23]: Αναφέρεται στην διακριτική ανάλυση του συναρμολογητή, στο πόσο «χαμηλά» χρειάστηκε να κατέβει η Επτά.

[^fn24]: Υβριστική έκφραση.

[^fn25]: Αναφέρεται στα Άνομο.

[^fn26]: Αναφέρεται στις Πόλεις των Άνομο.

[^fn27]: Αναφέρεται στην τελετή της Βάφτισης.

[^fn28]: Η σταδιακή εξασθένιση του δυναμικού ιστολογικής ανανέωσης στον οργανισμό των Άνομο αντιστρεφόταν χάρη στην έκθεση του γηράσκοντα οργανισμού στο νεανικό κυκλοφοριακό σύστημα των ΙΤ μέσω της παραβιοτικής σύζευξης των δυο κυκλοφοριακών συστημάτων. Οι ΙΤ όμως, που δεν είχαν τρόπο ανανέωσης του δικού τους κυκλοφοριακού συστήματος, υφίσταντο σταδιακά ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις. Με άλλα λόγια, οι ΙΤ γερνούσαν στην θέση των τρόφιμών τους.

[^fn29]: Γενικός Επιθεωρητής Εκπαίδευσης.

[^fn30]: Ακόμα και τα ίδια τα Άνομο — τα χαμηλόβαθμα — ήταν παρακινδυνευμένο να κοιτάξουν κατάματα ένα ανώτατο Κληρικό. Πόσο μάλλον οι άνθρωποι.

[^fn31]: Αν και ο Τρία, που το είχε ανακαλύψει τυχαία, της έκανε πλάκα ότι ήταν τόσο λύσσα τα δημιουργήματά της, που ακόμα κι’ από μακριά μπορούσε να τα πάρει είδηση κανείς.

[^fn32]: Κατά την διάρκεια της Επανάστασης του Ένα μεγάλα τμήματα της αρχαίας ανθρώπινης γνώσης χάθηκαν και τα Άνομο ποτέ δεν κατάφεραν να τα επανανακαλύψουν.

[^fn33]: Γιατί υπήρχε πάντα και η πιθανότητα ακούσιας μόλυνσης του σκευάσματος εξ΄ αιτίας κάποιου τυχαίου ελαττώματος στο σύστημα μόνωσης του συναρμολογητή.

[^fn34]: Αναλυτική Ημερήσια Πρόγνωση.

[^fn35]: Οι άνθρωποι, πριν την εποχή του Ένα.

[^fn36]: Το γκέτο των ανθρώπων στη Φλάβια.

[^fn37]: Τα εξωτερικά υφάσματα της στολής. Αλλάζοντας μόνο αυτά, μπορούσε κανείς ν’ ανανεώσει την εμφάνισή του και να αποφύγει την χρονοβόρα διαδικασία αλλαγής ολόκληρης της στολής.

[^fn38]: Εξαιρούνταν μόνο όσα προορίζονταν για Επόπτες.

[^fn39]: Από ευγένεια το έκανε αυτό η Επτά. Οι ΙΤ δεν όφειλαν επίσημο χαιρετισμό στο ομο-αίματό τους Άνομο.

[^fn40]: Δημοφιλέστατο αγώνισμα πατινάζ σε λαβύρινθο τύπου pacman. Οι αθλητές ήσαν οπλισμένοι με σιδερολοστούς (νουντσάκου).

[^fn41]: Μηχανές Διαχείρισης Αίματος.

[^fn42]: Το ζωικό βασίλειο είχε πια εξαφανιστεί ολοσχερώς.

[^fn43]: Αναφορά στην αρχή του «βιολογικού αναντικατάστατου», που ήταν παγιωμένη στα ίδια τα Ιερά Κείμενα και δεν επιδεχόταν ελευθεριότητα στην ερμηνεία της. Όριζε πως ο οργανισμός των αθλητών έπρεπε να έχει τουλάχιστον 50% βιολογική υπόσταση.

[^fn44]: Η συνέχεια είναι — ελαφρώς τροποποιημένα — αποσπάσματα από εδώ: http://www.esoterica.gr/articles/contributions/religion/christian/christian.htm.

[^fn45]: Ειδική Ημερήσια Πρόβλεψη.

[^fn46]: Γενικός Κοινωνικός Δείκτης.

[^fn47]: Δείκτης Παραγωγής.

[^fn48]: Πρώτη Ημερήσια Βάρδια.

[^fn49]: Προσαρμοσμένη εκδοχή του κείμενου που βρίσκεται εδώ "http://www.marxistbooks.gr/status_e.htm.

[^fn50]: Για πρακτικούς κυρίως λόγους γινόταν αυτό, ώστε να μην είναι αναγκασμένοι να σταματούν για τον επίσημο χαιρετισμό κάθε φορά που το βλέμμα τους διασταυρωνόταν με κάποιο Άνομο.

[^fn51]: Τιμητική προσφώνηση των ΙΤ.

[^fn52]: Διάκριση ήταν πολύ δύσκολο να γίνει, αφού το ίδιο το Αρχιεπίσκοπο δεν ήταν δυνατόν να καταγραφεί.